Βουκολικό Ειδύλιο


Χαμογελούσα την ώρα που πήγαινα την Κανέλλω για ζευγάρωμα. Καβαλημένος ανάποδα στο γαϊδούρι την παραφύλαγα μη μου ορμήξει. Κρατούσα ένα χοντρό μαγγούρι κι όταν αυτή έκανε πως σιμώνει, γκαπ, τη χτύπαγα καταμεσίς στο κούτελο κι εκείνη υποχωρούσε με τα μεγάλα υγρά της μάτια δυο λίμνες θλίψη. Δώδεκα χρονώ παιδόπουλο, πώς να την κάνω πέρα τέτοιαν όμορφη, μεγάλη, καθαρή γελάδα, που μοσκομύριζε χόρτο κι ουρανό;
Μήπως και δεν την έπαθα τις προάλλες; Τότε που δεν τόξερα, τότε που ήμουν ακόμη παιδί και πήγα σαν κάθε μέρα να την αρμέξω. Μεγάλα βαριά ζεστά τα μαστάρια της και το γάλα γλυκό ν' αφρίζει καθώς χύνονταν στο κανάτι μ' ορμή. Χαιρόμουν να σημαδεύω τις φουσκάλες, να τις πολλαπλασιάζω, να τις ταξιδεύω. Και τότε ξαφνικά η καφετιά γελάδα δίνει μια, αναποδογυρίζει την κανάτα και με καβαλά. Έβαλα τις φωνές. Τα στήθια της μούκοβαν την ανάσα κι αυτή να λαχανιάζει πάνω μου. Είδαν κι έπαθαν να με γλυτώσουν. Όμως έμαθα. Τώρα πια ξέρω τι ζητά η καφετιά γελάδα μας. Ξέρω και φυλάγουμαι. Γιαυτό και κρατάω τη μαγκούρα, γιαυτό και της βαράω το κεφάλι σαν πάει να με σιμώσει, καθώς πηγαίνω καβάλα ανάποδα στο γέρο γάιδαρο μας.
Θα την πάμε στ' απέναντι χωριό. Τάχει συμφωνήσει ο πατέρας. Εκεί είναι ο ταύρος ο καλός.
-Κοίτα, μου είπε. Δε θα πλερώσεις πριν βεβαιωθούμε πως όλα είναι εντάξει. Δεν τον μπιστεύομαι το Χρήστο. Είναι ανάποδος. Μπορεί να μη γκαστρώσει τη γελάδα να πάνε στράφι τόσα λεφτά.
Μου φάνηκε παράξενο. Δε φτάνει τόσος δρόμος, πρέπει να τον πληρώσουμε κιόλας να κάνει το κέφι του ο ταύρος του, πάνω στην καψερή μας τη γελάδα. Μα τι να πω στον κύρη μου; Πως, τις γυναίκες γιατί τις προικίζουν; Πως, θάθελα νάμουν στη θέση του ταύρου, αντίς νάμαι ένα μικροκαμωμένο αλητάκι με γδαρμένα γόνατα και σκληρές πατούσες; Πως, έρχουνται κάτι βραδιές που βαραίνει αβάσταγα ο ουρανός και με πνίγει όπως τότε τα μαστάρια της γελάδας μας και πως τότε κρυφά πάνω στο ξερό σανό με παίρνουν τα κλάματα κι όχι τίποτε άλλο παύω να μετρώ τ' αστέρια που βουλιάζουν στη νύχτα; Τι θα καταλάβει ο πατέρας; Το πολύ πολύ θα με φασκελώσει και με το δίκιο του. Ισως και να το πει στη μάνα και με πάει στον παπά να με διαβάσει.
Κουζουλάδες! Έτσι είναι. Κουζουλάδες.
Και τούτη η γελάδα όλο και πονηρά πάει να με φτάσει. Να το χωριό. Νάτο λοιπόν που φτάσαμε. Είπε, το πρώτο σπίτι. Το σπίτι χαμηλό, σαν όλα, με την αυλή και τα λουλούδια και τα μυριστικά, σαν όλα, με τη στέρνα και την αψιά ασπράδα του ασβέστη, σαν όλα στο χωριό. Η νοικοκυρά βαρειά και δυσκίνητη. Τα μαστάρια της βαρειά σαν της γελάδας μας. Μόλις με βλέπει στην αυλή βάζει τις φωνές. Η φωνή της βραχνή και τσιριχτή, κάτι παράξενο για γυναίκα
-Βρε που να σας πάρει! Βρε το μασκαρά! Βρε τη βρώμα!
Επαναλαμβάνει την κάθε φράση δυο φορές, μια για μένα, μια για τη γελάδα. Η γελάδα μας την κοιτά αμίλητη με τα μεγάλα πάντα δακρυσμένα μάτια της. Το ίδιο και γω. Απλώνεται σιωπή. Δεν κάνουμε καμιά κίνηση, εγώ κι η γελάδα δεμένοι απ' το ίδιο σκοινί. Και ξάφνου η Κανέλω ορμά πάνω στη νοικοκυρά με τέτοιο πάθος, που μας σωριάζει όλους καταγής, τη χοντρή γυναίκα και μένα. Η γυναίκα ουρλιάζει, εγώ στριγγλίζω, η γελάδα μουγγρίζει χαρούμενα. Τρέχουν οι γειτόνισσες με ξύλα, παλεύουν να μας χωρίσουν. Φωνές, βρισιές, σαματάς. Το κορμί μου μουσκεμένο απ' τον ιδρώτα της γελάδας; της γυναίκας; το δικό μου; Η γυναίκα γρατζουνισμένη και ξεμαλλιασμένη. Στην άκρη των χειλιών της λίγο αίμα. Η γελάδα ανακουφισμένη αφήνει ότι είχε στην κοιλιά της να χυθεί στην άσπρη καθαρή αυλή. ΟΙ γειτόνισες ουρλιάζουν, βρίζουν, τη χτυπούν.
-Σιχαμένη ! Λέρωσες την αυλή! Πάρτη τη βρώμα!
Η νοικοκυρά ήμερα ξεσκονίζεται, τινάζει τα ρούχα της. Τώρα δε βρίζει, δε χτυπά. Με τη βραχνή ξεκούρδιστη φωνή της μου λέει μαλακά, σα μετανοιωμένη:
-Ο άντρας μου είναι στα χωράφια. Τραβάτε. Εκεί ειν' οι κατοικιές. Εκεί θα την αφήσεις.
Με βγάζει στο κατώφλι.
-Πρόσεχε! φωνάζει ξωπίσω μου.
Κι η γελάδα, που οσμίστηκε τον ταύρο χαρούμενη με προσπερνά, με σέρνει. Τα υγρά της μάτια λάμπουν χαρωπά, τα ρουθούνια της διάπλατα ανοιχτά. Τρέχω ξωπίσω της συνεπαρμένος απ' τ' άρωμα του χνώτου της, απ' τη λάμψη του κορμιού της. Δεν είναι η γελάδα μας αυτή, είναι μια καστανή φοράδα. Θέλω να την καβαλικέψω, να ξεχυθώ μαζί της σ' απέραντα χωράφια με ψηλά χοντρά αθέριστα στάχια με κόκκινες παπαρούνες και βιόλες και μαργαρίτες κίτρινες κι άσπρες. Θέλω να κολυμπήσω μαζί της στη θάλασσα. Μήπως δεν τόπαν στο σχολειό πως ο Δίας σαν ταύρος κολύμπησε ολάκερους ωκεανούς κουβαλώντας στην πλάτη του μια γυναίκα; Ευρώπη θαρρώ την ονομάτιζαν. Να μ' έπαιρνε και μένα μαζί της η Κανέλλω στη χώρα του μεθυσιού που πάει!
-Μόρτη. Για πού; με σταμάτησε η βαριεστημένη φωνή τ' αφεντικού του ταύρου.
-Ε.. βιάστηκα να προσγειωθώ. Είμαι του μαστραντώνη... Έφερα τη γελάδα μας.
Ήταν λιγνός, ψηλός και μούφραζε το έμπα του σταύλου. Η γελάδα ανυπόμονη ρουθούνιζε.
-Δε γίνεται, μ' απάντησε αργά σα να μετρούσε τις λέξεις. Για σήμερα και αύριο τον έταξα αλλού. Δεν τον πολυφορτώνω. Θα μου σκάσει.
-Μα, μα ψέλλισα και τα μάτια μου βουρκώσαν. Η γελάδα... ο πατέρας..
-Μεθαύριο πάλι με το καλό, είπε γυρίζοντάς μου την πλάτη. Κι αν προφτάσεις... μου πέταξε κλείνοντάς μου την πόρτα κατάμουτρα.
Η Κανέλλω μας μουγκάνισε θρηνητικά. Η φωνή της μου πλάκωνε το στήθος χειρότερα απ' τα μαστάρια της.
-Είναι αμαρτία, μουρμούρισα αδύναμα καθώς την τραβούσα απ' το σκοινί για να τη φέρω στο δρόμο του γυρισμού. Είναι αμαρτία.
Και ξάφνου απ' το σταύλο ακούστηκαν βλαστήμιες και βρισιές. Δεν πρόλαβα μήτε να κοιτάξω. Ο ταύρος σαν τέρας τρομερό είχε σωριάσει το φράχτη σε συντρίμμια κι είχε ορμήσει πάνω στην αγαπημένη του γελάδα. Πάλευαν και μουγκάνιζαν, με σέρναν στα λιθάρια, έτσι όπως ήμουνα δεμένος με την Κανέλλω. Ο κυρ Χρήστος μανιασμένος να χτυπά τον ταύρο, τη γελάδα, μα κείνοι αδιάφοροι για μας παραδομένοι στη μαγεία του έρωτά τους να συνεχίζουν ν' αγκαλιάζονται και να χτυπιούνται, όπως μου φάνηκε, μια ζωή.
Όταν όλα τέλειωσαν ο κυρ Χρήστος μουτρωμένος έσυρε τον ταύρο στο σταύλο του και μούγκρισε με θυμό.
-Πες του κύρη σου πως δε θέλω πλερωμή, μα μήτε και να ματάρθεις.
Δεν τον άκουσα, δεν τον κατάλαβα, δε μ' ένοιαζε. Χάιδευα το λαιμό της Κανέλλως κι η ανάσα της γαργαλούσε το λαιμό μου. "Μπράβο κοπέλα μου," μουρχόταν να της πω και δίχως να το καταλάβω τη φίλησα στο μουσούδι. Τα πόδια μου, τα χέρια μου ήταν ματωμένα. Το παντελόνι μου σχισμένο και τα ρούχα μου αλευρωμένα απ' τη σκόνη. Ομως δεν τόβλεπα, δεν αισθανόμουν. Καβάλησα περήφανα το γάιδαρό μου, όπως καβαλικεύουν οι βασιλιάδες τ' άλογα. Έλυσα απ' το χέρι μου το σχοινί της γελάδας -είχε αρχίσει να πρήζεται- και τόδεσα στο σαμάρι. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Πότε πότε πισώστρεφα να τη δω. Ήμερη και πειθαρχική μ' ακολουθούσε. Άρχισα φωναχτά να τραγουδώ με τη βραχνοκοκορίσια φωνή που μόλις είχα αποκτήσει. Τα χωράφια σιωπηλά μ' άκουγαν. Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Επρεπε να φωνάξω γιατί η καρδιά μου θάσπαγε. Έπρεπε να φωνάξω γιατί ίσως με πιάναν τα κλάματα. Κι όλοι το ξέρουν πια. Οι άντρες ποτέ, μα ποτέ δεν κλαίνε.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης