Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2011

Παραβολών αλήθειες

Εικόνα
Στα χωριά της Πελοποννήσου ιστορούν ότι κάποτε ένα ανδρόγυνο διαφώνησε στην απάντηση του ερωτήματος «με τι θερίζουμε;» Ο παντογνώστης σύζυγος έλεγε «με το δρεπάνι» ενώ η γυναίκα του επέμενε «με το ψαλίδι». Η λογομαχία γρήγορα εξελίχθηκε σε καυγά κι ο άνδρας για να την πείσει, αφού την καταχέριασε, απελπισμένος της βούτηξε το κεφάλι στο νερό για να κάμψει το πείσμα της. -Με τι θερίζουν τη ρώτησε σ’ έκφραση ύστατης γενναιοψυχίας ενώ την έπνιγε κι η δύσμοιρη -ω του γυναικείου παραλογισμού!- αδύναμη ν’ αρθρώσει υποβρυχίως ύψωσε το χέρι και με το δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο ψαλίδισε τον αέρα σαν ύστατη απόκριση. Η παραβολή πλάστηκε απ’ τη λαϊκή σοφία για να διδάσκει πού καταλήγουν οι πεισματάρες γυναίκες και να καταδικάσει την εμμονή σε παράλογες αντιλήψεις. Σε προσεκτικότερη ανάγνωση καταγράφει την ανδρική έλλειψη πειθούς, την τάση του άνδρα να καταφεύγει στη βία ακόμη και για τη λύση ενός θεωρητικού ερωτήματος. Η αφορμή του καυγά αφορά τα σύνεργα ταμπού των δυο φύλων, το δρεπάνι με το

Στο Άουσβιτς της Καμπότζης

Εικόνα
το μνημείο της Τολ Σεγκ όπου φυλάσσονται κρανία εκτελεσμένων Στο Άουσβιτς της Καμπότζης «Όπου κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή», λέγαμε δίχως ποτέ να υποπτευόμαστε την φρικτή ενσάρκωση του διδακτικού ρητού. Και πράγματι το 1962 χτίστηκε στην Πνομ Πεν ένα σχολειό που έμελε να μετατραπεί, από τον Πολ Ποτ και τους Ερυθρούς Χμερ του, στο Γραφείο Ασφάλειας S- 21, το σημερινό μουσείο Γενοκτονίας του Τολ Σλενγ. Τέσσερα σχολικά κτίρια διαμορφώθηκαν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπου κρατήθηκαν σύμφωνα με τα αρχεία που διασώθηκαν 10.499 ενήλικες, ενώ εκτελέστηκαν πάνω από 2000 παιδιά. Αυτοί oι πολιτικοί κρατούμενοι ανήκαν σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη και φυλακιζόντουσαν με τις οικογένειές τους. Οι εργάτες στοιβαζόντουσαν σε απλές σχολικές αίθουσες ανά 20-40 άνδρες στο ισόγειο και γυναίκες στον πρώτο όροφο, ενώ τα παιδιά εκτελούντο αμέσως. Οι γυναίκες βιάζονταν συστηματικά και όλοι στριμώχνονταν στο πάτωμα της κάθε αίθουσας σιδηροδέσμιοι με βαριές αρπάγες στα πόδια και τους έδινα

Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά

Εικόνα
Mόλις προχθές μια 80 χρονη στην Ζάκυνθο αυτοπυρπολήθηκε "για να μη δίνει βάρος στα παιδιά της" Εκεί πια φθάσαμε. Με την οικονομική κρίση. Στον Καιάδα για τους γέρους. Όταν πάψουν να ταΐζουν τα άνεργα παιδιά με την πενιχρή τους σύνταξη. Όταν πάψουν να είναι χρήσιμοι σαν άμισθοι μπέιμπι σίτερ για τα εγγόνια και οικιακές βοηθοί. Η ανεργία των νέων περιόρισε και αυτή τους τη χρησιμότητα. Τους οδηγούν στην ενοχή γιατί επιβιώνουν ακόμη!!! σε βάρος των παιδιών τους.  Μέχρι πρότινος ίσχυαν άλλα.  Τ ο «Αρχοντικόν», το «Παλατάκι», η «Μέριμνα». Οίκοι ευγηρίας. Αναντίρρητα προϊόντα της κοινωνικής εξέλιξης. Επειδή όταν όλοι δούλευαν στην οικογένεια κάποιος έπρεπε να φροντίζει τους ηλικιωμένους. Τώρα πια οι γέροι είναι χρήσιμοι μόνο όσο η σύνταξή τους συμβάλει στην επιβίωση των νεότερων. Τραγική αλήθεια. Τα γηρατειά μεταμορφώνουν τον άνθρωπο, εξαφανίζουν τις αναστολές, αφήνουν να εκδηλωθούν συσσωρευμένες κακίες. «Γεροντικό πείσμα», αυταρχισμός, παραλογισμός, εγωκεντρική συμπεριφορά

Της Σαντορίνης Θέρος

Εικόνα
Θέρος που πέθανε. Μέρες πανηγυριών με Σπερνά, στο ξωκλήσι το πνιγμένο στ’ αμπέλια. Ο ασβέστης ματώνει, τα μανουάλια σπιθίζουν, το θυμάρι λιβάνι, κι οι καρδιές γλάροι στο ρυθμό του ανέμου «Φως ιλαρόν». Μέρες της μυρωδάτης φάβας και του πολύτιμου κρασιού. Μέρες τρύγου με τον κάμπο να στενάζει απ’ τον ιδρώτα του μούστου. Μέρες τ’ Αλωνάρη με τα ζώα υποτακτικά να γυρνούν στ’ ανεμοβούνια το γιορντάνι του μόχθου, το λίχνισμα να υψώνεται ξανθή βροχή, θυσία στη σύνεση. Μέρες της ντομάτας, με τα κοφίνια ξέχειλα ζαφειρένιους βώλους και τα καρπούζια γροθιές ν’ απειλούν τον ουρανό. Μέρες της παντοκρατόρισσας θάλασσας που με την ανάσα της γονιμοποιεί τη στεριά και την προκαλεί να βυθιστεί ξανά στη γαλήνη των σπλάχνων της. Το Ηφαίστειο μαύρο λουλούδι στην καρδιά της, μαχαίρι στη μήτρα της γης μας πονά. Στα Φηρά το γιαλό λογχίζουν θαρρετά το βλέμμα τα υποζύγια φορτωμένα μ’ ανθρώπινους καημούς, φανταχτερά μασκαρεμένα. Τα μάτια τους δακρύζουν. Λιώνει το φως κι ο αγέρας βουίζει πάντα στα συρματοπλέγμα

Kει που κι ο χρόνος πια πεθαίνει

Εικόνα
Παράδωσα τις ουλές μου στην ήλιο και κείνος τις πυράκτωσε. Χαϊδευτικό το άγγιγμά του γονιμοποίησε τη μνήμη. Σμίγει η ανάσα τ’ ουρανού με τα νεκρά λαγόνια μου κι οι ελπίδες αναδεύονται. Δροσιστικά λικνίζεται στου πελάου τ’ απύθμενο γαλάζιο της ψυχής μου τ’ αστέρι. Κει που στην πόλη ξέχασα να ζω με την ανάσα του κόσμου, κει που διαμελίστηκα απ’ τους θορύβους των ανθρώπων νάσου κι έσμιξα ξανά με την ανθρωπότητα κάτω απ’ το γαλήνιο ουρανό μια μέρα δίχως γνώρισμα, μια νύχτα με τρεμάμενα αστέρια. Τα τριζόνια σιγοσβύνουν αστέρια και πέφτουν στις φούχτες μου βροχή. Έσπασε ο ήλιος σαν το ρόδι πάνω στα χιονάτα σύννεφα, χύθηκε το φως σε δροσοστάλες, βάρυνε ο ουρανός και βούλιαξε στη θάλασσα, τ’ αστέρια γίναν ψάρια, σαλτάρισε το φως στη πρύμνη μας ναυτάκι κι ο ήλιος μας στοχεύει ματωμένη τρύπα τ’ ουρανού που πνίγεται στα πέλαγα. Η σιωπή ξεχείλισε τις στέρνες της καρδιάς μου, δάκρυσε το φεγγαροφώς στα δασιά του ματοτσίνορα, αναστέναξε ο γεροπεύκος και βουρκώσαν τα χείλια σου, αγάπη. Και γω χάραξα

Ότι δεν καταγράφεται πεθαίνει

Εικόνα
Μελτέμι. Τα κύματα κατρακυλούν κοπαδιαστά δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι ταξιδεύουμε. Ο αγέρας ξεμαλλιάζει τα κλαριά. Τα παιδιά αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους τόσο ήσυχα, θαρρείς ανύπαρκτα. Οι ναύτες τράβηξαν μια βάρκα στην αμμουδιά. Σχολαστικά την καθαρίζουν, τη βάφουν, τη χαϊδεύουν. Οι γλάροι πετούν πάνω από τα κεφάλια μας. Η απέναντι στεριά φαντάζει τόσο κοντινή! Θαρρείς με δυο απλωτές τη φτάνεις. Τα βουνά χαραγμένα με απόλυτα ακρίβεια σκουρόχρωμοι λαδιοί λεκέδες από δέντρα στις κίτρινες πετσέτες των χωραφιών που απλωμένες καρτερικά προσμένουν το δρεπάνι. Η θάλασσα αλλάζει ώρα την ώρα, στιγμή στιγμή. Τώρα καθώς τη γλύφει το φεγγαρόφωτο θαρρείς πως θα πηδήξει το πεζούλι να χυθεί στην αυλή μας λιωμένο ασήμι. Βυθίζεσαι, τη νιώθεις να σ’ αγκαλιάζει ηδονικά να σε λικνίζει μητρικά κι έπειτα η λευτεριά του ήλιου που βασιλεύει στο γυμνό κορμί ενώ το κύμα πιστό σκυλί γλύφει τα πέλματά σου. Υπάρχεις. Ζεις αυθεντικά. Ότι δεν καταγράφεται πεθαίνει. Μαρία Αρβανίτη Σω

Αρκετά με τα γιαούρτια και το χαβαλέ Υπεύθυνοι πολίτες και όχι αχρείοι ψηφοφόροι

Εικόνα
Αρκετά με τα γιαούρτια και το χαβαλέ  Υπεύθυνοι πολίτες και όχι αχρείοι ψηφοφόροι   Οι «αγανακτισμένοι» μεταμορφώθηκαν σε τραμπούκους λοιπόν; Ένας στους δυο έλληνες χειροκροτεί το διασυρμό των βουλευτών της κυβέρνησης, είπε η δημοσκόπηση.      Όμως ποιο πρόβλημα λύνουν οι λοιδορίες, ο χαβαλές, τα γιαουρτώματα, τα μουντζώματα, οι αγχόνες και οι απειλές;     Μήπως τώρα πρωτογνωρίσαμε σε τι είδους στάνη μετατρέψαμε το Κοινοβούλιο μας; Μήπως τώρα ανακαλύψαμε ότι η πλειοψηφία των βουλευτών είναι εμετικά ανθρωπάρια, που μόνο τους προσόν είναι ότι ξέρουν να κολακεύουν και να εξυπηρετούν τις ταπεινότερες ανάγκες των ψηφοφόρων τους;      Γιατί τώρα μόνο τους χλευάζουμε; Μέχρι χθες τρέχαμε να τους σφίξουμε το χέρι, να φωτογραφηθούμε πλάι τους, να τους τοποθετήσουμε στην πρώτη σειρά σε κάθε μας εκδήλωση, ν’ ακούμε τους ανόητους χαιρετισμούς, που έκαναν στην αρχή κάθε συνάθροισης κι έπειτα αποχωρούσαν βιαστικά λόγω φόρτου εργασίας.     Τους ακούμε σε όλα τα κανάλια να επαναλαμβ

Μείζον ερωτικόν

Εικόνα
Ξέφτια του έρωτα πλέκω τις λέξεις σε κοτσίδες υποσχέσεων. Τραμπαλίζομαι στις διαθέσεις των ανέμων. Προτιμάς το ημίφως, το μεταίχμιο, την ημίγυμνη πρόκληση και τον καλλωπισμό της σελήνης. Ενδύομαι την ωραιότητα των αισθημάτων σου. Καλλίστη και ηφαιστειώδης αναμένω τα πρωτοβρόχια του έρωτα. Στο δάσος της ποίησης για να με ραίνεις με συγκομιδές εαρινών ανθέων. Σε φυλακίζω στους τροπικούς των εγκάτων μου. Πυρπολώ τα δειλινά των οργασμών σου. Σε κλείνω στο στήθος μου πουλί τρεμάμενο κι απλώνω στις εσχατιές των αστερισμών τα ιστία των οικτιρμών. Μεταμφιέζομαι στα χρώματα των ενιαυτών. Βυθίζομαι στη σκιά των υδάτων, υπερίπταμαι κάθε φιλοδοξίας, προσκυνώ την αλλαγή των ανέμων και την οσμή επικειμένων κεραυνών, καλπάζω στη χαίτη κυμάτων, λούζομαι τους καταρράκτες των ηδονών, αναστενάζω τη φθορά των αισθημάτων. Σε θέλω, ασύλληπτο όνειρο, εγώ, η καιόμενη βάτος. Προσορμίζομαι στα ύφαλα του πάθους κι αρμενίζω στις φουρτούνες των αντινομιών. Δε μπορείς να με συρρικνώσεις στα όρια της ευπρέπειας κ

Μπουρίνι αντί μελτεμάκι

Εικόνα
Μπουρίνι αντί μελτεμάκι  Σάββατο στη Τζια δραπέτες του καύσωνα. Κρανίου τόπος, σκηνογραφία για ταινία του ’50 με λεωφορεία ασθμαίνοντα που εκτελούν θελήματα και καπαρώνουν τους λιγοστούς επιβάτες χωρίς φυσικά να κόβουν εισιτήριο «Άγονη γραμμή!» βρυχάται ο υποχρεωτικότατος οδηγός. Ζέστη, κάλμα, στεριανό αεράκι που φρεσκάριζε αργά. Στην παραλία μπαινοβγαίναμε στη θάλασσα προσμένοντας το πλοίο, όταν δυο κύματα θόλωσαν την αμμουδιά. Απόνερα! η πρώτη διάγνωση. Έπειτα, αλαφιασμένα ιστιοφόρα έσπευδαν στην ασφάλεια του λιμανιού, ενώ από τα βουνά κατηφόριζε κουρνιαχτός, κύματα σκόνης που ριπίδιζαν μαστιγώνοντας αλύπητα τους ημίγυμνους λουόμενους, τρύπωναν σ’ οποιοδήποτε σχισμή, σοδιάζονταν στις απλωμένες πετσέτες που ανέμιζαν αυτοβούλως βουτώντας στη θολή θάλασσα. Στο μώλο τα κύματα πια καβαλούσαν τον τοίχο στεφανώνοντας με αφρούς το τσιμέντο, ενώ πλεούμενα με σχισμένα πανιά πάλευαν να γλιτώσουν κι οι λιμενικοί πάλευαν να βάλουν σε μια τάξη τον υπερπληθυσμό των τρομαγμένων πλεούμ

Μεγαλυνάρι της Σαντορίνης

Εικόνα
Μεγαλυνάρι της Σαντορίνης   Εκεί, στου Ηφαιστείου το εβένινο λίκνο, νανουρίζεις τις ελπίδες μας. Εκεί όπου τα πάντα ανατρέπονται. Εκεί στο ξεπνόισμα στης επιστήμης, στης φύσης της παραφροσύνη μ’ αρχαίους ήχους αλαλάζεις.  «Ιδού εγώ, η Μοίρα όλων!  Ιδού εγώ, το τέλος κι η αρχή.  Ιδού όπου αναφλέγομαι και κατατρώγω, όπου τίκτω και θεοποιώ δια του θανάτου.  Ιδού όπου οι επαναστάσεις αυτοκτονούν. Ιδού όπου οι τάξεις ανατρέπονται.  Ιδού εγώ, του ηφαιστείου το απύθμενον θάμπος» Εκεί όπου απαλή κι αφράτη η παλάμη του Θεού, ο ομφαλός του κόσμου, καπνίζει, αναδεύεται κι οσμίζει, βουρκώνει τα νερά και τα σκουριάζει, βωμός των ταπεινών μας προσφορών, ώσπου τη φούχτα κλείνει, κι υψώνοντας τη χαοτική γροθιά συντρίβει την ανθρώπινη χαμοζωή που παριστάνει την απέραντη.  Γελά και τρέμουμε.  Ξερνά κραυγές μυστηριακές και προσκυνούμε, ανθοβολεί στεριές, γονιμοποιεί θάλασσες, καλύπτει ουρανούς.  Με μύρια όπλα μας καλεί, σειρήνα τραγουδάει, μας σφιχτοδένει σε νερέν

Στο Βοιωτικό Ορχομενό

Εικόνα
Ο Ορχομενός κοιμάται στη σκέπη του Βόλου και της Λειβαδιάς. Κοιμάται κι ονειρεύεται παλιές δόξες τότε που η παρουσία της λίμνης το σφράγιζε βασιλιά και ακόμη πιο παλιά τότε που οι άλλοι δεν υπήρχαν κι αυτός ανθοβολούσε κάτω απ’ το σκήπτρο του σοφού Μινύα. Τώρα δεν έχει και πολλά να παινευτεί. Ο θολωτός τάφος, το αρχαίο θέατρο, το μοναστήρι της Παναγιάς που χτίστηκε πάνω στα ερείπια των αρχαίων ανακτόρων με υλικά εμφανώς κλεμμένα, οι πλούσιες πηγές των Χαρίτων που πρωτοξεδίψασαν την υδροκέφαλη Αθήνα πριν η απληστία της στραγγίξει και το Μόρνο, όπου σήμερα χοροπηδούν οι ξακουστές πέστροφες σ’ ένα τοπίο -μασχάλη των θεών- όπου οι μέρες λησμονούν το κύλισμα του χρόνου. «Δεν έχει τίποτε να δεις» λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι. Στο θολωτό τάφο του Μινύα ένα ραβασάκι του φύλακα πληροφορεί τον αδιάκριτο επισκέπτη τι ώρα θα επιστρέψει. Πάλι καλά αφού στη γειτονική Χαιρώνεια μόνο το σαρδόνιο γέλιο του λιονταριού αντιμετωπίζει τον εκνευρισμό του μπροστά στο εφτασφράγιστο Μουσείο. Γυναικοχώρι ο Ορχομε