Της Σαντορίνης Θέρος


Θέρος που πέθανε. Μέρες πανηγυριών με Σπερνά, στο ξωκλήσι το πνιγμένο στ’ αμπέλια. Ο ασβέστης ματώνει, τα μανουάλια σπιθίζουν, το θυμάρι λιβάνι, κι οι καρδιές γλάροι στο ρυθμό του ανέμου «Φως ιλαρόν». Μέρες της μυρωδάτης φάβας και του πολύτιμου κρασιού. Μέρες τρύγου με τον κάμπο να στενάζει απ’ τον ιδρώτα του μούστου. Μέρες τ’ Αλωνάρη με τα ζώα υποτακτικά να γυρνούν στ’ ανεμοβούνια το γιορντάνι του μόχθου, το λίχνισμα να υψώνεται ξανθή βροχή, θυσία στη σύνεση. Μέρες της ντομάτας, με τα κοφίνια ξέχειλα ζαφειρένιους βώλους και τα καρπούζια γροθιές ν’ απειλούν τον ουρανό. Μέρες της παντοκρατόρισσας θάλασσας που με την ανάσα της γονιμοποιεί τη στεριά και την προκαλεί να βυθιστεί ξανά στη γαλήνη των σπλάχνων της. Το Ηφαίστειο μαύρο λουλούδι στην καρδιά της, μαχαίρι στη μήτρα της γης μας πονά. Στα Φηρά το γιαλό λογχίζουν θαρρετά το βλέμμα τα υποζύγια φορτωμένα μ’ ανθρώπινους καημούς, φανταχτερά μασκαρεμένα. Τα μάτια τους δακρύζουν. Λιώνει το φως κι ο αγέρας βουίζει πάντα στα συρματοπλέγματα. «Πόσο η καβάλα;» και τα 300 τόσο γλιστερά! ξανθίσαν οι μαυρόπετρες μ’ αφράτη καβαλίνα. Στη άκρη! Κατεβαίνουν ακροβατώντας οι αγωγιάτες. Ο ίδρως κόλλησε κατάσαρκα το λιγδερό τους πουκάμισο κι αυτοί γλυκοκοιτούν τις ξένες. Αν καβαλούσαν στα καπούλια τους; Πάνωθε κρέμονται οι βράχοι αγκαλιασμένοι με συκιές, σύρουν φωνή τα φαραόσυκα, ζυγιάζονται τα σπίτια να πετάξουν Ίκαροι να πατήσουν το ηφαίστειο. Τα νεκροταφεία στο φρύδι της Καλντέρας λες κι οι νεκροί κρατούν αντιστήλιο στη μοίρα. Το δειλινό αργοπορεί σα φιλάρεσκη γυναίκα. Τα χρώματα σταματούν να διαχέονται για να φυλακιστούν στους αρπαχτικούς φακούς που τα στοχεύουν. .Ο χρόνος χαμογελά ειρωνικά περ’ απ’ τον ορίζοντα. Το τσόφλι κάποτε θα ξανασπάσει κι η καυτή πληγή θα ξεχύσει ξανά το μαύρο δάκρυ της στα χαλκοπράσινα νερά. Η ομορφιά δε φυλακίζεται. Υπάρχει φευγαλέα οπτασία.. Και δεν εξαγοράζεται.

Σχόλια

  1. Νικος Φαραζης Ωραία συμφωνία κάνετε οι συγγραφείς με τη φύση Μαρία. Τα σχεδιαγράμματα δικά της, οι λέξεις δικές σας. Ή μήπως όχι... Μήπως είναι δικές μας περιπλανώμενες, ρέμπελες ... Μάλλον έτσι είναι και βγήκατε με το καλαθάκι σας και τις μαζεύετε ανασηκώνοντας τις πέτρες που τις κάλυψαν, τα χόρτα που τις έκρυψαν ... και μας δείχνετε τις λέξεις που χάσαμε, αυτές που χάνουμε ... αυτές που πρέπει να βρούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης