Στο Νεκροτομείο

Στο Νεκροτομείο
   
      Ένας φοιτητής. Τίποτε πιο πολύ ή πιο λίγο από ένα μέσο φοιτητή. Όχι τόσο μελετηρός, που να παίρνει τις υποτροφίες, ούτε τόσο επαναστάτης που να χάνει τις χρονιές. Μπήκε με την πρώτη - έπειτα από μια χρονιά αγωνίας και βραχνά- στο ιερό τέμενος της Σοφίας κι έσπασε τα μούτρα του την πρώτη χρονιά, που μετά βίας πέρασε τα μαθήματα. Ήθελε να γίνει γιατρός κι αυτοί του έλεγαν για φυσικές και χημείες. Ήξερε να μελετά και να μαθαίνει κι αυτοί ήθελαν να παπαγαλίζει για να περνά. Τελικά προσαρμόστηκε. Στην Ψυχολογία λένε ότι η ευφυΐα μετριέται με την ικανότητα προσαρμογής. Δεν ήξερε αν ήταν ευφυής, μα τόσα χρόνια ακαδημαϊκής ζωής, τον δίδαξαν να πιστεύει πάνω απ’ όλα στην τύχη. Στο σχολειό τον δίδασκαν ότι ο άνθρωπος προκόβει, όταν δουλεύει σκληρά και είναι τίμιος. Στο Πανεπιστήμιο έμαθε ότι μόνο ο επιτήδειος πάει μπροστά. Εκείνος, όπως όλοι οι φοιτητές, παπαγάλιζε από την απέραντη ύλη όσα ζητούσαν οι εξεταστές, άλλα με SOS, που τα ζητούσαν πολύ, άλλα με αστέρια, που ήταν μέτριας απόδοσης, και άλλα γυμνά που σπάνια τα συζητούσαν. Από τα παράσημα των θεμάτων κρεμιόταν η γνώση τους. Από κει και πέρα όλα ήταν στα χέρια της θεάς Τύχης. Αν ο εξεταστής ήταν στις καλές του, αν δεν είχε τσακωθεί με τη γυναίκα του, αν είχε κάνει σεξ με την ερωμένη του, αν το φαί δεν τούχε κάτσει στο στομάχι, αν έβρισκε τη φάτσα σου συμπαθητική, τα ρούχα σου ευπρεπισμένα, αν δεν έμοιαζες με κάποιον που μισούσε, είχε καλά. Σου έκανε μιαν ερώτηση για κείνον εύκολη. Και ιδού το πρόβλημα! Αν ότι για κείνον ήταν εύκολο, είναι και για σένα, αν ανήκει στην κατηγορία των SOS ή τουλάχιστον των αστεριών. Αν όχι αλίμονο, ολόκληρη χρονιά κρεμόταν από δυο τρεις ερωτήσεις σε δυο τρεις απαντήσεις που έπρεπε νάναι σύμφωνες με το πνεύμα του εξεταστή. Άλλος θέλει να τις λες γρήγορα δίχως να σκεφτείς,  άλλος αρά για να τις καταλάβεις, άλλος να δείξεις ότι έχεις τρακ, άλλος να του φερθείς με υπεροψία. Αυτό που λένε «παράγων άνθρωπος» μπερδεύει τις συναλλαγές που είχαν για αποτέλεσμα ένα βαθμό από τον άσσο μέχρι το δέκα. Αν ήταν γραπτά, ακόμη χειρότερα. Αόρατος ο εξεταστής συχνά δε διορθώνει. Δε μπορείς να μαντέψεις τι θα συμβεί όταν διαβάζει το άτυχο γραπτό σου. Αν ήταν άλλες εποχές κάθε Ιούνη και Οκτώβρη, οι βωμοί της θεάς Τύχης θα καπνίζανε συνέχεια από τις φοιτητικές προσφορές. Και τίποτε δε γεμίζει περισσότερο την ψυχή από τη συναίσθηση του πεπρωμένου, που κυριαρχικά την κυκλώνει, όσο οι εξετάσεις μπροστά σε έναν άγνωστο μακρινό εξεταστή.
        Έπειτα από 5 χρόνια προσκόλλησης σε αυτή την πίστη του μοιραίου βρέθηκε όπως όλοι οι συνάδελφοι του στο Νεκροτομείο. Πριν μπει ακόμη στο ιερό του Ιπποκράτη, φίλοι και γνωστοί τον ρώταγαν με αγωνία το πώς θ’ αντέξει δίχως φρίκη να ξεσχίζει τους νεκρούς με το νυστέρι κι αυτός ψύχραιμα τους απαντούσε ότι είναι δυνατός, ότι είναι άνδρας.
        Και πράγματι στο Ανατομείο ξέσχιζε τις φορμολιασμένες σάρκες των νεκρών που είχαν γίνει μούμιες από την πολυκαιρία, με την αδιαφορία που ξεσχίζει ο χασάπης τα κομμάτια μοσχαριού ή χοίρου. Μόνη ενόχληση η αηδιαστική μυρωδιά της φορμόλης που κολλούσε στα ρούχα και το δέρμα και δεν έφευγε ότι και αν έκανες τουλάχιστον από τα δικά σου ρουθούνια. Όμως πραγματική μόνη του έγνοια κείνη την ευλογημένη ώρα του μαθήματος Ανατομίας ήταν ο φόβος του καθηγητή, που –λίγο βλαμμένος- απαγόρευε και τις 4 ώρες που κάθονταν πάνω από τη μούμια όρθιοι, ν’ ακουμπούν σε σκαμνί, να κουβεντιάζουν ή να διαβάζουν. Βέβαια όλοι- μιας και ήταν ανώφελο να γλυκοκοιτάζουν μια μούμια που γινόταν αργά κομμάτια, τόρριχναν στα πονηρά ανέκδοτα μα πάγωνε το αίμα τους μόλις ο κοντόχοντρος αστείος καθηγητής πρόβαλε στην πόρτα.
         Μα τώρα όλα ήταν αλλιώτικα. Ήταν άτυχος. Πρώτη του μέρα στο Νεκροτομείο κι ένα αεροπλάνο έπεσε στη θάλασσα. Γέμισε ο τόπος πτώματα, όχι κέρινα και ξένα σαν του Ανατομείου, αλλά ζωντανά, λευκά μέσα στη γύμνια τους. Και ήταν όλοι τόσο νέοι!
        Μόλις μπήκε στους παγωμένους θαλάμους στο υπόγειο μια μυρωδιά  ταγκού λίπους χτύπησε τα ρουθούνια. Πιο κει ξερός ο ήχος του ηλεκτρικού πριονιού άνοιγε κεφάλια κι έξω χύνοντας μυαλά ξεχύνοντας μια σιχαμερή μυρωδιά καμένου κόκκαλου.
        Όλα τούτα τα πρόσμενε, δεν τα φοβόταν. Είχε νιώσει ήδη τη βρωμιά που ξεχύνεται από το άρρωστο κορμί, τον παγωμένο μυξιάρικο ιδρώτα του μελλοθανάτου, την αποπνιχτική του ανάσα. Όμως δεν πρόσμενε μέσα σ’ αυτή την κόλαση ν’ αντικρύσει την ομορφιά. Πίστευε ότι η ομορφιά ανήκει στη ζωή, την άνοιξη. Ο θάνατος είναι για τους άρρωστους, τους γέρους. Το λουλούδι πρέπει να καρπίζει πριν μαραθεί.
         Και όμως μπροστά του ολόασπρη γυμνή μια κοπέλα 20χρονη με λευκά ολόλευκα δάχτυλα καλοσχηματισμένα πόδια. Ο θάνατος τη βρήκε δίχως ν’ αγγίξει τίποτε από την ομορφιά του προσώπου της. Δεν είχε μείνει ίχνος από τον τρόμο, που θάζησε, στην έκφρασή της, Είχε μια παγερήν απάθεια στο μέτωπο, τα χείλη της, τα μάτια της κλειστά σα νάταν κουρασμένη.
       -Δεν είναι παρθένα, είπε ο βοηθός με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Σκέφθηκε το πρόσωπο της κόκκινο γεμάτο πάθος στην αγκαλιά του εραστή της. Σκέφθηκε τη ζέστα του κορμιού τη κι ανατρίχιασε.
Στα πόδια της πεταμένο ένα μωρό ίσαμε ενός έτους, στρουμπουλό σαν αγγελάκι, που βαστά τον τρούλο κάποιας εκκλησιάς. Μόνο το ένα του αυτάκι έλειπε, του τόφαγε κάποιο ψάρι, είπαν.
        Κι έπειτα κι άλλος, κι άλλος, άλλοι ολόκληροι, άλλοι κομματιασμένοι. Ένα χέρι με κάποιο δαχτυλίδι, ένα πόδι με παπούτσι και κάλτσα, ότι άπληστα αρπάχτηκε από τη ζωή τόσο ξαφνικά. Η ομορφιά να πεθαίνει!!! Σκέφθηκε απορημένα. Ο βοηθός κάτι τον ρώτησε. Αυτός δεν απάντησε. «Σε λίγο τα σκουλήκια, ένας σκελετός, τίποτε» σκέφθηκε. Όλοι τον κοίταζαν
       -Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά, συνάδελφε;
       Ήταν χλωμός, ζαλίζονταν. Ήταν ξανθιά, με τόσο λεπτή μύτη, τόσο όμορφα χείλια. Κρίμα, κρίμα…
        Οι διπλανοί του τον κράτησαν μην πέσει και τον έβγαλαν έξω σηκωτό στον καθαρόν αέρα.
       -Δεν  είναι τίποτε, είπε ο βοηθός, συχνά συμβαίνει έτσι την πρώτη φορά. Θα συνηθίσετε. Κατά βάθος η νεκροτομία είναι πολύ ωραίο επάγγελμα.

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου "Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. oyf


    δύσκολο πράγμα αυτή η ανάρτητση...

    να δεις οι μη γιατροί πως φέρονται στους νεκρούς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης