Ο παππούς απ΄ την Οντέσα
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΟΝΤΕΣΑ Αγαπημένε μου παππού, που δε σε γνώρισα ποτέ. Ακόμη κι η μοναδική σου φωτογραφία στο διαβατήριο, κει γύρω στα '37, στα τέλη της ζωής σου δε φαίνεται να μου μιλά. Τα χείλη χαμηλά, σκιασμένα απ' το παχύ άσπρο σου μουστάκι, τα μάτια φορτωμένα μ' έγνοια, τα μαλλιά κοντοκουρεμένα κάτασπρα. Έμοιαζες, λένε, στο μπαμπά. Σου μοιάζω και γω λοιπόν, αφού λένε ότι του μοιάζω. Εγώ στον καθρέφτη αναγνωρίζω μόνο εκείνη τη σκιά στο βλέμμα. Γύρισες στην πατρίδα το 1937, της Παναγιάς ανήμερα, τη μέρα της γιορτής μου, τη μέρα της δικής της της γιορτής, της γιαγιάς μου, της γυναίκας σου, αυτής που μετά 21 χρόνια πλάι σου έκοψε κάθε γέφυρα, σου στέρησε το γιο, το μοναχοπαίδι σας κι αρνήθηκε να σε δεχθεί μέχρι το τέλος της ζωής της. «Ουδέν φέρει» γράφει πάνω στη σφραγίδα του τελωνείου. Ήλθες με τα χέρια αδειανά. Ήλθες κουβαλώντας κατάσαρκα μοναχά τον εαυτό σου. Όλα τ' άλλα τα 'δωσες νωρίτερα. Πήγαν χαμένα. Έσερνες μόνο την αρρωστημένη ...