Ο παππούς απ΄ την Οντέσα
Αγαπημένε
μου παππού,
που δε σε
γνώρισα ποτέ. Ακόμη κι η μοναδική σου
φωτογραφία στο διαβατήριο, κει γύρω στα
'37, στα τέλη της ζωής σου δε φαίνεται να
μου μιλά. Τα χείλη χαμηλά, σκιασμένα απ'
το παχύ άσπρο σου μουστάκι, τα μάτια
φορτωμένα μ' έγνοια, τα μαλλιά κοντοκουρεμένα
κάτασπρα. Έμοιαζες, λένε, στο μπαμπά.
Σου μοιάζω και γω λοιπόν, αφού λένε ότι
του μοιάζω.
Εγώ στον καθρέφτη αναγνωρίζω
μόνο εκείνη τη σκιά στο βλέμμα. Γύρισες
στην πατρίδα το 1937, της Παναγιάς ανήμερα,
τη μέρα της γιορτής μου, τη μέρα της
δικής της της γιορτής, της γιαγιάς μου,
της γυναίκας σου, αυτής που μετά 21 χρόνια
πλάι σου έκοψε κάθε γέφυρα, σου στέρησε
το γιο, το μοναχοπαίδι σας κι αρνήθηκε
να σε δεχθεί μέχρι το τέλος της ζωής
της.
«Ουδέν φέρει»
γράφει πάνω στη σφραγίδα του τελωνείου.
Ήλθες με τα χέρια αδειανά. Ήλθες
κουβαλώντας κατάσαρκα μοναχά τον εαυτό
σου. Όλα τ' άλλα τα 'δωσες νωρίτερα. Πήγαν
χαμένα. Έσερνες μόνο την αρρωστημένη
σου καρδιά. Ήξερες πως έρχεσαι για να
πεθάνεις. Ήθελες να μην πεθάνεις πριν
τους ξαναδείς.
Εκείνον τον
είδες. Τον κοίταζες διαρκώς στα τελευταία
σου. Έτσι γράφει σ' αυτό το ψυχρό, τυπικό
γράμμα του σε κείνη, που στάθηκε γυναίκα
σου. Ένα γράμμα απολογητικό, μια προσπάθεια
να πείσει τον εαυτό του και κείνη πως
όλα έγιναν κατά που πρέπει, όλα για τα
μάτια του κόσμου, όλα σύμφωνα
με τους τύπους.
«Μας έδωσε
χαρτί η διευθύντρια κι ανέλαβε η Αστυνομία
διά την ταφήν. Επήραμε ένα κασόνι καλό
δι' εξόδων μας. Και εις τας 6 μμ την
Παρασκευήν τον εκηδεύσαμεν εις το νέον
Νεκροταφείον των Αθηνών»
Αυτή είναι
όλη κι όλη η περιγραφή που σώθηκε απ'
την κηδεία σου.
Και όμως, το μπαμπά, τον
είχα δει να κλαίει και να χτυπιέται στ'
άγγελμα του θανάτου μιας μακρινής του
θείας, που εγώ δε γνώρισα ποτέ. Και όμως
ο μπαμπάς έβγαζε τόσο ωραίους επικήδειους
σε κάθε γνωστό, αδιάφορο αν ήτανε
σπουδαίος ή παρακατιανός!
Για σένα δεν
είχε και πολλά να πει. Μόνο πως βγαίνοντας
την τελευταία φορά από το νοσοκομείο
θέλησες να πας να εργαστείς -εργάστηκες
λοιπόν μέχρι το τέλος της ζωής σου- πως
είχε κοινωνήσει της Ανάληψης -άρα εκείνος
είχε τη συνείδησή του ήσυχη- κι έπειτα
ότι μπήκες στον Ερυθρό με βρογχοπνευμονία
και καρδιά.
Τον κοίταζες
διαρκώς.... Τι έβλεπες μες απ' αυτόν λίγο
πριν φύγεις απ' τον κόσμο; Ρωτούσε λέει,
αν θέλεις τίποτε και συ συνέχεια
αποκρινόσουν πως «όχι» τίποτε δε θες.
Έφυγε για να
κανονίσει την κηδεία. Το περίμενε. Το
'ξερε. Του τόπε ο γιατρός. Κι όμως δεν
κάθισε πλάι σου την ύστατη ώρα. Έπρεπε
να κανονίσει την κηδεία.
Πέθανες
μόνος, ανάμεσα στους γιατρούς. Και κείνος
μόνος πέθανε. Τάχα το ξέρεις; Και κείνος
από καρδιά. Όπως δεν το ευχόταν. Ξαφνικά
«Να μην προλάβεις μήτε το σταυρό σου να
κάνεις!» έλεγε Δίχως κανένα πλάι του γνωστό.
Μέσα στο πλήθος. Στο λεωφορείο, ανάμεσα
σε ξένους, ένα βράδυ χειμωνιάτικο.
Σίγουρα
εκείνος δε σε σκεφτόταν όταν πέθαινε,
όπως εσύ εκείνον. Μη τον παρεξηγείς, μα
είναι φυσικό. Όποιος πεθαίνει σκέφτεται
το αύριο, αυτούς που θα 'ρθουν, αν κάτι
σκέφτεται κανείς στη μοναξιά του θανάτου
του. Ή μήπως σκέπτεται το παρελθόν, όσα
δεν πρόλαβες να ζήσεις;
Ο θάνατος κι η
γέννα. Μια μοναξιά που σμίγει με την
αιωνιότητα.
Και τώρα συλλογίζομαι. Γιατί
τόσο περίμενες να μου μιλήσεις; Εκείνος,
από χρόνια πια νεκρός, έβρισκε τρόπους
να ξεφεύγει όσο ζούσε. Τούτα τα κουρελόχαρτα
σωριασμένα στον πάτο του μπαούλου
δυσανάγνωστα, έμεναν ξεχασμένα σ' ένα
σακουλάκι πλαστικό μαζί με κάρτες και
συμβόλαια, ρωσικά χρεόγραφα και ρούβλια
δίχως αντίκρισμα και μετοχές και έγγραφα,
εικονίτσες και φωτογραφίες των τσάρων.
Οικογενειακά κειμήλια! Πού καιρός να
τα ξεδιαλύνεις;
Ξέρεις οι έγνοιες μας
κυνηγούν στις μέρες μας. Ο χρόνος δεν
περισσεύει. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά
το θάνατο του μπαμπά κι ενώ ο κόσμος
όλος άλλαξε κι οι λαοί διστακτικά σμίγουν
τα χέρια, συ αποφάσισες να μου μιλήσεις.
Να 'ναι τυχαίο;
Πόσο τυχαία μπορεί να είναι τέτοια
πράγματα στη ζωή; Και τι είναι τέλος
πάντων αυτή η τύχη; Ίσως νωρίτερα να μη
μπορούσα ν' αφουγκραστώ. Ίσως νωρίτερα
να μη νοιαζόμουν να σε καταλάβω. Κι όμως
προσπάθησα. Ήταν η μαγεία απ' τα παλιά
αυθεντικά κοσμήματα, τα ελάχιστα που
γλίτωσαν, τις χρυσοντυμένες εικόνες με
τους φουσκομάγουλους αγίους με τα
φανταχτερά χρώματα, οι τσακισμένες
πορσελάνες και τα μαυρισμένα ασημικά,
κείνες οι δαντέλες κι οι ατέλειωτες
διηγήσεις του μεγαλείου κείνης της
εποχής. Διηγήσεις όπου εσύ έπαιζες πάντα
ρόλο κομπάρσου κι ας ήσουν εσύ που με
τη δουλειά σου εξασφάλιζες όλη τη γλύκα
του ξεθωριασμένου παραμυθιού.
Εγώ ταξίδεψα
στη Ρωσία, μόλις ανοίξανε τα σύνορα για
τουρισμό.
Εκείνος δε θέλησε να γυρίσει
ποτέ. Η Ιθάκη του βαριά, όλο τρομάρα.
Τότε νόμιζα απ' τη φρίκη της φυγής. Τώρα
στοχάζομαι άλλες κρυφές αντάρες. Αντίθετα
ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα. Γύρισε
απογοητευμένος, δίχως τ' αγιασμένο
σάβανο που κουβαλά κάθε θεοσεβούμενος
προσκυνητής. Το ίδιο απογοητευμένος
γύρισε κι απ' το Άγιον Όρος. Κάπου κι
αυτός σιχαίνονταν όλην αυτή την καπηλεία.
Τώρα το βλέπω. Ήταν κάτι δικό σου.
Όλα λοιπόν
ξεκινούν από την εκκλησιά που στέκεται
καταμεσής του κάμπου. Αμέτοχη, αδιάφορη,
καρτερική. Αυτή που κανείς δεν ξέρει
πότε πρωτοχτίστηκε.
Ο μπαμπάς συνήθιζε
να διηγείται πως κάποτε ο δεσπότης τον
φοβέρισε γελώντας μισοαστεία, μισοσοβαρά.
«Το ξέρεις πως μπορώ να σου την πάρω,
όποτε το θελήσω;» και του 'δείξε κάποιο
φιρμάνι του Πατριαρχείου που ανάμεσα
σε άλλα φιγουράριζε κι η δική μας
εκκλησιά, η πατρογονική. Δεν ξέρω αν
φοβήθηκε στ' αλήθεια τότε ο μπαμπάς,
πάντως μετά καμάρωνε.
Μετά, όταν πέθανε
κι αυτός ο δεσπότης κι ανάμεσα σ' αυτά
που εξαφανίστηκαν στο πέρασμά του από
τη ζωή, εικόνες κι άλλα πολύτιμα σκεύη,
χάθηκε κι αυτό το περίφημο έγγραφο που
'δείχνε την εκκλησιά μας σταυροπηγιακή.
Χάθηκε ή έστω μπορεί και να 'λειωσε απ'
την υγρασία του νησιού, περγαμηνή
κρυμμένη και αναξιοποίητη στον πάτο
κάποιου σεντουκιού με ιερά κειμήλια. Η
εκκλησιά όμως έζησε, έτσι γυμνή κι
ανυπεράσπιστη καταμεσής του κάμπου.
Λεηλατήθηκε. Τη μια σαν πήγε κείνος ο
τρελός ο ανιψιός σου και κατέβασε τις
εικόνες του τέμπλου και τις πέταξε στα
γκρεμνά και την άλλη πρόσφατα όταν
αρχαιοκάπηλοι μπήκαν, λέει, απ' το
παραθυράκι του τρούλου και σήκωσαν το
δωδεκάορτο, παραμονές της γιορτής της,
έτσι που στην πανήγυρη έμεινε να κοιτά
το τέμπλο τους προσκυνητές με μάτια
άδεια, έτσι που κανείς δεν άντεχε να το
αντικοιτάξει κι όλοι χαμήλωναν
ντροπιασμένα το δικό τους βλέμμα. Έπειτα
όμως δεν άργησαν να ξεχαστούν σα βγήκαν
στην αυλή και γεύτηκαν μ' απόλαυση τη
φάβα, τις ελιές και την ντομάτα και
μέθυσαν με τ' άφθονο κρασί κι η καμπανούλα
ηχολοούσε χαρούμενα στον κάμπο κι όλοι
ευχόντουσαν «και του χρόνου» κι ήταν
παράξενη κείνο το χρόνο η ευχή, κάπως
σα δίβουλη. Όλοι συντροφιασμένοι κάτω
από τα λιγοστά δεντράκια που ο μπαμπάς
με τόσο κόπο φύτεψε, μα που κάθε χρόνο
κακοπαθούσαν απ' τους ευλαβικούς
προσκυνητές που 'δεναν τα γαϊδούρια στη
σκιά κι έκοβαν κλαριά και φύλλα. Τώρα
καμιά μουριά δε ζει, αν και γαϊδούρια
δεν υπάρχουν πια στα πανηγύρια. Άνοιξε
δρόμος κι όλοι φορτώνονται στα γιωταχί,
πήζει ο τόπος λαμαρίνα και τα δεντράκια
ένα ένα εξαφανίζονται, ενώ αγριεύει το
χορτάρι.
Στην εκκλησιά
μας λοιπόν από χρόνια αναπαύονται τα
κόκαλα του μπαμπά και της γιαγιάς
ανταμωμένα, όπως εκείνος το θέλησε. Τα
δικά σου κόκαλα δεν έμαθα ποτέ πού
βρίσκονται. Αρκεί που τ' όνομα σου
μνημονεύεται στην Πρόθεση πλάι στο δικό
της, έστω και μετά το θάνατο. Έτσι σας
μνημόνευε και στο Τρισάγιο κάθε χρονιά.
Πλάι πλάι. Για τα μάτια του κόσμου. Το
καταλαβαίνεις. Αν και ζούσατε τόσα
χρόνια χωριστά, τυπικά είσαστε το
ζευγάρι. Κι έπειτα η εκκλησιά ήταν δικό
σου πατρογονικό κι όχι δικό της. Αυτή
όμως υπερασπίστηκε την εκκλησιά. Εσύ
την απαρνήθηκες.
«Εγώ φοβούμαι
τα χρήματα της εκκλησιάς» γράφεις στο
μπαμπά «και δε θέλω να μένουμε σε σένα,
επειδής είναι φωτιά και θα σε περικαλέσω
να λείψεις από τα εκκλησιαστικά.» Και
εξηγούσες αναλυτικά δίνοντας πρακτικές
οδηγίες πως πρέπει να διοριστούνε τρεις
επίτροποι και πώς να ρυθμίζονται τα
έξοδα της εκκλησιάς από τα κέρδη της.
Γιατί παππού, για μας είναι παράξενο
που τότε η εκκλησιά είχε και κέρδη. Κέρδη
φωτιά που αναλώθηκαν σε δικαστές και
δικηγόρους, όταν μετά το θάνατο του
αδελφού και του ανιψιού σου, η νύφη σου
άφησε σαν κληρονομιά σ' αυτούς που τη
γηροκόμησαν και το μερίδιο της εκκλησιάς.
Κι άρχισε μαραθώνιος δικαστικός αγώνας
για ν' αποφασίσουν πως η εκκλησιά είναι
οικογενειακό κειμήλιο και γι' αυτό δεν
κληρονομιέται παρά μόνο στους εξ αίματος
συγγενείς, δηλαδή σε μας, μα κι επειδή
στην εκκλησιά έχουν ηθικά την ιδιοκτησία
όλοι οι πιστοί, οι δικαστές επέτρεψαν
στους άλλους να λειτουργούνε μια φορά
το χρόνο. Σολομώντεια λύση. Όμως το
καμπανάκι παραδόθηκε στο μπαμπά
πανηγυρικά σαν τεκμήριο της κτήσης, σαν
παράσημο του αγώνα κι έτσι το καμπανάκι
το φυλάγαμε στο σπίτι και κελαηδούσε
μόνο στη δική μας τη γιορτή κι όχι στων
ξένων.
Για μας τους νεότερους, η ευλάβεια
είναι τόσο σχετική που μας φαντάζουν
γελοίοι οι ομηρικοί καβγάδες για την
κατοχή της εκκλησιάς κι όμως εκεί
αναπαύονται τα κόκαλά τους κι αυτό
βαραίνει πάνω μας δυσβάσταγα.
— Κανονικά,
μας έλεγε ο μπαμπάς, μόνο αγίων κόκαλα
βάζουν στο ιερό της εκκλησιάς, μα κι η
γιαγιά ήταν αγία γυναίκα. Εγώ, δίχως να
είμαι άγιος, όταν πεθάνω ευχή και κατάρα
σας παραγγέλνω να με βάλετε πλάι της,
στην εκκλησιά τη δική μας.
Ήταν παράτυπο
λοιπόν. Όλοι το ξέραμε, ακόμη κι ο παπάς
που στάθηκε συνεργός μας. Ήταν το δίλημμα
σαν της Αντιγόνης. Ποιος άγραφος νόμος
μετρούσε πιότερο; Τα τεφτέρια των ιερών
κανόνων ή η επιθυμία ενός νεκρού; Και
πώς θα μπορούσαμε να ησυχάσουμε αν δεν
εκτελούσαμε «εις το ακέραιον» την
επιθυμία του; Εκείνος μας είχε συνηθίσει
έτσι.
Κάθε χρόνο
την παραμονή της γιορτής της εκκλησιάς
μας μετά τον εσπερινό, μας σύναζε μ' ένα
κεράκι στο χέρι όλη την οικογένεια
μπροστά στο πορτάκι του Ιερού. Και κει
στο μισόφωτο, ο παπάς καλούσε τα πνεύματα
μ' ένα Τρισάγιο. Έπειτα εκείνος μας
έμπαζε στο Ιερό -κορίτσια πράματα- ν'
ασπαστούμε κάτω από την Αγία Τράπεζα
κι η αψιά γεύση του φρέσκου ασβέστη ήταν
η μόνη απτή εικόνα απ' τη γιαγιά που
«ήταν αγία» που «κρίμα που πέθανε τόσο
νωρίς, δίχως να χαρεί να με δει, που
'φερνα και τ' όνομά της.»
Βέβαια πάντα
μου 'λεγε πως πρώτα για την Παναγιά του
χωριού κι έπειτα για τη γιαγιά βαφτίστηκα
Μαρία κι ήταν η Παναγιά μας μια ύπαρξη
πολύ συγκεκριμένη κι αυθεντική, που δεν
είχε σχέση με τις όποιες Παναγίες
κυκλοφορούσαν στα θρησκευτικά έντυπα.
Η δικιά μας Παναγιά ήταν καστανή κι
ανοιχτομάτα, σοβαρή μα ήμερη, στολισμένη
σα βασίλισσα κι είχε φανερωθεί πολλές
φορές στους χωριανούς διαλέγοντας μορφή
κατά την περίσταση, όπως η Αθηνά στην
Οδύσσεια. Φυσικά κανείς δεν έδειχνε
ποτέ να αμφιβάλει γι' αυτές της τις
εμφανίσεις και γω πάντα τρόμαζα να μπω
μόνη μου τη νύχτα στην εκκλησιά, τότε
που οι πόρτες της έμεναν ξεκλείδωτες
μέρα νύχτα, γιατί το φως του καντηλιού
τρεμόπαιζε κι όσο κι αν πίστευα πως μ'
αγαπούσε ειλικρινά σα συνονόματη, ποτέ
δεν ένιωσα τη διακαή επιθυμία να τη
γνωρίσω προσωπικά. Μου αρκούσε να τη
φαντάζομαι.
Από τα
πολυτιμότερα στολίδια της, τα σκουλαρίκια
και το ασορτί μενταγιόν ήταν κάπως σα
δικά μου, ένιωθα κάπως σα να τα φορώ,
μιας κι ήταν χαρίσματα της γιαγιάς μου
στη χάρη της, τότε που γύρισαν στο χωριό
«πρόσφυγες της μπολσεβίκικης ανατροπής»
μόνοι τους, μάνα και γιος, και συ παππού,
πίσω μακριά τους, στην Οντέσσα.
Στην Οδησσό
λοιπόν. Εκεί που τρεις τρελοέλληνες
έστησαν τη «Φιλική Εταιρεία» μιαν
ουτοπία που 'μελλε να γεννήσει την
Επανάσταση, εκεί οι ρίζες μου. Να το 'χες
δει το φιλμ «Θωρηκτό Ποτέμκιν»; Ίσως
σας το 'δειχναν μετά. Το συνηθίζουν
παντού να προβάλουν τέτοια (φιλμ σε κάθε
εθνική επέτειο. Το 'δα και γω, σαν έργο
τέχνης, σε σινεμά για εκλεκτικούς,
ασπρόμαυρο, βουβό. Μου καρφώθηκε η σκηνή
με το καρότσι που κατρακυλά στις σκάλες.
Αυτές τις ίδιες σκάλες τις ξαναβρήκα
σε μια κάρτα που 'χες στείλει πιο παλιά.
Πόσο έζησαν
η γιαγιά μου κι ο μπαμπάς αυτά τα γεγονότα
της επανάστασης; Πόσο
μπορεί να ζήσουν τέτοια γεγονότα όσοι
κλειδαμπαρώνονται στην
ασφάλεια του σπιτιού τους; Πόσο νιώσαμε
και μεις στο πετσί μας τα γεγονότα της
χούντας; Συμμετέχεις ψυχικά! Υπέρ ή
κατά, άσχετο. Μα με την ψυχή δεν αλλάζει
ο κόσμος!
Όμως ο μπαμπάς
μας έλεγε πως ήλθε τρομοκρατημένος
τόσο, που ξέχασε τα ρωσικά, αν κι ήτανε
τότε μεγάλος. Είχε τελειώσει εκεί την
πρώτη του δημοτικού, όπως μαθαίνω απ'
τα γράμματά σου. Βίασε τον εαυτό του να
ξεχάσει τη γλώσσα. Ήλθε φορώντας γούνινο
παλτό κι οι αλήτες του χωριού τον
στρίμωχναν στις γωνιές και του μαδούσαν
μια μια τις τρίχες έτσι που δεν άργησε
να μοιάζει φαλακρό. Δεν τον πείραζε το
μπαμπά αυτό. Ήθελε να γυμνωθεί απ' τις
αναμνήσεις του.
Τον φώναζαν
Κόλια. Έτσι τον φώναζε κι η μάνα του. Τα
παιδιά τον κορόιδευαν για το παράξενο
χαϊδευτικό και κείνος ντρέπονταν και
δεν αποκρινόταν.
Κι όμως του
'μείνε κι έφθασε να με σφραγίσει.
-Τίνος είσαι;
με ρωτούσαν στο χωριό.
-Του Νίκου.
-Α, του Κόλια,
έλεγαν και γω το 'βρισκα παράξενο, μου
θύμιζε το ψάρι, τον κολιό. Δεν είχα
γνωρίσει ακόμη την πλημμυρίδα των
υποκοριστικών που χαϊδεύουν τη ρωσική
γλώσσα. Δεν είχα ακόμη ιδέα απ' τη γοητεία
της ρούσικης λογοτεχνίας, που αργότερα
με συνεπήρε. Το πρώτο μου βιβλίο για
μεγάλους που διάβασα κρυφά ήταν ο
«Ηλίθιος» του Ντοστογιέβσκι. Στα
δεκατρία μου. Με πλάκωσε. Ταυτίστηκα
τόσο με τον ήρωα που έβλεπα τον κόσμο
να διαλύεται κι ήμουνα μόνη κι αδύναμη
σε μιαν εχθρική αγέλη που μου 'δείχνε
νύχια και δόντια δίχως να μπορώ να
δραπετεύσω διαφορετικά πέρα απ' τα
ταξίδια του μυαλού μου. Ήμουν ο πρίγκιπας
Μίσκιν κι ήμουν ταυτόχρονα κι η Ναστάζια
Φιλίπποβνα. Κι έπειτα η μαγεία του
Τολστόι. Είμαι η Νατάσα που πετά στο
φεγγαρόφωτο και χορεύει στην ντάτσα,
είμαι κι ο Αντρέι που φιλοσοφεί γύρω
από μια βελανιδιά, είμαι κι ο Πιερ που
μάταια ψάχνει για το σκοπό της ύπαρξής
του. Κι έπειτα ο Τσέχωφ με τις επίπεδες
ιστορίες κι ο Γκόργκι με τη γροθιά
σφιγμένη κάτω απ' το γάντι κι εκείνες
οι ταινίες που θαρρείς πως ονειρεύεσαι,
αυτό το μείγμα του μυστικισμού με το
ρεαλισμό που μόνο η Ρωσία αποπνέει.
Τότε δεν
ήξερα τα ρούσικα. Κάποιος πρόσφυγας μου
είπε πως ενθύμιο σήμαιναν κείνα τα
δυσνόητα γράμματα στο μενταγιόν με το
σμάλτο, ένα μενταγιόν που ανοίγει σα
βιβλίο και μέσα αποτυπώνεται στη μια
του επιφάνεια, σε δαγγεροτυπία μια όμορφη
γυναίκα με σκληρό αποφασιστικό ύφος,
που δεν ξέρω ποια να 'ναι, ενώ η δεξιά
επιφάνεια μένει αδειανή σα να 'χει
σκόπιμα λεηλατηθεί στο παιχνίδι της
μνήμης.
Ενθύμιο,
λοιπόν. Ενθύμιο γιατί; Ποιες κλωστές
συγκίνησης μπορεί να σ' έδεναν για να
χαρίσεις στη γυναίκα σου αυτό το
μενταγιόν, για να το κρατήσει εκείνη
και να μη το ξεπουλήσει, όπως τόσα άλλα;
Αυτό το ενθύμιο το χάρισα στα γενέθλιά
του στον πρώτο άντρα που αγάπησα. Ήμουν
παιδούλα, άβγαλτη και πίστευα πως ο
έρωτάς του ήταν από τα
σημαντικότερα πράγματα στη ζωή μου.
Ήταν έμπειρος κι ευτυχώς έντιμος. Δε
δέχτηκε να το κρατήσει.
-Θα καταλάβεις
κάποτε ότι δεν ήμουν σημαντικός, μου
είπε. Άλλωστε αυτό δε σου ανήκει. Θ'
ανήκει στα παιδιά σου.
-Τώρα όμως
ανήκει σε μένα, επέμεινα. Και θέλω να
σου το χαρίσω για να με θυμάσαι.
-Τότε δέξου
το σαν δικό μου δώρο σε σένα. Θα σε
θυμάμαι περισσότερο αν το βλέπω όταν
το φοράς.
Δεν μπορούσα
να επιμείνω περισσότερο. Είχε δίκιο κι
άδικο. Για μένα παράμεινε σημαντικός,
όμως χαίρομαι γιατί δεν κράτησε αυτό
το θυμητάρι. Δεν ξέρω πού ανήκει. Βλέπεις
παππού, τ' αντικείμενα βρίσκουν τρόπους
να πηγαίνουν εκεί που εκείνα θέλουν,
εκεί που ξέρουν ότι θ' αγαπηθούν. Είναι
κάποιες στιγμές που πιστεύω ότι ακόμη
κι αν έμπαιναν ληστές στο σπίτι τις
δικές σου μνήμες δε θα τις άγγιζαν. Θα
'βρισκαν τρόπους να δραπετεύσουν για
να ξανάρθουν στα χέρια μου.
Στα χέρια
μου βρίσκεται ακόμη και το ρολόι σου.
Βαρύ, ατόφιο χρυσό με τα 18 καράτια του
και τ' αρχικά σου χαραγμένα κάτω από
μιαν ημερομηνία 18-11-1909. Τι έγινε τότε;
Ποιος σκαλίζει στο ρολόι του ημερομηνίες;
Σ' ένα ρολόι που έπαψε από καιρό να
μετράει το χρόνο... Ξέρεις, το ρολόι σου
ήταν το γαμήλιο δώρο του μπαμπά στον
άντρα μου. Ήταν και δικό σου δώρο;
Έπειτα έχω
τη μακριά χρυσή αλυσίδα της γιαγιάς,
αυτή που κρέμαγε το ρολόι της. Αυτή την
έκοψα στα δυο. Σ' αυτή
κρεμώ τους σταυρούς με τα ρωσικά ονόματα
στην πλάτη και το σκαλισμένο σμάλτο, το
σμάλτο που χαράχτηκε απ' τις δαγκωματιές
μου, όταν σαν παιδί στολισμένη ανυπομονούσα
να τελειώσουν οι παράτες. Πάντα φοβόμουν
τις γιορτές.
Η αλυσίδα
του δικού σου ρολογιού είναι τ' αγαπημένο
μου βραχιόλι, χαϊδεύει τόσα χρόνια το
δεξί μου χέρι, μ' αυτό που σου γράφω.
Διστάζω να την αποχωριστώ.
Και τώρα
αναρωτιέμαι: Πόσο κάποιο αντικείμενο
μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας; Ας πούμε
για το βαφτιστικό του μπαμπά τ' ολοκέντητο,
που κοιμάται στο τελευταίο
μου συρτάρι μαζί με χίλια δυο ετοιμόρροπα
θυμητάρια, δίχως καμιάν αντικειμενικήν
αξία, ψιλοπράματα που μου παραδόθηκαν
και που πρέπει να παραδοθούν, έτσι
δυσνόητα στα παιδιά μου με την ελπίδα
ότι δε θα τα πετάξουν ή θα τα μοσχοπουλήσουν.
Ποιος ξέρει πόσο θα πουλιούνται οι
αναμνήσεις στις επόμενες γενιές;
Δε βρήκα
πουθενά τις βέρες σας. Ένα καλό δαχτυλίδι,
δώρο του αρραβώνα σας το φόρεσα στο
πρώτο πάρτι μου. Μου 'ρχότανε μεγάλο στο
λιγνό μου δαχτυλάκι. Το δάγκωσα για να
σταθεί και κείνο έσπασε. Το πέταξα -ναι,
το πέταξα στα σκουπίδια- κι έπειτα
καμωνόμουν την ανήξερη. Γύρω στα δεκαπέντε
μου, δεν καταλάβαινα γιατί χτυπιόταν ο
μπαμπάς για το «καλό» το δαχτυλίδι,
γιατί τσακώνονταν με τη μαμά, πως εκείνη
φταίει που δεν προσέχει τα κειμήλια και
η μαμά να μουρμουρά «Χαρά στις
αρχαιολογίες!» Έπειτα όμως, σαν ξεθύμωσε
μ' έβαλε να ψάξω παντού για να το βρω και
γω βεβαίως έκανα πως ψάχνω γιατί «είχε
πάνω του διαμάντια αληθινά» και «στοίχιζε
μια περιουσία». Στο τέλος την πλήρωσε
το δουλικό. Μπήκε πρώτη στη λίστα υπόπτων.
Την παρακολουθήσανε στενά. Όταν την
έπιασαν να σουφρώνει απ' την τσάντα της
μαμάς ένα ολόκληρο κατοστάρι, της δώσαν
φύσημα. Έτσι χρεώθηκε η Μαριγώ και την
απώλεια του διαμαντένιου δαχτυλιδιού
των αρραβώνων σας.
Αλήθεια, σ'
άρεσε να τη στολίζεις με χρυσαφικά τη
γιαγιά; Ο μπαμπάς χαιρόταν να μας βλέπει
στολισμένες, να μας καμαρώνει, έστω με
ψευτοκοσμήματα. Και θύμωνε που τον
κορόιδευα, που αρνιόμουν να στηθώ σα να
'μουνα λατέρνα στους γάμους και τις
γιορτινές συνάξεις που μας έσερνε από
κοντά.
— Σαν Παναγιά
είσαι στολισμένη, έλεγε. Ευτυχώς που ο
Θεός μου χάρισε ωραία κόρη.
Εκείνη ήταν
ποτέ της όμορφη; Στις φωτογραφίες
φαίνεται γριά και παραμελημένη. Ήταν
και λίγο ιδιότροπη. Θύμωνε, λένε, με το
παραμικρό. Μια φορά είχε κλειστεί και
στην ντουλάπα, λένε. Φαίνεται κι από τα
γράμματα που έστελνε στο μπαμπά.
Κουτσομπολιά για το χωριό και ο κατάλογος
των αγίων που τάχτηκε για να τον
συντρέχουν. Μόνη συγκινητική πινελιά
το ενδιαφέρον της για κείνον, το παιδί
της, που δεν πρέπει ν' ανησυχεί γι' αυτήν,
δεν αδυνάτισε, όπως του είπαν. Μήπως
ποτέ της ήταν παχιά; Αυτός να τρώει και
λεφτά εκείνη δε χρειάζεται.
Πότε τη
γνώρισες παππού και πού; Πού την
παντρεύτηκες; Στο νησί ή στην Οντέσα;
Τα πιστοποιητικά έχουν χαθεί, όλοι οι
παλιοί έχουν πεθάνει. Κανείς δε θυμάται.
Η «αιωνία μνήμη» εξαντλείται μέσ' απ'
το θάνατο όσων θυμούνται. Την ερωτεύτηκες;
Σ' αγάπησε; Κι αυτή η αθεράπευτη νοσταλγία
της για το νησί; Τι ήταν το νησί για
κείνη;
Εσύ δεν ήσουνα
διανοούμενος. Ούτε και κείνη άλλωστε.
Δίδασκες στο Πολυτεχνείο, τέχνη. Ήσουν
εργάτης, γι' αυτό και έμεινες μετά.
Γράφεις:
«Τώρα η νέα κυβέρνηση έδωσε και άλλα
προνόμια στων τεχνιτών τα τέκνα να
σπουδάζουν δωρεάν ό,τι επιστήμη θέλουν:
γιατρός, τζινιέρης, μηχανικός, -ότι
επιστήμη θέλει ο κάθε μαθητής- και δίνει
και υπομίσθιο εις τον μαθητή ανάλογα
με τη θέση του. Εις τους εργάτας εάν
αρρωστήσουν, φάρμακα δωρεάν και το
μηνιάτικο, το μισθό ολάκερο.»
Έτσι τους
έγραφες τα δώδεκα χρόνια που τους
παρακαλούσες να επιστρέψουν στο πλάι
σου. Μα ποιος σε πίστευε και πώς να σε
πιστέψουν; Ο γιος σου σα μεγάλωσε φοβόταν
τα «ξερονήσια» και συ δεν καταλάβαινες
τους φόβους του. Εκείνη ήθελε να ναι η
πρώτη στο χωριό. Είσαστε κάποιας
οικογένειας για το νησί. Έπρεπε να
τιμηθεί τ' όνομά σας. Προτιμούσε να
παραμένει βασίλισσα δίχως το θρόνο,
παρά να γυρίσει σ' ένα κράτος δίχως
βασιλιά, σε μια κοινωνία που «ήλθαν τα
πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι».
Κι ήταν κι η
Φλώρα. Δεν έχω καμιά φωτογραφία της
μικρής σας δούλας. Την είχες τάχατες
ερωτευτεί στ' αλήθεια; Στα γράμματα λες
πως «αφού η μητέρα σου είχε αυτή την
ιδέα και ήξερε πως ζω με τη Φλώρα, δεν
έπρεπε να φύγει ή να πει πως τη χρειάζεται
και να την πάρει μαζί της. Εγώ ούτε τη
βίασα να φύγει, ούτε την εμπόδισα αν
ήθελε να πάρει τη Φλώρα μαζί της.» Η
Φλώρα λοιπόν, ήταν η πρόφαση;
Εσύ λες:
«Έγραψα σε ψηλό νομομαθή να μου πει τι
να κάνω και μου 'πε πως η γυναίκα σου
ήταν στο εμπορικό με τον εξάδελφο της
κι είπε πως «ο άντρας μου με παράτησε
και ζει με τη δούλα μας». Έστειλα και
μια ζητιάνα στο χωριό και πήγε στο φούρνο
κι ήταν εκεί ο γιος σου και τον ρώτησε
«Πού είναι ο πατέρας σου;» και είπε
παρουσία και άλλης γυναίκας: «Ο πατέρας
μου μας παράτησε και ζει με τη δούλα
μας» Εγώ τότε σας το 'γραψα κι απάντηση
δεν πήρα.»
Η Φλώρα σου
στοίχισε ακριβά. Όπως γράφεις αναγκάστηκες
να την καλοπροικίσεις για να παντρευτεί
μετά τα σχόλια του κόσμου. Φοβόσουν λες,
μήπως γκαστρωθεί και πουν πως είναι
δικό σου.
Η Φλώρα ήταν
πρόφαση. Καμιά γυναίκα που αγαπά δεν
αφήνει τον άντρα της στα χέρια της
αντίζηλης. Κι έπειτα, σαν παντρεύτηκε
η Φλώρα και πάλι εκείνη δεν απάντησε
στην πρόσκλησή σου να σμίξετε. Μπορεί
ποτέ μια περηφάνια ν' αντέξει τόσες
ταπεινώσεις; Γιατί η ζωή τους στο νησί
ποτέ δεν ήταν ρόδινη. Μια αλυσίδα από
εξευτελισμούς, ένα κατρακύλισμα ως την
έσχατη φτώχεια. Φτώχεια γεμάτη περηφάνια.
Και κάποιες λεπτομέρειες.
Τα ρούχα.
Θυμόταν με πόσην ευλάβεια κρατούσε τ'
ασπρόρουχα της Ελλάδας στα συρτάρια
της Οντέσας. Εκεί έκανε πάντα τόσο κρύο!
Τα ρούχα τα έπλεναν σε ειδικούς χώρους,
σαν αποθήκες που 'καιγαν πάντα ξυλόσομπες.
Και κει μέσα τ' άπλωναν για να στεγνώσουν,
αφού έξω κρουστάλλιαζαν. Έτσι τα ρούχα
της Οντέσας ποτέ δεν είχαν τ' αστραφτερό
άσπρο της Ελλάδας, μήτε μοσκοβολούσαν
φρέσκο φως. Και ξέρεις παππού, κάτι
τέτοιες λεπτομέρειες πληγώνουν τις
γυναίκες.
Κι ακόμη μέσα
στη φτώχεια του νησιού δεν έλειπαν και
οι χαρές που συ στερήθηκες. Δεν ήσουνα
κοντά τους στο σεισμό, τότε με το
ηφαίστειο. Που έπαιρναν το προσφάι τους
το δειλινό και κάθονταν απέναντι του
και θαύμαζαν τη φύση πώς πυρπολούσε τον
ουρανό με φανταχτερά γήινα πυροτεχνήματα.
Και βέβαια τότε τα ρούχα του νησιού
έμοιαζαν με της Οντέσας, αφού ο ουρανός
έβρεχε στάχιη κι οι γυναίκες είχαν
απελπιστεί να σαρώνουν μερόνυχτα τις
αυλές και να μην έχουν πού ν' απλώσουν
την μπουγάδα τους, άσε που φοβόντουσαν
να κοιμηθούν κάτω απ' τις θολωτές σκεπές,
έτσι που μέρα νύχτα η γη παραπατούσε σα
μεθυσμένη.
Εσύ αυτά δεν
τα 'ζησες. Είχες πεθάνει τότε. Δεν έμπαινες
πια ανάμεσά τους. Εκείνη ήταν ο κατακτητής,
κρατούσε τα κλειδιά της καρδιάς του
γιου σας, ακόμη και μετά το θάνατο της.
Αυτό μου το
είχε διηγηθεί ο ίδιος. Αυτή ματαίωσε το
γάμο του με τη μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκε.
Τη μέρα που ήταν να δώσουν λόγο ήλθε η
μάνα του στον ύπνο του και του μίλησε
με σύμβολα κι εικόνες τόσο ολοφάνερα,
που εκείνος κατάλαβε την προειδοποίηση
και ματαίωσε τον αρραβώνα,
— Ευτυχώς,
παιδί μου, κατέληγε, γιατί μετά μαθεύτηκε
πως αυτή η κοπέλα δεν ήταν τίμια. Βλέπεις
τι είναι η καρδιά της μάνας; Μιλά και
πέρ' από τον τάφο.
Εσύ δεν είχες
μάνα, παππού, να σε προειδοποιήσει για
το γάμο σου;
Είκοσι ένα
χρόνια δεν ήταν αρκετά για να σας
σφιχτοδέσουν. Είκοσι ένα χρόνια δύσκολα.
Ή ήταν αυτά που βάρυναν ώστε να διαλύσει
ο δεσμός σας; Δεν είναι εύκολο να είναι
άκληρος κανείς. Και τότε ακόμη χειρότερα.
Της μίλησες γι' αυτό; Ποιος έφταιγε;
Ποιος κατηγορούσε ποιον γι' αυτή την
καθυστέρηση; Ήταν οι συνεχείς αποβολές;
Αυτές που δείχνουν μια ροζ ελπίδα ν'
ανατέλλει κι έπειτα σε βυθίζουν στα πιο
σκοτεινά τάρταρα; Η μήπως υπήρξε σιωπή,
μια σιωπή απελπισίας που γεννά το κυνήγι
στους γιατρούς κι έπειτα στους τσαρλατάνους
και τις μάγισσες κι έπειτα στα ματζούνια
της εκκλησιάς; Το γάλα της Παναγιάς, το
μήλο της αγίας Ειρήνης... Με τη βοήθεια
τίνος αγίου, η γιαγιά μου συνέλαβε κι
έφερε στο φως τον υιό της το μονογενή;
Ήταν άλλωστε
η εποχή που ο Ρασπούτιν βασίλευε στα
τσαρικά ανάκτορα. Ποιος θα μπορούσε να
ζητά ο λαός να δείξει μεγαλύτερη ωριμότητα
απ' τους ηγέτες του;
Η γιαγιά
φύλαγε τη φωτογραφία των τσάρων στα
εικονίσματα. Οικογενειακή. Όλοι τους
τόσο όμορφοι, σαν ψεύτικοι. Αληθινοί
αυτοκράτορες. Οι γυναίκες με τα ολοκέντητα
και τα μαργαριτάρια, μ' έναν
αέρα φινέτσας και
προσήνειας. Όλοι νεκροί πια. Όλοι μια
ματοβαμμένη ιστορία. Μόνο ο Αλέξης έχει
κάποιο πέπλο πόνου να σκεπάζει το πρόσωπο
κι μάνα του μια σκιά θλίψης στο στόμα.
Οι τελευταίοι τσάροι! Στο
εικονοστάσι ενός σπιτιού σ' ελληνικό
νησί. Μάρτυρες!
Και συ, παππού,
να στέλνεις γράμματα παράξενα και να
τους λες πως όλα πάνε καλά για τη Ρωσία,
τη Ρωσία που έσφαξε τους τσάρους της,
που μετά μια τέτοιαν ιεροσυλία σίγουρα
θα πνιγεί απ' το αίμα τ' άδικο. Και συ να
γράφεις πως όλα είναι καλά, τώρα, και να
φωνάζεις το γιο σου να 'ρθει να δει για
να πιστέψει.
«Έλα, παιδί
μου, εδώ να μάθεις καμιάν επιστήμη, όποια
σ' αρέσει και να μην έχεις ανάγκη τα
κόμματα».
Εγώ όμως όλα
αυτά τα έμαθα πολύ αργά. Ο μπαμπάς πάντα
μας έλεγε πως έμεινες να περισώσεις την
περιουσία. Ούτε κουβέντα για τη Φλώρα!
Όμως τι
πραγματικά θυμόταν ο μπαμπάς απ' τα
γεγονότα της επανάστασης; Στις διηγήσεις,
τίποτε. Το μόνο ιιου θυμόταν ήταν ο
τρόμος του στο λοιμοκαθαρτήριο της
Θεσσαλονίκης, όπου τους στρίμωξαν όλους
γυμνούς σ' ένα τεράστιο δωμάτιο με ντουζ
να τους απολυμάνουν κι αυτός σαν παιδί
πήγε με τις γυναίκες και κάποια
διαμαρτυρήθηκε πως είναι πια μεγάλος
για να 'ναι ανάμεσα σε τόση ξεδιάντροπη
θηλυκιά σάρκα, κάποια τον ειρωνεύτηκε
κι ήταν ακόμη παιδί κοντά στα 10 με το
κεφάλι κουρεμένο γουλί, δυο πεταχτά
αυτιά και τρομαγμένα μάτια.
Σε κάποιο
άλλο γράμμα του με ημερομηνία 7-3-33 από
τον Πειραιά φαίνεται πως θυμόταν
περισσότερα. Γράφει: «Χθες εδώ είχαμε
Ρωσία με τις κανονιές
και τις περιστροφιές. Σκοτωμοί και άνω
κάτω ο κόσμος με τους παλιανθρώπους.
Σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι και μεγάλες
φασαρίες, αλλά δόξα τω Θεώ ησύχασαν.
Έφταιε ο Βενιζέλος με τον Πλαστήρα,
γιατί δεν ηθέλανε να παραδώσουνε την
εξουσία στο βασιλικό κόμμα που βγήκε.
Και λένε πως φύγαν από δω όλοι τους.»
Κι ήτανε
τότε φοιτητής θεολογίας, έγκλειστος
των χριστιανικών ομάδων. Κι έγραφες σ'
αυτό το νέο που πίστευε το Βενιζέλο και
τον Πλαστήρα τρομοκράτες, να 'ρθει να
σπουδάσει στην μπολσεβίκικη Οντέσα!
Εσύ του
έγραφες την ίδια εποχή, προσπαθώντας
ν' απολογηθείς στις απειλές και τις
ικεσίες του για λεφτά: «Μου γράφεις ότι
έπρεπε έμπρακτα να σκέπτομαι κατά τας
ημέρας όπου η γυναίκα μου ήταν γυμνή,
κακουχής, πεινασμένη, αξιολύπητη. Σ'
όλα αυτά έχεις δίκιο, παιδί μου, αλλά
νομίζω ότι χρειάζεται να σκεφθείς ότι
έχεις ένα πατέρα πρώην εργάτη που τώρα
είναι σακάτης.»
Εκείνοι δε
χρειαζόντουσαν αυτό τον πατέρα. Ο
παππούς που μου παράδωσαν
ήταν μορφωμένος, πλούσιος, προύχοντας
στην Οδησσό κι όχι αξιολύπητος εργάτης.
Είμαστε απ' τις «καλές οικογένειες»
στο χωριό. Ποια σχέση μπορούσε να 'χουμε
με την εργατιά;
Έτσι προτίμησαν
ν' αγνοήσουν τις προσκλήσεις σου και
να ξεπουλούν στην αρχή την προίκα της
κι έπειτα και τα δικά σου αμπέλια.
Έγραφες σ'
ένα ξάδελφο σου που ζητούσε πληροφορίες
για να επιστρέψει στη Σοβιετική πια
Ένωση: «Εσύ γράφεις ότι θέλεις να
πουλήσεις τα αμπέλια σου κι έχεις δίκιο,
επειδή εσύ δεν εργάστηκες διά να τα
κάμεις... Έτσι κι η γυναίκα μου με παράτησε
διά να πουλήσει τα όποια της άφησαν οι
γονείς της, διότι λέει ο λόγος «ο σκύλος
απ' το πάχος λυσσάει». Έτσι κι εκείνη
ήταν εδώ στην Οντέσα κι ήσπαε το κεφάλι
της τι να μαγειρέψει να φάγει και τη
βαρέθηκε αυτή τη ζωή.... Εγώ δεν ημπορώ
να πουλήσω τίποτε, επειδή εργαζόμουν
όλη μου τη ζωή και δεν ημπόρεσα να
προσθέσω ούτε μια πέτρα....
Εγώ όταν μ' έπιασε η καρδιά μου κι είπε
ο γιατρός να πάω σε χωριό, να έχει δέντρα
και να τρώω καλό φαί (αβγά, βούτυρο,
κρέας) κι αν δεν τα κάνεις αυτά, μου
είπε, θα σε πιάσει η καρδιά σου, να τρέμει
το κορμί σου, να μη σου δίνει ησυχία κι
η καρδιά σου να πονά και βρέθηκαν πολλοί
φίλοι να μου δώσουν χρήματα, αλλά εγώ
προτίμησα ο,τι πάθω ας πάθω, αλλά τα
πράματα δεν τα πειράζω. Ας τα βρει το
παιδί μου όπως τα 'βρα εγώ. Εγώ είμαι
γδυμνός, πεινώ, όπως σου είπε ο κύριος
Ναύτης διά μένα. Όλα είναι σωστά.
Περισσότερα να λογαριάσεις, όχι λιγότερα,
αλλά κάθομαι.»
Κι αυτά στο
1932. Γιατί παππού; Κι οι δωρεάν γιατροί;
Τα φάρμακα; Το ημερομίσθιο που τρέχει;
Πού είναι η αλήθεια; Γιατί ήλθες να
πεθάνεις εδώ, ζώντας από τη ζητιανιά
των συγγενών, μένοντας στο μπάνιο ενός
κοινοβίου, όπου κοιμόσουν μέσα στην
μπανιέρα, σκουπιδιάρης του δήμου ως το
θάνατο σου; Τι σ' ανάγκασε να φύγεις απ'
τον «παράδεισο των εργατών»;
Έγραφες στο
νονό του γιου σου την ίδια εποχή: «Να
έλθω στην Ελλάδα το βρίσκω ανοησία να
παρατήσω τον άρτο τον επιούσιο, όπου
έχω σήμερον. Αν ήτανε και η γυναίκα μου
κι ο γιος μου εδώ, ήθελε να ζούμε ευχάριστα
και να έχει και τα αμπέλια και τα
γράμματα»
Στο μπαμπά
πάλι έγραφες απολογητικά αυτά που
έλεγες στη γιαγιά μου: «Εσύ έκαμες εδώ
είκοσι ένα χρόνια, συνήθισες τον τόπο.
Εγώ δεν έρχομαι, επειδή εκεί δεν είμαι
εις θέση να εργαστώ και διά να κάμω
απόφαση να έλθω αυτού, χρειάζεται εις
τη θάλασσα να πέσω να πνιγώ, στο
τρελοκομείο να πάω» Και πιο κάτω: « Εγώ
δεν ήλθα στην Αθήνα επειδή έβλεπα την
ηλικία μου ότι δεν ήμουν σε θέση
να δουλέψω και δεν ήθελα να είμαι βάρος».
Τελικά πήρες
τη μεγάλην απόφαση κι ήλθες σακάτης να
δουλεύεις σκουπιδιάρης, να μην είσαι
βάρος κι έζησαν έτσι και
κάποια απ' τ' αμπέλια σου. Έζησαν πέρ'
από το θάνατο σου. Ήλθε
βλέπεις η κατοχή κι η γη
απόκτησε ξανά αξιοπρέπεια. Τη σπέρναν
με κριθάρι να επιζήσουνε. Κι έπειτα
τελείωσε κι ο μπαμπάς το Πανεπιστήμιο,
βρήκε κάποια δουλίτσα. Το νησί είχε
πάρει την κάτω βόλτα. Το 'χαν για τόπο
εξορίας ανθρώπων που είχαν τις ιδέες
σου κι έπειτα ήλθε κι ο σεισμός να
ισοπεδώσει κάθε αξία. Το νησί ερήμωνε,
μα ο μπαμπάς πεισματικά μας πήγαινε
εκεί κάθε καλοκαίρι «για να συνηθίζουμε
και ν' αγαπήσουμε τον τόπο». Δεν πούλησε
για ν' αγοράσει στην Αθήνα, όπως πολλοί
το συνήθιζαν. Ούτε και μεις πουλήσαμε,
τώρα που η γη πήρε αξία τουριστική και
κερδοσκοπούν ανενδοίαστα πάνω της οι
επιτήδειοι. Θα σου φανεί παράξενο,
εσένα, που υπολόγιζες με τόσην ακρίβεια
τα κέρδη από την παραγωγή των αμπελιών,
πως στα στερνά του ο πατέρας έφτασε να
πληρώνει για να καλλιεργούνται τ'
αμπέλια που του άφησες και πως εμείς
σήμερα είμαστε τυχεροί που βρήκαμε
άνθρωπο πρόθυμο να τα καλλιεργεί όπως
όπως, αρκεί να μην τ' αφήσει να χερσέψουνε.
Γιατί τ' αμπέλι, όπως το λες και συ, είναι
ιερό. Είναι κάτι που κάποιος μόχθησε
για να φυτέψει, κάτι που σου παραδόθηκε
κι έχεις καθήκον, όπως το βρήκες να το
παραδώσεις στους απογόνους σου.
Βέβαια όλοι
δε σκέπτονται έτσι στις μέρες μας. Οι
πιο πολλοί πουλούν και χτίζουν ξενοδοχεία.
Το χώμα αγριεύει και πετρώνει, τα
φυτοφάρμακα δηλητηρίασαν το κάθε τι,
δε βρίσκεις πια μήτε αγριόχορτα να
βράσεις για να γεμίσει το τσουκάλι του
φτωχού, μα πια φτωχοί όπως τους ήξερες
δεν υπάρχουν. Όλοι πουλάνε τα σταφύλια
με το τσαμπί, το κρασί με το ποτήρι, το
νερό με τη γουλιά. Το καλοκαίρι δουλεύουν,
το χειμώνα κάθονται κι όλοι μοιάζουν
ευτυχισμένοι. Εσύ όμως
δε θα 'σουνα, αν ζούσες. Καλύτερα λοιπόν
που βιάστηκες να φτερουγίσεις μακριά.
Υπάρχει το
δάσος. Το δάσος που κρύβει το δέντρο.
Υπάρχει και το δέντρο. Αυτό που κρύβει
το δάσος. Και δεν μπορώ να πετάξω. Ο
άνθρωπος είναι για όλα ικανός, μου λένε.
Ποια όλα; Ποιος άνθρωπος;
Απροσδόκητα
σου μιλώ. Όπως θα μιλούσα στον εαυτό
μου. Πιάνομαι απ' τις εικόνες που μου
γνέφουν. Όλα τριγύρω μας καταρρέουν.
Όλα αυτά που τότε χτίστηκαν και τώρα
πια γκρεμίζονται. Το τείχος του Βερολίνου
κομματάκια για σουβενίρ! Όπως άλλοτε
ο Σταυρός έγινε λείψανο που μοσχοπουλιόταν.
Όλα μια ψευδαίσθηση ελπίδας. Κάνει ο
κόσμος βήματα μπροστά ή μήπως κυκλογυρνάει
ανώφελα; Στις ζωγραφιές ο Πύργος της
Βαβέλ ανεβαίνει μ' έλικες προς την
καταστροφή του.
Όπως και να
'χουν τα πράγματα, μήπως μπορούμε να
ξεφύγουμε απ' την προσωπική μας ένταξη
σε κάποιο πεδίο μάχης; Ακόμη κι αν
ξέρουμε πως είναι ανώφελο, ακόμη κι αν
προβλέπουμε την τελική μας ήττα; Μήπως
η επίγνωση του θανάτου μας περιορίζει
τη χαρά της ζωής; Ίσα ίσα που της προσθέτει
μιαν αψιά νοστιμάδα, όπως οι μπουρμπουλήθρες
στη σαμπάνια. Μεθάμε με τη γεύση του
θανάτου μας.
Έτσι και συ
ήσουν ταγμένος απ' τη μια κι εκείνοι
ήταν απ' την άλλη.
Προσπαθώ να
φανταστώ τον έρωτά σας.
Αν υπήρξε ποτέ. Το πιο πιθανόν είναι να
ήταν όλα μια κοινωνική συγκατάβαση.
Στην οικογένεια μας έμαθα να εκτιμώ
υπερβολικά τους τύπους. Το κληρονόμησε
από σε'να ο μπαμπάς ή μήπως από κείνη;
Ίσως κι από τους δυο. Και συ νοιάζεσαι
για το καλό όνομα της Φλώρας στην
κοινωνία, γι' αυτό και την προικίζεις
λες, για το δικό σου όνομα, δηλαδή για
τ' όνομά μας, τ' όνομα της οικογένειας.
Αν την αγαπούσες, θα μπορούσες να την
κρατήσεις. Ο αδελφός σου δε δίστασε να
παντρευτεί τη δούλα που ερωτεύτηκε και
δίχως να τον έχει
εγκαταλείψει τόσα χρόνια η γυναίκα
του. Όμως εσύ ήθελες η γυναίκα κι ο γιος
να γυρίσουν κοντά σου.
Εκείνη δεν
μπορεί να 'ταν ερωτευμένη
μαζί σου. Κι έκανε και το
γιο σου να μη σ' αγαπά. Να σε καταδικάσει
αναπολόγητο. Αν σ' αγαπούσαν θα 'τρεχαν
τότε που έγραψες πως
αρρώστησες. Σου 'μείνε το παράπονο.
Γράφεις για το μπαμπά: «Στα '27 τους
έγραψα: επειδή πονά η καρδιά μου να
διαβάζω τα γράμματά σας, να μη ματαστείλω
άλλο γράμμα και λογαριάσετε ότι απέθανα
και γω ότι εσείς αποθάνατε. Καμιάν
απάντηση δεν έλαβα, επειδή είχαν τι να
πουλούνε και είπανε με την ιδέα τους
«μη σώσει και γράψει». Τώρα μετά πέντε
χρόνια όπου περάσανε μου γράφει έτσι:
«Μπαμπά, είναι χαρά σου ν' ακούς την
καταστροφή μας και να μας στείλεις
πληρεξούσιο να πουλήσουμε τα δικά σου
πράματα». Δεν ησκέφθηκε να γράψει:
«Πατέρα, εσύ πέντε χρόνια δε μας έγραψες
τι γίνεσαι. Έγινες καλά, όπου μας έγραφες
ότι πονά η καρδιά σου; Έπαυσες από την
εργασία;» Αλλά εκείνον δεν τόνε νοιάζει
για τη δική μου υγεία, μόνο διά τα
πράγματά μου.»
Είδες λοιπόν,
παππού, που όσο συγκλονιστικά γεγονότα
κι αν μεσολαβήσουν, αυτό που πάντα θα
μετρά είναι κάποιο παράπονο, η στυφή
γεύση της μοναξιάς, η έλλειψη αγάπης.
Κι εκείνοι πίστευαν πως δεν τους αγαπάς.
Αν τους αγαπούσες έπρεπε να τους
ακολουθήσεις, έστω κι αν δε στο ζήτησαν,
έστω κι αν αυτό θα ήταν η καταστροφή
σου.
Έπρεπε να
παραδοθείς άνευ όρων, όπως ζητούσες να
σου παραδοθούν. Δε χωρούν μεσοβέζικες
λύσεις στην αγάπη.
Και πώς να
σ' αγαπήσει η γυναίκα σου; Ρωτώντας σε
φίλους και γνωστούς έμαθα
τη δική της ιστορία. Την παντρεύτηκες
μικρή, μόλις στα δεκατέσσερα,
ενώ εσύ ήσουνα κιόλας ώριμος άντρας.
Ήταν ένας γάμος από
ανάγκη. Ο πατέρας της
πλούσιος κι από «καλή οικογένεια»
στάθηκε άτυχος μιας κι η πρώτη του
γυναίκα πέθανε νέα αφήνοντας τον με
δυο μικρά κορίτσια - η γιαγιά θα 'ταν δε
θα 'ταν στα εννιά σαν έχασε τη μάνα της.
Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής ο
γέρος δεν άργησε να ξαναπαντρευτεί, μα
με μια γυναίκα παρακατιανή, ντροπή για
το σόι, μα στοργική για τα δυο ορφανά.
Η μητριά της γιαγιάς αποδείχτηκε και
καρπερή, αφού δεν άργησε να προσθέσει
στην οικογένεια άλλο ένα κοριτσάκι,
ευτυχώς αρρωστιάρικο, που όλοι ευχόντουσαν
να πεθάνει. Αντίς όμως να πεθάνει το
μωρό πεθαίνει ο πατέρας κι απομένουν
τα τρία κορίτσια έρμαια της οικογένειας.
Η περιουσία η πιο πολλή εξανεμίστηκε.
Ποιος είχε τα κότσια να τη διεκδικήσει;
Έγινε μια διανομή στα σπίτια και τ'
αμπέλια κι όσο κι αν διαμαρτύρονταν το
σόι για την αμφισβητούμενη γνησιότητα
της αριστοκρατικής γενιάς του βρέφους,
όσο κι αν επέμεναν ότι είναι άσκοπο να
λάβει τη νόμιμη μοίρα, αφού είναι άρρωστο
και όπου να 'ναι θα πεθάνει, ο συμβολαιογράφος
τήρησε τη νόμιμη διαδικασία
κι η περιουσία χωρίστηκε ισομερώς στα
τρία κορίτσια αφήνοντας έξω τη δούλα
χήρα.
Η οικογένεια
όμως φρόντισε ακόμη πιο πολύ. Επειδή
έπρεπε να εξασφαλιστεί το καλό όνομα
και ν' αποκατασταθούν τα δυο κορίτσια
προξένεψε όπως όπως τις δυο κοπέλες
που η μεγαλύτερη ήταν δεκαπέντε κι η
γιαγιά δεκατεσσάρων με γαμπρούς από
«καλή οικογένεια» όμως αταίριαστους
σε ηλικία κι ενδιαφέροντα.
Κι η μεν μεγάλη έμεινε στο νησί κρατώντας
το πατρικό σπίτι στο φιλικό της
περιβάλλον, η δε γιαγιά ξενιτεύτηκε
στην Οντέσα όπου έπρεπε
να γηροκομεί μια δύστροπη πεθερά, ενώ
εσύ, παππού, γύρναγες όλη μέρα στη
δουλειά για να προκόψεις.
«Έσπαγε το
κεφάλι της τι να μαγειρέψει» λες. Ίσως
αυτό δεν έφτανε για να γεμίσει τη ζωή
μιας κοπέλας, που είδε από τόσο νωρίς
τα κρυστάλλινά της όνειρα σε συντρίμμια.
Η γιαγιά λένε, κακοπάθησε μέχρι να
πεθάνει η μάνα σου στην Οδησσό. Να ταν
κι αυτός ένας λόγος που ο' εγκατέλειψε;
Η γριά είχε πια πεθάνει κι όμως ποτέ δε
σου συγχώρησε τ' ότι πάντα έπαιρνες το
δικό της μέρος. Όλες οι γυναίκες είναι
μνησίκακες με τις πεθερές, ακόμη κι
όταν πια έχουν πεθάνει. Τώρα που το
καλοσκέπτομαι ούτε κι η δική μου μάνα
πήρε ποτέ το μέρος της γιαγιάς, άσχετα
πως ποτέ δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Τη
γνώρισε μέσα από το μπαμπά. Η μαμά
πιστεύει πως αυτή παραμόρφωσε το μπαμπά
έτσι που να δυσκολέψει την επικοινωνία
τους. Ίσως αν δεν υπήρχε η γιαγιά, ο
μπαμπάς κι η μαμά να ήταν ένα ευτυχισμένο
ανδρόγυνο. Ίσως...
Τυχερότερη
απ' τις αδελφάδες στάθηκε η μικρότερη.
Η μάνα της διωγμένη από το νησί έφτασε
στην Αθήνα και δούλεψε σαν οικονόμος
στο σπίτι κάποιου στρατηγού που στάθηκε
αληθινός πατέρας για το μικρό ορφανό.
Ο στρατηγός είχε κι ένα γιο που όμως
πέθανε πολύ νέος, πράγμα που δυνάμωσε
τη στοργή του γέρου για τ' ανυπεράσπιστο
κορίτσι. Η μικρή τέλειωσε το Δημοτικό
κι ίσως να προχωρούσε παραπάνω, αν η
μητέρα της δεν την έστρεφε σε πιο
πρακτικούς στόχους. Έγινε μοδίστρα κι
έπιανε τόσο καλά το χέρι της που δεν
άργησε να γίνει η εξ απορρήτων όλης της
αριστοκρατίας, αφού εκείνα τα χρόνια
οι αριστοκράτισσες έπαιρναν τη μοδίστρα
στο σπίτι με τις βδομάδες για να ράβουν
την γκαρνταρόμπα τους. Σ' όλα τα σπίτια
που δούλευε άκουγε να μιλούν για τον
Αλέκο και την Ασπασία, κι όμως όταν την
έραβε στο σπίτι της μήτε που φανταζόταν
ότι ήταν αυτή η γυναίκα του βασιλιά
Αλέξανδρου.
Όμως η
αριστοκρατία της Αθήνας την αηδίαζε.
Οι πιο πολλοί συφιλιδικοί ή αλκοολικοί,
όλοι ξεδιάντροποι κι αυτό την έκανε να
νιώθει δυνατή, περήφανη γιατί δεν ήταν
μια από αυτούς, να κουβαλά σαν τίτλο
τιμής την ταπεινή καταγωγή της. Οι
αδελφές της παντρεμένες πια μεγαλοκυράδες
ένιωθαν ντροπή για τη μικρή ετεροθαλή
τους αδελφή, που δε φτάνει που ήταν ό,τι
ήταν, αλλά πήγε κι έγινε μοδίστρα για
να ντροπιάζει την οικογένεια!
Αλήθεια,
παππού, εσύ, που δεν κρίνεις τη δουλειά
ντροπή, φαίνεται ότι εκτιμούσες αυτή
τη μικρή σου κουνιάδα. Κάποτε μάλιστα
τη χρησιμοποίησες και σαν ενδιάμεσο
για να συμφιλιωθείτε με τη γιαγιά. Ήταν
όμως λάθος τακτική. Πώς θα μπορούσε η
γιαγιά να δεχθεί τις συμβουλές του
μαύρου πρόβατου της οικογένειας;
Η γιαγιά δεν
τα κατάφερνε να κουμαντάρει την περιουσία
της -στα γράμματα όλο γκρινιάζει πως
δεν τη φοβούνται οι εργάτες και την
κλέβουν-. Αντίθετα η μικρή κατάφερε να
χτίσει με τον κόπο της στην αρχή ένα
καμαράκι με τουαλέτα κι έπειτα κι άλλο
ένα δωμάτιο για να το νοικιάζει στο
οικοπεδάκι που της άφησε πεθαίνοντας
ο στρατηγός. Κι ήταν το τυχερό! Γιατί
σ' αυτό το δωμάτιο πρωτοκατοίκησε ένα
νιόπαντρο ανδρόγυνο την πρώτη του
νύχτα. Η νυφική παστάδα όμως δεν
εξελίχθηκε φυσιολογικά, γιατί μετά τα
πρώτα χάδια και φιλιά άρχισαν οι φωνές
κι οι τσακωμοί και το σπίτι γέμισε από
σπασμένα πιάτα γεμάτα αποφάγια, που οι
δυο γυναίκες δεινοπάθησαν να καθαρίσουν.
Το ζευγάρι έφυγε δίχως να πληρώσει και
τα σκουπίδια σαρώθηκαν και στοιβάχτηκαν
σε μια γωνιά της αυλής κι ανάμεσά τους
και μια σπασμένη γαβάθα με σύκα, έτσι
που την επόμενη χρονιά η αυλή γέμισε
με φιντανάκια από συκιές,
που οι γυναίκες ξεκαθάρισαν αφήνοντας
την πιο ζωντανή, που τράνεψε κι ομόρφυνε
τη γειτονιά.
Ήταν καιρός να ομορφύνει
κι ζωή τους κι αυτό έγινε
με την εμφάνιση του φοιτητή, που νοίκιασε
το δωμάτιο κι ερωτεύτηκε την κόρη, έτσι
που δεν άργησαν να παντρευτούν στήνοντας
κάτω απ' τον ίσκιο της συκιάς το σπιτικό
τους. Έτσι η μικρή Σταχτοπούτα
μεταμορφώθηκε σε βασίλισσα χωρίς τη
βοήθεια καμιάς καλής νεράιδας.
Αντίθετα η
γιαγιά ένιωθε να βουλιάζει.
Εκείνη γερνούσε και συ τσιλημπούρδιζες.
Μόνος σας δεσμός το παιδί, αυτό το παιδί,
που τόσο άργησε να φανεί στη ζωή σας.
Αλήθεια παππού, τα γράμματά σου είναι
τόσο λογικά. Δεν τους επικαλείσαι με
το συναίσθημα. Δε λες τι ζήσατε μαζί,
τι σας έδενε, έξω
απ' τα οικονομικά. Γί αυτό σου λέω,
παππού, θα 'πρεπε να προσφέρεις
κάτι πιο πολύ για να τη δελεάσεις. Θα
μπορούσες να 'ρχόσουν στο νησί κι έπειτα
να 'φευγες για την Αμερική. Από κει οι
μετανάστες όλο και κάτι έστελναν, ακόμη
κι οι εργάτες. Μα συ έμενες κολλημένος
σαν το στρείδι στην κόκκινη τη χώρα,
ντροπή για τους δικούς σου, κίνδυνος
για την οικογένειά σου. Γιατί ποιος το
πίστευε πως έμενες τόσα χρόνια πίσω
για να μαζέψεις τα υπάρχοντά σου; Για
να μένεις εκεί, κάτι ύποπτο θα υπάρχει.
Κι αυτοί που ήλθαν εδώ κάποιον ύποπτο
ρόλο θα παίζουν, όσο εσύ ζεις εκεί.
Έπρεπε να πεθάνεις ή να γυρίσεις για
ν' αποδείξουν πως τίποτε δεν τους έδενε
μ' όλους αυτούς τους εξόριστους στα
ξερονήσια, μ' όλους τους φυλακισμένους
κουμουνιστές.
Τα γράμματά
σου ήταν επικίνδυνα σε μιαν εποχή που
κυβερνούσε ο φανατισμός, που ο κουμουνισμός
ήταν συνώνυμο του σατανά. Όλοι οι άγιοι
που η γυναίκα σου καλούσε να προστατεύουν
το γιο σας ήταν φανατικοί αντικουμουνιστές.
Και συ μιλούσες για τη Ρωσία σα να
μεταμορφώθηκε στον επί γης παράδεισο!
Γιατί να σε πιστέψουν;
Ποιος εγγυάται πως δε σου υπαγορεύουν
ότι λες, πως δεν κρύβεις κάποια παγίδα;
Αφού και δω τα γράμματα λογοκρίνονταν!
Θα μπορούσες
αλήθεια εσύ ποτέ να
γράψεις για τα τρομερά που μάθαιναν
εδώ; Για τους παπάδες που μαρτύρησαν,
για τους αντίθετους που εκτελέστηκαν,
για τις κλειστές εκκλησίες,
για τους νεκρούς τσάρους;
Εδώ πάντα
υπήρχε η ελπίδα κάποιας αλλαγής. Κάποια
γράμματα από φίλους και συγγενείς που
περισώθηκαν καταγράφουν την ελπίδα.
Πόσο θ' αντέξουν αυτοί οι καταραμένοι
οι μπολσεβίκοι; Δεν μπορεί, οι ξένοι θα
βοηθήσουν. Οι βασιλιάδες της Ευρώπης,
δεν μπορεί, θα πάρουν το αίμα τους πίσω.
Στο κάτω κάτω οι τσάροι ήταν συγγενείς
τους. Κάτι θα έκαναν, έστω οι Λευκορώσοι,
έστω μια δημοκρατία, οτιδήποτε. Κανείς
δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κανείς
δε θα 'κανε το παραμικρό, ότι για εβδομήντα
χρόνια η Σοβιετική Ένωση θα φάνταζε
κυρίαρχος του κόσμου μέχρι που ξαφνικά
θα κατέρρεαν όλα σα χάρτινος πύργος,
χωρίς καμιά ξένη επέμβαση, με μόνο μιαν
ανάσα της ιστορικής νομοτέλειας.
Εκείνοι όμως
έπρεπε να ελπίζουν. Ήταν κι αυτές οι
μετοχές και τα χρεόγραφα. Γιατί εσύ
μπορεί να μπήκες στην Ελλάδα «ουδέν
φέρων», όμως εκείνοι κουβάλησαν ολόκληρο
κατάλογο από χρεόγραφα και μετοχές του
τσαρικού κράτους, που το τελωνείο μας
κατέγραψε με κάθε επιμέλεια, άσχετο
πως ακόμη περιμένουν την εξόφληση. Κι
εσύ ήθελες να σκοτώσεις αυτή την ελπίδα,
να τους κάνεις να πιστέψουν πως, πάει,
όλα τέλειωσαν, πως πρέπει να συμμορφωθούν
στη νέα κατάσταση, να μάθουν αλλιώτικα
να πορεύονται, για να επιζήσετε όλοι
μαζί.
Δε γράφεις
τίποτε για την καινούρια σου ζωή εκεί.
Τι έγιναν οι ανέσεις κι οι διασκεδάσεις
σας, τα χρυσαφικά και τα κεντήματα, το
σπίτι που πια δεν είχε δουλικό, το πώς
ζέσταινες τα κρύα
βράδια της Οντέσας.
Στην
Ελλάδα τα καλοκαίρια χασομερούν. Δεν έχεις ανάγκη από σόμπα στο νησί. Για
φαγητό βολεύεσαι στην ανάγκη με χόρτα
και κριθαροκουλούρες. Στην Οντέσα πια,
το 'γραφές, έπρεπε να
δουλεύουν όλοι. Κι οι γυναίκες και τα
παιδιά. Μα κείνη ήταν περήφανη κι ο γιος
σου το 'χε για ντροπή να βάλει τη μάνα
του «να κουνάει τα μωρά της ξαδέλφης
της για να εξασφαλίσει το μεροκάματο».
Και συ ήθελες να την παρασύρεις σε μια
χώρα όπου δουλειές όπως το κούνημα των
μωρών είχαν καταργηθεί κι οι γυναίκες
δούλευαν στα εργοστάσια. Ήθελες τη
γυναίκα που είχε μάθει να μη σκέπτεται
τίποτε πιότερο έξω από το τι θα μαγειρέψει,
να τη σπρώξεις έξω απ' το νοικοκυριό
της, μακριά απ' τις φιλενάδες της, δίχως
να της εξασφαλίζεις τα λούσα και την
κοινωνική θέση που θα την προστάτευαν
απ' τον κατατρεγμό.
Τι θα της
πρόσφερες γι' αντάλλαγμα; Τ' ότι θα
'σμίγε η οικογένεια δε φαίνεται ότι της
ήταν αρκετό. Άλλωστε κι εκείνη προσπάθησε
να σε παρασύρει στο νησί με το δικό της
τρόπο. Εδώ ήταν ασφαλισμένη. Είχε την
οικογένεια, τ' αδέλφια της, το σπίτι
της, το γιο της, τη συμπάθεια του χωριού
για τον ξεπεσμό. Εκεί θα 'χε μονάχα σένα.
Θα 'νιώθε όμηρος στα χέρια σου. Θα 'πρεπε
να σου παραδώσει το πιο δυνατό της
χαρτί, το γιο σας. Κι ο γιος είναι
επικίνδυνο όπλο στα χέρια μιας γυναίκας.
Μπορεί να στραφεί ενάντια ακόμη και
στον άντρα της για εκδίκηση. Ίσως σ'
αυτόν με το σκληρότερο τρόπο.
Όμως και
κείνη τον στερήθηκε. Μόλις τελείωσε το
δημοτικό ξενιτεύτηκε για τις σπουδές
του κι έχω τα γράμματά της, γράμματα
γεμάτα μ' ευχές και ξόρκια. Για το χατίρι
του περιδιάβαινε όλα τα ξωκλήσια, του
'στελνε αντίδωρο και βασιλικό, του
γκρίνιαζε για τους εργάτες των αμπελιών,
του φύλαγε γλυκό του κουταλιού, απ' αυτό
που του αρέσει, μα εκείνος όλο αργούσε
να φανεί κι εκείνη όλο περίμενε, σωστή
Ηλέκτρα, τον άντρα του
σπιτιού της, το γιο τον εκδικητή, αυτόν
που θ' άλλαζε τη Μοίρα της.
Του 'γράφε
πως τίποτε δεν της λείπει, μα τον έλουζε
μ' ευλογίες για το κάθε χαρτονόμισμα
που της έστελνε κι όλο
ευχόταν ο θεός να του τα φέρει δεξιά
«γιατί μπήκε από παιδί στα βάσανα». Για
σένα μήτε κουβέντα. Λες κι ήσουν νεκρός.
Λες και δεν υπήρξες ποτέ στη ζωή της.
Πουθενά η μνήμη του έρωτα, της τρυφερότητας
ή έστω της καθαρά σαρκικής ανάγκης.
«Να σε δω
όπως θέλω, να σε καμαρώσω» του γράφει
κάπου.
Έτσι του
'γραφες και συ σ' ένα
γράμμα σου στα 1926: «Έλαβα τη γλυκύτατή
σου επιστολή κι εχάρην την καλήν σου
υγείαν. Επικράθην δε επειδή ξέρω ότι
είναι δίχως την άδεια της μητέρας σου
και θα σε μαλώσει». Και παρακάτω
συνεχίζεις: «Σε παρακαλώ να φροντίσεις
να είσαι καλός άνθρωπος και να μη βλάψεις
ποτέ κανένα, χρήσιμος στην κοινωνία
και ν' αγαπάς τη μητέρα σου, όπως αγαπάς
τον εαυτό σου». Έλπιζες πως έτσι θα τον
πάρεις με το μέρος σου; Με τι συμμάχους;
Τη σίγουρή σου λογική; Τ' ότι «ένα κι
ένα κάνουν δυο» πάντα δε φτάνει.
Χρειάζονται κι οι συμμαχίες των αγίων
και μ' αυτούς δε φαίνεται
συ να τα πήγαινες καλά.
«Θα σε
περικαλέσω να λείψεις από τα εκκλησιαστικά»
του έγραφες. Όχι να μην εργάζεσαι, άμα
βλέπεις πως είσαι χρήσιμος. Σ' όποια
εκκλησία είναι ανάγκη να τρέχεις να
βοηθήσεις, αλλά μη σκεφθείς να βγάλεις
τον κόπο σου από αυτή. Μη γραφτείς
θεολογία. Θα κοροϊδεύεις το Θεό και
τους ανθρώπους, επειδή έχουμε παραδείγματα
από αρχιερείς και ιερείς. Σε περικαλώ,
δώσε προσοχή στα γραφόμενά μου».
Πίστευες
ειλικρινά πως είχες κάποια πιθανότητα
για να τον πείσεις; Εσύ που ζούσες στη
σύγχρονη Βαβυλώνα, που αρνιόσουνα ν'
αποκηρύξεις τα είδωλα της εργατιάς, που
προσπαθούσες να τους προσηλυτίσεις
στην ουτοπία του κουμουνισμού, εσύ είχες
το θράσος να μιλάς για τα εκκλησιαστικά;
Κι όμως κάπου
σε άκουγε. Κάπου επηρεάστηκε απ' τα
γραφόμενά σου. Και τελικά δεν έγινε
θεολόγος. Κι αυτό του στοίχισε ακριβά.
Μόλις γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή οι
χριστιανικές οργανώσεις
του 'δωσαν τα παπούτσια στο χέρι
απ' το τυπογραφείο των χριστιανικών
έντυπων, που δούλευε σα σκλάβος για ένα
ξεροκόμματο. Κι είχε και το 'λεγε. Για
την υποκρισία μερικών που σαν τους
γραμματείς και φαρισαίους κάνουν
μετάνοιες στην αγορά «προς το θεαθήναι»
κι έπειτα εκμεταλλεύονται το αίμα των
φτωχών μέχρι τη στερνή
ρανίδα. Δε μου 'λεγε ονόματα, μα μου
μίλησε για τη σκληρότητα όλων αυτών,
που γυρίζουν την πλάτη μόλις μυριστούν
την ανάγκη σου, ακόμη κι αν είναι οι
ίδιοι άνθρωποι που σ' άλλη περίπτωση σε
χειροκροτούν και σ' εγκωμιάζουν για το
θάρρος και την τόλμη σου μπροστά στην
ανέχεια.
«Αυτοδημιούργητος»!
λένε, μα όταν τους γυρέψεις μια γωνιά
για να ξαποστάσεις, έστω για ένα βράδυ,
σε πετούν στο δρόμο σαν το τελευταίο
σκυλί.
Ναι, ξέρω
παππού, και συ πείνασες, τουλάχιστον
στα στερνά σου, κι όχι δε λέω πως εσύ δε
νοιάστηκες για το δικό σου γιο. Μα Κατοχή
δεν πρόλαβες να ζήσεις και σίγουρα είσαι
τυχερός. Εκείνη δεν κατάφερε να επιβιώσει
τότε. Κείνα τα χρόνια πέθανε κι είναι
αστείο αν λογαριάσεις το γιατί. Από το
πείσμα της. Της έλειπε η ζάχαρη κι
αρνιόταν οτιδήποτε να πιει, μήτε τον
κριθαροκαφέ, μήτε βλαστάρι. Πέθανε από
αξιοπρέπεια. Κι οι άγιοι δεν έτρεξαν να
τη γλυκάνουν.
Γνώρισε
λοιπόν κι ο μπαμπάς την ανέχεια ίσως
γι' αυτό και γινόταν τόσο πικρός στα
γράμματα που σου έστελνε. Δε γνώρισε το
μεγάλο έρωτα, μήτε και
πρόλαβε να δημιουργήσει επιπόλαιες
περιπέτειες, έτσι
που ήταν συντριμμένος
απ' το κυνήγι της επιβίωσης. Ίσως και
γι' αυτό δεν μπορούσε να σου συγχωρήσει
την προδοσία στη μάνα του. Ο έρωτας ήταν
γι' αυτόν κενό γράμμα. Αντίθετα την
αφοσίωση της γιαγιάς την ένιωθε να τον
τυλίγει μέχρι το θάνατο του. Δεν το
'ξερες, παππού, πως πάντα
δυναστεύουν οι γυναίκες με ξόρκια και
μαγείες, πως πάντα σημαδεύουν τα
μελλούμενα;
Το βάραθρο
που χωρίζει τους ανθρώπους, παππού,
φαίνεται στις απλές καθημερινές
χειρονομίες. Θυμάμαι τον άντρα μου να
διαμαρτύρεται κάποια φορά, γιατί
κουνιόμουν στο κρεβάτι την ώρα που
έβλεπα τηλεόραση, ενώ εκείνος λαγοκοιμόταν
δίπλα μου.
-Σου το 'χω
πει τόσες φορές, γκρίνιαζε, λες και το
'κανα επίτηδες.
-Σε λίγο δε
θα μας επιτρέπεις ούτε ν' αναπνέουμε,
του απαντούσα.
Θυμάμαι μια
Μεγάλη Παρασκευή, που γκρίνιαζε γιατί
ήθελε να ψήσουμε, λέει, κουραμπιέδες!
-Δεν έχουμε
Χριστούγεννα, προφασίστηκα.
-Τι φτιάχνουν
τώρα; επέμεινε. Κουλουράκια.
Εσύ, παππού,
το ξέρεις. Μεγάλη Παρασκευή δε φτιάχνουν
τίποτε. Μεγάλη Παρασκευή πάνε όλοι στην
εκκλησία όλη τη μέρα. Μεγάλη Παρασκευή
νηστεύουνε ως και το λάδι, δε σχεδιάζουν
πώς θα μαγειρέψουνε πιο νόστιμα τα
καλαμαράκια, ούτε γυρνάνε σ' εκδρομές,
όπως τώρα που τα παιδιά γκρινιάζουν ότι
δεν κατάλαβαν το Πάσχα γιατί δεν πήγαν
πουθενά και γυρεύουν να πάνε στα μαγαζιά
για ψώνια για να καταλάβουν, λέει, τη
Μεγαλοβδομάδα. Τώρα, παππού,
κρατάμε απ' τις θρησκευτικές συνήθειες
ότι μας βολεύει και τις βαφτίζουμε
παράδοση, ενώ όλα τ' άλλα όσα δε μας
ικανοποιούν τα λε'με αντιδραστικά,
καταπιεστικές συνήθειες
των παπάδων. Δε σου 'λειψε, παππού, η
εκκλησιά, σένα που ήσουν
επίτροπος, τότε που η επανάσταση
βαφτίζονταν θρησκεία;
Κι όμως! Ακόμη
κι αν κανείς μας δεν πιστεύει στο Χριστό
κάθε Μεγάλη Παρασκευή ο ουρανός θα
συννεφιάζει, μια συννεφιά ομίχλης ζεστή
και παράξενη, έτσι που να ταιριάζει στο
πένθιμο σκηνικό των παπάδων κι η άδεια
Αθήνα αλαφρή απ' την πολυκοσμία συνοδεύει
τον Επιτάφιο σε κάθε γειτονιά με μυρωδιά
βιολέτας, γιατί σ' αυτό τον τόπο πάντα
κάθε Άνοιξη είναι συνήθειο οι θεοί να
πεθαίνουν και να ξαναγεννιούνται.
Ήξερα πως ο
άντρας μου προσπαθούσε απ' τους
κουραμπιέδες ν' αναπλάσει
το δικό του πασχαλινό σκηνικό που όμως
δεν ταυτίζεται με τις δικές
μου αναμνήσεις κι οπωσδήποτε δεν έχει
καμιά σχέση με όσα τα παιδιά μας θα
θυμούνται.
Ο γιος μου
γκρινιάζει «Τι σας έπιασε
και νηστεύουμε; Τι να κάνουμε στην
εκκλησία;»
Όλα αλλάξανε
στις μέρες μας, παππού,
έτσι που πια δεν ξέρεις
τι να κάνεις τούτες τις μέρες
τις γιορτινές, που βαραίνουν τα χέρια
μας σαν κάποια ανούσια σχόλη. Και ποιος
θα διηγηθεί τα παραμύθια μας;
Εγώ παππού
είμαι το πρώτο σου εγγόνι από το μοναχογιό
σου. Κι είχα παράπονο μικρή που δε σε
γνώρισα. Δε γνώρισα μήτε παππού, μήτε
γιαγιά. Και ζήλευα. Ζήλευα τα παραμύθια
που διάβαζα πως διηγούνται οι παππούδες
στα παιδιά, ζήλευα το παραχάιδεμα που
μόνο οι παππούδες δίνουν «Του παιδιού
μου το παιδί, δυο φορές είναι παιδί μου».
Ο μπαμπάς χάρηκε αυτή την ευτυχία. Έζησε
και το καμάρι ν' ακουστεί και τ' όνομά
του. Θυμάμαι πώς κανάκευε το γιο μου. Ο
γιος μου γεύτηκε όσα χάδια στερήθηκα
εγώ. Τον πήγαινε καθημερινά για βόλτα
κι όλο τον χόρευε στα γόνατά του στοργικά.
Κι ας ήταν θυμωμένος στην
αρχή που βγήκε «πρόωρο». Ντροπή του
φάνηκε. Η δική του κόρη τέτοιο πράμα!
Και να του το 'χουμε κρυφό μέχρι το τέλος!
Όμως δεν άργησε να μερέψει. Χρύσωσε το
μωρό με το δικό του βαφτιστικό σταυρό,
αυτό που είχε απ' τη Ρωσία. Ιστορίες δεν
πρόλαβε να του πει. Πέθανε πριν φθάσει
το παιδί σε ηλικία να καταλαβαίνει τα
παραμύθια.
Εσύ, παππού,
δε φαίνεται πως χάρηκες τη σχόλη. Δούλευες
μέχρι τον τάφο σου. Το 'θελες ή σου
επιβλήθηκε; Μια ζωή πάλευες ν' ανηφορίσεις.
Δε σου 'φθανε τεχνίτης,
ήθελες και καθηγητής. Καθηγητής
Πολυτεχνείου. Και να το κύρος, να κι οι
προσβάσεις. Κι όλα αυτά σε μια ξένη χώρα.
Κι αυτό ακόμη και μετά την αλλαγή. «Έχω
μαθήματα, θα ζούμε καλά.» τους έγραφες
καλώντας τους, μα κανείς δε σε πίστευε.
Ήξερες πως μπορούσες να επιβιώσεις σε
κάθε κατάσταση, πως μπορούσες να τους
στηρίξεις, ακόμη και σακάτης. Δεν άντεχες
την άρνησή τους να κρεμαστούν πάνω σου,
να νιώσεις το ζωντάνεμα της ρώμης σου
από τη δική τους αδυναμία, τη φουσκονεριά
που φέρνει το αίσθημα ότι σε αγαπούν,
πως είσαι απαραίτητος.
Άλλοι θα
'βρισκαν κάποιαν άλλη λύση. Πάντα για
κάθε άντρα βρίσκεται μια γυναίκα πρόθυμη
να συντροφέψει τα γεράματά του από
στοργή ή από ανάγκη. Η επανάσταση είχε
αφήσει πολλές γυναίκες δίχως στήριγμα.
Δάσος τα χέρια γύρω σου. Κάπου μπορούσες
ν' αρπαχτείς. Μα συ επέμενες να τους
καλείς. Έξυνες να ματώνεις την πληγή.
Ήταν μονάχα νοσταλγία; Υπήρχε έρωτας;
Σ' αυτή την ηλικία; Το φάντασμα κάποιου
έρωτα;
Άνθρωποι σαν
και σένα, ξέρω, κυνηγούν πάντα στόχους.
Δεν αφήνονται να παρασυρθούν από
συναισθήματα.
Η ομορφιά!
Πόσο σ' επηρέαζε η ομορφιά παππού; «Η
ομορφιά στον άνθρωπο είναι μια παρρησία,
σαν τα κεριά που ανάβουνε μέσα
στην εκκλησία» Έτσι συνήθιζε να λέει
ο μπαμπάς. Μα ο μπαμπάς ήταν λιγάκι
ονειροπαρμένος. Πάλευε
με αγγέλους όπως η μάνα του. Εσύ ήσουν
λογικός. Για σένα η ομορφιά
δε σημαίνει και πολλά πράγματα. Αυτό
που μένει έχει σημασία,
γράφεις. Η φαμελιά. Όλοι αυτοί που
γεννήθηκαν πριν να γεννηθούμε. Τα λάθη
τους μας σημαδεύουν, όπως και τα
προτερήματά τους. Είμαστε ότι ήταν. Έτσι
και συ, παππού, πάλευες για τη συνέχεια
της οικογένειας. Για τις ρίζες και τα
κλαριά.
Έγραφες στο
νονό του μπαμπά: «Η δική μου ιδέα είναι
πρώτον όπου βλέπω ότι η καρδιά μου με
πειράζει περισσότερο κι έχω την ελπίδα
ότι κι εγώ θα πλερώσω στη ζωή και διά να
μην έχει παράπονο ο γιος μου ότι εγώ δεν
εφρόντισα να πάρω το μερίδιο μου από
τον αδελφό μου και τον αδίκησα (αν και
έγραψα εις τα 1923 της γυναικός μου τρεις
φορές να κάμει αγωγή του αδελφού μου να
τα μοιράσουνε, αλλά εκείνη γι' αυτό το
ζήτημα απάντηση δε μου έδωσε) δεύτερον
η γυναίκα μου επούλησε τα ιδικά της
πράγματα διά να σπουδάσει το γιο μας,
ώστε είμαι υπερβέβαιος ότι άμα παντρευτεί
ο γιος μας, η γυναίκα του δε θα θέλει να
κάθεται η πεθερά μαζί της, ώστε να έχει
σπίτι για να κοιμηθεί και σταφύλι να
φάγει. Έτσι λοιπόν όπως σας το είχα
γράψει, ότι ο δικηγόρος να κάμει διαθήκη
ότι η γυναίκα μου να κρατεί μέχρι να
αποθάνει.»
Όλα λογικά,
όλα σοφά τακτοποιημένα, όλα με μέτρο,
όλα σε συνέχεια. Όμως τίποτε στη ζωή ή
την ανθρώπινη ιστορία δεν έχει την
ατράνταχτη σου λογική, δεν κρατά τη δική
σου συνέχεια.
Άρχισα να
σου γράφω σαν αυτοσχέδιος ντετέκτιβ
αναζητώντας μέσα από κιτρινισμένα
γράμματα τα νήματα της δικής σου ζωής,
σκαλίζοντας την ψυχή μου. Κι όταν μου
δόθηκε καιρός γράφτηκα και στα ρωσικά
πιστεύοντας ότι η φωνή του αίματος θα
ξυπνήσει εντός μου. Δεν ξέρω αν θα μάθω
ρωσικά, όμως θαρρείς κι η Μοίρα οδήγησε
τα βήματά μου στη Βαλεντίνα, την εγγονή
της δικής σου Φλώρας. Παράξενο! Δούλευε
σαν αποκλειστική νοσοκόμα τις νύχτες
στον Ερυθρό, εκεί που κι εσύ πέθανες,
μέχρι να της αναγνωρίσουν το πτυχίο της
Ιατρικής, ευτυχισμένη γιατί γλίτωσε
απ' την κόλαση του δικού σου παραδείσου.
Τυχαία τη συνάντησα. Μου τη σύστησαν
τότε που έπαθε το έμφραγμα ο πεθερός
μου. Κουβέντα στην κουβέντα φθάσαμε και
στην Οδησσό.
— Είχε
εξοριστεί η γιαγιά μου από κει, μου είπε,
λίγο πριν από τον πόλεμο, τότε που ο
Στάλιν αποφάσισε το βίαιο εκρωσισμό
και των ελλήνων. Εκείνη αρνήθηκε να
συμμορφωθεί κι αν κι είχε παντρευτεί
κουμουνιστή, δε γλίτωσε το δρόμο της
εξορίας. Ο άντρας της την ακολούθησε.
Στη Σιβηρία μεγάλωσαν τα παιδιά τους
κι όταν τα πράγματα άλλαξαν κατάφεραν
να εγκατασταθούν στη Μόσχα δίχως να
πάψουν να μιλούν ελληνικά, δίχως να
εγκαταλείψουν την ελπίδα επιστροφής
στη ζεστή Ελλάδα.
Φυλακισμένη
στον παράδεισο των εργατών η μικρή σας
δούλα, έμεινε κι εξορίστηκε, όταν εσύ
αναγκάστηκες να επιστρέψεις «ουδέν
φέρων». Η Βαλεντίνα δεν ήξερε τίποτε
για τα κουτσομπολιά που έγραφες. Έβαλε
τα κλάματα ακούγοντας τ' όνομά σου
(ξέρεις πόσο ευσυγκίνητους κάνει η Ρωσία
τους ανθρώπους).
—Ήταν άγιος
άνθρωπος, μου είπε. Ο παππούς κι η γιαγιά
πάντα τον μνημόνευαν μ' αγάπη μέχρι τα
στερνά τους. Τη γιαγιά την αγαπούσε σαν
παιδί του, κι εκείνη ακόμη και μετά το
γάμο της του συμπαραστεκόταν όσο μπορούσε
(είχε αρρωστήσει πια με την καρδιά του)
και φεύγοντας της έδωσε
το μόνο πολύτιμο που του είχε απομείνει,
μια χρυσή ταμπακιέρα με σκαλισμένο το
όνομά του. Θα μπορούσε να την πάρει μαζί
του στην Ελλάδα. Τώρα που ξέρω
από προσφυγιά καταλαβαίνω ότι θα του
ήταν πολύτιμη. Όμως την έδωσε στη γιαγιά
που τη φύλαξε και μας την έδειχνε
συχνά μέχρι το θάνατο της. Έπειτα την
πήρε ο θείος Κόλιας, που είχε και τ' όνομα
του παππού σας. Εκείνος έμεινε στη Μόσχα,
ήταν απ' τους ανθρώπους του Κόμματος.
Ίσως να βρίσκεται τώρα στη φυλακή. Ήτανε
μάθαμε απ' αυτούς που έκαναν το πραξικόπημα
στο Γιέλτσιν.
Βλέπεις
παππού ο κόσμος δεν ημέρεψε στις μέρες
μας. Η φουρτούνα δε λέει να καταλαγιάσει.
Πολλά έχουν αλλάξει, μα η ζωή συνεχίζεται
αδιατάραχτη. Όλοι ξεχνούν, όλοι βιάζονται
να προσπεράσουν,
Η Βαλεντίνα
έγινε φίλη μου. Τη βοήθησα να πάρει στην
κοινωνία μας τη θέση που της ανήκε.
Βλέπεις, παππού, τίποτε δεν άλλαξε ούτε
εκεί, ούτε και δω. Η μάλλον άλλαξε ο
Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Γιατί τώρα κι εδώ «των εργατών τα τέκνα
σπουδάζουν δωρεάν», όμως χωρίς το μέσον,
το χρήμα και τα κόμματα τίποτε δεν
πετυχαίνεις, ούτε εδώ, ούτε και στη
Ρωσία.
Η Βαλεντίνα
δυσκολεύτηκε στην αρχή να μπει στους
δικούς μας ρυθμούς. Πάλεψε για να βρει
δουλειά, αυτή που πληρωνόταν για να
σπουδάζει. Μα τα κατάφερε να προσαρμοστεί.
Κι όμως πάντα νοσταλγούσε την απεραντοσύνη
της ρούσικης γης και τη ζεστασιά των
ανθρώπων της. Τούτο το καλοκαίρι
επισκέφθηκε τη Μόσχα για πρώτη φορά
μετά το μισεμό της. Γύρισε κλαίγοντας.
— Η Ρωσία
πια δεν υπάρχει, μου είπε. Θεός τους
είναι το δολάριο, σκοπός ζωής η επίδειξη
και δίνουν τα πάντα για το εύκολο κέρδος.
Συνάντησα παλιούς μου συναδέλφους και
δεν τους αναγνώρισα. Όλοι κάνουν και
μια δεύτερη δουλειά που έχει σχέση με
παράνομο εμπόριο, εγκαταλείπουν τα
σπίτια τους και μεθοκοπάνε όπου βρεθούν.
Έτυχε να βρεθώ με μια παρέα εκδρομή κι
ενώ ήταν όλοι μεσήλικες και μορφωμένοι
ήπιαν τόσο που μετά γδύθηκαν κι έπεσαν
στο παγωμένο νερό κι έπειτα ζευγάρωναν
μ' όποιον να ναι στην τύχη στο χορτάρι,
όπως έκαναν οι χίπηδες παλιά. Προσπάθησαν
με τη βία να με γδύσουν. Τους χάλαγα το
κέφι με τη νηφαλιότητά μου. Φοβήθηκα
ότι θα με σκοτώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι
δεν πιστεύουν πια σε τίποτε. Δεν ελπίζουν
πουθενά. Προσπαθούν να επιβιώσουν
λεηλατώντας την ψυχή τους.
Παππού, πάντα
ο άνθρωπος παντού έτσι πορεύεται. Στους
δρόμους που ανοίγει το κέρδος, λεηλατώντας
την ψυχή του. Και τώρα η Οντέσα σου
πλησίασε τη χώρα μας ξανά. Ανοιξαν πάλι
τα χρυσά τα μονοπάτια του εμπορίου.
Δικοί μας έμποροι έστειλαν λεφτά να
φτιάξουν πρώτα πρώτα το Μουσείο της
Φιλικής Εταιρείας και τις προάλλες
ήπιαμε βότκα «Οντέσα» φτιαγμένη στα
ουκρανικά εργοστάσια της άλλοτε μιας
σοβιετικής βότκας.
Δε θέλω να
πάω στην Οντέσα πια, παππού. Φοβάμαι την
ουτοπία των τόπων. Φοβάμαι τη διάψευση
της Βαλεντίνας. Και το
νησί μας πια έχει πεθάνει. Το τουριστικό
σκηνικό που κάθε χρόνο στήνεται με
απωθεί. Το νησί έχει διασωθεί στις
παιδικές μου αναμνήσεις.
Φοβάμαι κι
επιθυμώ την Οντέσα. Περιμένω την Οντέσα
σου να 'ρθει και να με πάρει απρόσκλητη.
Να εισβάλει στη ζωή μου αναπάντεχα, όπως
μου εμφανίστηκαν τα γράμματά σου. Εμένα
καλούσες τόσα χρόνια σε μια χώρα, που
εξαφανίστηκε από το χάρτη, σε μια πόλη
που ίσως δεν υπάρχει πια. Φοβάμαι, παππού,
όσο κι ελπίζω την κάθαρση ενός σεισμού.
Φοβάμαι όσο κι ελπίζω την αποκάλυψη
μιας νέας Ατλαντίδος. Ως
τότε πεισματικά κρατώ αυτά που μου
παράδωσες. Τ' αμπέλια, τα
σπίτια, την εκκλησιά. Δεν τ' αξιοποιώ.
Απλώς τα ορίζω. «Τα πράγματα δεν τα
πειράζω. Ας τα βρει το παιδί μου όπως τα
'βρα εγώ» όπως και συ έγραφες. Γιατί τα
πράγματα έχουν ψυχή και τίποτε στη ζωή
δε χάνεται. Όλα σε κύκλο γυρνούν κι
απρόσμενα μας εμφανίζονται νέες εκτάσεις.
Στείλε μου την Οντέσα σου, παππού. Έστω
στα όνειρά μου.
1990-1994
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Nikos Anastas Κορυφαίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήχλοη λιασκου ..Ένα ακόμα υπέροχο ταξίδι μου χάρισες Μαρία μου.....και μία ακόμα διαπίστωση....Ακόμα και σήμερα, για να επιβιώσουμε, λεηλατούμε την ψυχή μας.....έτσι αισθάνομαι....
ΑπάντησηΔιαγραφή