Ο πόλεμος δεν τελείωσε
Ο πόλεμος
δεν τέλειωσε στα Βαλκάνια
Μαρίας
Αρβανίτη Σωτηροπούλου *
Υπάρχει
ίσως ώσμωση κι απώθηση στους λαούς.
Ποιος ξέρει τι το προκαλεί; Και φυσικά
δεν είναι θέμα θρησκείας. Τώρα που οι
μακελάρηδες παριστάνουν τους ελευθερωτές
στο Κόσσοβο όπου οι πληγές χαίνουν, τώρα
που οι σέρβοι πρόσφυγες δεν έχουν πού
να κρυφτούν και κανένα ανθρωπιστικό
στρατόπεδο δε χτίστηκε για χάρη τους,
τώρα που οι πρώτοι αλβανόφωνοι
επιστρέφοντας βρίσκουν καμένη γη και
ξεσπούν καίγοντας τα σπίτια και των
σέρβων, τώρα που οι επιδεικνυόμενοι
ομαδικοί τάφοι γίνονται αφορμή για νέα
λουτρά αίματος με θύματα πάντα τους
αμάχους έχει ίσως ενδιαφέρον η αναδρομή
στο ταξίδι μας στη Γιουγκοσλαβία λίγες
μέρες πριν την υπογραφή της συμφωνίας
από το Γιουγκοσλαβικό Κοινοβούλιο.
Γιατί αν και οι βομβαρδισμοί φαίνεται
πως σταμάτησαν, έχουμε χρέος να μη
ξεχνάμε αυτό τον παραλογισμό της φρίκης,
ειδικά τώρα που η Γιουγκοσλαβία φαίνεται
ότι μένει έξω από τα προγράμματα
οικονομικής βοήθειας. Και πάλι με
πρόσχημα το σκιάχτρο του Μιλόσεβιτς.
Στο
βομβαρδιζόμενο Βελιγράδι βρεθήκαμε
γιατροί, με δικαστικούς και δικηγόρους
με αφορμή Νομικό συνέδριο, συνοδεύοντας
ανθρωπιστική βοήθεια. Οι ομόδοξοι
Βούλγαροι ακόμη και σήμερα δυσανασχετούν
για τα καραβάνια αλληλεγγύης που περνούν
τα σύνορα προς τη Γιουγκοσλαβία. Κάνουν
ότι μπορούν για να δυσκολέψουν τα
πράγματα. Απαιτούν μερίδιο. «Γιατί όχι
και σε μας» ρωτούν ευθέως. Το «Αν σας
βομβάρδιζαν θα παίρνατε και σεις» δεν
πείθει. Δεν έχουν κι άδικο. Το επίπεδο
ζωής όπως το εισπράττεις περπατώντας
στους δρόμους της Σόφιας πενιχρότερο
απ’ της βομβαρδιζόμενης Γιουγκοσλαβίας.
Κλίμα παραίτησης, καμιά αλληλεγγύη.
Αντίθετα
στη Γιουγκοσλαβία όταν προσέφερες μια
κούτα με τσιγάρα κρατούσαν ένα πακέτο
για να πάρουν κι άλλοι. Δε μπορούσες να
μη θαυμάσεις την αξιοπρέπεια και την
ηρεμία των δοκιμαζόμενων σέρβων. Παρά
τους βομβαρδισμούς παρέμεναν ψύχραιμοι.
Κανονικά στις δουλειές, σεργιάνι στους
δρόμους, χωρίς διαμαρτυρία για το κομμένο
ρεύμα και νερό, φαίνονταν να δοξολογούν
το θεό για την κάθε στιγμή ύπαρξης. Λένε
ότι δεν είναι η πρώτη φορά που γεύονται
τον όλεθρο. Είναι όμως πρώτη φορά που
τόσο πολλοί και δυνατοί συσπειρώθηκαν
εναντίον τόσων λίγων. Γιαυτό αγκαλιάζουν
τους έλληνες. Είμαστε οι μόνοι συμπαραστάτες
σ’ αυτό το Γολγοθά αυτού του περήφανου
λαού, το νιώθεις καλύτερα εκεί και
εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους με
συγκινητική φιλοξενία. Οι πόρτες ανοίγουν
κι ο έλληνας γίνεται περιφερόμενο σκεύος
στοργής.
Μια
ένδοξη άνοιξη μας προϋπάντησε στη
Γιουγκοσλαβία. Οργιαστική βλάστηση,
ένα πλήθος αγρότες διάσπαρτοι στους
αγρούς με τα τρακτέρ και τα υποζύγια εν
δράσει ή συναγμένοι σε κάποια σκιά γύρω
απ’ το προσφάι, το πούλμαν να τρέχει
στην άδεια ωτοστράντα όπου κυκλοφορούσαν
μόνο φορτηγά, κάποια με την ελληνική
σημαία. στο παρμπρίζ. Έρημα βενζινάδικα,
εγκαταλειμμένα άλλοτε πολυσύχναστα
μοτέλ, και ξάφνου κρατήρες στο ένα
διάζωμα, κακόμορφες πληγές στην
καλλιεργημένη γη, γκρεμισμένες γέφυρες
που προκαλούν παρακάμψεις μέσα από
χωριά, μέσα από διόδια που επιμένουν να
εκδίδουν ήρεμα αποδείξεις για τα χρήματα,
που εξακολουθούν να καταβάλουν τα
ελάχιστα διερχόμενα οχήματα. Τα χωριά
γαλήνια, χωρίς ηλεκτρικό με τους δρόμους
γεμάτους κόσμο σα σε σχόλη, παιδιά που
παίζουν, γυναίκες καθισμένες στις αυλές
και ποδήλατα που ανέλαβαν δράση λόγω
της ενεργειακής κρίσης.
Πρώτος
σταθμός η λαβωμένη Νις. Πατρίδα το
μεγάλου Κωνσταντίνου, πόλη σταθμός στη
βαλκανική Ιστορία. Βομβαρδίζόταν
αδιάλειπτα κάθε μέρα πολλές φορές την
ίδια μέρα, είκοσι βόμβες μόνο το
προηγούμενο εικοσιτετράωρο, μας είπαν.
Σιωπηλή. Προσκύνημα στους δρόμους γύρω
από τη Λαϊκή αγορά, όπου οι βόμβες
διασποράς δολοφόνησαν 32 αμάχους. Οι
πεντακάθαροι δρόμοι σπαρμένοι θραύσματα
τζαμιών και μικρά μεταλλικά κομμάτια,
σπέρματα θανάτου. Στους σημαδεμένους
τοίχους αγγελτήρια θανάτου και λίγα
λουλούδια στο σημείο κάθε «παράπλευρης
ζημιάς». Στα ερημωμένα στενά εγκαταλειμμένα
τα διάτρητα αυτοκίνητα τα περισσότερα
σπίτια ακατοίκητα με νάιλον αντί για
τζάμια κι έξω από το ΙΚΑ τους ένα καμένο
από βόμβα αυτοκίνητο απέναντι απ’ το
σημείο όπου μια έγκυος έχασε τη ζωή της.
Μια βαριά λαβωμένη πολιτεία, που
ξαφνιάζεσαι όταν βλέπεις ότι μερικά
σπίτια επισκευάζονται κι η ζωή συνεχίζεται
στις αυλές κάποιων θρυμματισμένων
σπιτιών της. Η γέφυρα ξεσκισμένη απέναντι
από το έρημο πια ελληνικά προξενείο κι
όλα τα σπίτια και στις δυο όχθες τυφλά
και ασκεπή στοχεύουν προκλητικά τον
ψεύτη ουρανό λες και του βγάζουν τη
γλώσσα. Δεύτερη σε μέγεθος πόλη ιστορικής
σημασίας, κάποτε με βιομηχανία, τώρα με
πλήθος άνεργους, κάποτε με ζωντανό
πανεπιστήμιο, τώρα βουβή.
Φθάσαμε
στο Βελιγράδι με το σούρουπο,
ίσα να προλάβουμε τη θέα
των διαμελισμένων κτιρίων. Σκοτάδι.
Ελάχιστα αυτοκίνητα στους χωρίς φανάρια
δρόμους. Σταματήσαμε έξω απ’ το σκοτεινό
ξενοδοχείο. «Δεν υπάρχει άλλο με
γεννήτρια;» ρωτούσαν κάποιοι θαρραλέοι.
«Ελάτε τώρα! Πέστε πως είναι απεργία
της ΔΕΗ!» Με τα κεριά στο χέρι, σαν σε
ανάσταση αφήσαμε στα δωμάτια τις βαλίτζες
και κατεβήκαμε για το μυστικό δείπνο
που μας είχαν ετοιμάσει οι οικοδεσπότες
μας. Μας ζήτησαν συγγνώμη γιατί το ΝΑΤΟ
είχε βομβαρδίσει πάλι το ηλεκτροπαραγωγικό
τους εργοστάσιο.
Αυτό
που δε σ’ αφήνει το πρώτο βράδυ μετά
δύσκολο ταξίδι να κοιμηθείς είναι η
αφύσικη σιωπή της πόλης που θαρρείς
αφουγκράζεται. Κανένας ήχος. Χωρίς το
βουητό των αυτοκινήτων ή των μηχανημάτων
της, χωρίς γαύγισμα σκύλου ή λάλημα
πετεινού. Η σιωπή σε κάνει ν’ αγρυπνάς.
Λες κι όλος ο κόσμος κρατά την αναπνοή
του. Απόψε τα παιδιά δεν θα σκιάζονται.
Ένα λαμπρό φεγγάρι αιωρείται νανουρίζοντας
τους εφιάλτες. Το ηλεκτρικό ήλθε κάποια
στιγμή τη νύχτα για να ξανακοπεί πριν
από τις 6,30 το πρωί που ακούσαμε τις
σειρήνες να ηχούν παρατεταμένα. Άπειροι
στη σημειολογία του πολέμου σπεύσαμε
να βγούμε, αλλά μας είπαν ότι αυτό δεν
ήταν παρά η λήξη του συναγερμού. Μετά
δυο περίπου ώρες οι σειρήνες ήχησαν
ξανά διακεκομμένα. «Αυτό είναι η έναρξη»
πλούτισαν τις εγκυκλοπαιδικές μας
γνώσεις, αλλά κανείς δεν έτρεξε στα
καταφύγια. Δεν είχε νόημα, αφού ο
συναγερμός ίσχυε 20 ώρες το 24ωρο. «Αυτοί
δεν κοιμούνται ποτέ. Δουλεύουν υπερωρίες.»
σχολίαζαν. Στα πάρκα κυκλοφορούσαν
άνθρωποι με στα σκυλάκια τους, τα μαγαζιά
γεμάτα κι ανοιχτά κι ο κόσμος απόλυτα
ψύχραιμος. Τα τρόλεϊ καθηλωμένα αλλά
τα λεωφορεία κυκλοφορούσαν κανονικά
καθώς και κάποια ΙΧ. -«Το δελτίο της
βενζίνης είναι 20 λίτρα το μήνα, αλλά
βρίσκεις στη μαύρη αγορά,» έλεγαν- Οι
πεζόδρομοι γύρω από την πλατεία
δημοκρατίας ασφυχτικά γεμάτοι, υπαίθριοι
μαγαζάτορες πουλούσαν κεριά και φακούς.
Δυσκολευτήκαμε να βρούμε τους γνωστούς
«στόχους». Τα σουβενίρ πάντα εξαντλούνται,
όσο οι πραγματικοί στόχοι πολλαπλασιάζονται.
Στο κτίριο της τηλεόρασης που θυμίζει
σκηνικό θεάτρου, φρέσκα λουλούδια. Στην
εκκλησιά κόσμος. Επιφοίτηση του Αγίου
Πνεύματος. Να τους φωτίσει ο θεός να
σταματήσουν. Δεν έχουν άλλον να ελπίζουν.
Εμείς ρωτούσαμε τι έγινε με τον
Τσερνομίντιν. Εκείνοι αδιαφορούσαν. Δε
θα σταματήσουν έλεγαν αν δεν εξαντλήσουν
τα’ αποθέματα των βομβών κι είχαν δίκιο.
Γαύγιζαν ότι θα ισοπεδώσουν τη χώρα αν
αρνηθούν το τελεσίγραφο. Όταν συμφώνησαν,
εξαπέλυσαν αγριότερο κύμα βομβαρδισμών.
Σκότωναν και μετά την υπογραφή της
συμφωνίας. Πότε ξανάγινε σε πόλεμο;
Είναι παράφρονες. Γιαυτό και δεν τους
εμπιστεύονται πια. Περίμενουν όπως στην
καταιγίδα. Κάποτε θα εξαντληθεί η ορμή
της. Είναι το τίμημα που πρέπει να
πληρώσει κι η νέα γενιά, έλεγαν. Αυτή
που έλπιζαν επιτέλους ειρηνική.
Το
απόγευμα επισκεφθήκαμε το Νόβισαντ.
Πανέμορφη πόλη πλάι στο ποτάμι με τις
τρεις γέφυρες τώρα γκρεμισμένες, έτσι
που ο ποταμός έπαψε νάναι πλωτός και τη
επικοινωνία ανάμεσα στις δυο όχθες να
γίνεται πια μόνο με σχεδίες,. Παιδιά
έκαναν μπάνιο στο ποτάμι και νέοι έπαιζαν
τένις στο οδόστρωμα της κατεστραμμένης
γέφυρας. Μας πήγαν και στο διαλυμένο
διυλιστήριο. «Χθες τέτοιαν ώρα το
βομβάρδισαν πάλι» είπαν. Μόλις φύγαμε
μάθαμε ότι το βομβάρδισαν ξανά.
Ο
ήχος των εκρήξεων δε μας τρομάζει στην
αρχή. Κάτι σαν πόρτα που έκλεισε ο αγέρας,
κάτι το ανεπαίσθητο για μας όπως η
ελαττωματική αλλαγή στις ταχύτητες του
πούλμαν που τους τρομάζει. Έπειτα
σειρήνες ασθενοφόρων. Άλλοτε πάλι κάτι
σα σεισμός κι έπειτα απαλός ο γδούπος.
Τίποτε κραυγαλέο. Κάτι σαν υπόσχεση
απειλής. Μπαμ, καπνός και το βουητό των
αεροπλάνων. Εκείνοι μετρούσαν τις
βόμβες. Πάλι τα ίδια χτύπησαν, σχολίαζαν.
Κοιτούσαν τον ουρανό. Από τα πυροτεχνήματα
των τροχιοδεικτικών έψαχναν να εντοπίσουν
το δράστη. «Τους γάλλους τους αναχαιτίζουμε,
δεν τους ρίχνουμε,» μας εμπιστεύονται.
«Ξέρουμε ότι αδειάζουν τις βόμβες τους
στο πουθενά.» Το ξέρουν; Θέλουν να
ελπίζουν ότι δεν είναι τόσο μόνοι; Πάνω
απ’ το 50% των γάλλων εξακολουθούσαν να
στηρίζουν τους βομβαρδισμούς μέχρι το
τέλος. Άκουγαν ραδιόφωνο. Εκεί τόσοι
νεκροί, λέγαν. Ρουλέτα θανάτου. Αυτή
είναι η μόνη γέφυρα που υπάρχει προς
Βοιβοντίνα. Αν είμαστε τυχεροί θα τη
βρούμε στη θέση της στην επιστροφή. Ο
οδηγός φουλάρει. «Γιατί τρέχει;
γκρινιάζουμε. Θα πάμε από τροχαίο αντί
από βόμβα.» «Πρέπει να τρέχει,» μας
εξηγούν. «Μειώνεται ο κίνδυνος» Σούρουπο
και το πρώτο αστέρι λάμπει στον ουρανό
καθώς περνάμε χωριά που φωτίζονται με
κεριά και λάμπες. «Είναι το αιργουοκς
που μας κατασκοπεύει» λένε οι σέρβοι,
στοχεύοντας με το δάκτυλο αυτό που για
μας θάταν ο Σείριος. Αυτά παθαίνουν τ’
αστέρια, όταν ο ουρανός αντί να ευλογεί
διαμελίζει τους ανθρώπους.
Το
διεθνές Συνέδριο για μας, τους μη
ειδικούς, ήταν απογοήτευση. Φαίνεται
ότι στο Διεθνές δίκαιο ισχύει ο νόμος
της ζούγκλας. Η Θέμιδα είναι πραγματικά
τυφλή στο δράμα των αδύναμων κι ανοιχτομάτα
στα συμφέροντα των ισχυρών. Είχαμε την
ευκαιρία να συναντηθούμε με τους
συναδέλφους μας γιατρούς και να γνωρίσουμε
τον καθηγητή της Χειρουργικής δρ Μιροσλαβ
Μιλίσεβιτς του οποίου το γράμμα από το
Βελιγράδι, που δημοσιεύτηκε στην
«Ελευθεροτυπία», τόσο συγκίνησε, και
στον οποίο δώσαμε το αντίτυπο της
εφημερίδας. Ανήκει στην αντιπολίτευση
αλλά ήταν κατά των βομβαρδισμών. Και
αυτός πίστευε ότι η Δημοκρατία ήταν από
τα πρώτα θύματα αυτής της παραφροσύνης.
Ο Μιλόσεβιτς και βέβαια πρέπει να πέσει.
Αλλά αυτό είναι εσωτερικό πρόβλημα της
Γιουγκοσλαβίας. Η κατάσταση στα νοσοκομεία
είναι τραγική. Μπαίνοντας μέσα πρέπει
ν’ αγοράσεις από ιδιωτικό φαρμακείο
μέχρι και το βαμβάκι και το οινόπνευμα.
Λέγεται ότι κύκλωμα διακίνησης φαρμάκων
που εισάγονται από χώρες όπως η Ινδονησία
ή η Ινδία, βρίσκεται στα χέρια των
αξιωματούχων του καθεστώτος που κυβερνά
σα μαφία τη χώρα. Οι σέρβοι είναι
ουσιαστικά όμηροι στα χέρια του
Μιλόσεβιτς, αλλά οι δυτικοί τους
αντιμετωπίζουν σαν εγκληματίες. Ο
Μιλόσεβιτς δημιούργησε το πρόβλημα στο
Κόσσοβο, είπαν άλλοι. Τον βόλευε να
ελέγχει με την αποχή των αλβανών τους
40 βουλευτές της περιοχής που εκλέγονταν
μόνο με τους ψήφους των σέρβων και να
εξασφαλίζει έτσι την εξουσία.
Επιστρέφοντας
ξαναπεράσαμε απ’ τη Νις. Την ώρα που
επισκεφθήκαμε την Πρυτανεία του
Πανεπιστημίου βομβάρδισαν για πολλοστή
φορά το καπνεργοστάσιο. Στρατιωτικός
στόχος; Ανήκει στην κόρη του Μιλόσεβιτς,
μαθαίνουμε. Βγήκαμε έξω αφελώς μεταφέροντας
την εμπειρία μας απ’ τους σεισμούς και
θαυμάζοντας τους καπνούς πάνω απ’ τα
ρημαγμένα κεραμίδια. «Γρήγορα μέσα»
είπαν. «Ρίχνουν βόμβες διασποράς. Οι
πεζοί σκοτώνονται περισσότερο». Μέχρι
να πιούμε ένα ποτήρι νερό να καταπιούμε
τη λαχτάρα, μας δήλωσαν ότι καλό θάταν
να βιαστούμε, αφού μια γέφυρα μόλις
βομβαρδίστηκε και θα είχαμε να διανύσουμε
άλλα 50 χιλιόμετρα κακού δρόμου μέχρι
τα βουλγαρικά σύνορα. Κανένα λάθος. Όλα
προσχεδιασμένα. Προσπαθούν ν’ αποκόψουν
κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. «Ότι
κι αν κάνουν εμείς θα ξαναρχόμαστε»
υποσχεθήκαμε. Τώρα που όλα τέλειωσαν,
οι σέρβοι υποφέρουν για μιαν ακόμη φορά
επειδή τους κυβερνά ο Μιλόσεβιτς. Στυγνός
εκβιασμός. Εκείνοι που καταστράφηκαν
περισσότερο απ’ αυτό το εξωφρενικό
«ανθρωπιστικό» πείραμα, μένουν ξανά
έξω από τα προγράμματα ανάπτυξης της
περιοχής. Γιατί τάχα έγιναν όλα αυτά;
Όχι φυσικά για τους κοσσοβάρους, όσο κι
αν έτσι θριαμβολογούν. Ούτε για το
Μιλόσεβιτς που βγήκε κερδισμένους απ’
αυτό τον όλεθρο. Φυσικά και το ήξεραν
οι μακελάρηδες. Μήπως δεν είχαν το
προηγούμενο στο Ιράκ; Τώρα εμμένουν στα
ίδια λάθη. Κανείς δε μιλά πια για την
οικολογική καταστροφή. Αυτά θα τα μάθουμε
όπως πάντα με καθυστέρηση κάποιας
δεκαετίας. Δεν είναι μόνο οι βόμβες
διασποράς και οι νάρκες που θα εξακολουθούν
να σκοτώνουν για πολλά χρόνια στο Κόσσοβο
και τη Γιουγκοσλαβία. Η ραδιενέργεια
και οι τοξικοί ρύποι ύπουλα θα διαβρώσουν
την υγεία των κατοίκων της περιοχής. Ο
πόλεμος δυστυχώς δεν τέλειωσε στα
Βαλκάνια. Και κανείς δεν ξέρει ποιος θα
είναι ο επόμενος στόχος των παρανοϊκών
(ευρωπαίων βασικά) που επί 78 μέρες
βομβάρδιζαν το φωταγωγό του σπιτιού
τους.
βλήματα Απεμπλουτισμένου Ουρανίου που χρησιμοποιήθηκαν από το ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία |
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 28-6-1999
* Η Μαρία
Αρβανίτη Σωτηροπούλου είναι γιατρός
συγγραφέας
Πρόεδρος
της «Πανελλήνιας
Ιατρικής Εταιρείας για την Προστασία
του περιβάλλοντος και κατά της Πυρηνικής
και Βιοχημικής απειλής»
(ελληνικός κλάδος της
IPPNW
καλημέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήαναρωτιέμαι γιατί το δημοσιεύσατε...
ΑπάντησηΔιαγραφήMaria Sotiropouou
1:58 μ.μ. (Πριν από 17 ώρες)
προς akrat
καλημέρα Αριστείδη
Από απογοήτευση.
Γιατί μου θυμίζει τα σημερινά στη Συρία. Με κάποιο πρόσχημα αρχίζουν τους βομβαρδισμούς και τίποτε δε φαίνεται ν' αλλάζει στον κόσμο. Δεν ξέρω πια τι άλλο ν α κάνω ή να πω.
Είχα πάει στη Συρία, και στην Αίγυπτο και στο Ιράκ και φυσικά τη Γιουγκοσλαβία πριν τις επιθέσεις... Κάθε χώρα που έχεις επισκεφθεί σε πονά πιο πολύ όταν τις βλέπεις να καταστρέφονται.
νάσαι πάντα καλά
Μαρία