Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι.
Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι. Κάποτε υπήρχε μια ευλογημένη εποχή, το καλοκαίρι. Προσδοκίες για ξεκούραση, κλειστά σχολειά, νωχελικός ρυθμός της μέρας. Πρωινή δροσιά, μεσημεριανή ανάπαυλα για υπνάκο μετά την ευωδιά του καρπουζιού και το χάδι στο σγουρόμαλλο βασιλικό, νύχτες που μοσκοβολούσαν μεθυστικά «κεράκι», γιασεμί και νυχτολούλουδο. Μέρες θάλασσας κι απογευματινού περίπατου, όπου η ευτυχία στοίχιζε χωνάκι παγωτό κι ένα σακουλάκι πασατέμπο. Μέρες ανελέητου φωτός κι εκστατικές νύχτες μ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι. Οι ψίθυροι στα μπαλκόνια πετάριζαν κι η ένταση της τηλεόρασης σημείο τριβής. Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι. Τώρα υπάρχει αιρκοντίσιον. Παντού και πάντα. Αναγκαία μόνωση, φύλακας άγγελος. Ακόμη και όταν ο καιρός είναι δροσερός, τα κομπρεσέρ τη μέρα και οι μηχανόβιες επιστροφές των μεθυσμένων νυχτόβιων αποκλείουν την ανοιχτή αγκαλιά των σπιτιών μας. Δεν είναι πια προνόμιο των οικονομικά εύρωστων. Ο πανικός του καύσωνα εξόπλισε κάθε φτωχικό νοικοκυριό, ειδικά αν έχει ηλικιωμένους ...