Η ρουφήχτρα της Πλάκας

Η  ρουφήχτρα της Πλάκας
Αφιερωμένο εξαιρετικά στην κόρη μου Νίκη που μου ζήτησε να καταγράψω τις σχετικές εξιστορήσεις της γιαγιάς της και μητέρας μου.

Η Παναγιά η Πλάκα βρίσκεται στα ριζά της διάσημης πια Καλντέρας της Σαντορίνης, αντικρίζει το ηφαίστειο και ήταν διάσημη από παλιά για τα θαυματουργά ιαματικά λουτρά της. Σε κάτι σκοτεινές γούρνες σύναζαν το καυτό νερό, που πήγαζε από τα έγκατα της γης και δίπλα σε σκοτεινά υπόσκαφα (για λόγους σεμνότητας των λουομένων) ήταν οι πέτρινες μπανιέρες, όπου σε ανάμειξη με θαλασσινό νερό μούλιαζαν για λόγους ιαματικούς όσοι έπασχαν από μια ετερόκλητη ποικιλία ασθενειών, συχνά χωρίς γνωμάτευση γιατρού και κάποιες φορές για προληπτικούς λόγους. Για να λειτουργήσει η θεραπευτική αγωγή υπήρχε αριθμός μπάνιων, που απαιτούσε θρησκευτική ευλάβεια και για να τηρηθεί οι ασθενείς έμεναν συνήθως οικογενειακά σε φτωχικά δωμάτια (κελιά) δίπλα στη θάλασσα, κάτω απ’ τη σκέπη της εκκλησιάς της Παναγιάς στην οποία προσέτρεχαν για την ίαση και την οποία αντάμειβαν, ανάβοντάς της τα καντήλια. 
η στέρνα των κελιών

τα κελια από την εκκλησία

τα κελιά με τη βεράντα τους
μπανιέρα

ο χώρος των λουτρών σήμερα

τα κελιά των λουομένων

η εκκλησιά από τα κελιά

κελί που επιβίωσε από την κατολίσθηση

τουαλέτα με ξηρό βόθρο με λεκάνη!!
Αν και η περιοχή είναι όλο βράχια, (σε αντίθεση με τη γειτονική περιοχή του Χριστού τ’ Αθέρμι, που εκτός από ιαματικά νερά, που μάλιστα πήγαζαν και μέσα στη θάλασσα διέθετε και αμμουδερή πλατιά παραλία) οι περισσότεροι λουόμενοι κουβαλούσαν και τα παιδιά ή τα εγγόνια τους.

 http://mariasot.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7341.html

Υπήρχε έντονος ανταγωνισμός των ιαματικών δυνατοτήτων Χριστού και Παναγιάς, (οι ξενοδοχειακές παροχές και των δυο ήταν τρισάθλιες) και το ιαματικό νερό συχνά αναγκαστικά ανέβαινε το δύσκολο χωματόδρομο σε βαρέλια με τα γαϊδούρια για τις ανάγκες των σοβαρά ασθενών. Το Μεγαλοχώρι, χτισμένο ακριβώς πάνω τους, μακρυά από τις αμμουδερές παραλίες της κάποτε Στρογγύλης νήσου, έπρεπε ν’ αρκείται στο Χριστό και την Πλάκα για τα καλοκαιρινά μπάνια των κατοίκων του. Η συγκοινωνιακή κάλυψη με την Περίσσα ήταν αραιή και σε συνθήκες σαρδελοποίησης, ενώ ο Χριστός κι η Πλάκα προσφέρονταν δωρεάν και σε πρώτη ζήτηση στους επιτήδειους πεζοπόρους, αρκεί να μην φυσούσε υπερβολικά και να μην έκανε μεγάλη ζέστη.
η αμμουδιά του Χριστού καθώς κατηφορίζουμε για την Πλάκα
Ο Χριστός αν και με ωραιότερη παραλία είχε έναν επικίνδυνο ολισθηρό δρόμο κι έτσι η Πλάκα ήταν πιο δημοφιλής. Τα παιδιά άλλωστε βαριούνταν τη μονοτονία της αμμουδιάς και τη εποχή που δεν υπήρχαν νεροτσουλήθρες, ξαπλώστρες και ομπρέλες, προτιμούσαν τα βράχια για να ψαρεύουν με το καλάμι ή να μαζεύουν καβούρια, κολιτσάνες και πεταλίδες, που τρώγονταν επιτόπου. Συνήθως η κάθοδος για το ομαδικό μπάνιο γινόταν μαζικά, από ένα πρώτο σχόλιο περί κατάλληλου καιρού και μεταδιδόταν στόμα με στόμα στα ριμίδια. Αμέσως οι νοικοκυρές ετοίμαζαν ντοματοκεφτέδες, ψωμοτύρι, ντοματάκια και κατσούνια φυσικά σαντορινιό κρασί και με γέλια κατηφόριζαν. Νερό σιγλούσαν από τη στέρνα της Παναγιάς ή των δωματίων των λουομένων, που με ευχαρίστηση δεχόντουσαν τους χωριανούς στην κοινόχρηστη αυλή πάνω από το κύμα, συχνά άναβαν φωτιά να ψήσουν ότι έφερνε η θάλασσα, και το τραγούδι ανθούσε τουλάχιστον μέχρι να βουτήξει και ο ήλιος στη θάλασσα πίσω από τον τρομαχτικό μα γνώριμο ίσκιο του ηφαιστείου.

Προσθήκη λεζάντας

η Ρουφήχτρα

Τα παιδιά έπαιζαν ανεμπόδιστα με τη θάλασσα. Έριχναν βουτιές από τα βράχια, έκαναν πατητές, μάθαιναν να κολυμπούν το ένα απ’ το άλλο μέσα από παιχνίδια ανταγωνισμών. Οι μεγάλοι και ειδικά οι γυναίκες ίσα που βουτούσαν κι έπειτα από την αυλή ανάμεσα σε κουτσομπολιά κι εξιστορήσεις προσπαθούσαν μάταια να συντονίσουν με παραινέσεις την παιδική θαλασσινή συναυλία, από φωνούλες έκπληξης, γέλια απόλαυσης και ουρλιαχτά καυγάδων.
Πουθενά δεν υπήρχε τόπος να κολυμπήσεις με ασφάλεια, ειδικά αν είχε έστω και ελάχιστο κύμα, αλλά εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δοξολογούσαν το θεό για ότι και όπως τους προσφέρονταν και η θερινή ανάπαυλα ήταν μια ακόμη ευλογία στη δύσκολη καθημερινότητα.
Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν επικίνδυνα ρίχνοντας βουτιές ή κάνοντας υποβρύχιες αναμετρήσεις πόσο βαθιά μπορούν να πιάσουν κάτι ή πόσο χρόνο μένει καθένας κάτω από το νερό, παντού στη βραχώδη ακτή εκτός από ένα συγκεκριμένο σημείο. Φαινόταν παράξενο, γιατί σε αυτό το σημείο τα βράχια ήταν πιο ομαλά και η θάλασσα έμπαινε ανάμεσα σε δυο γλώσσες στεριάς έτσι που έμοιαζε φυσική πισίνα. Όμως ακόμη και από τους μεγαλύτερους μόνο οι πολύ γενναίοι τολμούσαν να βουτήξουν εκεί, όπου όλοι έλεγαν ότι ήταν η Ρουφήχτρα.
Καθισμένοι στο πεζούλι καθώς η μέρα έσβηνε, ιστορούσαν γιαυτή τη ρουφήχτρα, που έμοιαζε με το τέρας του Λόχνες. Κανείς δε μπορούσε να την περιγράψει. Όλοι τη φοβόντουσαν αν και κανείς δεν την είχε δει. Μάταια τα παιδιά καιροφυλακτούσαν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κάτι να συμβεί που να δικαιώσει τον τρόμο. Η θάλασσα πότε νωχελικά λαμπύριζε και πότε αστραφτερά ξεσπούσε, αν και ποτέ σε κάτι το διαφορετικό από τα γειτονικά της βράχια.  Σε μιαν εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε καν εφημερίδες στο νησί η συλλογική μνήμη στόμα με στόμα διάσωζε τον τρόμο από την εξαφάνιση στη Ρουφήχτρα της όμορφης Αργυρούλας.
Ήταν στο Μεσοπόλεμο. Μέχρι τότε η περιοχή της Παναγιάς της Πλάκας ήταν διάσημη μόνο για την εμφάνιση στη συγκεκριμένη βραχώδη ακτή του θαυματουργού εικονίσματος της Παναγιάς της Κεράς, που αργότερα της έκτισαν τη μεγάλη εκκλησία στην πλατεία του χωριού. Αύγουστος και μια μεγάλη νεανική παρέα είχε κατηφορίσει, ν’ ανάψει τα καντήλια τη εκκλησιάς και να κολυμπήσουν βασικά οι άντρες και κάπου κρυφά οι τολμηρότερες γυναίκες. Η Αργυρούλα ήταν η μικρότερη από τις τρεις κόρη του μεγαλέμπορου του χωριού, δεκαεξάχρονη και όμορφη, σαν ζωγραφιά, όπως έλεγαν αργότερα όλοι οι θρύλοι. Δεν ήταν τολμηρή. Δεν είχε πάει να κολυμπήσει. Είχε μόλις λογοδοθεί , ο γαμπρός είχε πάει στην Αθήνα για τα ψώνια, γιατί ετοίμαζαν με χαρά τους αρραβώνες. Ίσα τα παπούτσια της έβγαλε δίπλα στη Ρουφήχτρα και απ’ την αυλή όλοι την έβλεπαν ίσα να βουτά τα πόδια της στο ήρεμο νερό. Δεν έγινε κάτι το ασυνήθιστο. Κουβέντιαζαν ψιλοτρώγοντας και πίνοντας, οι μεγάλοι και τα παιδιά μπαινόβγαιναν στη θάλασσα. Το πρώτο θέμα ήταν η αρρώστια του παιδιού της αδελφής της Αργυρούλας, που είχε κάτι κληρονομικό από μωρό, βάρυνε και μάλλον δε θα γλίτωνε. Ο ήλιος βάρυνε κι άρχισαν να μαζεύονται για την ανηφόρα. Και μόνο τότε παρατήρησαν την απουσία της Αργυρούλας από το βράχο της Ρουφήχτρας. Έβαλαν τις φωνές, μικροί μεγάλοι έτρεχαν στα γύρω βράχια. Μόνο σημάδι τα παπούτσια τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στο βράχο κραύγαζαν την απουσία της. Η νύχτα έπεφτε και κανείς δεν τολμούσε ν’ ανεβεί να φέρει τα κακά μαντάτα. Όλοι με λάμπες και κεριά συνέχισαν να ψάχνουν βράχο βράχο φωνάζοντας τ’ όνομα της και μόλις νύχτωσε για τα καλά, οι χωριανοί επάνω ανησύχησαν κατέβηκαν να δούνε τι συμβαίνει κι έμεινα κι εκείνοι στο κυνήγι της ελπίδας να βρούνε το κορίτσι ζωντανό ή έστω αποθαμένο.
Ξημέρωσε και συνέχισαν με βάρκες να ψάχνουν τις γειτονικές ακτές. Καθένας ιστορούσε τη δικη του εκδοχή για το μυστήριο. Πειρατές, λάμιες και φαντάσματα αναδύθηκαν από την λήθη μέχρι που μια εκατόχρονη γριά θυμήθηκε ότι στο συγκεκριμένα σημείο οι παλιοί μιλούσαν για τη Ρουφήχτρα, που ξαφνικά ανοίγει τη θάλασσα και ρουφά ότι είναι δίπλα της. Φταίει το ηφαίστειο, συμφώνησαν κάποιοι. Όχι, είπαν κάποιοι ναυτικοί. Ρουφήχτρες υπάρχουν παντού και άρχισαν να ιστορούν σημεία και τέρατα από τις θαλασσινές τους περιπέτειες. Γιατί όχι κι εδώ; Θάλασσα είναι αυτή. Ότι θέλει κάνει, όποιον θέλει παίρνει.
Όμως πώς να χωρέσει το μυαλό τέτοια ξαφνική εξαφάνιση; Πώς να δεχθείς την μοίρα σου όταν όλα τόσο εύκολα ανατρέπονται; Η πιο όμορφη, πιο προικισμένη πιο τυχερή, πιο ευλογημένη χάθηκε από προσώπου γης; Πώς να παρηγορήσεις τους γονιούς; Ποιος να το πει στο αρραβωνιάρη της; Σε όλο το χωριό ξέσπασε θρήνος. Εύκολα έκανε καθένας δικό του τούτο τον καημό κι η Αργυρούλα στοίχειωσε τις μνήμες του τόπου. Το ίδιο βράδυ πέθανε και το άρρωστο παιδί της αδελφής της. Όμως εκείνο όλοι το περίμεναν. Ήταν ακόμη η εποχή που ήταν φυσιολογικό τα μισά παιδιά να τα παίρνει ο θεός προτού προλάβουν να μεγαλώσουν και για κάποιες αρρώστιες ο θάνατος ήταν λύτρωση ειδικά για μια πολύτεκνη φτωχή φαμελιά. Και τούτο το μωρό στιγματισμένο από γεννησιμιού του δε βάραινε όσο η όμορφη Αργυρούλα, που ήταν το διαμάντι του στέμματος της οικογένειας.
Ποτέ δε βρέθηκε η Αργυρούλα. Έγινε παραμύθι, που πέρασε από γιαγιά σε εγγονή μέχρι τις μέρες μου. Η απουσία της στιγμάτισε την Πλάκα με τη γοητεία του κινδύνου. Κάθε κύμα την τραγουδούσε στους παραθεριστές, που μετρούσαν τις μέρες της λουτροθεραπείας στο φως της λάμπας ξεκουκίζοντας αλλοτινές ιστορίες.
Μέχρι που ο τουρισμός σάρωσε το νησί με πυροτεχνήματα πολυτέλειας κι η Πλάκα κι ο Χριστός εγκαταλείφθηκαν. Οι μνήμες διαλύθηκαν σαν την Ανεδοσιά στον άνεμο. Ένας πάσσαλος στην κορφή του βράχου ιστορεί ότι κάποιες βάρκες ίσως τώρα προσεγγίζουν στο σημείο της Ρουφήχτρας. Το Ηφαίστειο χαμογελά με την τροπή των πραγμάτων. Οι κοπελιές στις τοιχογραφίες του Ακρωτηριού είχαν εξαφανιστεί σαν την Αργυρούλα και κάποτε ξαναζωντάνεψαν. Οι άνθρωποι πολύ στα σοβαρά παίρνουν τη ζωή και το θάνατο. Στη Σαντορίνη ο χρόνος ανακυκλώνεται, όπως η λάβα. Κάθε στιγμή κρατά αιώνια και η αιωνιότητα είναι στιγμή στην απεραντοσύνη του κόσμου, που σα Ρουφήχτρα μας εξαφανίζει.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

  1. Takis Kourtis Πολύ όμορφη περιγραφή. Ιστορική και διδακτική.
    Μου αρέσει!Δείτε περισσότερες αντιδράσεις · Απάντηση · 1 · 8 ώρες

    Vangelis Paravas Υπέροχος και ταξιδιάρικος ο θρύλος της Αργυρούλας. Αν και το μονοπάτι για το Χριστό δεν είναι τόσο κακό. Τουναντίον, και ένα δικό μου post για το Χριστό στ' αθέρμι με μερικές φθινοπωρινές φωτογραφίες. :)
    http://blog.paravas.net/post/132595292760/awalkonthebeach

    Is this Photography (?) - A walk on the (hidden) beach (of Santorini). By...
    “A walk on the (hidden) beach (of Santorini). ” By reaching…
    BLOG.PARAVAS.NET

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ένα όμορφο οδοιπορικό στην όμορφη παλια Σαντορίνη μας .σαν να ακούω τον μπαμπά μου να λέει σχεδόν τα ίδια για τα Αρμυρα μια παραλία και αυτή με όμορφα γεγονότα της θερινής ανάπαυλας ντόπιων και Αθηναίων που κατέβαιναν από την Αθήνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι αφήγηση!!!Παρά την διαφορά του ύφους,θες η γλαφυρή περιγραφή,θες η εκπληκτική εναλλαγή των ρεαλιστικών και λυρικών στοιχείων,θες οι γοητευτικές νησιώτικες εικόνες...μου θύμισες Παπαδιαμάντη!Ομορφιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης