Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι.


Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι.

Κάποτε υπήρχε μια ευλογημένη εποχή, το καλοκαίρι. Προσδοκίες για ξεκούραση, κλειστά σχολειά, νωχελικός ρυθμός της μέρας. Πρωινή δροσιά, μεσημεριανή ανάπαυλα για υπνάκο μετά την ευωδιά του καρπουζιού και το χάδι στο σγουρόμαλλο βασιλικό, νύχτες που μοσκοβολούσαν μεθυστικά «κεράκι», γιασεμί και νυχτολούλουδο. Μέρες θάλασσας κι απογευματινού περίπατου, όπου η ευτυχία στοίχιζε χωνάκι παγωτό κι ένα σακουλάκι πασατέμπο. Μέρες ανελέητου φωτός κι εκστατικές νύχτες μ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι. Οι ψίθυροι στα μπαλκόνια πετάριζαν κι η ένταση της τηλεόρασης σημείο τριβής.
Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι. Τώρα υπάρχει αιρκοντίσιον. Παντού και πάντα. Αναγκαία μόνωση, φύλακας άγγελος. Ακόμη και όταν ο καιρός είναι δροσερός, τα κομπρεσέρ τη μέρα και οι μηχανόβιες επιστροφές των μεθυσμένων νυχτόβιων αποκλείουν την ανοιχτή αγκαλιά των σπιτιών μας. Δεν είναι πια προνόμιο των οικονομικά εύρωστων. Ο πανικός του καύσωνα εξόπλισε κάθε φτωχικό νοικοκυριό, ειδικά αν έχει ηλικιωμένους ενοίκους, με το βουητό που πολλαπλασιάζεται στα στενά που αντηχούν σαν εργοστάσια. Οι επιδρομές των ληστών εκτός από τις σιδεριές στα παράθυρα έκανε ενστικτώδες το άναμμα του αιρκοντίσιον. Ας μας τα παίρνει η ΔΕΗ. Ληστεύει αλλά δε δολοφονεί. Κάποια μπαλκόνια με αυτοποτιζόμενα συστήματα επιμένουν να συντηρούν γλάστρες αντί για τέντες. Ποτέ πια δεν  ανοίγουν οι μπακλονόπορτες, ούτε κι ακούς τα κουτσομπολιά της γειτονιάς να φτερουγίζουν τα βράδια.  Μετράμε τις μέρες μέχρι την άδεια. Δραπέτες μιας πόλης που είναι ζηλευτή για το κλίμα της. Κι αυτό το ξέρουν όσοι διαθέτουν την πολυτέλεια έστω παράνομου εξοχικού στα προάστια. Εκεί το καλοκαίρι επιμένει να είναι απόλαυση, ακόμη κι αν η θάλασσα παρ’ ότι γράφουν οι εφημερίδες δε δείχνει άσπιλη αγνότητα, ειδικά όταν η άπνοια μετατρέπει τις ακτές σε επιπλέοντες σκουπιδότοπους. Ας είναι κι έτσι. Μόνο πως αν και οι λεωφόροι πλάτυναν, οι γέφυρες υπονομεύονται. Μαρτύριο το πηγαινέλα, άγχος η επιστροφή της Κυριακής, ναρκοπέδια οι λεωφόροι, σαλταρισμένα λιμάνια από αλλόφρονες δραπέτες μιας πόλης που μοιάζει φυλακή που μόνοι μας χτίζουμε.

Κάποτε υπήρχε καλοκαίρι. Τώρα υπάρχει αιρκοντίσιον. Και το χειρότερο. Μ’ αυτό ταυτίζουμε την αλλαγή των εποχών. Χωρίς αυτό είμαστε σαλιγκάρια δίχως κέλυφος. Φοβόμαστε πια την ιδρωμένη παλάμη του συνανθρώπου, σιχαινόμαστε την απόπνοια που δε θυμίζει αποσμητικό. Κλεινόμαστε όλο και πιο σφιχτά στο κέλυφός μας. Υβρίδια ανθρώπων ζούμε μόνο στα μπαράκια των νησιών, τουρίστες στον τόπο μας. Κι όμως κάθε πρωί και κάθε βράδυ, παρά τη ρύπανση ο ήλιος εξακολουθεί και δίνει στην Αττική τη λαμπρότερη παράσταση κι αυτό το καλοκαίρι. Μόνο που κανείς δεν στρέφει το βλέμμα στη σκηνή του ουρανού. Βλέπεις δε γράφεται στις κοσμικές στήλες των «καλλιτεχνικών» δρώμενων.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Ageliki Maniadaki Μαρία μου!!!Με γέμισες νοσταλγία μέχρι δακρύων...
    Μου αρέσει! · Απάντηση · 1 · 3 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Pandelis Flaounas Καταπληκτικη περιγραφη, μας φρεσκαρες τη μνημη ,αλλα μελαγχολισαμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Απο το μυαλο μου τα πηρες. Μονο που τα λες πολυ καλυτερα. Οπως παντα. Δικαια ησουν το αστερι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης