Από το σεισμό του 1956 μέχρι τα «σμήνη» σήμερα

 


 Ήμουν 4,5 ετών όταν συνέβη ο καταστροφικός σεισμός της Σαντορίνης το 1956 κι έτσι μετά από τόσα χρόνια κι απανωτές εξιστορήσεις δεν είναι πια βέβαιο πόσα ανήκουν στις δικές μου αναμνήσεις και πόσα στα ακούσματα που όλοι οι Σαντορινιοί είχαν να πουν για το τρομαχτικότερο γεγονός της ζωής τους.

Θυμάμαι έντονα τις εικόνες από το πανέμορφο αρχοντικό κάτω από τον εικονιζόμενο Γουλά των Φηρών από το οποίο νοικιάζαμε μόνο κάποια δωμάτια, ουσιαστικά τη γωνία προς την Καλντέρα, την τεράστια βεράντα από την οποία σώζονται οι οικογενειακές μας φωτογραφίες, την κουζίνα με το «φανάρι» όπου κάποτε είχε πλημμυρίσει με σαλιγκάρια, όταν η κοπέλα που είχαμε είχε ξεχάσει αποβραδύς να κλείσει καλά το καπάκι της κατσαρόλας, τους ήχους των πουλερικών από τις κάναβες από κάτω που η μαμά μου πειραματιζόταν στην εκτροφή πουλερικών, την βαριά εξώπορτα με το πλατύ επιστέγασμα που οδηγούσε σ’ ένα κατηφορικό στενό που έβγαζε κατ’ ευθείαν στο Πετράκειο Γυμνάσιο όπου οι γονείς μου εργαζόντουσαν σαν φιλόλογοι καθηγητές και που εγώ συχνά πήγαινα -μου είχαν μάλιστα ράψει και την κοριτσίστικη γυμνασιακή στολή, όπως τεκμαίρεται από φωτογραφίες . 


Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια έχουν ακόμη γεύση Παραδείσου. Εκείνη την εποχή ελάχιστες γυναίκες εργαζόντουσαν και ήταν φυσικό να μην υπάρχουν παιδικοί σταθμοί. Αρχικά η κοπέλα που είχαμε στο σπίτι επιτηρούσε εμένα και τη μικρότερη αδελφή μου στο σπίτι μέχρι που σκαρφαλώνοντας από το παράθυρο στην κρεβατοκάμαρη σκαρφάλωσα στο κρεβάτι κι έπιασα από το εικονοστάσι που χρησίμευα και σαν φαρμακείο ένα γυάλινο φιαλίδιο (όπως ήταν όλα τότε) το έσπασα με μια πέτρα (τότε εύκολα βρίσκαμε παντού) και κατάπια τις περιεχόμενες «καραμέλες». Έντρομοι κατέφθασαν οι γονείς μου ακούγοντας από το σχολείο τις φωνές τις κοπέλας και στην ερώτηση, αν έφαγα όλο το περιεχόμενο του φιαλιδίου απάντησα με περηφάνεια ότι «όχι, έδωσα και στην αδελφούλα μου»!!!! Παιδίατρος φυσικά δεν υπήρχε στο νησί κι έτσι τηλεφώνησαν στο θείο Βικτορα Ακύλα στην Αθήνα, ο οποίος είπε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας (το φάρμακο ήταν κατά της ευκοιλιότητας).

Μετά από αυτό το γεγονός αναγκάστηκαν να με στείλουν αρχικά στο μοναστήρι των Δομινικανων, που δίδασκαν γαλλικά, αλλά μετά τα κακόβουλα σχόλια κάποιων ότι ο Αρβανίτης που ψέλνει και βγάζει λόγους στην εκκλησία στέλνει το παιδί του στις καθολικές, πέρασα κάποιο καλοκαιρινό διάστημα παίζοντας κυνηγητό με τις καλόγριες στην αυλή του ορθόδοξου μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, απ’ όπου θυμάμαι έντονα την όμορφη αυλή και ένα στρογγυλό κλειστό αντικείμενο, σαν έπιπλο στην είσοδο, όπου έβαζαν πράγματα απ’ έξω και γυρνώντας άνοιγε μέσα, για να μην έρχονται σε επαφή οι αδελφές με τον έξω κόσμο. 
Τελικά επειδή στο μεταξύ είχα μάθει μόνη μου να διαβάζω, η αείμνηστη Μαίρη Κορωνιού πρότεινε στη μητέρα μου να με πάρει στην Α Δημοτικού, όπου εκείνη ήταν η δασκάλα. Θυμάμαι έντονα ότι είχα διδαχθεί ανάγνωση στο Δημοτικό από δύο διαφορετικά Αναγνωστικά βιβλία, είχα σάκα και αριθμητήριο και ότι για να γράφουμε αντί για τετράδια χρησιμοποιούσαμε πλάκα και κοντύλι. 

Εκείνο το καλοκαίρι του 1956 μου είπαν ότι είχα πάει για λίγο στην Αθήνα κι επέστρεψα με το βαπόρι στις 8 Ιουλίου. Έκανε -λένε όλοι- υπερβολική ζέστη εκείνη την ημέρα, γιαυτό -ακόμη και σήμερα- οι παλιοί Σαντορινιοί θεωρούν τον καύσωνα προοίμιο σεισμού. 

Ο πατέρας μου ιστορούσε ότι με τον πρώτο σεισμό (7,7 Ρίχτερ) η μαμά μου φώναξε «Σεισμός» κι έτρεξε με τη νυχτικιά προς στην έξοδο. Εκείνος λόγω της ζέστης είχε κοιμηθεί μόνο με το σώβρακο και βούτηξε τα δυο παιδιά δεξιόζερβα και προσπάθησε να τρέξει προς την έξοδο, όμως τον έπιασε ο δεύτερος μεγάλος σεισμός (7,2 Ρίχτερ), που γκρέμισε πίσω του την γωνία την κρεβατοκάμαρης πάνω από το συζυγικό κρεβάτι και ενώ οι πόρτες ανοιγόκλειναν έπρεπε να περάσει το σαλόνι και την κουζίνα για να βγει στην άκρη της βεράντας προς τα γκρεμνά της Καλντέρας να περάσει απ’ έξω όλη την τεράστια οικοδομή για φθάσει από την κούφια πάντα βεράντα στο σταθερό έδαφος. Στις μετέπειτα πάντα παραστατικές διηγήσεις του σεισμού, περνούσε από το αιφνίδιο ξύπνημα στους φοβερούς ήχους της θάλασσας που ανέβαινε στα γκρεμνά να μας καταπιεί κι έπειτα το μετέτρεπε σε μακάβρια κωμωδία, καθώς έλεγε ότι κρατώντας μας και τρέχοντας προς την έξοδο, το σώβρακο έπεσε μπλέκοντας στα πόδια του κι έπρεπε να πηδάει μέχρι να το ξεφορτωθεί, έτσι που βγήκε στο στενό εν αδαμιαία περιβολή. 

Αυτό που εγώ θυμάμαι είναι την βαριά εξώπορτα σωριασμένη σε ερείπια, που έπρεπε να ξεπεράσουμε ξυπόλυτοι, φωνές «Πέφτει κι αυτό» «Φύγετε από κει» κουρνιαχτό και τρόμο καθώς για να βγούμε στο πλάτωμα έπρεπε να περάσουμε από ένα στενό βαθύ ριμίδι σκαμμένο στο χώμα. Ακόμη θυμάμαι τον τρόμο όλων, που έπρεπε να μπουν στα ερείπια για να πάρουν τα στοιχειώδη ρούχα και παπούτσια με τη γη να τρέμει.


Θυμάμαι ακόμη ότι καταλήξαμε σε ένα καφενείο, που είχε χτιστεί πρόσφατα με τσιμέντο και την επόμενη νύχτα η αδελφή μου κι εγώ κοιμηθήκαμε πάνω σε ένα τσουβάλι με άχυρο από αυτά, που πετούσαν για βοήθεια στο νησί με ελικόπτερα και το οποίο οι γονείς μου τοποθέτησαν για ασφάλεια κάτω από το τραπεζάκι του καφενείου έξω από το κτίριο.

Αργότερα άκουσα για τη θάλασσα που βγήκε στη στεριά και τη βουή από το ανέβασμά της στην Καλντέρα. Αργότερα έμαθα τις διηγήσεις θανάτων κάποιων μάλιστα στενά συγγενών η σύζυγος του δικηγόρου Καμπίτση -ξαδέλφου του πατέρα μου- στον Πύργο και πολλών άλλων. Θυμάμαι όμως ζωντανά την ηγουμένη του Μοναστηριού να λέει για κάποιους τάφους, που κατρακύλησαν στα γκρεμνά και κατέληγε ότι «Προσευχόμεθα να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό, πριν έλθει και η δική μας ώρα.»

Μιας και ήταν καλοκαιρινές διακοπές, ταξιδέψαμε με τα πλοία που ήλθαν στην Περίσσα στην Αθήνα, όπου μας φιλοξένησαν συγγενείς και επιστρέψαμε στη Σαντορίνη για τη νέα σχολική χρονιά. Ακόμη και στην Αθήνα ετοιμάζαμε τα ρούχα και τα παπούτσια μας δίπλα στην πόρτα. 

Επιστρέψαμε τον Αύγουστο σε μια Σαντορίνη διαφορετική. Επειδή τα Φηρά είχαν πάθει πολλές καταστροφές η πρωτεύουσα με όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και το Γυμνάσιο μεταφέρθηκαν στη Μεσσαριά. Νοικιάσαμε υπόσκαφο, επειδή είχαμε δει -στην Οία ειδικά- ολόκληρες γειτονιές να χύνονται στα γκρεμνά και να μένουν μόνο οι τρύπες από τα υπόσκαφα. Φυσικά κι εδώ τα ρούχα και τα παπούτσια ήταν  κάθε νύχτα δίπλα στην πόρτα.

Το νησί ήταν γεμάτο φαντάρους με μπουλντόζες που χάραζαν την άσφαλτο. Αυτά τα σημάδια όπου τα συναντούσα για πολλά χρόνια με τρομοκρατούσαν.  Οι στρατιωτικοί μηχανικοί έκριναν ποια οικήματα έπρεπε να καταδαφιστούν και ποια όχι και ο στρατός, (η Μ.Ο.Μ.Α) έχτισε τα τερατώδη τσιμεντένια βαρελάκια (υποτίθεται βάσει των παραδοσιακών θόλων) στο νεόδμητο οικισμό στο Καμάρι για να στεγαστούν οι λιγότερο εύποροι κάτοικοι της Μέσα Γωνιάς που είχε σχεδόν αφανιστεί. Σε δημοσίους υπαλλήλους δόθηκαν στεγαστικά δάνεια. Με το ίδιο ποσόν μπορούσε κάποιος ν’ αγοράσει αρχοντικό στο φρύδι της Καλντέρας που το πουλούσαν όσο κι όσο μαζί με όλα τα υπέροχα έπιπλα και είδη πολυτελείας, που είχαν καταπλακωθεί. Ο πατέρας μου έλεγε ότι θα μπορούσαμε τότε ν’ αγοράσουμε το ερείπιο του σπιτιού που νοικιάζαμε (σήμερα στεγάζεται το Ίδρυμα Νομικού), αλλά προτιμήσαμε να χτίσουμε αντισεισμική κατασκευή στη σιγουριά της ενδοχώρας απέναντι από το σημερινό Δημαρχείο.
Στη Μεσαριά παρακολούθησα τα μαθήματα της Β Δημοτικού με δάσκαλο τον αείμνηστο Πασαρή. Τελειώνοντας το έτος, επειδή δεν ήμουν στη σωστή ηλικία δεν είχα πάρει κατά τη σχετική τελετή το Ενδεικτικό της Α Δημοτικού, που συνοδευόταν με οδοντόβουρτσα και οδοντόπαστα, αντικείμενα, που πολύ ζήλευα. Ήταν πια βράδυ και καθόμουν στο πεζουλάκι του υπόσκαφου θλιμμένη όταν ο ενθουσιασμένος πατέρας μου έτρεξε και με αγκάλιασε «Μπράβο Μαρία. Πήρες το ενδεικτικό σου!». Θυμάμαι τη σκηνή περισσότερο για την απογοήτευση του ότι δεν πήρα οδοντόβουρτσα παρά για τ’ ότι πήρα το ενδεικτικό που έτσι κι αλλιώς δεν έπαιρνα επί τουλάχιστον 3 χρόνια προηγούμενης σχολικής θητείας. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι χάρη στον ευεργέτη μου δάσκαλο Πασαρή, που πλαστογράφησε το πιστοποιητικό γέννησής μου συνέχισα να παρακολουθώ απρόσκοπτα τα μαθήματα καθ’ όλο το Δημοτικό Σχολείο. Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο γιαυτό και πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο απαιτείτο η προσκόμιση νέου Πιστοποιητικού Γέννησης, στο οποίο φαινόταν η πραγματική ηλικία κάθε μαθητή και το Υπουργείο Παιδείας έβγαζε κάθε χρόνο εγκύκλιο αν επιτρέπει σε μικρότερα παιδιά να δώσουν τις εξετάσεις. Την προηγούμενη χρονιά το Υπουργείο έβγαλε αρνητική εγκύκλιο κι έτσι πανέξυπνα παιδιά όπως η αείμνηστη Μαριέτα Γιαννάκου αναγκάσθηκαν να μείνουν ουσιαστικά στην ίδια ΣΤ δημοτικού τάξη για την ξεροκεφαλιά του Υπουργείου. Ευτυχώς για το σχολικό έτος γεννηθέντων 1950 ο υπουργικός χρησμός ήταν ευνοϊκός για τα μικρότερα όπως εγώ και κάποια άλλα παιδιά κι έτσι έδωσα εισακτήριες εξετάσεις και μπήκα μάλιστα πρώτη στο Γυμνάσιο.
Από τη Μεσσαριά θυμάμαι ακόμη ότι τις Κυριακές μάλωναν οι μεγάλοι τα παιδιά, που χτυπούσαν δυνατά τις καμπανες στον άγιο Δημήτριο γιατί σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχών ήταν επικίνδυνο να γκρεμιστεί το καμπαναριό.
Η ζωή παρέμενε γλυκιά καιαξέχαστε μου μένουν οι εκδρομές του Γυμνασίου με τα λιγοστά τότε λεωφορεία στην Περισα και τα παιχνίδια στην ευρύχωρη αυλή του όμορφου Σύγγρειου δημοτικού σχολείου και στα σπίτια φιλενάδων μου.
Θυμάμαι ακόμη ένα τρομαχτικό γεγονός, όταν κατεβαίνοντας με το λεωφορείο από τα Φηρά σταματήσαμε, επειδή στις στροφές είχε γίνει τροχαίο στο οποίο εμπλεκόταν στρατιωτικό όχημα και ο οδηγός φαντάρος είχε ξαπλώσει στην άσφαλτο ικετεύοντας να τον σκοτώσουν!!!

Επί σχεδόν 70 χρόνια έζησα την οβιδιακή μεταμόρφωση της Σαντορίνης από ονειρικό τόπο ανέχειας κι ευλάβειας, μαγείας και κατάνυξης, γονιμότητας και καταστροφών, διαχρονικού πολιτισμού και εξορίας σε διεθνές τουριστικό προιόν δήθεν Παραδείσου.  
Ο πατέρας μου κι η θεία Παπαδιά (Κατίνα Βαρβαρήγου, του παπα Παναγιωτάκη) ιστορούσαν για τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου στα 1925 και η οποία ένωσε τα δυο νησιά που τότε υπήρχαν στην Νέα καμμένη σε ένα αυτό που υπάρχει σήμερα, σα να ήταν το πλέον αξιοθαύμαστο συμβάν της ζωής τους. Οι σεισμοί ήταν πολλοί αλλά ήπιοι, τη νύχτα έβγαιναν στο αμπέλι της Αγια Μαρίνας στην Καλντέρα καθόντουσαν στο βράχο που μας κάθιζε μετά και ο πατέρας μου και θαύμαζαν τα χρώματα και την ποικιλία των εκρήξεων που έμοιαζαν με πυροτεχνήματα. Το πιο δυσάρεστο για τις γυναίκες ήταν ότι δε μπορούσαν να απλώσουν τα ρούχα γιατί έβρεχε στάχτη. 
Οι ίδιοι άνθρωποι είχαν τρομοκρατηθεί με το σεισμό του 1956, που ήλθε ξαφνικά και κατέστρεψε όλο το νησί θάβοντας ζωντανούς ανθρώπους. Στα νεκροταφεία της Σαντορίνης οι νεκροί δεν θάβονται με χώμα, αλλά σε καθαρούς στεγνούς τάφους αφήνοντας τα σώματα στην αγκαλιά της γονιμοποιού θαλασσινής υγρασίας. Το χώμα στη Σαντορίνη είναι ιερότερο από το λιγοστό νερό που παλιά μόνο σε στέρνες μαζεύαμε, γιατί το χώμα είναι γόνιμο δώρο του ηφαιστείου.
Για τους σύγχρονους μου σαντορινιούς, ακόμη και μετά την αποκάλυψη του θαυμαστού κόσμου που θάφτηκε στο Ακρωτήρι, απειλή δεν ήταν το ηφαίστειο, αλλά ο σεισμός, ενώ η μεγάλη καταστροφή του 1650 από το Κολούμπο γνωστή ιστορικά σαν «ο καιρός του Μεγάλου Κακού» είχε διαγραφεί από την συλλογική μνήμη.
 Τα «σμήνη του σεισμού» φαίνεται ότι μπερδεύουν ακόμη και τους ειδικούς για την ποιότητα και την επικινδυνότητα του φαινομένου. Λένε ότι είναι τεκτονικός αλλά βάζουν νέους σεισμογράφους στο Κολούμπο, ενώ παραδέχονται ότι για λόγους προστασίας της οικονομίας απέκρυψαν την επικινδυνότητα των φαινομένων το 2011. Έχτιζαν ανενδοίαστα πισίνες στο φρύδι της Καλντέρας, αν και όλοι ήξεραν την επικινδυνότητα από τη μετακίνηση του νερού ακόμη και στο μικρότερο κυματισμό του εδάφους. Τώρα έκλεισαν το δρόμο προς το επικίνδυνο είπαν Μεροβίγλι, απέναντι από το Σκάρο που κάποτε στέγαζε μια καστροπολιτεία. 
Φαίνεται ότι έρχονται ξανά δύσκολες μέρες για τους κατοίκους αυτού του μοναδικού νησιού. Μακάρι το φαινόμενο να εξελιχθεί με το πιο ανώδυνο σενάριο που σκέπτονται οι ειδικοί.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Σαντορίνη θα επιβιώσει ξανά και θα ξαναγεννιέται όμορφη, όσο υπάρχουν άνθρωποι. 


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Άυλη πολιτιστική κληρονομιά και τα θρησκευτικά μας έθιμα

Μνήμες της αγαπημένης μας Μαίρης