Τίποτε δεν καταλαβαίνουν
Τίποτε δεν καταλαβαίνουν Τριγύρω περήφανα βουνά. Το σπίτι λιθόκτιστο με το τζάκι να καπνίζει. Αλυχτήματα σκύλων, βελάσματα και κουδούνια προβάτων, παράκαιροι λαλήματα πετεινών. Ορεινό χωριό. Κάτοικοι δύο. Ένα ζευγάρι διασωθέντων πρωτοπλάστων. Υπέργηρων. Χωρίς ελπίδα πολλαπλασιασμού, όπως ο Λωτ. Εκτός αν όπως ο Δευκαλίων και η Πύρρα αναδημιουργήσουν τη γη από τις γύρω άφθονες πέτρες. Δαιμόνια ρεπόρτερ καλύπτει τηλεοπτικά τους βουνίσιους Ροβινσώνες. «Γιατί μένετε;» ρωτά με την άγνοια της νιότης. Τι σας αρέσει εδώ;» «Όλα» απαντά ο γέρος αγκαλιάζοντας με μια κίνηση την πλάση. Εκείνη κοιτώντας δύσπιστα τη βλοσυρή ζωντάνια των ουρανών, με φόβο τα σύννεφα που τρέχουν να συγκεντρωθούν σε τάγματα κάτω απ’ τις προσταγές των μακρινών αστραπόβροντων, με καχυποψία τους ψίθυρους των δέντρων που ανασύρουν μύθους κακών λύκων «Έχετε μπει ποτέ σε ασανσέρ;» ρωτά πιστεύοντας ότι αυτό είναι το προκλητικότερο δείγμα πολιτισμού της πόλης. «Α παπα» απαντά ...