Το Φως του κόσμου (μυθιστόρημα)
Το φως του κόσμου
αφιερωμένο
Στον ήλιο της ζωής μου, το Σωτήρη.
Σε όσους πυρπολούνται για να φωτίσουν τον κόσμο
Ο παπάς αρμένιζε κατηφορίζοντας το βουνό, κουρσάρικο μ' ολοφούσκωτα πανιά. Βίτσιζ' ο αγέρας το σκελετωμένο του σκαρί, τα μάτια πονεμένα απ' τα χώματα η τις αγρυπνίες, τα πόδια λαφριά σαν του αρχάγγελου.
Ο ήλιος κεραυνοβολούσε το λερό του καμηλαύχι, έσκαβε πιο βαθειά τις ρυτίδες στο αγριωπό του πρόσωπο, που ανάμεσα απ' τα γένια φύτρωνε το βλέμμα του προφήτη.
Ξωπίσω του, βαρειά, κατρακυλώντας μάλλον, κατηφόριζε ο Παρθένιος, ένας Σάντσο Πάντσα με ράσα, ολοίδρωτος και μοσκοβολιστός σαν το κρασί ή το καλοψημένο το ψωμί για τη μετάληψη, κατακκόκινος, αθώος στ' ανομήματά του, σαν τον Ιωσήφ γυμνό στους δρόμους της Αιγύπτου.
- Φτάνουμε, άγιε ηγούμενε; ρωτούσε αγκομαχώντας.
- Ακόμη λίγο, τ' απαντούσε σιγανά. Ακόμη λίγο.
Η φωνή του να κυματίζει στον αγέρα, ταπεινή και τρεμουλιάρα, τραγουδιστή φωνή, γονατισμένη απ' τις ολονυχτίες, φωνή σπασμένη απ' τις προσευχές, φωνή σφιχτοδεμένη απ' τις αγρύπνιες.
- Ωρα που τη βρήκαν να μας φωνάξουν!! μουρμούραγ' ολοένα ο Παρθένιος. Λες και χαθήκαν οι παπάδες!! Μήτε σκυλί στον δρόμο... Με τέτοια ζέστη!!
Το δισάκι του στον ώμο κουδούνιζε σε κάθε βήμα απ' το θυμιατό κι εκείνος με μια κίνηση όλο το ισοζύγιζε, σαν ξέφευγε, με τα δόντια συγκρατώντας κάποια βλαστήμια, που ανέβαινε στα χείλη του.
- Αγριανθρώποι...
Στην αυλή του ετοιμόρροπου σπιτιού, οι μαύρες γυαλιστερές πέτρες έκαναν μωσαϊκό. Ανάμεσά τους δειλά ξεπρόβαλλε κάποιο διψασμένο αγριόχορτο.
- Ελάτε, ελάτε. Την ευχή σας... σταυροκοπήθηκαν πεντέξι νομάτοι στην πόρτα και με σέβας κύκλωσαν τον παπά να του φιλήσουν το χέρι.
Μετά τη λάμψη του μεσημεριού, ο γούμενος τυφλώθηκε μπαίνοντας στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ψηλοτάβανο, με μικρά παράθυρα στην αυλή και μια στενή πόρτα, σούδινε την εντύπωση μυκηναϊκού τάφου. Μύριζε μούχλα κι υγρασία. Το πάτωμα ξύλινο έτριζε στο κάθε βήμα κι οι τοίχοι ν' ακροβατούν επικίνδυνα χωρισμένοι στις γωνιές.
- Ανοίχτε κάνα παράθυρο, μουρμούρισε θυμωμένα ο Παρθένιος.
- Μα, δε θέλει... είπε δαγκωμένα μια γριά.
- Ανοίχτε, πρόσταξε μαλακά ο γούμενος. Πρέπει να τη βλέπω.
Στο πλατύ σιδερένιο κρεββάτι ήταν πλαγιασμένη μια φιγούρα εφιαλτική. Ένας σκελετός με δυο λαμπερά τρομοκρατημένα μάτια κι ένα πρισμένο κρανίο βαμμένο με πηγμένο αίμα. Ήταν η Αρετή.
Στο λιγοστό φως, που χώρεσε απ' το παράθυρο ο γούμενος είδε την ερμιά και την εγκατάλειψη να γρατζουνούν τους τοίχους, να δαγκώνουν την καρδιά. Μάταια η δύστυχη πάλευε με μπαμπάκι να κλείσει τις τρύπες, που άνοιξε ο σεισμός. Μια αδιαφορία έμοιαζε να ποτίζει τους ραγισμένους τοίχους, τη σκασμένη οροφή, τις άβαφτες πόρτες. Μα το πιο τρομερό φάνταζε ο θρυμματισμένος καθρέφτης της σκαλιστής ντουλάπας, που άφηνε να φαίνονται κρεμασμένα προσεκτικά, ολομέταξα κεντητά ρούχα και γούνινα παλτά, που ανάσαιναν ναφθαλίνη.
Δίπλα στο ξύλινο λαβομάνο θρυματισμένη μια πορσελάνινη ζωγραφιστή κανάτα, ενώ το ταίρι της, η λεκάνη, έμοιαζε γυμνή και ντροπιασμένη.
- Αρετή, ψιθύρισε ο παπάς και το τρομαγμένο βλέμμα κρεμμάστηκε πάνω του, ενώ τα κοκκαλιάρικα δάκτυλα μαγκώθηκαν στην κεντητή κουβέρτα.
- Η κακομοίρα!! Δε λέει να συνέλθει απ' την ταραχή της, μουρμούρισε μια χοντρή μαυροντυμένη γριά με τσεμπέρι. Οι αντίχριστοι!!! Ποιός θα το περίμενε; Στο χωριό μας!! Θα μας κάψει ο Θεός! Πάει, θα μας κάψει! Περίσσεψε η ανομία στον τόπο μας!
Ο παπάς της έγνεψε να σωπάσει κι αυτή βγήκε έξω, μουτρωμένη, πούχασε το θέαμα.
Ο γούμενος έβγαλε ευλαβικά απ' τον κόρφο του τ' άγια, τ' απίθωσε στο κομοδίνο με το μάρμαρο, κι έκλεισε την πόρτα πούτριξε απρόθυμα. Ηταν πια μόνος με το τρομαγμένο βλέμμα της. Κάθισε στο κρεββάτι πλάι της.
- Αρετή... ψιθύρισε κι άγγιξε τρυφερά το πρισμένο μέτωπο. Η άρρωστη βόγγηξε. Έπιασε ο χέρι της κι αυτή αφήνοντας την κουβέρτα έσφιξε το δικό του τόσο δυνατά, που τα νύχια της καρφώθηκαν στη σάρκα του.
Γλίστρησε γονατιστός πλάι της.
- Θεέ μου, μουρμούρισε φιλώντας το χέρι της, που τον πονούσε. Θεέ μου!! Πώς με ξεπληρώνεις;
Εστρεψε τα μάτια στο κομοδίνο, να δει τ' Αχραντα Μυστήρια, να πάρει δύναμη, μα η ματιά του αστόχησε κι έπεσε σε μια φωτογραφία πλάι τους.
Εδειχνε μιαν όμορφη μελαχροινή με λαμπερά μάτια κι υπεροπτικό χαμόγελο, στολισμένη μαργαριτάρια και στημένη ολόρθη σαν άγαλμα, ανάμεσα σε γλάστρες. Το κεφάλι ψηλά, βαρύ απ' τα πλούσια μαλλιά, το μέτωπο ασάλευτο, το στήθος στητό σε στάση βασιλική.
Ηταν η Αρετή. Η Αρετή, όπως την αγάπησε ο Αγγελος, η Αρετή, τότε που αγάπησε τον Αγγελο.
- Θεέ μου... ξαναμουρμούρισε ο παπάς, Θεέ μου, συγχώρα με... Αρετή, συγχώρα με.
Το τρομαγμένο βλέμμα της άρρωστης φτερούγισε.
- Σώσε τη Θεέ μου. Σώσε τη... κι ας είμαι αιώνια κολασμένος!
Τα δάκρυα πότιζαν τα δασιά του γένια και νότιζαν το κοκκαλιασμένο χέρι της νεκρής.
Ενας παγωμένος αγέρας όρμησε στο δωμάτιο. Ο παπάς, άπλωσε το χέρι να κλείσει τα τρομαγμένα μάτια της, έπειτα έσκυψε και τη φίλησε στο μαραμένο ξεδοντιασμένο στόμα και ξανά γονάτισε να
βυθιστεί στις προσευχές ή τις σκέψεις του.
* * *
Ηταν λίγο μετά τον πρώτο πόλεμο, τότε, που πρωτογνώρισε την Αρετή, την πυργοδέσποινα του Κάστρου. Την αντιπάθησε με μιας. Είχε ακούσει τι της σέρναν.
Τόσο ακατάδεκτη! Τόσα προξενιά κι αυτή κανένα να μη βρίσκει του γούστου της, ο ένας να της μυρίζει κι ο άλλος να της βρωμάει. Και να πεις πως ήταν πια πλούσια!!
Μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση είχαν απομείνει μόνο με τ' αμπέλια στο νησί, μια περιουσία, δηλαδή, που, αν και για το νησί ή ταν ικανοποιητική, δε μπορούσε φυσικά να τους εξασφαλίσει τη
ζωή, πούχαν συνηθίσει στην Οντέσσα.
Κι η Αρετή δε μπορούσε να συνηθίσει τη ζωή του Κάστρου, πνιγόταν, έλιωνε.
Περνώντας απ' το σπίτι της άκουγες συχνά το πιάνο να μεταλλάζει όλους τους σκοπούς σε νοσταλγικά τραγούδια. Κάπου κάπου άκουγες και τη φωνή της να σιγοτραγουδά ρώσσικα ρεφραίν και τότε, μπορούσες, μέσ' απ' το σκοπό να ξεχωρίσεις το χαμόγελο, που γράφονταν στα χείλια της.
Στην εκκλησιά πάντα σοβαρή κι απρόσωπη, θαρρείς ταυτιζόταν με τ' ανέκφραστο πρόσωπο των αγίων, που έστεκαν αδιάφοροι στις καθημερινές έγνοιες, μιας κι ήταν πάνω απ' όλα τα εγκόσμια.
Πρώτη της φροντίδα, σαν ήλθαν με τ' απομεινάρια της περιουσίας τους, αυτή κι η γριά μάνα της, ήταν να χαρίσει στην Παναγιά τα διαμαντένια σκουλαρίκια της, σα νάθελε να τη δωροδοκήσει. Ποιός ξέρει τι θα γύρεψε γι' αντάλλαγμα;
Ο πατέρας της έμεινε πίσω. Τους έγραφε, πως μένει μήπως και περισώσει τίποτε, μα τόξεραν καλά, πως έμενε γιατί τάχε μπλέξει με μια ρωσσίδα, που τον τάιζε και δεν τόχε σκοπό να γυρίσει να κουραστεί στο πατρικό του ξερονήσι, τουλάχιστον όσο μπορούσε να καλοπερνά στα ξένα.
Οι δυο γυναίκες αναγκάστηκαν να κουμαντάρουν τη ζωή τους μ' αξιοπρέπεια κι οικονομία. Ακροβατούσαν σ' ένα γκρεμό ανάμεσα στους αριστοκράτες και τους χωριάτες. Δεν ανήκαν πουθενά. Οι αριστοκράτες τις θεωρούσαν ξεπεσμένες κι οι χωριάτες ψωροπερήφανες. Η Αρετή, σαν τα σκυλιά ράτσας, δε μπορούσε νάρθει σ' επιμειξία με κάποιον έξω απ' τη γενιά της. Τη σφιχτοδέναν αόρατα δεσμά, ήταν αναγκασμένη ν' αρνιέται τα προξενιά, που πίστευε πως την προσβάλλουν, μιας και της προσφέρονταν μόνο για να της εξασφαλίσουν την επιβίωση μ' ένα ακριβό, γι' αυτήν, αντίτιμο.
«Τότε δε μπορούσα να το καταλάβω. Ακόμη δεν την ήξερα» συλλογιζόταν ο γούμενος.
* * *
«Μόλις είχα πρωτόρθει απ' την Πόλη κι είχα συνηθίσει στις εύκολες σχέσεις με τις πρόθυμες κυρίες της πολιτικής αριστοκρατίας, που ξεπήδησε απ' το εμπόριο.
Με ξένιζε ο δωρικός της χαρακτήρας, εμένα, που πίστευα πως πρωταρχικό προσόν της γυναικείας φύσης είναι η χάρη κι η ευλυγισία των αισθημάτων.
Η Αρετή μου θύμιζε μανιασμένο ταύρο. Ορμούσε κατευθείαν μπρος.
Ήταν θυμάμαι καλοκαίρι. Ψάρευα με μια βαρκούλα κι όπως πάν τα, σκέφτηκα να περάσω από μια θαλασσινή σπηλιά, που, εγώ τουλάχιστον, θεωρούσα καταδική μου, μιας κι ήξερα πως οι ντόπιοι την απόφευγαν, γιατί είχε, λέει, ρουφήχτρες, νεράιδες, κι ότι άλλο γεννούσε το παραφουσκωμένο με δεισιδαιμονίες κεφάλι των ψαράδων.
Ήταν μια μυστήρια σπηλιά, κρυμμένη στ' απόκρημνα βράχια, που μόνο κολυμπώντας κανείς μπορούσε να μπει, μιας κι ούτε βάρκα χωρούσε, ούτε μονοπάτι κατέβαινε, φωτιζόταν ελαφρά από κάποιες σχισμές και το λαμπύρισμα του βυθού, που φιλτράριζε το άπλετο φως του μεσημεριού.
Βγήκα αθόρυβα θαυμάζοντας τα καθρεφτίσματα του νερού στα βράχια, ψαρεύοντας τους ήχους των κυμάτων στις κρυφές διόδους, όταν, ξαφνικά, την είδα μπρος μου ξαπλωμένη, μισή μεσ' το νερό, μισή πάνω στην άμμο, σαν τη γοργόνα, ολόγυμνη, με τα μακριά μαλλιά χυτά, με τόνα χέρι κάτω απ' το κεφάλι, σαν κοιμισμένη ή σα νεκρή.
Για μια στιγμή τρόμαξα. Στο νου μου πέρασαν όλες αυτές οι ιστορίες για τα θαλασσινά στοιχειά, τις λάμιες, τις νεράιδες, κι ήμουν έτοιμος να τραπώ σε φυγή, όταν εκείνη ανασηκώθηκε και σοβαρά σοβαρά, σα να μην έγινε τίποτε σημαντικό, σα να μην είμαστε κι οι δυό θεόγυμνοι μου είπε:
- Κύριε, είναι άπρεπο να μπαίνετε κάπου χωρίς να χτυπάτε την πόρτα.
Δεν πάσχισε να κρυφτεί, όχι, δεν έκανε καμιά κίνηση, που να φανερώνει ντροπή, μήτε καν χαμήλωσε το βλέμμα, μόνο ψυχρά ψυχρά μου μίλησε για αξιοπρέπεια.
Δεν άντεξα και ξέσπασα σε γέλια. Το γέλιο μου αντήχησε στους βράχους και πολλαπλασιάστηκε. Κείνη με κοίταζε ξαφνιασμένη κι έπειτα γέλασε κι αυτή.
Το γέλιο μας καθρεφτίζονταν στη θάλασσα και τα βράχια, κυμάτιζε και ξεσπούσε σε μύριους αφρούς. Τέλος κάθισα πλάι της, έτσι απλά, όπως θα καθόμουν πλάι στον πιο παλιό μου φίλο.
- Σε ξέρω, μου είπε τότε. Είσαι ο Άγγελος.
Έπειτα, πήρε το χέρι μου, τόφερε στα χείλια της και φίλησε την παλάμη μου, έπειτα την ακούμπησε στο ζεστό της στήθος, πούννοιωθα μέσα στη χούφτα μου να ριγά.
- Είσαι ο ωκεανός, μούπε, κι είμαι η θάλασσα. Πάρε με.
Παλεύαμε ανάμεσα πελάγου και στεριάς, σμίγαμε μες το κύμα και την άμμο, λεκιάζαμε με φλούδες φως και χρώμα, που ξέφευγαν απ' το κυμάτισμα των νερών, κάτω απ' τη δύναμη του έρωτά μας.
Ο θόλος της σπηλιάς κατέβαινε να μας καλύψει και τότε η θάλασσα καθρέφτιζε τον ουρανό κι είμαστε ένα, γη, θάλασσα, ουρανός, φωτιά, είμαστ' η ίδια η ζωή.
Χαράκωνε το δέρμα μου η ορμή της, όργωνε το κορμί μου η φωτιά, το στήθος της γόνιμο λιβάδι, ν' ακουμπήσω τους πόθους μου, η αγκαλιά της ακύμαντο λιμάνι να δεχθεί τα τρικυμισμένα όνειρά μου.
Οταν συνήλθαμε απ' αυτή τη μαγεία είχε κιόλας βραδυάσει. Το νερό στη σπηλιά είχε βαφτεί κόκκινο, σα ματωμένο κι ο ήλιος μας κρυφοκοιτούσε περγελαστικά απ' την είσοδο της σπηλιάς ένας ήλιος βαρύς και ζουμερός σα γινωμένο ροδάκινο. Τα κορμιά μας βαφτήκαν κι αυτά κόκκινα μεμιάς.
Σκέπασε ντροπαλά το γυμνό της στήθος, ύψωσε περήφανα το κεφάλι.
- Οτι έγινε, έγινε, είπε. Αγγελε, δε θέλω να τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις... Και τώρα, φύγε. θέλω να μείνω μόνη.
* * #
Τον ίδιο κιόλας χρόνο ήλθε η καταστροφή στο σπιτικό μας. Χάσαμε τον πατέρα ξαφνικά και μούμεινε το μαγαζί χρεωμένο και τρεις αδελφάδες, γραμμάτια προς εξόφλησιν. Ολα κρεμασμένα πάνω μου.
Εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα, όπου δούλευα σα σκυλί για να ξεχρεώσω το μαγαζί, να προικίσω τις αδελφάδες, να συντηρήσω την οικογένειά μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει την Αρετή, τον παράφορο πόθο, που μου βίτσιζε τα νεφρά, τη μανία της εκδίκησης για μια προσβολή, που καλά καλά δεν καταλάβαινα, μα που ένοιωθα με καίει.
Ω! Πόσο ευχάριστα θα τη χτυπούσα, έτσι γυμνή καθώς μου δόθηκε, θα τη χτυπούσα αδιάκοπα μέχρι να ματώσει, μέχρι να πεθάνει, να μην υπάρχει πια, να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή μου.
Με μεταχειρίστηκε, αυτό με πονούσε πιο πολύ. Με χρησιμοποίησε κι έπειτα με πέταξε, άχρηστη στιμμένη λεμονόκουπα. Κι ούτε με χρειάστηκε ξανά, ούτε που νοιάστηκε, ούτε που θυμάται!
Δούλευα σκληρά. Έλεγα, για να προικίσω τα κορίτσια, μα ουσιαστικά, για να ξαφνιάσω εκείνη. Στο βάθος πίστευα, πως γυρνώντας θα την κατακτούσα, πως θα καταπατούσα την καταραμένη της αλαζονεία, θα την έκανα να σέρνεται στα πόδια μου, να παρακαλεί να τη σπλαχνιστώ και να την πάρω στην αγκαλιά μου, να τη σηκώσω με τα χέρια μου ψηλά, εγώ ο νεόπλουτος, αυτή, την ξεπεσμένη αριστοκράτισα.
Και μούρθαν όλα δεξιά. Γοργά οι δουλειές μου πρόκοψαν, οι αδελφές μου προικίστηκαν και καλοπαντρεύτηκαν κι εγώ θησαύριζα μ' απίστευτα ταχύ ρυθμό. Λες και τα λεφτά με προτιμούσαν, σωρεύονταν στα χέρια μου, άχρηστα, ασήμαντα χαρτονομίσματα, λαμπερά χρυσά κουμπιά, μετοχές και συμβόλαια. Τα μισούσα, τα ξόδευα, τα σπαταλούσα, ήθελα πια να ξεφύγουν απ' τα χέρια μου. Δε με γέμιζαν όλα τούτα, μα όσο εγώ ξόδευα, τόσο οι δουλειές πήγαιναν περίφημα και τα λεφτά σοδιάζονταν στα χέρια μου, λες και κάποιος μαγικός αυλός τάσερνε υποταγμένα μπρος τα πόδια μου.
Στο νησί δεν τολμούσα να ξαναπάω. Μάθαινα, πως είχε αποκρούσει προξενιά από ανθρώπους το ίδιο πλούσιους με μένα και πολύ καλύτερης κοινωνικής τάξης, φοβόμουν, έτρεμα μια νέα της περιφρονητική άρνηση, εγώ, που έλπιζα να την κατακτήσω.
Ήξερα πως τα παραμύθια είχαν πεθάνει, πως μαγικά ραβδάκια δεν υπάρχουν πια να μεταμορφώνουν τους βατράχους σε βασιλόπουλα. Για την Αρετή, πάντα, θάμουν ο αταίριαστος γάμος, πάντα θα ντρεπόταν πλάι μου, όπως κι να ερχόντουσαν τα πράγματα, και στην πιο ευνοϊκή για μένα τροπή.
Είχα αηδιάσει πια τη ζωή. Τίποτε δεν μ' ενδιέφερε.
Τριγύρω μου ο κόσμος παιδευόταν να στριφογυρνά στη σούβλα της ανέχειας και της δυστυχίας. Μερικοί κουτοί βασανίζονταν στις εξορίες για τα φρονήματά τους. Θέλαν όλοι μια καλύτερη ζωή και λέγοντας καλύτερη, εννοούσαν πλουσιότερη. Ήθελαν να κλέψουν τα προνόμια των τάξεων, που κατέρρεαν, για να δημιουργήσουν μια νέα τάξη.
Ο παλιός κόσμος γκρεμιζόταν, σαρώνονταν απ' το κύμα των νέων ιδεών κι όλοι πάλευαν να κερδίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίττας.
Εγώ όμως ήξερα καλά, πως η ευτυχία δε βρίσκεται στην οικονομική εξασφάλιση, πως καμιάν ασφάλεια δεν σου προσφέρει το χρήμα, καμιά ευτυχία στην πολυτέλεια...
Σε ποιόν να πω το μεγάλο μυστικό μου; Πότε πότε, σα μεθούσα, και τελευταία μεθούσα όλο και πιο συχνά, παραμιλούσα σ' αγνώστους φίλους, μα κανείς δεν έμοιαζε να μ' ακούει. Καθένας τυφλωμένος απ' τις ιδέες του, ακολουθούσε την πορεία του, τη μόνη πορεία, που θαρρούσε αληθινή.
Και τότε ήλθε ο πόλεμος του '40 σαν ευκαιρία κάθαρσης. Οι γνωστοί και φίλοι απόρησαν με τη βιάση μου να καταταγώ και να τρέξω στο μέτωπο. Ολοι οι άλλοι στον κύκλο μου πάλευαν να μείνουν πίσω κι εγώ έτρεχα, βιαζόμουν θαρρείς, μη καθυστερήσω το ραντεβού μου με τον θάνατο. Δεν καταλάβαιναν οι άμοιροι, πως η μόνη ελπίδα ζωής, που μ' απόμενε ήταν εκεί, στο χείλος του θανάτου...
* # *
...Μας στοίβαξαν στα βαγόνια σαν τα ζώα, ανασαίναμε τις απόπνοιές μας, ο ιδρώτας και το τσιγάρο πότιζαν τις χλαίνες μας. Στα χωριά, που σταματούσαμε, τα κοριτσόπουλα μας πετούσαν λουλούδια και φιλιά με μάτια δακρυσμένα.
Κι αυτοί, άντρες λεροί μα δυνατοί, μ' αδρά σκαμμένα απ' τον ήλιο και τον αγέρα πρόσωπα έβγαζαν απ' τον κόρφο τους κάποια φωτογραφία και στα κρυφά, λες κι ήτανε ντροπή, τη χάιδευαν με τα ροζιασμένα δάχτυλα και τη φιλούσαν κάτω απ' τα δασιά μουστάκια.
Κι εκείνοι, αμούστακα παιδιά, τραγουδούσαν στη γωνιά εμβατήρια αγκαλιασμένοι και πίστευαν πως πάνε σε λαμπρινό γιορτάσι.
Κι εγώ μετρούσα τα πρόσωπα και τάγραφα στο τεφτέρι του νου.
Είχα πια γδυθεί τον εαυτό μου, γινόμουν ένα μ' αυτή την αόρατη συνείδηση, που μας σφιχτόδενε πάνω απ' τα κεφάλια μας, ανάμεσα στους καπνούς και τη βουή. Είχαμε όλοι γδυθεί τους εαυτούς μας, γινόμαστε ένα, το στιβαρό χέρι μιας αθάνατης ράτσας. Πάνω απ' όλα η φύτρα μας να μη χαθεί. Το μουσκεμένο μ' αίμα των προγόνων χώμα ξύπνησε, διψούσε για το δικό μας χρέος. Δεν το σκεφτόμαστε. Δεν είμαστε μεις, ασήμαντοι κόκκοι άμμου, που θ' αντιστεκόμαστε στο κάλεσμα.
Αφήναμε ηδονικά την παλίρροια να μας παρασύρει σε νέα διάσταση. Η ζωή μας πια δεν είχε καμιάν αξία. Η επιβίωση της γενιάς, του συνόλου, της πατρίδας, αυτό μετρούσε μοναχά, η επιβίωση της Ελλάδας.
Μεις, που τη βρίζαμε και την περιφρονούσαμε, μεις που την κρίναμε απολίτιστη κι άξεστη, μεις που τρέχαμε στα Παρίσια να καυχηθούμε πως είμαστε με το συρμό της εποχής, μεις, τώρα, προσφέραμε αυθόρμητα τα κορμιά μας ζωντανές ασπίδες να μη χαθεί, να μη σκλαβωθεί σε κανενός είδους πολιτισμό ή βία, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Διεκδικούσαμε τη λευτεριά για να παραμείνουμε νάμαστε, όπως είμαστε, άξεστοι, τεμπέληδες, απατεώνες, ξεροκέφαλοι, δαιμόνιοι κι ηρωικά πιστοί στις έμμονες ιδέες μας για λευτεριά, δικαιοσύνη, ισότητα.
Μας παράλαβε ένας λοχίας αγριωπός με τσιγκελωτό μουστάκι και κιτρινισμένα απ' τη νικοτίνη δάκτυλα. Στις καλές μέρες θάταν ο χαρακτηριστικός τύπος του καλόκαρδου μπεκρή. Αυτή η καλοσύνη στραφτάλιζε στα μικρά μάτια, που σκιάζονταν απ' τα δασιά του φρύδια.
Οσο μαλλί περίσσευε στο υπόλοιπο κορμί του, τόσο γυμνή απόμενε η κεφαλή του, έτσι που να καταντά γελοίος, σα φραγκισκανός μοναχός, μ' αυτή τη μακρυά του τούφα που προσπαθούσε να συγκρατήσει κολλημένη στ' ολισθηρό του κρανίο.
Τον λέγαν Λεωνίδα.
Μας καλωσόρισε με χοντρές βρισιές.
Δυο νεαροί φοιτητές, αμούστακα ακόμη παιδιά, βάλθηκαν να κοιτιούνται αμήχανα. Κόλλησε ο ένας πλάι στον άλλο, σα σιαμαία απ' τον τρόμο τους.
- Ο Φίλιππος κι ο Ναθαναήλ, είπε δείχνοντας τους ο λοχίας κι αυτό το παρατσούκλι θα τους κολλούσε κατάσαρκα για όλη τους τη στρατιωτική ζωή.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να καταλάβουμε τη στοργή και την τρυφεράδα, πούκλειναν με αδέξιο τρόπο όλες οι σκληρές λέξεις του λοχία μας.
Ανεβαίναμε, συνέχεια ανεβαίναμε, περνώντας από ρημαγμένα χωριά. Η λάσπη κι οι κοργιοί γίναν ένα με το πετσί μας. Η βροχή σαν έπεφτε τις ατέλειωτες πορείες μας, στην αρχή έμοιαζε χαϊδευτικό άγγιγμα τ' ουρανού στην ταλαιπωρία μας, μ' αργότερα μετάλαζε σε τυραννία, να σέρνεις πρόσθετα βάρη νερού κολλημένα στη σάρκα σου.
Οι βροντές κι οι κεραυνοί δεν ξεχώριζαν απ' τις εκρήξεις, λες κι ο ουρανός συνεριζόταν τ' ανθρώπινα και πάσχιζε να παραβγεί σ' απειλές τα κανόνια.
Κι εμείς βαδίζαμε σκυφτοί κι αμίλητοι, η κούραση να νεκρώνει το μυαλό, μηχανικά τα πόδια να τσαλαβουτούν στις λάσπες και στις ανηφοριές τα ζώα να στομώνουν, πιο λογικά θαρρείς απ' τους ανθρώπους, να πρέπει να τα βιάσουμε ν' ανέβουν ως το θανατερό αλώνι.
Βουνά, βουνά, πόσα βουνά ορίζουν την πατρίδα μου! Πέτρα ζυμωμένη μ' ιδρώτα κι αίμα!
Κι ο θεός της Ελλάδας θαρρείς κόντρα μας. Το κρύο νωρίς, να δαγκώνει τις καρδιές, νωρίς νωρίς και τα πρώτα χιόνια. Το φαί λιγοστό, ο ύπνος ελάχιστος, η καρδιά πετρωμένη.
Σιμώναμε στην πρώτη τη γραμμή. Βαδίζαμε. Απέναντι μας κατηφόριζαν οι άλλοι, λεροί, ρακένδυτοι, κοκαλιάρηδες, αγριεμένοι, τυλιγμένοι ματωμένες γάζες, τρελά μάτια, πυρετικά, να κοιτούν πέρα, μακρυά, τα πόδια όλα μπανταρισμένα βρωμερά κουρέλια κι εκείνα τα υπόκωφα βογγητά, που μήτε οι κανονιές δε σκέπαζαν κι η μοναξιά του πόνου γαλακτερή ομίχλη να μας κόβει την ανάσα. Ο ένας φοιτητής, δεξιά μου, ο «Φίλιππος» δάκρυσε. Χαράχτηκε το μαυρισμένο του μούτρο.
- Αντε, κουνηθήτε, κόπανοι, βροντοφώναξε ο λοχίας μας βραχνά.
Οσο σιμώναμε, τόσο νύχτωνε, μια νύχτα αφύσικη, θολή, φωτισμένη απ' τις φωτοβολίδες, οι κανονιές να τραντάζουν τα σπλάχνα, να σε κάνουν να θες να χωθείς καταγής, να βυζάξεις το χώμα, να κρυφτείς στα σπλάχνα της γης, μιας κι ο ουρανός μοιάζει τόσο εχθρικός πάνωθέ σου, που δεν τολμάς να υψώσεις ικετευτικά το βλέμμα.
Θάταν μεσάνυχτα, σα φτάσαμε.
Σε μια παράγκα στριμωγμένοι, καμιά εκατοστή φαντάροι μισοκοιμισμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο.
Μόλις μπήκαμε, μας πήρε η αποφορά απ' την απλυσιά και τα χνώτα. Ο «Φίλιππος» βγήκε γοργά να ξεράσει. Ο «Ναθαναήλ» από κοντά, για συμπαράσταση. Ηταν, βλέπεις, καλομαθημένοι, δεν ψήθηκαν ακόμη αρκετά.
Βολευτήκαμε αμίλητοι καταγής, σε μια γωνιά, ο ένας κολλητά στον άλλο, έκανε και διαολόκαιρο κι ο αγέρας μπούκαρε παγωμένος απ' τις χαραμάδες και την πόρτα, δίχως να καταφέρνει να ξεμολέψει την ανθρώπινη μπόχα.
Παρ' ότι ήμουν ψόφιος, τα πόδια μου μουδιασμένα και το κορμί παράλυτο,ο νους μου δε μπορούσε να βρει σταλιά αναπαμό. Άρχισα να μετρώ τις κανονιές, όπως παλιά μετρούσα πρόβατα για να με πάρει ο ύπνος. Όμως οι κανονιές ήταν πραγματικές, δε μπορούσαν να με βοηθήσουν. Προσπάθησα να υπολογίσω την απόσταση απ' τον κρότο τους. Μάταιος κόπος. Ηξερα καλά. Τέρμα τ' αστεία. Αύριο θα παίρναμε το βάπτισμα του πυρός. Αύριο, ίσως να μην είμαστε όλοι πίσω.
Τώρα, που τα μάτια μου συνήθισαν το μισόφωτο της καλύβας , μπόρεσα να δω το λοχία, που ροχάλιζε βαρειά με το κεφάλι ριγμένο στο στήθος του. Δεν ξέρω γιατί, μα αυτή η γαλήνη του με γέμισε μ' αυτοπεποίθηση.
- Ισως, όλα πάνε καλά, συλλογίστηκα.
Στον ώμο μου, ακουμπούσε κοιμισμένος ο «Φίλιππος». Τα μάγουλά του ήταν ακόμη υγρά απ' το κλάμα. Που και που, στον ύπνο του, μουρμούριζε παραπονιάρικα.
- Μανούλα, μανούλα, μανούλα μου.
Απέναντι μου, δυο μάτια λάμπαν σαν της γάτας διάπλατα ανοιχτά, κι ένα τσιγάρο σπίθιζε γράφοντας ημικύκλια στον αγέρα. Θάταν ο «Ναθαναήλ».
- Συνάδελφε, μου ψιθύρισε δίπλα μια φωνή..
Σχεδόν κολλητά στο πρόσωπο μου είδα τ' αγριωπό μούτρο του Παναγή, απ' τη Δημητσάνα.
- Συνάδελφε, δεν κοιμάσαι;
- Οπως βλέπεις... ψιθύρισα ανόρεχτα.
- Να σου μιλώ; με ρώτησε βραχνά, λες και τον πνίγαν. Να σου μιλώ, γιατί θαρρώ θα τρελαθώ. Ούτε σα ξεγεννούσε η Μαριγώ, τέτοια λαχτάρα.
- Η γυναίκα σου; Ρώτησα απρόθυμα.
- Οχι καλέ.. Η αγαπημένη μου γελάδα, γέλασε βραχνά.
- Σσσσ τούκανα, γιατί ένοιωσα το νεαρό πλάι μου, να τινάζεται τρομαγμένος, μ' αυτός πού να ησυχάσει απ' το χαχανητό, που, άξαφνα, ένοιωσα να με συνεπαίρνει και μένα με μια μανιασμένη δύναμη.
- Αει να χαθείς, Παναγή, τούπα μισοαστεία, μισοσοβαρά.
Τότε, κείνος αγρίεψε, μ' έπιασε απ' το λαιμό, κόντεψε να με πνίξει.
- Πάρτο πίσω, πάρτο πίσω, μου φώναζε κι όλοι αναταράχτηκαν τριγύρω.
- Σκασμός, ούρλιαξε ο λοχίας, που πετάχτηκε απ' τον ύπνο του.
- Μούπε να χαθώ... Μούπε να χαθώ, φώναζε μέσα από υστερικά αναφυλλητά ο Παναγής.
- Μα... μα... ψέλλισα. Ηταν αστεία... Δεν τόπα για κακό... Δεν το εννοούσα...
Κείνη την ώρα κάποιος πρόβαλε απ' την πορτούλα αθόρυβα, κάτι έγνεψε.
- Να δω τώρα τί αξίζετε... είπε ο λοχίας. Πάμε, κουνηθήτε, διάολοι. Και μοιράζοντας κλωτσιές δεξιόζερβα, μας ανάγκασε όλους να βγούμε έξω.
Στον ανοιχτό αγέρα, μείναμε με το στόμα κρεμασμένο. Χιόνιζε χοντρά χοντρά κι τόχε κιόλας στρώσει. Μόλις χάραζε στις κορυφογραμμές κι όλα είχαν βαφτεί μ' ένα αθώο ροζ.
- Ομορφη εικόνα θα κουβαλήσουμε στον κάτω κόσμο! μουρμούρισε ο «Φίλιππος» πλάι μου.
- Τι λες, ρε μαλάκα; μούγκρισε ο λοχίας σα μπουλντόκ. Εννοείς, όμορφη καρτ-ποστάλ απ' την πατρίδα μας θα κουβαλήσουν οι σκατοφασίστες στην κόλαση.
Ο Παναγής χαχάνισε σα χύτρα που βράζει.
- Νόστιμα που τα λέει ο λοχίας!! Χι, χι, χι, Στην κόλαση, οι φασίστες!!
- Αντέτε, κινάμε, πρόσταξε ο λοχίας σοβαρά και σταυροκοπήθηκε.
Ο ήλιος πρόβαλε περίεργα το κεφάλι του πίσω απ' τα βουνά, λες και μας επιθεωρούσε, σα δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης.
- Αέρα, α, α, α, αντηχούσαν τα κρουσταλιασμένα βουνά κι αμέσως το χιόνι μουτζουρώθηκε λαδιές φιγούρες πούτρεχαν με τ' όπλο στο χέρι ανάμεσ' από φλόγες και καπνούς.
Κανείς πια φόβος, μόνο η μέθη η πολεμική, η μηχανική ενστικτώδικη κίνηση του αλόγου, που ορμά στον κουρνιαχτό της μάχης. Δεν κοιτούσες πίσω ή πλάι, μόνο εμπρός, πάντα εμπρός. Δεξιόζερβα έσκαγαν οβίδες, άκουγες βογγητά, κραυγές, μα τίποτε δε σ' άγγιζε, λες κι όλα ήταν έξω από σένα, λες και δεν κινδύνευες την ίδια στιγμή να γίνεις ένα με το λασπωμένο χιόνι και τη φωτιά που ενώνονταν με τόσο πάθος.
Προχωρούσα έτσι αλλοπαρμένος, ξερνώντας θάνατο σε σκιές εχθρικές, που βρίσκονταν αντίκρυ, όταν ξαφνικά, μεσ' από ένα θάμνο, πρόβαλε με τα χέρια ψηλά ένας ιταλός, έμοιαζε δεκαπεντάρης, άοπλος, παραδομένος, μ' ένα δειλό χαμόγελο στα χείλια.
Τον σημάδευα. Δε μούκανε καρδιά να τον χτυπήσω, αυτόν τον εχθρό με το φιλικό πρόσωπο. Δίστασα για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή.
Ενοιωσα ένα κάψιμο στο στήθος και χάθηκε ο κόσμος από μπρος μου.
Ετσι λοιπόν, άδοξα, τέλειωσε για μένα ο πόλεμος με μια πισώπλάτη σφαίρα, σε μια στιγμή που ξύπνησε η ανθρωπιά πούχα καταπιέσει βαθειά μέσα μου.
Τι ακριβώς έτρεξε, κανείς δεν βρέθηκε να μάθουμε. Ούτε τι απόγινε ο νεαρός ιταλός με το δειλό χαμόγελο.
Αντίθετα μαθεύτηκε πως ο Παναγής σκοτώθηκε σ' αυτή την πρώτη μάχη, το ίδιο κι ο «Ναθαναήλ». Ο «Φίλιππος» έχασε από ο βίδα και τα δυό του μάτια.
Ο λοχίας με κουβάλησε μισοπεθαμένο στους νοσοκόμους κι έπειτα κάθισε και μούδωσε απ' το αίμα του, σαν τούπαν πως δε θα τα κατάφερνα μονάχος να γλιτώσω.
Συνήλθα σ' ένα θάλαμο στρατιωτικού νοσοκομείου, που μύριζε απολυμαντικό και το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι ένα δροσερό χέρι ν' ακουμπά στο μέτωπο μου.
Αντίθετα μ' όσα άκουσα αργότερα απ' τους άλλους γύρω μου, πως νοιώσαν σα να βγαίναν από σκοτεινές σπηλιές στο φως, εγώ ένοιωσα απέραντη δυστυχία, όπως όταν σε ξυπνούν από γλυκό όνειρο κι έπειτα μάταια προσπαθείς να ξαναβρείς την ατμόσφαιρα του ονείρου στην καθημερινή σου πραγματικότητα.
Κει, στο κατώφλι του θανάτου, συλλογίστηκα πολλά, κι ένοιωσα πιότερα.
Δεν ξέρω πώς, ο πόθος μου για την Αρετή ταίριασε με την αγωνία του θανάτου. Δεν ξέρω πώς, ένοιωθα τη ζωή μου τόσο μικρή κι ασήμαντη, ακόμη και για μένα τον ίδιο.
Δε μιλούσα. Παρατηρούσα. Τα πετρωμένα μάτια του διπλανού, πούμεινε πεθαμένος ώρες δίχως κανείς να το προσέξει, το παραμιλητό του απέναντι, πούταν μια λυσσασμένη κραυγή μίσους για το θεό και τους ανθρώπους, το ρυθμικό πηγαινέλα του νεαρού, πούχε χάσει τα λογικά του απ' το τρόμο της μάχης, το ψυχρό χαμόγελο του αξιωματικού, που μόλις τούχαν κόψει το πόδι, τη βαριεστημένη επίσκεψη των γιατρών, πούχαν μπουχτίσει την τραγωδία, το ψεύτικο χαμόγελο των νοσοκόμων, που τη στιγμή που σ' άγγιζαν χαϊδευτικά, διάβαζες στα μάτια τους, πως βιάζονταν να βρεθούν στο σπιτικό τους.
Κι εκείνα τα γράμματα των αδελφών μου, τόσο μελλοδραμματικά για μένα, τον ήρωα, για το παράσημο, για την επιστροφή μου στην άδεια ζωή τους, που με φρίκη διαπίστωνα απ' όσα μου ιστορούσαν πως εξακολουθούσε να κυλά αδιατάραχτη, για το θέατρο και τη μόδα, την κοσμική κίνηση, τις προμήθειες που έκαναν «γιατί ψιθυρίζεται, θα σπάσει το μέτωπο, σαν κατεβούν οι γερμανοί, για τις δουλειές των συζύγων τους, που τις ευνόησε ο πόλεμος, για τα τέια που δίνονταν για τη «φανέλα του στρατιώτη», για τη χοροεσπερίδα της Αυτού Μεγαλειότητος, που ήταν όλος ο καλός ο κόσμος.
«Ευτυχώς, Αγγελέ μου, πούγινε ο πόλεμος και μπήκαμε και μεις στην αριστοκρατία» Ετσι κατάληγε το γράμμα της Φανής.
Ευτυχώς... πούγινε ο πόλεμος...
Ευτυχώς, που σκοτώθηκε ο Παναγής κι ο «Ναθαναήλ»...
Ευτυχώς, που σακατεύτηκαν τόσοι, για να κοκορεύονται κάποιες σαν τη Φανή.
Αργά αργά, άναψα ένα σπίρτο και τελετουργικά έβαλα φωτιά στο γράμμα της αδελφής μου. Για μια στιγμή, για μια στιγμούλα, τότε μόνο, σκέφτηκα την Αρετή μ' ελπίδα.
Ισως ... ίσως νάταν η σωστή στιγμή... Αν τώρα την πλησίαζα,...
Μα η ψυχή μου τόσο γεμάτη πόνο, δε χωρούσε πια τον έρωτα.
Η ζωή δε μπορούσε να συνεχιστεί για μας. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο. Ο κόσμος είχε σωριαστεί σ' ερείπια. Δεν το θελήσαμε, μα έγινε. Πρέπει να τον χτίσουμε καινούργιο, πιο καθαρό, πιο δίκαιο.
Βιαζόμουν να γίνω καλά, να γυρίσω στο μέτωπο, να σμίξω μ' αυτούς, που υποφέρουν πιότερο από μας, τους ετοιμοθάνατους του νοσοκομείου.
Εκείνοι ήταν γεροί, γεμάτοι ζωή. Εμείς νοιώθαμε κιόλας γερασμένοι.
Αν ήμουν ξανά εκεί, δε θα κοιτούσα μόνο μπρος την ώρα την μεγάλη. Μονάχα πλάι μου, Αν κοίταγα και πλάι, ίσως να ζούσε ο Παναγής, ίσως νάβλεπε ο φοιτητάκος. Πώς θα διαβάζει ο φοιτητής με δίχως μάτια; Κι αν ήξερα, ποτέ δε θα μου ξέφευγε τέτοια κουβέντα, μπροστά στο τελευταίο γέλιο του συντρόφου μου.
Αυτό ήταν! Ενοιωθα ένοχος γιατί να ζω, ενώ εκείνος είχε φύγει, γιατί να βλέπω, ενώ ο «φίλιππος» που τόσο θαύμασε την τελευταία κείνη ανατολή, τώρα, δε βλέπει πια την ομορφιά του κόσμου. Για μένα ο κόσμος φάνταζε κακός και άσχημος. Ευχαρίστως θα χά ριζα τα μάτια ή τη ζωή μου στους συντρόφους μου. Για μένα δε φαινότανε θυσία. Η ζωή μου πια δεν είχε καμιάν αξία στα δικά μου μάτια. Ηταν άχρηστη.
Και τότε, απλώνοντας το χέρι στο κομοδίνο άγγιξα τυχαία τη Γραφή, μιαν απ' αυτές που βάζουν οι αντιπαθητικές κυράδες των φιλοπτώχων σε νοσοκομεία και φυλακές, ελπίζοντας να σώσουν την ψυχή τους.
Δεν είχα τίποτε να κάνω ή να πω. Η απελπισία ξεχείλιζε την ύπαρξή μου. Την άνοιξα στην τύχη.
«Αγαπήσω Σε, Κύριε, η ισχύς μου...»
Αθελά μου, η καρδιά μου μαλάκωσε, η απελπισία μου έλυωσε σαν το χιόνι στο φως. Ξαφνικά, όλα μεταμορφώθηκαν.
Αγαπούσα, ήξερα γιατί μου δόθηκε η ζωή, ήξερα πια και πώς να τη χρησιμοποιήσω».
* * *
Η Κατοχή, τον βρήκε καλόγερο, φοιτητή της θεολογίας στην πεινασμένη Αθήνα.
Ηταν αγνώριστος. Τ' όμορφο ψηλόκορμο παλικάρι, θαρρείς σκέβρωσε, αδυνάτισε, έγειρε.
Στο πρόσωπο του, πρόσωπο Σταυρωμένου, χαραγμένη η οδύνη του κόσμου. Η περήφανη όψη έγειρε κάτω απ' το βάρος μιας θεληματικής ταπείνωσης. Το αντρίκιο βάδισμα μετάλλαξε στο σκουντούφλικο του ανθρωπάκου, που προχωρεί αλλοπαρμένος. Δεν κοιτούσε πια κανέναν κατάματα.
Διακονούσε την αρχιεπισκοπή, διακόνευε για τους πεινασμένους ενορίτες του.
Δεν κοιμόταν πιότερο από μιαν ώρα στο εικοσιτετράωρο.
Επρεπε ν' ασκείται στην ταπείνωση, προσκυνώντας και δουλεύοντας χρυσόντυτους, καλοθρεμένους δεσποτάδες, στην αγάπη, γυρνώντας από πόρτα σε πόρτα κάτω απ' το πολυβόλο του κατακτητή, στην προσευχή γονατίζοντας στο παγωμένο δάπεδο και κάνοντας μετάνοιες σχεδόν όλη τη νύχτα.
Οι αδελφές του κι οι παλιοί του γνώριμοι τον είχαν για τρελλό.
«Αυτά έχει ο πόλεμος» συμπέραιναν, αναστενάζοντας. «Κρίμα στο παιδί... Του σάλεψε».
Εκείνοι, εξακολουθούσαν τη ζωή τους. Γιατί δηλαδή να μην καλοπιάνουν τους καταχτητές; Σάμπως οι δικοί μας καλύτεροι ήταν;
«Αυτοί, παιδί μου, είναι πειθαρχημένος λαός! Πλασμένος για να κυβερνά!! Δεν είδατε τι ωραία καθαρίζουν τα πάντα μετά το βομβαρδισμό; Οργανωμένο κράτος! Οχι, οι δικοί μας οι αναρχικοί!
φυσικά δεν είμαστε προδότες!! Ε, όχι και προδότες!!! Προδόσαμε κανένα; Μαρτυρήσαμε κανένα; Αυτά τα κάνει μόνο ο λαουτζίκος για κάνα κομμάτι ξεροκόμματο.
Εμείς, απλώς συνεχίζουμε την κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας με τις δεξιώσεις, τα θέατρα, τους χορούς...
Και τι γοητευτικοί που είναι αυτοί οι αξιωματικοί τους με τις ατσαλάκωτες στολές και τα ψηλά καπέλλα! Κι οι μπότες, πολύ ταιριάζουν! Οι δικοί μας, ήτανε σα λέτσοι. Ενώ αυτοί!!! Ευρωπαίοι!!!
Κι όλες αυτές οι διαδόσεις για εκτελέσεις και βασανιστήρια! Σα δε ντρέπονται!!
Στο κάτω κάτω της γραφής, ας καθόντουσαν στ' αυγά τους και να μη μιλούσαν.
Τι αντίσταση, και πράσινα άλογα!!!
Πού πάτε μωρέ ξυπόλητοι στ' αγκάθια;
Αν βέβαια ξανάρθει ο βασιλιάς μας κι ο νόμιμος πρωθυπουργός, εμείς θα πούμε όχι;
Δεν είμαστε, δηλαδή πατριώτες, εμείς;
Αν δεν δίναμε, μεις, δουλειά στον κοσμάκη, θα ψοφάγατε όλοι απ' την πείνα, αχάριστοι!
Αν δε διοργανώναμε μεις, τα συσσίτια, αλοίμονό σας ψοφοδεείς!
Τι έκαναν, δηλαδή, οι χριστιανοί και τους εχθρεύεστε έτσι;
Επειδή καθάρισαν τον τόπο απ' τους εβραίους, που μας ρουφούσαν σα βδέλλες το αίμα; Ποιούς; Τους εβραίους που σταυρώσαν και το Χριστό!
Επειδή πολέμησαν τους κομμουνιστάς, που θέλουν να πάρουν τα σπίτια μας;
Αχ! Αυτοί οι γερμανοί! Που παίζουν τόσο ωραία πιάνο! Και ομιλούν τόσο καλώς την γαλλικήν!».
* # *
Ο Αγγελος απ' τη στιγμή που χειροτονήθηκε δε ματάδε τις αδελφές του.
Αλλάζοντας όνομα, ήταν νεκρός για τον παλιό του κόσμο. Ο μοναχός Παντελεήμων δεν είχε τίποτε κοινό με τον Αγγελο. Ακόμη και το κορμί του προσπαθούσε να το αποβάλει με τη νηστεία, τις ολονύχτιες προσευχές και το σκληρό μαστίγωμα με αλυσίδες, όποτε η φύση του θύμιζε το πρωταρχικό καθήκον του άντρα στη γη.
Δεν κοιμόταν, γιατί τις νύχτες η Αρετή με το γυμνό κορμί της τον αγκάλιαζε κάτω απ' τις φτερούγες του Μορφέα.
Κι απίστευτο! Οσο ταλαιπωρούσε τ' αδύναμο, ασθενικό κορμί, όσο η απελπιστική ζωή της Αθήνας, με τα πρισμένα παιδιά της πεί νας και τους άθαφτους νεκρούς στους δρόμους, με τους πυροβολισμούς και τις ομαδικές εκτελέσεις βασάνιζε και πλάκωνε το νου του, τόσο η μορφή της θαρρετά δρασκέλιζε το κατώφλι της ψυχής του και χώνονταν στους πόρους του κορμιού του και τον μάγευε μεθυστικά, μα κολασμένα. Η Αρετή κι η ένωσή του μαζί της ήταν n ίδια η ζωή... Η ζωή που ζούσε ήταν θάνατος, κι εκείνος έπρεπε να ζει το θάνατο για να διαβεί με το θεό σε μιαν ανώτερη ζωή.
Κείνο το βράδυ, τον διάκοψαν απ' τις προσευχές του τα βάρβαρα χτυπήματα των γερμανών στην πόρτα της Αρχιεπισκοπής.
- Γρήγορα πάτερ, είπε ο μεταφραστής με γυναίκια γλοιώδη μιλιά. Σας χρειαζόμαστε.
- Εκτέλεση; ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια, για πρώτη φορά μετά τόσον καιρό, ώσπου ο άλλος χαμήλωσε το βλέμμα.
- Θα δείτε, του μουρμούρισε μεσ' απ' τα δόντια του.
Ο γερμανός αξιωματικός ήταν βιαστικός και φανερά εκνευρισμένος.
Μπήκαν σ' ένα τζιπ. Χάραζε κι η πολιτεία ακόμη μισοκοιμισμένη. Φθάσανε στην Καισαριανή σε μια μάντρα με κάτι πελώρια κυπαρίσια ολόρθα σα στρατιώτες σε στάση προσοχής.
Πέζεψαν κι αμέσως ακούστηκαν ν' ανηφορίζουν αγκομαχώντας τα καμιόνια.
Οι στρατιώτες με τα όπλα άγρια σπρώχνοντας και φωνάζοντας άδειαζαν τα φορτηγά απ' τους άντρες, άδειαζαν, άδειαζαν, ατέλειωτη θαρρείς η αλυσίδα.
Τους βάζαν στη σειρά, ακουμπιστά στον τοίχο μπροστά απ' τα κυπαρίσια, που θαρρείς παρουσίαζαν τα όπλα τιμητικά.
- Ψάλ' τους παπά, πρόσταξε ο γυναικωτός μεταφραστής αντηχώντας τη φωνή του κυρίου του.
Ο παπάς με το σταυρό στο χέρι προχώρησε στους άντρες πούστεκαν ολόρθοι στη γραμμή κατάντικρυ στ' απόσπασμα με τα προ τεταμένα όπλα. Αδάκρυτοι φιλούσαν το σταυρό.
- Καλή λευτεριά, πάτερ, είπε ένας.
Ενας άλλος είχε στο κεφάλι μια βαθειά πληγή. Τα πρόσωπα μπερδεύονταν. Αμούστακα παιδιά, γέροι σκεβρωμένοι, άνθρωποι απλοϊκοί και σπουδαγμένοι και κει, στο τέλος της σειράς, ο Λεωνίδας, ο λοχίας, ο φίλος του ο παλιός. Ο σταυρός έμεινε μετέωρος.
- Λοχία, ψέλλισε ο παπάς.
0 λοχίας αδυνατισμένος, μα πάντα ορμητικός, τον κοίταξε στο μισόφωτο ξαφνιασμένος. Σύναζε τα σύννεφα της μνήμης του.
- Αγγελε, παιδί μου, είπε στο τέλος και τον αγκάλιασε σφιχτά.
- Μην τα ξεχάσεις, του ψιθύρισε στ' αυτί. Πρέπει να μαρτυρήσεις.
Κι έπειτα απότομα αφήνοντάς τον φώναξε βραχνά.
- Για την Ελλάδα! Για τη Λευτεριά!
Ενας γερμανός έβγαλε απ' τη μέση τον παπά με βιάση, κι ενώ οι πρώτες λέξεις του εθνικού ύμνου σκορπούσαν στον αγέρα, οι ριπές έκοψαν στη μέση το τραγούδι.
Απλώθηκε αφύσικη σιωπή. Τα κυπαρίσια απόμειναν μαρμαρωμένα. Ο τοίχος βάφτηκε μ' αίμα τόσο χαρωπά κόκκινο!
- Καλή λευτεριά, αδέλφια, μουρμούρισε' ο παπάς κι έκανε το σταυρό του.
Επειτα σίμωσε το μεταφραστή.
- Θα ήθελα να παρακαλέσω, είπε δουλικά. Τα ρούχα, τα υπάρχοντά τους, εάν θα ήτο δυνατόν, δια το φιλόπτωχον της ενορίας... Κάνει τόσο κρύο εφέτος...
Ο γυναικωτός μετάφρασε γρήγορα γρήγορα στον αξιωματικό κι αυτός περιορίστηκε να κάνει μιαν αδιάφορη κίνηση.
Επειτα τους έγδυσαν για να τους θάψουν. Εκανε ψύχρα. Ο παπάς έβγαλε το ράσο του και τ' άπλωσε ευλαβικά στη χορταριασμένη γη.
- Μυστήριο!! συλλογίστηκε. Τα χόρτα πίνουν αίμα!
Αρχισαν να πετούν τα ματωμένα ρούχα στο ράσο, που ανέμιζε στη φουρτουνιασμένη γη.
Βιαστικά, βιαστικά, λες κι ήθελαν να κρύψουν τη ντροπή τους, τους έχωσαν όλους μαζύ.
Ο παπάς έσκυψε να δέσει το ράσο του σε μπόγο. Κει, δίπλα, στο χορτάρι πεταμένος, ένας βούρδουλας, ματωμένος ακόμη, από σφιχτοπλεγμένο συρματόπλεγμα. 0 κάτοχος του φαίνεται τον είχε ξεχάσει θάβοντας τα θύματά του.
Βιαστικά τον έχωσε στο μπόγο. Μουρμούρισε βιαστικά κάποιες προσευχές, φορτώθηκε και κατηφόρισε πεζός ως τη μητρόπολη, αφού μυριοευχαρίστησε τους γερμανούς για την ευγενική χειρονομία τους στους φτωχούς της ενορίας του τόπου. Στο υπόγειο της Αρχιεπισκοπής έκρυψε τα λάφυρά του.
- Για να μαρτυρήσουν, λοχία, μουρμούρισε.
Για να μαρτυρήσουν Χριστέ μου, είπε στο εικόνισμα που κρέμονταν στο τοίχο.
Κάποτε, πρέπει να μιλήσει η ιστορία και για τους ανώνυμούς μας ήρωες.
Δεν άργησε να χειροτονηθεί. Διορίστηκε ηγούμενος της «ιεράς μονής του Προφήτου Ηλιού». Πίσω στο νησί του.
Στην κορφή του μοναδικού βουνού, που διαφεντεύει το νησί, όπως σε κάθε ελληνική κορφή, ευλαβικοί προγονοί έχτισαν με σέβας το μοναστήρι του Προφήτη, που αναλήφθηκε στους ουρανούς πάνω στο φλεγόμενο άρμα του.
Ο παπα Παντελεήμων έφτασε στο ρημαγμένο απ' το λιμό νησί με το καΐκι, αφού παράδερνε στη θάλασσα ολάκερη βδομάδα, παίζοντας το κρυφτούλι με τον καιρό ανάμεσα στα ξερονήσια.
Εφτασαν χάραμα κι όλα μοιάζαν ερημωμένα στο λιμανάκι. Μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος στην αποβάθρα, μόνο ένας παγωμένος βοριάς, που σφύριζε στα γκρεμά κι έκανε τη θάλασσα ν' αφρίζει λυσσασμένη.
Φορτώθηκε το δισάκι με τα λιγοστά υπάρχοντά του κι άρχιζε ν' ανηφορίζει στο χωριό.
Για να περνά η ώρα και να συντροφεύεται μουρμούραγε προσευχές, στην αρχή σιγά σιγά κι έπειτα δυνατότερα, λες για να παραβγεί το σφύριγμα τ' ανέμου.
Ούτε που το κατάλαβε πώς τα βήματά του τον φέραν στην αυλόπορτά της.
Η ανάσα του πιάστηκε. Σταμάτησε απορημένος.
Το παλιό αρχοντικό είχε ρημάξει. Η εγκατάλειψη κι η υγρασία ξέσχιζαν τους σοβάδες, ο κήπος είχε αγριέψει, τα παραθύρια διπλομανταλωμένα.
Αναστέναξε. Κίνησε να διαβεί κι εκείνη τη στιγμή την είδε στο κατώφλι, μαυροντυμένη, λιγνή, πανύψηλη, με μια μαύρη μαντήλα σφιχτοδεμένη κάτω απ' το πηγούνι και τα μελιά της μάτια απέραντα σα θάλασσες να τον σαϊτεύουν, το στόμα της σφιχτό, λες και κρατούσε με τα δόντια μια βρισιά.
- Ωστε, λοιπόν, πάτερ, μας ήλθατε... του πέταξε κι η φωνή της είχε ένα ειρωνικό τρέμουλο.
Χαμήλωσε το κεφάλι και δίχως απόκριση την προσπέρασε.
Ακουγε τα βήματά της πίσω του. Σταμάτησε κι αυτή τον έφτασε.
- Πάω στο νεκροταφείο, του είπε στιφά. Δουλειά σας, θαρρώ, είναι να ψάλλετε τη μάνα μου. Αφ' ότου πέθαν' ο παπάς, στην πείνα, θάβουμε τους νεκρούς μας άψαλτους. Ή μήπως δεν το ξέρατε;
Προχώρησε μπροστά και κείνος ακολουθούσε.
Το δισάκι τον βάραινε αβάσταγα. Τα μάτια του καρφωμένα στα πόδια της, που ξεχώριζαν, γυμνά κάτω απ' το φουστάνι, σ' αυτό το κρύο, στα πόδια της, που βιαστικά και δυνατά πατούσαν τη γης, σα να την όριζαν.
Στο νεκροταφείο οι τάφοι είχαν πληθύνει. Μπήκε στην εκκλησιά.
- Ν' ανάψουμε το καντήλι, είπε δειλά.
- Δεν περσεύει λάδι για τους αγίους, τούπε αγριεμένα.
- Δυστυχισμένη... μουρμούρισε αυτός πονετικά.
- Δυστυχισμένη εγώ; ούρλιαξε κείνη λες και την έβρισε. Εγώ είμαι η αρχόντισσα του τόπου. Ημουν και θάμαι. Δε δέχομαι τον οίκτο κανενός χωριάτη. Τ' ακούς παπά; Εγώ δε δέχομαι ελεημοσύνες. Ψάλλε τη μάνα μου και θα πληρωθείς. Εγώ δεν καταδέχομαι μήτε απ' τον ίδιο το Θεό να μ' ελεήσει.
Ο παπάς αναστέναξε, φόρεσε το πετραχείλι του, ασπάστηκε τα εικονίσματα, βγήκε στην ανεμοδαρμένη αυλή και στάθηκε στο κέντρο των μνημάτων.
- Οχι εδώ παπά, τον πρόσταξε σκληρά. Η δική μου η μάννα πρέπει νάχει τις ευχές ξεχωριστά. Αν θες, μετά, ψάλε και το λαουτζίκο.
- Μα, αδελφή μου, ψέλλισε ο παπάς και σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπο της και τότε είδε, είδε ξεκάθαρα τη λάμψη της τρέλλας ν' αστράφτει στο βλέμμα της.
- Κοίτα, τούπε γελώντας τρελλά. Αυτό το μαργαριταρένιο κολιέ, δικό σου. Δεν τόδωσα να βρούμε φαγητό, μα το δίνω σε σένα. Στο χρωστούσα ξέρεις. Το φύλαγα για σένα. Ξέρεις, έλεγα, στο γάμο μας θα το φορούσα. Σε περίμενα... Αν μ' έκλεβες...
Μα πάλι πώς ήταν δυνατόν; Τίποτε στον κόσμο δεν τ' αγοράζει. Δεν πουλιέται. Ηταν της τσαρίνας στη Ρωσία. Ακούς; Δώρο της τσαρίνας στη γιαγιά μου. Πώς θ' άφηνα τέτοιο θησαυρό να πέσει στα γουρούνια;
Τώρα θα το πάρεις, όχι συ, μα ο άσπλαχνος Θεός σου. Θες δε θες, θα το πάρεις. Δωροδοκώ το Θεό σου. Τον φτύνω κατάμουτρα. Δεν είχε το δικαίωμα ν' αφήσει τη μάννα μου να θαφτεί άψαλτη. Ούρλιαξε σπαρακτικά. Δε θα λειώσει. Θα δεις που δε θα λιώσει.
- Ψάλε τη. Σε διατάζω να τη ψάλλεις.
Εσύ φταις. Ο Θεός σου με τιμωρεί γιατί σ' αγάπησα, γιατί δεν είχα δικαίωμα να σ' αγαπώ!
Ορμησε καταπάνω του, και τον χτυπούσε με τις γροθιές στο στήθος, πάσχιζε με τα νύχια της να του βγάλει τα μάτια.
Την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του κι ο αγέρας τους κουκούλωσε και τους δυό με το φαρδύ του ράσο. Το κοκκαλιάρικο κορμί του πια δεν την ποθούσε. Την αγαπούσε πια. Την αγαπούσε με στοργή, τη ζέσταινε στην αγκαλιά του σαν το ξεπαγιασμένο σπουργίτι κι αυτή κούρνιασε και ξέσπασε σ' απελπισμένο κλάμα.
Οταν συνήλθε, μουρμούρισε τρομαγμένη «Συγνώμη, συγνώμη πάτερ» κι απομακρύνθηκε τρέχοντας προς το χωριό.
Ο παπάς μες το παγωμένο αγέρα έψαλλε την νεκρώσιμη ακολουθία για όλους τους άκλαφτους νεκρούς της κατοχής και ψέλνοντας δάκρυα μούσκευαν τα γέννια, το λαιμό, το πετραχείλι του. Εννοιωθε λεύτερος, έτοιμος να πετάξει έτσι όπως τα ράσα του ανέμιζαν στο λιπόσαρκο σκαρί του.
Επειτα σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε τα μνήματα κι όπως έκανε να φύγει, είδε χάμω στο χώμα πεταμένο το μαργαριταρένιο κολιέ.
Το πήρε στα χέρια του, μ' ένα πικρό χαμόγελο.
- Η Παναγιά του Προφήτη, θάχει βασιλικό δώρο, μουρμούρισε.
Ανάσανε βαθειά... Πόσο αγαπούσε το υγρό, παγωμένο χνώτο
της πατρικής του γης!
- Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, ψιθύρισε.
* * *
Στο παλιό ερειπωμένο μοναστήρι δεν τον περίμενε ψυχή.
Μάταια χτυπούσε την αυλόπορτα. Δεν υπήρχε κανείς να του ανοίξει.
Κάθισε στο σκαλί, ακούμπησε δίπλα του το δισάκι και βάλθηκε να παρατηρεί το νησί που απλωνόταν κάτω απ' τα πόδια του.
Ο κάμπος πλατύς και καρπερός, μήτε ένα δέντρο ν' ανακόψει την ορμή τ' αγέρα που ξύριζε τις αμπελιές, που χώνονταν βαθειά στο χώμα τρομαγμένες.
Τα σύννεφα χαμηλά και μαύρα έτρεχαν κυνηγημένα απ' το βοριά. Ο ήλιος κάπου κάπου χάραζε τη γη σε φωτεινές φέτες και τότε πρόβαλε κάνα χωριουδάκι συμμαζεμένο στις γωνιές της γης ή σκαρφαλωμένο στις κορφές των λόφων με τα καμπαναριά του να σημαδεύουν τον ουρανό και τα σπιτάκια ταπεινά να τον προσκυνούν.
- Ασήμαντα που δείχνουν όλα από δω πάνω!! συλλογίστηκε.
Η θάλασσα αγκάλιαζε το νησί πιεστικά, το δυνάστευε.
Σύνορο τ' ουρανού η θάλασσα, σύνορο της θάλασσας ο θαμπός ουρανός. Την ορμή της τη μάντευες, δεν την έβλεπες, κάτι στο μούγκρισμα τ' αγέρα τραγουδούσε την παρουσία της, κάτι στην ανυπόφορα αισθαντική μυρουδιά στο χώμα.
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε» ψιθύρισε ο παπάς, έκλεισε τα μάτια αποκαμωμένος και καθιστός την αυλόθυρα του μοναστηριού του αποκοιμήθηκε.
Ηταν σκοτεινά όταν ξύπνησε απ' τα γαυγίσματα του σκύλου, που του δάγκωνε άγρια το ράσο. Πετάχτηκε τρομαγμένος.
- Ησυχα Κανέλλο, ήσυχα, ακούστηκε μια τρανταχτή κεφάτη φωνή κι έπειτα το τραγούδι «Πόσο πουλιέται το φιλί στη δύση στην ανατολή».
Ακούστηκαν κλειδιά να κουδουνίζουν και στο φως ενός σπίρτου πρωταντίκρυσε τον Παρθένιο.
Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό τη μέση του τραγουδιού του.
- Αγιε γούμενε... μούγκρισε μετά και βάλθηκε να γονατίζει κατάχαμα χτυπώντας με το κεφάλι του τη γη σε κάθε μετάνοια, ενώ τα κλειδιά κουδούνιζαν.
- Ημαρτον, ήμαρτον άγιε ηγούμενε, ο αμαρτωλός, συνέχιζε να βογγάει.
0 γούμενος τον σήκωσε στοργικά.
- Πάμε μέσα, αδελφέ μου, τον πρόσταξε.
Σκοτώθηκε ο Παρθένιος να σηκωθεί. Στη βιάση του μπέρδευε τα κλειδιά, ο σκύλος να μπερδεύεται στα ράσα του κι ο αγέρας να σφυρίζει.
- Είναι αστείο σαν το καλοσκεφτείς, είπε ο γούμενος και χαμογέλα σε με κατανόηση.
Μπήκαν στην πλατιάν αυλή με το μαρμάρινο πηγάδι κι ο αγέρας έσπρωχνε τα βήματά τους προς το γκρεμνό. Επειτα διαβήκαν απ' τη βαριά σιδερένια πόρτα στο μοναστήρι με τους ατέλειωτους μυστικούς διαδρόμους, τα σκοτεινά κελιά και την πανάρχαια εκκλησιά του Προφήτη.
Ο γούμενος μπαίνοντας σταυροκοπήθηκε. Η εκκλησιά σκοτεινή κι αγριεμένη μύριζε λιβάνι κι υγρασία.
- Θα λειτουργήσουμε, αδελφέ μου, πρώτα απ' όλα, είπε στον Παρθένιο.
- Αδύνατον, άγιε γούμενε είπε κείνος και χαμήλωσε το χοντρό κεφάλι.
- Αδύνατον; απόρησε ο γούμενος.
- Μας λείπουν τ' αναγκαία, εξήγησε πρόθυμα ο παχύς καλόγερος. Ψωμί και κρασί. Γίνεται λειτουργιά χωρίς κρασί και ψωμί;
Το χνώτο του μύριζε κρασί. Σίγουρα στο χωριό που γύρναγε, τον είχαν μεθύσει.
Ο γούμενος έννιωσε το θυμό να του ζαλίζει το κεφάλι.
- Γίνεται, του φώναξε οργισμένα. Κάτσε στο ψαλτήρι.
Στη σκοτεινή εκκλησιά, δίχως καντήλι, κερί ή θυμίαμα έψαλλαν τη λειτουργία.
Ο Παρθένιος συνεπαρμένος, έψελνε, σα να κελαϊδούσε. Ο γούμενος προσεύχονταν, σα να μην είχε προσευχηθεί ξανά, σα νάταν η τελευταία λειτουργία της ζωής του. Και ήταν η πρώτη.
Αριστούχος στο Πανεπιστήμιο, άφησε επίτηδες ένα μάθημα, για να μη πάρει ποτέ πτυχίο. Δίψαγε για γνώση κι όχι για έντυπα προσόν τα. Μάταια ο δεσπότης του πάλευε να τον λογικέψει.
«Καλά τώρα, πάνω στον πρώτο ενθουσιασμό, αργότερα όμως θα το μετάνιωνε»!
«Εχει ανάγκη η εκκλησία μας από ιερωμένους σαν και σένα» του έλεγε. «Οσο πιο ψηλά βρίσκεσαι, τόσο περισσότερο μπορείς να προσφέρεις. Πώς, χωρίς πτυχίο, θα διεκδικήσεις, αργότερα μια μητρόπολη;»
Ο γούμενος πίστευε τ' αντίθετα. Πως, δηλαδή, πρόσφερε πολύ περισσότερα χαμηλά, κοντά στον κόσμο. Οι δεσποτάδες ήταν δεσπότες, η συμπεριφορά τους ήταν δυναστική, οι παπάδες έτρεμαν ακόμη και το βλέμμα τους. Πώς θα μπορούσε ποτέ εκείνος να γίνει δεσπότης: Εκείνος ποθούσε να μπαίνει στα σπίτια των ανθρώπων, να μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες τους, να μοιράζει τον ίδιο του τον ε αυτό σ' όποιον ζητούσε ένα κομμάτι.
Πίστευε. Πίστευε στην έμπνευση που θα του χάριζε ο Θεός, όχι στη σωστή του κρίση. Στη φώτιση εμπιστευόταν τα βήματά του. Στο πεπρωμένο του.
Ο Παρθένιος έμεινε άναυδος όταν στο «Μετά φόβου... » ο γούμενος βγήκε με το δισκοπότηρο στο χέρι και τούγνεψε να πλησιάσει. Κι έμεινε ακόμη πιο παραλοϊσμένος, όταν μετάλαβε χλιαρό γλυκό κρασί και ψωμί «σώμα και αίμα Χριστού» απ' τ' άδειο δισκοπότηρο.
- Θαύμα, θαύμα, στριφογύριζε σα σβούρα στο χοντρό του κεφάλι.
Μα πάλι, είμαι μεθυσμένος. Μήπως και μου φάνηκε; Ο Χριστός στο τέμπλο τον κοιτούσε αγριωπά.
- Ημαρτον, ήμαρτον Χριστέ μου, βροντοφώναξε ο καλόγερος και βάλθηκε να χτυπιέται γονατιστός τις γυμνές μαρμαρόπετρες.
- Συγχώρα με, άγιε γούμενε, τον αμαρτωλό. Με τρεις γυναίκες μπεκρολόγαγα δυο μέρες τώρα. Τι να κάνω ο άμοιρος; Τις παρηγορώ.
Χήρες, βλέπεις. Με παρηγορούν κι αυτές. Ολομόναχος φοβάμαι, κι οι άγιοι με σκιάζουν. Θαρρώ πως περπατούν τα βράδια.
Συγχώρα με, άγιε γούμενε. Δε θα το ξανακάνω. Θα δεις. Χαλί να με πατάς, γέφυρα να περάσεις, σκυλί, ό,τι μου πεις, και στη φωτιά ακόμη...
Ο γούμενος γονάτισε πλάι του, τον αγκάλιασε, τον σήκωσε και τούπε κοιτώντας τον με φεγγερή ματιά.
- Ησύχασε, ησύχασε Παρθένιε. Τα ξέρω όλα. Μη φοβάσαι. Ο Χριστός που συγχώρεσε την πόρνη και τους τελώνες, μπορεί και σε μας να πει: «Πορεύου και μηκέτι αμάρτανε».
Σιγά, σιγά το μοναστήρι άρχισε να φέγγει σαν το φάρο στο νησί και να σκορπίζει την ελπίδα. Λες κι η παγωμένη καρδιά άρχισε να χτυπά ξανά στα σπλάχνα του.
Οι νησιώτες, άνθρωποι ευλαβικοί, αμέσως οσμίστηκαν την αλλαγή στον τόπο!
Ο ακούραστος ρασοφόρος, που όργωνε το νησί εμψυχώνοντας και παρηγορώντας, συμβουλεύοντας και παρακαλώντας, πάντα ήπιος και ταπεινός, ποτέ δυνάστης και αλαζονικός, κέρδισε τις ψυχές των ανθρώπων.
Οι εκκλησιές ξαναγέμισαν, τα καντήλια καθαρά και γεμάτα λάδι κι οι άνθρωποι, μια στάλα πιο ψηλοί, στο μπόι που τους χάριζε η ελπίδα.
Εθελοντές προσφέρθηκαν να συμμαζέψουν το μοναστήρι ν' ασπριστεί, να καθαριστεί, να λάμψει.
Ο Παρθένιος, πιστό σκυλί του γούμενου, έτοιμος μ' ένα νεύμα του και στη φωτιά να πέσει, έτρεχε πάνω κάτω, φωνακλάς και καλαμπουριτζής, και πιότερο μπελάς παρά βοήθεια ήταν για τους εργάτες.
Μιας και με τον πόλεμο τα ορφανά είχαν πληθύνει, ο γούμενος συζήτησε με τους προύχοντες του νησιού και το δεσπότη του και τα κατάφερε, με χίλια παρακάλια αλήθεια, να του επιτρέψουν να στήσει τις άδειες αίθουσες του μοναστηριού ένα μικρό ορφανοτροφείο, αφού τον έβαλαν κι υπόγραψε πως δε θα ζητήσει οικονομική ενίσχυση απ' τη μητρόπολη ή το κράτος, που ήταν, λέει, τόσο φορτωμένοι με φιλόπτωχα προγράμματα, που δεν άντεχαν μια παραπάνω φιλανθρωπία.
Ο κοσμάκης όμως πίστευε στο γούμενο κι έτσι, με το τέλος του πολέμου, το μοναστήρι μεταμορφώθηκε σε παιδικό ξενοδοχείο όπου πενήντα παιδάκια έβρισκαν στέγη, τροφή κι αγάπη, πίσω απ' τους αυστηρούς τοίχους του μοναστηριού.
Ολη μέρα ο γούμενος ζούσε με τα παιδιά κι ας είχε τόσους πρόθυμους συμπαραστάτες.
Ολο το νησί, καθένας στο μέτρο του, έβαζαν μπράτσα και καρδιά να προχωρήσει κόντρα στο κύμα τ' όνειρο του γούμενου. Γυναίκες πρόσχαρες ανάλαβαν τη λάτρα και το μαγείρεμα, τα τρόφιμα σοδιάζονταν τις αποθήκες, λες κι ο Θεός άνοιγε τους κρουνούς του ουρανού για να βλαστήσει το καινούριο δέντρο, ψηλά στο βραχοβούνι του Προφήτη.
Τις νύχτες, ο γούμενος κλεινόταν στ' ανήλιαγα υπόγεια, καθάριζε και κατάγραφε τους πολύτιμους θησαυρούς του μοναστηριού. Βυζαντινά μολυβδόβουλα, τούρκικα φιρμάνια, εικόνες πανάρχαιες, ιερά άμφια και σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία ανεκτίμητα.
Η ιστορία του μοναστηριού και του νησιού πρόβαλε μεσ' από το σκονισμένο πάπλωμα του χρόνου. Και τότε, συλλογιζόταν τη στιγμή που και το δικό του ράσο θ' απλωνόταν στα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής ξανά να γράψει ιστορία, να μαρτυρήσει, όπως το θέλησε ο λοχίας.
Στην προσφορά πάντα μνημόνευε κείνους τους νεκρούς της μάντρας με τα κυπαρίσια, όλους τους ανώνυμους νεκρούς του πολέμου, όλους τους καινούργιους ανώνυμους νεκρούς, που τώρα σφαζόντουσαν από αδελφικό χέρι, πάνω στη λύσσα του εμφύλιου σπαραγμού.
Οχι, δεν ήταν ακόμη καιρός να μαρτυρήσει για τους νεκρούς του φίλους, τούτη την ώρα, που μόλευαν τα πάντα πάνω στη μανία τους να κρατηθούν στην εξουσία, τώρα που βαφτίζονταν προδότες άνθρωποι, που δώσαν το αίμα τους για την Ελλάδα, τώρα που κανείς πια δεν ξεχώριζε το σωστό απ' το λάθος κι όλοι κουρασμένοι παρακαλούσαν νάρθει ένα τέλος, όποιο και νάναι, αρκεί να πάψουν οι σκοτωμοί κι η έχθρα, αρκεί να ημερέψει η ζωή.
Σιγά σιγά ερχόταν η γαλήνη και μαζί της κι οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι, κάτι άνθρωποι λιγνοί και καμπουριασμένοι, μ' ένα βιβλίο πάντα στο χέρι κι ένα βλέμμα μακρινό.
Τους σκόρπισαν στο νησί κι οι χωροφύλακες τους είχαν στο μάτι, μέρα νύχτα. Ψευτοζούσαν.
Οι δουλειές λιγοστές, οι πιο πολλοί έφευγαν μετανάστες, ο κόσμος φοβισμένος.
Πώς να βοηθήσεις ένα προδότη; Πώς να τον μπιστευτείς; Κι έπειτα, κι αν ακόμη αυτός ήταν εντάξει άνθρωπος, πώς θα ξέμπλεκες με τους χωροφυλάκους, που παρακολουθούσαν;
Λιμοκτονούσαν μ' αξιοπρέπεια. Ο γούμενος τάβλεπε. Δεν άντε χε η καρδιά του τούτα τα νοητά κάγκελα που βάραιναν το νησί χειρότερα κι απ' τις σκληρότερες χειροπέδες.
Ηταν γιορτή. Ανάσταση! Η εκκλησιά γεμάτη λαμπροντυμένους ανθρώπους. Η αυλή, τα πεζούλια, φορτωμένα λαμπάδες που τρεμόπαιζαν στη μυρωμένη ανοιξιάτικη ανάσα του αγέρα.
Ολοι φορτωμένοι κουλούρια κι αυγά, σ' επιφυλακή για τη μεγάλη ώρα.
Τ' αγόρια λοξοκοίταζαν να δουν την κοπελλιά που ονειρεύονταν, πάσχιζαν να τη σιμώσουν, να μπουμπουνίσουν δίπλα της το βαρελότο, να τρομάξει και -ποιός ξέρει;- ίσως κουρνιάσει στην αγκαλιά τους για το πασχαλινό φιλί.
Ο Παρθένιος μ' ένα τσούρμο παιδιά σκαρφαλωμένος στο καμπαναριό, έτοιμος για να σημάνει τις καμπάνες, ακριβώς μεσάνυχτα.
Ο γούμενος βγήκε στην αυλή κυκλωμένος απ' τα παιδιά του ορφανοτροφείου, όλα με λαμπάδες κι εξαπτέρυγα, όλα ντυμένα παπαδάκια.
Διάβαζε αργά αργά το ευαγγέλιο, ενώ τριγύρω το εκκλησίασμα ζουζούνιζε ανυπόμονα.
Το στομάχι τους βασανισμένο απ' τη μεγαλοβδομαδιάτικη νηστεία ανυπομονούσε να ευφρανθεί στο πασχαλινό γιορταστικό τραπέζι.
Απλώθηκε σιωπή. Ολοι περίμεναν μ' αγωνία.
Και τότε ο γούμενος τους μίλησε για την αγάπη, που δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε φίλους και εχθρούς, τους μίλησε για τους εξόριστους.
Το εκκλησίασμα κυμάτισε ανήσυχο. Ο ενωματάρχης ξερόβηξε αμήχανα.
«Τα χέρσα χτήματα του μοναστηριού ζητούν αντρίκεια χέρια...» κατάληξε. «Οποιος γυρέψει δουλειά, όποιος και νάναι, το μοναστήρι θάχει τις πόρτες διάπλατα ανοιχτές».
Ο ενωματάρχης άφριζε.
«Πώς αυτός ο άνθρωπος καλεί τους άθεους να σπείρουν τα μοναστηριακά χωράφια; Λες νάναι πράκτορας του από Βορράν κινδύνου; Λες νάναι κομμουνιστής; Λες γιαυτό να συμπεριφέρεται τόσο περίεργα; Κι εμείς που τον είχαμε για άγιο!!! Πρέπει να αναφέρω αμέσως εις τους προϊσταμένους και εις τον σεβασμιώτατον».
«Χριστός Ανέστη» ακούστηκε και το πλήθος αναταράχθηκε απ' τα βεγγαλικά και τις χαρούμενες φωνές, ενώ οι καμπάνες ξελαρυγγιάζονταν να διαλαλήσουν ως τα πέρατα της γης το χαρούμενο μήνυμα της αγάπης.
Ο κόσμος αργά αργά χυνόταν στο δρόμο, φεγγερό ποτάμι από γελαστά πρόσωπα. Δεν είχαν υπομονή να τελειώσει η λειτουργία. Με το πρώτο μήνυμα της χαράς το κορμί τους απαιτούσε την ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών μετά μιας βδομάδας στέρηση.
Ο γούμενος με τα παιδιά μπήκαν ξανά στην άδεια εκκλησία.
«Σαν του σπανού τα γέννια» σκέφτηκε ο Παρθένιος κοιτώντας το εκκλησίασμα και μόνο, που δεν ξέσπασε στα γέλια.
Στη γωνιά είδε έναν απ' «αυτούς». Ενας λιγνός ασπρομάλλης άντρας με αριστοκρατικό πρόσωπο, λίγο γυρτούς ώμους κι ένα πλατύ περήφανο μέτωπο.
Ηταν ο Περικλής Λεονταρίδης.
Σαν απόσωσ' η λειτουργιά έμεινε τελευταίος να πάρει απ' το χέρι του γούμενου το πασχαλινό αντίδωρο.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια ώρα πολλή, σαν να μετρούσε ο ένας την ψυχή του άλλου.
- Ηταν πολύ γενναίο αυτό, που κάνατε απόψε, είπε στο τέλος ο εξόριστος.
- Ηταν απλώς το καθήκον μου, είπε ο ιερωμένος.
Παρθένιε, φώναξε αμέσως. Πρόσθεσε ακόμη ένα σερβίτσιο στο Πασχαλινό τραπέζι μας. Έπειτα στράφηκε στον εξόριστο.
- Θα μας τιμήσετε, του είπε απλά, μα ειλικρινά.
Η μεγάλη τραπεζαρία του μοναστηριού ήταν φωταγωγημένη. Σα μπήκαν στο στενόμακρο τραπέζι κάθονταν κιόλας τα μικρά, που φλυαρούσαν χαρούμενα.
Το τραπέζι ήταν φορτωμένο κόκκινα αυγά και γιορτινά λαμπροκούλουρα.
Ο γούμενος κάθισε στην κορφή του τραπεζιού κι έβαλε τον εξόριστο να κάτσει δεξιά του.
Ολοι μαζί έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη» πριν αρχίσουν το φαί κι ο εξόριστος έννιωθε έναν κόμπο στο λαιμό να τον πνίγει, δάκρυα θόλωναν τα μάτια του ακούγοντας τις παράτονες μα ενθουσιασμένες παιδικές φωνές, να βαρυφορτώνουν την απέραντη κάμαρα που αντηχούσε απόκοσμα.
- Καλή σας όρεξη, είπε τέλος ο γούμενος, αλλά δε φαινόταν απαραίτητο να το πει, μιας κι όλοι έπεσαν με τα μούτρα στό φαί. Ο Παρ θένιος δεν προλάβαινε να ξαναγεμίζει τα πιάτα μ' αχνιστή μαγειρίτσα.
Ολη την ώρα του φαγητού δεν άλλαξαν κουβέντα. Σαν απόφαγαν κι είδαν τα παιδιά κοιμισμένα στα κρεββατάκια τους, κλείστηκαν στο γουμενικό.
- Πρέπει να σας μιλήσω, του είχε πει ο εξόριστος. Αυτό ήταν αρκετό για το γούμενο.
- Λέγομαι Περικλής Λεονταρίδης, άρχισε ο εξόριστος.
Αν ήταν αλλοιώτικα τα πράγματα, θάμουν αρχαιολόγος. Θα σας ιστορήσω, όσο πιο σύντομα μπορώ, τη ζωή μου ως σήμερα.
- Δεν είσαι υποχρεωμένος, του είπε ο γούμενος. Ακόμη κι οι αρχαίοι, ποτέ δεν ρωτούσαν τίποτε, γι αυτόν που φιλοξενούσαν. Πόσο μάλλον εμείς, οι χριστιανοί!
- Οχι, γέλασε πικρά ο καθηγητής. Θέλω να τα ξέρεις όλα. Θέλω να με γνωρίσεις καλά, πριν μ' εμπιστευτείς. Θέλω να κερδίσω τη φιλία σου. Δε θέλω να μου τη χαρίσεις.
Ανάσανε βαθιά κι αρχίνησε.
- Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όταν γεννιόμουν, πίστευε, πως όλα τάχε υπολογίσει σωστά, πως όλα θα δούλευαν ρολόι και μετά το θάνατο του.
Τι κι αν πέθαινε; 0 γιός του, το σπλάχνο του, τ' όνομά του, θα συνεχιζόταν στους αιώνες, ομορφογραμμένο στην ταμπέλα του εργοστασίου, που με τόσο μόχθο κατάφερε να δημιουργήσει. «Εκ του μηδενός» συνήθιζε να καυχιέται «εκ του μηδενός, εδημιούργησα την κολοσσιαίαν ταύτην επιχείρησιν».
Δεν λογάριαζε και την τύχη, την ξεχνούσε. Ολα του ήλθαν βολικά, δεν ήθελε να το θυμάται. Ξεχνούσε και την συμβολή της μάνας μου, της Κασσιόπης. Τα μετρητά που κληρονόμησε απ' τον άκληρο νονό της ήταν η μαγιά για να στηθεί το θαύμα που ονόμασαν «Κ. Λεονταρίδης και Υιός». Κι η συμβολή της καημένης της μάνας μου, ήταν τόσο σημαντική, γι' αυτό το «και Υιός».
Δεκαπέντε χρόνια παιδευόταν από γιατρό σε γιατρό για να πετύχει το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Στο κρεββάτι και τους εννιά μήνες, μ' ενέσεις καθημερνά και να σκεφθεί κανείς πως δεν ήταν η πρώτη φορά. Αλλες έξι φορές απέβαλε μόλις έφτανε στον έκτο μήνα. Μα δεν έχανε το κουράγιο της και ξαναπροσπαθούσε.
- Πώς να κρατήσεις έναν άντρα, αν δεν έχεις να του προσφέρεις τουλάχιστον ένα γιο; συνήθιζε να λέει.
Τον αγαπούσε η καϋμένη η μάνα μου τον πατέρα. Τον αγαπούσε, όπως λένε οι γραφές, και στις καλές και στις κακές τους μέρες. Και τότε που αναγκάστηκε να ξενοπλένει για να ζήσουν, και τότε
που ζούσαν στα μέγαρα με τους λακέδες και τις μαγείρισσες.
Πάντα του στάθηκε πιστή κι αφοσιωμένη.
Δεν της ήταν δύσκολο, συνήθιζε να λέει, σαν την παινεύανε. «Είναι τόσο άσχημη!» συμλήρωνε εκείνος.
Δεν ήταν άσχημη η μητέρα μου. Για την ακρίβεια, ήταν πολύ ομορφότερη από πολλές απ' τις ερωμένες του πατέρα, μα της έλειπε αυτό το κάτι άλλο, που τραβά τους άντρες και τους δένει στα πόδια των γυναικών, αυτή η έμφυτη γυναίκια τέχνη να σαγηνεύουν και να εκμεταλλεύονται την ίδια την αδυναμία τους.
Η μάνα στάθηκε σ' όλη της τη ζωή άπραγη κι ευαίσθητη σαν ένα κοριτσόπουλο, πιστή κι ανθεκτική σαν ένα σκυλί, νοικοκυρά και φρόνιμη σα τη τελευταία δούλα και ποιός άντρας, που θέλει να καυχιέται για τον ανδρισμό του, εκτίμησε ποτέ τέτοιες γυναίκιες αρετές;
Ημουν τυχερός. Το γούρι της οικογένειας, έλεγαν με καμάρι. Με τη γέννησή μου, τα κέρδη της επιχείρησης πολλαπλασιάστηκαν. Ο πατέρας έγινε πρόεδρος κι η μάνα μου, τιμής ένεκεν, αναπληρωματικό μέλος σε έξι φιλανθρωπικά σωματεία.
Με μεγάλωναν σαν ακριβό λουλούδι. Η εύθραυστη υγεία μου μ' ανάγκαζε να περνώ τον περισσότερο καιρό μου πίσω απ' τα ψηλά παράθυρα με τις βαριές κουρτίνες, σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο ασφυκτικά γεμάτο παιχνίδια, αλλ' άδειο απ' την ανθρώπινη ζεστασιά.
Η μαμά, εκείνο τον καιρό, έπρεπε να δίνει δεξιώσεις για να καλοπιάνει υπουργούς και κυβερνήτες να δίνουν δάνεια στην επιχείρηση του μπαμπά, δάνεια, χαριστικά και σίγουρα.
Ο μπαμπάς πάντα μακρυά, μόνο κάνα σαββατόβραδο περνούσε βιαστικά πριν φύγει να μου ανακατέψει τα πάντα καλοχτενισμένα μαλλιά.
Για πολύ καιρό πίστευα, πως είμαι το μοναδικό παιδί σ' ένα κόσμο μεγάλων.
Το πρώτο παιδί που θυμάμαι, είναι ένα αλητάκι που έτρωγε της χρονιάς του απ' τον κηπουρό μας, γιατί τόλμησε να πηδήξει το φράχτη και να κλέψει κεράσια.
Ημουν τότε πεντέξι χρονώ. Το ξένο αγόρι θάταν λίγο μεγαλύτερο, κι αυτό με προβλημάτισε, μήπως και στον κόσμο των παιδιών υπήρχαν μόνο κοντορεβυθούληδες, πούκλεβαν τις μπότες του δράκου και τα κεράσια του κήπου μας, μήπως εμένα μ' είχαν αποκλείσει απ' τον τόσο μαγικό τους κόσμο, μιας και για μένα ο κόσμος δεν έκρυβε καμιά μαγεία.
Την ίδια εποχή, θυμάμαι, σε κάποιο σπίτι φιλικό, μου επέτρεψαν να πρωτοδώ κάποιο νεογέννητο. Ολοι τριγύρω θαύμαζαν, τι όμορφο που ήταν και πόσο μοιάζει στο μπαμπά, ενώ εγώ ήθελα να τους φωνάξω πόσο μου θύμιζε τη γριά παραδουλεύτρα, που σκεφτική και πάντα σκυμένη σφουγγάριζε καθημερνά ατέλειωτα μαρμάρινα σκαλιά στο σπίτι μας.
Στο σχολειό είχα δυσκολίες προσαρμογής. Ετσι είπε η δασκάλα. Δε μιλούσα, καθόμουν σε μια γωνιά δίχως να γελώ ή να κουνιέμαι, όπως έκαναν τ' άλλα παιδιά. Περιεργαζόμουν τον καινούργιο μικρόκοσμο που ανακάλυπτα βίαιο κι ορμητικό στα πρόσωπα των συμμαθητών μου.
- Προσοχή! Σιγά σιγά, μην πάθει ψυχικά τραύματα, είπαν οι γονιοί μου στη δασκάλα.
- Μα, φυσικά!! Πάντα σύμφωνα με τις αρχές της παιδαγωγικής, αποκρίθηκε κείνη. Αφήνουμε το παιδί ελεύθερο να εκφραστεί. Σιγά σιγά θα προσαρμοστεί. Ολοι θα το πλησιάσουμε. Αλλωστε το σχολείο μας είναι ίδρυμα απαιτήσεων και μόνο παιδιά κάποιου επιπέδου φοιτούν...
- Μα γιαυτό και εγώ πληρώνω τόσα, βιάστηκε να συμπληρώσει ο πατέρας μου. Θέλω το παιδί μου από τώρα να γνωριστεί με τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών. Απ' αυτό το σχολειό θα βγουν οι αυριανοί κυβερνήτες της χώρας κι είναι καλό, τις γνωριμίες να τις δημιουργείς, να μπορείς, απ' την κοιλιά της μάνας στου.
«Στην κυριολεξία» θα σκεφτόταν η μάνα μου, μιας και στο σχολειό με γράψανε πριν γεννηθώ. Ολοι θέλαν να γραφτούν σ' αυτό το σχολειό με τις τόσο λίγες θέσεις.
Μα η μάνα θα προτιμούσε το δημόσιο, φοβόταν πως σ' αυτό το περιβάλλον ο κόσμος γύρω μου ήταν ψεύτικος, φτιαχτός. Στο δημόσιο όλα είναι ανακατεμένα, όπως και στη ζωή.
Μα μ' έβρισκε τόσο μικρό κι ευαίσθητο! Προσπαθούσε να με προ φυλάξει όσο ήμουν κοντά της, όσο μπορούσε. Η ζωή είναι τόσο σκληρή! Και τι δε θάδινε η μάνα μου για να με γλυτώσει απ' το κακό της πρόσωπο!
Μα δυστυχώς για μένα, τα παιδιά σ' όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν, είναι σκληρά κι αμείλικτα για τους αδύναμους. Αν τα φτωχόπαιδα διασκεδάζουν κρεμώντας ντενεκεδάκια στην ουρά της γάτας, τα πλουσιόπαιδα διασκέδαζαν ταπεινώνοντας το δειλό κι αδέξιο συμμαθητή τους.
«Αν ήμουν δυνατότερος, ψηλότερος, ομορφότερος!! «συνήθιζα να ονειρεύομαι».
«Ολοι θα με φοβόντουσαν. Θα ήμουν πρόεδρος στην τάξη μου. Ολοι θα μ' αγαπούσαν. Τώρα είμαι μικροκαμωμένος. Ποιός σέβεται ένα νάνο;»
Ονειρευόμουν, μα σε κανένα δεν αποκάλυπτα τα μυστικά μου όνειρα.
Δεν είχα φίλους. Καμιά φορά αναρωτιόμουν, αν αγαπούσα αληθινά κανένα ή κάτι στον κόσμο. Τη μητέρα, δίχως να ξέρω το γιατί, τη λυπόμουν, έτσι λεπτοκαμωμένη κι εύθραστη, πάντα πρόθυμη να θυσιαστεί.
Τον πατέρα, τον αντιπαθούσα, πάλι δίχως να ξεδιαλύνω τις αιτίες. Μ' ενοχλούσε ο τρόπος που μασούσε το φαί, ο γεμάτος αισθησιασμό τρόπος που δοκίμαζε το κρασί, τα κομψά του ρούχα, τα χοντροκομένα χέρια του.
Ο μόνος ξένος, που κάπως συμπαθούσα, ήταν η γκουβερνάντα μου, η Σουλτάνα. Θυμάμαι, τότε που δωδεκάχρονο αγόρι είχα επισκεφθεί το σπιτικό της τα Χριστούγεννα, για κάποια φιλανθρωπία.
Σε μια βρωμερή καλύβα δέκα παιδιά, στριμωγμένα, κακοντυμένα κι αδύνατα, να κοιτούν με ζήλια τα καλοραμμένα ρούχα και τα γεμάτα χέρια μου, να μη τολμούν ν' αγγίξουν τα πακέτα που ακούμπησε η μαμά στο γυμνό χαραγμένη απ' το χρόνο τραπέζι, οι θρηνητικές ευχές της Σουλτάνας κι όπως φεύγαμε η οργισμένη φωνή του πατέρα.
- Τι βρωμιά! Ούτε σταύλος!» κι η συμβιβαστική απόκριση της μητέρας:
- Κουράζεται τόσο, όλη μέρα στο σπίτι μας!
Μα κείνο που θυμάμαι πιο πολύ, είναι οι φωνές απ' τους παιδικούς καυγάδες της μοιρασιάς, που η παλιόπορτα δεν κατάφερε να φυλακίσει στο φτωχικό δωμάτιο.
Μια κλώσσα με καμπόσα κλωσσόπουλα, δυσκόνεψαν το διάβα μας απ' τη λασπωμένη αυλή. Μύριζε παντού άσχημα. Απ' τα διπλανά χαμόσπιτα, έννοιωθες τις σκιές να σε κατασκοπεύουν.
Τότε για πρώτη φορά, ντράπηκα πραγματικά για την ίδια μου την ύπαρξη.
Γύρω στα δεκαέξι μου, παρασύρθηκα απ' τους συμμαθητές μου , πιότερο απ' την ανάγκη να ταιριάξω μαζί τους και με χρήματα του πατέρα, που καμάρωνε, πρωταγόρασα τον έρωτα σ' ένα μπορντέλο πολυτελείας.
Απογοήτευση! Καμιά χαρά! Πούναι αυτά που τάζαν τα βιβλία; Πούναι η ηδονή, η τέρψη, σ' αυτά τα ξέφρενα μεθύσια μ' ανόητες γυμνές;
Εγώ την γυναίκα μου την ονειρευόμουν όμορφη, μα προπάντων έξυπνη και μορφωμένη.
- Κουταμάρες!, θάλεγε ο πατέρας μου, αν το μάθαινε. Η γυναίκα, όσο λιγώτερο μυαλό έχει, τόσο καλύτερα. Μα κι η μάνα θα συμφωνούσε. Την είχα ακούσει να λέει:
- Ο άντρας πρέπει να ξέρει τη γυναίκα του απ' τη μέση και κάτω.
Ο πρώτος μου αληθινός έρωτας ήταν μια δασκάλα των γαλλικών, φτωχοκόριτσο, μα αριστούχα, που ένας θεός ξέρει πώς, προσέλαβε ο πατέρας αντικαθιστώντας το γέρο παράξενο προκάτοχο της.
Ηταν παχουλή κι αφράτη, πάντα γελαστή και πρόσχαρη μ' αρκετά σοβαρή για να δείχνει επιπόλαιη.
Δυο χρόνια πάλευα να της εκφράσω τον έρωτά μου. Εγραφα στίχους, ξενυχτούσα για το χατήρι της, ώσπου την έπιασα να φιλιέται παθητικά με τον πατέρα σε κάποια γωνιά του σαλονιού.
Το πλήγμα ήταν βαρύ, και γινόταν ακόμη βαρύτερο, μιας και δεν έπρεπε κανείς να καταλάβει το παραμικρό απ' όλο αυτό το δράμα, προπάντων η μητέρα.
Ορκίστηκα πως καμιά, μα καμιά γυναίκα δεν αξίζει τον κόπο ν' αγαπιέται , και ρίχτηκα ξανά στις ευκολίες του αγοραίου έρωτα. Εκεί τουλάχιστον δεν κινδύνευες τίποτε. Οι πόρνες ήταν πιο έντιμες, δε σου πουλούσαν αίσθημα. Η καρδιά τους ήταν σφιχτομανταλωμένη. Πρόσφεραν μόνο την απαλότητα και τη ζεστασιά του κορμιού. Κάτω απ' το δέρμα, το κορμί τους ανήκε απόλυτα.
Ο πατέρας ήταν πανευτυχής. Ολα πήγαιναν, όπως τάχε προ γραμματίσει. Ο γιός του, δίχως πολλά σκαμπανεβάσματα περνούσε την εφηβεία, θα παντρευόταν τη γυναίκα που θα διάλεγε εκείνος, θα μεγάλωνε έτσι την επιχείρηση και θα τον διαδεχόταν στη διεύθυνση της.
Από κάποιο σημείο κι έπειτα, όλα άρχισαν να στραβώνουν, λες και κάποιος δαίμονας γκρέμιζε ότι με τόση περίσκεψη ο πατέρας οικοδομούσε.
Πρώτα απ' όλα, ξαφνικά, δίχως κανείς να καταλάβει την αιτία, πέθανε η μητέρα, εκεί που έπινε ήσυχα το τσάι της.
- Καρδιά, είπε ο γιατρός, αν και ποτέ δεν είχε παραπονεθεί για το παραμικρό.
Την έθαψαν με τις τιμές που της άξιζαν, σα συζύγου ενός τόσο δυναμικού επιχειρηματία και υπουργοί κι ακαδημαϊκοί και στρατηγοί παραβρέθηκαν αδάκρυτοι και στητοί στην πολυτελή κηδεία.
Ο πατέρας συντριμένος, μόλις συγκρατούσε τους λυγμούς του, ενώ εγώ, ο γιός της, απαθέστατος κοιτούσα εξεταστικά τον κόσμο, τα στεφάνια, αποφεύγοντας μ' επιμέλεια ν' αντικρύζω το ωχρό της πρόσωπο.
- Λες νάναι ηλίθιος; αναρωτιόντουσαν οι κυρίες.
- Κρίμα, τόσο χαριτωμένος νέος! άκουγα να ψιθυρίζουν.
- Μπα, θάναι αναίσθητος, σαν όλους τους άντρες, συμπέραιναν.
- Καημένη κυρία Κασσιόπη! Κατέληγαν. Που τον είχες μη βρέξει και μη στάξει!!
Η αλήθεια ήταν, πως δε μπορούσα να αισθανθώ απολύτως τίποτε. Δε μπορούσα ακόμη να συνειδητοποιήσω το τελεσίδικο αυτού του γεγονότος. Ως τότε δεν έτυχε να δω νεκρή, μήτε μια καρδερίνα. Ως τότε ο θάνατος ήταν κάτι για όλους τους άλλους έξω από μένα και την οικογένειά μου! Ετσι, μέχρι και την τελευταία στιγμή πίστευα πως, δεν μπορεί, κάτι θα συμβεί, κι η μάνα μου θ' αναστηθεί, πως λάθος θάτανε, κάτι είχε πάρει τ' αυτί μου για νεκροφάνειες, ίσως και ν' ανασταινόταν, δε μπορεί, είναι τόσο άδικο, αφού δεν ήταν άρρωστη, είναι βλακώδες, δεν πεθαίνουν έτσι οι άνθρωποι δίχως αιτία κι αφορμή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια απαιτεί να υπάρχει στο θάνατό μας κάποιος σκοπός, αφού φαίνεται δεν υπάρχει στη ζωή μας.
Ομως η μάνα παρέμεινε ανέκφραστη και βουβή, δίχως νάχουμε προλάβει να πούμε ούτε ένα αντίο!!
Μόνο γυρίζοντας στο σπίτι για πρώτη φορά ένιωσα τόσο άδεια τα θεώρατα δωμάτια, τόσο κρύα την καλοζεσταμένη απ' τα καλοριφέρ ατμόσφαιρα. Η γυναίκια παρουσία, που ως τότε αγνοούσα γιατί με τύλιγε, τώρα μ' άφηνε γυμνό κι ανυπεράσπιστο! Κι ένιωσα πρώτη φορά τόσο ασήκωτη τη μοναξιά μου σ' αυτό τον κόσμο, που κανένα δάκρυ δεν ήταν δυνατό να συμπυκνώσει αυτόν τον πόνο σ' ελπίδα.
Αν και τα σχέδια του πατέρα φάνηκε για μια στιγμή να κλυδωνίζονται, επιτήδειος κυβερνήτης πάντα, βιάστηκε να τα επαναφέρει στο σωστό του δρόμο μ' ένα πετυχημένο συνοικέσιο.
Η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί. Ζωντοχήρα, από πολιτικό τζάκι και με περιουσία, η καινούργια μου μαμά ήταν λίγο μεγαλύτερη από αδελφή μου.
Μα ούτε και τώρα αντέδρασα. Μόνο ήρεμα ανακοίνωσα στον πατέρα την απόφασή μου να σπουδάσω αρχαιολογία. - Μα, παιδάκι μου, επιχείρηση έχουμε!! Διάλεξε κάποιαν άλλη σχολή, που νάχει σχέση με τη δουλειά μας, με αποπήρε στην αρχή εκείνος, μα μπρος στην επιμονή μου κάμφθηκε με το σκεπτικό «Παιδί είναι, θα του περάσει! Αχρηστο είναι, έτσι κι αλλιώς. Μήπως εγώ σπούδασα για να προκόψω; Ας μη του πάω κόντρα και θα το ξεχά σει».
Μα δω αστόχησε ο πατέρας. Μπήκα στη σχολή, για να νικήσω το θάνατο, για να στήσω σε πείσμα του χρόνου νεκρές πολιτείες. Κι εκεί ανακάλυψα, πως ως εκείνη τη στιγμή κι εγώ ήμουν νεκρός. Μπήκε στη ζωή μου η Ειρήνη.
Τι να σου πω πάτερ για την Ειρήνη;
Αγάπησες ποτέ γυναίκα περ' απ' το θάνατο; Εξω απ' την ύπαρξή σου;
Κρατώντας τη στην αγκαλιά μου ένιωθα πως ήμουν ξανά ενωμένος με τη βαθύτερή μου φύση. Είμαστε ένα. Θα το πιστέψεις; Ο πως γράφουν τα βιβλία σου.
«Και έσονται οι δύο εις σάρκα μία».
Κι όσο σκέφτομαι, πως στην αρχή, μου φάνηκε αχώνευτη, άσχημη, υπεροπτική!!!
Αυτό τ' αχτένιστο φτωχοκόριτσο, που ξεσήκωνε τους φοιτητές σ' επαναστάσεις, πού έβρισκε τη δύναμη το βρωμοκόριτσο; Κου-κουεδίνα βλέπεις, του σχοινιού και του παλουκιού!
Θυμάμαι, παπά, το πρώτο βράδυ μας... Τ' αθώα μάτια ... το δάκρυ στο μάγουλο της.. Ηταν παρθένα και μου δόθηκε...
Δεν το περίμενα απ' αυτή, τη τόσο φιλελεύθερη, που διαλαλούσε την ισότητα, που πάλευε για τα γυναίκια δικαιώματα...
Ηταν παρθένα... και μου δόθηκε, λεύτερα και φυσικά... γιατί... με αγαπούσε...
Ούτε κι εγώ θυμάμαι πως φτάσαμε ως εκεί.
Μιλούσαμε, διαβάζαμε, πήγαμε σε κάποια σπίτια φιλικά, συζητούσαμε, μπήκα στην παρανομία φυσικά όπως το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα. Και πώς να μ' εμπιστευτούνε, το γιο του εργοστασιάρχη Λεονταρίδη;
... Κι έπειτα... μου την πήραν μια βραδιά... Την έκλεισαν και τη βασάνιζαν... Πριν ακόμη έλθουν οι γερμανοί...
Πήγα στον πατέρα μου, τον ικέτεψα. Είχε τόσα μέσα στην κατάσταση...
- Παράτα με, μούπε. Αλλη φορά να διαλέγεις καλύτερες γκόμενες.
Εφυγα απ' το σπίτι. Δούλευα σε γιαπί. Το πτυχίο, άχρηστο. Είχα χαρακτηριστεί.
Δεν μ' άγγιζαν, γιατί ήμουν γιος του.
- Πού θα πάει; Σε μας θα γυρίσει, σκεφτόντουσαν.
Κι εκείνη, πίσω απ' τα συρματοπλέγματα, αδύνατη, χλωμή, με μάτια μελανιασμένα και νύχια βγαλμένα, με στόμα γυμνό απ' τα ξε ριζωμένα δόντια, τ' αχτένιστα μαλλιά της αραιά... αμίλητη σα σκιά, τα μάτια της θεώρατα να με κοιτούν θριαμβευτικά, εκείνη, η αγάπη μου...
Επειτα, ήλθε ο πόλεμος. Δε με πήραν φαντάρο.
Ξέρεις πως μας αρνήθηκαν αυτή την τιμή; Μας έκριναν ανάξιους να σκοτωθούμε για την πατρίδα!! Λες και το αίμα μας ήταν μολεμένο, λες και δεν άξιζε να υπερασπίσει τούτη τη γη.
Εκείνη έσβυσε τη μέρα πούμπαιναν οι γερμανοί.
Ετρεξα στις φυλακές να τη βγάλω. Ηθελαν, τα γουρούνια να τους παραδώσουν στον εχθρό. Οι φασίστες στους φασίστες...
Ηταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι της, σα να κοιμόταν, λεπτή κι α δύναμη σαν κοριτσάκι...
Ημουν ευτυχισμένος και δεν πρόσεξα τα πετρωμένα πρόσωπα των γυναικών, που με κυκλώναν. Την άρπαξα στην αγκαλιά μου ελαφριά σαν πεταλούδα...
- Μη φοβάσαι! Ολα θα πάνε καλά, ήθελα να της πω. Ολα θα περά σουν... Μα ήταν αργά. Τα φωτεινά της μάτια είχαν βασιλέψει... Ο ήλιος πια για μας , είχε χαθεί.
Μούπανε τότε και για το παιδί. Δεν τόξερα. Τόχε κρατήσει μυστικό. Για έκπληξη... Απόβαλε απ' τα βασανιστήρια.
Ηταν η μόνη φορά που έκλαψε, κι όλες μαζί συντρόφευαν αυτό το θρήνο.
Τη ζωή μας τη διαφεντεύουμε. Δίνουμε το λόγο στο Θεό ή τους ανθρώπους για τη ζωή μας. Τη ζωή όμως που γεννιέται απ' τη ζωή μας, δεν τη κατέχουμε, δε μας ανήκει...
Πονούσε περισσότερο την αγέννητη ζωή, τη ζωή της ελπίδας, απ' τη δική της ύπαρξη, πούβλεπε να στραγγίζει σταλιά σταλιά.
Κι αυτό το βλέμμα της, δε λέει να φύγει απ' την ψυχή μου...
Βγήκα στ' αντάρτικο. Τόσα χρόνια μεσ' τα χιόνια και την κάψα να πολεμάμε τον εχθρό σαν τους κλέφτες...
Κι όλοι τότε, σύμμαχοι...
Τόσοι φίλοι στις φυλακές... τόσοι σύντροφοι στ' απόσπασμα...
Μα είχαμε παρηγοριά. Πήγαν απ' του οχτρού το χέρι, όχι απ' του αδελφού μας...
Φτιάξαμε σχολειά, κει, στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκανα το δάσκα λο. Θυμάμαι τα πεινασμένα παιδικά μάτια πως ρουφούσαν την ιστορία... Θυμάμαι το Λεωνίδα...
- Ποιό Λεωνίδα; ρώτησε ξαφνιασμένος ο γούμενος. Ηξερες το λοχία;
- Το λοχία; ταράχτηκε ο εξόριστος ξεστρατίζοντας την κουβέντα.
Κι αν ήξερα; Κανείς μας δεν κρατούσε τ' αληθινό του όνομα τότε. Ολοι γνωριζόμαστε με τα καινούργια ονόματα της συνωμοσίας και της ελπίδας.
Λεωνίδα.. Ηξερα κάποιον Λεωνίδα κι ίσως ήταν λοχίας κι αν δεν ήταν ο δικός σου, σίγουρα του έμοιαζε... Το σκότωσαν στη μάντρα της Καισαριανής. Είχε κατέβει μ' αποστολή.
Ηταν άτυχος. Αυτό είναι όλο... Τελικά η ζωή μας δε μετράει και τόσο.. Σεις οι παπάδες το ξέρετε καλύτερα... Αξίζει μόνο για να λιπαίνει το χωράφι της λευτεριάς...
- Της λευτεριάς τίνος; ρώτησ' ο ηγούμενος σκεφτικά.
- Της λευτεριάς όλων, του καινούριου κόσμου, που θαρθεί, είπε ορμητικά ο εξόριστος.
- Κι η λευτεριά του καθενός πώς χτίζεται; ρώτησε πάλι ο γούμενος, μα ο εξόριστος συνεπαρμένος απ' τις οπτασίες του συνέχιζε να κυνηγά τα οράματά του.
- Κι έπειτα, με την απελευθέρωση, μας πρόδωσαν, παπά. Ολοι μας πρόδωσαν. Κι ήθελαν να μας κάνουν σπιούνους. Οσοι υπόγραψαν, πάει καλά. Οι άλλοι φυλακή ή εξορία ή ακόμη στο απόσπασμα από αδελφικά χέρια...
- Κι εσείς, όμως μολύνατε τα χέρια σας με αίμα αδελφικό, είπε ο παπάς αυστηρά.
- Πιστεύεις όσα διαδίδουν; ρώτησε πικραμένα ο εξόριστος.
- Οχι όλα, είπε ο παπάς. Φτάνει σε μένα μόνο το μίσος, που ξεχειλίζει από ανθρώπους που έπαθαν από αυτή την κοσμοχαλασιά. Ξέρω πως το μαχαίρι κόβει κι απ' τις δυό πλευρές... Κι είναι τρελό να το στρέψουμε με τα ίδια μας τα χέρια στην καρδιά μας.
Αν υπήρχε λογική...
- Λογική; Ξέσπασ' ο εξόριστος. Μόνο πολιτική υπάρχει, παπά. Μοίρασαν τον κόσμο σε φέτες κι αλίμονο σ' όποιον έλαχε λάθος κομμάτι.... Ολοι μας πρόδωσαν, στο λέω ξανά, όλοι.. Μα πώς να προ δώσω την Ειρήνη, το Λεωνίδα, τους πεθαμένους φίλους μου;
Δεν καταλαβαίνουν από πολιτική εκείνοι. Μόνο πικραίνονται για τα όνειρά τους, που τρεμοσβύνουν! Οσο ζω, το ξέρουν, κάτω απ' τη στάχτη, θα σιγοκαίει η σπίθα της ελπίδας. Κι ίσως, ποιός ξέρει; Κάποτε θα ξανανάψει πυρκαϊά.
Απ' την κουζίνα ακούστηκαν οι πρώτες ετοιμασίες του Παρθένιου για το πρωϊνό.
Απ' το παράθυρο θριαμβευτικά όρμησε μια φωτεινή δέσμη.
Ο γούμενος χαμογέλασε ζεστά στον εξόριστο.
- Καλωσήλθες, Περικλή, στην οικογένειά μας. Νάξερες πόσο σε χρειαζόμαστε!!!
Σε μια βδομάδα, ταυτόχρονα, πήρε δυο έγγραφα, ένα απ' τη διοίκηση της χωροφυλακής κι ένα από τον καινούργιο δεσπότη. Τον καλούσαν κι οι δυό σε απολογία.
Μια τοπική φυλάδα που κυκλοφόρησε τον κατηγορούσε έμμεσα, μα φανερά για τις επικίνδυνες πρωτοβουλίες του.
Την ίδια κιόλας μέρα ετοιμάστηκε για την πρωτεύουσα του νομού.
Ο Περικλής τον χαιρέτησε σοβαρά, κοιτώντας τον βαθειά στα μάτια.
- Κουράγιο, του ψιθύρισε.
Ο Παρθένιος βλαστημώντας και κλαίγοντας ετοίμασε μια βαριά τσάντα καλούδια «για το ταξίδι» και τον ξεπροβόδισε ως το πλοίο, παρά τις αντιρρήσεις του γούμενου.
Το λιμάνι ήταν όλο ζωή. Τίποτε δε θύμιζε το κρύο πρωινό, που πρωτόρθε ο γούμενος στο νησί. Το πλοίο σφύριζε αραγμένο στ' ανοιχτά, τα ζώα στη σειρά φόρτωναν και ξεφόρτωναν πραμάτειες, οι μπενζίνες πηγαινοέρχονταν φορτωμένες ως τα μπούνια μ' ανθρώπους και πράματα.
Βρωμούσε καβαλίνα, οι δρόμοι γλιστρούσαν ασκούπιστοι, οι αγωγιάτες παράβγαιναν με τις φωνές να κλέψουν πελάτες, μερικούς τους φόρτωναν με το ζόρι στα μουλάρια κι έτρεχαν βιαστικοί να προλάβουν κι άλλο αγώι. Τα πόδια τους, γυμνά στ' αγκάθια, οι πατούσες σκληρές και κίτρινες, αδιάφορες στις καιρικές συνθήκες, οι μύτες κοκκινισμένες απ' το πιοτό και τα μαντήλια στο λαιμό δεμένα για μαγκιά, είχαν μαυρίσει απ' τον ιδρώτα και το χώμα.
Ολοι τον χαιρετούσαν με σέβας. Εκοβαν στη μέση τα βρωμόλογα, τούκαναν χώρο να σταθεί, τα παιδιά έτρεχαν από μακρυά να του φιλήσουν το χέρι.
Χάιδευε τα ξουρισμένα κεφαλάκια τους κι η τυραγνισμένη του μορφή μέρευε.
- Την ευχή σας, τούλεγαν.
- Την ευχή του Χριστού, παιδί μου, αποκρινόταν. Την ευχή της Παναγίας.
Τα παιδιά έφευγαν τρέχοντας ανάλαφρα σαν τα ζαρκάδια.
Τον αγαπούσαν. Του εξομολογιόντουσαν τόσο δραματικά πριν κοινωνήσουν, τ' αβάσταγα, γι αυτά κρίματά τους! Τους πρώτους παιδικούς έρωτες.«Μα λένε, πάτερ, είναι κακό ν' αγαπάς», τις πρώτες τους επαναστάσεις, «Μισώ τον πατέρα, σα γυρνά πιωμένος και χτυπά τη μάνα». Τις πρώτες τους επιθυμίες «Τα βράδια ονειρεύομαι... ε... να... κακά πράγματα...»
Κι αυτός να προσπαθεί να ρίξει λίγο φως στη σκοτισμένη τους ψυχή, να προσπαθεί να τους εμπνεύσει την εμπιστοσύνη για την αγάπη του Θεού, για τη μακροθυμία του, για τη χαρά της ζωή που ο Θεός την έφτιαξε για τους ανθρώπους, για την ομορφιά του έρωτα, που πλάστηκε απ' το Θεό να σφιχτοπλέκει αδιάσπαστα τον άντρα με τη γυναίκα, για την ελπίδα της καινούργιας ζωής, που βγαίνει απ' την αγάπη δύο ανθρώπων.
Τα παιδιά τον άκουγαν μαγεμένα.
Ως τότε, στο σχολειό, όλοι τους μίλαγαν για έναν αυστηρό Θεό, τυραγνικό αφέντη, κακότροπο κι αχόρταγο, που όλο απαιτούσε υ ποταγή, θυσίες, αίμα, που ποτέ δε χαμογελούσε, που πάντα παραφύλαγε με το θεώρατό του μάτι, πότε θα πεις κακή κουβέντα, πότε θα πεις ψέμματα, πότε θα κάνεις κάτι κακό για να σε φυλακίσει για πάντα στην τυραγνική κόλαση. Ενας Θεός, πούμοιαζε στον πατέρα τους, που με τη βίτσα στο χέρι τους πρόσμενε στην πόρτα μόλις αργούσαν να φανούν, ξεμυαλισμένα απ' το παιχνίδι.
- «Πώς θα γίνετε άνθρωποι, μωρέ; Θα σας κάνω εγώ ανθρώπους με το ζόρι. Ετσι πάντα έλεγαν, ενώ χτυπούσαν με μίσος τα γυμνά πόδια των παιδιών.
Και στο σχολειό, ο δάσκαλος μήπως τα ίδια δεν ήταν;
- Γράψτε εκατό φορές «Δεν θα ξαναμιλήσω στην τάξη» και το αυτί πάντα κόκκινο, φωτιά, απ' το τράβηγμα σε κάθε απροσεξία.
«Πώς θα γίνετε άνθρωποι». Ετσι έλεγαν όλοι, λες και τα παιδιά δεν ήταν άνθρωποι...
Κι έπειτα, νάρχεται ο γούμενος και να μιλά γι άλλα ωραία πράγματα, τόσο φωτεινά!!
Πως τάχα, δεν υπάρχει το κακό, όπως δεν υπάρχει το σκοτάδι. Υπάρχει, λέει, μόνο το φως. Σαν ανάψει το φως, εξαφανίζει το σκοτάδι.
Ετσι και μπροστά στην καλωσύνη, η κακία γίνεται καπνός. Μοιάζουν ανόητα όλα τούτα. Απίστευτα! Κι όμως! Κοντά στο γούμενο, κι εκείνα ένιωθαν καλά παιδιά κι ο κόσμος, τους φαινόταν πιο μεγάλος, πιο ωραίος και κάπως σα να τους χαμογελούσε. Λες κι ο γούμενος φώτιζε τον κόσμο.
Ανέβηκε στο πλοίο, που σφύριζε ολοένα. Εβλεπε ακόμη τη χοντρή σιλουέττα του Παρθένιου στην προκυμαία, να κυματίζει χαρωπά ένα κόκκινο μαντήλι, μεγάλο σαν τραπεζομάντηλο. Ο γούμενος χαμογέλασε.
- Ο Παρθένιος, συλλογίστηκε. Ο πιο πιστός μου φίλος! Με την καρδιά μικρού παιδιού! Στην υπηρεσία του Θεού, ακόμη κι όταν αμαρτάνει!
Δίνεται στη ζωή στην ομορφιά της, με τόσο πάθος, που εγώ ποτέ δεν θα δοθώ.
Εγώ, αφήνομαι στο χέρι του θεού να μ' οδηγήσει. Αυτός, παιδί ανήσυχο, σέρνει το Θεό τραβώντας Του το χέρι στο δικό του δρόμο. Δεν πειράζει! Αρκεί που κρατά σφιχτά του Θεού το χέρι. Δεν κινδυνεύει ποτέ ο Παρθένιος!
Θυμήθηκε τότε, την πρώτη επίσκεψη του δεσπότη στο νησί τους.
Στη μεγάλη σάλα του μοναστηριού, ετοίμασαν επίσημο τραπέζι για την υποδοχή του καινούριου δεσπότη.
Καλεσμένοι όλοι οι πρόκριτοι του νησιού κι οι αρχές του τόπου. Ο Παρθένιος, σαν ακροβάτης έφερνε πιατέλες, σέρβιρε κρασί, άλλαζε τα πιάτα. Ο ιδρώτας πότιζε πηχτός το σβέλτο χοντρό κορμί του, χαμογελούσε και πετούσε καλαμπούρια, που οι άλλοι σα ζαλίστηκαν απ' το κρασί άρχισαν να του τα επιστρέφουν πιο χοντροκομμένα.
Στο τέλος κι ο ίδιος ο δεσπότης, που πληροφορήθηκε την πνευματική φτώχεια του υποτελούς του αξίωσε να του ρίξει μια κοροϊδευτική ματιά κι υψώνοντας το ποτήρι του να κάνει την πρόποση:
- Στην υγειά σου Παρθένιε, κι ο Θεός να σου δώσει ότι σου λείπει.
- Επίσης, δέσποτά μου, αποκρίθηκε ο Παρθένιος κάνοντας μια βαθειάν υπόκλιση.
- Και τι μου λείπει εμένα; χαχάνισε αυτάρεσκα ο μητροπολίτης.
- Η γυναίκα, δέσποτά μου, ανταπάντησε τολμηρά ο καλόγερος. Και σεις κι εγώ, δεν έχουμε γυναίκα.
Το γέλιο κόπηκε, μαχαίρι, ο μητροπολίτης βιαστικά σηκώθηκε απ' το τραπέζι και δίχως να προσευχηθεί μετά το φαγητό, βγήκε απ' την τραπεζαρία θυμωμένος.
Ο Παρθένιος, φυσικά και δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Γι αυτόν όλα είναι απλά και ξεκάθαρα. Γι αυτό κι ο Θεός σίγουρα του κρατά πολύ σφιχτά το χέρι.
Ο Παρθένιος είναι απ' τους φίλους που μήτε ο Θεός δεν θέλει να χάσει».
Το καράβι ξεκίνησε σφυρίζοντας βραχνά. Φύσηξ' αγέρας κι όλοι στριμωχτήκαν πάνω στο κατάστρωμα.
Μυστήρια αυτά τα ποστάλια! Μέσα σε πνίγει η μπόχα κι η ζέστη, έξω σε περονιάζει η υγρασία κι ο αγέρας.
Το καράβι ήταν γεμάτο ψυχές. Ολοι κάποια δουλειά είχαν να κανονίσουν στην πρωτεύουσα. Αλλος ήθελε γιατρό για το παιδί του, άλλον τον κάλεσαν φαντάρο, άλλος είχε δικαστήριο, άλλοι πήγαιναν για εμπόριο. Στην πρώτη θέση βέβαια, υπήρχαν κι άλλοι που πήγαιναν για ψώνια ή για ν' αλλάξουν τον αέρα τους, να ξεφύγουν απ' την πλήξη της επαρχίας.
Οχι δηλαδή, πως η πρωτεύουσα του νομού, ήταν καμιά πόλη της προκοπής -επαρχιακή πόλη, τι περιμένεις;- μα όσο νάναι δεν είχε και τα χάλια του νησιού, την ερμιά και την κακομοιριά του.
Στο κατάστρωμα ο γούμενος κάθισε καταγής, τα παγκάκια ήταν όλα γεμάτα ζαλισμένους ανθρώπους κουκουλωμένους ως το κεφάλι με κουβέρτες.
Ο ελεγκτής, που πέρασε έπειτα από λίγο για τα εισιτήρια έπρεπε να πηδάει πάνω από ξαπλωμένα κορμιά, κανείς δε σάλευε να τον διευκολύνει, όλοι ξερνοβολούσαν, η αποφορά, θέλοντας και μη, σούφερνε ναυτία, τα παιδιά έκλαιγαν ταλαιπωρημένα κι ανήσυχα, μάταια πάσχιζαν οι μανάδες να τα ξεγελάσουν με κάνα αυγό ή κάνα ξεροκόμματο.
Σα μεσημέριασε, όλοι άνοιξαν τα σακουλάκια τους κι άρχισαν να μασουλούν αυγά σφιχτά, κεφτέδες, ψωμί, ελιές και κρεμύδι, όλα αυτά με το στανιό, μιας κι ήξεραν πως, όπου νάναι, θα τα βγάζαν ξανά, μα από συνήθεια, γιατί ήταν μεσημέρι, γιατί όλοι έλεγαν, πως πρέπει κανείς στο ταξίδι νάχει γεμάτο το στομάχι του για να μη ζαλίζεται.
Ο γούμενος άνοιξε το δισάκι του και μοίρασε στους κοντινούς του τα καλούδια, που τούχε ετοιμάσει ο Παρθένιος. Αυτοί δεχόντουσαν διστακτικά κι έπειτα έτρωγαν με τόσην ορμή, λες και δεν είχαν ξαναφάει στη ζωή τους.
Ηταν πια βράδυ όταν έφθασαν στην πρωτεύουσα του νομού.
- Μαμά, μαμά, φώναξε μια μικρή, καθώς έμπαιναν στο λιμάνι. Καλέ, κοίτα πόσοι ήλιοι!!!
Ολοι γέλασαν μ' ανακούφιση.
- Τι να κάνει το παιδί; δικαιολογήθηκε η μάνα. Σάμπως έχει ξαναδεί ηλεκτρικό;
Ο κόσμος που σουλάτσαρε στην προκυμαία είχε μαζευτεί κοντά στο πλοίο κι όσοι κατέβαιναν γινόντουσαν θέαμα για διήγηση στους ντόπιους.
Το αν είχε κόσμο το καράβι, ήταν απ' τα σοβαρά συμβάντα της βδομάδας. Μαζί με τους ντόπιους, μαζεύονταν στην αποβάθρα και τα δουλικά, που τα νησιά τροφοδοτούσαν την πρωτεύουσα κι αυτά πολιορκούσαν ασφυχτικά κάθε συντοπίτη τους κι απαιτούσαν απ' τον παραζαλισμένο απ' το ταξίδι χριστιανό να μάθουν όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά του χωριού τους.
Κι ήταν τόση η δίψα κι η λαχτάρα κι η νοσταλγία τους, που ο άλλος, θέλοντας και μη αναγκαζόταν ν' απαντά σ' ερωτήσεις τύπου: «Γέννησε η φοράδα της Μαγδάλως;» ή «Πόσα πρόβατα έχει φέτος το χωριό;» ή «Με ποιόν γκαστρώθηκε η Κατίνα;».
Ο γούμενος τράβηξε ίσα για τη μητρόπολη. Του άνοιξε ένας νεαρός παπάς με ξανθά, αφύσικα γυαλιστερά μαλλιά και γένια και - ήμαρτον Χριστέ μου - με λαμέ κόκκινο ράσο.
- Ο σεβασμιότατος αναπαύεται, του δήλωσε αμέσως, ενώ αντηχούσε τρανταχτό το γέλιο του δεσπότη, με τη συνοδεία μαχαιροπήρουνων.
Περπάτησαν ατέλειωτους διαδρόμους με παχιά βελούδινα χαλιά και πίνακες στους τοίχους κι έφθασαν τέλος σε μια σκαλίτσα, που ανηφόριζε στριφογυριστή. Εδώ ο ξανθός παπάς σταμάτησε.
- Ο κοιτώνας σας είναι μόλις ανεβήτε, είπε. Την ευχή σας, πάτερ.
- Την ευχη του Χριστού, απάντησε κουρασμένα ο γούμενος.
Στην κορφή της σκαλίτσας, μια πόρτα χαμηλή οδηγούσε σε μια στενή σοφίτα μ' ένα σκληρό ντιβάνι κι ένα σταυρό στον τοίχο.
- Στα μέτρα μου, ανάσανε ο γούμενος. Τίποτε που να μου θυμίζει, πού βρίσκομαι και γιατί βρίσκομαι εδώ.
Αθελά του συλλογίστηκε την εικόνα του άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης ξυπόλητου και ρακένδυτου μπροστά στο εκθαμβωτικό μεγαλείο του Πάπα.
- Αλίμονο, αλίμονό σου, δύστυχε! μουρμούρισε.
Πώς τόλμησες να κάνεις τέτοια σύγκριση, εσύ, ο τελευταίος αμαρτωλός;
Εσύ που ντύνεσαι την ταπείνωση με την ελπίδα της αιώνιας δόξας, συ που υποδέχεσαι το θάνατο με τη βεβαιότητα της αθανασίας, συ που εξευτελίζεσαι, γιατί σούπαν πως μόνο έτσι θ' ανυψωθείς!!
Κοίταξ' απ' το παράθυρο την πολιτεία που κοιμόταν γαληνεμένη.
Αγιος στ' αλήθεια ειν' ο φτωχός, που ξενυχτά στο στρώμα ακούγοντας το κλάμα του παιδιού του που πεινάει.
Αγιος στ' αλήθεια είν' ο άντρας που συγχωρά κι αγκαλιάζει με πάθος τη γυναίκα που μόλις τον πρόδωσε.
Αγια στ' αλήθεια, είναι η γυναίκα που ανέχεται τον μπεκρή την ώρα που μεθυσμένος της γυρεύει ικανοποίηση, αυτόν που τη χτυπά και την εξευτελίζει κι αυτή, το στόμα της σφιχτά κλειστό, να μη το μάθουν τα παιδιά, να μη το δει ο κόσμος.
Αγιος στ' αλήθεια είναι ο άθεος που με τη σιγουριά, πως πέρα απ' το θάνατο δεν τον προσμένει τίποτε, προσφέρει τη ζωή του λίπασμα στις γενιές των ανθρώπων, που μήτε τ' όνομά του ποτέ θα μάθουν.
Αγιος στ' αλήθεια είν' ο ληστής, που μια στιγμή μπρος στο κατώφλι του θανάτου κλέβει απ' τα χέρια του Θεού τον ίδιο τον Παράδεισο».
Ο ουρανός κρεμμόταν πάνωθέ του σιωπηλός, θαρρείς κι αφουγκραζόταν τις σκέψεις του.
- Τι ελάχιστοι που είμαστε σ' αυτή την απεραντοσύνη!!
Μικρός που είναι ο κόσμος στου Θεού την παλάμη!!
Κι ο Θεός, πόσο θα γελά συγκαταβατικά, μ' όλα αυτά που πιστεύουμε μεγάλα κι άλυτα προβλήματα!!
Πόσο λιγόψυχοι κι μικρόκαρδοι γινόμαστε! Σ' ένα σύμπαν που χορεύει αρμονικά, αιώνες τώρα το σκοπό της δημιουργίας, τέλειο ως την τελευταία λεπτομέρεια, πώς θα μπορούσαμε μεις να ξεφύγουμε παράφωνα απ' τη μελωδία της αγάπης του;
Χριστέ μου! Πόσο με βασανίζει η σκέψη αν ο Ιούδας τελικά θα μπορούσε να ξεφύγει τον προορισμό του, ή τι θα στοίχιζε στον κόσμο η σωτηρία του προδότη!!
Θα γλίτωνε ο προδότης για να χάσει η ανθρωπότητα ένα Θεό; Ποιός Θεός θα επέτρεπε μια τέτοιαν ανταλλαγή;
Γιατί ο γιός του Αβραάμ από τη Σάρα, νάχει πιότερα προνόμια απ' το γιό της δούλας;
Γιατί να οδηγήσεις τους εβραίους κι όχι τους αιγύτιους στη γη της Επαγγελίας;
Γεννιόμαστε κάτω απ' άστρο μας, όπως Εσύ γεννήθηκες κάτω απ' το δικό Σου;
Πώς θ' άφηνες στην τύχη ή στα χέρια μας τα έργα των χειρών Σου;
Ολα έχουν σκοπό στη φύση. Κι οι λύκοι και τα όρνια, και τα ερπετά και τ' αδύναμα λαφάκια.
Ολοι. Κι οι μεροκαματιάρηδες κι οι βασιλιάδες κι οι δεσποτάδες, ίσως κι αυτός ο ξανθός παπάς της μητρόπολης,
Καθένας πρέπει να παίζει το ρόλο του όσο καλύτερα μπορεί. Συγχώρα με, θεέ μου, μα νομίζω, πως τον Παράδεισο μας τον χαρίζεις, δεν τον κατακτάμε...»
Ενα χτύπημα στην πόρτα τον ξύπνησε από τις σκέψεις του.
- Ωρα για τον όρθρο, ψιθύρισε μια παιδική φωνή.
Κοίταξε το καλοστρωμένο κρεββάτι κι έπειτα τ' αστέρια, που ένα ένα εξαφανίζονταν στο θαμπό φως που γεννιόταν.
Ανοιξε την πόρτα κι αντίκρυσε ένα νιούτσικο παπαδάκι γύρω στα δώδεκα.
- Πώς σε λένε; το ρώτησε.
- Αντρέα, αποκρίθηκε το παιδί και τον κοίταξε εξεταστικά με τα μελαγχολικά του μάτια.
- Ετοιμος, φίλε Αντρέα. Μπορούμε να πηγαίνουμε, τούπε ο γούμενος πιάνοντάς τον από το χέρι.
Στο μικρό παρεκκλήσι της μητρόπολης τα καντήλια καθρεφτίζον ταν κι αντανακλούσαν σε χρυσές εικόνες κι εξαπτέρυγα,που γέμιζαν ασφυχτικά τον χώρο.
- Μήτε ο Θεός δε χωρά, συλλογίστηκε ο γούμενος. Σκοτεινές σκιές μουρμούριζαν νυσταγμένα προσευχές.
- Κι όμως, κι εδώ, Χριστέ μου, μετουσιώνεσαι σε κρασί και ψωμί... Κι εδώ, και στον απέραντο κόσμο....
Η λειτουργία προχωρούσε βαρύθυμα, ώσπου, ξάφνου ακούστηκαν ουρλιαχτά.
Οι ψαλμουδίες κοπήκαν μαχαίρι.
Στο μαρμαρένιο δάπεδο, ο Αντρέας χτυπιόταν με λύσσα ουρλιάζοντας, ενώ από το στόμα του έβγαιναν ματωμένοι αφροί.
Τον κύκλωσαν ράσα που ανέμιζαν με πανικό. Κανείς δε τολμούσε να τον αγγίξει.
- Σεληνιάζεται...ψιθύρισε με φρίκη ο δεσπότης.
Ο γούμενος γονάτισε πλάι στο μικρό, που χτυπιόταν και τον πήρε στην αγκαλιά του.
- Ενα μαχαίρι, πρόσταξε, κι όπως όλοι τον κοιτούσαν αμήχανοι, κάτι μεταλλικό, οτιδήποτε...
Ολοι κοιτιόντουσαν δίχως να κινούνται.
Τότε ο γούμενος άρπαξε το διαμαντοστόλιστο σταυρό από το στήθος του δεσπότη και με μια κίνηση έσπασε τη βαριά του αλυσίδα. Επειτα, τον χρησιμοποίησε σα μοχλό ν' ανοίξει τα σφιγμένα δόντια του αγοριού.
- Μπορεί να κόψει τη γλώσσα του,εξήγησε,ή να την καταπιεί.
Ο μικρός σιγά σιγά ημέρεψε. Ανοιξε τα μάτια του, κοίταξε τριγύρω τρομαγμένα τις μαύρες σκιές που τον κύκλωναν κι έπειτα έγειρε νυσταγμένα το κεφάλι στο στήθος του γούμενου.
- Πάει, πέρασε, είπε αυτός και σκουπίζοντας το σταυρό στο ράσο του από τους ματωμένους αφρούς τον παράδωσε στον κάτοχο του, αφού προηγουμένως τον ασπάστηκε με σέβας.
Ο δεσπότης ύψωσε το κεφάλι του αλαζονικά και προχώρησε στο θρόνο του ψέλνοντας.
Ο γούμενος πήρε το παιδί αγκαλιά και το πήγε ως το κρεββάτι του. Δεν έφυγε από κοντά του παρά μόνο αφού σιγουρεύτηκε, πως ο μικρός κοιμόταν ήρεμα.
- Θα κοιμάται ώρα πολύ, είπε σε μια γριά που τον παράστεκε. Θα συνέλθει. Δεν είναι τίποτε. Θα περάσει. Μόνο που θάπρεπε να μπει σε κάποια κλινική. Μπορεί και να τον ξαναπιάσει.
Η γριά σταυροκοπήθηκε τρομαγμένη.
- Δεν τόχε ξαναπάθει; τη ρώτησε ο γούμενος.
- Μόλις προχθές ήλθε ο καψερός, είπε η γριά.
Η μάνα του η προκομένη έκανε δεκάξι παιδιά, πώς να τα βγάλει πέρα; Παρακάλεσε το δεσπότη να τον πάρει παραπαίδι, να βγάλει το ψωμάκι του, να μπει και στο δρόμο του Θεού. Μα τώρα πάει πια. Δεν τον κρατάνε ...
- Δεν είναι δω νοσοκομείο έτσι θα πει ο δέσποτας και με το δίκιο του.
Ετσι δεν έγινε και με το γέρο μου; Χρόνια καντηλανάφτης και με την πρώτη αιμόπτυση τον κλείσαν στο σανατόριο. Για το καλό σου! είπαν κι ας ήξεραν πως όποιος μπει κει μέσα δε ματαβγαίνει.... Αν τον φρόντιζα εγώ, αν είχε το καλό του το φαί, ίσως να γλύτωνε ο γέρος μου, κλαψούρισε η γριά.
- Αχ, καψερέ Αντρίκο.... μοιρολόγησε κουνώντας το κεφάλι της.
Ο γούμενος βγήκε νυχοπατώντας. Η εκκλησία είχε τελειώσει. Ολοι ήταν συναγμένοι στην τραπεζαρία.
Κάθε πρωί ο δεσπότης συνήθιζε να προγευματίζει με φιλόπτωχους έγκριτους ενορίτες.
Ήταν ένα κοινωνικό προνόμιο, μια σκάλα ίσως κατώτερο απ' το να βρίσκεται τ' όνομά σου σκαλισμένο με χρυσά γράμματα στους ευεργέτες του ναού, μα οπωσδήποτε πολύ ανώτερο απ' το να δια θέτεις οικογενειακό στασίδι στο μητροπολιτικό ναό. Ολοι σκοτωνόντουσαν τι να πρωτοκάνουν για να ξεπεράσουν τους υπόλοιπους και ν' αποκτήσουν, αν μπορούν, την αποκλειστικότητα του προνομίου. Μα τι ειρωνία! ποτέ δε θα το κατάφερναν μιας κι ο σεβασμιώτατος, άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, αγαπούσε την πολυκοσμία και την πολυφωνία στον περίγυρο του.
Τι να τον κάνει έναν αγριόπαπα, σαν το γούμενο, που κάθονταν αμίλητος με τις ώρες και πάλευε με τ' ασημένια του μαχαιροπήρουνα να πιάσει ένα κομμάτι χοιρομέρι, λες κι ήταν ζωντανό κι αυτό του ξέφευγε! Τόκοβε σε τόσο ψιλά κομμάτια, λες κι ήθελε να επιδείξει την εγκράτειά του.
Φρικτός τύπος! φαντάσου νάταν αναγκασμένος να τον ανέχεται για πιο πολύ!
Κι όλη αυτή η παράσταση με το μικρό! Πώς τούρθε να πάρει αυτό το δαιμονισμένο στη μητρόπολη! Σήμερα κιόλας θα το διώξει. Ας πάει σπίτι του. Ας πάει στο ορφανοτροφείο. Εκείνος έχει τόσο ευαίσθητα νεύρα. Δε μπορεί ν' ανέχεται τέτοιες καταστάσεις.
Μετά το πρόγευμα ο σεβασμιώτατος είχε να συζητήσει με τους αξιότιμους ενορίτες του. Ο γούμενος πηγαινοερχόταν στο διάδρομο με τα παχιά χαλιά σαν το λιοντάρι στο κλουβί του, ενώ ήχοι από γέλια και χαρούμενες φωνές δραπέτευαν απ' τη βαριά πόρτα του γραφείου.
Ο ξανθός παπάς όλο μπαινόβγαινε με τα μάγουλα κατακόκκινα, σαλιάζοντας συνεχώς τα σαρκώδη χείλια του και κάθε φορά τον μαστίγωνε με το ειρωνικό του βλέμμα.
Τέλος, λίγο πριν τό μεσημέρι του έγνεψε με το κεφάλι πως, επιτέλους μπορούσε να γίνει δεκτός απ' την αγιότητά του.
Το γραφείο δρύινο, σε σκούρο χρώμα, κι οι τοίχοι ως πάνω βιβλιοθήκες γεμάτες χρυσόδετους τόμους. Ο δεσπότης καθόταν πίσω από το γραφείο στο κέντρο του δωματίου και πίσω του, ένας θεώρατος πίνακας του Χριστού Αρχιερέα τους ευλογούσε υπεροπτικά.
Ο γούμενος προχώρησε αργά νοιώθοντας τα παχιά χαλιά να ματώνουν σαν καρφιά τα πόδια του.
Δεν τούπε να καθίσει, μόνο τούγνεψε να περιμένει να τελειώσει ένα επείγον έγγραφο.
Τέλος σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε αυστηρά.
- Η γυναίκα του Καίσαρα οφείλει, όχι μόνο να είναι ηθική, μα και να φαίνεται.
- Ο Κύριος όμως δε δίστασε να συμφάγει μετά των αμαρτωλών, αποκρίθηκε ο γούμενος με χαμηλωμένο βλέμμα.
- Τι αλαζονεία! ξέσπασε σ' οργισμένο ουρλιαχτό ο δεσπότης.
Ημαρτον, Κύριε, σταυροκοπήθηκε. Ο Κύριος ήταν θεός! Ημείς αδύναμοι άνθρωποι ... και μετά από λίγο:
- Δεν θα το συζητήσουμε. Είναι διαταγή. Ουδείς άθεος έχει θέσιν εις το ποίμνιον της αγίας ημών εκκλησίας.
- Μα είναι αφορισμένοι; ρώτησε ο γούμενος.
- Κι αν δεν είναι, θα γίνουν. Τέτοια μιάσματα μολύνουν το σώμα του Χριστού, το σώμα της εκκλησίας. Μαχαίρι και φωτιάς! Καλύτερα χωρίς πόδι, παρά να μεταδοθεί η γάγγραινα παντού.
- Μα πώς μπορεί η εκκλησία, που απλώθηκε στα έθνη να τρέμει τα ίδια της τα παιδιά;
- Βλασφημείς, ούρλιαξε ο δεσπότης. Δεν είναι τέκνα της εκκλησίας οι άθλιοι κομμουνιστοσυμμορίτες! Είναι προδότες.
Αρκετά, αρκετά κράτησε η αυθάδειά σου. Δεν σου επιτρέπω. Σου βάζω κανόνα, να μη λειτουργείς για ένα μήνα. Κι αλίμονό σου αν δεν αλλάξεις τακτική....
Ευτυχώς η εκκλησία όπλισε τους εκλεκτούς της με όπλα πειθαναγκασμού.
Αλίμονον, άγιε ηγούμενε...
Απλωσε το χέρι του θεατρικά κι ο γούμενος ταπεινά το ασπάστηκε, ενώ ο θυμός μέσα του κόχλαζε σωστό ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
Βγήκε με βαριά καρδιά κάτω απ' το ειρωνικό χαμόγελο του ξανθού παπά.
- Δεν τελειώσαμε ακόμη είπε στον εαυτό του ή το Θεό.
Η χωροφυλακή ήταν στην πλατεία με τους φοίνικες. Ο σκοπός τον χαιρέτησε στρατιωτικά καθώς έμπαινε.
- Στας διαταγάς σας πάτερ, του είπε πρόθυμα ένας χωροφύλακας. Θα ήθελα να δω τον διοικητή σας. Με ζήτησε, είπε ο γούμενος κι έδειξε το έγγραφο.
Τον οδήγησαν αμέσως στο γραφείο του διοικητή. Ηταν ένας λιγνός άντρας κολλαριστός μες τη στολή του. Το γραφείο του ήταν γεμάτο σκονισμένους φακέλλους που ξεχείλιζαν από παντού.
- Καθίστε, πάτερ, του είπε ευγενικά. Καφεδάκι;
Ο γούμενος έγνεψε αρνητικά.
- Δεν ήταν κάτι τόσο σημαντικό... Ευκαιρία να σας γνωρίσουμε. Ολοι εδώ συζητούν για τα θαύματα που έγιναν στο νησί, χάρη στην παρουσία σας. Ολοι με τα ευνοϊκότερα σχόλια ομιλούν για σας, τον πνευματικό τους πατέρα. Είμεθα υπερήφανοι, που άνθρωποι του ιδικού σας πνευματικού αναστήματος υπηρετούν την πατρίδα.
Ο κύριος ενωματάρχης, πιθανώτατα παρεξήγησε την αδελφική σας αγάπην προς τα απολωλότα ερίφια.
Ερευνήσαμε, πληροφορηθήκαμε ότι έχετε άμεμπτον παρελθόν. Ανέκαθεν, μέχρι τρίτης γενεάς, ανήκατε εις εθνικόφρονα οικογένειαν. Παιδιόθεν η συμπεριφορά σας ήτο άμεμπος.
Και οι αξιότιμες κυρίες αδελφές σας, στύλοι της κοινωνίας μας!
Σας αντιλαμβάνομαι πάτερ! Πόσο σας αντιλαμβάνομαι! Τι σπαραγμόν αισθάνεσθε δια τους πεπλανημένους!!
Η αναφορά μου προς το Υπουργείον δια την υπόθεσίν σας ελήφθη σοβαρώς υπ' όψιν.
Με διαβεβαίωσαν, ότι δεν κινδυνεύετε έστω και κατ' ελάχιστον συναναστρεφόμενος τοιούτα υποκείμενα... Μόνον, η υπηρεσία και εγώ προσωπικώς, θα υποβάλαμε την παράκλησιν καθ' εκάστην πρώτην του μηνός να υποβάλετε, τυπικώς, βεβαιότατα, αναφοράν, εις την οποίαν να αναφέρετε ό,τι ομολογούν ή όσα ονόματα συνεργατών σας εμπιστεύονται.
Είναι εθνικόν μας χρέος, δια την επιβίωσιν της φυλής.
- Είμαι ιερωμένος, είπε ο γούμενος. Ξεχνάτε ότι είμαι πνευματικός τους; Πώς μπορώ να σας προδώσω ό,τι ομολογούν ή ό,τι τυχόν μου εμπιστευθούν;
-Μα βέβαια, βεβαιότατα, χαμογέλασε με κατανόηση ο διοικητής. Το επαγγελματικόν σας απόρρητον! Πώς μου διέφυγε να το αναφέρω;
Φυσικά και μπορείτε να τηρείτε μυστικά όσα σας εξομολογούνται.
Εμείς απλώς χρειαζόμεθα να γνωρίζουμε ποιούς συναντούν, με ποιούς αλληλογραφούν, εκτός ταχυδρομείου, φυσικά. Το ταχυδρομείον ελέγχεται.
Διευκολύνεται αφάνταστα το δύσκολον έργον μας. Και είναι τόσον μικρή θυσία αυτό που προσφέρετε δια το καλόν της πατρίδος και της A.M. του βασιλέως.
Τον ξεπροβόδισε ως την πόρτα με πλατύ χαμόγελο, χαιρετώντας τον του φίλησε το χέρι, έτσι που να τον δουν όλοι όσοι περίμεναν στην αίθουσα αναμονής.
Ο γούμενος ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, τα όνειρά του συντρίμμια.
- Βοήθα με, Θεέ μου, φώναξε μόλις βγήκε στον καθαρόν αγέρα. Ο σκοπός της χωροφυλακής τον κοίταξε απορημένα.
Οι γεμάτοι δρόμοι της αγοράς με τους φωνακλάδες μαγαζάτορες, τους απαιτητικούς πελάτες, και τα μαναβόπαιδα πρόθυμα να φορτωθούν σαν υποταγμένα ζα την παραγγελιά και να τρέξουν στο σπίτι του νοικοκύρη, τ' αμάξια που κορνάριζαν σε κάθε βήμα κι οι μυρουδιές σαπισμένων λαχανικών και φρέσκου αίματος, δε μπορούσαν να παρασύρουν τον καλόγερο στο γιορτάσι της ζωής, που διαλαλούσε την πραμάτεια της.
Τα πόδια του τον οδήγησαν στο έρμο λιμάνι, κατά τα ψαράδικα, που κείνη την ώρα, όλα αραγμένα λικνίζονταν νωχελικά στην α σφαλισμένη γαλήνη. Κάθισε σ' ένα άδειο καφενεδάκι.
Ο γέρος με τις βράκες πρόσμενε αρκετήν ώρα πάνω του πριν ξεροβήξει για να του επισημάνει την παρουσία του.
- Ενα βαρύ γλυκό, είπε ο παπάς τόσο λυπημένα, που ο γέρος τον παρακολουθούσε με τα μάτια όσην ώρα του χρειάστηκε να μπει στο μαγαζί του.
- Ασε πάτερ, κερνάει το μαγαζί, είπε φέρνοντας τον καφέ στην κίνηση του παπά να ψαρέψει απ' τις βαθιές του τσέπες κέρματα.
- Σ' ευχαριστώ τ' απάντησε. Την ευχή μου νάχεις.
- Την ευχή του Χριστού, πάτερ μου, απάντησε ο γέρος.
Ο παπάς γέλασε πικρά.
- Την ευχή του Χριστού παιδί μου... του ευχήθηκε ξανά.
Ο γέρος κάθισε στην διπλανή καρέκλα.
Ωρα πολλή κοίταζαν κι οι δυό τους αμίλητοι τη θάλασσα, που τους μαγνήτιζε καθρεφτίζοντας τον ήλιο μ' ακρίβεια στα μάτια τους για να τους θαμπώσει.
- Η κατεργάρα! μουρμούρισε τέλος ο γέρος σα να μιλούσε στον ε αυτό του.
Τρεις γιους μου πλάνεψε. Τρία παλληκάρια δυο μέτρα το καθένα. Κι η γριά μου, πάει κι αυτή απ' τον καημό. Ετσι είναι η ζωή! Μήπως κανείς ξέρει τι του μέλλεται;
Εφτά παιδιά αναστήσαμε κι απόμεινα μόνος κι έρμος δίχως βλαστάρι να ξαπλώσει τη φύτρα μου στο αύριο...
Αχ, παπά μου... Κακό είναι νάχεις παιδιά, μα χειρότερο σαν έχεις και τα χάσεις...
- Θυμίσου τον Ιώβ, είπε ο γούμενος γλυκά. Ισως ο Θεός θέλει να σε δοκιμάσει...
- Το συλλογίζομαι καμιά φορά είπε ο γέρος σκεφτικά. Ξέρεις όμως, παπά; - βέβαια, συ, καλόγερος είσαι, πού να καταλάβεις τι θέλω να σου πω! - όμως αδίκησ' ο Θεός τον φουκαρά τον Ιώβ. Κάθε παιδί σου τ' αγαπάς γι αυτό που είναι, δε μπορείς να διαλέξεις τα παιδιά, δε μπορείς να τ' αλλάξεις. Τι σόι δικαιοσύνη ήταν αυτή, να του πεθάνει τα παιδιά κι έπειτα να του γεννήσει καινούργια;!! Σάμπως να ήταν σπίτια ή καράβια ή καρβέλια ψωμί να μην τον νοιάζει.
Εγώ σου λέω, ο Ιώβ μεγαλώνοντας τα καινούργια του παιδιά, πιότερο θα πονούσε.
Θάλεγε: «Καλό τούτο γο νέο μου παιδί, μα θυμίσου τις χάρες εκείνου, του άλλου...»
Οχι, καλύτερα τσακωμένος με το Θεό, παρά να του χρωστώ μια τέτοιαν ευσπλαχνία.
- Τσακωμένος με το Θεό; ρώτησε ο παπάς.
-Ε... είπε αμήχανα ο γέρος. Πες πως χωρίσαμε. Δεν ταίριαζαν οι δρόμοι μας.
Κι έπειτα, αν το καλοσκεφτείς ποιοι πάνε στον Παράδεισο, δε θα τ' αποφασίσεις να τους συντροφέψεις... Δε μ' αποκρίνεσαι παπά;
Ο παπάς δεν απάντησε αμέσως. Αφησε το νου του να μακρύνει στης θάλασσας το γήτεμα. Τέλος ρώτησε:
Οι δικοί σου, σκέφτηκες που νάναι;
- Τα παιδιά, δεν ξέρω. Παιδιά ήταν κι η νιότη σε τραβάει όπου ποθεί. Ισως έπιναν, ίσως στα καράβια γνώριζαν παλιογυναίκες...
Μα ήτανε καλά παιδιά, σεβαστικά...
Η μάνα τους, άγια γυναίκα! Αν δε χωρέσει εκείνη στον Παράδεισο, μήτε κι ο ίδιος ο Θεός θαρρώ δε θα χωρά κει μέσα...
- Εγώ σου λέω, πως μαζύ της θάσαι στον Παράδεισο, μαζί με τα παιδιά σου. Ευτυχία είναι εκεί που νοιώθεις αναπαμένος. Κι η αιώνια ευτυχία, αυτό είναι ο Παράδεισος.
Σαν τούτη τη στιγμή, που μας ναρκώνει η θάλασσα και μας μεθά και θέλουμε ποτέ ο ήλιος να μη γείρει, ποτέ να μη κυλήσει ο καιρός, έτσι θαν' η ζωή μας πέρ' απ' το θάνατο.
Μην τον φοβάσαι το Θεό. Χαμογέλα του ακόμη κι όταν δείχνει θυμωνένος ή κακός.
Ο Θεός ποτέ δεν είναι στ' αλήθεια κακός ή θυμωμένος. Δοκιμάζει την αγάπη μας, αυτό είναι όλο.
Οπως η κοπελλιά τον αγαπημένο της, όπως η μάνα το παιδί της. Μας δοκιμάζει. Αυτό είν' όλο.
Δεν ξαναμίλησαν. Απόμειναν εκεί, αμίλητοι, δίπλα δίπλα μέχρι που ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ' τις σκεπές. Ο γούμενος σηκώθηκε.
- Σ' ευχαριστώ, είπε στο γέρο και του φίλησε το χέρι.
- Εγώ σ' ευχαριστώ παιδί μου, είπε ο γέρος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Φτάνοντας στη μητρόπολη έτρεξε κατ' ευθείαν στο δωμάτιο του Αντρέα.
Το κρεββάτι ήταν άδειο και γυμνό.
- Τον πήραν, τούπε άχρωμα η γριά.
- Πού τον πήγαν;
- Είπαν στο φρενοκομείο.
- Μα το παιδί δεν είναι τρελλό!
- Ο γιατρός πούφερε ο σεβασμιώτατος είπε, πως μόνο στο τρελλοκομείο μπορεί να πάει.
Εκεί τους κρατάνε όλους για πολύ. Κανένας δε βγαίνει. Οσο είναι καλά θα βοηθά, σαν αρρωσταίνει θα τον φροντίζουν.
Ο γούμενος έσφιξε τα δόντια. Τουρχόταν ναυτία. Ενα μικρό παιδί καταδικασμένο κι αυτός τόσο ανήμπορος να το βοηθήσει...
Βγήκε ξανά στους άδειους σκοτεινούς δρόμους. Η ζέστα του δεσποτικού ήταν αποπνικτική. Ο ψυχρός νυκτερινός αγέρας τον γαλήνευε.
Στις γωνιές μάντευες τα ζευγάρια που αγκαλιάζονταν, πασχίζοντας να κλέψουν στιγμές χαράς.
- Ομορφο πούναι ν' αφήνεσαι στη χαρά της ζωής!! συλλογίστηκε ο γούμενος. Αρκεί να σ' αφήνουν κι οι άνθρωποι... Ο Αντρέας, άραγε, θα νοιώσει ποτέ τέτοια γλύκα, στο κάτεργο που τον κλείσαν;
Θεέ μου, συντρόφεψε το μικρό Αντρέα. Σε χρειάζεται τόσο!... Κάθισε κουρασμένος στο μαρμάρινο σκαλί κάποιας αυλόθυρας κι έρριξε το κεφάλι στα χέρια του.
- Μακρύς και δύσκολος πούναι φορές φορές ο δρόμος...
Ξάφνου, απ' τ' απέναντι φωτισμένο παράθυρο ακούστηκαν φωνές και βλαστήμιες.
- Σε βαρέθηκα, χάσου, ούρλιαξε μια αντρική στριγγλή φωνή.Θέλω να δοκιμάσω κάτι άλλο. Δε μου φτάνεις... Μούγινες και ζη λιάρα...
Ακούστηκε φασαρία σα να γινόταν πάλη. Ο γούμενος σηκώθηκε. Η πόρτα απέναντι άνοιξε και βγήκε ξεμαλλιασμένος και κουρελιασμένος ο ξανθός παπάς της μητρόπολης.
Πίσω του, σε κουβάρι τα ράσα και το καμηλαύχι έπεσαν σχεδόν στα πόδια του γούμενου, πούσκυψε και τα μάζεψε με σέβας. Ο ξανθός παπάς τον κοίταξε με μίσος.
- Μην τολμήσεις να μαρτυρήσεις τίποτε, του σφύριξε λυσσασμένα. Ο σεβασμιώτατος τα ξέρει όλα. Και μ' αυτόν τα ίδια παιχνίδια παίζω. Για το καλό σου, μην τολμήσεις.
Πήρε το μπόγο μεσ' απ' τα χέρια του και με ψηλά το κεφάλι χάθηκε στο σκοτάδι των στενών.
Ο γούμενος κοίταξε τον ουρανό. Τ' αστέρια τρεμόπαιζαν αδιάφορα.
- Θεέ μου, γιατί μας εγκατέλειψες; Ρώτησε παραπονεμένα.
Μια γάτα τρίφτηκε στα πόδια του χαδιάρικα. Εσκυψε να την αγκαλιάσει. Διψούσε τόσο για κάποια ζωντανή παρουσία πλάι του! μα κείνη τρομαγμένη βιάστηκε να χαθεί.
- Ως και συ μ' αποστρέφεσαι; μουρμούρισε ο γούμενος, ενώ τα δάκρυα θάμπωναν την όψη του κόσμου.
Κι ένιωσε τόσο άδεια τα χέρια και την καρδιά του τόσο γυμνή!...
* * *
Οι χωριάτες δε μπορούσαν να εξηγήσουν το γεγονός, πως για έναν ολάκερο μήνα ο γούμενος δε λειτουργούσε στον Προφήτη. Οι υποθέσεις έδιναν και έπαιρναν.
Οι έγκριτοι πολίτες του νησιού δεν άργησαν να μάθουν τα γεγονότα της πρωτεύουσας, απ' τους πράκτορές τους στη μητρόπολη και το μυστικό διέρρευσε.
- Επιτίμιο, τούβαλε ο δεσπότης επιτίμιο! Για τους εξόριστους!
Αν και τώρα κάθε χωριό είχε τον παπά του, οι ντόπιοι προτιμούσαν τις ιερουργίες του μοναστηριού, τις ευλάβονταν πιότερο.
Ετσι, την πρώτη Κυριακή που λειτούργησε ο γούμενος στο μοναστήρι, ο κόσμος είχε πλημμυρίσει την εκκλησία, την αυλή και τα γύρω γκρεμνά.
Είχε πια καλοκαιριάσει κι οι κατακίτρινες μαργαρίτες ορθώνονταν περήφανες στον χλιαρό αγέρα που μοσκοβολούσε θρούμπα και θυμάρι. Ο ουρανός καθάρια γαλανός καθρεφτίζονταν ναζιάρικα στην ήρεμη θάλασσα. Λες κι όλα τα στοιχεία της φύσης κήρυξαν ανακωχή·
Οι άνθρωποι με τα γιορτινά τους, χαμογελαστοί, συνεπαρμένοι απ' την καλοκαιριά τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν τα χέρια, τον χτυπούσαν στην πλάτη φιλικά, καθένας με την ορμή και τη ζέστα που τον χαρακτήριζε.
«Φωνή λαού, οργή Θεού», έτσι δε λένε;
Μα και πάλι λένε οι γραφές: «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι».
Η άδικη τιμωρία του γούμενου ανάγκασε τον αδιάφορο κοσμάκη ν' αγκαλιάσει τους εξόριστους για ν' αποδείξει έτσι έμπρακτα τη συμπαράστασή του στον ποιμένα του.
Κι αυτή η ίδια λαϊκή διαμαρτυρία ήταν που εξόργισε ακόμη πιότερο τους κρατούντες.
Η χωροφυλακή είδε, πως δεν έπαιρνε τις αναφορές, που ζήτησε κι η μητρόπολη έβλεπε το κύρος της να καταρακώνεται από ένα κουρελή ιερωμένο. Ετσι συνεργάστηκαν για ν' αντιμετωπίσουν τον κοινόν εχθρό, τον επικίνδυνο αυτό επαναστάτη.
Βέβαια αναγκάστηκαν ν' αποσπάσουν χρήματα απ' τα θησαυροφυλάκια της εκκλησίας, μα χάριν του εθνικού συμφέροντος κάθε θυσία φαίνεται μικρή.
«Υψίστης εθνικής σημασίας» χαρακτηρίστηκε το θέμα και γοργά - όσον επέτρεπε η γραφειοκρατία- χτίστηκε ένα πολυόροφο κτίριο στο νησί με χρήματα της εκκλησίας και την ενίσχυση του κράτους για την λειτουργία του.
Ο γούμενος έλαβε ένα χαρτί απ' την μητρόπολη, όπου τον διέτασσαν ν' ασχολείται αποκλειστικά με τα μοναστικά του καθήκον τα, και ν' αφήσει τα παιδιά του ορφανοτροφείου στους αρμόδιους, διότι, κι αυτό υπογραμμιζότανε διπλά, διαπιστώθηκε ότι κοντά του ύποπτα άτομα επιτελούν ψυχοφθόρον έργον.
Παρ' ότι το περίμεναν από καιρό, όλοι βουβάθηκαν, όταν ο γούμενος με τσακισμένη φωνή τους ανακοίνωσε την απόφαση της μετανάστευσής τους.
- Μα εδώ είναι το σπίτι μας, κλαψούρισε ένας μικρός κι όλα τον κύκλωσαν, πάλευαν να χωθούν κάτω απ' τα φαρδιά του ράσα, να κρυφτούν, να μην τα πάρουν ποτέ.
- Μα είναι για το καλό σας, είπε αδύναμα ο γούμενος.
Κει, έχει κόσμο, σχολειό, θάναι κοντά κι οι συγγενείς σας κι οι φίλοι σας.
Πρέπει νάναι για το καλό σας. Μεγαλώνετε. Θα πρέπει να γνωρίσετε και κοριτσάκια. Αύριο θα δημιουργήσετε τις δικές σας οικογένειες. Από σήμερα πρέπει να γνωρίσετε τη γυναίκια καρδιά, να προσπαθήσετε να την καταλάβετε.
- Μα εδώ, περνάμε καλά, μουρμούραγαν τα παιδιά.
- Και σ' αγαπάμε, είπε ντροπαλά κάποιο.
- Δε θέλουμε να σ' αφήσουμε.
- Μα πάντα θάμαι πλάι σας, όποτε με χρειαστήτε. Η πόρτα μας, το ξέρετε, είναι ανοιχτή για όλους. Πόσο μάλλον για σας τα σπουργιτάκια μου. Ετσι δεν είναι Παρθένιε; στράφηκε για συμπαράσταση στο χοντρό μοναχό, μα κείνος σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης του τα δάκρυά του έτρεξε να κρυφτεί στην κουζίνα του.
- Ετσι είναι, γούμενε, αποκρίθηκε ζεστά ο καθηγητής. Ετσι είναι παιδιά... Ελάτε... Ωρα για ύπνο...
Στα εγκαίνια του νέου ορφανοτροφείου ήλθαν όλες οι αρχές, ο δεσπότης, ο νομάρχης, ο διοικητής της χωροφυλακής.
Αστραφταν όλοι από ενθουσιασμό! Παντού ασπρογάλαζες γιρλάντες και δαφνόκλαδα στο χώμα που πατούν οι «ευεργέτες».
Φόρεσαν στα παιδιά γκρίζες στολές και τάχαν όρθια στη σειρά με τα πανέρια στο χέρι να ραίνουν με λουλούδια τους επίσημους.
Τάχαν όρθια κι ασάλευτα κάτω απ' το βλέμμα μιας στεγνής γεροντοκόρης κι ενός στριμμένου δάσκαλου όσην ώρα οι επίσημοι με στόμφο εκφωνούσαν ρητορίες, κι η φιλαρμονική έπαιζε εμβατήριαα. Στο κάτω κάτω της γραφής, για ποιόν γινόταν, όλη αυτή η παράτα, αν όχι γιαυτά τα αχάριστα πλάσματα;
Διάλεξαν ένα ν' απαγγείλει την ευχαριστήρια ωδή, μα κείνος τάχασε, μπερδεύτηκε, χαμήλωσε τα μάτια και ξέσπασε σε κλάματα, ενώ οι επίσημοι χαμογελούσαν μ' επιείκεια και γενναιόψυχα χειροκροτούσαν.
Ο κόσμος λιγοστός και τα παράθυρα διπλομανταλωμένα. Μάταιη όλη αυτή η εκστρατεία διαφώτισης της χωροφυλακής, μάταια και τα κηρύγματα των ενοριακών παπάδων. Ο κόσμος δεν έδειχνε την ευγνωμοσύνη του γιαυτό το τεράστιο κοινωφελές ίδρυ μα.
Ο δεσπότης μάταια προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.
- Ακούς εκεί, να μη κατεβεί στην υποδοχή ο αντάρτης! ψιθύριζε στον παρακαθήμενο ξανθό παπά. Δε θα μου γλυτώσει. Θα τον
συντρίψω. Δε σηκώνω εγώ καπετανάτο μέσα στη μητρόπολη μου.
Μετά την εκδήλωση, όλοι οι επίσημοι γευμάτισαν στο σπίτι του κυρίου Σεβαστού, του πρώτου εργοστασιάρχη του νησιού. - Ευλογημένη οικογένεια, έλεγε ο δεσπότης για την οικογένεια Σε βαστού κι όχι άδικα.
Ολοι τους καμάρωναν. Τι όμορφο ανδρόγυνο! Τι χαριτωμένα παιδιά η Μαρία κι ο Δημήτρης τους.
Το σπίτι! Ενας μακρύς θεώρατος διάδρομος να το ξεσχίζει στα δυο, τόσο γυαλιστερός, που μπόραγες να ξεγλιστρήσεις απρόσε- χτα απ' την πίσω πόρτα ως την καλή, πούβγαινε στη βεράντα. Η βεράντα, βαπόρι ν' αρμενίζει πάνω από στέγες και λιμανάκια και σοκάκια και πλεούμενα, να λούζεται απ' το «κεράκι» που μεθούσε τις καλοκαιριάτικες νυχτιές, και τ' αγιόκλημα, σ' ένα τρύπιο ντενε- κέ, δόστου να θεριεύει αδιάντροπα. Κείνη η λιγνούλα λεμονιά, πούβρισκε χώμα κι άνθιζε τόσο χαριτωμένα; Καρπό δε βάστα, να στολιστεί μόνο νυφούλα, να πλουμιστεί, ήξερε, για να μαγεύει τους περαστικούς και τα θεριά της φύσης.
Από στοιχιά άλλο τίποτε! Ολάκερος ο κόσμος παραμύθι για το Δημήτρη και τη Μαρία.
Κι ο νερουλάς με τα σταμνιά καθημερνά να διαλαλεί το γάργαρο νερό, πολύτιμη πραμάτεια κι ο σκουπιδιάρης με τους γαϊδάρους φορτωμένους να καμπανολογά, σα νάναι στο σχολείο, να βια στούν νοικοκυρές και δούλες.
Τα μαρμαρόσκαλα ν' αστράφτουν κάθε Σάββατο, τα μπρούντζι να της πόρτας χτυπητήρια σαν καθρέφτες, οι πόρτες να μοσκοβο- λούν πετρέλαιο και πάστρα, να συνερίζονται τα δουλικά να παρα βγούν στο νοικοκύρεμα πριν στολιστούν για την απογευματινή τους βόλτα στην πλατεία.
Ο περίπατος σκοπός της ζωής. Χειμώνα-καλοκαίρι, θα στολιστείς για να σε δουν και να τους δεις, να σε θαυμάσουν , να ζηλέψεις.
Ο κόσμος όλος εν κινήσει στην πλατεία και πίσω στα στενά οι πρώτοι έρωτες στα σκοτεινά, να σε τρομάζουν με τη γοητεία τους.
Η θάλασσα παντοκρατόρισσα να κυβερνά. Πότε να χαϊδεύει, πό τε ν' ακινητεί, πότε να κοχλάζει.
Τα όνειρα ξεχύνονται στους δρόμους κι η ζωή κρυφαναστέναζε μ' ανακούφιση.
Κι αυτό το επίσημο τραπέζι ευκαιρία για γιορτή για τα παιδιά.
Μάταια η Κρουστάλλω, η παραμάνα, πάσχιζε να τα κρατήσει μα- κρυά...
Κείνα όλο και λοξόφερναν προς τα παραθύρια της τραπεζαρίας κι όλο κρυφογελούσαν με τα μουστάκια του διοικητή, πούχε καταπιεί μπαστούνι, την κοιλιά του δεσπότη, τη φαλάκρα του νομάρχη και τη σουβλερή μύτη του ψάλτη.
- Η μαμά είναι η πιο όμορφη, έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Δημήτρης.
- Πάντα η μαμά είναι η πιο όμορφη, είπε η Μαρία.
Και πραγματικά η Σοφία Σεβαστού, άστραφτε από ζωντάνια κι ο μορφιά. Ο ψηλός λαιμός της, τα πλούσια ξανθά μαλλιά, που στόλι ζαν σα στέμμα το κεφάλι της, μα πάνω απ' όλα κείνη η αδιόρατη ρυτίδα στο μεσοφρύδι, που την έκανε να ξεχωρίζει από κάθε γυναί κα του νησιού αρχόντισα ή χωριάτισα. Δίκαια ο άντρας της την κα μάρωνε και προσπαθούσε σε κάθε περίπτωση να την επιδείξει. Η Σοφία ήταν απ' τις γυναίκες κοσμήματα. Κάθε άντρας θα επιθυμού σε να την κατέχει. Μα δεν έβρισκε άξιο αντίζηλο στο περιβάλλον του ο κύριος Σεβαστός. Μπορούσε να κοιμάται ήσυχος. Σ' αυτό το νησί η γυναίκα του ήταν τόσο ασφαλισμένη, όσο η Δανάη στο κλουβί της. Και σίγουρα, η εποχή της χρυσής βροχής είχε πια διαβεί οριστικά.
* * *
Ο γούμενος μένοντας μόνος στο άδειο θεώρατο μοναστήρι ρί χτηκε με τα μούτρα στην ταξινόμηση της ιστορίας του νησιού και στα πνευματικά του καθήκοντα.
Ο εξόριστος καθηγητής τούχε γίνει πια αχώριστος σύντροφος. Λιγνός, ξερακιανός, λιγόλογος, δούλευε πλάι του ακολουθώντας τα δικά του οράματα, με την ίδια ζέση που ο παπάς πετούσε πίσω απ' τους αγίους του.
Ο κόσμος που έχτιζε γήινος και χειροπιαστός, μ' άλλο τόσο άπια στος και μακρινός, ήταν ο αντίποδας του κόσμου, που έβλεπε ο γούμενος.
Κι όμως οι δυο αντίθετοι αυτοί κόσμοι είχαν κοινό σημείο επαφής την πίστη τους στον άνθρωπο. Ο κομμουνιστής έβλεπε την αυρια νή κοινωνία του δίκαιη, τα πάντα ισοζυγισμένα και τους ανθρώ πους αμόλυντους από μοχθηρία, κλεψιά ή πεθυμιά να ξεχωρίσουν.
- Αν όλοι είναι χορτάτοι, γιατί να κλέψεις το διπλανό; έλεγε πότε πότε στο γούμενο σα διασταύρωναν τα ξίφη των οραματισμών τους.
Ο γούμενος χαμογελούσε δύσπιστα.
Γι αυτόν η κακία ήταν κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, που κανέ νας νόμος δε θα μπορούσε να συντρίψει. Αργά ή γρήγορα οι αδί στακτοι αποκεφαλίζουν τους ονειροπόλους και επικρατούν.
Ο κόσμος μας χτισμένος με ψέμμα, μόνο το ψέμμα εμπιστεύεται για να επιζεί.
Η ζωή μας, άνθος του αγρού, κρατά όσο μια ανάσα. Η αλήθεια για τον παπά βασίλευε μόνο περ' απ' το θάνατο. - Παιδί μου, έλεγε στον καθηγητή. Ξέρεις καλά πως η ίδια η ύπαρξή μας στη γη είναι ψεύτικη. Το κορμί μας φθείρεται την ίδια στιγμή που το θαυμάζουμε στον καθρέφτη. Ο ουρανός που βλέπουμε γε μάτος αστέρια δεν είναι παρά η ψεύτικη εικόνα κόσμων που ίσως πια έχουν σβύσει.
Τα μάτια μας συνέχεια μας προδίδουν. Δε μπορούμε να εμπιστευ τούμε παρά μόνο στα μάτια της ψυχής, στο χέρι του Θεού που μας σπρώχνει προς την Αλήθεια.
Και βέβαια πρέπει να μην υπάρχουν πεινασμένοι ή δυστυχισμέ νοι. Και βέβαια είναι καθήκον μας να τους χορταίνουμε, μα φοβάμαι πως πάντα, όσο υπάρχουν άνθρωποι στη γη κάποιοι θα πεινούν, θα βασανίζονται και κάποιοι άλλοι θα χορταίνουν και θα βασανί ζουν.
Ο άνθρωπος είναι αχόρταγο πλάσμα. Ολο πεθυμά και πιο πολλά. Ετσι έχασε τον Παράδεισο. Εγώ σου λέω, έτσι θα τον ξανακερδί σει. Η δίψα του να τα κατέχει όλα, να βασιλεύει σ' όλα, να τα κερδί ζει όλα είναι κομμάτι απ' τη θεϊκή του φύση...
Απλώνει τα χέρια του ν' αγκαλιάσει την πλάση κι ας ξέρει πως εί ναι ένα ψίχουλο στην απεραντοσύνη της. Οσο απλώνει τα χέρια, τόσο ανοίγεται στο κόσμο, τόσο προσφέρεται στο Θεό και στους συνανθρώπους του.
Ω! Συμφωνώ μαζί σου. Πιστεύω στον άνθρωπο. Ελπίζω στο κα λύτερο αύριο. Σίγουρα ο Θεός δε μας έπλασε μόνο και μόνο για να μας καταστρέψει!
* * *
Κείνο το καλοκαίρι ήταν αφύσικα καυτό για το νησί, που βρίσκον ταν πάντα στο μάτι του κάθε ανέμου.
Μια υγρή ομίχλη κουκούλωσε το νησί, το εξαφάνισε απ' το πρό σωπο της γης κι ο ήλιος φάνηκε ανήμπορος να τρυπήσει με τις λόγ χες του το υγρό στρώμα.
Μονομιάς, ο τόπος γέμισε μ' έντομα που αφάνιζαν τη σοδιά και σκνίπες και κουνούπια, που βασάνιζαν τους ανθρώπους, που μά ταια πάλευαν ν' αναπαυθούν στα υγρά τους στρωσίδια.
- Κάτι κακό θα συμβεί, προφήτευαν οι γέροι. Ετσι και στο σεισμό. Τέτοια άπνοια χρόνια να ματαγίνει. Μας καταράστηκε ο Θεός. Η Παναγιά ας λυπηθεί τα παιδιά.! Εμείς, ξεπληρώνουμε τις αμαρτίες μας.!
Το κακό ήλθε ξαφνικά και μαζί του και τα πρώτα μελτέμια.
Αυτοκτόνησε η Σοφία Σεβαστού, ξαφνικά στα καλά καθούμενα, τη μέρα που το νησί ανάσανε μ' ανακούφιση τον πρώτο βοριά.
- Κι έμοιαζε τόσο αγαπημένο ανδρόγυνο!! σχολίαζαν πικρόχολα.
- Ποιός ξέρει η δύστυχη τι θα τράβαγε κρυφά! λέγαν οι γυναίκες του λαού που ξέραν από πρώτο χέρι τι μπορεί να τραβά μια γυναίκα.
Ο,τι δε μπορούσε να φανταστεί κανείς ήταν πως η Σοφία Σεβα στού πέθανε από αγάπη, αγάπη για τη ζωή!
Φαρμακώθηκε κείνο το πρωί που ο Αίολος άνοιξε επιτέλους τους ασκούς του, αφήνοντας πλάι της ένα φάκελλο, που έγραφε με στα θερά καλλιτεχνικά γράμματα:
«Για το γούμενο. Η εξομολόγησή μου».
Ο άντρας της, όσο κι αν καιγόταν απ' την επιθυμία να ξεσχίσει αυτό το φάκελλο και να μάθει γιατί η γυναίκα του τον εγκατέλειψε μ' αυτό τον τρόπο, απ' τον μυστηριακό τρόμο μιας ιεροσυλίας α ναγκάστηκε να το παραδώσει ανέπαφο στο γούμενο.
«Πάτερ, έγραφε η γυναίκα.
Μιλώ σε σας, γιατί θαρρώ πως είσαστε ο μόνος άνθρωπος, που ζει στ' αληθινά πάνω σ' αυτόν τον τόπο.
Εγώ, όπως κι όλοι γύρω μου, νομίζω, μπερδεύω την αλήθεια με τ' όνειρο.
Θαρρώ πως το ψεύτικο είναι ότι ζω καθημερνά. Το πρωινό ξύ πνημα, το γάλα με τα παιδιά, το φαγητό, η κοσμική κίνηση του μι κρού μας τόπου, οι έγνοιες του σπιτιού, οι παιδικοί καυγάδες, το τρίξιμο της συζυγικής εφημερίδας στο κρεββάτι, η μουρμούρα του για την πλήξη της επαρχίας και το κορμί μου που με βαραίνει αβά σταγα.
Τ' αληθινό γίνεται στα όνειρά μου κάθε βράδι. Τότε γίνομαι άν τρας, κυκλοφορώ μισόγυμνος σ' ένα γεμάτο αμφιθέατρο κι όλοι με κοιτάζουν μ' αυτό το επιτιμητικό βλέμμα που μόνο ζήλεια εκφράζει. Αλλοτε πάλι, εγώ, σαν άντρας κάνω έρωτα με τον ίδιο μου τον ε αυτό γυναίκα και νοιώθω τόσην ηδονή, που ξυπνώ βουτηγμένη
στον ιδρώτα.
Στη θάλασσα. Μόνο στη θάλασσα νοιώθω σημαντική.
Η υλική μου υπόσταση έχει τις σωστές διαστάσεις να την ερω τευθεί τ' άπειρο.
Χωρώ στ' απόλυτο τ' ουρανού, όπως το κλειδί στην κλειδαριά. Απλώνω τις παλάμες και στο στήθος μου ακουμπά ο ήλιος το κεφά λι του, και κλαίει ο ουρανός φεγγαροβροχή.
Οι λαγόνες μου στηρίζουν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, μα κανείς δε φαίνεται να το μαντεύει.
Οι νεκροί ξυπνούν απ' τους τάφους τους, ντύνονται ξανά τα φτηνοραμένα σάρκινα ρούχα τους ή παίρνουν τη μορφή που τους χαρίζω ανάλογα με τα κέφια μου και σεργιανούμε μαζί τα ερημικά στενά με τους ασβεστωμένους τοίχους, τις ψηλές μάντρες και τις ξύλινες καγκελόπορτες. Ο αγέρας βουίζει τυλίγοντάς με με μύρια πέπλα, μου χαϊδεύει τα μαλλιά, αγκαλιάζει τη μέση μου, σηκώνει τις φούστες μου.
Τα πόδια μου βαδίζουν σταθερά στα σύννεφα κι ο αγέρας μ' οδη γεί στα σωστά μονοπάτια.
Το φεγγάρι γεμίζει γουλιά γουλιά κι εγώ το φέρνω στα χείλια μου και καθρεφτίζω όχι τα μάτια, μα το βλέμμα μου, και τότε το φεγγάρι με πεθυμάει ερωτικά.
Κοιτώ τη ζωή μεσ' απόνα ποτήρι και βλέπω διάφανα τη ματαιότη τα της κάθε μου στιγμής.
Το καλό και το κακό συγχωνεύονται σ' ένα ατέλειωτο μηδενικό. Η ύπαρξη κι η ανυπαρξία εξαφανίζονται στη ροή του χρόνου. Η ζωή χάνει κάθε νόημα μπρος στο κατώφλι του θανάτου, κι αυτή η κάλπι κη πραγματικότητα που ολημερίς μπερδεύεται στα πόδια μου φαν τάζει τόσο γελοία στα δικά μου μάτια!
Οικονομικές σκοτούρες, καθημερινά μικροπροβλήματα, καπρί- τσια παιδικά, συζυγικοί καυγάδες, μικροσκοπικά σχοινιά με σφιχτο- δένουν σαν τον Γκιούλιβερ.
Το ξέρω. Δεν έχω άλλο δρόμο διαφυγής. Μοναδική έξοδος, ο θάνατος.
Αν όλοι οι ταπεινοί κι ανυπεράσπιστοι αυτοκτονούσαν, οι κυβερ νήτες δε θάχαν εξουσία, μήτε κι η δύναμη νόημα.
Ζούμε τόσο, όσο χρειάζεται να μάθουμε πως θα πεθάνουμε. Το πώς θα πεθάνουμε κανείς, Θεός ή δαίμονας, δε νοιάστηκε ποτέ να μας το μάθει.
Μα γιατί άραγε να δικαιούμαστε πιότερη γνώση απ' όση το λου λούδι που τσαλαπατάμε ή το πουλί που πυροβολούμε;
Γιατί ν' αποζητάμε στον έρωτα να λάβουμε πιότερο μερίδιο απ' όσο προσφέρουμε;
Ο εαυτός μας καθημερινά μας προδίδει. Πώς να εμπιστευτούμε τον διπλανό μας;
Κυνηγάμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Τον βιάζουμε καθημερινά, τον δουλώνουμε, τον σέρνουμε σιδεροδέσμιο στις ρωμαϊκές αρένες για να δοξολογεί ο όχλος το άψυχο ομοίωμα που υψώσαμε στο θρόνο, τ' ανδρείκελο του εαυτού μας.
Καλύπτουμε τις επιθετικές μας προθέσεις μ' ηπιότητα που δε μας ανήκει, στρέφουμε το μαχαίρι στα σπλάχνα μας, κάνουμε χαρακίρι στ' όραμα μιας ανύπαρκτης τιμής.
Κι ας σεργιαμούσαμε χέρι με χέρι στο σκοτάδι, κι ας γευόμαστε χείλη ανύπαρκτα μεθυστικά, κι ας ερωτευόμαστε μέσα στη θάλασ σα με τον ουρανό κι ας ρουφούσαμε τη χρυσή βροχή που μας γονι μοποιούσε.
Το πρωί, λογικοί, ανεχόμαστε την κάθε μέρα τους πολιτικούς που ρητορεύουν ανενδείαστα, τους καλλιτέχνες που ασχημονούν κι ο κοσμάκης να σκύβει βουβός στ' άροτρο του πεπρωμένου προ σφέροντας το σβέρκο του, σίγουρο αποκούμπι στην αλαζονεία των δυνατών.
Κι όποιος δε δέχεται την υποταγή, κάλλιο να μη γεννιέται.
Η λευτεριά υπάρχει μοναχά σ' όσους κρατούν κλειστά τα μάτια σ' ύπνο, όνειρο ή θάνατο.
Τ' αύριο είναι τόσο αβέβαιο για να στηρίξεις τις ελπίδες σου, πώς ν' ακουμπήσεις τα όνειρά σου σ' ένα παρόν -κινούμενη άμμο;
Εγκυμονείς ελπίδες κι όνειρα. Τις νύχτες πετάς σαν πυγολαμπί δα. Τότε μονάχα προδίδεις το δρόμο σου, σαν είν' η νύχτα σιωπη λή και μαύρη.
Γίνεσ' αστέρι που αυτοκτονεί. Αναβοσβήνεις σε κάποιες παιδικές χουφτίτσες. Το πρωί δε θάσαι τίποτε πιο πολύ από ένα νεκρό ά σχημο έντομο, σα μια μελαχροινή κατσαρίδα.
Θα σε πετάξουν στα σκουπίδια, αν είσαι τυχερός και δεν σε συν θλίψουν προσπαθώντας να ντυθούν τη φεγγερή σου δόξα.
Κι εσύ, είσαι το χελιδόνι που ερωτεύτηκε τον άσχημο πια «ευτυ χισμένο πρίγκηπα» και δε θα φύγεις. Θα πεθάνεις απ' την παγωνιά, αρκεί νάσαι δίπλα του. Αρκεί που ξέρεις πως εκείνος δε θα σε προ δώσει.
Σκόρπιες γνώσεις, ασύνταχτες σκέψεις, φτερωτοί οραματισμοί ο χάρτινος κόσμος μου.
Αποδιώχνω τη μετριοφροσύνη που κουρνιάζει στο κεφάλι μου. Είμαι γλυκόλαλη καμπάνα έστω κι αν κρούω στην έρημο ή στο μέσο της βουερής πολιτείας. Κάποτε, σαν πέσει η σιωπή, θακουστεί κι η δική μου η φωνή, έστω κι αν είναι τότε πια αργά για μένα.
Το κακό στην εποχή μας είναι πως κανείς πια δε σημαδεύει την πρώτη ανοιξιάτικη μέρα.
Ας πούμε λοιπόν, πως απότομα συννέφιασε. Μάρτης χιλλιόγνω- μος να πούμε.
Αβάσταγο ότι αγαπήσαμε κι η θλίψη μας ασήκωτο βουνό.
Στράγγισε το χαμόγελο στα χείλια μας, παρηγοριά η γεύση των δακτύλων μας. Λουφάζουμε να συμπυκνωθούμε, σταγόνα αίμα, που κυλά απ' την καρδιά μας, μπας κι έτσι ζήσουμε, ότι η ζωή μας στέρησε.
Ευγνωμονούμε τη βροχή, που μας μαστιγώνει, τον ήλιο που μας πυρπολεί.
Θρηνούμε για όλα αυτά που γέννησ' η φωτιά και θα σβυστούν μεσ' της φωτιάς τη γεύση.
Πώς να μαντρώσεις τις επαναστάσεις που κυλούν αστείρευτοι χείμαρροι και κατατρώγουν τη σάρκα μας με της ψυχής τα δόντια;
Το τέλος, κάθε τέλος είναι και μια ανακούφιση.
Κανείς δε θέλω να με κλάψει.
Ζύγιασα προσεκτικά τη ζωή μου, ως τα τώρα, πάντα δίκαιη. Μό νο δειλή. Κουράστηκα.
Τα παιδιά κομμάτια απ' τη σάρκα μου, κομμάτια της ψυχής μου θ' αντρειωθούν και δίχως μου.
Φοβάμαι τη Μαρία. Το βλέμμα της πούρχεται από μακρυά, τα χέ ρια της, λαφριά σαν πούπουλα, τα χείλια της τόσο απόκοσμα ζω γραφισμένα
Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν τούτο τ' ανεμόθρεφτο παιδί βγήκε απ' το κορμί μου.
Δε μπορώ να κάνω τίποτε για την Μαρία. Πετά κιόλας μπροστά και πίσω και στο πλάι μου και με κυκλώνει σαν αχός.
Σύγνεφο είναι η Μαρία, με πνίγει ή μ' αγκαλιάζει, δεν το διακρί νω.
Την αγαπώ όπως και νάναι. Μοσκοβολά αλμύρα κι ουρανό...
Ο Δημήτρης είναι σκληρός, σα φρεσκοψημένο καρβέλι. Βαστά απ' τον πατέρα του.
Γερές οι ρίζες του στη γη. Δε σκιάζεται τις μπόρες. Αντέχει ή πι στεύει πως όλα τ' αντέχει.
Γούμενε, τα παιδιά στα χέρια σου τ' αφήνω.. Μην τ' αρνηθείς.
Αν τ' αποστρέψεις μητ' η γη, μήτε κι ο θάνατος μπορούν να με κρατήσουν. Θάρθω να σου λογαριαστώ.
Στα χέρια σου τ' αφήνω και στην Κρουστάλλω. Ολα τα τα χρόνια κείνη τ' ανάστησε από μωρά. Φορές φορές φοβόμουν πως την Κρουστάλλω είχαν μάνα.
Εγώ, ήμουν σαν τις κούκλες στο σαλόνι...
Τάβλεπα πάντα μακρινά. Είναι προνόμιο της τάξης μου. Να μην κατέχεις τα παιδιά σου.
Λυπάμαι που δεν ξέρω το Θεό. Προσπάθησα, ειλικρινά, μα δεν τον βρήκα.
Αν με υποδεχτεί περ' απ' το θάνατο, θάμαι ευτυχισμένη, μόνο και μόνο, που τον βρήκα.
Δεν νοιάζομαι τι θα μου πει. Θάθελα να υπάρχει.
Αν συ, τον ξέρεις, γούμενε, πες του να καταλάβει.
Ηταν, πες "Του, λίγο βιαστική στο ραντεβού σας.
Κι Αυτός θα καταλάβει. Πρέπει να καταλάβει, αν είναι Θεός.
Καληνύχτα γούμενε.
Καληνύχτα παιδιά μου.
Καληνύχτα κόσμε».
Ο γούμενος σταυροκοπήθηκε ευλαβικά πριν χώσει στην τσέπη του το συγκλονιστικό τούτο γράμμα και χάιδεψε με το βλέμμα τα σφαλισμένα βλέφαρα της νεκρής.
- Μαράθηκε, σκέφτηκε, σαν το ευγενικό λουλούδι σ' αφιλόξενη γη.
Λογάριαζε... Τι μπορούσε να λογαριάσει στραβό στη ζωή της;
Ολα της ήλθαν καλά, όλα όπως όλοι θα ευχόντουσαν, όλα όπως η ίδια θα ευχόταν.
Κι όμως αυτή η διαπίστωση δεν τη γαλήνευε, δε συμπλήρωνε τ' απύθμενο κενό που πυρπολούσε το είναι της.
Αδειανή. Αυτό αισθανόταν, κι ότι ζούσε ανούσιο, άγευστο.
Η ζωή της, επίπεδη, κομματιασμένη σε μύριους άχαρους ρόλους.
Ο εαυτός της, ένα ψηφιδωτό, που καθημερινά πάσχιζε μάταια να συνθέσει.
Είμαι. Ποιά είμαι; Τι είμαι;
Ηθελε νάναι όλα και δεν ήταν ο εαυτός της.
Ο εαυτός της χυνόταν κάπου ανάμεσα στις ραφές των αμέτρη των προσωπείων, που άλλαζε καθημερινά.
Δεν έφταιγε κείνος, ο άντρας της. Ισως δεν έφτανε γιαυτήν.
φταίγαν οι σκιές που την κυνηγούσαν, οι σκιές που ερωτευόταν σε κάθε ψυχανέμισμα του νου.
Και κείνος, τι άλλο ήταν έξω από μια σκιά; Μια μορφή του πε πρωμένου της;
Μάταια πάλευε να συμβιβαστεί με την εικόνα του απέραντου. Πάντα μειονεκτούσε στην σύγκριση.,
Κι ο ίδιος της ο εαυτός, τι άλλο έξω από σκιά;
Σκιά μιας άλλης. Στον έρωτα έβλεπε τη μορφή της, σαν την εικό να κάποιας άλλης.
Αγέραστη, υπέροχη, μοιραία, η γυναίκα του πάθους, δίχως ανα στολές, στα όνειρά της.
Το κορμί της πια δεν της ανήκε. Δεν ήταν παρά το μέσον για να ζήσει μιαν ασήμαντη καθημερνότητα, εκείνη που με το νου είχε ζή σει απέραντες συγκινήσεις, πούχε βρεθεί σε μύριους τόπους, πού- χε συναντήσει τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γέννησ' η αν θρώπινη ράτσα σ' όλες τις εποχές.
Το κορμί της φυλακή, μα και λιμάνι. Δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα πάντα. Οτι κείνη πρόσταζε. Αβουλο οδηγιόταν στη σφαγή. Την ή ξερε τη μοίρα του. Η τώρα ή αύριο, τι σημασία μπορεί νάχει;
Εκείνη ήταν αιώνια, πολυπρόσωπη, απρόσωπη, απρόσιτη στο νου.
Πως να τη φυλακίσεις; Κείνη που έλαμπε σαν αστραπή, βούρκω νε σαν τον ουρανό, γελούσε σαν την άνοιξη. Κείνη που πρόβαλε μεσ' απ' τις σελίδες των βιβλίων κι απ' την οσμή των θρύλλων είχε χρώμα. Κείνη που έλαμπε σαν Παναγιά κι αγριεύονταν σαν τη γορ γόνα. Κείνη που πάλευε ν' αφουγκραστεί τους καθηχυχαστικούς παλμούς της εγκυμονούσας μήτρας της για να επιζήσει. Κείνη που καθρέφτιζε την απεραντοσύνη τ' ουρανού σε μια γουβίτσα λασπό- νερα.
Μα κείνος, ο άντρας της... Μπορούσε κι έπρεπε να την κρατήσει.
Οχι για το κορμί της, που μοσκοβολούσε φως, μήτε για τα παρα μύθια που υπόσχονταν το βλέμμα της.
Επρεπε να την κρατήσει για λόγους πρακτικούς, και λογικούς.
Για τα παιδιά του, που θάμεναν δίχως μητέρα, για την κοινωνία που θάχανε κάποιο χρήσιμο άνθρωπο, για κείνον τον ίδιο που θά- χανε το σύντροφο της ζωής του.
Κι έμεινε άβουλος, όταν εκείνη αναλυόταν σε μύρια χρώματα, ό ταν κατάστρεφε τα πρόσωπά της, σα νάδινε μπουνιά στους καθρέ φτες, που την κύκλωναν.
Πώς έγινε κι ο άντρας της δεν οσμίστηκε το ίδιο της το αίμα, που χυνόταν, κι αυτό της έδινε πιότερη ορμή για να ξεσχίζει τις σάρκες
της;
Σαν τα άλογα οσμίζονταν το θάνατο κι ορμούσε στη μάχη με ψη λά το κεφάλι.
Τουλάχιστον, έστω μια στιγμή πριν το θάνατο, θάννοιωσε αληθι νά ελεύθερη;
Σοφία, Σοφία Σεβαστού! Πόσο λίγο αγαπήθηκες στη ζωή σου!...
Εσύ, Χριστέ, που όλα τα καταλαβαίνεις, δε γίνεται, θα τη δεχθείς κι αυτή στην αγκαλιά Σου.
Αλοίμονο! Πάντα διψασμένη η ψυχή τ' ανθρώπου!
Αλοίμονο, φίλε μου Περικλή... Ποιά κοσμοθεωρία θα μας φυλά ξει, όχι απ' το φόβο του θανάτου, μα απ' τον έρωτά μας για το θά νατο;»
Την έθαψαν δίχως κηδεία στη γωνιά του νεκροταφείου.
Μήτε σταυρό δεν έβαλαν στο μνήμα της. Μόνο την πλάκα με τ' όνομά της.
Μάταια ο άντρας της κίνησε γη και ουρανό να της προσφέρει μια χριστιανική ταφή.
Ο δεσπότης ήταν ανένδοτος. «Μετά από τόσο θόρυβο, πώς να το καλύψω;» του μήνυσε κι ο Σεβαστός έσκυψ' αδύναμος το κεφά λι. Αλλωστε ήταν δίκαιη απόφαση.
«Δεν είχε, όχι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα η Σοφία να κηλιδώσει έτσι τ' όνομά του και καλά αυτόν, μα τα παιδιά της δεν τα σκέφτηκε;
Τρελλάθηκε, αλλοιώς δεν εξηγείται. Πώς αυτή, μια τόσο καλό βουλη, γελαστή, και χαριτωμένη γυναίκα ν' αποφασίσει τέτοιο πράγμα!
Μα τι της έλειπε, δηλαδή; Σε όλα ήμουν τέλειος, υποδειγματικός σύζυγος.
Δε μπορούσε νάχει παράπονο κανένα. Οτι ζητούσε της τόδινα.
Ναι, σίγουρα τρελλάθηκε. Δυστυχώς, ήταν μια ατυχία μου. Δε μπορούσα να το προβλέψω.
Κι αυτός ο γούμενος; Τι σχέση μπορεί νάχε με τη Σοφία; Γιατί σ' αυτόν ειδικά να εξομολογηθεί; Δυό, τρεις φορές τον είχε δει, στο μοναστήρι. Εδειχνε όμως ταραγμένη. Μήπως...
Επρεπε να το διαβάσω κείνο το γράμμα. Ημουν ηλίθιος που δεν το άνοιξα. Με φάγαν οι προλήψεις. Τώρα, θα με τρώει η αμφιβολία.
Μα τι λογής σχέση μπορούσε νάχει μια όμορφη νέα γυναίκα σαν τη Σοφία, μ' ένα σιχαμερό γέρο καλόγερο;
Ο Ρασπούτιν. Ετσι δεν ήταν κι αυτός;
Μα πάλι, όλοι τον έχουν για άγιο... Θα τον κρατήσω κοντά. Θα τον παρακολουθώ. Κάποτε θα μάθω».
Ο Σεβαστός έστειλε στην Παναγιά του Προφήτη ένα διαμαντένιο κολλιέ κι ένα ζευγάρι Ιδια σκουλαρίκια.
«Για την ψυχή της» έγραφε στο σημείωμα.
Ο γούμενος τα χάιδεψε ελαφρά πριν τα κρεμάσει στο εικόνισμα.
Η καστανομάτα μελαχροινή Παναγιά με το γλυκό χαμόγελο τον κοίταξε όπως πάντα, με κατανόηση.
Αυτή η Παναγιά, που, όπου κι αν πήγαινες το βλέμμα της σ' ακο λουθούσε, αυτή, που τόσα θάματα είχαν να λεν οι χωρικοί, αυτή, πούμπαινε στα σπίτια τους σα γειτόνισα καλή, που μαυροφορούσε το μεγαλοβδόμαδο και στολιζόταν στις γιορτάδες, αυτή η Παναγιά σίγουρα δέχονταν με χαρά κάτι απ' τη Σοφία.
Αν η Σοφία της μιλούσε... Αν μόνο την κοίταζε... Θα γινόντου σαν καλές φιλενάδες.
Δεν ήταν καλόγρια η Παναγιά του Προφήτη. Δεν ήταν θεότητα παρθενική. Στο βλέμμα της η επίγνωση κάθε ανθρώπινου.
Η Παναγιά του Προφήτη είχε τη γλυκειά σοβαρότητα της Αφρο δίτης της Μήλου.
Δεν ήταν η Πάνδημη Αφροδίτη, μα ούτε κι η Μαρία, που δε γνώ ριζε άντρα, όταν γεννούσε το Χριστό.
Ηταν αθώα, όσο κι η Σεμέλη ή η Ευρώπη ή η Λήδα.
Ηταν αθώα, όσο κι η Σοφία, που πέθανε απ' τον έρωτα του κό σμου, που κάηκε μπρος την αποκάλυψη του θεϊκού εραστή. Του Δία;!
Πως μπλέκοντ' οι θεοί σ' αυτό τον τόπο!
Κάθε Λαμπρή, τρομάζω κοιτώντας τα καΐκια, μη και φανερωθεί κάνα κατάρτι ολάνθιστο, μη και μας ρθει ο Διόνυσος να διεκδικήσει τους πιστούς, στη γη που του ανήκει.
Και το χειμώνα, ο αγέρας που φυσά πώς μοιάζει με τ' απελπισμέ νο μοιρολόι της Δήμητρας για τη γλυκειά της κόρη!
Τούτος ο τόπος μοιάζει στοιχιωμένος με φωτερά φαντάσματα.
Πώς λοιπόν, και τώρα, να μη σκιάζουν τα παιδιά με το παραμύθι της Σοφίας;
Εγινε τραγούδι, κατάρα, φοβέρα, κραυγή, αγέρας, ξωτικό, φάν τασμα, δαίμονας, κάτι σα μικρός θεός για τους κατοίκους του τό που.
Η Σοφία, που θα μπορούσε να ήταν η αγία του, έγινε λάμια, και νεράιδα, έγινε στοιχιό, γιατί κανείς δεν την κατάλαβε.
Κανείς, έξω απ' την Παναγιά του Προφήτη.
Μετά το θάνατο της Σοφίας, ο γούμενος μπήκε στο σπίτι του Σε βαστού σαν κιβωτός μητρικής στοργής.
Ο Σεβαστός, απορροφήθηκε γοργά απ' τις υποθέσεις του και δεν έβρισκε πια χρόνο να θυμάται το δράμα, που παίχτηκε στο σπίτι του.
Τα παιδιά τάχε αναθέσει στη φροντίδα της Κρουστάλλως και μιας αγγλίδας μις που όλη μέρα τους μιλούσε εγγλέζικα, προσπαθώντας να τα κάνει να ξεμάθουν τα ελληνικά κι ειδικά αυτή τη χοντροκομέ- νη ντοπολαλιά, που άκουγαν γύρω τους.
- Ολα τους τα προσφέρω! Γι αυτά φροντίζω! καμάρων' ο πατέρας τους
Πρακτικά πράματα, όχι γαλλικά για τα σαλόνια και πιάνα για να περνά η ώρα.
Η πολλή καλλιτεχνία βλάπτει. Γεμίζει τα μυαλά μ' αέρα κι εγώ θέ λω τα παιδιά μου να πατούν γερά στη γη, κι όχι να ονειροπιάνονται σαν τη μακαρίτισα τη μάνα τους. Θεός σχωρέστη.
Η Κρουστάλλω, η παραμάνα, που μπιστεύτηκε τόσο η Σοφία, εί χε ένα παρελθόν, θαρρείς βγαλμένο από ταινία φρίκης.
Ολες οι υπηρέτριες, συνήθως είναι γυναίκες βασανισμένες απ' τη ζωή, μα δύσκολα να βρεθεί καμιά να παραβγεί στη μοίρα της Κρου στάλλως.
Συχνά, σαν έπλεκε η συγύρναγε με τα παιδιά του Σεβαστού στα πόδια της να παίζουν ή να διαβάζουν, σα να ξεχνιόταν κι έμενε με το ξεσκονόπανο στον αέρα, και τα μάτια ολάνοιχτα να σκέφτεται εικόνες πούζησε -ή που θα ζούσε;- τώρα πια όλα τόσο μακρινά, κα μιά φορά της μοιάζανε σαν ψέμμα.
Τώρα πια δε μισούσε, μόνο λυπόταν, λυπόταν αφάνταστα για τη ζωή της, που χύθηκε άσκοπα σαν το νερό μες απ' το κομματιασμέ νο κανάτι.
Κείνες τις στιγμές μάταια ο Δημήτρης κι η Μαρία πάλευαν με τις σκανταλιές τους να την ξαναφέρουν στο τώρα.
Αυτή κρεμμιόταν απ' τ' αλλοτινό σα ζουζούνι παγιδευμένο στον ιστό κάποιας αόρατης αράχνης.
Με ναρκωμένη την ψυχή απ' τον πόνο ξαναζούσε. Επρεπε να ξα ναζήσει.
* * *
«Τα ελάτια έσπαζαν τα κλαριά τους, κάτω απ' το βάρος του χιο νιού.
Τέτοιος παλιόκαιρος, χρόνια να ματαγίνει, λέγαν οι παλιοί. Δεν έλεγε να φυσήξει, ν' αποδιώξει τα μελανά σύννεφα που κουκούλω ναν τις κορυφογραμμές.
- Ακόμη χιονίζει, μονολόγησε η Κρουστάλλω και κόλησε τη μυτίτσα της στο τζάμι του μικρού παράθυρου, που πρωτύτερα είχε καθαρί σει απ' τη πάχνη με τη ζεστή γροθιά της.
Η μάνα της συνδαύλιζε το τζάκι. Το τσουκάλι στην πυροστιά ά χνιζε όμορφα.
- Ελα σιμά να πυρωθείς, της πρότεινε.
- Ο κύρης μου ακόμη να φανεί...
- Θα φανεί, μη νοιάζεσαι. Ελα στο παραγώνι. Θα πουντιάσεις.
Το κορίτσι σίμωσε και κάθισε πλέκοντας τα χέρια γύρω απ' τα δι πλωμένα γόνατά της.
- Μάνα, θα μου πεις κάνα παραμύθι;
- Τι να σου πω; Τα ίδια και τα ίδια...
- Πες καλέ μάνα, ό,τι νάναι.
Τράβηξε το σκαμνί κοντά της, πήρε το πλεχτό στην ποδιά της κι άρχισε ν' ανιστορεί ξανά τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του βασιλιά Α λέξανδρου, του Κολοκοτρώνη, του Παπαφλέσσα, ιστορίες, μαγι κές και μπερδεμένες, όπως τις άκουσε κι αυτή απ' της γιαγιάς της το στόμα, ιστορίες για μοιράδες και ξωτικά, για μάγια και θάματα, ιστο ρίες παραμύθια, ιστορίες αληθινές που γίνηκαν τραγούδι.
Η Κρουστάλλω την άκουγε βυθισμένη... Κοιτούσε αδιάκοπα τη φωτιά.
Οι φλόγες της καθρεφτίζονταν στα γαλάζια μάτια της, τόσο γα λάζια που σε τρόμαζαν να τα κοιτάς.
Ηταν όμορφη στο πρώτο της μπουμπούκισμα. Δυο βαρειές κοτσί δες έπεφταν στην πλάτη της.
Λιγερόκορμη και χαριτωμένη σα λαφίνα, χαμογέλαγε τόσο σπά νια και τόσο συλλογισμένα!
Μοναχοπαίδι, μεγάλωσε αλλοιώτικα απ' τ' άλλα παιδιά του χω ριού, τα ζυμωμένα με τη φτώχεια και την κακοπέραση.
Πλούσιοι δεν ήταν ο Σωτήρης κι η Παγώνα, μα για την Κρου στάλλω τους, άνοιγαν γη κι ουρανό για να περάσει δίχως να πονέ σει.
Κουράστηκαν τόσο για να την αποκτήσουν!
Δεν ήταν στ' αληθινά παιδί τους, μα όλοι έτσι ήξεραν, ακόμη κι η Κρουστάλλω, τότε.
Στέρφα η φουκαριάρα η Παγώνα είχε παλέψει μ' όλα τα γιατρο σόφια να γκαστρωθεί, μα δίχως να τα καταφέρει.
Κι ευτυχώς που ο Σωτήρης ήταν άνθρωπος του Θεού και ποτέ δεν της κακομίλησε γιαυτό, μα ο καημός της ήταν μεγάλος.
Τι προσευχές, τι τάματα έκαν' η δόλια, ώσπου κι ο ίδιος ο Θεός βαρέθηκε να την ακούει κι έστειλε στο δρόμο της μια θεατρίνα, μια καμπαρετζού, απ' αυτές τις σαντέζες που γυρνοβολάν' στις επαρ χίες και τσιτσιδώνονται στα καφενεία.
Είχε ένα όνομα παράξενο, ξενικό, ούτε που το θυμόντουσαν.
Ηταν χειμώνας και κείνη έκλαιγε σκασμένη και βλαστήμαγε, που ο αχαίρευτος τη γκάστρωσε και την παράτησε χωρίς λεφτά και πώς θα τραγουδά με την κοιλιά στο στόμα και τι θ' απογίνει μ' ένα μπα- στάρδικο κι άλλα τέτοια.
Εξω χιόνιζε. Στο βουνό ούρλιαζαν λύκοι.
Ο Σωτήρης το πρωτοσκέφτηκε.
- Ακου να δεις, της είπε. Μείνε μαζί μας ώσπου να λευτερωθείς. Το σπίτι έξω απ' το χωριό, ποιός θα το μυριστεί; Θα μας το δώσεις το παιδί μόλις γεννηθεί, ότι παιδί και νάναι και συ θα πάρεις ότι οικονο μίες έχουμε και θα χαθείς. Ποτέ δεν θα γυρίσεις πίσω, κι αν θα γυρί σεις δε σε ξέρουμε. Το παιδί θάναι δικό μας ν α το ξέρεις.
Αλλο που δεν ήθελε η θεατρίνα.
Ξάπλων' όλο τον καιρό, σα βασίλισσα, στο παραγώνι, καλότρω- γε, καλόπινε, κρύβαν το κρασί να μην μεθάει κι όλο τραγουδούσε. Τίποτε να μη πιάνει στα χέρια της;!!! Τι σόι γυναίκα; Μητ' ένα εργό χειρο;
Τα ρούχα της πεταμένα δω και κει, τα νυχτικά της ξεδιάντροπα.
Η Παγώνα την είχε από κοντά, σα νάταν άρρωστη, την τάιζε το καλύτερο κι ήλθε και χόντρηνε να σκάσει.
Δε φώναξαν μήτε τη μαμμή. Η Παγώνα τη λευτέρωσε. Ούρλιαζε σα να τη σφάζαν. Ηταν και μεγάλο το παιδί!!!
Γεννήθηκε τις πρώτες μέρες της άνοιξης, πριν καλά καλά λιώ σουν τα χιόνια.
Ηταν τ' ομορφότερο παιδί του κόσμου. Το νερό της βρύσης ήταν κρουσταλλιασμένο, όπως τόφερ' ο Σωτήρης να το πλύνει.
- Να τη βγάλουμε Κρουστάλλω, είπε.
Η θεατρίνα βιάζονταν να φύγει. Δε ζήτησε μήτε να το θηλάσει.
Δεν περίμενε ούτε να σαραντίσει. Πήρε τα λεφτά κι ένα καλό δα χτυλίδι της Παγώνας κι εξαφανίστηκε απ' τη ζωή τους.
Κρατούσαν όμως την Κρουστάλλω κι αυτό πλυμμύριζε τη ζωή τους με χαρά.
Το κορίτσι αποκοιμήθηκε στο παραγώνι. Η Παγώνα πήρε ένα χράμι και την σκέπασε προσεκτικά.
Η πόρτα άνοιξε κι άγρια όρμησε η παγωνιά στο δωμάτιο.
- Κλείσε Σωτήρη, του ψιθύρισε. Το παιδί...
Σύγκαιρα έτρεξε να τον βοηθήσει να ξεφορτωθεί το σάσμα, να βγάλει τη βαρειά κάπα, γονάτισε να του βγάλει τις λασπωμένες, πα γωμένες μπότες.
- Συννεφιασμένο σε βλέπω, του ψιθύρισε. Τι τρέχει; Με ποιόν τά-
χεις;
- Με ποιόν πάλι; Με τους Λαζάνηδες, τους αγιογδύτες. Είναι λη στές. Πάλι μούκλεψαν μια προβατίνα απ' το μαντρί.
- Είσαι σίγουρος, πως είν' δουλειά δική τους, ή μπας και κολάζεσαι άδικα;
- Είδα τ' αχνάρι του αλόγου τους. Κανείς δε βάζει τέτοιο πέταλο στο ζωντανό του.
Παριστάνουν, βλέπεις τους αφεντάδες... με τις κλεψιές.
- Τι θα κάνεις; ρώτησε ήρεμα η Παγώνα.
- Θα τους εκδικηθώ, μούγκρισε άγρια ο Σωτήρης.
- Πρόσεξε... είπε μόνο η γυναίκα του. Ελα! Το φαί είναι ζεστό.
Κανείς δεν είχε χοιρινό σαν τους Λαζάνηδες. Κάθε χρονιά, τα Χριστούγεννα, το καλύτερο χοιρινό ήταν του Χρίστου Λαζάνη.
Παινευόταν πως ήταν ο πρώτος νοικοκύρης του χωριού. Καμά ρωνε για όλο του το βιος. καυχιόταν πως έχει τα καλύτερα χτήμα τα, τα καλύτερα ζωντανά, το καλύτερο σπίτι, την καλύτερη γυναί κα, τα καλύτερα παιδιά. Κι η γυναίκα του η Χρυσάφω ήταν όνομα και πράμα. Θεοσεβούμενη, και καλή σα ζύμη του Θεού. Σήκω - σή κω, κάτσε - κάτσε, την είχε.
Ε, τί άλλο, δηλαδή έπρεπε νάναι μια φρόνιμη γυναίκα; Οι τρεις γιοι του, όμως, ήταν η τρομάρα του χωριού. Αρματωμέ νοι σαν αστακοί, πάνω σ' ακριβά αλόγατα πιλαλούσαν δώθε - κείθε τρομοκρατώντας τους χωριάτες.
Τεμπέληδες κι αχαίρευτοι, έκλεβαν πότε από δω πότε από κει, και κανείς δεν τολμούσε να τους ζητήσει το λόγο.
Ο πατέρας τους καμάρωνε. Ηταν γεννημένοι αφεντικά οι γιοι του.
Παραμονές Χριστούγεννα, το γουρούνι, το καμάρι του Χρήστου του Λαζάνη βρέθηκε ψόφιο, φαρμακωμένο. Μήτε να το σφάξουν δεν πρόκαμαν.
Μεγάλη ντροπή, ν' αναγκαστεί ο Λαζάνης ν' αγοράσει χοιρινό για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του.
Ποιός όμως, να τόκανε τέτοιο χουνέρι; Ποιός να φταίει;
Πολλοί θα τόθελαν, πολλοί χάρηκαν, μα ποιός τολμούσε;
Πέρασε κάμποσος καιρός και κει που το πράμα είχε ξεχαστεί, έμ παινε πια η άνοιξη, μια προβατίνα γκαστρωμένη βρέθηκε κρεμασμέ νη στον κλώνο μιας ελιάς.
Λύσσαξ' ο γέρος κι οι. τρεις γιοι του, μοιρολογούσε η γριά.
Ποιός νάναι ο ένοχος;
- Αρκετά, Σωτήρη, μουρμούραγ' η Παγώνα, κουκουλωμένη κάτω απ' τα στρωσίδια.
Αρκετά τους ρεζίλεψες, φτάνει, μη και μας βρει κάνα κακό. Φτά νει κι είδα κακά ονείρατα.
- Θα τους μάθω εγώ να κοκορεύονται! γελούσε ο άντρας της.
Κόντευε πια καλοκαίρι, όταν ένα απ' τα καθαρόαιμα άλογα έσπα σε το πόδι του, πατώντας σε λυκοπαγίδα.
Μόνο που, τώρα, οι γιοι του Λαζάνη ήξεραν ποιός βάζει τέτοιες λυκοπαγίδες.
Κι ήξεραν πως θ' ανταποδώσουν το χτύπημα.
Η Κρουστάλλω μάζευε ξέγνοιαστη χορτάρια σ' ένα ξέφωτο λίγο έξω απ' το φράχτη του σπιτιού της.
Εκανε ζέστη πια και δε φορούσε τίποτε έξω απ' την πουκαμίσα και την φούστα της. Ηταν ξυπόλητη, ξεκάλτσωτη και χαιρόταν τη μαλακή δροσιά του χορταριού κάτω απ' τα πόδια της.
Πότε πότε παραμόνευε να πιάσει κάποια πεταλούδα, πότε μά ζευε κάνα παράξενο λουλούδι και το κάρφωνε στις πλεξούδες της που κομπανολογούσαν.
Σιγοτραγουδούσε. Ηταν τόσο όμορφη μέρα κι ένοιωθε τόσο ευ τυχισμένη!
Δεν έδωσε σημασία στον καλπασμό που πλησίαζε, μόνο σαν τ' άλογα σταμάτησαν τριγύρω της σήκωσε το βλέμμα.
Τρεις νέοι άντρες μ' αγριεμένα μούτρα. Τους ήξερε. Τους είχε δει στην εκκλησιά. Μόνο που τότε είχαν πιο ήρεμη όψη.
- Καλημέρα, μουρμούρισε.
Ενας την άρπαξε απ' το χέρι και σα σακί την πέταξε στο λαιμό του αλόγου του που το σπιρούνισε μανιασμένα.
- Μάνα, φώναξ' αλαλιασμένη η Κρουστάλλω.
Η Παγώνα βγαίνοντας, πρόλαβε να δει μόνο τον κουρνιαχτό απ' το ποδοβολητό των αλόγων που χάνονταν.
- Σωτήρη, ούρλιαξε κι έπειτα, πιο σιγανά.
- Θεέ μου, συγχώρεσέ μας.
- Μάνα ούρλιαζ' η Κρουστάλλω, μα κανείς δεν έμοιαζε να νοιάζε ται.
Τ' άλογα χώνονταν όλο και πιο βαθειά στο δάσος. Κάποτε σταμάτησαν. Οι άντρες πέζεψαν. Η Κρουστάλλω όρμησε να ξεφύγει. Την έπιασαν δίχως προσπάθεια. Ηταν τόσο ντελικάτη, κι εκείνοι τόσο δυνατοί. Την έδεσαν απ' τις κοτσίδες στο κλαρί του γερο έλατου. Τώρα πια δεν φώναζε, μόνο έκλαιγε μ' αναφυλλητά σα τρομαγ μένο παιδί.
Ο πιο μεγάλος έβγαλ' απ' την τσέπη του ένα ζάρι.
- Οποιος φέρει πιότερα, είπε, πρώτος.
Πρώτος ήλθε ο μικρότερος. Σίμωσαν κι οι τρεις. Τους κοίταζε σαστισμένη. Τι γύρευαν; Τι θα της κάνουν;
Της ξέσχισαν τα ρούχα. Τ' άγουρο γυμνό κορμί της τους ξετρέ λανε.
Επεσαν πάνω της κι οι τρεις να τη φιλούν, να τη δαγκώνουν, να την πονούν.
Πόνος, πόνος σα μαχαιριά κι αίμα κι αυτοί να μουγκρίζουν, να χτυπιούνται, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, πότε ο άλλος, ξανά απ' την αρχή, ξανά...
* * *
Οταν συνήλθε ήταν πια νύχτα, σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό και κρύο.
Ηταν γυμνή, τυλιγμένη με μια μάλλινη κουβέρτα που της έγδερνε το δέρμα.
Πονούσε πολύ. φοβόταν.
Μια πόρτα άνοιξε και κάποιος μπήκε κρατώντας μια λάμπα. Ηταν η κυρά Χρυσάφω.
- Κορίτσι μου, της είπε με λυγμούς. Τι σούκαναν τα βρωμόπαιόα;
Η Κρουστάλλω ξανάρχισε να κλαίει.
Η γριά την ξεσκέπασε κι έπιασε να την τρίβει με λάδι, να χαϊδεύει τις μελανιές, τις πληγές του κορμιού της.
- Καημένο κοριτσάκι! μουρμούραγε καθώς την έντυνε προσεκτικά με καθαρά μυρωδάτα ασπρόρουχα.
- Μα, αλοίμονο τους, ορθώθηκε σε λίγο. Μόνο πάνω απ' το πτώμα μου θα περάσουν, αν θελήσουν να σε πομπέψουν.
Ετσι, θέλοντας και μη, παντρεύτηκ' η Κρουστάλλω το μικρό γιο του Χρήστου του Λάζανη, το Γιωργή.
Ετσι, θέλοντας και μη, οι γονιοί της, την έχασαν μες απ' τα χέρια τους, πριν καλά καλά μπουμπουκιάσει.
Ετσι, η κυρά Χρυσάφω απόχτησε μια κόρη, την Κρουστάλλω.
Ο γάμος στήθηκε στα μουλωχτά, δίχως γιορτές και πανηγύρια. Στα μυστικά, στην εκκλησιά παραστάθηκαν μόνο οι γονιοί και τ' α δέλφια του γαμπρού. Μήτε καν οι γονιοί της νύφης.
Ολοι έκλαιγαν σ' αυτό το γάμο. Ως κι η Παναγιά στα εικονίσματα.
Ηταν γραφτό να φιλιώσουν έτσι τα δυο σόγια.
Ηταν γραφτό να ζευτεί έτσι η Κρουστάλλω στο ζυγό της ζωής.
Η ζωή στο σπίτι του γαμπρού κυλούσε ήμερα κι αδιατάραχα, σα σ' όλα τα χωριατόσπιτα. Η λάτρα του σπιτιού, το ζύμωμα, το μαγεί ρεμα, τα ζωντανά. Η Κρουστάλλω απότομα ωρίμασε κι η Χρυσάφω ανακουφίστηκε απ' το βαρύ της μόχθο.
Η Κρουστάλλω γευόταν πια αδιαμαρτύρητα του άντρα της τα χά δια, μα κάτι στ' αδέλφια άλλαζε μέρα με τη μέρα.
Η Κρουστάλλω στηνόταν πια γυναίκα και γυναίκα όμορφη. Κα νείς άντρας δεν την κοίταγε κατάματα. Τα μάτια της υγρά σαν τ' α γριμιού, λαβώναν. Οι άντρες του σπιτιού πια έννοιωθαν ξένοι στο ί διο τους το σπίτι. Μπροστά της δείλιαζαν.
Τώρα, ο Γιωργής την άγγιζε πιο μαλακά, θαρρείς φοβόταν μη τη σπάσει. Συχνά τη νύχτα αγροικούσε την ανάσα της, χάιδευε την ά κρη των μαλλιών της που μαλακά, αναπαύονταν στο μαξιλάρι της. Θαρρείς ντρεπόταν που την κάτεχε. Απ' την άλλη αγρίευε στ' α δέλφια του, θύμωνε με το παραμικρό, αψηφούσε τη γνώμη τους, παραφύλαγε το βλέμμα τους μη την αγγίξει, μη τη σαϊτέψει, μη την πονέσει.
Εκείνη, πιστά κι υποταχτικά, αμίλητη τους υπηρετούσε σαν κάθε γνωστική γυναίκα.
- Σειρά σας πια για παντρειά, είπ' ένα βράδι στο παραγώνι η Χρυσά φω.
Σειρά σας να νοικοκυρευτείτε σαν το Γιωργή. Κανείς όεν αποκρίθηκε, μητ' ο Παναγής, μήτ' ο Αποστόλης. Χα μήλωσαν τα μάτια.
- Μα τι λοιπόν, μας μάγεψε; βλαστημούσαν μέσα τους.
Καμιά πια δεν έχει γούστο να τη γευτείς. Καμιά, έξω απ' την Κρουστάλλω, τη γυναίκα του μικρού. Και να σκεφτείς, πως σαν τη
ρίχναμε στα ζάρια πιστέψαμε πως τον αδικούσαμε!
* # #
Κείνο το χειμώνα η Παγώνα αρρώστησε βαρειά.
Η Κρουστάλλω της παραστάθηκε νύχτα μέρα, σα κάθε κόρη στοργική. Μα η Παγώνα έσβυνε, μέρα με τη μέρα κι ο Σωτήρης α νήσυχος μπαινόβγαινε μάταια παλεύοντας να λευτερώσει την ψυ χή του απ' την αγωνία.
Κείνο το βράδι ο Σωτήρης χτύπησε την πόρτα των Λαζάνηδων να την ξεριζώσει.
- Η μάνα της πεθαίνει, είπε στη γριά Χρυσάφω.
Είχε πανσέληνο και το χιόνι έβαφε μ' ασήμι τις πλαγιές. Ελαμπε σα μέρα.
Βουβή ακολουθούσε τα βήματά του στο χιόνι, που έτριζε. Μπαίνοντας, αντίκρυσε το γεμάτο αγωνία βλέμμα της Παγώνας να κρεμμιέται πάνω της και να τη σέρνει σα μαγνήτης.
- Μανούλα, κλαψούρισ' η Κρουστάλλω σαν παιδί.
- Παιδί μου, παιδί μου, λαχάνιαζ' η Παγώνα βιαστικά. Συγχώρα μας, συγχώρα μας. Σ' αγαπήσαμε σα παιδί μας... Δεν ή ταν για καλό... Αν σ' έπαιρνε η μάνα σου... Μούστειλε γράμμα σαν παντρεύτηκε τον προκομένο... Δεν έκανε πια παιδί.. Παρακαλού σε... Ησουν δικιά μου... Πώς να σε δώσω;...
Συγχώρα με,... Συγχώρα μας... Ισως όλα νάταν αλλοιώτικα.. Συγχώρα μας... Σ' αγαπάμε...
Η Παγώνα σώπασε απότομα γέρνοντας το κεφάλι. Η Κρουστάλλω, απόμεινε να κρατά το παγωμένο χέρι της νεκρής στις ζεστές της φούχτες, αυτό το χέρι που της είχε χαρίσει τόσα χά δια και μήτε ένα χτύπημα... Ο Σωτήρης όρθιος έκλαιγε σα μωρό παιδί.
- Μάνα, μουρμούρισε παραπονεμένα η Κρουστάλλω. Μανούλα μου...
* # *
Σαν πέθανε η Παγώνα, τον κυρ Σωτήρη δεν τον κρατούσε πια το χωριό. Διπλαμαντάλωσε το σπιτικό του και τράβηξε για την Αθήνα.
Εργάτης σε φάμπρικα, σε γιαπί, κάπου θα βολευόταν. Είχε και μιαν αδελφή, που ξενοδούλευε, θάβρισκε κάποιο αποκούμπι.
Να ξεχάσει το χωριό, την Παγώνα του, την αμαρτία του στην Κρουστάλλω.
- Συγχώρα με παιδάκι μου, της είπε φεύγοντας, φιλώντας το μικρό χεράκι, τ' αγριεμένο απ' τη λάτρα.
-Δεν έφταιξες συ, πατέρα, τ' απάντησε αδάκρυτη. Ο φταίχτης πάντα πληρώνει. Θα το δεις.
Τον έβλεπε, ως που χάθηκε στη στροφή του δρόμου, γερτός, με βήμα ζαλισμένο, ο κύρης της, αυτός που γνώρισε για πατέρα, ο μό νος άντρας που χωρούσε στην καρδιά της. Εμεινε πια μόνη στο σπίτι των Λαζάνηδων. Ηταν κατακαλόκαιρο κι η Κρουστάλλω είχε πάει στο ποτάμι για να πλύνει. Γυμνά τα μπράτσα και τα ρούχα της ψηλά να μπαινο βγαίνει στο νερό με τα πλυμένα. Οι κοτσίδες της σφιχτοδεμένες στο κεφάλι, δεν άντεχαν φυλακισμένες στο κεφαλομάντηλο, τόχε πετάξει και το φως έλουζε τα μαλλιά της. Ιδρώτας άχνιζε τους πό ρους του κορμιού της κι έλαμπε. Δούλευε ασταμάτητα, δίχως καη μό ή τραγούδι.
Αξαφνα κοντοστάθηκε, σαν κάποιος να παραφύλαγε. Γυρνάει και βλέπει τον κουνιάδο της, τον Αποστόλη. Στηρίζον ταν στο όπλο του και την κοιτούσε αμίλητος.
- Τι θες; τον ρώτησε τραχειά κοιτώντας τον κατάφατσα. Το βλέμμα του θολό σα νάτανε πιωμένος.
- Δεν έχεις δουλειά κι ήλθες να βοηθήσεις; τον ειρωνεύτηκε. Τη σίμωσε αμίλητος. Η γύμνια της τον θάμπωνε.
- Κρουστάλλω, ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε.
- Τράβα, του φώναξε βαρειά.
- Κρουστάλλω, ξανάπ' αυτός υπνωτισμένος κι όλο τη ζύγωνε. Βούτηξ' ένα βρεμένο πατσαβούρι και του το πέταξε κατάμουτρα,
κι όπως του ξέφυγε το όπλο εκείνη τ' άρπαξε και τόστριψε καταπά νω του.
- Φεύγα, του σφύριξε, φεύγα και σε καθάρισα.
- Κρουστάλλω κλάφτηκ' αυτός σα δαρμένο σκυλί.
- Σκουλήκι, τον έφτυσε.
Εφυγε παραπατώντας σα μεθυσμένος.
Κανείς δεν έμαθε τι έτρεξε ανάμεσα τους. Ολα μοιάζαν να κυ λούν σωστά στο σπίτι. Μόνο τα βλέμματα πότε πότε ξεστράτιζαν, κάτι βλέμματα Ιούδες κι η κυρά Χρυσάφω ψυχανεμιζόταν αντάρα.
Ηταν φθινόπωρο σαν κάρπισ' η Κρυστάλλω. Ο Γιωργής πήγε να τρελλαθεί απ' τη χαρά, το ίδιο κι ο γέρος του. Επιτέλους η φαμελιά αυγάτιζε.
Μόνο τα δυο αδέλφια του μείναν αμίλητα σα φαρμακωμένα.
- Κέρνα ρε μάνα, φώναξ' ο Γιωργής. Πρέπει να το κάψουμε. Τέτοιο μαντάτο!!
- Καρτέρα πρώτα να γεννήσει... πέταξε φαρμακερά ο Παναγής, κι ο λόγος του κρεμάστηκε στον αγέρα.
Αν θα πιστέψεις στα στοιχειά και τις μοιράδες, τότε θα πεις, ώρα κακή που τ' άκουσε, γιατί σε μια βδομάδα μέσα μαντάτα ήλθανε σκληρά. Κηρύχτηκε ο πόλεμος.
Η κυρά Χρυσάφω έσκουζε σαν όλες τις μανάδες, μα με τριπλό καημό, τρεις γιούς είχε να παραδώσει αμανάτι στο χάρο και πώς να μπιστευτεί;
Ο γέρος έβαλε τα μέσα -τι σόι κομματάρχης θάτανε;- να μην τους στείλουν και τους τρεις στη λάβα.
- Ας μείνει ο μικρότερος, παρακάλαγε. Εχει και γυναίκα γκαστρωμέ νη...
Ετρεξ' εδώ, έτρεξ' εκεί, όλοι του λέγαν: «Ετσι και είναι ο νόμος, πως η πατρίδα χρειάζεται και την τελευταία σταγόνα αίματος ελλη νικού» και δόστου εμβατήρια και του γέρου Λαζάνη να λειώνουν τα παπούτσια απ' το πηγαινέλα στα γραφεία.
Στο τέλος του υποσχέθηκαν το μεγαλύτερο, τον Παναγή, να τό νε πάρουν εφεδρικό.
Κείνο το βράδι το στερνό ο Γιωργής, σα βρέθηκε μοναχός του με την Κρυστάλλω, έπεσε στα γόνατα μπροστά της.
- Συγχώρα με, της έλεγε κλαίγοντας σα μικρό παιδί. Συγχώρα με και σ' αγαπώ... Θα πεθάνω... Δεν μπορώ να τόχω κρίμα στο λαιμό μου... Συγχώρα με... Ηταν της νιότης... αμυαλιά... Ηταν πείσμα ά καρδο... Συγχώρα με που σ' αγαπώ...
Κείνη, ολόρθη σα λαμπάδα, με την κοιλιά ασπίδα να την υπερα σπίζει, του χάιδευε τα μαλλιά και τον μέρευε.
Ηταν πατέρας του παιδιού της. Επρεπε να του πει, πως τον συγ- χωρνά, να φύγει αναπαμένος.
Επρεπε να του λέει ακόμη, πως τον αγαπά, πως θα τον περιμένει.
Δεν τον μισούσε πια, μα ούτε και τον αγαπούσε. Κι αν πέθαινε κι αν ζούσε, το ίδιο της έκανε... Μα οι άλλοι... Κάλλιο να πέθαιναν κι οι δυό.
Μα ο Θεός δεν τα φέρνει όπως τον ορμηνεύουν οι καρδιές των ανθρώπων. Ο Γιωργής πάει μέσα σ' ένα μήνα. Μήτε που τον νε- κροφίλησαν. Λάβαν μονάχα ένα τηλεγράφημα, που με παχειά λό για τους έλεγε πόσο περήφανοι θάπρεπε να νοιώθουν, πούχασαν έναν ήρωα, απ' τη φαμελιά τους!
Τον ίδιο χειμώνα, η Κρουστάλλω γέννησε το μικρό της γιό, το παιδί τ' αποθαμένου.
Της γριάς Χρυσάφως, μήτε γέλασε τ' αχείλι της. Τα μάτια της πια δεν καλόβλεπαν κι όσο χάνονταν από μπρος της τα υλικά, τόσο ψυ- χανεμιζόταν τα μελλούμενα με τρόμο
Ο καημός του Γιωργή την έλειωνε αργά αργά. Καθόταν ολημερίς στο παραγώνι και μες από τις φλόγες της φωτιάς διάβαζε, όσα ήταν γραμμένα νάρθουν και δεν άπλωνε μήτε το μικρό της δακτυλάκι να σταματήσει τη συμφορά.
- Θεία Δίκη, την άκουγαν να παραμιλά. Θεία Δίκη! Αυτός που σπέρ νει τ' άδικο, άδικο θα θερίσει.
Αλλοτε πάλι έπιανε την Κρουστάλλω απ' τους ώμους και την τράνταζε, βάζοντάς τη να ορκιστεί ξανά και ξανά, πως τους συγχώ ρεσε. Κι εκείνη από λύπηση για τη γριά, ξανά και ξανά της ορκιζό ταν πως, πάει πια, ξεχάστηκε το κρίμα, ενώ το μίσος πέτρωνε την ψυχή της, που καταριόταν ολημερίς κι ολονυχτίς τον αφανισμό αυ τής της φάρας.
Ο γέρος άσπρισε μονοχρονίς. Ζούσε για να προσμένει το γυρι σμό των γιών του κι όποιον απαντούσε, ρωτούσε ξανά , και ξανά μη τους είδαν, μην έχουν κάνα νέο, κι αυτά τα ταχυδρομεία ν' αρ γούν τόσο!
Με το σπάσιμο του μετώπου, πρώτος έφτασε ο Παναγής.
Ο πατέρας του έμεινε στην αγκαλιά του κλαίγοντας ώρα πολλή. Η μάνα του, μήτε που τον χαιρέτισε καλά καλά. Δεν τράβηξε τα μά τια της απ' την φωτιά να δει το πρόσωπο του τ' αγριεμένο απ' την αντάρα του πολέμου.
Η Κρουστάλλω τον χαιρέτησε ψυχρά.
- Λυπάμαι, της είπε. Καλύτερα να γυρνούσε ο αδελφός μου.
Κοίταξε το μωρό στην κούνια, χάιδεψε τ' απαλό του κεφαλάκι με το τραχύ του χέρι και χαμογέλασε.
- Σου μοιάζει, της είπε, κι αυτή του γύρισε την πλάτη.
Την ίδια κιόλας νύχτα ήλθε στο κρεββάτι της.
- Είσαι δική μου πια, μούγκριζε πάνω της φιλώντας τη με πάθος, δαγκώνοντας τη μέχρι να ματώσει. Αυτή, αμίλητη, σαν κέρινη, δε χόταν τα κύματα της παθιασμένης του ορμής, ατάραχη σαν άμμος. Την έπλαθε στα χέρια του σαν μαλακό ζυμάρι κι εκείνη όλη την ώρα τον καταριόταν μυστικά.
Μετά από λίγες μέρες ήλθε κι ο Αποστόλης. Αυτός ήταν σκιαγμέ νος, σα κυνηγημένο ζο. Κούρνιασε στην ποδιά της μάνας του κλαί γοντας σαν κορίτσι.
- Μάνα, μανούλα, φώναζε, μα αυτή ατάραχη, μήτε που γύρναγε να τον κοιτάξει.
Τότε αυτός σηκώθηκε κι αγκάλιασε σφιχτά την Κρυστάλω. Εκεί νη ανατρίχιασε στο παγωμένο άγγιγμά του. Ο γέρος κι ο Παναγής κοιτούσαν απ' την πόρτα, το μωρό έβαλε τις φωνές, στην κούνια του. Η Κρουστάλλω βρήκε αφορμή και τραβήχτηκε από πάνω του.
- Πατέρα, άρχισε μιξοκλαίγοντας ο Αποστόλης, μόλις η Κρουστάλ λω βγήκε απ' το δωμάτιο.
Θέλω γυναίκα μου την Κρουστάλλω. Σε ικετεύω. Θα σκοτωθώ, αν δεν την πάρω».
- Πάψε, συφοριασμένε, αγρίεψε ο γέρος. Τη γυναίκα του αδελφού σου θες;
- Μα κείνος, πάει, πέθανε. Και μένα, μόνο αυτό με κράτησε μες τη ζωή κει πάνω. Ολοι σκοτώθηκαν. Δεν έμεινε κανείς. Μονάχα γω που έλεγα «Πρέπει να ζήσω για να την πάρω».
Ο γέρος σκληρά τον χτύπησε στο γερασμένο απ' τις κακουχίες πρόσωπο που ξαφνικά πλυμμύρισε μ' αίματα.
Ο Αποστόλης βγήκε έξω παραπατώντας σα μεθυσμένος. 0 Πα ναγής τον ακολούθησε.
Κανείς δεν έμαθε ακριβώς τι έγινε. Μόνο μια ντουφεκιά ακούστη κε κι η γριά έσυρε γέλιο σατανικό.
Η Κρουστάλλω με το μωρό στην αγκαλιά κι ο γέρος σερνόμενος τρέξαν στο κατώφλι.
Ο Αποστόλης πρόβαλε αιμολουσμένος, παραπατώντας, σέρνον τας τον αδελφό του με το κεφάλι ολάνοιχτο σα σπασμένο καρπούζι και το αίμα να κυλά σωστό ποτάμι. Τον απίθωσε στα πόδια της.
- Τώρα πια είσαι δική μου, της είπε τρέμοντας.
Ο γέρος σωριάστηκε με τα μούτρα στα σκαλιά. Η Κρουστάλλω έκανε να τον συντρέξει, μα κείνος τη σταμάτησε.
Απίθωσε το παιόί πλάι στους δυο νεκρούς και με ματωμένα χέρια την έσυρε στο παραγώνι, όπου καθόταν η μάνα του.
Η Κρουστάλλω έτρεμε σαν το ψάρι. φοβόταν το τρελλό του βλέμμα.
Με μια κίνηση της ξέσχισε τα ρούχα κι άρχισε να βάφει με το αίμα το στήθος, την κοιλιά, τους μηρούς, το πρόσωπο της. Επειτα την έρριξε στο πάτωμα και την έκανε δική του, ενώ το μωρό έκλαιγε σπαραχτικά κι η τρελλή γριά ξεκαρδιζόταν στα γέλια απ' τη γωνιά της.
Ετσι έγινε η Κρουστάλλω γυναίκα και του τρίτου γιου του Λαζά νη.
Κείνο τον τρομερό χειμώνα της κατοχής, το παιδί της πέθανε α πό πείνα, αρρώστεια, κρύο; Ποιός κάθισε να μάθει; Κείνα τα σκλη ρά χρόνια, ποιός νοιαζόταν, αν κάποιο παιδί πέθαινε;
«Είναι και μερικά του Θεού» έτσι παρηγοριόντουσαν κι όλο έ σπερναν και καινούργια να προλάβουν το λεπίδι του χάρου.
Την ίδια χρονιά θάψαν και τη γριά Χρυσάφω.
Ψυχομαχώντας την κοίταξε με τρόμο και της είπε:
- Φύγε, φύγε να γλυτώσεις...
Μετά την κηδεία, η Κρουστάλλω εξαφανίστηκ' απ' το χωριό.
Σαν τρελλός ο Αποστόλης γύριζε το· χωριό γυρεύοντάς τη.
Πήγε στο σπίτι των γέρων της και σειούσε τα θυρόφυλλα, κλω τσούσε τους παραστάτες κράζοντάς τη.
- Κρουστάλλω, ούρλιαζε σαν οργισμένο αγρίμι κι αντιλαλούσαν τα βουνά.
Τέλος αποφάσισε να κατεβεί στα Καλάβρυτα. Πού αλλού, μπο ρούσε νάχει πάει;
Σ' όλο το δρόμο συλλογιζόταν ηδονικά, τι θα της έκανε, όταν την έβρισκε. Μα στάθηκε άτυχος. Ηταν η μοιραία μέρα για τα Καλά βρυτα.
Στο έμπα τον σταμάτησαν οι γερμανοί, τον έβαλαν μαζί με τους άντρες των Καλαβρύτων, τους ανέβασαν σε πλατύ χωράφι, τους μάντρωσαν και δίχως να καταλάβει πώς, άκουε τις ριπές των αυτο μάτων.
- Κρουστάλλω, μουρμούρισε παραπονεμένα πριν ξεψυχήσει.
Η Κρουστάλλω, μαθαίνοντας την καταστροφή, σταυροκοπήθηκε ήρεμα και πήρε το δρόμο για την Αθήνα, κατά πως τόχε αποφασί σει.
Παντού στο δρόμο απαντούσε τη ερμιά του πολέμου, τη φτώχεια και του δικού της χωριού.
Παντού αρρώστεια, θάνατος, πείνα, αίμα.
- Πού πας κοπέλλα μου; την ορμήνευαν οι γνωστικότεροι. Στην Α θήνα ο κόσμος πεθαίνει απ' την πείνα. Οσοι μπορούν φεύγουν στα χωριά να κόψουν κάνα χορταράκι, μπας κι έτσι επιζήσουν, κι εσύ, τέτοιον καιρό, πας για την Αθήνα!!!
Γύρνα, κυρά μου, στο χωριό σου...
Μα για την Κρουστάλλω οι δρόμοι πίσω της ήταν κλειστοί, δι- πλωμανταλωμένοι.
Κάλλιο ο θάνατος στην Αθήνα, παρά η ζωή κοντά στους αποθα- μένους της. Επειτα είχε και την σύσταση του κύρη της, κάπως θα βολευόταν. Τα μπράτσα της αντέχαν, δε θα χανόταν.
Η Αθήνα της φάνηκε απέραντη. Πώς μιλιούνιζε έτσι ο κόσμος! Την έσπρωχναν, μήτε που την κοιτούσαν κι ο αστυφύλακας, που τούδειξε το γράμμα με τη σύσταση, σάμπως να την κορόιδευε. Είδε κι έπαθε να βρει το σπίτι. Το τραμ τόσο φορτωμένο, σα σαρδελο- κούτι, με μερικούς να κρέμονται κι απόξω, την κατέβασε στον Πει ραιά, μια πόλη-φάντασμα.
Γκρεμισμένα από δω, γούβες γεμάτες λάσπη από κει, άνθρωποι πεσμένοι οτους δρόμους, μωρά να φωνάζουν «πεινώ,ω,ω,ω» έτσι που να σου σχίζουν την καρδιά κι όμως κανείς να μη τους ρίχνει μή τε ένα βλέμμα...
Κάτι γερμανοί φανήκαν, καλοντυμένοι, γυαλιστεροί... Βάδιζαν κορδωμένοι κι ο κόσμος μέριασε για να διαβούν.
Η Κρουστάλλω τάχασε, μήτε κουνήθηκε από τη θέση της.
- Ράους, ράους της φώναξε κάποιος και δυο χέρια φιλικά την τράβη ξαν γοργά πίσω.
- Ε, κοπελλιά, της είπε τότε ένας νεαρούλης, αμούστακο παιδί ακό- μη.
Για πού τόβαλες; Μπας και χάθηκες;
Η Κρουστάλλω αμίλητη απίθωσε το μπόγο καταγής, έβγαλε το γράμμα απ' την τσέπη και του τόδειξε. Τα μάτια της πονούσαν. Η ταν έτοιμη να ξεσπάσει σε λυγμούς.
- Στην Κοκκινιά; ρώτησ' ο νεαρός. Τυχερή είσαι. Ακολούθα με κι ε γώ εκεί πάω.
Αρπαξε το μπόγο της και τον πέταξε στον ώμο του σαν νάταν α πό πούπουλο.
Περνούσαν χωματόδρομους με γούβες και λασπόνερα, μηδ' ένα φυλλαράκι να φυτρώνει.
Μαύροι καπνοί από κάτι ψηλά ψηλά φουγάρα σκιάζαν τον ουρα νό.
- Σ' αρέσει στην πρωτεύουσα; της είπε ο πιτσιρίκος.
- Δεν ξέρω... είπε αμήχανα η Κρουστάλλω.
- Σε περιμένουν; την ξαναρώτησε.
Η Κρουστάλλω κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο νιός σταμά τησε.
- Πού ξέρεις ότι ζουν; τη ρώτησε κοιτώντας τη κατάματα. Της Κρουστάλλως της κοπήκανε τα γόνατα.
- Μα, μα ψέλλισε. Δεν πάει πολύς καιρός πούχα μαντάτα τους.
- Κακομοίρα μου! είπε το παλικαράκι, κουνώντας το κεφάλι.
Εδώ πεθαίνουμ' απ' τη μια στιγμή στην άλλη... Δεν άκουσες για μπλόκα κι εκτελέσεις;
Η Κρουστάλλω κούνησε το κεφάλι αρνητικά, γεμάτη αγωνία. Δε μπορούσε να μιλήσει. Μια θηλειά την έπνιγε στο λαιμό.
- Κι είναι κι η πείνα... συνέχισε ο νεαρός. Εγώ, φτηνά τη γλύτωσα ως τα τώρα... Να δούμε πόσοι θ' αντέξουμε ως το τέλος.!
- Το τέλος; ψιθύρισε πνιγμένα η Κρουστάλλω.
- Τη λευτεριά! της ψιθύρισε στ' αυτί ο νεαρός. Τι θάρρεψες, κουτή; Δε θα λευτερωθούμε;
Τον κοίταξε στο πρόσωπο. Είχε τόσο καθαρά γελαστικά μάτια! Το πρόσωπο του λεπτοκαμωμένο κι όμορφο σαν του κοριτσιού. Του χαμογέλασε δειλά με κατανόηση.
Την τράβηξε στην άκρη. Μπροστά τους ένα κάρρο γεμάτο πτώ ματα κοκκαλιασμένα.
- Βλέπεις; της είπε ο νεαρός. Δεν τους θάβουν για να μη χάσουν το δελτίο. Μια μερίδα παραπάνω είναι λογαριασμός σήμερα.
Της Κρουστάλλως το βλέμμα αγρίεψε.
- Θεέ μου, συλλογίστηκε. Σε τι κόλαση ήλθα;
- Φτάσαμε, της είπε στο τέλος ο νεαρός δείχνοντάς της μι α ξύλινη αυλόθυρα. Απίθωσε το μπόγο καταγής.
- Καλή τύχη, της ευχήθηκε, και σιγότερα, Καλή λευτεριά.
Τον κοιτούσε, ώσπου έστριψε σιγοσφυρίζοντας στη γωνία κι έ πειτα δειλά έσπρωξε την αυλόθυρα. Σε μια στενάχωρη αυλή τριγύ ρω δωμάτια μικρά το ένα πλάι στο άλλο και στη μέση το πηγάδι. Κάτι λιγνά παιδιά με πρησμένες κοιλιές την κοίταζαν με τα μεγάλα μάτια τους, δίχως ν' απαντήσουν στο χαμόγελο της. Μια μαυρον τυμένη γυναίκα πρόβαλε από μια πορτούλα.
- Τι γυρεύεις; τη ρώτησε δίχως να την καλημερίσει.
- Το Σωτήρη... Το Σωτήρη το Σταυρόπουλο και βλέποντας το ξάφ νιασμα στα μάτια της γυναίκας Είναι πατέρας μου, βιάστηκε να προ σθέσει.
- Κατίνα... Κατίνα.. ούρλιαξε τότε η γυναίκα ξαφνικά. Τρέξε μωρή...
Απ' τις πορτούλες πρόβαλαν πολλά περίεργα κεφάλια. Μια λι γνή πανήψηλη μαυροντυμένη γριά τη ζύγωσε κοιτώντας την εξετα στικά.
- Είναι του Σωτήρη της εξήγησε η πρώτη γυναίκα.
Η λιγνή γριά έσυρε φωνή κι έπεσε στην αγκαλιά της Κρουστάλ λως, κλαίγοντας και μοιρολογώντας.
- Κορίτσι μου, Κρουστάλλω μου. Τι κακό πάθαμ' οι έρμες; Πάει... ορφανέψαμε... Με τον καημό σου πήγε... Ο καλός μου ο αδελφός... ο πατέρας σου... Μας τον σκότωσαν... οι γερμαναρά δες... που να τους κάψει ο Θεός... Τέτοιον άγιο άνθρωπο... Κι ο άν τρας μου... Πάει κι αυτός., απ' την πείνα... Κακορίζικες... Αλοίμονο μας...
Και δόστου να κλαίει και να σπαράζει και να χτυπιέται στην αγκα λιά της Κρουστάλλως κι ένα πλήθος μαυροντυμένες γυναίκες να τους κυκλώνει ουρλιάζοντας θρηνητικά, σα χορός αρχαίας τραγω δίας.
Η Κρουστάλλω αμίλητη τις έβλεπε να τη σιμώνουν, την έπνιγαν, λες κι έσφιγγαν το στήθος της τ' αυτιά της βούιζαν. Δεν άντεξε. Σωριάστηκε λιπόθυμη...
Οταν συνήλθε, βρίσκονταν σ' ένα στενάχωρο σκοτεινό δωμά τιο.
Στο σιδερένιο κρεββάτι πλάι της, με τα ρούχα ξαπλωμένη κοιμό ταν η θειά της η Κατίνα.
Ενα καντήλι πάνω στο τραπέζι φώτιζε τρεμουλιαστά τα λιγοστά έπιπλα. Στα παράθυρα τα τζάμια ήταν σκοτεινά, σκεπασμένα μ' ε φημερίδες. Ενα βρυσάκι στη γωνιά έσταζε αργά αργά, πλιτς πλιτς, κι ο ήχος του την καθησύχαζε.
Ξάφνου ακούστηκαν φωνές κι έπειτα κάποιοι πυροβολισμοί. Η Κρουστάλλω ανακάθισε τρομαγμένη. Η θειά της δεν ξύπνησε. Μό νο μες τον ύπνο της αναστέναξε βαθειά.
Δίχως κι αυτή να ξέρει το γιατί, σκέφτηκε το νεαρό που της έδει ξε το δρόμο. Τα μάτια του την παρηγορούσαν. Η σκέψη του τη γα λήνευε.
Αυτό το παιδί, πίστευε στο αύριο. Ελπιζε στη λευτεριά.
- Μήτε τ' όνομά του δεν ξέρω, συλλογίστηκ' η Κρουστάλλω. Αν ζούσε ο γιός μου... θάθελα να του μοιάζει...
Πάνω στο τραπέζι μια φωτογραφία του Σωτήρη, του πατέρα της κι ενός άλλου. Θάναι ο άντρας της θείας Κατίνας.
Τόσοι θάνατοι!!! Γιατί να ζούμε μεις, μιας κι όλοι οι δικοί μας έ χουν μισέψει;
Η γριά δίπλα της ανασηκώθηκε κι έσκυψε πάνω της στοργικά. Η Κρουστάλλω της χαμογέλασε με κόπο.
- Αν ήταν λίγο πιο παχειά, θάμοιαζε του πατέρα, συλλογίστηκε. Τό σο ψηλή!!
- Είσαι καλά; τη ρώτησε η θεία Κατίνα.
- Ναι... Θάταν απ' την κούραση...
- Κι απ' την πείνα, συμπλήρωσε η θεία.
Σηκώθηκε και ψαχούλεψε στο ντουλάπι. Επειτα της έδωσε μια φουχτίτσα σταφίδες.
- φάε την πρόσταξε. Εδώ τρώμε ότι βρούμε.
Η Κρουστάλλω κατάπινε μια μια και δύσκολα τις ξερές σταφίδες.
- Το πρωί θάρθεις μαζί μου, συνέχισε η θεία. Στο σπίτι που δουλεύω υπάρχει φαί. Θα με βοηθάς για να μη πεθάνεις της πείνας. Λεφτά δε θα παίρνουμε. Τι να τα κάνεις τα λεφτά σήμερα; μα τουλάχιστον έ να πιάτο φαί, έστω αποφάγια, το εξασφαλίζουμε.
Είναι καλοί άνθρωποι, έστω κι αν τάχουνε καλά με τους φασί στες.
Η κυρά είναι καλή γυναίκα. Εκείνος... είναι άντρας. Δεν τον βλέ πουμε στο σπίτι, μόνο σαν έχουμε καλεσμένους.
Εμφανίσιμη είσαι, αν τους κάνεις, μπορεί να σε κρατήσουνε να σερβίρεις.
Κοίτα νάσαι ταπεινή κι ευγενική. Να θυμάσαι πάντα πως είσαι δούλα. Κι αν σου χαϊδέψει και κανείς τον πισινό, μη δώσεις σημα σία. Το συνηθίζουνε. Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις. Σα φτάσεις στα χρόνια μου, κανείς δε θα σου δίνει σημασία. Επειτα την κοίταξε πιο γλυκά.
- Ετσι είμαστε μεις οι γυναίκες, της είπε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.
Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Μπόρα είναι και θα περάσει.
* * #
Το πατρικό της Σοφίας ήταν ένα νεοκλασικό αρχοντικό με ψηλά παράθυρα μ' αετώματα, μπαλκόνια με μαρμάρινα σκαλιστά φου- ρούσια και κάγκελα μ' ωραίες παραστάσεις.
Στο ισόγειο ήταν το φαρμακείο του πατέρα της Σοφίας, του κυ ρίου Παύλου Καραόήμα, σοβαρό κι επιβλητικό με τις δρύινες προ θήκες, όπου μυστήρια μπουκαλάκια αναπαυόντουσαν νωχελικά λαμποκοπώντας από πάτρα. Μια πάντα καλογυαλισμένη ζυγαριά ακριβείας, πάνω στον τοίχο που παρίστανε έναν άνθρωπο με λευκή μπλούζα να υποστηρίζει ένα σκελετωμένο πλάσμα, που δε μπορού σες να καταλάβεις, αν ήταν ζωντανός ή πτώμα.
Το φαρμακείο μύριζε παράξενα κι η Σοφία, δίχως να ξέρει το γιατί τρόμαζε μ' αυτή την ακαθόριστη οσμή, που θάπρεπε να της είχε γί νει οικεία.
Το σπίτι ήταν από πάνω, κι αυτό βόλευε πολύ, μιας κι ο πατέρας της τις νύχτες, μπορούσε εύκολα να κατεβεί για να ετοιμάσει κά ποιο γιατροσόφι για τις επείγουσες καταστάσεις.
Η Σοφία είχε συνηθίσει από μικρή αυτά τα νυχτερινά χτυπήματα στην πόρτα κι έτσι τίποτε δεν έμοιαζε να την τρομάζει.
Στην κατοχή, ο πατέρας της συνεργάστηκε με τους γερμανούς.
- Η δουλειά μου, έλεγε, δε μου επιτρέπει να ξεχωρίζω τους ανθρώ πους ανάλογα με το πολιτικό τους πιστεύω.
Η αλήθεια είναι, πως όποτε του ζήτησαν βοήθεια οι αντάρτες, δεν τους την αρνήθηκε.
Αδιαφορούσε για την έκβαση του πολέμου. Μπορούσε να κρύβει έναν αντάρτη στο υπόγειο και να δεξιώνεται στο σαλόνι γερμανούς αξιωματικούς. Μόλις ο αντάρτης γινόταν καλά, αδιαφορούσε για την τύχη του, ακόμη κι αν τον πυροβολούσαν στα σκαλιά της πόρ τας του.
Είχε ήσυχη την συνείδησή του. Πίστευε πως ήταν εντάξει στον όρκο του.
Η συνεργασία του με τις δυνάμεις κατοχής του εξασφάλιζε άφθο να υλικά αγαθά την εποχή του μεγάλου λιμού.
Τους προμήθευε φάρμακα που υποπτευόταν πως τα χρησιμο ποιούσαν για να βασανίζουν ανθρώπους στην οδό Μέρλιν. Δεν τον ενδιέφερε.
- Μήπως εγώ είμαι υπεύθυνος για τη χρήση του κάθε φαρμάκου, που ετοιμάζω;
Εγώ παρασκευάζω ηρεμιστικό ή παυσίπονο κι ο άλλος το χρησι μοποιεί για ν' αυτοκτονήσει.
Καθήκον μου είναι να φτιάχνω φάρμακα. Αυτό και τίποτε άλλο.
Τη Σοφία τη λάτρευε. Με τις ξανθές της μπούκλες και τα καθαρά γαλάζια μάτια της γοήτευε κάθε καλεσμένο στο γεμάτο σαλόνι. Η ταν η μασκώτ της κάθε οικογενειακής συγκέντρωσης.
Οταν ήλθε η Κρουστάλλω, το σπίτι ετοιμαζόνταν για το μεγάλο γλέντι της αποκριάς. Με χαρά λοιπόν δέχθηκαν τη πρόσθετη βοή θεια, μιας κι η Κατίνα εγγυήθηκε για την ανηψιά της.
Η Κρουστάλλω εύκολα τους κατάκτησε με την ομορφιά και την ήρεμη αξιοπρέπεια που ανάδιδε κάθε της κίνηση.
Η Σοφία τη συμπάθησε αμέσως. Τα παιδιά εκτιμούν την ομορφιά πιότερο απ' τους τεχνοκρίτες.
Η μητέρα της κουρασμένη απ' την κοσμική ζωή, που αναγκαζό ταν να κάνει, βιαζόταν ν' αναθέσει τις ευθύνες της μικρής σε κά ποια έμπιστα χέρια. Η παλιά της γκουβερνάντα, μια γαλλίδα, είχε ξαφνικά εξαφανιστεί, δίχως να καταφέρουν να μάθουν τι απόγινε.
Ετσι η Κρουστάλλω έφθασε την κατάλληλη στιγμή. Μέσα σ' ένα μήνα ανάλαβε τη φύλαξη της μικρής Σοφίας.
Η Κρουστάλλω με τη Σοφία θάχαν δε θάχαν δέκα χρόνια διαφο ρά, μα ενώ για την υπηρέτρια η ζωή είχε κιόλας τελειώσει, για την κυρά η ζωή θαρρείς και μόλις άρχιζε.
Η Σοφία γοητευόταν με την εικόνα της στον καθρέφτη. Το κορμί της, που στιγμή τη στιγμή μεταμορφωνόταν την συνέρπαζε. Χαι ρόταν να μετρά γύρω της τα θαυμαστικά βλέμματα. Στα δέκα της χρόνια γινόταν κιόλας γυναίκα.
Στο μεταξύ, ήλθε η απελευθέρωση. Ολοι πανηγύριζαν ειλικρινά, ακόμη κι ο πατέρας της.
Υποδέχθηκαν τους εγγλέζους μ' ανοιχτές αγκάλες.
- Πώς αντέχαμε τόσο καιρό, αυτούς τους βάρβαρους; αναρωτιόν τουσαν.
Επειτα αρχίσαν οι φασαρίες του εμφύλιου. Φοβόσουν να κυκλο φορήσεις.
- Μα τι γυρεύουν τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι; έλεγε αγανα κτισμένη η μητέρα της.
Κείνο το πρωινό, ο πατερούλης της οποφάσισε να την πάρει απ' το σχολειό.
- Εχω κάποιαν έκπληξη να της κάνω, είπε στην γυναίκα του φεύ γοντας πρόωρα απ' το μαγαζί.
Σίμωναν Χριστούγεννα. Ηταν ένα παγωμένο, κρυστάλλινο με σημέρι με λαμπερό μαρμαρωμένο ηλιοφώς. Η Σοφία τον είόε ανά μεσα στα κάγκελα της αυλόπορτας, που την περίμενε κρατώντας έ να μεγάλο πακέτο στα χέρια του. Ετρεξε χαρούμενη προς το μέρος του.
Πόσο αργούσε ν' ανοίξει αυτή η σιδερένια αυλόθυρα!!
«-Σα νάμαστε φυλακισμένες κι όχι μαθήτριες» σκέφτηκε.
Η πόρτα έτριξε βαρύθυμα τη στιγμή που ένα κροτάλισμα πυρο βόλου έρριξε τον πατέρα της στο χώμα.
Η Σοφία έτρεξε μ' όλη της τη δύναμη πλάι του, μα ήταν πια αργά. Το πακέτο είχε λυθεί. Ενα ονειρεμένο γαλάζιο φόρεμα χυνόταν έξω και ποτιζόταν με το αίμα του πατέρα της.
- Γιατί; Γιατί; ούρλιαζε με λύσσα η Σοφία, μα ο δρόμος ήταν έρμος.
Κανείς δε βρέθηκε να της απαντήσει.
Μετά τον θάνατο του Καραδήμα, τα πράγματα δυσκόλεψαν για τις δυο γυναίκες. Ξεπούλησαν το φαρμακείο και σιγά σιγά ότι πε ριουσία είχαν.
Μόνο τους καταφύγιο, ένας αξιοπρεπής γάμος. Πρώτη και καλυ- 'τερη χόρεψε το χορό του Ησαΐα η μητέρα της Σοφίας. Πήρε ένα γέ ρο στρατηγό εν αποστρατεία, τσιγκούνη κι ιδιότροπο, που τη ζή λευε τρομερά και την κρατούσε φυλακισμένη στο σπίτι. Εδιωξε όλο το προσωπικό και μόνο την Κατίνα και την Κρουστάλλω δέχθηκε να κρατήσει, ενδίδοντας μετά από μύρια παρακάλια στις πιέσεις της γυναίκας του.
Η κυρία Καραδήμα αγωνιούσε για τη Σοφία. Την έβλεπε να μαρα ζώνει πλάι στο γέρο παράξενο πατριό. Δέχθηκε λοιπόν μ' ανακού φιση το προξενιό του Σεβαστού. Ηταν πλούσιος, όχι πολύ γέρος και προπάντος τρελλά ερωτευμένος μαζί της, ώστε να μη ζητά προίκα.
Τι περισσότερο ζητούσε μια κοπέλλα;
Ο γάμος της Σοφίας ήταν γεγονός για το νησί. Εμοιαζε με το πα ραμύθι της Σταχτοπούτας.
Εκείνη στα δεκαπέντε της τόσο εύθραυστη στο δαντελένιο νυφι κό της. Η μητέρα της όλο έκλαιγε από συγκίνηση, ο πατριός ξερό βηχε.
Η εκκλησιά λαμπροστολισμένη, μ' όλους τους πολυελαίους ανα μένους κι ο δεσπότης να πρωτοστατεί στον επισημότερο γάμο της χρονιάς.Το γλέντι κράτησε τρία μερόνυχτα. Τα βιολιά δεν έλεγαν να σω πάσουν στιγμή. Το κρασί χυνόταν σωστό ποτάμι. Ως κι ο πατριός της μέθυσε και πέταξε πεντόλιρο στο βιολιτζή για να χορέψει η νύ- φη.
Ο Σεβαστός της στάθηκε ευγενικός και πατρικός σα σύζυγος. Τη μεταχειρίστηκε με στοργή. Σεβάστηκε την παρθενική της λάμψη. Σιγά σιγά την έμαθε τις χαρές του έρωτα.
Η Σοφία έννοιωθε πάντα, πως αυτό του το χρωστούσε. Ο Σεβα στός ήταν ο άντρας που κάθε γυναίκα θα μπορούσε να ονειρεύεται. Γενναιόδωρος κι ιπποτικός, δυνατός κι έμπειρος, ποτέ δεν την πρό σβαλε, ποτέ δεν της θύμισε πως την πήρε άπροικη.
Απ' το πατρικό της η Σοφία πήρε μόνο την Κρουστάλλω. Η Κατί- να έμεινε με τη μάνα της.
Η Κρουστάλλω με πόνο χώρισε απ' την ξερακιανή γριά, τη μόνη ζωντανή απ' το παρελθόν της.
Μα την πονούσε την Σοφία κι ήξερε πως στο νησί, που ξενιτευό ταν, θα χρειαζόταν κάτι να κρατεί απ' τα παλιά, κι αυτό το κάτι ή ταν η ίδια η Κρουστάλλω.
Η Κρουστάλλω, καταλάβαινε πως η δική της μοίρα, κάπως μπερ δευόταν με της κυράς της, πως κι εκείνη, όπως κι αυτή, δε θα μπο ρούσε να ξεφύγει από τη μοίρα της.
Η Σοφία δεν ήξερε τίποτε απ' τη ζωή της Κρουστάλλως. Η χω- ριάτισσα κρατούσε το στόμα της διπλομανταλωμένο στα βάσανά της. Ομως αγαπούσε τη ζεστή σιγουριά, που αντανακλούσε η κάθε κίνηση της υπηρέτριας, μια κίνηση ζώου υποταχτικού, ζωσμένου στο μαγκανοπήγαδο της ζωής, που στριφογυρνά αγόγγυστα, δίχως να νοιάζεται μήπως είναι άσκοπο.
Η Σοφία πάντα βιαστική κι επαναστάτρια, θάχε πολλά να διδα χτεί απ' την Κρουστάλλω, αν η κοινωνική τους απόσταση δεν τις εμπόδιζε να κάτσουν πλάι πλάι και να φανερώνουν γυμνά της ψυ χής τους τα πάθη.
* * *
Η Κρουστάλλω πόνεσε τα ορφανά, πούριξ' η τύχη στα χέρια της. τάννοιωθε πιο δικά της απ' το δικό της το παιδί, κείνο το νεκρό α γόρι, πούχε τόσο αγαπήσει και τόσο μισήσει συνάμα.
Καμιά φορά συλλογιζόταν πως αλλοίμονο, αυτή έφταιγε για το θάνατο του, αυτή που στο βάθος της καρδιάς της πάντα ευχόταν να λυτρωθεί από όλους, όλους που θάχουν το αίμα αυτής της φά ρας... Κι ο γιός της, ήταν αίμα τους... Και χάθηκε κι αυτός...
Κι η Κρουστάλλω πια, καταμόναχη, δίχως παιδί απ' το δικό της αίμα, δίχως σκοπό, έξω απ' το θάνατο που τον φοβόταν.
Να μην υπάρχει μετά θάνατον ζωή! Αυτό ευχόταν.
Αλλοίμονό της, αν πίσω απ' το θάνατο την περιμένουν όλοι εκεί νοι!! Αλλοίμονό της αν ξαναζήσουνε μαζί!! Τώρα ο θάνατος σπλα χνικά τους χώριζε, εκείνη απ' τη μια, οι άλλοι απ' την άλλη.
Αλλοίμονο, αν διαβεί το γυαλί! Αλοίμονο, αν τους ξανασυναντή σει!!
Μια μέρα ρώτησε το γούμενο κι αυτός της αποκρίθηκε, πως ναι, θα συναντήσουμε στον άλλο κόσμο, όσους πολύ αγαπήσαμε.
- Κι όσους μισούμε; ρώτησε η Κρυστάλλω δισταχτικά...
Κι αυτός, χαμηλώνοντας το κεφάλι:
- Κι αυτούς... συμπλήρωσε. Μόνο που κανείς δε μπορεί να μας πλη γώσει στον άλλο κόσμο. Η θάχουμε κερδίσει την αιώνια χαρά ή την αιώνια καταδίκη...
Δε συμφωνούσε με το γούμενο, μα ντρεπόταν να του αντιμιλή- σει.
- Εδώ είναι Παράδεισος, εδώ και Κόλαση. Εχω δικαίωμα να ξεκου ραστώ, όταν πεθάνω., Δε θέλω κανείς, φίλος ή οχτρός να με ξυ πνήσει. Δε θέλω να ξανανοιώσω χαρά ή λύπη. Φοβάμαι την ευτυ χία. Είναι τ' άλλο πρόσωπο του πόνου. Δε θέλω πια να ξαναγεννη θώ. Δε θέλω νάμαι αθάνατη.
* * *
Ο κύριος Σεβαστός δεν άργησε να ξαναπαντρευτεί. Κανείς δεν τον κατηγόρησε. Τι να κάνει ένας άντρας με δύο παιδιά; Τώρα πια ήταν ώριμος. Δε θα παντρευόταν από έρωτα ξανά. Είδε κι έπαθε. Μια καλή προίκα θάταν ένα κι ένα για τις επιχειρήσεις του.
Δεν άργησε να βρεθεί η ερίτιμος δεσποινίς των 45 Μαίων για να στεγάσει τα όνειρά του, με την οικονομική της επιφάνεια.Η κυρία Χρυσάνθη Σεβαστού δεν ήταν κακιά γυναίκα. Δεν έμοια ζε διόλου με τις μητριές, όπως τις σερβίρουν τα παραμύθια! Αλλω στε στην ηλικία που παντρεύτηκε, δε μπορούσε ν' αποκτήσει δικά της παιδιά για να μισήσει τα παιδιά του άντρα της με την άλλη. Η ταν μια παχουλή νωχελική γυναίκα με σακκουλιασμένο πρόσωπο και κάπως γουρλωτά μάτια. Με τα παιδιά έννοιωθε τόσο γελοία α δέξια, που προτίμησε ν' ασχοληθεί με την κοινωνική ζωή και το φι- λότττωχο και ν' αφήσει τα παιδιά, όπως τα βρήκε, στα χέρια της Κρουστάλλως.
Ο κύριος Σεβαστός, σαν έξυπνος επιχειρηματίας, διαβλέποντας ότι το μέλλον του νησιού ήταν ο τουρισμός, άρχισε ν' αγοράζει χω ράφια σ' εξευτελιστικές τιμές κι αργότερα έχτισε ένα τεράστιο ξε νοδοχείο, που σημάδεψε το νησί βαθειά, κι όχι μόνο με τον όγκο του, αφού έφερε πολλούς τουρίστες. Για χάρη του το νησί μετα μορφώθηκε γοργά. Ως κι αεροδρόμιο ετοιμάστηκε. Οι αγωγιάτες κι οι αγρότες άρχισαν να γίνονται γκαρσόνια, ενώ δειλά δειλά επέ- στεφαν στο νησί οι πρώτοι μετανάστες. Επνεε νέος άνεμος αισιο δοξίας.
- Ας είναι καλά ο κύριος Σεβαστός. Αγνώριστο έκανε το νησί μας, λέγαν όλοι σεβαστικά.
Ο γούμενος είχε κατακτήσει τα παιδιά απ' την πρώτη φορά, κείνη τη θλιβερή μέρα της κηδείας, που ενώ όλοι έκλαιγαν και τους μιλού σαν με οίκτο, αυτός τα πήρε κατά μέρος και τους είπε γελαστά.
- Αύριο το μεσημέρι, θάρθω να σας πάρω εκδρομή. Τι θα δούμε, εί ναι έκπληξη.
Τα παιδιά απόμειναν να φαντάζονται την αυριανή εκδρομή. Ηταν η γλυκύτερη σκέψη που θα μπορούσε να περάσει απ' το μυαλό τους.
Κι όταν ήλθε η άλλη μέρα κι ο γούμενος τους πήρε καβάλλα στο γαϊδούρι, δεμένους και τους δυό μ' ένα σχοινί, να μη πέσουν και τους ανέβασε στο μοναστήρι, έννοιωσαν τόσην ανακούφιση δρα πετεύοντας απ' την αποπνιχτική ατμόσφαιρα ενός καταθλιπτικού σπιτιού, που κραύγαζε σιωπηλά κατηγόριες ολούθε.
Τους κατέβασε στα μυστικά υπόγεια του μοναστηριού κι όλο και κάποιον θησαυρό ανακάλυπταν σε κάθε βήμα, πότε κουλούρι ή γλυκό, πότε παιχνίδι απλοϊκό, μα μαγευτικό, γιατί ήταν αυτοσχέδιο κι όχι αγορασμένο.
Παίζανε κρυφτό και γελούσαν συνεπαρμένα. Ξάφνου, ο Δημή τρης έμπηξε φωνή τρομαγμένη. Η Μαρία έτρεξε κοντά , ξωπίσω της κι ο γούμενος.
Ο μικρός, δίχως να το καταλάβει είχε παραβιάσει την πόρτα του οστεοφυλάκιου του μοναστηριού. Με τις τρίχες ολόρθες παρατη ρούσε την παράταξη των γυμνών κρανίων, άφωνος, στο φως του καντηλιού που παραμόρφωνε τα σχήματα.
Η Μαρία στάθηκε δίπλα του για μια στιγμή σαστισμένη κι έπειτα μπήκε στο μικρό δωμάτιο και με τα δακτυλάκια της άρχισε να σχη ματίζει χαριτωμένες φιγούρες σκιάς στους τοίχους.
Ο Δημήτρης ξεθάρρεψε σιγά σιγά κι όταν ο γούμενος του χάιδε ψε το κεφάλι, το παιδί είχε ξαναβρεί το κέφι του.
Η Μαρία κοίταξε το γούμενο με παράξενο βλέμμα.
- Κι εμείς τέτοια κεφάλια έχουμε; τον ρώτησε.
- Ναι, ναι , μάσησε ο γούμενος.
- Και της μαμάς έτσι θα γίνει... βεβαίωσε η πικραμένα η μικρή.
Τι κρίμα! Είχε τόσο όμορφα μαλλιά, η μαμά μου!
Από τότε, κάθε βδομάδα μια φορά, ο γούμενος περνούσε απ' το αρχοντικό του Σεβαστού και ταξίδευε τα παιδιά σ' άλλους κόσμους.
Η κυρία Χρυσάνθη δεχόταν το γούμενο ψυχρά, έμενε για πέντε λεπτά μαζί του, όσο απαιτούσε η καλή της ανατροφή κι έπειτα έ φευγε απ' το σαλόνι αφήνοντάς τους μόνους.
Τότε η ζωή ήταν πολύ ευχάριστη για τα παιδιά. Ο νους τους άνοι γε κι αγκάλιαζε όλη την οικουμένη. Μα και για το γούμενο, η ώρα που περνούσε μ' αυτά τα παιδιά ήταν πολύ σημαντική. Είχε κι αυ τός την εντύπωση, πως μες απ' τα μάτια τους αντίκρυζε καινού- γιους κόσμους, πρωτόγνωρους. Τα μαθητούδια, που πλάκωναν στο μοναστήρι για παπαδοπαίδια και τσακωνόντουσαν ποιό θα του δώσει το θυμιατό, ήταν όλα απλά λαϊκά παιδιά κι η ψυχή τους χον τροκομμένη σαν ένα καλό τσεκούρι, που ξέρει να δουλεύει σωστά. Ηξεραν γιατί γεννήθηκαν, ποιές ανάγκες είχαν και πώς θάπρεπε να τις εξοικονομήσουν.
Ομως τούτα τα εύθραυστα παιδιά με τα μεταξένια απαλά μαλλιά και το λεπτό κορμάκι, μεγάλωσαν σ' ένα κόσμο που τους πρόσφερε απλόχερα υλικά αγαθά, δίχως αγάπη. Μάθαιναν τη ζωή απ' τα βι βλία κι η πυξίδα τους έμοιαζε να μη βρίσκει το βοριά για να στοχεύ σει.
Ολοι προσπαθούσαν να τους κρύψουν την άσχημη πλευρά της ζωής, την ίδια στιγμή που άσπλαχνα τους έκλεβαν, ότι καλύτερο η ζωή θα μπορούσε να τους προσφέρει.
Στο μοναστήρι, η ζωή του γούμενου είχε αποκτήσει νέο σκοπό.
Ο καθηγητής είχε την έμπνευση να μετατρέψουν σιγά σιγά το έρ μο μοναστήρι σε μουσείο, να βλέπουν οι προσκηνητές την ιστορία του μοναστηριού και του τόπου.
Στην αρχή, φτιάξαν καλαίσθητες προθήκες μες την εκκλησία και στόλισαν τα καλογυαλισμένα χρυσόδετα ευαγγέλια, τα δισκοπότη ρα, τους σταυρούς κι ότι παλιό με κάποια καλλιτεχνική αξία.
Επειτα στήσαν τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, ταξινομημένη χρονικά και κορνιζάρισαν στους τοίχους χρυσόβουλα και φιρμάνια κι ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο με ωραιότατες αγιογραφίες στην αρ χή κάθε κεφαλαίου.
Εγγραφα ρωσσικά κι εικόνες, αιγυπτιακά βιβλία κι εγγλέζικα και γαλλικά, ότι η ευσέβεια των ναυτικών είχε εναποθέσει στα χέρια του αγίου, όλα ταξινομήθηκαν και βγήκαν στο φως.
- Βλέπεις γούμενε, σκληρότητα η αγιοσύνη; έλεγε κάπου κάπου χα μογελώντας πειρακτικά ο Περικλής, σαν ανακάλυπτε βαρείς αφορι σμούς, που μοιράζονταν στους πιστούς, επειόή το πρόβατο τους μάσησε μοναστηριακό χόρτο ή επειδή φαγώθηκαν τα σύκα των μο ναχών.
Ο γούμενος απαντούσε μ' ένα μαλακό χαμόγελο.
- Αλλάζουν όμως οι καιροί, φίλε μου. Κι έπειτα, αν το καλοσκε- φτείς, εμείς δε στήσαμε ποτέ μια ιερή εξέταση.
- Είσαστε τυχεροί, γούμενε, συνέχιζε ο άλλος, που πλάκωσαν οι Τούρκοι. Αυτοί σας γλύτωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Τ' απλό παπαδαριό, σαν και του λόγου σου, που κράτησε ζωντανή την ε θνική συνείδηση της ράτσας. Οσο για τους δεσποτάδες... Παλού- κωμα θέλουν όλοι, και να με συμπαθάς. Συνεργάτες πάντα του ο χτρού. Δες τι προνόμια μοίραζ' ο σουλτάνος στις εκκλησιές και τα μοναστήρια!!! Λες να τόκανε για την ψυχή της μάνας του;
Σιγά σιγά με τη φροντίδα των φίλων, ενός παπά κι ενός άθεου, το μοναστήρι άλλαζε όψη, γινόταν κάτι σαν κρυφό σχολειό για τον πολιτισμό του τόπου. Ακόμη κι όσοι δεν πολυπηγαίναν στην εκκλη σία -κι όσο η ζωή γινόταν ευκολώτερη, τόσο πλήθαιναν ο αρνητές της εκκλησιάς- όλοι είχαν την περιέργεια να δουν τι σκάρωσε πάλι ο γούμενος ψηλά στο κάστρο του.
Ξεκίναγαν σαν εκδρομή, με τα πόδια ή με γαϊδούρια, κι ήξεραν πως πάντα θαβρούν την πόρτα του μοναστηριού ανοιχτή και τον Παρθένιο να τους τρατάρει το λουκούμι και τον καφέ με φρέσκο δροσερό νερό σε κατακάθαρο ποτήρι.
Μετά τη βιβλιοθήκη ήλθε η σειρά της τραπεζαρίας να γίνει μου σείο. Τα πιατικά και τα κρύσταλλα του μοναστηριού αποδείχτηκαν ιστορικής αξίας.
Αλλα είχαν ζωγραφισμένους βασιλιάδες, άλλα το Βενιζέλο και την ένωση της Κρήτης, άλλα κινέζικα κομψοτεχνήματα, άλλα αιγυ πτιακά αραβουργήματα.
- Με χρυσά κουτάλια τρώγαν οι καλόγεροι! τον πείραζε ο κουμουνι- στής.
- Μα τάχαν για να σερβίρουν τους ξένους! διαμαρτυρόταν αδύναμα ο γούμενος.
Σιγά σιγά ο κόσμος ξύπνησε. Οι νοικοκυρές, που πετούσαν στα σκουπίδια τα παλιά, άρχισαν να του φέρνουν, ότι τους βρίσκονταν και πολύ καμάρωναν, σαν τόβλεπαν μετά από λίγο, γυαλιστερό σαν καινούργιο να κρέμμεται σΓον τοίχο του μοναστηριού, με τ' ό νομά τους από κάτω.
Στο νησί έφθασαν, ακόμη τότε, μόνο οι απόηχοι απ' τις πολιτικές εξελίξεις του τόπου.
Στο μοναστήρι, που δεν υπήρχε μήτε ραδιόφωνο, τα νέα έφθα ναν με μεγάλη καθυστέρηση. Ετσι δεν εκστασιάστηκαν με τους βα σιλικούς γάμους, ούτε θρήνησαν τις βασιλικές κηδείες. Το μονα στήρι δεν έκανε μήτε την επιμνημόσυνη δέηση πούκανε κι η τελευ ταία ενορία σαν πέθανε ο βασιλιάς, αφού ο δεσπότης, που αρνιό ταν και τ' όνομα του αντάρτη ν' αναφέρει δεν έστελνε καμιάν εγ κύκλιο στο μοναστήρι.
Ευτυχώς για το γούμενο, που οι καιροί ήταν δύσκολοι για τα μο ναστήρια κι ούτε πρόθυμους εθελοντές για το μοναχικό βίο, μα ού τε και ιερωμένους που να προσφέρονται για τέτοιαν εξορία κατά φερνε να βρει ο δεσπότης για να «λειώσει αυτό το μίασμα, που πα ριστάνει τον άγιο».
Μα τα πράγματα δε στάθηκαν το ίδιο ευνοϊκά και για το φίλο του τον Περικλή.
Ηταν παραμονές Πάσχα, όταν χτύπησαν άγρια την πόρτα του μοναστηριού πεντέξι πάνοπλοι φαντάροι, έσπρωξαν βίαια το φου καρά Παρθένιο, πούτρεξε για ν' ανοίξει και σήκωσαν απ' τα στρω σίδια τον Περικλή προτείνοντας την κάνη του όπλου τους.
- Μα τι έγινε; ρωτούσε έκπληκτος ο γούμενος. Τι έκανε; Πού τον πάτε;
- Εγινε επανάσταση! του είπαν αγριεμένα οι φαντάροι. Πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Είναι επικίνδυνος δια την δημόσιαν τάξιν.
Το ίδιο βράδι τον μπαρκάρησαν για την Μακρόνησο, αφού τον χτύπησαν στη χωροφυλακή, έτσι, προληπτικά, ίσως για πρακτική εξάσκηση των χωροφυλάκων.
Μα δεν ήταν μόνο οι εξόριστοι που πλήρωναν την εγκατάσταση της δικτατορίας. Ηταν και κάτι τρελλόπαιδα, που παριστάνοντας τους ήρωες, από άγνοια μάλλον, παρά από γενναιότητα, δεν παρά δωσαν τα βαρελότα και τα φυλαχτά πούχαν ετοιμάσει για να γλεν τήσουν την Ανάσταση , τρομάζοντας τις κοπελλιές.
Ηθελαν να παίξουν, σαν κάθε χρόνο.
Γιόρτασαν σιωπηλή Ανάσταση σε κάτι αποθήκες, που πρόχειρα μετατράπηκαν σε φυλακές, μαυρισμένοι στο ξύλο απ' τις αρχές του τόπου.
Επρεπε όλοι να καταλάβουν, πως ήταν καιρός να μπει μια τάξη, πως η «εθνική κυβέρνηση» δεν αστειευόταν.
Αλοίμονο σ' όποιον σήκωνε κεφάλι! Δεν υπήρχε έλεος, ακόμη και για τους εθνικόφρονας.
Η Ελλάδα, απ' άκρου σ' άκρον πορευόταν παιανίζοντας εμβατή ρια.
Κι αυτή η Ανάσταση ήταν απ' τις πιο άνοστες πούχαν ζήσει οι ρωμιοί. Σιωπηλή και σοβαρή σαν τη Μεγάλη Παρασκευή.
Λες κι ο Χριστός κουράστηκε ν' ανασταίνεται αδιάκοπα τόσα χρόνια σ' αυτόν τον τόπο.
Η Μαρία κι ο Δημήτρης μεγάλωναν αναπόφευκτα σε μια κοινω νία, που φαινόταν κι αυτή να μεγαλώνει μαζί τους. Κι αν ο Δημή τρης έμοιαζε γερός και λογικός, στα μέτρα του πατέρα του, η Μαρία φαινόταν τόσο χαμένη στην απεραντοσύνη του κόσμου!
Ο Κύριος Σεβαστός περηφανευόταν τόσο για το γιο του! Συνήθι ζε να τον παίρνει μαζί του στα ταξίδια, στη δουλειά, στις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Ηταν πια κι αυτός άντρας, κι ένας άντρας, από μικρός πρέπει να μαθαίνει να κρατά τα ηνία.
Η Μαρία έμενε μόνη και κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό της, δίχως παρέες, δίχως κάποιο αίσθημα να ταράξει τα εφηβικά της όνειρα. Διάβαζε πολύ κι ότι έπεφτε στα χέρια της. Λαχταρούσε να ζήσει άπειρες φορές, τα βιβλία την έμπαζαν στις ζωές άλλων αν θρώπων.
- Κρουστάλλω, έλεγε ξαφνικά, καθώς καθόντουσαν στο περβόλι τ' απογεύματα, η υπηρέτρια με το κέντημα κι η μικρή κυρά με τα βι βλία.
- Σκέφτηκες ποτέ, πως αισθάνεται ένα πουλί σαν κελαϊδά; Σκέ φτηκες πως φοβάται ένας λαγός κυνηγημένος; Σκέφθηκες την α γωνία του ψαριού, που πιάστηκε στ' αγκίστρι;
- Οχι κορίτσι μου. Θαρρώ, αυτά δεν έχουνε ψυχή. Ετσι δε σου λέει κι ο γούμενος;
- Ασε το γούμενο, έλεγε ναζιάρικα η Μαρία. Ο γούμενος πιστεύει στον πιο όμορφο Θεό του κόσμου... Εγώ, όμως, φορές, ξαφνιάζο μαι μ' αυτά που μου τυχαίνουν.
Σαν να θυμάμαι πράματα, που δεν έχω ξαναδεί, σαν να νοιώθω πράγματα που θυμάμαι πως κάποτε τάχω ξανανοιώσει, σα να βλέ πω τόπους πούχω ξαναδεί...
- Τάπες στο γούμενο;... Και τι σ' αποκρίθηκε;
- Πως δεν μπορεί, κάπου θα το διάβασα, κάπου θα τ' άκουσα και δεν το θυμούμαι, ίσως ήμουνα πολύ μικρή, ίσως μου τόπε η μητέρα... Μούπε για το υποσυνείδητο και τέτοια ψυχολογικά που μας μαθαίνουν στο σχολειό... Ομως εγώ, στιγμές στιγμές, στον ύ πνο μου νοιώθω τόσο ευτυχισμένη σ' ένα πολύ γνώριμο περιβάλ λον, που λέω να μην ξυπνήσω ποτέ, κι άλλοτε πάλι στα καλά κα θούμενα νοιώθω τη χαρά να με συνεπαίρνει, και τότε μόνο ξαναθυ- μάμαι τις εικόνες, που θαρρώ είδα στον ύπνο μου...
Η Κρουστάλλω απόμεινε με το βελόνι κρεμασμένο στον αγέρα.
- Αν είναι για χαρά, κόρη μου, τότε θάσαι ευλογημένη...
Κάποτε γνώρισα μια γριά που μόνο το κακό ψυχανεμιζόταν.
- Θάταν τυχερή! είπε τότε η κοπέλλα. Αφού είχε προειδοποίηση, θα μπορούσε να ξορκίσει το κακό.
- Αλοίμονο, κόρη μου, κούνησε θλιβερά το κεφάλι της η Κρουστάλ λω.
Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε γιαυτό πούναι γραφτό να γίνει, καλό ή κακό!
Μετά την απαγωγή του εξόριστου καθηγητή, η Μαρία, όλο και περισσότερο συντρόφευε το γούμενο βοηθώντας τον να στήσει ζωντανό τ' όραμα του φίλου του, το λαογραφικό μουσείο του νη σιού.
Η ευαισθησία της συμμάζευε μ' αγάπη τα παλιά κεντητά κουρέλ- λια και τους ξαναχάριζε την παλιά τους λάμψη. Μια αίθουσα δια μορφώθηκε σε νησιώτικο σπιτικό, με το διπλό κρεββάτι μ ε τον ου ρανό, καταμεσίς, την κούνια του μωρού στο πλάι κι όλα τα προικιά του νιόπαντρου ζευγαριού απλωμένα, θαρρείς και καρτερούσαν την επιθεώρηση.
Επειτα στήσαν την τραπεζαρία, την κουζίνα, ζωντένεψαν, τις παλιές εξαφανισμένες πια, τέχνες του μαραγκού, του παππουτσή, στήσαν ολάκερο τυπογραφείο.
Ο κόσμος πρόσφερε απλόχερα, ότι του βρίσκονταν κι όλα έβρι σκαν τη σωστή τους θέση σ' αυτή την κοσμογονία.
Η Μαρία έννοιωθε τόσο γεμάτη, δουλεύοντας πλάι σ' αυτό το σιωπηλό γέρο παπά!
Δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου, μα έννοιωθε πως καταλαβαινόν- τουσαν απόλυτα. Ο γούμενος συνέχεια προσευχόταν, όσο δού λευαν τα χέρια του. Μόνο σαν ξεκουραζόντουσαν για λίγο κουβέν τιαζαν χαρωπά για τα σχέδια και όνειρα, που φτερούγιζαν λαμπερά γύρω τους.
Τότε κατάφθανε ο Παρθένιος με μια καυτή κούπα τσάι και παξιμά δι κι ελιές κι ήταν το νοστιμώτερο κολατσιό, που γνώρισε η Μαρία στη ζωή της.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να συγκρούεται με τη μητριά της, που μι λούσε περιφρονητικά, «γιαυτό τον παπαδάκο, τον αντάρτη».
Η κυρία Χρυσάνθη, σαν όλους του επιτρόπους, ήταν υπέρμαχος των απόψεων του σεβασμιώτατου και της πετούσε κατάμουτρα πως «τ' ότι κρατιέται στο μοναστήρι αυτός ο αγύρτης, αυτό οφείλε ται αποκλειστικά στη φιλία του με την οικογένεια Σεβαστού, και στην εκτίμηση, που της τρέφει ο σεβασμιώτατος, και ότι αυτός ο «κύριος» θα έπρεπε να είναι πολύ ευγνώμων, διότι χάριν εις το σε- βασμόν του σεβασμιωτάτου προς την οικογένειαν Σεβαστού, δια τηρεί την θέσιν του».
Η Μαρία έτρεχε τότε να κλειστεί στο δωμάτιο της και να κλάψει μόνη της.
Η Κρουστάλλω την παρακολουθούσε σιωπηλά κι από μακρυά. Η ξερε πως η μοναξιά ωριμάζει τους ανθρώπους και πως καθείς, μό νος του, σηκώνει τη θλίψη που του εμπιστεύεται ο Θεός, ή η Μοί ρα.
Ποτέ δεν έλεγε τίποτε απ' όλα αυτά στο γούμενο.
Μαζί του, της άρεσε να ξεχνιέται, να μεταφέρεται στις όμορφες σφαίρες, τις γεμάτες αγάπη που μόνο αυτός είχε το κλειδί.
Ομως φοβόταν. Φοβόταν την επίδραση της μητριάς, πάνω στον πατέρα της. Κι είχε δίκιο.
Τελικά, ο κύριος Σεβαστός, περισσότερο από κούραση, μπροστά στη γκρίνια της συζύγου του, παρά από ώριμη σκέψη, κάλεσε τη Μαρία στο γραφείο του.
Την κοίταξε παράξενα, λες και δεν την είχε ξαναδεί.
Ηταν σωστή δεσποινίς, όμορφη... σαν τη μάνα της...
- Κάθισε παιδί μου, της είπε ευγενικά.
Βλέπεις με τις δουλειές μου, φοβάμαι, πως σε παραμελώ...
- Είμαι καλά, πατέρα, είπε ψυχρά η Μαρία.
- Ακουσε παιδί μου. Είσαι μεγάλη κοπέλα πια... κι ο κόσμος γύρω μας, είναι κακός.
Εγώ, βέβαια, σε ξέρω... Σου έχω μεγάλη εμπιστοσύνη... Ομως στην κοινωνία που ζούμε... Ξερόβηξε λίγο... Εχω να σου ανακοινώ σω, συνέχισε παίρνοντας βαθειάν ανάσα, ότι τα πολλά πάρε-δώσε με το γούμενο πρέπει να κοπούν.
- Μα πατέρα, ο γούμενος χρειάζεται τη βοήθειά μου, τώρα. Είδες τι όμορφα τ' αξιοποίξησε και τα πιο ασήμαντα υλικά;
- Αρκετά. Λες να μην ξέρω; Αφού εμείς στέλνουμε τους τουρίστες μας εκεί πάνω, για να το συντηρούμε, εμείς φτιάξαμε και το δρόμο ως το μοναστήρι...
- Μα πατέρα, αφού δε βάζει εισιτήριο, αφού ούτε κερί δεν επιτρέπει να πληρώνεις...
Μάλλον εμείς του χρωστάμε πολλά, που αξιοποίησε το παρελ θόν του νησιού μας.
- Μην είσαι αυθάδης και μη λες κουταμάρες, τη φώναξε ο πατέρας της.
Εμείς αξιοποιήσαμε το μοναστήρι!
- Μα πατέρα, το καταστρέψατε, είπε η Μαρία ξεσπώντας σε κλάμ- ματα.
Ετσι που το κυκλώσατε με τις κεραίες, τα ραντάρ, τα κτίρια, τους μαγαζάτορες, που στήνουν τ' αυτοκίνητα τριγύρω του πουλώντας χαϊμαλιά και σουβλάκια! Το πνίξατε το μοναστήρι, δεν το βοηθάτε!
- Ωστε έτσι... μούγκρισε ο Σεβαστός, τρέμοντας από θυμό. Τέτοια σου λέει και σε στρέφει ενάντια στον πατέρα σουΙΙ! Και
μας παριστάνει και τον άγιο! Αυτός θάβαλε και στη μάνα σου τέ τοιες ιδέες... Αυτός τη σκότωσε... Να το θυμάσαι... Μην τολμήσεις να μου ξαναμιλήσεις γιαυτόν... Ούτε να τολμήσει να ξαναπατήσει το πόδι του στο σπίτι μου... ο απατεώνας.
Θα φύγεις... Πρέπει να καθαρίσει το μυαλό σου... Δεν έπρεπε να σε κρατήσω εδώ... Θα σε στείλω έξω... εσωτερική σε σχολειό... Καλά μου τάλεγε η Χρυσάνθη... Η Μαρία βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο. Η Κρουστάλλω στέγασε στην αγκαλιά της τ' αναφυλλητά της κοπέλας.
- Ηταν γραφτό κόρη μου, είπε στωικά.
Ισως για το καλύτερο!!!
# * *
Λίγες μέρες μετά την αναχώρηση της Μαρίας απ' το νησί, οι ντό πιες φυλλάδες άρχισαν να δημοσιεύουν σχόλια για το μοναστήρι, για τα έσοδα που τυχόν έχει απ' το μουσείο, για τις δωρεές, με υπο κριτικό θαυμασμό εγκωμίαζαν το έργο του γούμενου, για να κατα λήξουν πως θα ήταν καλύτερο να παραχωρηθεί το μουσείο στη μη τρόπολη κι αυτή να χτίσει το κατάλληλο κτίριο για να στεγάσει στους λαογραφικούς μας θησαυρούς.
Την ίδια εποχή, ο γούμενος άρχισε να λαβαίνει ανώνυμες επιστο λές, που τον απειλούσαν και τον έβριζαν.
Κατέφυγε στην προσευχή. Μέσα του πάλευε σκληρά. - Μήπως λάθευε στ' αλήθεια, τραβώντας αυτό το δρόμο που χάρα ξε ο εξόριστος φίλος του;
Τούτο το μουσείο τόφτιαχνε με μιαν ευχή. Να μαρτυρήσει μυστι κά, για όλα εκείνα που δεν τολμούσαν να φανερωθούν με λόγια...
Και τώρα, την ψυχή του στη στραγγαλίζει η αμφιβολία.
Μήπως έφταιξε; Μήπως ανοίγοντας το μοναστήρι στον κόσμο, πρόδιδε έτσι τη μυστηριακή ζωή της εκκλησίας; Μήπως επαναστα τούσε ενάντια στο δεσπότη, από αλαζονεία και ματαιοδοξία;
Μήπως είχε δίκιο ο Σεβαστός; Μήπως n ανεκτική του στάση, ω θούσε τους ανθρώπους στον όλεθρο;
Τον νησί, όλες αυτές οι ψυχές που κρέμμονταν στο λαιμό του, άλλαζε συνέχεια πρόσωπο σαν το Πρωτέα. Δεν ήταν πια οι ευλαβι κοί νησιώτες. Η καταπίεση της εφτάχρονης δικτατορίας όπλισε την καρδιά τους με μίσος κι ο γρήγορος πλουτισμός φούντωσε τα μυα λά τους με προπέτεια.
Εχασαν τον αυτοσεβασμό τους και μιμούνται τους ξένους, που τα καλοκαίρια γυμνοί και βρώμικοι μεταμορφώνονται σε μαινόμενους ιερείες μιας ηδονικής θρησκείας.
Τα παιδιά από σχολιαρούδια μαθαίνουν να καμακώνουν το χρυσό ψάρι του βορά. Καμαρώνουν για τις ερωτικές τους επιδόσεις. Γυ μνώνουν την καρδιά τους απ' τη μαγεία του έρωτα για το χατήρι μιας πρόσκαιρης ικανοποίησης.
Ξέχασαν και τη γλώσσα μας. Μιλούν ακόμη και μεταξύ τους ξενι κά, με μιαν αυτοσχέδια γλώσσα μορφασμών και κινήσεων, κλέβον τας λέξεις απ' όλες τις γλώσσες του κόσμου. Λες και βρίσκεσαι στη Βαβέλ.
Οι εκκλησιές τις Κυριακές, μάταια προσμένουν τους πιστούς να χορτάσουν τη δίψα τους για προσευχή. Ολοι, ξενυχτισμένοι στα μπουντρούμια της ακολασίας, βλαστημούν τις καμπάνες, που τους ξυπνούν τόσο πρωί.
Τα πανηγύρια, που άλλοτε ήταν τρόπος τιμής του κάθε ξωκκλη- σιού και του άγιου πούφερε τ' όνομά του, γίναν τώρα επιχειρήσεις τουριστικής ατραξιόν.
Κι η φιλοξενία εξατμίστηκε, μόλις το κέρδος βάρυνε τα χέρια τους. Το τσαμπί το σταφύλι και το ποτήρι το νερό, που πρόθυμα πρόσφεραν σε κάθε περαστικό, πλούσιο ή διακονιάρη, τώρα το μο- σχοπουλούν σ' εξωφρενικές τιμές.
Η τηλεόραση, τους άνοιξε τα μάτια σε μιαν άλλη ζωή, γεμάτη πο λυτέλεια κι ευκολίες κι ο τουρισμός έκανε αυτή την ψεύτικη πραγ ματικότητα προσιτή.
Τα παιδιά, σταμάτησαν να φεύγουν απ' το χωριό τους, μιας κι εύ κολα μπορούσαν να πλουτίσουν μα και σταμάτησαν να ζητούν να σπουδάσουν, μιας κι η μόρφωση δεν τους προσφέρει υλικό κέρδος.
Κι εγώ... Τι έκανα εγώ, σ' όλα αυτά; αναλογιζόταν μ' αγωνία ο γούμενος. Ποιά η ευθύνη μου σ' αυτό το φαύλο κύκλο; Μήπως με το ν' ανοίξω το μοναστήρι βοήθησα σ' αυτή την επιδημία; Μήπως χωνεύτηκα κι εγώ απ' αυτό το τέρας, που με χρησιμοποίησε για ν' απλωθεί;
Τότε είδε μπροστά του τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια της Μαρίας την ώρα του αποχωρισμού.
- Ευχαριστώ, πάτερ, του είχε πει με συγκίνηση. Είστε ο μόνος άν θρωπος, που φέρνει το Θεό στον τόπο μαςί
Εφυγε η μικρή Μαρία, μακρυά στην παγωμένη Αλβιόνα! Την έ κλεισε ο πατέρας της σ' ένα πανάκριβο κολλέγιο, όπως τον συμ βούλεψε η μητριά της.
Πόσο ταιριάζει η μελαγχολική του φίλη με το βροχερό καιρό αυ τής της χώρας!
Κι ο γούμενος θαρρεί, πως ο ήλιος έχασε κάτι απ' τη λάμψη του, πως η ζωή του έγινε μουντή, χωρίς το γλυκό πρόσωπο αυτής της μικρής του φίλης.
Ο Δημήτρης είχε τέλεια προσαρμοστεί στο ρόλο του άρχοντα. Δε δούλευε, μόνο χαρτόπαιζε κι άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκά μισα. Ο πατέρας του καμάρωνε, ενώ η μητριά δυσανασχετούσε. Η ταν πολύ έκλυτος για τον κοινωνικά της κύκλο κι αποτελούσε απει λή, κακό παράδειγμα για τον πατέρα του.
Ετσι που πλημμύρισε το νησί ξεδιάντροπα θηλυκά, ακόμη κι ά γιος θα μπορούσε να κολαστεί πόσο μάλλον ο κύριος Σεβαστός! Και δε θάχε καμιάν αντίρρηση να βολεύεται, αν μπορεί, μ' αυτές τις ξε βράκωτες, αρκεί να μην το τυλίξει καμιά και του γυρεύει γάμο.
«Αλοίμονο σου, γέρο τράγε, αν τολμήσεις να με παραγκωνίσεις κοινωνικά! Μόνο πάνω απ' το πτώμα μου θα χορέψεις ξανά το χο ρό του Ησαΐα!»
Ομως, άδικα ανησυχούσε η κυρία Χρυσάνθη. Ο άντρας της ήταν λογικός. Δεν την άλλαζε ποτέ με καμιά, που νάχει μικρότερη οικο νομική επιφάνεια!
Την ίδια εποχή, καινούργια γεγονότα ήλθαν στο φως.
Παντρεύτηκαν, με θρησκευτικό γάμο, αλλά στην Αθήνα για να μην τους ξέρους, ο επίτροπος του μητροπολιτικού ναού με την πρώτη του ξαδέλφη. Κι αν ήταν νέοι κι άμυαλοι, το πράγμα θάταν υποφερτό, μα κείνος ήταν πενηντάρης κι αυτή σαρανταπεντάρα, όταν τ' αποφάσισαν.
Βέβαια, ήταν κοινό μυστικό, πως, χρόνια τώρα, κάτι έτρεχε μετα ξύ τους, όμως κανείς δεν φανταζόταν, πως θα τολμούσαν να ξε σπάσουν τέτοιο σκάνδαλο!
Για λίγο καιρό, η καλή κι έντιμη κοινωνία του τόπου έδειξε χαρα κτήρα. Τους χαιρετούσαν ψυχρά, δεν τους καλούσαν στα σπίτια τους!
Στο μήνα πάνω, τα τείχη έπεσαν.
Η κυρία Χρυσάνθη σχολίασε, πως «δεν ήταν δα και κάνα έγκλη μα! Παιδιά δεν κάνουν. Εδώ κι η δυτική Εκκλησία ευλογεί και με τα δυο της χέρια γάμους εξαδέλφων! Εδώ κι οι βασιλιάδες παντρευόν- τουσαν κι αδέλφια ακόμη, για να κρατήσουν τη δυναστεία, κι οι Νο- ταράδεςϋ που έχουν τέτοιο όνομα! τέτοια παράδοση! τέτοια πε ριουσία! Επρεπε, δηλαδή, ν' αφήσουν τ' όνομά τους να εξαφανι στεί!!»
Η άτονη αντίρρηση ότι, με γάμο ή χωρίς, η οικογένεια θα εξαφα νιζόταν πια, δε βρήκε οπαδούς, κι όλοι έσπευσαν να δείξουν έμ πρακτα τη μεταμέλειά τους στο νιόπαντρο ζευγάρι των γερόντων.
Μετά από λίγες μέρες, βούιξε πάλι το νησί, για τη μικρή ενός τα- βερνιάρη, που γκαστρώθηκε μ' ένα ψαρά, που ήταν παντρεμένος και με εφτά παιδιά!
Και το χειρότερο ήταν πως ο ηρωϊκός ψαράς ήταν ταυτόχρονα ε ραστής της κοπέλλας, της παντρεμένης αδελφής της και της μάνας της!
Ολοι σχολίαζαν κουνώντας το κεφάλι επιτιμητικά. - Τι ρεζιλίκια στο χωριό μας!! μουρμούριζαν κι ας κρυφογελούσαν κάτω απ' τα μουστάκια τους.
Η μικρή έμεινε στην Αθήνα μέχρι που γέννησε. Οταν γύρισε με το μωρό στην αγκαλιά, ο πατέρας της, είχε ετοιμάσει ένα κουκλίστι- κο σπιτάκι γιαυτήν, το παιδί, και τον ψαρά, που πηγαινοέρχονταν, φανερά πια, ανάμεσα στις δυο γυναίκες του.
Κανείς δεν το σχολίαζε πια, μιας κι όλοι είχαν ν' ασχοληθούν με πιο καυτό θέμα.
Κλείσαν τον καντηλανάφτη της εκκλησιάς στη φυλακή, γιατί τον πιάσαν ν' αποπλανά ένα μικρό παπαδάκι. Εννιά παιδιά ομολόγη σαν, πως είχαν περάσει απ' τα χέρια του και παρουσιάστηκαν στην ανάκριση να καταθέσουν, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γονιών τους να κουκουλώσουν τα γεγονότα. Τελικά η κοινή γνώμη ήταν οργισμένη με τον αχρείο δικηγόρο που, αντί να σκεπά σει τη βρωμερή υπόθεση, την έφερε στο δικαστήριο, μ' αποτέλε σμα να δυσφημιστεί το νησί, πράγμα που ίσως είχε ολέθριες επι πτώσεις στον τουρισμό!
Οι φόβοι των ντόπιων αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Το γεγονός, που καλύφθηκε μ' εντυπωσιακούς τίτλους απ' τις αθηναϊκές εφημερίδες και με εικόνες απ' την τηλεόραση, διαφήμισε το νησί σε μια και νούργια πελατεία, τους ομοφυλόφιλους. Είχαν κι αυτοί βρει το πα ραδεισένιο τους νησί, τη γη της επαγγελίας! Οι διακοπές πρέπει να λευτερώνουν τον άνθρωπο απ' τους διάφορους πειθαναγκασμούς! Οι ατέλειωτες ακρογυαλιές του νησιού ήταν ιδανικές για γυμνισμό και τα στενά δρομάκια του είχαν τόσες γωνιές, για να στεγάσουν ανθρώπους που στα σαράντα τους δεν είχαν ακόμη διαλέξει το φύ λο τους.
Το νησί εποικιζόταν με ιλιγγιώδη ρυθμό. Λογής λογής μαγαζιά παραμόρφωναν την παλιά του εικόνα. Τα κρουαζιερόπλοια με διε θνή πελατεία σταματούσαν για να ξεφορτώσουν τους πολύχρω μους ξένους κι απ' το στερνό τους δολλάριο. Χρυσαφικά βαρύτιμα και κορδελάκια της πεντάρας, όλα επένδυση των αναμνήσεων.
Οι μάντρες των ζώων γίναν χορευτικά κέντρα κι η αξία της γης α νέβηκε σε δυσβάστακτα επίπεδα. Η γόνιμη γη εγκαταλείφθηκε. Τ' αμπέλια τα φυτεμένα απ' τους προγόνους έγιναν χέρσα οικόπεδα. Τα πάντα άλλαξαν τιμή. Δε μετρούσε πια η συναισθηματική ή αι σθητική αξία ενός πράγματος. Παντού μετρούσε το «πόσο πάει;».
Δεν είναι λοιπόν να παραξενεύεται κανείς που η δύστυχη η Αρε τή έγινε θύμα ληστρικής επίθεσης.
Η Αρετή, που ζούσε τόσα χρόνια δίχως μισθό ή σύνταξη, δίχως τη φιλανθρωπία του χωριού, με την περηφάνεια της τάξης της και την περιφρόνησή της για όλους τους νεόπλουτους χωριάτες. Μετά την Κατοχή και το θάνατο της μάνας της, μετά την δραματική της συνάντηση με τον γούμενο, η Αρετή κόλλησε στ' απομεινάρια της περιουσίας της σαν το στρείδι στο βράχο.
Φίλοι της, τα κρύσταλλα, τ' ασημικά, τα έπιπλα, το πιάνο, οι πί νακες, πράγματα, που με τον καιρό η αξία τους αποκτούσε πιότερη αίγλη με τη θαμπή λάμψη της αρχοντιάς.
Καθώς ο πρώτοι νεόπλουτοι του τουρισμού βάλθηκαν να σπατα λούν, οι αντίκες άρχισαν να παίρνουν παράλογη αξία. Μια οποια δήποτε παλιατζούρα στο σαλόνι γινόταν πιστοποιητικό αρχοντικής γενιάς. Κι εκείνοι που ως χθες, πάλευαν τα τζάκια του νησιού, μόλις απόκτησαν δυο φράγκα στην τσέπη, πάσχιζαν να μιμηθούν τους χθεσινούς δυνάστες τους, πάσχιζαν ν' αποδείξουν πως ήταν ένα μ' αυτούς.
Μα για την Αρετή, ότι όμορφο την τριγύριζε δεν είχε αγοραστική αξία.
Ολοι στο νησί την είχαν για τρελλή. Αυτές οι παλιατζούρες ήταν ολόκληρη περιουσία. Αν ήθελε μπορούσε να θησαυρίσει.
Ομως εκείνη αρνιόταν να παραδώσει τα ιερά της τάξης της σ' ά νομα χέρια. Καθημερνά τα ξεσκόνιζε στοργικά, γυάλιζε προσεκτικά τ' ασημικά και τα μπρούτζα, χάιδευε τα σκαλίσματα του παλιού πιά νου, που χρόνια τώρα ήταν βουβό, όπως κι εκείνη.
Θάχε ξεμάθει να μιλά, αν δεν μάζευε όλα τ' αλανιάρικα γατιά, που τα δωδοδοκούσε με λίγο γάλα να της κάνουν συντροφιά. Τους μιλούσε στοργικά κι αυτά κουρνιάζαν στην ποδιά της και γουργού- ριζαν ευτυχισμένα στα χάδια των ξερακιανών χεριών της.
Το κορμί της είχε διαβρωθεί, όπως οι βράχοι στην άλμη. Τα άλλο τε όμορφα μάτια της κύκλωναν σακκουλιασμένες ρυτίδες. Το στό μα της, με λίγα σάπια δόντια έγερνε σε μια γκριμάτσα απογοήτευ σης κι η μύτη της αναδύθηκε απρόσμενα σουβλερή.
Ηταν το φόβητρο των παιδιών. Σα νάχε δραπετεύσει από κάποιο παραμύθι. Ψώνιζε τόσο λίγα πράγματα, που όλοι απορούσαν πως ζούσε τόσα χρόνια!
Εβγαινε μόνο μια φορά τη μέρα ντυμένη παλαιομοδίτικα, μα με ζηλευτή αυτοπεποίθηση, το καπέλλο πάντα στο κεφάλι και με κάλ τσες χειμώνα-καλοκαίρι. Χαιρετούσε με συγκατάβαση όποιον συ ναντούσε, ψώνιζε ότι χρειαζόταν, κυρίως ψωμί, και γύρναγε να κλειστεί στον κόσμο της, αδιάφορη στις αλλαγές του κόσμου που την έπνιγε αργά αργά.
Ηταν πια το μόνο σπίτι στο νησί, δίχως ηλεκτρικό, πετρογκάζ,
τηλεόραση ή τηλέφωνο.
Σα νύχτωνε, άναβε μια πολύτιμη πορσελάνινη λάμπα πετρε λαίου, ίσα για να πάει ως το κρεββάτι της. Κοιμόταν νωρίς νωρίς και ξύπναγε μόλις χάραζε. Το μεγάλο ρολόι του τοίχου ήταν σταματη μένο. Ο χρόνος δεν είχε καμιά σημασία για την Αρετή, ο χρόνος εί χε τη σημασία που η Αρετή του έδινε. Η Αρετή δημιουργούσε τον κόσμο της. Δίχως την Αρετή, ο κόσμος της θάταν ανύπαρκτος.
Ηταν η χρονιά που ο καντηλανάφτης έστειλε, απ' τη φυλακή, γαμπρό στην κόρη του ένα συγκρατούμενό του κλέφτη. Οι κακές γλώσσες είπαν, πως ο γαμπρός θάταν κοινός, όταν, με το καλό θ' απολυόταν απ' τη φυλακή ο γέρος.
Η κοινωνία μπουχτισμένη από γεγονότα, αδιαφόρησε.
Ο καθένας πια είχε τις δικές του σκοτούρες. Ας κάνει ο καθένας ότι νομίζει! Αυτό ήταν το ρητό της εποχής.
Η Αρετή κοιμόταν, όταν μπήκαν οι ληστές. Η γάτα, που κοιμόταν στα πόδια της αναχεντρώθηκε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκο τάδι.
Ηταν δυο και κρατούσαν φακούς. Γέμιζαν σιωπηλά το σακούλι μ' ασημικά, ώσπου ο ένας έκανε μιαν αδέξια κίνηση κι έρριξε κάτω τη λάμπα του σκρίνιου.
Η Αρετή πετάχτηκε τρομαγμένη. Η γάτα άρχισε να ουρλιάζει, σκαρφάλωσε στο λαβομάνο γκρεμίζοντας την πορσελάνινη κανά τα.
Ο ένας τους στράφηκε για να φύγει, μα ο άλλος τον συγκράτησε.
Μπήκαν στην κρεββατοκάμαρη και φώτισαν το τρομοκρατημένο πρόσωπο της γριάς με το μακρύ άσπρο νυχτικό.
Μεθοδικά ο ένας ψαχούλευε το δωμάτιο, ενώ ο άλλος της έκλει νε το ξεδοντιασμένο στόμα με το γερό του χέρι.
Εβλεπε στον καθρέφτης της ντουλάπας ολόκληρο το κορμί της σαν κάποιο φάντασμα. Δε φοβόταν πια. Το μόνο που κατάφερνε να σκεφθεί ήταν, πως αυτό το φάντασμα στον καθρέφτη ήταν τό σο κοκκαλιάρικο κι αυτό το χέρι στο στόμα της καυτό σα σίδερο!
Σαν τέλειωσαν, ο ένας τους τη χτύπησε μ' ένα μπρούτζινο κηρο πήγιο στο κεφάλι, έτσι που έπεσε πάνω στον καθρέφτη συντρίβον- τάς τον με την ορμή της.
Σε κλάσμα δευτερολέπτου προβλήθηκε στο μυαλό της η εικόνα του γυμνού κορμιού της, τότε, στη μυστική της σπηλιά, με τον Αγ γελο.
- Τι κρίμα! ψιθύρισε, πριν βουλιάξει στην απειλή του τελεσίδικου
που την κύκλωνε.
Ο γέρο παπάς καθόταν ακόμη γονατιστός πλάι στο λείψανο, ό ταν τρίζοντας όισταχτικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Παρθένιος με το χωροφύλακα.
- Αγιε ηγούμενε, είπε δυνατά ο χωροφύλακας κι όλοι ξαφνιάστηκαν με τον ήχο της φωνής του στο τεράστιο δωμάτιο.
- Τελείωσε, είπε ο γούμενος ψιθυριστά και σηκώθηκε κάνοντας το σταυρό του.
Ερριξε μια τελευταία ματιά στο παραμορφωμένο νεκρό πρόσωπο και βγήκαν απ' το δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.
- Συνελήφθησαν, είπε το όργανο της τάξης. Εχω ένστικτο, είπε αυ τάρεσκα και μπρος στην αδιαφορία του γούμενου συνέχισε ν' απο κρίνεται δίχως να τον ρωτά κανείς.
Ο γαμπρός, αυτός ντε πού 'στείλε ο καντηλανάφτης απ' τη φυ λακή και το βρωμόπαιδο του μανάβη... Κώλος και βρακί... Μου τά- λεγαν μένα... Ποιός άλλος θα τολμούσε; Γριά γυναίκα κι ανυπερά σπιστη!! Εχουμε υπόληψη στο χωριό! φιλήσυχοι πολίτες. Ποιός θά- φθανε ως εκεί; Σε λίγο θα κλέβουν και τις εκκλησιές, φτου οι αντί χριστοι!
Αξαφνα το μάτι του έπεσε σε κάτι που γυάλιζε πάνω στο τραπέζι. Ηταν μια λίρα, που θα παράπεσε πάνω στη βιάση των ληστών.
Κουβεντιάζοντας και πισωπατώντας έφτασε στο τραπέζι και ψα- χουλευτά τη φούχτωσε, έπειτα ψάχνοντας δήθεν για το μαντήλι την έχωσε στην τσέπη του.
- Θα γινόταν εδώ! Χωρίς κληρονόμους!
Θα παραμείνω φρουρός. Αυτά τα γύναια είναι ικανά να γδύσουν το σπίτι, αν τις μπάσεις, δήθεν για να ξενυχτήσουν τη νεκρή. Γιου ρούσι κανονικό! είπε γελώντας, μ' απότομα σταμάτησε καταλαβαί νοντας τη γκάφα του.
- Γούμενε, πάμε, είπε ο Παρθένιος μαλακά, όπως μιλάνε σε παιδιά.
- Πάμε, είπε κι ο γούμενος αφηρημένα, μα έπειτα διστακτικά: Ποιός θα τη φροντίσει;
- Οπου νάναι έρχεται ο παπάς. Αγιε ηγούμενε, μη ταλαιπωρείσθε ά δικα, είπε πρόθυμα ο χωροφύλακας, που βιαζόταν να μείνει μόνος.
- Πάμε λοιπόν, είπε ο γούμενος και ξαφνικά έννοιωσε τα χρόνια του να βαραίνουν ασήκωτα.
- Βάλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα! μούγκρισε άγρια μόλις βγή καν ο Παρθένιος.
Ακούς εκεί ο κλέφτης! κι άρχισε να πολυβολεί τον αέρα μ' αφορι σμούς και κατάρες απτόητος απ' τη βαρειά σιωπή που βούλιαζε ο γούμενος.
Γυρνώντας στο μοναστήρι το βρήκαν ανοιχτό. Κόσμος ένα γύρω ζουζούνιζε, κυμάτισε σαν τους αντϊκρυσε νάρχονται.
- θέλουμε το γούμενο. Οχι στο δεσπότη! άρχιζαν να ουρλιάζουν. Τον κύκλωσαν κι όλοι ήθελαν να τον αγκαλιάσουν, ν' ασπα στούν τα χέρια του, ν' αγγίξουν το ράσο του.
- Αξιος, άξιος, φώναζαν λυσσασμένα.
Ανθρωποι, που μήτε το πρόσωπο τους δε θυμόταν, του χαμογε λούσαν πλατειά, παλεύοντας να του δώσουν κουράγιο. Και το χρειαζόταν το κουράγιο τους τούτη την ώρα, που ο Θεός έμοιαζε να τον εγκαταλείπει.
Στην πόρτα του μοναστηριού δυο χωροφύλακες εμπόδιζαν τον κόσμο να ορμήσει μέσα.
Τον άφησαν και πέρασε, μπροστά αυτός και πίσω, σα χαμένος ο Παρθένιος.
Μόλις μπήκαν τους αγκάλιασε η ευωδιά του μοναστηριού. Λιβάνι και πολυκαιρία. Ανάσανε μ' ανακούφιση. Τώρα, στο δικό του περι βάλλον, έννοιωθ' ασφαλισμένος. Τίποτε δεν μπορούσε να τον συντρίψει..
Τον ζύγωσε ο ενωματάρχης με δύο κουστουμαρισμένους άντρες.
- Αγιε ηγούμενε, του είπε ο χωροφύλακας. Οι κύριοι από δω είναι της Αρχαιολογικής υπηρεσίας.
- Πόσο θαυμάζουμε την υπέροχη δουλειά σας! πετάχτηκε ο ένας.
- Ούτε ένας ειδικός δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα! συμπλήρωσε ο άλλος.
- Περάστε, περάστε είπε ο γούμενος και τους έμπασε στο σαλόνι. Παρθένιε, κέρασε τους κυρίους, σε παρακαλώ, πρόσταξε κουρα σμένα.
- Μας συγχωρείτε δια το απρόοπτον της υπόθεσης, άρχισε ο ενω ματάρχης. Ομως, καταλαβαίνετε, δημόσιοι υπάλληλοι είμεθα, πι στοί εις το καθήκον.
Το καφεδάκι με το λουκούμι και το φρέσκο νερό κατέφθασαν α μέσως απ' τον Παρθένιο, που τους κέρναγε με βλέμμα εχθρικό κι υ ποχρεωτικές υποκλίσεις.
- Σας ακούω, είπε τέλος ο γούμενος.
Ο ένας κουστουμαρισμένος έβγαλε απ' το χαρτοφύλακα που κρατούσε αγκαλιά, ένα μάτσο έγγραφα.
- Πιστεύω, ελάβατε γνώσιν της μητροπολιτικής εγκυκλίου...
- Οχι, είπε ξερά ο γούμενος.
Κοιτάχτηκαν όλοι ξαφνιασμένοι.
- Δεν το γνωρίζετε; απόρησαν με μια φωνή.
- Ποιό; ρώτησε ο γούμενος.
- Η μητρόπολις παρεχώρησεν εις το κράτος το λαογραφικόν μου- σείον της μονής.
- Στέκεται νομικά; ρωτήσε ψυχρά ο γούμενος. Ρωτήσατε δικηγόρο; Ολα τα αντικείμενα του μουσείου παραχωρήθηκαν στο μοναστήρι για το μοναστήρι.
- Η μητρόπολις, ως προϊσταμένη αρχή, δικαιούται ν' αποφασίζει την τύχην των κειμηλίων της μονής.
- Πέρασαν χρόνια δύσκολα και ποτέ η μητρόπολη δεν άγγιξε μήτε ψίχουλο, και τώρα σαν αρπακτικό όρνιο ετοιμάζεται να κατασπαρά ξει την μοναστηριακή περιουσία.
Λυπάμαι, κύριοι, αλλά δεν μπορώ να το επιτρέψω.
- Μα δεν μπορείτε να το αποφύγετε, άγιε ηγούμενε. Υπάρχει διατα γή κατασχέσεως! Ολα ανήκουν πλέον εις το κράτος. Εναπόκειται εις την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν να επιληφθεί του θέματος. Λογι- κευθείτε! Ο κόσμος πρέπει να θαυμάζει τα έργα τέχνης.
- Λυπάμαι, κύριοι, όμως είμαι αναγκασμένος να υπερασπιστώ τις μνήμες των ανθρώπων, που ακούμπησαν εδώ, ότι πολυτιμώτερο είχαν, για να το εξασφαλίσουν στις γενιές που θάρθουν. Θάμουν προδότης, αν παρέδιδα, έστω και μια πετρούλα του μοναστηριού σε οποιονδήποτε.
Ξάφνου ο κόσμος αντάριασε κι άρχισε να φωνάζει λυσσασμένα:
- Εξω στους χαφιέδες. Κρεμάλα στο δεσπότη.
Κάτω τα χέρια απ' το μοναστήρι. Γούμενε μαζί σου.
Οι ξένοι ταράχτηκαν. Μάζεψαν τα χαρτιά τους κι έφυγαν βιαστι κά, δίχως να χαιρετήσουν.
Στην έξοδο, οι χωροφύλακες με δυσκολία τους προστάτεψαν απ' την οργή του πλήθους, που όρμησε να τους λυντσάρει.
- Παρθένιε, φώναξε ο γούμενος, δίχως χαρά. Δεν έπρεπε να κρυ- φακούς. Δεν έπρεπε να ξεσηκώσεις τον κόσμο. Πρέπει να τιμωρη θείς. Απόψε, πρέπει να νηστέψεις.
Ο Παρθένιος άκουγε με κατεβασμένο κεφάλι την πατρική τιμω ρία, ενώ τα χείλη του χαμογελούσαν πονηρά.
- Μωρέ, για το γούμενο, και κλέφτης και φονιάς γίνομαι, συλλογι ζόταν περήφανα.
- Ανοιξε τις πόρτες του μοναστηριού, πρόσταξε ο γούμενος.
Θα λειτουργήσουμε στη Παναγιά μας. Τρεχάτος πήγε ο Παρθένιος να εκτελέσει την επιθυμία του! Ο γούμενος, με το κεφάλι ξέσκεπο, μπήκε στη σκοτεινή εκκλη σιά. Προσκύνησε, όπως πάντα τα εικονίσματα. Στάθηκε λίγο, μπρος στη Παναγιά, που θαρρείς καμάρωνε στολισμένη το μαργα ριταρένιο κολλιέ της Αρετής.
- Δε θα προδώσω, υποσχέθηκε βουβά ο παπάς, στην Παναγιά, την Αρετή, το λοχία, τον εξόριστο φίλο του. Κάποτε θα μαρτυρήσει κά ποιος για όλα αυτά...
Ο κόσμος συνάχτηκε πίσω του ευλαβικά. Η εκκλησιά ξεχείλισε. Ο ουρανός κατέβηκε και σκέπασε τον τρούλο της, θαρρείς και την κα τάπιε.
Ολος ο κόσμος, με μια φωνή, καλούσε το Θεό να τον συντρέξει. Η Παναγιά στο τέμπλο δάκρυσε. Οι κοντινώτεροι την είδαν.
- Θάμα, θάμα ψιθύρισαν με δέος.
Ολοι γονάτισαν. Οι γυναίκες έκλαιαν γοερά.
- Λυπήσου μας Θεέ μου, φώναζαν.
- Απ' την υγρασία θάναι, σκέφτηκε κάποιος αμίλητος δημοσιογρά φος, που κατασκόπευε την επικαιρότητα.
Τι αφελής κόσμος!!
* # *
Η Μαρία κλείστηκε σ' ένα από τα αριστοκρατικώτερα κολλέγια του Λονδίνου.
Μοναχικό δωμάτιο, να βλέπει σ' έναν απέραντο καταπράσινο κή πο. Το κτίριο ήταν σε βικτωριανό στυλ κι ίσως γιαυτό ταίριαζε τόσο με τις μεθόδους διδασκαλίας.
Ολα ήταν αυστηρά προγραμματισμένα. Δεν μπορούσες να ξεφύ γεις απ' τους τύπους, που σε σφιχτόδεναν στην παράδοση.
Κι αυτός ο ουρανός, πάντα τόσο βαρύς! Τα σύννεφα θαρρείς ξυ- νόντουσαν στα τόξα και τους πύργους του κολλεγίου. Ολα γκρίζα κι άτονα. Κι αυτό το πράσινο χορτάρι, δεν είχε τίποτε απ' τη ζων τάνια του πράσινου της πατρίδας. Ηταν τόσο άχρωμο, σαν ξεπλυ- μένο.
Κανείς φίλος, κανείς σύντροφος! Ηταν μια ξένη, μια παρείσακτη. Ολοι την κοίταγαν υπεροπτικά. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους
προνομιούχους, απόγονους μιας λαμπρής αυτοκρατορίας.
- Οι βάρβαροι, σκεπτόταν η Μαρία οργισμένη. Την εποχή που η πα τρίδα μου ήταν δημοκρατία, αυτοί εδώ ζούσαν σε σπηλιές.
Μοναδική της επαφή με τον έξω κόσμο, η οικογένεια του έλληνα πρεσβευτή, παλιού καλού φίλου του πατέρα της.
Ο κύριος Μωραϊτης, θύμιζε άραβα πρίγκηπα με την καμπυλωτή του μύτη και το αριστοκρατικό μουστάκι του. Είχε γεννηθεί στην Α λεξάνδρεια κι είχε σπουδάσει με το βασιλιά της Ιορδανίας κι όλη τη διεθνή αφρόκρεμα στο ίδιο σχολειό. Μιλούσε πέντε γλώσσες άψο γα και τα ελληνικά ήταν η έκτη γλώσσα που διδάκτηκε, αν κι οι δυο γονείς του ήταν έλληνες!
Μιας κι η ελληνική του υπηκοότητα κι οι διεθνείς του γνωριμίες τον είχαν καθιερώσει σαν αναγνωρισμένο διπλωμάτη, αναγκαζό ταν να μιλά ελληνικά, μα δεν σκεφτόταν ελληνικά, ούτε μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα στη μητρική του γλώσσα! Σ' αυτό συνέτει νε κι ο γάμος του με την Εσθήρ, μια κοντή γλυκειά γυναικούλα, με κουρασμένο πρόσωπο που ήταν γαλλοεβραία.
Ο γάμος τους ήταν καρπός τυραγνισμένου έρωτα. Καμιά απ' τις δυο κοινότητες δε συγχώρησε την αποστασία τους. Απομονώθη καν σ' ένα νοερό ερημονήσι, περικυκλωμένοι απ' τη θάλασσα της αδιαφορίας των δικών τους φυλών.
Και τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν τόσο άσχημα. Η Αλεξάν δρεια, ακόμη τότε, πρόσφερε στους λευκούς αποίκους της μια ζωή μ' απίστευτες ευκολίες.
Μεγάλωναν το γιό τους με τρεις μαύρες υπηρέτριες σε μιαν έ παυλη κυκλωμένη με κήπους.
Πάντα τ' απογεύματα έπαιζαν τέννις ή γκολφ με μια διεθνή συν τροφιά, ενώ οι γκουβερνάντες σε μια γωνιά κρατούσαν τα παιδιά ή συχα, κάτω απ' την επίβλεψη των αφεντάδων τους.
- Τι παράξενο! έλεγε στη Μαρία ο κύριος Μωραίτης. Δε μάθαμε πο τέ αιγυπτιακά κι ας ζούσαμε τόσα χρόνια σ' αυτή τη χώρα! Δεν χρειάστηκε να μάθουμε.
Οι κοινότητες των λευκών, κλειστές κι απρόσιτες για τους ντό πιους, κι όσοι ντόπιοι ερχόντουσαν σ' επαφή με τους λευκούς έ πρεπε απαραίτητα να μιλούν μια «πολιτισμένη» γλώσσα.
Κι όμως, δε νοιώθαμε ήρεμοι σ' αυτόν τον παράδεισοΙ
Παράλογο! Νοιώθαμε την απειλή να μας σιμώνει, μ' αρνιώμαστε να δεχτούμε, πως μπορούσε να μας αγγίξει. Τα μαγαζιά, που ένα έ να έκλειναν, για να κρατικοποιηθούν, οι συλλήψεις... Πιστεύαμε πως δε μας αφορούν.
Κάναμε βέβαια κάποιες αδύναμες διαμαρτυρίες, μα ουσιαστικά αρνιόμαστε να δούμε καταπρόσωπο την πραγματικότητα.
Ακόμη κι όταν οι αμερικανοί άρχισαν ν' αποσύρουν τους υπη κόους τους -και πάντα μόλις φεύγουν οι αμερικάνοι αρχίζει κάποια συμφορά- ακόμη και τότε αρνηθήκαμε να φύγουμε.
Ελπίζαμε. Τι, κανείς δεν ήξερε να πει. Θέλαμε να ελπίζουμε σ' έ να θαύμα.
Η Εσθήρ είχε τους γονιούς της, τ' αδέλφια της. Πώς μπορούσε να τους εγκαταλείψει;
Η Εσθήρ δεν ήταν πια εβραία, την είχαν από καιρό αποκηρύξει, μα δεν έπαυε να νοιώθει εβραία. Δεν μπορούσε να φύγει μακρυά απ' τη μοίρα των ομοίων της, αυτών που την είχαν αρνηθεί.
Οχι, δεν έννοιωθε ενοχή, που είχε παραβεί τους νόμους της φυ λής, για το χατήρι του έρωτα. Για κείνην τίποτε δεν είχε αλλάξει. Θεωρούσε τον εαυτό της κομμάτι αυτού του πανάρχαιου λαού που πεισματικά επιζούσε, κόντρα σε τόσες γενοκτονίες.
Ωσπου, ένα βράδι, χτύπησαν την πόρτα δυο οπλισμένοι στρα τιώτες.
Ηλθαν να συλλάβουν την Εσθήρ, όχι εμένα. Μάταια τους δια μαρτυρήθηκα προτάσσοντας τη διπλωματική μου ιδιότητα. Μάταια τους θύμισα πως η Εσθήρ ήταν υπάλληλος διεθνούς οργανισμού.
Το μικρό έκλαιγε σπαρακτικά, μα οι στρατιώτες είχαν σκληρά πρόσωπα. Δεν την άφησαν να πάρει μαζί της τίποτε, μήτε ένα χτε- νάκι.
Ημουν έξαλλος. Πώς τούτη η χώρα που την είχαν οργώσει αιώ νες τώρα τα ξένα συμφέροντα, που είχε γίνει εθελοντικά το μέτω πο του Β' Παγκόσμιου, μπορούσε ν' αντιδρά τόσο βίαια, προστα τεύοντας την ανεξαρτησία της;
Οι Αιγύπτιοι, σήμερα, δεν έχουν καμιά σχέση με τον ένδοξο λαό που έχτισε τις πυραμίδες.
- Ομως, παρατήρησε αδύναμα η Μαρία, τα ίδια δεν έλεγαν κάποτε και για μας;
Ο γέρο πρεσβευτής χαμογέλασε με κατανόηση.
- Αν είσαι απέξω, μπορεί νάχεις τέτοιες ρωμαντικές απόψεις. Εμείς όμως, που ζήσαμε τόσα χρόνια εκεί, ξέρουμε.
Οι Αιγύπτιοι, είναι ένα χαρμάνι ψωραλέων τεμπέληδων.
Ποιός το. περίμενε από δαύτους να ξυπνήσουν; Και που ξύπνη σαν δηλαδή; Τι κατάφεραν;
Τα ίόια και χειρότερα. Μονάχα τ' όνομα άλλαξαν και τ' αφεντικό. Η ζωή τους ίδια και χειρότερη. Ζουν και πεθαίνουν σαν τις μύγες, μες τη βρώμα και τη βαρβαρότητα.
Η Μαρία ντράπηκε να διαφωνήσει. Τι είχε προλάβει να ζήσει αυ τή, για να μπορεί να βεβαιώσει;
Επιναν το τσάι τους στο ευρύχωρο δωμάτιο κι η Μαρία άκουγε με τόσο ενδιαφέρον αυτές τις ιστορίες, πούμοιαζαν παραμυθένιες.
Τάχε διαβάσει. Τάχε ακούσει, μέσες άκρες, μα πρώτη φορά τα γνώριζε από τόσο κοντά, από διηγήσεις ανθρώπων πούχαν καεί απ' αυτή τη φλόγα.
Το δωμάτιο ήταν βαρυφορτωμένο με μνήμες. Πορτραίτα, παλιές φωτογραφίες, αγάλματα, το παλιό σκρίνιο, οι ανθοστήλες, μπιμ- πλώ, συναγμένα απ' όλες τις γωνιές της γης, χαλιά περσικά και κουρτίνες βαρειές που μόλις νύχτωνε, έκλειναν σαν αυλαία, απο μονώνοντας το χώρο απ' την απεραντοσύνη του κήπου, πούμοιαζε τόσο κοντινή, χάρη στις τζαμένιες μπαλκονόπορτες.
Ηταν τόσο ευγενικοί μαζί της και οι δυο! Πάσχιζαν να ξορκίσουν τη νοσταλγία που απέπνεε... κάθε της κίνηση!
Μα μιλούσαν εγγλέζικα... μιας κι η Εσθήρ μιλούσε απαίσια ελλη νικά κι αυτό έκανε τη Μαρία να νοιώθει άβολα, στο μόνο σπίτι στο Λονδίνο, που σίγουρα είχε ελληνική ταυτότητα.
— Με πήγαν σ' ένα στρατόπεδο μ' άλλους πολλούς, είπε η Ε σθήρ. Δεν ήταν όλοι εβραίοι.
Μας ξεχώρισαν άντρες-γυναίκες. Μιλούσαν καθησυχαστικά. Δε μας εξηγούσαν γιατί μας κρατούν. Γραφειοκρατικές διαδικασίες έ λεγαν. Δε μας βασάνιζαν.
Κι όμως! Αρκεί ο περιορισμός για να συντρίψει τους ανθρώπους!
Ο Στέφανος έτρεχε, προσπαθούσε να με γλυτώσει.
Μας στίβαξαν σ' ένα τρένο!
«Θα σας ελευθερώσουμε στο Κάϊρο» είπαν.
Είμαστε μόνο εβραίες... Ενας φρουρός δάκρυσε... Κάποιες γνώ ρισαν το δρόμο κι άρχισαν να ουρλιάζουν... Δεν πηγαίναμε στο Κάϊρο...
Φοβόμαστε! Ηταν τόσο νωπές ο διηγήσεις για τους ναζί...
Μας πήγαν σε μια ποινική φυλακή.
Πόσα αντέχει ο άνθρωπος!! Γυναίκες λεπτομαθημένες κι εύθραυ στες, κοκκέτες κι αριστοκράτισες, πλάι με τις ποινικές, πόρνες και φόνισες, στο ίδιο κελλί, να τρως και ν' αποπατάς τον ίδιο χώρο, μπροστά σ' όλους, αδιάφορα...
Η ντροπή κι η αξιοπρέπεια!! τι κούφιες λέξεις!
Δεν πεινούσαμε. Μας δίναν αρκετή τροφή. Ομως δεν τρώγαμε. Μας έτρωγε η αγωνία γιαυτούς που αγαπούσαμε, που δεν ξέραμε αν ζούσαν ή αν πέθαναν.
Είδα γυναίκες, σε δυο μήνες να γερνούν τριάντα χρόνια.
Ερχόντουσαν βράδυα, που μια ξεκίναγε το θρήνο και τότε, όλες, ναι όλες μας, ξεσπούσαμε σε ουρλιαχτά, δίχως αφορμή. Αντιλα λούσαν οι φυλακές τους θρήνους μας και τίποτε δεν ήταν δυνατό να μας κάνει να σωπάσουμε.
Τι τα θυμάμαι τώρα; Και γιατί στα λέω;
Ισως γιατί σε νοιώθω κόρη μου. Ισως γιατί το γιό μου, τον έχασα μεσ' απ' τα χέρια μου. Η ζωή του στάθηκε πολύ εύκολη και δεν έμα θε να παλεύει για να την κατακτήσει.
Ξέρεις, ο Αλέκος μου, παράτησε σπουδές και σπίτι και έτρεξε στην Αμερική, πιστεύοντας πως εκεί επιτέλους θα έβρισκε την ευ τυχία!
Ακολούθησε κάποιαν αίρεση, έναν απ' αυτούς τους ψευτοπρο- φήτες!
Θα το διάβασες στις εφημερίδες. Το πτώμα του ήταν ένα απ' αυ τά που ανακάλυψαν, σ' ένα δάσος, σ' εκείνη την ομαδική αυτοκτο νία, που διέταξε κείνος ο μανιακός ψευτοθεός τους. Το μοναχοπαί δι μου... που το μεγάλωνα με τόσα όνειρα και τέτοιους κινδύνους...
Οσο θυμάμαι, τότε βγαίνοντας απ' την φυλακή, πως τόκλεισα στην αγκαλιά μουϋ
Το παιδί μου με κρατούσε στη ζωή... Ηξερα πως με χρειάζεται... Κι αν εγώ πέθαινα, το παιδί μου έπρεπε να επιζήσει με κάθε θυσία...
Και τώρα, να... Το παιδί μου νεκρό κυνηγώντας τα οράματα κά ποιου δαίμονα που παρίστανε το Μεσσία...
Εφταιξα;... Ισως φταίξαμε... Ξεκομμένοι απ' τις πατρίδες μας και τις θρησκείες μας τον αφήναμε έρμαιο στις προλήψεις και το φανα τισμό. Ελπίζαμε να του αφήσουμε ολάνοιχτα τα μάτια της ψυχής, μα θαμπώθηκε απ' τη λάμψη της λευτεριάς του. Ξεστράτισε γητε μένος απ' τα χαυνωτικά καλέσματα κάποιου μάγου!
Κι όσο σκέπτομαι, πως υπήρξαν γονείς που θυσίασαν τα παιδιά τους, πριν αυτοκτονήσουν υπακούοντας στο δαιμονικό κάλεσμα!
Και τι δύναμη μπορούσε νάχει αυτός ο ψευτο προφήτης, ώστε να υπερνικά τέτοια συναισθήματα, όπως η μητρική στοργή και η αγά πη των ανθρώπων για τη ζωή;
Γιαυτό, κορίτσι μου, σου λέω. Πρόσεξε!
Σ' αυτό τον τόπο θα δεις πολλά, καλά και κακά. Παντού στον κό σμο, το καλό με το κακό πάνε χέρι χέρι.
Διάλεξε προσεκτικά. Πάντα διάλεγε προσεκτικά!
Δε μας τάπε καλά ο Ηρακλής. Σ' όλη μας τη ζωή βρισκόμαστε σε σταυροδρόμια. Κι η Αρετή και η Κακία συχνά αλλάζουν πρόσωπα.
Οσο η Μαρία εκτιμούσε το ζευγάρι των πρεσβευτών, τόσο σιχαι νόταν το σμάρι των υπαλλήλων που τους κύκλωνε.
Είχε την ευκαιρία να τους γνωρίσει τη μια και μοναδική φορά, που αποφάσισε να πάει σε μια δεξίωση πούδινε η πρεσβεία, σε πολυτε λέστατο ξενοδοχείο, με την ευκαιρία κάποιας εθνικής μας επετείου.
Η Εσθήρ δεν ηταν καθόλου κοκκέτα. Η πολύχρονη περιπλάνησή της στις πρωτεύουσες του κόσμου την είχε κουράσει κι ο θάνατος του γιού της πρόσθεσε βάρη στους ώμους και ρυτίδες στο πρόσω- πό της.
Στο κοσμικό περιοδικό του διπλωματικού σώματος, ποτέ δεν την ανέφεραν, φορούσε πάντα ένα απλό μαύρο φόρεμα μ' ένα απλό κολλιέ ή μεταγιόν. Καμιά πρωτοτυπία, τίποτε το μοντέρνο.
Αντίθετα, η γυναίκα του κύπριου πρεσβευτή ήταν η βασίλισσα κάθε εκδήλωσης. Τα γυναικεία περιοδικά, οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων, καθημερινά είχαν την φωτογραφία της.
Ηταν η ευνοούμενη του στέμματος. Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση υποκλινόντουσαν μπροστά της.
Τι γυναίκα όνειρο! μουρμούριζαν στο πέρασμά της...
Η αλήθεια είναι, πως δεν ήταν τόσο ωραία. Της Μαρίας, της φά νηκε πανύψηλη και μυταρού. Μα δεν μπορούσες ν' αμφισβητήσεις, πως είχε γοητευτικό χαμόγελο και πως τα μάτια της σπίθιζαν πάντα προκλητικά. Ντυνόταν πάντα σ' υψηλούς οίκους ραπτικής, μα ελ- ληνόπρεπα, χτένιζε τα μαλλιά της ψηλά και καμάρωνε πως ήταν τ' αυθεντικώτερο αντίγραφο της αναδυόμενης Αφροδίτης.
Η Μαρία αηδίασε καθώς περιφερόταν μ' ένα ποτήρι στην ατέ λειωτη αίθουσα με τους πολυτελείς πολυελαίους και κρυφάκουγε τις συζητήσεις των διπλωματών, που υποτίθεται εκπροσωπούσαν χώρες κι εξυπηρετούσαν τους συμπατριώτες τους, που χρειαζόν- τουσαν κάποια βοήθεια σ' αυτή τη χώρα.
Στολισμένοι όλοι σαν τα παγώνια, έπεφταν σαν τις ακρίδες στο μπουφέ με τ' αστεία γλυκόπικρα φαγητά, όπως σολωμό με πεπόνι ή γαρίδες με μαρμελάδα κι απαραίτητα μαύρο χαβιάρι. Επιναν πολύ και δυνατά ποτά. Τα φλας αναβόσβυναν ακατάπαυστα. Οι κουβέν τες δεν ήταν για τα προβλήματα των χωρών τους ή για τις σχέσεις των λαών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται πως ήταν οι μισθοί τους, που εκφραζόντουσαν σε όολλάρια κι οι ακροβασίες των νομισμάτων στο χρηματιστήριο.
Τα χειροφιλήματα κι οι υποκλίσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Η Μαρία δεν πέρασε απαρατήρητη. Καθώς η Εσθήρ την κρατού σε στο πλάι της και δεν παρέλειπε να τη συστήνει σ' όλους, η Μα ρία δεχόταν φιλοφρονήσεις που τις έβρισκε γελοίες.
Ειδικά ένας κοντόχοντρος γερμανός με κατακόκκινη μύτη κράτη σε το χέρι της ώρα πολλή, κοιτώντας τη στα μάτια με λατρεία και φέρνοντάς της σπασμό γέλιου.
Ενας πολωνός την φίλησε σταυρωτά μ' όλο τον αυθορμητισμό της ράτσας του.
- Είστε ότι πολιτιμώτερο υπάρχει σ' αυτή την αίθουσα, της είπε κι η Μαρία σκέφτηκε ειρωνικά τι θα μπορούσαν να σκαρφιστούν μπρος στη μοιραία πρέσβειρα.
Η Εσθήρ την άγγιζε καθησυχαστικά, μετά από κάθε τέτοιαν επί θεση.
- Σκυλί που γαυγίζει, δε δαγκώνει, της ψιθύρισε σε κάποια στιγμή. Από αλλού να φυλάγεσαι.
Οι κυρίες των διπλωματικών ακολούθων την κύκλωσαν δουλικά και βάλθηκαν να κουτσομπολεύουν και να τη συμβουλεύουν για τα ψώνια και τις ελεύθερες ώρες της.
Της σύστησαν μαγαζιά, της έλεγαν που υπάρχουν πραγματικές ευκαιρίες.
- Θα δεις,. Θα σ' αρέσει εδώ. Εχει τόσα πράγματα να ψωνίσει εδώ μια κοπέλλα! κατέληγαν.
Και πραγματικά! Τα πρώτα μακρυά σαββατοκύριακα της μοναξιάς της η Μαρία τα γέμιζε με τα μαγαζιάΙ Ηταν ζεστά και μπορούσες να θαυμάσεις μιαν εκπληκτική ποικιλία από πανάκριβα πράγματα. Μπορούσες να χαϊδεύεις αντικείμενα, να προβάρεις απαλά βαριά γουναρικά ή κομψά καπέλλα, να ψαχουλεύεις σε καλάθια, δίχως κα νείς να σε υποχρεώνει ν' αγοράσεις.
Ανεβοκατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες, ψώνιζε, συνήθως κάτι περιττό, και με μια θριαμβευτική αίσθηση κατέληγε στο εστιατόριο του μαγαζιού, για να νοιώσει λιγώτερο μόνη ανάμεσα στο πλήθος.
Ηθελε να πάει στα μπαλλέτα. Βαριότανε ν' ακούει εγγλέζικα ως και στο θέατρο. Μα την εκνεύριζε ο προγραμματισμός. Συνήθως, έ πρεπε να κλείσει θέση ένα μήνα πριν, κι όταν έφθανε η κρίσιμη μέ-ρα, συνήθως έβρισκε κάποια δικαιολογία να μην πάει! Σιχαινότανε τόσο τη μοναξιά της, σ' ένα χώρο γεμάτο παρέες!
Εννοιωθε έξω απ' τα νερά της. Προσπαθούσε να δουλεύει σκλη ρά, για να πάψει να σκέφτεται. Θυμόταν κουταμάρες.
Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα που ψάρευε με το Δημήτρη κι από τομα συννέφιασε. Τα νερά της βροχής που κατρακυλούσαν ορμητι κά το χειμώνα στα σκαλιά του δρόμου, κι εκείνη αντί να πατά στις γωνιές για να τ' αποφύγει, να τσαλαβουτά καταμεσίς στο θολό πο τάμι για να νοιώθει την ορμή του ν' αντιστρατεύεται στο κορμί της.
Θυμόταν εκείνη την εκδρομή, μετά από κάποια μπόρα, που ο ου ρανός καταγάλανος ζωγράφιζε τα περιγράμματα των σπιτιών μ' εκ πληκτική σαφήνεια, κι έμμοιαζαν όλα τόσο ανάλαφρα, θαρρείς κι αν τα φυσούσες, θα πετούσαν, όπως ο «κλέφτης» απ' τις φούχτες σου.
Θυμόταν το τραγανιστό ψωμί, που βιάζονταν να κόψει με τα χέ ρια να το γευτεί ζεστό ζεστό, ενώ η κυρία Χρυσάνθη μούτρωνε κι η Κρουστάλλω τη μάλωνε γελαστά: - Σιγά... σιγά... Θα σε πιάσει η κοιλίτσα σου!
Θυμόταν τη σιωπή, που γέμιζε το χώρο ανάμεσα σ' αυτή και το γούμενο, που γεφύρωνε τις σκέψεις τους.
Θυμόταν τις κουβέντες της με την Κρουστάλλω, κουτσομπολιά, ασήμαντα τις πιο πολλές φορές.
Κι όλα αυτά τα ψήγματα, κατακάθονταν σαν άμμος στην ψυχή της, προσπαθώντας να καλύψουν τ' αγκάθια της νοσταλγίας που τη μάτωναν.
Οι καθηγήτριες στο κολλέγιο, τόσο μορφωμένες, τόσο ειδικές κι απρόσωπες!
Ισως δεν ήταν το ίδιο και με τις άλλες κοπέλλες... Ισως να φταίει εκείνη, που δε μπορεί να προσαρμοστεί, να δέσει με το σύνολο.
Δεν ήταν κακά κορίτσια οι συμμαθήτριές της. ίσα ίσα, που ήταν πολύ ευγενικές μαζί της. Ενδιαφερόντουσαν να μάθουν για την Ελ λάδα, για τα νησιά, για τις εκδρομές. Μερικές είχαν ήδη πάει μια και δυο φορές στα νησιά για διακοπές.
-ΩΙΕλλάδα! έλεγαν με θαυμασμό. Τι ήλιος! Τι θάλασσα! Τι ωραίο μέρος για να ζει κανείς!
Ομως στεναχωριόταν γιατί τον Ομηρο τον πίστευαν λατίνο, γιατί αγνοούσαν τον Ευριπίδη και το Σοφοκλή, γιατί, αν και πηγαινοερ- χόντουσαν στην Ελλάδα, δε νοιάζονταν ν ανακαλύψουν τίποτε πί σω απ τις τουριστικές αφίσσες.
Ηταν ευγενικές, μα καμμιά τους δεν την κάλεσε στο σπιτικό της.
Ηταν ευγενικές, μα έλεγαν τους κύπριους τρομοκράτες, γιατί κα τάφεραν ν' αποτινάξουν το ζυγό τους.
Ηταν ευγενικές, μ' αρνιόντουσαν να ονειρευτούν μια ζωή αλ- λοιώτικη απ' αυτή που τις περιχαράκωνε.
- Ευλογημένη ελληνική αναρχία! συλλογίστηκ' η Μαρία. Πώς να σε φυλακίσουν;
Ευλογημένη φιλοξενία! που ξέρεις ακόμη να προσφέρεις δίχως να ζητάς.
Είχε περάσει περίπου ένας μήνας, όταν στην τάξη της ήλθε η φα- τμέ.
Ηταν απ' την Ουγκάντα. Είχε μελαψό λεπτό κορμί, τιγρίσιο βάδι σμα και μακρυά κατάμαυραα μαλλιά. Στο πλάι της λεπτής της μύ της, ένα διαμάντι έλαμπε σα δάκρυ.
Μιλούσε σπασμένα αγγλικά και το ειρωνικό χαμόγελο που διάβα ζε κάτω απ' τις ευγενικές διορθώσεις των καθηγητριών, στάθηκε ι κανό να κάνει τη Μαρία να νοιώσει αμέσως φιλία για την καινούρ για ξένη.
Η φατμέ δεν ήταν μόνη στο Λονδίνο. Ζούσε μ' όλη της την οικο γένεια. Ηταν πάμπλουτοι. Πώς αλλοιώς θα φοιτούσε σ' αυτό το κολλέγιο;
Κι όμως! Κι η Φατμέ, τις νύχτες, ονειρευόταν τη μακρινή της πα τρίδα!
Τότε ξυπνούσε κι έτρεχε στο δωμάτιο της Μαρίας, της μόνης της φίλης, της μόνης που μπορούσε να φανερώσει σε σπασμένα αγγλι κά τους πόνους της καρδιάς της.
Ετσι και κείνο το βράδι, που ξύπνησε με λυγμούς απ' τους εφιάλ τες.
Κουκουλώθηκαν με την κουβέρτα αγκαλιασμένες κι η φατμέ άρ χισε να ιστορεί, ενώ το φεγγάρι έλουζε με φως τις σκιές στον κήπο.
- Τους είδα κι απόψε. Ηλθαν με σπαθιά και με ντουφέκια... Σκότωσε τα παιδιά... Τα σέρβιρε και τα φάγαν... όπως ο ... κόμπιασε ψά χνοντας.
- Ο Τάνταλος,είπε η Μαρία.
- Ναι, ο Τάνταλος! Κείνος τόκανε σε θεούς. Ο δικός μας σε ανθρώ πους... Δεν τιμωρήθηκε. Ξέρεις πόσοι με ρωτούν, αν στην πατρίδα μου τρώμε ανθρώπους;
Μοίραζε θησαυρούς στους δυνατούς της γης... Οι πολιτικοί... Ι σως τους εξυπηρετούσε! Τον ανεχόντουσαν...
Σκότωνε τις γυναίκες τους... όταν τις βαριόταν... όπως ο Ερρί κος...
Μια γυναίκα του ήταν συγγένισά μου. Τη σκότωσε κι αυτή... Δεν είναι σίγουρο...
Μας μήνυσαν φίλοι καλοί να φύγουμε, να προλάβουμε...
Το σκάσαμε... Ευτυχώς, ο πατέρας είχε την περιουσία του όλη ε δώ! Εδώ ήταν η κεφαλή των επιχειρήσεων. Αλλοι καταστράφηκαν. Αν δεν έχεις λεφτά δε σε κρατούν.
Πολιτικοί! Πουλούν και την καρδιά της μάνας τους! Μια ξαδέλφη μου έμεινε πίσω...
Δε μπορούμε πια να τη σώσουμε... αν ζει...
Μου λένε να ξεχάσω. Ολοι να ξεχάσω μου λένε.
Ολοι στο σπίτι, το συνήθισαν. «Οπου μπορείς να ζήσεις λεύτερα, εκεί είναι η πατρίδα σου». Ετσι μου λένε. Να ζεις, να επιζείς, να ψευτοζείς, να παντρεύεσαι, να σπέρνεις παιδιά καινούργιας ρά τσας, ξεκομμένα απ' τη μητρική τους γη, τόσο ξένα, που κάποτε κανείς δε θα τα ξεχωρίζει απ' τους ντόπιους.
Να μη ξεχωρίζεις. Αυτό είναι το ιδανικό της δεύτερης γενιάς.Να πάψεις νάσαι μειονότητα, να ενταχθείς στη χώρα που σε φιλοξένη σε, να πάψεις να νοιώθεις παρείσακτος και ξένος, να πάψεις να φο βάσαι κάποια έξοδο, τώρα που οι δουλειές για τους ντόπιους λιγο στεύουν, τώρα που τα φτηνά ξενόφερτα χέρια έπαψαν νάναι πο λύτιμα, καθώς τα εργοστάσια ένα ένα εξαφανίζονται.
Είσαι ντόπιος, μα κι είσαι ξένος.
Μια γριά στο νοσοκομείο, κατάκοιτη, οχτώ μήνες, δίχως ψυχή να την επισκεφθεί, ούρλιαζε στους διαδρόμους. - Φέρτε μου κάποιον, που να μιλάει τη γλώσσα μου!
Ευγενικές οι αδελφές, στοργικές και πρόθυμες, έψαξαν να βρουν κάποιον που να μιλά τη γλώσσα της, κάποιον άγνωστο, μα όμως απ' τις ίδιες ρίζες, κάποιον που να σφραγίσει τα μάτια της με γνώρι μο άγγιγμα, κάποιον που να μυρίζει πατρίδα.
Πήγα και τη βρήκα, Μαρία. Πέθανε στα χέρια μου η άγνωστη πα- τριώτισά μου!
Κι ο ήλιος που βασίλευε μοσκοβολούσε πατρίδα! Το κρύο έλυω- σε!
Στην πατρίδα μου, πάντα το βράδυ βρέχει. Δεν έχουμε χειμώνα- καλοκαίρι, ξέρεις. Πάντα τον ίδιο καλό καιρό!
Είμαι μουσουλμάνα, φατμέ, σημαίνει: «Εκείνη που σώζει», φαί νομαι για σωτήρας κανενός;
Πιστεύω στη θρησκεία μου! Δε θα παντρευόμουν ποτέ ξένο. Οι δικοί σου άνθρωποι είναι πάντα πιο κοντά. Ο λαός σου!
Δεν είμαστε όλοι μουσουλμάνοι στην πατρίδα. Υπάρχουν κι ιν δουιστές. Η Σίβα, μια φιλενάδα μου είναι ινδουίατρια. Μα είναι απ' την πατρίδα μου. Το δέρμα της είναι λευκό, δεν ξεχωρίζει απ' τους εγγλέζους. Κι η μαμά μου έχει λευκό δέρμα! Εγώ έμοιασα στον πα τέρα μου. Λευκό δέρμα, σταρένιο δέρμα, μαύρο δέρμα! Ολα είναι της πατρίδας μου!
Μας έδιωξαν, σκότωσαν πολλούς! Δε μπορούμε να γυρίσουμε πί σω. Είναι δύσκολο να μείνουμε εδώ.
Δε φοράμε πια σάρι. Το βλέπεις, φοράω τη στολή του κολλεγίου. Μόνο σα σμίγουμε με τους δικούς μας ανθρώπους φοράμε τα δικά μας ρούχα.
Οι ινδοί, αυτοί μένουν πιο πιστοί, φορούν τα ρούχα των προγό νων τους, τουλάχιστον για μια γενιά. Τα παιδιά τους είναι εγγλεζά- κια, μελαψά, μα εγγλεζάκια.
Μόνο οι εβραίοι μένουν ξεκομμένοι, σφιχτοδεμένοι στις συνή θειες τους. Οσες γενιές κι αν περάσουν, μένουν για πάντα ξένοι.
Δεν ξέρω πια τι είναι το σωστό και ποιό το λάθος.! Ανθρωποι απ' το Ιράν και το Ιράκ, που τώρα πολεμάνε κει κάτω, εδώ δουλεύουν πλάι πλάι. Τούρκοι κι Ελληνες!
- Δεν είναι και τόσο άσχημα λοιπόν, είπε η Μαρία ονειροπόλα.
Μια παναθρώπινη ράτσα βλασταίνει στη γόνιμη τούτη χώρα. Ι σως είναι καλύτερα, αν οι άνθρωποι αναγκάζονται ανακατεμένοι να δουλεύουν δίπλα δίπλα.
- Ισως είπε η φατμέ. Ισως, αν η χώρα που τους φιλοξενεί δεν ανή κει σε κανέναν. Ισως πάνω σε κάποιο διαστημόπλοιο. Πάντως όχι πάνω στη χώρα κάποιου άλλου...
Μοιάζει, σα να κοιτάς τον εαυτό σου σε κάποιο παραμορφωτικό καθρέφτη και δεν τον γνωρίζεις...
- Καληνύχτα Μαρία, είπε η φατμέ και βγήκε αθόρυβα απ' το δωμά τιο.
Σ' ευχαριστώ, συμπλήρωσε λίγο πριν κλείσει την πόρτα.
Η Μαρία έσβυσε το φως. Ενα γιορτάσιμο φεγγάρι όρμησε απ' το ψηλό παράθυρο.
Τυλίχτηκε στην κουβέρτα της και κάθισε κατάχαμα, πάνω στο χα λί, έτσι που να λούζεται στο φεγγαρόφως.
Επειτα, έπιασε χαρτί και μολύβι, και για πρώτη φορά από τότε που ήλθε σ' αυτό τον τόπο, έγραψε στα ελληνικά στο φως του
φεγγαριού.
«Τώρα, που οι μέρες μίκρυναν, θάπρεπε να συνάζουμε το φως κόμπο κόμπο, σταλιά σταλιά σα μέλι.
Αντίς γιαυτό, τινάζουμε τα σύννεφα στις πλάτες, φορτωνόμαστε τη νύχτα σα πάπλωμα ζεστό. Μάταια οσμιζόμαστε τον ερχομό της άνοιξης.
Το φανταχτερό τραγούδι της καταιγίδας ανάπαψε τους φόβους μας. Το χάδι της χαράς, μας έλουσε μ' ονειροφώς. Την ώρα, που ο πόνος έγινε γνώριμος φρουρός της αίσθησης, τότε που με πρόστα ζε ο έσω φύλακας να σε κρατώ κι εγώ, τα χέρια άπλωνα φτερούγες να με σταυρώσεις.
Κι εγώ, προγραμματίστηκα, βαφτίστηκα, μυρώθηκα, μορφώθη κα, σφραγίστηκα «κατά τας επιταγάς του νόμου», κάμφθηκα σ' ένα αέναο μηδέν.
Ω, δόξα, που το παιχνίδι της ζωής ξεφτάς. Ιστορία, που μουτζου- ρώνεις ψέμματα σε ματωβαμμένα χωράφια! Αριθμοί, που παραμορ φώνεστε σε παραμύθια τρομαχτικά, και γνώση που κατάντησες μαρτύριο!
Το μήλο της γνώσης σκουλήσιασε ατομοβόμβες! Μήλο κι η γη κρέμμετ' ωριμασμένο να κοπεί.
Το χώμα μύρισε πεθυμιά θανάτου, μοσχοβόλησε υπόσχεση ζω ής.
Τα σάρκινα κορμιά μας κουραστήκαμε να κουβαλάμε, σάμπως πα νάρχαιες σκουριασμένες πανοπλίες! Προσμένουμε τη δύση για να πετάξουμε.
Εσταξα στη σπηλιά του κόσμου δάκρυ κάποιου μελλοντικού «εν τω γεννάσθαι» σταλακτίτη.
Η οργή του λαού ξαστέρεψε το νερό του βούρκου, καθώς η ανά σα μου θολώνει τ' ασβεστόνερο.
Κάποια ελπίδα καρτερεί το θάνατο μας για ν' ανθίσει. Λιπασμό της η απελπισιά μας.
Καθώς όλα κυκλώνουν, παρασέρνομαι στη δίνη των αιώνων. Ζούμε όπως ζούμε, από πλήξη.
Οι αγέννητοι νικητές χαμογελούν, στη μήτρα του μέλλοντος σκιρτά τ' αύριο εν αγαλιάσει!»
Η Μαρία τινάχτηκε νευρικά. - Ασυναρτησίες! μουρμούρισε. Πάλι γράφω, λες και κάποιος μου υ παγορεύει τι θα πω... Παραλογισμοί.. Δε μπορώ επιτέλους να ελέγ ξω τον εαυτό μου;
Κουβάριασε το χαρτί στα χέρια της και πριν το ρίξει στη φωτιά, το φίλησε.
- Σ' αγαπώ, παράλογε εαυτέ μου, ψιθύρισε στις φλόγες. Ακόμη κι όταν πρέπει να σε καταστρέψω...
Ολο το βράδυ η Μαρία στριφογυρνούσε ξάγρυπνη. Το φεγγάρι είχε κιόλας βασιλέψει κι ο ουρανός άχνιζε πορτοκα λιές ανταύγειες απ' τα φώτα των δρόμων. Σκιές από σύγνεφα λέ κιαζαν τον ουρανό σαν πήρε να χαράξει.
Σηκώθηκε ανόρεκτη, ντύθηκε βιαστικά και πρόλαβε στο διάδρο μο να ενωθεί με το σμάρι από κορίτσια που κατέβαινε στην τραπε ζαρία φλυαρώντας.
Η Φατμέ καθόταν κιόλας στο τραπέζι και της έγνεψε με τα μάτια της να καθίσει δίπλα της.
Αθελά της η Μαρία σύγκρινε ξανά τις συγκρατημένες κινήσεις της φίλης της με τις αυθόρμητες χειρονομίες των παλιών συμμαθη τριών στην Ελλάδα.
Ασυνήθιστη φασαρία τάραζε τη μεσαιωνική αυστηρότητα της αί θουσας.
Ολες μουρμούριζαν με μάτια ορθάνοιχτα και ρουθούνια αναση κωμένα, λες και διηγιόντουσαν ιστορίες φρίκης.
- Τάμαθες; ρώτησε η φατμέ ψυχρά.
- Τι να μάθω καημένη, στο κρεββάτι μου; είπε η Μαρία βαριεστημέ να.
- Εβαλαν βόμβα...
- Πάλι... πρόσθεσε η Μαρία.
- Στην εβραϊκή πρεσβεία.
- Σκοτώθηκαν πολλοί;
- Είκοσι. Ολοι διπλωμάτες. Είχαν δεξίωση.
- Εμαθες ποιοι; ρώτησε η Μαρία με ξαφνική αγωνία.
- Οχι είπε η Φατμέ μασουλώντας τραγανιστά κορν φλέικς, και κοι τώντας τη βαθειά:
Εχει σημασία; τη ρώτησε
- Ανησυχώ για τους δικούς μας. Είναι ξέρεις φίλοι μου.
Ρώτησε τη διπλανή της, μια ξανθειά μ' ολόγλυκα μάτια και θεό- στραβα δόντια σαν όλες τις εγγλέζες. Εκείνη ρώτησε τη διπλανή της κι αυτή πάλι, μιαν άλλη, μα καμιά δεν ήξερε με σιγουριά να πει.
Η Μαρία σηκώθηκε βιαστικά κι έτρεξε στον κερματοδέκτη. Το τη λέφωνο της πρεσβείας ήταν απασχολημένο. Προσπάθησε ξανά και ξανά, μα μάταια.
Το κουδούνι χτύπησε κι όλες έτρεξαν βιαστικά στην τάξη.
Τότε η Μαρία τηλεφώνησε στην αστυνομία.
- Σας παρακαλώ, είπε λαχανιασμένα. Μήπως γνωρίζετε αν ανάμε σα στα θύματα της έκρηξης ήταν κι οι πρεσβευτές της Ελλάδας;
- Ποιός ομιλεί, παρακαλώ; ρώτησε μια ευγενική φωνή.
Η Μαρία έδωσε τα στοιχεία της κι ο αστυνομικός ψυχρά, λες και μετέδιδε αποτελέσματα αγώνων της αράδιασε τα ονόματα των θυ μάτων της τραγωδίας.
Ναι, ο Στέφανος κι η Εσθήρ Μωραίτη δεν υπήρχαν πια. Επεσαν θύματα μιας φονικής διαμαρτυρίας, πληρώνοντας ξένα εγκλήματα.
Η Μαρία όρμησε έξω απ' το θλιβερό κτίριο. Νόμιζε πως την πνί γει.
Ψιλόβρεχε και περπατούσε στη βροχή, δίχως ομπρέλλα ή αδιά βροχο. Τα μάγουλά της μούσκεψαν απ' τη βροχή και τα δάκρυα.
- Ετσι, η Εσθήρ, θα συναντήσει το γιό της. Θα τον ρωτήσει, γιατί τόσο βιάστηκε να φύγει απ' τη ζωή δίχως να την περιμένει!
Ισως και νάναι ευτυχισμένη πούφυγε πιασμένη απ' το χέρι του άντρα, που αγαπούσε μια ζωή, κόντρα στις ανθρώπινες προκατα λήψεις.
Μπορεί ο έρωτας να ζει ως το θάνατο;
Και πως μπορεί οι άνθρωποι να ζουν ανάμεσα σε τόσο μίσος;
Πως μπορεί ν' αγαπιούνται, όταν το μίσος τους κυκλώνει;
Αναρωτιέμαι γιατί αυτοί οι δυό γέροι, που κατάφεραν να σμίξουν κόντρα στην έχθρα των ανθρώπων, γιατί μου θύμιζαν τόσο το γού μενο, πούμεινε μια ζωή ανέραστος, σφιχτοδεμένος στην πίστη του σαν το στρείδι στο βράχο!
Ισως τους θαυμάζω, γιατί ενώ βασανίστηκαν, μπόρεσαν να ξεχά σουν, μπόρεσαν να συγχωρήσουν.
Ο κόσμος μας, δε μπορεί, θαρρώ, να επιζήσει, δίχως τη συγνώμη.
* * *
Είναι κάτι πολιτείες, που τ' αλλοτινό με το τωρινό συγχεριάζον- ται. Οταν η νύχτα χαμηλώνει, οι ίσκιοι συγχέονται και βασιλεύει η οσμή της αιωνιότητας, πηχτή και χειροπιαστή σαν ομίχλη. Στο μι σοσκόταδο της πρώτης μέρας, σκοπιές και φρούρια κι ακροτείχια ζυγιάζονται πάνωθέ σου, και τότε, τα μελλούμενα φαντάζουν αλ λοτινά και το σήμερα παντοτεινό.
Το Εδιμβούργο κοιμόταν γαλήνιο, κάτω από ένα παχύ σεντόνι ο μίχλης, όταν η Μαρία βγήκε απ' το σταθμό του τρένου, κείνο το γε- ναριάτικο πρωινό.
Μια μαγική ατμόσφαιρα πλανιόταν παντού. Δεν έκανε διόλου κρύο. Φύλλο δεν κινιόταν κι οι δρόμοι θαρρείς απολιθωμένοι. Κον τοστάθηκε στο έμπα του σταθμού ν' ανασάνει.
Επιτέλους μια βδομάδα λευτεριάς. Πόσο την είχε ανάγκη τούτη τη φυγή η Μαρία. Το Λονδίνο, δίχως την αίσθηση της παρουσίας των νεκρών πια γέρων φίλων της έμοιαζε τόσο θλιβερό, θύμιζε τα καταθλιπτικά παραμύθια του Ντίκενς.
Προσπάθησε να προσανατολιστεί. Αριστερά της πρέπει νάταν η παλιά πόλη και το κάστρο.
Μεσ' απ' την ομίχλη και το πρώτο γκρίζο φως μόλις και διάκρινε κάποιο γοτθικό τόξο.
Δεξιά η νεώτερη πόλη κρυβόταν πίσω απ' τις μισοφωτισμένες βι τρίνες των πολυκαταστημάτων που απ' το Λονδίνο άπλωναν το πλοκάμια τους ως εδώ, στην καρδιά της Σκωτίας.
Σιγά σιγά άρχισε να περπατά στο πλατύ πεζοδρόμιο απ' τη μεριά της τάφρου, που σιωπηλή ανάδιδε την υγρασία του γκαζόν.
Κάθε λίγο γεροκτισμένα καθαρά ξύλινα παγκάκια πρόσμεναν να την ξεκουράσουν. Κάθισε σ' ένα απ' αυτά και χάιδεψε την επιγρα φή στην πλάτη του. Κάθε παγκάκι και μια επιγραφή.
Χαρισμένο από κάποιο περήφανο πολίτη στην όμορφη πατρίδα του.
- Ομορφη που πρέπει νάναι μια πόλη που τόσο αγαπιέται! συλλογί στηκε.
Στη γωνιά ακριβώς του δρόμου βρέθηκε μπρος σε μιαν εκκλησιά.
- Γοητευτική αναίδεια πούχουν αυτές οι γοτθικές εκκλησιές! συλλο γίστηκε. Θαρρείς και προκαλούν το Θεό, θαρρείς και τον εξαναγκά ζουν με την απειλή να μας συντρέξει.
Οι δικές μας εκκλησιές, όλο καμπύλες και παραδοχές, σκύβουν την κεφαλή κάτω απ' το βάρος τ' ουρανού, έχουν γυναίκια εγκαρ- τέρηση, ζητιανεύουν το θείο έλεος, δεν το απαιτούν.
Καημένε γούμενε! Πόσο φοβάμαι για σένα, που εγκαταλείφθηκες στα χέρια του Θεού!
Κουφός που μοιάζει ώρες ώρες ο Θεός! Κι εσύ, ασάλευτος, γονα τιστός, τον περιμένεις.
Δίπλα ακριβώς στην εκκλησιά, το παλιό νεκροταφείο, με το φυ λάκιο στη γωνιά του μαντρότοιχου πρόβαλε ξαφνικά στα μάτια της, όπως στις ταινίες φρίκης, τυλιγμένο σε πέπλα μυστηρίου.
φύλακας για τους πεθαμένους! Οχι μην αποδράσουν φυσικά, μα μήπως και τους κλέψουν.
Στο Εδιμβούργο γίνηκαν οι πρώτες νεκροτομές κι οι γιατροί, κά πως έπρεπε να προμηθεύονται τα πτώματα για το μάθημα της Ανα τομίας. Οι συγγενείς των θυμάτων ήταν φυσικό να μην είναι πρό θυμοι να διαθέσουν τους δικούς τους νεκρούς για την πρόοδο της επιστήμης, κι έτσι, για τον φόβο των τυμβωρύχων, που δούλευαν για την επιστήμη, πλήρωναν τους ταφοφύλακες σε χρήμα και ουί σκι. Πως ν' αντέξεις τις κρύες χειμωνιάτικες βραδιές παρέα με νε κρούς;
Τώρα πια, κανένα δε θάβουν στην Αγγλία. Παντού τα παλιά νε κροταφεία γίνονταν πάρκα.
Οι ταφόπετρες, όσες δε λύγισαν απ' το βάρος της ανθρώπινης α διαφορίας και το χρόνο, ξεριζώνονται. Οι πιο καλλιτεχνικές γίνον ται διακοσμητικά αντικείμενα. Οι άλλες θάβονται. Εχουν την τύχη των ανθρώπων, που κάποτε σημάδεψαν τα χνάρια τους προς την ανυπαρξία.
Τώρα, οι εγγλέζοι, οι μόνοι ίσως ευρωπαίοι, που διέθεταν νεκρο ταφείο για τα ζώα, δε διαθέτουν μήτε νεκροταφείο για τους ανθρώ πους. Με τα κρεματόρια γλυτώνει κανείς απ' τις φρικιαστικές διη γήσεις του Εντγκαρ Αλαν Πόε, κι απ' τις φρικιαστικώτερες εφαρμο γές τους στη γιατρική πρακτική.
Αλήθεια! Εδώ δεν ήτανε, σ' αυτή την πόλη, που για χατήρι της Ιατρικής οι τυμβωρύχοι προβιβάστηκαν σε δολοφόνους; Κάθε ιερός ζήλος, κάποτε κάποτε μπορεί να γίνει τόσο επικίνδυνος.
Ο δρόμος συνέχιζε ευθύς στον ουρανό που αχνοφώτιζε και τώ ρα, να, ξεκάθαρα διέκρινε στην κορφή του βράχου κρεμασμένο το κάστρο-παλάτι, το κάστρο-φυλακή ή και τα δυο μαζί τυλιγμένο στο φωτοστέφανο του πρώτου γλαυκού της μέρας. - Μυστήριο! συλλογίστηκε. Γενάρη μήνα, τόση ζέστη, τόσο γαλά ζιο πρωϊνό. Στο Λονδίνο ήταν τόσο κρύο! Ενα κρύο που διαπερ νούσε την καρδιά. Εδώ η ψύχρα της υγρασίας θαρρείς και σ' αγκα λιάζει προστατευτικά. Είναι τ' αγέρι της Σκωτίας.
Η πανσιόν που της είχαν κλείσει απ' το κολλέγιο ήταν ένα διώ ροφο καθαρό οίκημα.
Το δωμάτιο της μικρό μα χαρωπό στη λουλουδάτη ταπετσαρία, που σκέπαζε τους λεπτούς τοίχους, το παράθυρο μεγαλύτερο απ' την πόρτα, καγκελωτό, έβλεπε στην αυλή.
Η μέρα είχε πια ξυπνήσει. Δεν έβλεπε τη στιγμή ν' αρχίσει να την ψηλαφά. Δε χόρταινε ν' αντικρύζει, δε χόρταινε να οσμίζεται τον αγέρα της άγνωστης πολιτείας.
Συντροφιά με το χάρτη της βάλθηκε να σεργιανίζει την πόλη που αναδύθηκε πανώρια στη λιόχαρη κατακάθαρη μέρα.
Το μεσημέρι ξαφνικά ο καιρός άλλαξε. Ενας δαιμονισμένος αγέ ρας βούιζε κι ο ουρανός πλημμύρισε με σύννεφα βαρειά., Προσπά θησε ν' ανεβεί στο κάστρο, μα για κάθε της βήμα έπρεπε να παλεύ ει. Οι δρόμοι άδειοι, λες κι η πόλη της ανήκε ή ήταν στοιχιωμένη. Κι όμως, αυτή η μάχη τη δυνάμωνε. Αγαπούσε αυτή την άμιλλα με τ' άγνωστο, το θεϊκό, το φυσικό, το υπερφυσικό, όπως άλλοτε της ά ρεσε να εναντιώνεται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Η γεύση του κινδύνου! Οτι συνήθως δεν τολμούσε, ώρες ώρες γινόταν τόσο τυραγνικά απαιτητικό!
Ο αγέρας έζωνε το κάστρο, κατηφόριζε ορμητικά τους απότο μους βράχους, σφύριζε στις πολεμίστρες. Ανέβαινε τ' απότομα σκαλιά κρατώντας γερά τα σιδερένια κάγκελα. Ο ουρανός βαρύς κατέβαινε κι έγλυφε τους σκοτεινόχρωμους τοίχους.
Ο φρουρός δε τη σταμάτησε στην πύλη. Ηταν καλά κουρνιασμέ νος στο φυλάκιο του.
Η κοπέλλα στο ταμείο την κοίταξε μ' ύφος κουτό.
- Τι να γυρεύει εδώ, με τέτοιο διαολόκαιρο; θα σκέφτηκε.
Χώθηκε στην πύλη του κάστρου κι αμέσως ο αέρας βουβάθηκε, τα κτίρια ένα γύρω την προστάτευαν απ' την ορμή του. Μα τότε α κριβώς άρχισε να βρέχει. Λες κι όλα τα στοιχειά της φύσης πάλευαν να την προειδοποιήσουν για κάτι, να την πισωγυρίσουν, πριν γίνει τ' ανεπανόρθωτο. Μα κείνη, αψηφούσε τη φωνή του κόσμου, μπροστά στο κάλεσμα του ίδιου της του εαυτού.
- Γιατί τώρα; Γιατί σήμερα; Θάχεις κι αύριο καιρό και μεθαύριο. Η θέα δω πάνω, είναι τόσο όμορφη, σαν έχει καλοκαιριά! Γιατί διαλέ γεις τούτη την ώρα;
Στην κορφή του βράχου, το θαυματουργό εκκλησάκι της αγίας Μαργαρίτας, ίσα κι ίσα να στεγάσει την προσευχή ενός ανθρώπου, τ' αρχαιότερο κτίριο του βράχου και το πολυτιμώτερο για τους πι στούς.
Οι άλλοι χώροι, με τα μουσεία των στρατιωτικών στολών και τα λάβαρα, τις φυλακές και τις αίθουσες συνεδριάσεων πολύ λίγο με τρούσαν.
Για τη Μαρία, το μόνο που ενδιέφερε ήταν κείνο το μικρό παρά θυρο, που της έδειξαν με τόσην αγάπη από κάτω.
- Εκεί, εκείνη γέννησε το γιό της. Εκείνη, η βασίλισσα, η εκλεκτή, η Μαρία Στιούαρτ!
Ανέβηκε τα στενά σκαλιά με τα πορτραίτα στους τοίχους, μπήκε σ' ένα δωμάτιο σχεδόν άδειο. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε κάτω από κάθε της βήμα.
- Αυτή η μικρή πορτούλα κάτι μου θυμίζει, συλλογίστηκε η Μαρία.
Διστακτικά δρασκέλισε το κατώφλι της. Στηρίχτηκε στο περβάζι. Απέναντι της ακριβώς, μια άλλη Μαρία, την κοιτούσε τολμηρά, μες απ' το ποτραίτο. Δεν μπορούσε ν' αντισταθεί σ' αυτό το βλέμ μα. Η ψυχή της έλιωνε κάτω απ' την αποφασιστικότητα του.
- Θυμίσου, θυμίσου, άκουγε να της ψιθυρίζει μια φωνή.
Πισωπατώντας, τοίχο τοίχο έφθασε στο μικρό παράθυρο. Κάτω, τόξερε, χωρίς να το κοιτάξει, κρέμονταν το χάος.
- Από δω, φυγάδεψες το γιό σου, συνέχισε η φωνή. θυμίσου. Τον άντρα, τον εραστή, θυμίσου την καταδίκη, θυμίσου την εκδίκησή σου.
Γέλασε δυνατά.
- Η πορνεία μου νίκησε την παρθενία της. Απ' τη φύτρα μου γεννή θηκαν οι βασιλιάδες που διαδέχθηκαν την Ελισάβετ. Χάρη σε μένα ο βασιλιάς της Σκωτίας έγινε και βασιλιάς της Αγγλίας.
Η Μαρία έννοιωθε να ζαλίζεται...
Το κρεββάτι, όχι δεν υπάρχει στ' αλήθεια, το φαντάζεται! Τα ρούχα της. Δε φοράει πια παντελόνια. Νύχτωσε κιόλας;
Ενας πόνος αβάσταγος τη συγκλόνισε. Σωριάστηκε λιπόθυμη.
* * *
- Δεσποινίς... Τι σας συμβαίνει δεσποινίς;
Συνήλθε. Ηταν ξαπλωμένη σ' ένα ξύλινο πάγκο, ενώ πεντέξι φύ λακες έσκυβαν πάνω της ανήσυχοι. Ανασηκώθηκε αργά και κοίταξε τριγύρω της. Βρισκόταν σε κάποιο διάδρομο.
- Πέρασε, μουρμούρισε. Εφυγε...
- Είσθε καλά δεσποινίς; τη ρώτησε ο πιο γέρος.
- Ναι, μην ανησυχείτε διόλου. Είμαι περίφημα, αποκρίθηκε αποφα σιστικά και σηκώθηκε.
Της έκανε εντύπωση ο ήχος της φωνής της.
- Ευχαριστώ, συνέχισε. Μερσί, ξανάπε. Μερσί, στοχάστηκε με τρό μο. Μα δεν ξέρω γαλλικά. Η μήπως ξέρω;
Σκεφτόταν γαλλικά, ναι γαλλικά που δεν έμαθε ποτέ της, κι η φωνή της σα νάχε αποκτήσει σκωτσέζικη προφορά.
Περπατούσε περήφανα στα δρομάκια του κάστρου κι ο αγέρας κι η βροχή είχαν λουφάξει.
Δεν κρύωνε πια και δε φοβόταν. Λες κι ήταν κάποια άλλη, λες και δεν ήταν ο ίδιος της ο εαυτός.
Βγαίνοντας απ' την πύλη ο σκοπός στάθηκε προσοχή κι έπειτα την κοίταξε παράξενα, σαστισμένος κι αυτός απ' την ίδια του την πράξη.
Μ' αργά βήματα διέσχισε τη μεγάλη πλατεία του κάστρου και το κα νόνι βρόντησε σα νάταν κι όλας πέντε.
Μπροστά της ανοιγόταν ο μεγάλος δρόμος, που οδηγεί στην εκ κλησιά κι από κει στ' ανάκτορα. Λίγο πιο κει, έννοιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Μπήκε σε μια παλιά ταβέρνα. Την είχαν διατηρήσει στο παλιό στυλ, σκοτεινή με ξύλινα γυμνά τραπέζια, ξύλινους πάγκους κι ένα τραπέζι απ' όπου σερβιριζόσουν μόνος σου ζεστά ντόπια φαγητά, γλυκά, καφέ ή τσάι.
Ζήτησε μια σούπα και μια κούπα καφέ και κάθισε σ' ένα άδειο στενόμακρο τραπέζι.
Κρατούσε την κούπα με τα δυο της χέρια κοντά στο πρόσωπο της κι έννοιωθε την ανάσα του καφέ στο χνώτο της.
Ποτέ δεν έννοιωθε τόσο μόνη στ' ατέλειωτα χρόνια της μονα ξιάς της!
Και τότε τον είδε καθισμένο αντικρύ της, σ' αυτή τη χαμηλή τα πεινή ταβέρνα.
Τα μάτια του είχαν πάντα το ίδιο χρώμα , τα χείλη του την ίδια γεύ ση, τόνοιωθε πριν τον ακουμπήσει.
- Είστε από δω δεσποινίς; τη ρώτησε, κι αυτή, που πάντα ήταν τό σο δειλή με τους άντρες.
- Οχι, απ' την Ελλάδα, αποκρίθηκε θαρρετά. Με λένε Μαρία.
- Και μένα φίλιππο. Είμαι απ' τη Γαλλία.
Το χαμόγελο στα χείλη του τόχε ξαναδεί. Η ανάσα του μύριζε πορτοκάλι, έκλεινε τα μάτια και ξαναζούσε στιγμές πούχε γευτεί πλάι του.
Κι όμως τον γνώριζε απόψε για πρώτη φορά.
Σκεφτόταν παράλογα καθώς τον κοιτούσε.
«Σε γνώρισα ανάμεσα στ' όνειρο και την ελπίδα. Σύναξα την α πογοήτευση σταλαγματιά σταλαγματιά. Στηρίχτηκα στις έγνοιες που κυμάτισαν στο φέγγος των ματιών σου.
Χαμογελώ. Χαμογελώ στο πρόσωττό σου, καθώς απέναντι σε κα θρέφτη.
Η νύχτα ξέφτιζε σε σχήματα και χρώματα και συ ονειρευόσουν το ανέφικτο, το πάστρευες στις φούχτες σου. Ανάμεσα στα χέρια σου, καρύδι ο κόσμος, τριζοβολούσε κι έσπαζε για ν' ανατείλει ο εγ κέφαλος της απόλαυσης.
Να στηριχτώ στο μετακινούμενο αέναο πλήθος των λογισμών ή στης καρδιάς την καιόμενη βάτο;
Να εκταθώ! να εκτεθώ! Τετράφυλλοι ουρανοί σταυρώνονται στο κορμί μου.
Λάσπωσ' ο ήλιος, μάτωσ' η καθημερνότητα. Να λάμψω μέσ' απ' την επίγνωση της ματαιότητας.
Να λοιπόν, που τα σχολειά των αγέννητων παιδιών ξαναγυρνά με, ελπίζοντας στο δρόμο ν' απαντήσουμε τη στραγγαλισμένη μας ύπαρξη.
Χαμογελούμε με συγκατάβαση στα φωτισμένα παράθυρα, μετά το μεσονύχτι. Οργώνουμε τη σιωπή, χαρακώνουμε το φεγγάρι. Σταμάτα να σε πιάσω ουρανέ!
Γη, που κατρακυλάς και χύνεσαι, θα σπάσεις ανάμεσα στα δάκτυ- λά μου.
Απεραντοσύνη που φυλακίζεσαι στ' άδειο κουτί των υπογείων. Σφαλιχτά χαμόγελα, πώς ν' ανασάνετε;
Λειψές εμπειρίες τραυματίζονται στο φως του ανέφικτου. Χαμέ νες γιορτάδες πορεύονται στ' αστροφώς του καιρού. Εικόνες ανέκ φραστες καθρεφτίζονται στο απόψε, στο χθες, στο αύριο.
Λίγωσε χαμένους ήχους το χάδι σου. Αναστέναξε τ' αγέννητο βρέφος στη μήτρα μου.
Αγάπη, αγάπη. Η ύπαρξή σου είναι καθαρή παραφροσύνη!
Πώς λοιπόν τα λόγια να σε χρωματίσουν;»
Κι όμως, τη γνώριζε απόψε για πρώτη φορά. Αυτό το εύθραυστο κέρινο πρόσωπο, κάποτε, κάπου, τόχε ξανα δεί.
Αυτά τα λεπτοκαμωμένα χέρια, κάποτε τάχε ζεστάνει στις φού χτες του!
Αυτή η μυρουδιά του παλιού ξύλου ήταν τόσο γνώριμη! - φαντασιώσεις, συλλογίστηκε. Κοντεύω να ταυτιστώ με τους αρ χαιολογικούς χώρους.
Είναι παράλογη αυτή η αρχειολατρεία μου. Αναρωτιέμαι από πού μπορεί να πηγάζει!
Δεν είναι η προσήλωση του επιστήμονα στην έρευνα, είναι ένας έρωτας ακατανόητος, που μ' εμποδίζει να γευτώ το σήμερα. Το χθες μου φαίνεται πάντα πιο σημαντικό. Το σήμερα, το βλέπω α πλή επανάληψη του παρελθόντος.
Ισως το χρωστώ στη μάνα μου. Φοβάμαι, πως η ιστορία την αδί κησε. Χάθηκε τόσο νέα, παρανάλωμα της φωτιάς των ιδανικών της, κι όμως κανείς δεν φάνηκε να τ' αναγνωρίζει!
Τη Ζαν ντ' Αρκ, όλοι τη θυμούνται, την μάνα μου κανείς.
Ισως το χρωστώ στο βασανιστικό ορφανοτροφείο, που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια.
Ενα απ' τα ορφανά του πολέμου, ανώνυμος!
Η εκκλησία να κρατά γερά τα κλειδιά της ψυχής μας και να μας τρομοκρατεί με την αιωνιότητα, για να μας κρατά πειθήνιους σ' αυ τή τη ζωή. Κι όμως! Κάμποσοι συμμαθητές μου γίνανε παπάδες! Κι όμως, όλοι προοδεύσαμε στη ζωή!
Ισως οι δυσκολίες μας πείσμωναν. Θέλαμε να ξεπεράσουμε τα καλομαθημένα, καλοντυμένα, χορτάτα παιδιά, μεις, τα παιδιά του πολέμου, της πείνας, οι πιότεροι αγνώστου εθνικότητας, ίσως ε- βραιάκια, που επέζησαν, ίσως σπορές γερμανικές, ίσως ρώσσικες, ί σως ιταλικές, ίσως αμερικάνικες.
Παιδιά, άγνωστης ουσιαστικά ταυτότητας, τα πιο τυχερά μ' ένα γονιό ζωντανό , μα κι αυτόν ανάπηρο ή άνεργο ή στην φυλακή!
Τι φταίει για όλα αυτά; Πάντα αναρωτιόμουν.
Πού να βρεθεί καιρός για κορίτσια και για έρωτες!
Μόνο σαν πήρα το πτυχείο μου, κάτι συμφοιτητές μου πλούσιοι, ξεπληρώνοντας τη βοήθειά μου στις εξετάσεις, με παρέσυραν σ' έ να όργιο πολυτελείας, να ξεσπάσω μεθυσμένος την αντρίκια μου ορμή στα έμπειρα χέρια μαιτρέσας πολυτελείας.
Δεν άξιζε. Εγώ, που ήμουν ερωτευμένος με την Αφροδίτη της Μήλου, πώς μπορούσα να την απατήσω μ' οποιανδήποτε κοινή θνητή;
Ανέβηκα γρήγορα. Βιαζόμουν να φθάσω κάπου, απ' όπου το στίγμα της παιδικής μου ζωής δε θα ξεχωρίζει, στα ίδια μου τα μά τια.
Δεν ήταν δύσκολο, αν και είχα να παλέψω μ' ερπετά, που σέρ νονταν στα πόδια μου.
Δεν είχα τίποτε άλλο έξω απ' την επιστήμη μου. Με είπαν μονό- χνωτο, απολίτιστο, ακοινώνητο, βάρβαρο, όταν θέλησαν να με εν τάξουν στις κοσμικές τους συντροφιές κι εγώ αντιστάθηκα.
Μοναδική μου διασκέδαση, τα μοναχικά ταξίδια σε μουσεία κι αρ χαιολογικούς χώρους.
Οταν έγινα ο νεαρότερος καθηγητής πανεπιστημίου, απόκτησα ξάφνου καινούριο μπελά. Λες κι ήμουν σταρ του σινεμά, οι φοιτη- τριούλες με κοιτούσαν με λατρεία, όλα τα θηλυκά μ' ερωτευόντου- σαν κι εγώ το μόνο που κατόρθωνα να νοιώσω ήταν μια βαθύτατη περιφρόνηση, για την ουσία των ανθρώπων, που απ' τους συνα- θρώπους τους εκτιμούν μόνο το βερνίκι τους, γιατί λάμπει.
Και τώρα, να, σ' αυτή τη μαγική πολιτεία, μια άγνωστη γυναίκα, μου φαίνεται σημαντικότερη απ' ότι έζησα ως τώρα, συναρπαστι- κώτερη απ' όσα γνώρισα!
- Οάθελα ναρχόμουν στην Ελλάδα, της είπε ευγενικά. Στην Ελλάδα και το χορτάρι έχει κάποιαν ιστορία να μας πει.
- Αγαπάτε τα παραμύθια; τον ρώτησε.
- Με γοητεύουν οι μύθοι. Πήγατε στο Stonehedge;
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
- Εχω διαβάσει όμως ιστορίες φρίκης, που γέννησαν αυτές οι πέ- τρες.
- Είναι ακατανόητο! Σίγουρα όποιοι τις έστησαν έτσι κυκλικά, ήξε ραν πολλά πιότερα απ' όσα υποπτευόμαστε. Συνηθίσαμε να υπερε κτιμάμε τη λογική και τις σημερινές μας γνώσεις και ξεχνάμε πως μ' όσα κι αν μαθαίνουμε, δεν επεκτείνουμε παρά ελάχιστα τον κύκλο της γνώσης μας προς τ' άπειρο της άγνοιάς μας.
- Δηλαδή δεν πρέπει να μαθαίνουμε; ρώτησε η Μαρία.
- Θάλεγα να κρατάμε πάντα ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά μας στο κάθε νέο μήνυμα, να μην απορρίπτουμε τίποτε δίχως να το γνωρί σουμε, να μη δεχόμαστε καμιάν αλήθεια σαν αμετάκλητη, κανένα νόμο σαν τελεσίδικο.
«Τα πάντα ρει». Ετσι δεν έλεγε κάποιος παλιός σας πρόγονος;
- Τι σας έφερε στο Εδιμβούργο; ρώτησε η Μαρία.
- Μια φωνή μέσα μου, αν το πιστεύετε.
Ηξερα πως πρέπει νάθρω, δίχως να καταλαβαίνω το γιατί. Εμπιστεύομαι τις μυστικές μου παρορμήσεις, έστω κι αν μ' οδηγή σουν σε λαθεμένα μονοπάτια. Πιστεύω πως η λογική είναι πιο επι κίνδυνη από τη διαίσθηση. Η λογική υπακούει μόνο στους κανόνες της περιορισμένης εμπειρίας μας. Η διαίσθηση μας χαρίζεται με την πείρα αιώνων.
- Κι αν δε μπορείς να ξεχωρίσεις τα μηνύματα που σου στέλνει; Την κοίταξε γλυκά κι έπειτα άγγιξε απαλά το χέρι της.
- Δοκίμασες ποτέ; τη ρώτησε.
Η πόρτα άνοιξε κι ο παγωμένος αέρας έσπρωξε μέσα μια παρέα φασαριόζικη, που τάραξε τη γαλήνη της μισόφωτης ταβέρνας.
- φαντάσου, φαντάσου, έλεγε, ένας χοντρός κοκκινομάγουλος γέ ρος.
Αυτό το σπίτι είναι χτισμένο, πριν την ανακάλυψη της Αμερικής.
- Βλέπεις, Μαρία, τι λαθεμένη αντίληψη! Οι αμερικάνοι πιστεύουν, πως η Αμερική δεν υπήρξε πριν την καταστρέψουν οι λευκοί της ά ποικοι. Θεωρούν πως τελειότερο επίτευγμα απ' την Αμερική, δεν έ χει καταφέρει ο άνθρωπος και σέβονται πολύ ότι τους γυαλίσει και χρονολογείται, πριν απ' τη γέννηση του αμερικανικού θαύματος!
- Σ,σ,σ, του είπε η Μαρία. Θα σ' ακούσουν.
- Λες; είπε κείνος ειρωνικά. Τους ξέρω καλά. Δεν νοιάζονται. Μοιά ζουν με παραχαϊδεμένα παιδιά. Θέλουν να κερδίζει πάντα η ομάδα τους. Είναι ορμητικοί κι ανεύθυνοι.
Ξέρεις κι ο πατέρας μου ήταν αμερικανός.
Ηλθε τότε, με τον πόλεμο, να λευτερώσει την Ευρώπη απ' τους κακούς ευρωπαίους.
Παντρεύτηκε τη μάνα μου, στη γιορτή της απελευθέρωσης. Του είχε σώσει τη ζωή, όταν τον βρήκε λαβωμένο. Η μάνα μου ήταν γενναία! Από παιδούλα στην αντίσταση!
Κι όταν ο ενθουσιασμός ξεθύμανε, θυμήθηκε πως πέρα κει, στο υπερατλαντικό του σπιτικό οι γέροι του δε θα καλοδεχόντουσαν μια ξένη νύφη.
Την παράτησε μ' ένα Ίωρό την αγκαλιά. Δεν ξανακούσαμε για δαύτον.
Τον γνώρισα απ' τη φωτογραφία του. Λένε πως μούμοιαζε. Μι σούσα αυτή τη σκέψη. Αν μπορούσα, θα κατάστρεφα πάνω μου ότι του ανήκει!
Παιδιάστικα καμώματα... Συγνώμην Μαρία. Συνήθως δεν είμαι τόσο εκδηλωτικός!
- Τώρα όμως δεν είναι συνήθως. Ετσι δεν 'ίναι.
Την κοίταξε μ' απόλαυση.
- Μοιάζεις με την Αρτεμη, της είπε.
- Θα προτιμούσα την Αφροδίτη, τ' απάντησε. Ηταν η «καλλίστη».
Οι αμερικάνοι με τα παρδαλά ρούχα χαχάνιζαν. Ο αέρας ανακα τευόταν απ' τις ζωηρές τους κινήσεις. Μια βαρβαρότητα φτερούγι ζε ξεδιάντροπα στους θόλους.
- Πάμε, της είπε άξαφνα ο φίλιππος.
Ο βοριάς φυσούσε παγωμένος. Σφίχτηκε πάνω του για να ζεστα θεί.
Περπάτησαν στο παλιό πλακόστρωτο και τα βήματά τους αντη χούσαν παράξενα.
- Θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή θα σούρθει κατακέφαλα ένας κουβάς νερό. Το συνήθιζαν, ξέρεις να πετούν τα βρωμόνερά τους απ' το παράθυρο, κι όποιον πάρει η μπόρα.
Δεν ήταν και τόσο ιδανική εποχή, όπως τη ζωγραφίζει η φαντα σία μας!
Στάθηκαν κάτω απ' το πιο παλιό σπίτι του δρόμου. Στη γωνιά μια παλιά τοιχογραφία.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε για πρώτη φορά!
- Είσαι και η Αφροδίτη, της είπε.
Ξάφνου άρχισε να χιονίζει. Λάτρευε το φεγγερό ουρανό πού- σπερνε νιφάδες. Το κρύο παράλυσε. Απλώθηκε σιωπή!
Χοντρές χοντρές σαν τούφες μαλλιού, στεγνές οι νιφάδες χάι- δευαν τα πάντα, καθώς έπεφταν ανάλαφρες. Πότε πότε μια ριπή α γέρα τις στροβίλιζε και τότε κείνες χόρευαν χαρούμενες.
Το κινέζικο εστιατόριο ήταν άδειο τούτη την ώρα. Κουρτίνες από ψεύτικα κρύσταλλα κρέμονταν στη τζαμαρία κι αμέσως ο κόσμος έ μοιαζε σκηνικό. Οι άνθρωποι περπατούσαν θαρρείς κι έκαναν ακρο βατικά, τ' αυτοκίνητα αθόρυβα, σα να πατούσαν στις μύτες, γλι στρούσαν αφήνοντας χνώτο θαμπό, τα φώτα τους σαν προβολείς τόνιζαν τις καμπύλες των νιφάδων, που μια μια αυτοκτονούσαν στην άσφαλτο.
Μόλις κάθισαν στο στενάχωρο τραπέζι, τους άναψαν ένα κερί, κλεισμένο σε γυάλινο δοχείο, που σκορπούσε χρωματιστές σκιές στο χώρο.
Στους τοίχους εικόνες με δράκους και παγόδες, που υποπτευό σουν την παρουσία τους πιότερο παρά την έβλεπες.
Το γκαρσόνι ήταν σίγουρα κινέζος, αν και φορούσε κουστούμι σερβιτόρου με παπιόν.
Εκανε μιαν υποχρεωτικήν υπόκλιση και τους πρότεινε έναν κατά λογο γεμάτο κινέζικα ονόματα. Σοβαρά σοβαρά τον μελετούσαν, ενώ αυτός ολόρθος πάνωθέ τους, τους επιτηρούσε σιωπηλά.
Κι άξαφνα κι οι δυο μαζί, θαρρείς συμφωνημένοι, ξέσπασαν σε γέλια.
0 κινέζος δεν άφησε να φανεί η αποδοκιμασία του. Τι να περιμέ νει κανείς, από ανθρώπους, που πάνε να δειπνήσουν, με τζην, σε κέντρο πολυτελείας!
- Φέρτε ότι νομίζετε, είπε ο φίλιππος.
- Κάτι πολύ κινέζικο, συμπλήρωσε η Μαρία.
- Κρασί, Κίνας; ρώτησε μ' άψογο σεβασμό ο σερβιτόρος.
- Μα φυσικά! είπαν με μια φωνή.
- Ξέρετε να χρησιμοποιείτε τα ξυλάκια;
- Μα φυσικά! είπε ο Φίλιππος σοβαρά, και γνέφοντας στο γκαρσόνι πούσκυψε:
- Είμαστε κρυφοκιζένοι του ψιθύρησε συνωμοτικά.
Ο σερβιτόρος έκανε μιαν υπόκλιση γεμάτη σεβασμό κι απομα κρύνθηκε.
- Τι τούπες; ρώτησε η Μαρία.
- Κάτι πολύ κινέζικο... Τσε τσα κο. Ετσι δε λέγεται το σ' αγαπώ στα κινέζικα;
- Δε με συμφέρει. Οι κινέζοι μπορούσαν νάχουν πολλές γυναίκες. Ετσι δεν είναι κύριε αρχαιολόγε;
- Οχι τώρα πια, αγάπη μου.
- Οι κινέζοι πιστεύουν στη μετεμψύχωση. Ετσι δεν είναι; Δε φο βούνται το θάνατο. Είναι πέρασμα σε κάποια νέα ζωή. Κι εσύ κι ε γώ, δεν είμαστε τίποτε άλλο, παρά μάσκες του αιώνιου αρσενικού και θηλυκού.
- Ανοησίες! Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, γιατί θάταν απαραίτητο να ξαναγίνω άντρας;
- Δεν ξέρω φίλιππε, είπε διστακτικά η Μαρία. Απ' την πρώτη στιγ μή, έχω την αίσθηση, πως σε γνωρίζω από παλιά... Προτού ακόμη γεννηθώ.
- Κουτό! θα φταίει το κρασί!
- Φίλιππε, αλήθεια σου λέω... είπε μ' αγωνία η Μαρία. Νοιώθω ότι σ' έχω ξαναδεί.
- Είναι γιατί μ' αγάπησες, είπε σοβαρά ο Φίλιππος κλείνοντας τα χέ ρια της στις δυό του φούχτες.
- φίλιππε, Δεν έχω αγαπήσει άλλη φορά!
- Δεν έχω αγαπήσει άλλη γυναίκα, Μαρία. Πρώτη φορά νοιώθω έ τσι. Για μένα είναι σα να γεννιέται απόψε ο κόσμος...
Ο κινέζος καθόταν ακίνητος πάνω απ' τα κεφάλια τους. Μόλις σταμάτησαν απίθωσε στο τραπέζι τα πιάτα γεμάτα εξωτικά φαγη τά.
- Μη μου πεις, πως και τούτη τη γεύση, κάπου την έχεις ξαναδοκι μάσει! τη ρώτησε γελώντας ο Φίλιππος ενώ δοκίμαζε ένα πολύ κα- φτερό μείγμα ρυζιού με άγνωστης ταυτότητας αντικείμενα.
- Γιατί όχι; χαμογέλασε η Μαρία. Στα χρωματοσώματά μου, ίσως υ πάρχει κάποια κινέζικη ρίζα. Κλείνω τα μάτια και περπατώ στο Σινι κό τείχος. Τώρα κολυμπώ στο Κίτρινο ποτάμι. Είμαι η λάσπη που γονιμοποιεί τις πεδιάδες. Από μένα βγαίνει το ρύζι που τρως... Να, τώρα βρίσκομαι στο στομάχι σου. Σκέψου! Είμαι το ρύζι που τρως.
Την κοίταξε βαθειά στα μάτια.
- Είσαι ο αγέρας που αναπνέω, το αίμα, που περνά απ' την καρδιά μου. Είσαι το παρελθόν και το μέλλον μου.
Μαρία, δίχως εσένα δεν υπάρχω!
Βγήκαν αγκαλιασμένοι και ζεστοί στους άδειους δρόμους. Τα βή- ματά τους χάραζαν χνάρια στο αφράτο χιόνι.
Μπήκαν στο πρώτο ξενοδοχείο που βρέθηκε στο δρόμο τους.
Ηταν ένα αρχαίο βλοσυρό κτίριο με κόκκινα χαλιά, που βούλια ζαν σαν τα πατούσες.
Στο ανσασέρ είχε καγκελωτή σιδερόπορτα κι ο πορτιέρης φορού σε στολή.
Στο δωμάτιο, οι ντουλάπες είχαν καθρέφτες αντί για πόρτες και το κρεββάτι πανύψηλο είχε ροζ κουρτίνες κι ουρανό.
Μόλις έκλεισε η πόρτα η Μαρία έννοιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.
φοβόταν, φοβόταν τόσο αυτό τον άγνωστο άνδρα.
Την άρπαξε στην αγκαλιά του ορμητικά. Η οσμή του κορμιού του την ηρεμούσε, η ζεστασιά του τη γαλήνευε. Οπως αφήνεσαι στην αγκαλιά του ήλιου, όπως όταν κολυμπάς στη θάλασσα.
Εκλεισε τα μάτια κι έννοιωσε τα χείλη του. Δοκίμασε τη γεύση των χειλιών του.
Τα χέρια της ψηλαφούσαν την τραχύτητα του κορμιού του, τα χέρια του γεύονταν την απαλότητα της σάρκας της. Η ψυχή της τον γνώριζε, τον γνώριζε πολύ καλά.
Το κορμί της αναγνώριζε την κυριαρχία του.
Ανοιξε τα μάτια κι είδε το πλατύ του στήθος ν' αστράφτει σαν ά γαλμα εφήβου.
- Σου είπα ψέμματα, της μουρμούρισε. Κι εγώ σε ήξερα προτού να γεννηθώ. Μου ανήκεις. Μαρία, είσαι δική μου!
Την ίδια νύχτα κουρνιασμένη στην αγκαλιά του φίλιππου, η Μα ρία ονειρεύτηκε το γούμενο και ξύπνησε τρομαγμένη.
Της έγνεφε μες από πλοίο σκοτεινό, που βυθιζόταν. Κι όσο εκεί νη άπλωνε τα χέρια να τον φθάσει, τόσο εκείνος χανόταν κι έσβυ- νε.
Κοίταξε τον άντρα, που κοιμόταν ήσυχος πλάι της.
- Τι μας ενώνει, φίλιππε; στοχάστηκε.
Τι μας δένει, έξω απ' τα κορμιά μας και το μυστήριο, που μας κυ κλώνει;
Κάτι ένοιωσε να πετρώνει εντός της, να την πνίγει. Σκέφθηκε τη Φατμέ. Κι η Μαρία έτσι ένοιωθε. Μάτωνε ξεριζωμένη απ' την Ελ λάδα! Ολη η μαγεία του Εδιμβούργου της φάνηκε φριχτά κάλπικη. Δεν την αφορούσε, δεν της ανήκε.
Κάτι κραύγαζε μέσα της κι αυτό το κάτι, μιλούσε ελληνικά. Τρα γουδούσε ελληνικά:
«Τη γεύση της πατρίδας μου θυμάμαι πριν να γεννηθώ. Τους ήχους να μ' αγγίζουν χαϊδευτικά, προκλητικά.
- Ελα στον κόσμο της ομορφιάς! Ελα απ' το χάος στη δημιουργία! Σκίρτησα, χαμογέλασαν γοργόνες, που με παράστεκαν.
- Ελα στο φως και τον αγέρα να λουστείς, να γευτείς τους καρπούς του χώματος, στάρι, ελιά, κρασί κι αίμα.
Ελα να τραγουδήσεις. Ακου το φως, που σπαρταρά στα νερένια δόκανα! Πάλεψε για τη φούχτα το χώμα που ζεσταίνει το στήθος σου. Ακολούθα ματωμένες πορείες σε βουνοπλαγιές, κοιμήσου σε σπηλιές, σκαρφάλωσε σ' αετοράχες. Τρύγησε της πεδιάδας την α- παλότητα, κόψε ένα κομμάτι της καρδιάς σου και σπείρε το πέλαγο! Οργωσε την τραχειά γη και πότισε τη μ' αίμα κι ιδρώτα! Ασε το νου σου να πετά λεύτερα στα ξάστερα ουράνια.
Μη φοβάσαι. Σ' αυτή τη γη, ο ουρανός πάντα ξαστερεύει κι η βροχή είναι ευπρόσδεκτη, σαν δάκρυ ανακουφιστικό! Ρίζωσε βα θειά. Χτίσε κλαριά κι οπλίσου!
Μια παλάμη γης ο κλήρος σου, να τον τιμήσεις. Πέτα, Ηλθε η ώ ρα σου!
Ο παφλασμός τ' αφρού στο πρόσωπο μου το καυτό με ξύπνησε. Ξαναγεννήθηκα. Κι η γη μου πάντα τόσο ίδια! Αναστέναξα μ' ανα κούφιση. Ξανά στο σπιτικό μου!
Ο ουρανός άπλωνε ζεστούς γαλάζιους χειμάρους. Τα μάρμαρα εί χαν τη δροσεράδα νεανικού κορμιού, την αλμυρή γεύση του ιδρώ τα. Στο βάθρο γράμματα ελληνικά!
Θαρρείς κι ο Θεός πριν απ' τη δημιουργία ελληνικά μιλούσε».
Κοίταξε το παράθυρο. Το πρωί ξυπνούσε πλυμμυρισμένο μ' υπο σχέσεις.
Πέταξε από πάνω της τα στρωσίδια κι έτρεξε στο μπάνιο.
Το δροσερό νερό κυλούσε πάνω της, της έδιωχνε κάθε έγνοια. Νοητά παρακολουθούσε την πορεία της κάθε σταγόνας, που ανα πηδούσε στα μαλλιά, γλιστρούσε στο στήθος κι έπειτα χαλαρή πια, απ' τη ζέστα πούκλεβε απ' το κορμί της, πνιγόταν στον υπόνομο.
Τόχε αποφασίσει, θάφευγε πίσω στο Λονδίνο. Δίχως να τον ξα ναδεί. Δίχως να του εξηγήσει τίποτε.
Ο νους της στριφογυρνούσε τώρα στην κάρτα πούλαβε απ' τη μητριά της, μια κάρτα με χριστουγεννιάτικες ευχές και υστερόγρα φο:
«Ο Αριστοτέλης κι η Χριστίνα Γιώτα βρίσκονται στο Λονδίνο . - Καρκίνος». Ακολουθούσε η διεύθυνση.
Θυμήθηκε το συμπαθητικό ζευγάρι του καθηγητή και της γλυ- κειάς του γυναικούλας.
Πάντα απορούσε η Μαρία, πως έδεναν τούτοι οι ήμεροι άνθρω ποι στον υπεροπτικό κύκλο της μητριάς της.
Ηταν ξένοι. Δεν κατάγονταν απ' το νησί, μα είχαν ριζώσει στα χώματά του απ' τον πρώτο διορισμό του καθηγητή Γιώτα στο ε παρχιακό γυμνάσιο.
Ηταν χημικός και με το φουντωτό μαλλί του πάντα αχτένιστο, α πό μακρυά έμοιαζε σαν καρικατούρα του Αϊνστάιν. Κι έπρεπε νάχαν τα ίδια μυαλά, μιας κι ο κύριος Αριστοτέλης ήταν μόνιμα αφηρημέ νος την ώρα του μαθήματος.
Τον είχε κι η Μαρία κάποια χρονιά και πώς να ξεχάσει την καζού- ρα και τα γέλια των συμμαθητών της.
Εκείνος δεν θύμωνε ποτέ. Χαμογελούσε κάπως απόμακρα κι εξα κολουθούσε να τους μιλά για τύπους και στοιχεία με μια μεταφυσική έμπνευση, αδιάφορος στις σαίτες και τα στραγάλια που σφύριζαν γύρω απ' το κεφάλι του.
Δεν ήταν σκληρός εξεταστής κι η επιείκειά του εξαγρίωνε τους ταραξίες.
«Μου γεννούσε τον οίκτο» σκέφθηκε η Μαρία». Ισως μόνο σε μένα γεννούσε τον οίκτο.
Ηξερα πως ζούσε μόνο για τα πειράματά του. Η καημένη η κυρία Χριστίνα είχε διαθέσει το υπόγειο του σπιτιού τους για εργαστήριο κι ο φτωχός τους μισθός εξανεμιζόταν στην παραγγελία, όλο και νέων οργάνων κι αντιδραστήρων.
Εμοιαζε μ' αλχημιστή, που αναζητεί τη λυδία λίθο, μόλο που για τον κύριο Αριστοτέλη κανείς δεν ήξερε, με σιγουριά, να πει, ποιό ή ταν το ζητούμενο.
Στις κοσμικές εκδηλώσεις της μητριάς μου, το ζευγάρι έπαιζε πάντα τον ίδιο ρόλο. Ηταν οι γελωτοποιοί τη συντροφιάς. Η κυρία Χριστίνα όλο και κάτι είχε να διηγηθεί απ' τις αποτυχημένες πειρα ματικές εργασίες του συζύγου της.
Είχαν περάσει σχεδόν απ' όλα τα σπίτια του νησιού κι ήταν πλη γή για τους ιδιοκτήτες μιας και τα κτίρια κινδύνευαν ν' ανατινα χθούν από στιγμή σε στιγμή, κάτω απ' την ιερή μανία του πειραμα τιστή.
Μια φορά μάλιστα αντιμετώπισαν και την κατακραυγή του ό χλου, όταν μια θρησκόληπτη γριά που διέδιδε πως η Παναγιά κου βέντιαζε μαζί της στον ύπνο της, τον κατηγόρησε, πως, όπως η Πα ναγιά αυτοπροσώπως τη βεβαίωσε, ο μάγος καθηγητής ήταν εκ πρόσωπος του σατανά, κι ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούσε να τον ρί ξουν στην πυρά, να λυτρωθεί ο τόπος.
Κείνη την χρονιά αρρώστησαν τ' αμπέλια κι η ιστορία θάχα κακό τέλος, αν δεν τον έκρυβε κι αυτόν ο γούμενος κάτω απ' το αγγελι κό του ράσο.
Κανείς σ' ολάκερη την ανθρωπότητα, έξω απ' το γούμενο, δε θα μπορούσε να σταθεί ασπίδα για τον αφωσιωμένο ερευνητή.
Θυμάμαι, σα μέσα από σύννεφο τη σκηνή, ήμουν μικρή ακόμη.
Το πλήθος με την κυρα Βάσω μαινόμενη οδηγό, να κυνηγά τον καθηγητή, με πέτρες και βρισιές έξω απ' το σπίτι μας, όπου κλεισμέ νη η κυρά Χριστίνα έκλαιγε μ' αναφυλλητά και προσευχόταν. Και ξάφνου, απ' την πόρτα μας να βγαίνει ο γούμενος, ν' απλώνει τα χέρια του φτερά, να κλείνει στην αγκαλιά του τον αλαφιασμένο κα θηγητή κι έπειτα, δίχως μιλιά, να σαϊτεύει ένα γύρω με τη ματιά του και σαν μαγεία, ο κόσμος να μερεύει, να λουφάζει, να συνάζεται γύ ρω του και ρίχνοντας τις πέτρες, ένας ένας ν' ασπάζεται το χέρι, που αγκαλιάζει τον ασεβή μάγο.
Τέτοιαν υποταγή, μόνο στον Ανδροκλή με τα λιοντάρια είχα ξα νασυναντήσει.
Η λογική χάραξε ξανά στα σκοτισμένα μυαλά, που μπόρεσαν να διακρίνουν, πίσω απ' τον εκπρόσωπο του σατανά, τον καλωσυνά- το άνθρωπο, τον μαγεμένο απ' την επιστήμη του.
Από τότε, ο κύριος Αριστοτέλης βάλθηκε να πειραματίζεται έτσι που να βοηθά το γούμενο. Αυτός, με τρόπο μαγικό εμφάνισε κάτω απ' τον ασβέστη τις παλιές τοιχογραφίες, αυτός σφούγγισε το πέ ρασμα του χρόνου πάνω απ' τις εικόνες και μας τις παράδωσε ολο καίνουριες, στην αρχαιότητά τους, αυτός ευλογούσε το μοναστη ριακό κρασί, έτσι που να γίνεται το καλύτερο σ' όλο το νησί, κάθε χρονιά.
Η ιερή μανία του κύλησε σ' ένα δρόμο προσφοράς, χάρη ξανά στο γούμενο, κι ο κύριος Αριστοτέλης εντάχθηκε ξανά στην αν θρώπινη ράτσα.
Και τώρα, νάτον, αυτός, που και στην Αθήνα φοβόταν να πάει, στο μακρινό Λονδίνο, μέρες γιορτάσιμες, άρρωστος, μιαν ανάσα πριν το τέλος».
Ντύθηκε αμίλητη. Τον κοίταξε θωπευτικά. Ηταν τόσο όμορφος στη γαλήνη του ύπνου! Χάραξε δυο λέξεις στο χαρτί και τ' άφησε στο μαξιλάρι πλάι του.
«Ακολουθώ τη διαίσθησή μου».
Οι δρόμοι ακόμη αδειανοί, μα γιορτινοί, τα πρώτα μαγαζιά δειλά μισάνοιγαν. Χάμω ψιλό χίονάκι κρουσταλλιασμένο, ίσα να σ' εμπο δίζει να βαδίσεις.
Στο τρένο ουρά, σαν κάθε πρωινό στα εκδοτήρια.
Ανθρωποι κάθε εθνικότητας. Ινδοί με σαρίκια και πλεγμένα σε κοτσίδες μακρυά γένια, εβραίοι με καπέλλα, νέοι προκλητικά ατημέ λητοι.
Μπήκε στο πρώτο βαγόνι. Τώρα πια σιχαινόταν αυτούς τους αν θρώπους. Τον τρόπο που ακουμπούσαν τα λασπωμένα πόδια τους στο απέναντι κάθισμα, τα λερά τους ρούχα, τους αγροίκους τρό πους τους. Τόσους αιώνες βάρβαροι! Κυριάρχησαν τον κόσμο, μα δεν κατάφεραν να εκπολιτίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Παριστάνουν τους δημοκράτες κι όμως είναι ρατσιστές. Παντού κλειστά κλαμπς. Σχολειά για πατρικίους και πληβείους και στην κορ φή για σύμβολο-σημαία τους, μια βασίλισσα, που εκθέτει τα εσώ ρουχα και τα διαμαντικά της για να εισπράξει κάτι πιότερο απ' όσα ρουφά απ' το λαό με τη φορολογία.
Και τούτοι, φλεγματικοί, αδιαμαρτύρητα ανέχονται τα πάντα μπρος στο μπαμπούλα της ανεργίας και το δράκο της κουμουνιστι- κής απειλής.
Ηταν μεσημέρι πια, όταν έφθασε στο Λονδίνο.
Το σπίτι που έμενε το ζεύγος Γιώτα, ήταν σ' απόσταση αναπνοής απ' το νοσοκομείο. Ολα τα γύρω κτίρια είχαν νοικιασμένα δωμάτια γι αρρώστους μετανάστες. Απέξω δείχναν γιορτινά με τους κηπά- κους και τα πλατειά παράθυρα. Μέσα ήταν στενάχωρα. Στενή από τομη σκάλα, στο κάθε πλατύσκαλο κοινό μπάνιο κι ένα γύρω δωμά τια, που στέγαζαν ανθρώπινες δυστυχίες. Με τι χαρά την έσφιξαν στην αγκαλιά τους!
- Σας έφερα λίγα ζουμπούλια, τους είπε δειλά. Θυμίζουν την πατρί δα.
Το δωμάτιο, δυο βήματα όλο κι όλο, πού να χωρέσει τις ελπίδες τους; Στο μικρό τραπέζι όλοι ένα γύρω. Εκείνη έπρεπε να κάθεται στο κρεββάτι. Δεν είχαν άλλη καρέκλα.
Μια κουζινίτσα στη γωνιά κι η τηλεόραση κατάχαμα, μιας και πρωτύτερα θρονιαζόταν στο τραπέζι.
- Συγνώμη, κυρά μου. Δεν είναι και το φαί καλό!
- Μα τι λέτε τώρα; Περίφημο! είπε η Μαρία μουδιασμένα, ενώ με τρόμο μετρούσε την απόσταση που χώριζε τούτο το λιγνό τρομαγ μένο άντρα, με το καμμένο απ' τις ακτινοβολίες πρόσωπο, απ' τον αφηρημένο, μα γοητευτικό καθηγητή της.
- Νάξερες Μαρία μου, τι τραβάω! συνέχισε η γυναίκα του. Τι ξοδεύ ουμε για να ψωνίσω, ότι πεθυμήσει, μήπως και του ανοίξει η όρεξη! Τι του μαγειρεύω! Μα βλέπεις σ' αυτή τη καμαρούλα ζούμε κι όλα ε δώ μυρίζουν, όλα του κόβουν την όρεξη.
Ο Αριστοτέλης τους κοίταγε με τα τεντωμένα απ' τον πόνο μά τια. Προσπαθούσε να τους ακούει, οι ακτινοβολίες του κατάστρε φαν σιγά σιγά την ακοή!
- Τι να κάνω αγάπη μου; μουρμούρισε απολογητικά. Μήπως κι εγώ θέλω να σε βασανίζω; Μήπως θέλω, νάμαι έτσι ιδιότροπος; μα α φού δεν μπορώ, σου λέω. Ολα μ' αηδιάζουν. Ολα βρωμάνε εδώ, ό λα σιχαμένα. Κι αφού, με βλέπεις, το γάλα δεν μπορώ να καταπιώ, πώς θες να πιω τη σούπα;
- Εχεις δίκιο. Ναι, έχεις δίκιο, είπε η Χριστίνα. Μα κι εγώ τι να κάνω;
Κουράστηκα πια! συμπλήρωσε μ' απόγνωση και ξέσπασε σε κλά ματα.
Η Μαρία τάχασε. Τι μπορούσε να πει; Πώς να τους παρηγορήσει, αυτή, που η ζωή ξεχείλιζε πάνω της; Εννοιωθε κιόλας τύψεις.
- Περαστικά, ψέλλισε. Οταν είναι περαστικά, όλα ξεχνιούνται.
- Ξυπνώ τις νύχτες, συνέχισε αυτός, θαρρείς μονολογώντας.
Πόσο απελπίζομαι, σα βλέπω σκοτάδι τριγύρω και δε μπορώ να κοιμηθώ! Παίρνω υπνωτικά, μα πια τα συνήθισα. Δε με πιάνουν.
Μετρώ τις στιγμές. Ατέλειωτος πούναι ο χρόνος σα θες τον σπρώ ξεις! ... Θα πεθάνω, εδώ, στα ξένα. Αυτό με τρομάζει πιο πολύ! Μή πως πεθάνω μακρυά απ' την πατρίδα!
Πόσο άλλαξα, παιδί μου. Η επιστήμη μου πια, μου φαίνεται ξένη. Δε με παρηγορεί.
Ζητώ την επαφή μου με τους ανθρώπους. Κουράστηκα να κυνη γώ τύπους κι εξισώσεις. Λυπάμαι που ξόδεψα όλη τη ζωή μου πλάι τους. Είμαι αποτυχημένος!
Ονειρευόμουν κάτι σπουδαίο ν' ανακαλύψω. Ημουν πολύ εγωι στής. Ελπιζα νάμαι ο καλύτερος για να θαμπώσω τους συνανθρώ πους μου κι έτσι έχασα την ευκαιρία να τους πλησιάσω.
- Μα όλοι σας αγαπούσαν, διαμαρτυρήθηκε αδύναμα η Μαρία. Ολοι σας αγαπούν, διόρθωσε.
- Κανείς δε θα με θυμάται σαν πεθάνω, είπε πικρά ο Αριστοτέλης.
- Πάψε, ούρλιαξε ανάμεσα στους λυγμούς της η γυναίκα του.
- Μα πάλι, λέω, συνέχισε εκείνος. Εδώ δε είναι σαν την Ελλάδα! Ε δώ έχουν πιο ανθρωπιά οι γιατροί. Να φανταστείς, σ' αυτό τον κα θηγητή που πηγαίνω, αν και περιμένουν ουρά οι πελάτες «ότι θέλε τε» μου λέει και μου τα εξηγεί με τόσην υπομονή! Οχι σαν τους δι κούς μας... Δε λέω. Αμέσως έκαναν τη διάγνωση. «Νεόπλασμα», μου είπαν, «Πρέπει αμέσως να εγχειριστείς!»
- Πώς χριστιανέ μου; του απάντησα. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μπαμ, σαν κεραυνός, απαιτείς να δεχθώ πως έχω τέτοιο πράγμα; κι αμέσως να κάνω εγχείρηση, δίχως να μου εξηγήσεις τι και πώς;
Εδώ είναι αλλοιώτικα.
«Γιατρέ μου», ρώτησα «Τι θα γενώ; Εχω ελπίδες:» «Ακούστε κύριε», μου απάντησε ευγενικά. «Η περίπτωσή σας έ χει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Γιαυτό και σας κρατώ εδώ. Αλ λοιώτικα θα σας έστελνα στο σπίτι σας». Ετσι, τώρα ξέρω.
Το χέρι του έτρεμε, καθώς κρατούσε το κεφάλι του. Το κρανίο του γυάλιζε κάτω απ' τα μαλλιά, πούχαν αραιώσει απ' τη θεραπεία.
- Σε λίγο θ' αναγκαστεί, να φορέσει περούκα, σκέφτηκε πικρά η Μαρία.
- Μπράβο αγάπη μου, είπε με ψεύτικο ενθουσιασμό η γυναίκα του. Α! Μαρία, πρέπει να μας έρχεσαι συχνά. Ποτέ σαν είμαστε μόνοι
δεν τρώει τόσο! Τώρα, με την κουβέντα, ξεχάστηκε. Μπράβο αγά πη μου. Λίγο ζουμάκι ακόμη;
- Μη νοιάζεσαι, γυναίκα. Μόλις βρεθούμε σπίτι μας, θα δεις τι όρεξη θάχω! Ξέρεις, πόσο νοστάλγησα κείνο το ταβερνάκι της γειτονιάς μας, με τον κηπάκο! Τι μεζεκλήκια! Τι κρασί! Αραγε θα ξαναβρεθώ ποτέ πίσω;
- Πάλι τα ίδια; τον διάκοψε η Χριστίνα. Δεν αλλάζουμε, λέω γω κουβέντα, να πούμε και κάτι ευχάριστο;
- Για θυμίσου τα τραπέζια, που κάναμε σπίτι μας! Δεν ήταν τόσο πλούσια, όπως στο σπίτι σου, Μαρία, όμως θυμάσαι τι καλή μαγεί- ρισα ήταν η Χριστίνα μου;
Η Μαρία βιάστηκε να συμφωνήσει.
- Εφαγες μουσακά απ' τα χεράκια της; Γαλακτομπούρεκο; Να γλύ φεις τα δάκτυλά σου!
- Η πεθερά μου μ' έμαθε να μαγειρεύω, είπε νοσταλγικά εκείνη. Σαν παντρευτήκαμε, δεν ήξερα τίποτε. Ημουν τόσο μικρή! Κι η μάνα του ήταν υπόδειγμα νοικοκυράς. Οχι, ποτέ μου δεν τα κατάφερα τόσο καλά όσο εκείνη. Είναι τα δάκτυλα! Ετσι δεν λένε; Που νοστι μίζουν το φαί;
Εκείνος μόρφασε απ' τον πόνο. Πήρε νερό κι έκανε γαργάρα στο λαιμό του.
- Νάσουν μπροστά σε εγγλέζους και νάκανες έτσι... παρατήρησε η Χριστίνα.
- Δεν είμαι μπροστά σε εγγλέζους και δεν μπορώ, θύμωσε απότομα ο Αριστοτέλης. Το στόμα μου καίει, Δεν καταλαβαίνεις;
- Να σκεφθείς, συνέχισε η Χριστίνα με προσποιητή ευθυμία. Δε βά ζουν ούτε οδοντογλυφίδες στο τραπέζι τους. Αυτές τις πήραμε από ένα φαρμακείο! Τις είδαμε στη βιτρίνα και τις δείξαμε.
- Ξέρεις τι έπαθε τις προάλλες η, Χριστίνα; διέκοψε πρόσχαρα ο Α ριστοτέλης. Πήρε καπνιστό κρέας και το μαγείρεψε!
- Κι έπειτα; γέλασε εκείνη τρισευτυχισμένη, που η μελαγχολία δια λύθηκε. Ηταν νόστιμο. Πού θες να το καταλάβω; Μου φάνηκε ωμό. Και τι πανάκριβο!
- Ολα πανάκριβα είναι εδώ. Και το νοσοκομείο κι οι γιατροί και το σπίτι! Ξέρεις η Χριστίνα ξεπούλησε την προίκα της για να με φέρει εδώ κι ο κόσμος στο νησί, πολύ βοήθησε,ο γούμενος τους ξεσήκω σε. Ας τον έχει ο Θεός καλά! αν ο Θεός υπάρχει!...
Μα τι να κάνεις; Αν είναι για την υγεία του κανείς δεν τσιγκου νεύεται.
- Πρώτα μας φιλοξένησαν κάτι ξαδέλφια, είπε η Χριστίνα. Τους εί χαμε κι εμείς φιλοξενήσει στο νησί κάμποσα καλοκαίρια, κι όλο μας έλεγαν «ελάτε κι ελάτε» κι όλο το αναβάλαμε. Ξέρεις, αληθινά πο τέ δεν αγαπούσαμε τα ταξίδια, μα τώρα ήταν τυχερό...
Ενα σπίτι!!! Παλάτι. Το δωμάτιο μας μεγάλο με ντουλάπι, που ά νοιγε κι ήταν από μέσα νιπτήρας και το παράθυρο να βλέπει σ' ένα μεγάλο κήπο! Το πρωί το γκαζόν ήταν πάντα κρουσταλιασμένο. Μα ήταν μακρυά. Ξοδεύαμε τόσα για εισιτήρια πήγαινέλα στο νο σοκομείο. Κι έπειτα... πεινούσαμε.
Πώς τρώνε εδώ, αυτοί οι ευλογημένοι; Ενα κοτοπουλάκι, μια σταλιά, δυο μέρες το μαγείρευαν. Αράδιαζαν μπροστά σου καμμιά δεκαριά ασημένια πιάτα, με μια μπουκιά φαί στο καθένα. Και τι φαί! Αηδίες. Ωμά μπιζέλια, χαζές σαλάτες και το τυρί στο τέλος! μετά το φρούτο! Να μη μπορείς να φας σαν άνθρωπος!
Ετσι βολευτήκαμε εδώ. Δεν είναι βέβαια σα στο σπίτι μας, μα τουλάχιστον είμαστε δυο βήματα απ' το νοσοκομείο κι όλο έλληνες μένουν εδώ, όλοι άρρωστοι, κι ο ένας βοηθά τον άλλο στην ανάγ κη.
Τα βράδια μαζευόμαστε, παίζουμε κανένα χαρτάκι, τους ετοιμά ζω κάνα μεζεδάκι, έτσι, να το γιορτάσουμε, να ξεχαστούμε! Αυτή η ρημάδα η τηλεόρασή τους, όλο μπλα μπλα είναι, πως να ξεφύγεις; Πώς να προλάβεις το αύριο;
Η Μαρία έψαχνε κάτι να τους πει, κάτι αστείο, κάτι καινούργιο, για τα μαγαζιά, για τους αστείους τύπους με τα κόκκινα αλογίσια μαλλιά που κυκλοφορούν στους δρόμους, για τα μουσεία, για τα πάρκα, για το φίλιππο, για όσα δεν καταλάβαινε, για όσα της χάρι ζαν ελπίδες.
Θυμήθηκε το γούμενο και το μοναστήρι, τον αγέρα που δεν παύ ει να φυσά εκεί ψηλά, τον κόσμο που μπαινόβγαινε στο μουσείο τους.
- Νομίζω, τους είπε, πως το μουσείο του μοναστηριού είναι ότι πιο πολύτιμο έχουμε στο νησί μας.
Ο καθηγητής κούνησε το κεφάλι κι είπε σοβαρά.
- Χάρη σ' αυτό, πιστεύω, πως δεν πήγε η ζωή μου ολότελα χαμένη. Βλέπεις, παιδιά δεν έχουμε, η επιστήμη με πρόδωσε. Τι θ' απολο γηθώ στο Θεό, για τις μέρες που μου χάρισε;
- Εμένα δε με λογαριάζεις; βούρκωσε ξανά η γυναίκα του. Ας με ρω τήσει εμένα ο Θεός! και γυρνώντας στη Μαρία:
- Μ' έκανε ευτυχισμένη. Ξέρεις πολλές γυναίκες, που να μπορούν να βεβαιώσουν κάτι τέτοιο για τους άντρες τους;
Ο καθηγητής της άδραξε το χέρι, τόσφιξε στις τρεμάμενες χού φτες του.
- Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ, καλή μου, μουρμούρισε κι έπειτα βια στικά σηκώθηκε να κρύψει τα δάκρυα που ξεχείλιζαν στα μάτια του, μπρος στ' ανοιχτό παράθυρο.
- Κοιτάχτε λιακάδα! είπε σε λίγο γιορτάσιμα. Μη σε κρατάμε άλλο Μαρία. Πού θα τον ξαναβρείς τέτοιο καιρό;
- Να μας ξανάρθεις, είπε η Χριστίνα θερμά, καθώς την αποχαιρε τούσε.
- Θα ξανάρθω, βεβαίωσε η Μαρία. Πού αλλού μπορώ να μιλώ τη γλώσσα μου; συμπλήρωσε γελώντας.
Ο καιρός ήταν λαμπρός, αλλά ψυχρός. Αφησε τα πόδια της να κατευθύνουν άσκοπα στους άδειους κυριακάτικους δρόμους, στα πάρκα, όπου έτρεχαν ή σεργιανούσαν οι Λονδρέζοι. Το μυαλό της κενό κι η καρδιά της βαρειά.
Ξάφνου έννοιωσε αβάσταγη κούραση και κάθισε σ' ένα παγκάκι. Η υγρασία την περόνιασε, σήκωσε το γιακά του παλτού της κι έχω σε τα χέρια στις τσέπες της. Ο ήλιος έγερνε.
- Κιόλας! απόρησε.
Φίλιππε... Φίλιππε, ψιθύρισε και τα δάκρυα θόλωσαν τη ματιά της. Πως γίνεται να σ' αγαπώ τόσο πολύ, ενώ σε ξέρω τόσο λίγο!
Ποιά είμαι; Πού πορεύομαι; Πού ανήκω; Η μισή μου καρδιά ανήκει στο φίλιππο, στην Ευρώπη, είναι διεθνής κι άχρονη κι η άλλη μισή, σα στρείδι ριζώνει γερά στη ράτσα μου, στο νησί μ ου, στη γλώσσα μου, στο γούμενο, στον ετοιμοθάνατο πατριώτη μου.
Θάθελα να του τα προσφέρω όλα. Νοιώθω πως του ανήκω, πως μου ανήκει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω λογικά. Είμαστε ένα, κι όμως ταυτόχρονα μένω εγώ, ξένη, μακρυά του.
Απ' την πρώτη στιγμή πίστεψα πως μήτε κι ο θάνατος δε μπορεί να μας χωρίσει κι όμως να, που η ίδια η φωνή του αίματος μου με τραβά προς το χώμα, που μου εμπιστεύτηκε η βραχοντυμένη χώρα μου.
Φίλιππε... Φίλιππε... Πώς τρέμω, μη σε χάσω! Είχε νυχτώσει όταν έφθασε υπνοβατώντας θαρρείς, στην είσοδο του κολλεγίου.
Κι εκεί, τον είδε καθισμένο στα σκαλιά, κουκουλωμένο ως τη μύτη κι υγρό, σαν να βγήκε απ' το μπάνιο. Εμεινε ασάλευτη να τον κοιτά, λες κι έβλεπε φάντασμα.
- Είδες διαίσθηση; της είπε γελαστά. Σε βρήκα.
Στο μισόφωτο το πρόσωπο του, της φάνηκε πως έφεγγε. Χώθηκε στην αγκαλιά του κι έννοιωσε τη ζεστασιά του να την κυκλώνει σε φωτερούς κύκλους ευτυχίας.
- Η μόνη στιγμή, που νοιώθω σωστά τοποθετημένη στον κόσμο, συλλογίστηκε. Στην αγκαλιά του!
- Πάμε κάπου για φαί; της είπε. Ξεπάγιασα.
- Τι θα πουν; είπε δείχνοντάς του κατά το σκυθρωπό κτίριο του κολλεγίου.
- Ξέχνα τους γι' απόψε, της είπε εύθυμα. Εχουμε σοβαρότερα να συζητήσουμε. Ετσι δεν είναι;
Το εστιατόριο ήταν άδειο, αλλά ζεστό. Είχε μισοσκόταδο. Κάθισαν πλάι πλάι, κάτω από ένα πάνινο αμπαζούρ, που φώτιζε αποκλειστικά το πρόσωπό τους.
Παράγγειλαν μπριζόλες. Δε μιλούσαν, μόνο κοιτιόντουσαν στα μάτια. Τα χέρια τους, σφιχτοπλεγμένα σχοινιά.
- Σ' αγαπώ, της είπε γλυκά.
- Ως πού θα μ' ακολουθούσες; τον ρώτησε.
- Ως τον θάνατο, της απάντησε κοιτώντας τη στα μάτια. Και πέρ' απ' αυτόν.
- Δε χρειάζεται να φθάνεις ως εκεί, του απάντησε χαμηλώνοντας τα μάτια. Θέλω να γίνεις έλληνας, πρέπει να γίνεις έλληνας του είπε μ' αγωνία.
- Μα είμαι έλληνας της βεβαίωσε χαρούμενα. Είμαι ο Ορφέας κι είσαι η Ευρυδίκη μου. Είμαι σίγουρος πως ξέρω να μιλώ ελληνικά... Τουλάχιστον όταν ονειρεύομαι... έστω στα χρωματοσώματά μου...
Ηλθαν οι μπριζόλες κι ένας περιστρεφόμενος δίσκος με λογιών λογιών ζουμιά, πράσινα λαμπερά, ρουμπινιά, καφέ ή μαύρα. Η Μα ρία έβαλε στο πιάτο της μια κουταλιά απ' όλα. Ο Φίλιππος γέλασε.
- Πως φαίνεται πως βιάζεσαι να δοκιμάσεις τα πάντα στη ζωή σου!
- Σε ποιά ζωή; τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον κατάματα.
- Στην αιώνια ζωή σου μαζί μου, της είπε.
Δεν μου ξεφεύγεις Μαρία. Ποτέ δεν θα ξεφύγεις απ' τα δίχτυα της αγάπης μου. Το ξέρεις... Το ξέρεις καλά. Ενα δάκρυ της πότισε τη ρουμπινιά σάλτσα.
- Τι κρίμα που δεν σερβίρουν κρασί, εδώ τέτοιαν ώρα! του είπε. Α πόψε θέλω να μεθύσω.
* * *
Παντρεύτηκαν πολιτικά, δίχως κανένα καλεσμένο. Η νύφη φο ρούσε ένα μαύρο φόρεμα κι ένα μαργαριταρένιο κολλιέ σφιχτοδε μένο στο λαιμό σαν αγχόνη.
Ο δήμαρχος τους κοίταξε μυστήρια. Τον μπέρδευε το χαμόγελο και τα βουρκωμένα μάτια της. Κι όμως δεν δυσκολεύτηκε να πει, πως ναι, τον θέλει πράγματι αυτό το γάμο.
Παραστάτες στέκονταν μια μελαψή καλλονή με σάρι και μια ελ ληνίδα μικροαστή, που μήτε ένα εγγλέζικο ναι ή όχ ι δεν κατώρθω- νε ν' αρθρώσει.
- Δίχως να περγελάσουμε καμιά μας πίστη, είπε η Μαρία μόλις υπό γραψαν.
Η φατμέ τη φίλησε δακρυσμένη κι απόθεσε στο χέρι της ένα φανταχτερό πετράδι.
- Είναι απ' την πατρίδα μου, της είπε. Λένε πως φέρνει τύχη, ίσως... ευτυχία.
Επειτα την αγκάλιασε η Χριστίνα και την έσφιξε ώρα πολλή στην αγκαλιά της.
- Δεν έχω τίποτε πια κορίτσι μου να σου χαρίσω, ψιθύρισε μέσ' από δάκρυα.
Κι εκείνος είναι μέσα, πια, Δε μου μιλά, Μήτε μ' ακούει. Ας είναι η ώρα η ευλογημένη μουρμούρισε σταυρώνοντάς τους. Κι ας μην τα πιστεύετε αυτά εσείς οι νέοι, τώρα.
- Μα και βέβαια τα πιστεύουμε της είπε χαρούμενα η Μαρία. Δεν είναι έτσι, φίλιππε;
* * *
Ηταν στην εκκλησία στον όρθο ακόμη, που τους πρωταντίκρυσε ο γούμενος κι έννοιωσε κάτι να τον τραντάζει συθέμελα.
Εκείνος ψηλός, ξανθός σαν αρχάγγελος της Αποκάλυψης κι αυτή γλυκειά, ολόιδια, όπως τη θυμόταν. Μόνο που κάτι στο βλέμμα της αστραποβολούσε, κάτι στο χαμόγελό της σε μάγευε. Στο έμπα τους στην εκκλησιά, ξημέρωσε. Ως κι ο Παρθένιος απ' το ψαλτικό από μεινε με τον ήχο μετέωρο. Κάθισαν σε μια γωνιά πλάι πλάι. Η λει τουργία κυλούσε γάργαρο νερό.
Σαν τέλεψε, σίμωσαν να πάρουν αντίδωρο.
- Μαρία, παιδί μου, της είπε συγκινημένος. Μεγάλωσες, ωρίμασες.
Κρατούσε ανάμεσα στις γεροντικές του χούφτες, το τρυφερό της χέρι. Τόννοιωθε απαλό σαν περιστέρι έτοιμο ν' ανοίξει φτερά.
- Παπούλη, ο φίλιππος, είπε τότε η Μαρία.
Ο ξένος κοίταξε το γέρο παπά με τα μάτια του στο χρώμα του δει λινού, να διαπερνούν του κορμιού τα βάρη, θαρρείς και με μια ματιά βυθομετρούσε την ίδια του την ψυχή. Ο γέρο παπάς τρόμαξε. Τους παρέσυρε στην αυλή. Στον καθαρό ουρανό, κάτω απ' τον ήλιο κά θε μαγεία λύνεται. Ομως ο ξένος ήταν εκεί, αμίλητος, και σκεφτι κός, μια παρουσία έτοιμη θαρρείς να εξαϋλωθεί, κι αυτά τα μάτια, ό χι δεν είναι της Μαρίας, που γνώριζε από μωρό παιδί. Είναι τα μάτια κάποιας άλλης, ίσως τα μάτια της Αρετής, ίσως τα μάτια της Σο φίας, ίσως τα μάτια της Αφροδίτης ή κάποιας λάμιας ή γοργόνας. Αρμέγουν άπληστα το φως και το στραγγίζουν στη γη. Μια λάμψη τους τυλίγει, κάτι σαν φωτοστέφανο. Παιδιά φωτεινά, που ήλθαν, απ' τη σκοτεινή τη χώρα, πόσο ανταριάζουν την ψυχή του γέρου, τη θωρακισμένη απ' την πίστη!
- Θα μας μείνετε για φαγητό; είπε στο τέλος. Ο,τι μας βρίσκεται!
- Κείνο το βράδυ, είπε άξαφνα η Μαρία, ήλθατε στ' όνειρο μου.
- Κείνο το βράδυ;
- Στο φονικό εκείνης της παράξενης γριάς... Τόμαθα έπειτα... Κι έ πειτα όλα αυτά με τον δεσπότη!
- Εκλεισα το μουσείο, βλέπεις. Θυμάσαι με τι χαρά το φτιάχναμε; Ολα γύρισαν πίσω, στην ασφάλεια της φυλακής, στο υπόγειο.
- Το υπόγειο! Ηταν παράδεισος για μένα και τον Δημήτρη!
Κάτι είπε εγγλέζικα στο φίλιππο και γέλασαν.
- Του είπα, εξήγησε στο γούμενο, τι έγινε, σα βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά στο οστεοφυλάκιο.
- Δεν είναι αστείο! είπε ο γούμενος σοβαρά.
- Τώρα πια, είναι, του είπε αινιγματικά η Μαρία.
Κάθισαν στο τραπέζι, ο γούμενος στην κορφή κι η Μαρία δεξιά κι ο ξένος ζερβά του, ο Παρθένιος να διακονεί.
- Γέρασες, Παρθένιε, του είπε η Μαρία.
- Ναι, δε βλέπω καλά, όμως εσάς σας γνώρισα. Θα σας γνώριζα και με κλειστά μάτια.
- Σ' αγαπούσε πάντα ο Παρθένιος, Μαρία, είπε ο γούμενος.
- Ναι, μας αγαπούσε είπε εκείνη σκεφτικά.
Σηκώθηκαν για προσευχή. Ο γούμενος ευλόγησε το φαί και το κρασί τους.
- Σαν το μυστικό Δείπνο, είπε άξαφνα ο γούμενος.
- Οχι, σαν τη φιλοξενία του Αβραάμ, είπε η Μαρία.
Ο γούμενος, στιγμή με τη στιγμή, σιγουρευόταν πιότερο, μα έπρεπε να παίξει ως το τέλος.
- Δεν είδα ως τώρα άγγελο, μουρμούρισε. Πίστευα πως ο Θεός μιλάει στην ψυχή, πως αδιαφορεί για το κορμί μας.
0 ξένος γέλασε αινιγματικά. Τα χέρια του, τόσο λευκά, θαρρείς διάφανα, άγγιζαν το ψωμί απαλά σα νάτανε μπαμπάκι.
- Υπάρχει το κορμί μας, γούμενε; ρώτησε γλυκά η Μαρία.
Ο γέρος είπε πικρά, πολύ πικρά, δείχνοντας τα κοκκαλιασμένα χέρια του.
- Το βλέπεις; Με βαραίνει, με πονά, με σφιχτοδένει στη γη. Δε γίνεται να τ' αποχωριστώ. Φοβάμαι, πως δίχως αυτό, μήτε κι εγώ θα υπάρχω. Εγώ, ο γούμενος, αυτός που γνώρισες, αυτός που κι εγώ γνωρίζω.
Φοβάμαι το Θεό, τη λησμονιά που μας χαρίζει η απέραντη αγάπη του. Χρωστώ ακόμη στους ανθρώπους. Αν φύγει τούτο το κορμί, ποιός θα μαρτυρήσει για όσα γνώρισα;
Η Μαρία τον κοίταξε χαμογελώντας γαλήνια.
- Εμείς, του είπε σοβαρά.
- Μα σεις, μα συ, κόρη μου δεν ξέρεις. Στ' αλήθεια τι ξέρεις εσύ απ' τη ζωή μου; Τι μπορείς να καταλάβεις εσύ, ένα κοριτσόπουλο απ' την αγωνία ενός τυραγνισμένου μοναχού; Απ' το βάσανο του άντρα, απ' όσα έζησε ένας άλλος άνθρωπος;
Τότε ο ξένος τον άγγιξε ελαφρά με το λευκό του χέρι. Ο γούμενος ανατρίχιασε.
Το χέρι του δεν είχε βάρος, δεν είχε θέρμη, δεν είχε υλική υπόσταση.
Τα μάτια του τον διαπερνούσαν κι ο γούμενος μπορούσε μες απ' τα μάτια του ξένου να δαναδεί όλη την ιστορία της ζωής του.
Η Μαρία του άγγιξε το άλλο χέρι, τρυφερά. Το χέρι της ήταν ζεστό και τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
- Στο υπόσχομαι, παπούλη. Κανείς δε θα ξεχάσει, κανείς δε θα σε ξεχάσει.
Ο γούμενος έννοιωσε ξαφνικά να πλυμμυρίζει φως και γαλήνη. Ο ξένος κι η Μαρία χαμογελούσαν.
- Θεέ μου... Θεέ μου... ψιθύρισε πριν σωριαστεί πάνω στο τραπέζι.
Ο Παρθένιος ακούγοντας τον κρότο απ' τα γυαλικά που θρυματί στηκαν έτρεξε, όσο πιο γρήγορα τον πήγαιναν τα γέρικα ποδάρια του. Βρήκε το γούμενο νεκρό πάνω τραπέζι μ' ένα χαμόγελο ευδαιμονίας ζωγραφισμένο στο ήμερο πρόσωπό του. Η Μαρία κι ο ξένος είχαν γίνει άφαντοι.
Ο Παρθένιος ξάπλωσε με τρεμάμενα χέρια το νεκρό του γούμενου στον καναπέ. Κάθισε πλάι του και ξέσπασε στο κλάμα σαν απαρηγόρητο παιδί.
Γιαυτόν δε βρισκόταν χέρι σπλαχνικό να του σκουπίσει τα δάκρυα, να τον κανακέψει στην αγκαλιά του. Ο Παρθένιος είχε χάσει τον πατέρα του. Μαζί του κι ολόκληρο το νησί.
Επειτα, σαν το θυμήθηκε σκαρφάλωσε βιαστικά με τα τρεμάμενα πόδια του στο καμπαναριό κι άρχισε να σημαίνει πένθιμα τις καμπάνες, ενώ τα δάκρυα δεν έλεγαν να στερέψουν απ' της καρδιάς του τα ποτάμια.
* * #
Την ίδια στιγμή, στο παγερό Λονδίνο, η Μαρία κι ο Φίλιππος σωματικά παραστεκόντουσαν στο κατευόδιο του Αριστοτέλη.
Ο γραφικός καθηγητής μήνες τώρα κρατιόταν στη ζωή με τεχνητά μέσα. Μια μηχανή έσπρωχνε την καρδιά του να δουλεύει, με ηλεκτρικά κύματα, μια άλλη ανάγκαζε τα πνευμόνια του ν' αναπνέουν, απ' τα χέρια του οροί αντικαθιστούσαν την τροφή, απ' την κύ στη του ένας σωλήνας δεχόταν τα υγρά που του περίσσευαν.
- Φυτό, είπαν οι γιατροί στην κυρία Χριστίνα. Είναι δική σας η απόφαση. Εσείς θα μας πήτε να θέλετε ν' αποσυνδέσουμε το μηχάνημα. Ο εγκέφαλος είναι νεκρός. Δεν έχει ελπίδες. Ομως δεν μπορούμε ν' αναλάβουμε τέτοιαν ευθύνη. Σε σας απόκειται.
Ποιόν να συμβουλευτεί η καημένη η κυρία Χριστίνα, στην ξένη πόλη; Ποιόν έξω απ' τη Μαρία;
Ο Φίλιππος ανάλαβε να μελετήσει κάτι εκθέματα στο βρετανικό μουσείο, για χάρη του πανεπιστημίου του μέχρι να τελειώσει η Μα ρία το κολλέγιο, κι είχαν εγκατασταθεί σ' ένα χαρούμενο σπιτάκι κοντά στο κέντρο του Λονδίνου.
Ετρεξαν αμέσως κοντά της σαν τους τηλεφώνησε.
Η κυρία Χριστίνα είχε απομείνει σκιά του εαυτού της τις τελευ ταίες βδομάδες.
- Τον βλέπω να λιώνει σαν κερί, έλεγε κλαίγοντας στη Μαρία. Μα τι να κάνω; Ηθελε τόσο να πεθάνει στην πατρίδα μας! Αλλά πάλι, τώρα, τι σημασία έχει; Είναι νεκρός,... Δε μιλά.. Δε με γνωρίζει... Δεν καταλαβαίνει τίποτε... Γιατί δε μου τόπαν πιο νωρίς; Θα φεύγαμε. Ηθελα να πεθάνει σαν άνθρωπος. Με το κεφάλι ψηλά...
Ακαρδοι γιατροί... Πώς να τ' αποφασίσω; Με τι καρδιά;
Πώς θα τ' αντέξω, μια ζωή να το συλλογιέμαι;
Ας πέθαινα κι εγώ... Τι να την κάνω τη ζωή μακριά του;
Ο Φίλιππος την κοιτούσε πονετικά, μαντεύοντας απ' την εικόνα το δράμα που παιζόταν.
Η Μαρία την κρατούσε στην αγκαλιά της, την παρηγορούσε με λέξεις γλυκιές, με χάδια μητρικά, σα νάταν παιδάκι. - Τι να κάνω; Τι να κάνω; παραμιλούσε η Χριστίνα.
Η Μαρία κάρφωσε το βλέμμα της στα μάτια του φίλιππου. Απ' αυτόν αντλούσε όλη τη δύναμη της ζωής.
«Αν κάποτε, ξάφνου, τον έχανα...» συλλογίστηκε κι η καρδιά της σταμάτησε πετρωμένη απ' τον τρόμο. Δε θα μπορούσα τίποτε πια να προσφέρω. Δίχως τον φίλιππο, είμαι γυμνή κι αδύναμη σ' ένα αφιλόξενο κόσμο...
Θα δεχόμουν να κρατήσω το κορμί του Φίλιππου, γυμνό απ' την ψυχή του;
Ω, ναι, θα το κρατούσα στη ζωή με νύχια και με δόντια.
Το κορμί μας, μας σφιχτοπλέει. Οσο υπάρχει αυτό, υπάρχει κι η ελπίδα.
Μ' αν τόβλεπα να λειώνει και να χάνεται; Αν έφταν' η στιγμή που πια δεν τ' αναγνώριζα;
Θάφτιαχνα και γω, σαν κείνον το βοσκό της Βολιβίας φλογέρα απ' τα κόκκαλα τ' αγαπημένου μου, να διαλαλώ τον έρωτά μου στους αιώνες;
Μα πάλι, ποιά σχέση υπάρχει ανάμεσα στο «φυτό» που στεγάζε ται στο κρεββάτι του νοσοκομείου και στον ονειροπαρμένο κύριο Αριστοτέλη;
Και πως μπορείς να δώσεις συμβουλή πάνω σε τέτοιο θέμα;
* * *
Πήγαν μαζί κι οι τρεις τους στο νοσοκομείο για τελευταία φορά.
Ο διάδρομος τους φάνηκε ατέλειωτος κι η μυρωδιά τόσο πένθι μη!...
Είδαν το νεκροζώντανο πλάσμα μες απ' το παράθυρο. Κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει, για τον κίνδυνο των μικροβίων. Μηχανή ματα με οθόνες τηλεοράσεων σχημάτιζαν μυστήρια, γοητευτικά στην ακρίβεια τους, σχήματα, ενώ φωτάκια αναβόσβηναν γιορτινά.
Ο γιατρός τους χαιρέτησε ευγενικά. Τα μάτια του ρωτούσαν πριν από τα χείλη του.
- Ξέρετε, οι θάλαμοι εντατικής παρακολούθησης είναι τόσο λίγοι, κι οι άρρωστοι που τους χρειάζονται πραγματικά τόσο πολλοί... είπε με απολογητικό τόνο.
Είναι κρίμα να διατηρούμε τεχνητά στη ζωή χαμένες υποθέσεις. Ομως το θέμα είναι νομικό. Δεν έχουμε ακόμη το δικαίωμα ν' απο φασίζουμε την ευθανασία μιας τέτοιας χαμένης περίπτωσης.
Μιλούσε εγγλέζικα. Απευθυνόταν στο φίλιππο. Η Μαρία μετά φρασε στη Χριστίνα, που άπληστα κοιτούσε το πρόσωπο του ξέ νου γιατρού, λες και μόνο πίσω απ' αυτό μπορούσε να βρει την λύ ση...
- Εντάξει, είπε στο τέλος χαμηλώνοντας τα μάτια. Ας δοκιμάσουμε. Αν θέλει ο Θεός, μπορεί και να ξυπνήσει κι ο δικός του οργανισμός. Ετσι δεν είναι; ρώτησε και κρέμασε το βλέμμα της στα χείλια του γιατρού.
Εκείνος είχε κιόλας στραφεί στην αδελφή, που τον περίμενε. Α πλώς της ένευσε και εκείνη έκλεισε κάτι διακόπτες αμίλητη.
Η Χριστίνα έτρεξε στο παράθυρο του θαλάμου, και κόλλησε τη μύτη της στο τζάμι!
Πρόσμενε πως θα κινηθεί, πως θα σπαρταρήσει σαν το ψάρι, που το βγάζουν απ' το νερό.
Σαν τα πουλερικά, που σφάζουν στο κοτέτσι. Ομως τίποτε... Το κορμί το δεμένο με τις μηχανές έμεινε άψυχο κι ακίνητο σαν κέρινο.
Τότε η Χριστίνα όρμησε στην πόρτα κι έπεσε πάνω του, τον τράνταζε, του μιλούσε, χάιδευε τα χέρια του, τα κεντημένα απ' τις βελόνες.
- Συγχώρα με, συγχώρα με μουρμούραγε. Νόμιζα πως θαρχόσουν στη ζωή. Ελπιζα πως θα σε κρατούσα κοντά μου. Συγχώρα με που βιάστηκα. Συγχώρα με, που δεν άντεξα πιο πολύ.
Την απομάκρυναν με κόπο.
- Μεσογειακή ιδιοσυγκρασία! άκουσαν τη νοσοκόμα να σχολιάζει. Θάπρεπε να τόχει πάρει απόφαση. Τόσον καιρό!
Τη σωρό του την έκαψαν σε κρεματόριο. Ηταν η συμφερότερη οικονομικά λύση.
Τη στάχτη του την τοποθέτησαν σ' ένα χαριτωμένο βαζάκι, που θα μπορούσε να περιέχει και γλυκό.
Η κυρία Χριστίνα το έσφιγγε στην αγκαλιά της περιμένοντας στο αεροδρόμιο.
- Θα μείνετε στο νησί; ρώτησε η Μαρία.
- Είναι πολύ στενάχωρο πια για μένα της είπε η Χριστίνα. Λέω να πάω στην Αθήνα. Κάπου θα βολευτώ...
- Εγραψα στον πατέρα μου. Αν χρειαστήτε κάτι... οτιδήποτε...
- Θάχω τη σύνταξη. Θα επιζήσω. Δυστυχώς θα επιζήσω.
- Οπου νάναι, θάρθουμε και μεις... Για πάντα, ελπίζω. Μη χαθούμε.
Την φίλησαν στο χώρισμα πριν απ' τον έλεγχο των διαβατηρίων. Το αεροδρόμιο σκοτώνει τη συγκίνηση του αποχωρισμού. Δεν κουνάς το μαντήλι, δε βλέπεις αυτόν που φεύγει, έχεις την ψευδαί σθηση πως η απόσταση είναι μια ουτοπία, πως χωρίζει μόνο ο λε πτός κοντός τοίχος που οδηγεί στην επιβίβαση.
Θαρρείς κι εκεί σταματάνε όλες οι διαδρομές. Σ' αυτό τον τοίχο που μοιάζει χάρτινος.
Κρεμμάστηκε στο μπράτσο του φίλιππου και τον κοίταξε στα μά τια.
- Σ' ευχαριστώ, του είπε.
- Γιατί; τη ρώτησε γελαστά.
- Μα, γιατί υπάρχεις, πλάι μου.
Κείνο το βράδι ερωτεύτηκαν ξανά και ξανά, λες και πάλευαν μέσ' απ' τον έρωτα να πιστέψουν πως η ζωή τους ανήκε και πως μπο ρούσαν να την κρατήσουν για πάντα.
Σίμωνε πια καλοκαίρι, όταν η Μαρία έλαβε γράμμα απ' τον πατέ ρα της που την πληροφορούσε πως μετά τον θάνατο του γούμε- νου, το μοναστήρι το παράλαβε τελεσίδικα η αρχαιολογική υπηρε σία για να το διαμορφώσει σε μουσείο, κι ας το μετάνοιωσε ο δεσπότης, και πάλευε να το πάρει πίσω. Οι καιροί άλλαξαν. Ποιός υ πολογίζει τους παπάδες;
«Ενήργησα τα δέοντα κι όλοι ευχαρίστως απεδέχθησαν την πρό- τασίν μου, δια τον διορισμόν του συζύγου σου, ως διευθυντού, εάν βεβαίως το επιθυμείτε.
Γνωρίζω, ότι δια τον σύζυγόν σου αυτή η θέσις είναι αναξία των τίτλων του.
Ομως, παιδί μου, σε παρακαλώ να προσπαθήσεις να τον πείσεις, να σας έχω κοντά μου.
Ελπίζω κι εσύ, να μη μου κρατάς κακία για κείνο τον ανόητο θυμό μου.
Ο γούμενος φαίνεται, ήταν άγιος άνθρωπος. Ολοι το λένε. Κι ε γώ, παιδί μου, που τότε τον κατηγόρησα...
Θα με κάνετε πολύ ευτυχισμένο, αν έλθετε κοντά μας. Ο αδελ φός σου, δε λέει να νοικοκυρευτεί κι η μοναδική μου ελπίδα να δω εγγονάκι είσαι σύ.
Σε παρακαλώ θερμά, έλα κοντά στο γέρο πατέρα σου». Η Μαρία απόμεινε σκεφτική για μια στιγμή κι έπειτα πετάχτηκε κι άρχισε να στροβιλίζεται τραγουδώντας.
- Τι έγινε; ρώτησε ο Φίλιππος απ' το γραφείο του.
- φεύγουμε για την Ελλάδα, του φώναξε κι έπεσε στην αγκαλιά του.
* * *
Η σιδερόπορτα έτριξε βαρειά, καθώς ο Παρθένιος άνοιγε για να περάσουν.
- Ποιός; ποιός; ρωτούσε με αγωνία ψάχνοντας με τα χέρια να βρει το δρόμο του ως την εκκλησιά.
- Παρθένιε, δε με θυμάσαι; Είμαι η Μαρία, είπε κείνη γλυκά κι ο γέ ρος πέτρωσε.
Τούπιασε και τα δυο ροζιασμένα χέρια του στις μικρές της φού χτες κι η ζεστασιά της τον γαλήνευε.
- φοβήθηκα... ψέλισε. Νόμισα πως ήλθατε για μένα.
- Μα για σένα ήλθαμε κουτεντέ, γέλασε ο γέρο Σεβαστός. Τον α φήσαμε εδώ από λύπηση. Κάτι σα φύλακα, να πούμε, τους εξήγη σε. Σεις θ' αποφασίσετε για το προσωπικό. Η διαταγή το λέει ξεκά θαρα. Εν λευκώ, θ' αποφασίσετε. Τι διάολο! Ο γαμπρός μου! Με τόσα πτυχεία! Καθηγητής!
Ο Φίλιππος κοιτούσε ερευνητικά τους σιωπηλούς μυστικούς δια δρόμους, τη σκοτεινή εκκλησιά. Η ερήμωση φώναζε από μακρυά. Τα τυφλά μάτια του Παρθένιου δε μπορούσαν να φωτίσουν αυτή την εγκατάλειψη.
Τόχε ξαναρίξει στο πιοτό, τα χέρια του έτρεμαν. Περπατούσε τοίχο τοίχο και παραμιλούσε προσευχές. Τους οδήγησε στο νεκρο ταφείο της μονής. Στον τάφο του γούμενου φρέσκα λουλούδια ευ- ωδίαζαν γοητευτικά και το καντήλι πεντακάθαρο λαμποκοπούσε.
Η Μαρία γονάτισε, ακούμπησε την παλάμη της στο κρύο μάρμα ρο, και ξέσπασε σε κλάμα.
Ο Φίλιππος την άδραξε απ' τους ώμους. Εννοιωσε την ζωή να ξε χειλίζει απ' το γαλάζιο ουρανό και μες από τα χέρια του να πλυμμυ- ρίζει ορμητικά το σώμα της.
- Ηταν χαρούμενος, είπε ο τυφλός καλόγερος. Χάρηκε που σας ξα νάδε πριν...
- Μην τον ακούτε, πετάχτηκ' ο Σεβαστός. Ο φουκαράς παλάβωσε
σαν πέθανε ο γούμενος. Να φανταστείς Μαρία, κάθεται και διηγεί ται, πως συ και ένας ξένος είσασταν εδώ την μέρα που πέθανε ο γούμενος.
- Μα ήτανε, επέμεινε ο γέρος. Ησασταν; Δεν ήσασταν;
0 Φίλιππος και η Μαρία κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι και δεν απάν τησαν.
- Μα και βέβαια ήταν Παρθένιε, είπε ο Σεβαστός χτυπώντας τον χαϊδευτικά στην πλάτη.
Επειτα τούχωσε στο χέρι κάποιο χαρτονόμισμα,
- Για την ψυχή της γυναίκας μου, του είπε κι ο καλόγερος βιαστικά τόχωσε στην τσέπη.
- Και του γούμενου, συμπλήρωσε.
Κοιτάχτε, θέα! είπε ο Σεβαστός μόλις βγήκαν απ' την αυλή. Αν γίνει εδώ το μουσείο, θα μπορούμε ν' ανταγωνιστούμε τ' άλλα νη σιά στον τουρισμό, γιατί δε σας κρύβω, πως τώρα που όλοι ξύπνη σαν, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Οι ξένοι γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί κι οι χωριάτες όλο και πιο άπληστοι. Πάνε οι πα λιοί καλοί καιροί! Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε, αλλοιώς... πά ει, μας πήρε η κάτω βόλτα.
Η Μαρία κι ο Φίλιππος δεν του απαντούσαν. Χέρι χέρι κοιτούσαν το νησί που κολυμπούσε σαν καρυδότσουφλο στην απέραντη θά λασσα, κάτω απ' τον καυτό ήλιο.
Το νησί είχε ζήσει τόσους αιώνες και θα ζούσε ακόμη κι όταν ο τουρισμός θάχε πεθάνει. Οι μνήμες των ανθρώπων, που κούρνια ζαν στη σκιά, τρεμόπαιζαν ανυπόμονες να βγουν στ' άπλετο φως. Κι ο Φίλιππος κι η Μαρία τ' άκουγαν, όπως ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου. Η γης βογγούσε έτοιμη να λευτερώσει τα μυστικά της στις γενιές. Τα βήματα της Ιστορίας έκαναν το έδαφος κάτω απ' τα πόδια τους να τρέμει.
Ηξεραν πια τον προορισμό τους σ' αυτή τη φλούδα γης. Κι η ψυχή τους έτρεμε σαν τ' ανυπόμονο πουλάρι, τώρα, πούφθασε η μεγάλη ώρα της πραγμάτωσης του σκοπού τους.
* * *
Ο Φίλιππος κι η Μαρία εγκαταστάθηκαν στ' αρχοντικό της Αρετής. Ηταν το γαμήλιο δώρο του γέρο Σεβαστού στην κόρη του. Το είχε αναπαλαιώσει με σεβασμό και το σπίτι αναδείχθηκε όμορφο σαν καινούργιο κι αρχοντικό σαν αιώνιο.
Ηταν γραφτό, στο σπίτι που δεν φώλιασε ο έρωτας του γούμε- νου να κουρνιάσει ο έρωτας της Μαρίας.
Η Μαρία δεν μπόρεσε να κρύψει τα δάκρυα της συγκίνησης της απ' την απρόσμενη έκπληξη.
Σ' ευχαριστώ, πατέρα, ψιθύρισε πέφτοντας στην αγκαλιά του. Ποτέ δεν υποψιαζόμουν πόσο με καταλάβαινες!
Ε, μα ήταν φυσικό! καμάρωνε ο πατέρας της. Νιόπαντρο ζευγάρι! Πού θα μένατε; Κοντά στους γέρους;
Ο Φίλιππος κι η Μαρία σαν παιδιά χαιρόντουσαν με την κάθε ανακάλυψη στο κάθε δωμάτιο. Τα πάντα ήταν στολισμένα με συγκινητική φροντίδα, απ' τις χαρούμενες κουρτίνες, ως τα λουλούδια στ' ανθογιάλι. Στην είσοδο της κουζίνας, σαν εστιακή θεότητα στεκόταν γελαστή η Κρουστάλλω. Η Μαρία χώθηκε στην αγκαλιά της.
Τόξερα, τόξερα πως είχες βάλει το χεράκι σου και συ, της είπε χαϊδευτικά.
Η Κρουστάλλω είχε παχύνει και το πρόσωπο της, ακόμη όμορφο, μα είχε πάρει μια γαλήνια λάμψη.
Θα μείνεις κοντά μου Κρουστάλλω; ρώτησε μ' αγωνία η Μαρία.
Οσο ζω, είπε στωικά η γυναίκα. Λες ν' άφηνα κανέναν άλλο να μεγαλώσει τα παιδιά σου;
* * *
Το γιορτινό κείνο μεσημέρι έφαγαν όλοι επίσημα στο πατρικό της Μαρίας. Η κυρία Χρυσάνθη είχε βάλει όλα της τα δυνατά να πετύχει ένα γεύμα εφάμιλλο της ευρωπαϊκής φινέτσας, μα ο άντρας της τα χάλαγε με τον αυθορμητισμό του.
Πάρε γαμπρούλη μου κι άλλο κομμάτι. Μήπως προτιμάς τ' αμελέτητα;
Ο φίλιππος, που καταλάβαινε πια αρκετά καλά τα ελληνικά διασκέδαζε με την προσπάθεια όλων να συννενοηθούν μαζί του μ' ένα συνοθύλεμα από λέξεις πεντέξι γλωσσών κι όλο κοιτούσε γελαστά τη Μαρία πούμοιαζε να πετά τρισευτυχισμένη ανάμεσα στα πράγματα, που τόσο αγαπούσε.
Ο Δημήτρης; Πατέρα, που είναι ο Δημήτρης; ρώτησε πια σαν απόφαγαν.
Η κυρία Χρυσάνθη ξερόβηξε ανήσυχα, ενώ ο πατέρας της απότομα μελαγχόλησε.
Θα τον δεις κι αυτόν παιδί μου, είπε συλλογισμένα.
Οταν τ' αποφασίσει, συμπλήρωσε με θλίψη. Η Μαρία κι ο Φίλιππος κοιτάχτηκαν αμήχανα.
Λίγο γλυκάκι; Καφέ; πρότεινε η κυρία Χρυσάνθη κι όλοι σηκώθηκαν απ' το τραπέζι.
Κείνη την ώρα ακούστηκαν κορναρίσματα στο δρόμο και φασαρία από καυγάδες και γέλια.
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο κι εμφανίστηκε ο Δημήτρης μουσκεμένος λερό ιδρώτα, λιγνός κι αξύριστος, με ρούχα ανακατεμένα και βλέμμα θολό. Μόλις τους είδε κοντοστάθηκε, στηρίχτηκε σ' ένα έπιπλο και προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
Αδελφούλα, ξεφώνισε σε λίγο με χαρά. Ελα στην αγκαλιά μου, γιατί τα πόδια μου δε με φέρνουν ως εσένα.
Η Μαρία τον πλησίασε κι αυτός την αγκάλιασε σφιχτά κι ακουμπώντας το κεφάλι του στο στήθος της ξέσπασε σε λυγμούς.
Ελα, δεν είναι τίποτε, τον χάιδεψε εκείνη τρυφερά. Είναι απ' το κρασί. Θα σου περάσει.
Οι γέροι κοιτάχτηκαν αμήχανοι. Ντρεπόντουσαν τόσο το γαμπρό, το ξένο το παιδί! Ο Δημήτρης γονάτισε μπροστά της και σήκωσε τα μανίκια του. Η Μαρία με φρίκη είδε τις φλέβες του γεμάτες μαύρα στίγματα.
Ευτυχώς ο πατέρας μ' αγαπά. Ολοι μ' αγαπούν Μαρία! Τη βρίσκω... Μπορώ και τη βρίσκω... Εχω τα λεφτά και τη βρίσκω... Αλφα άλφα... όχι αλεύρια ή δηλητήρια...
Μα γιατί; Γιατί; ρώτησε η Μαρία με το βλέμμα στον πατέρα της.
Είχα τόσες δουλειές πάντα... είπε απολογητικά εκείνος. Κι εγώ δεν το κατάλαβα πώς έγινε. Αν ήσουν εσύ κοντά του...
Η Μαρία πήρε τον ρημαγμένο άντρα αγκαλιά και κουβαλώντας τον τον έβαλε στο δωμάτιο του, σ' αυτό το όμορφο παιδικό δωμάτιο, που είχε παραμείνει, όπως η Σοφία είχε ετοιμάσει για το αγόρι της.
Κοριτσάκι... ρώτησε αυτός χαϊδευτικά μες απ' το μεθύσι του. Είσαι τουλάχιστον εσύ ευτυχισμένη;
Γιατί Δημήτρη; Γιατί; ρώτησε η Μαρία.
Ηταν η κατάρα της μαμάς...
Μη λες τέτοια πράγματα, του είπε λυπημένα και του σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο.
Καμιά γυναίκα δεν ήταν σαν τη μαμά, είπε κείνος παραπονεμένα. Ισως ούτε και συ... Θυμάσαι τι όμορφη που ήταν; Πώς μοσχοβολούσε! Πως μπόρεσε μετά, ν' αγκαλιάζει αυτό το ξόανο;...
Εδώ βλέπεις, όλα έμειναν όπως τα θέλησε... Δεν άφησα την άλλη να τ' αλλάξει.
Δε φανταζόμουν πως και σε σένα έλειπε τόσο η μαμά... είπε η Μαρία λυπημένα.
Σ' έβλεπα κάπως... αδιάφορο...
Προσπαθούσα... Ομως εσύ ήσουν γενναία από μικρή, Μαρία. Αληθινά γενναία!
Θυμάσαι κείνες τις νεκροκεφαλές στο μοναστήρι... Δε φοβήθηκες!
Ημουν μεγαλύτερη. Αυτό είν' όλο... Ομως γιατί δε μούγραφες; Ποτέ δε μούστειλες ούτε γραμμή... Σε πίστευα ευτυχισμένο. Επιπόλαιο, αλλά χαρούμενο... Σε πίστευα λογικό... σαν τον πατέρα...
Ολα τα φταίει ο γούμενος, ψιθύρισε ο Δημήτρης.
Ο γούμενος; απόρησε η Μαρία.
Σαν πέθανε, γκρεμίστηκε η συνείδηση του νησιού μας... Τον κορόιδευα, Μαρία, όσο ζούσε. Και σένα σε κορόιδευα... Ονειρο παρμένη... Πίστευα, πως εγώ ήμουν ο λογικός, ο καταφερζής, πως θα τρυγούσα απ' τη ζωή μόνο το μέλι...
Με βλέπεις... Δε με φτάνει πια τίποτε... Μήτε κι ο κόσμος όλος. Τα γνώρισα όλα... Τα σιχάθηκα όλα...
Βούλιαζε σ' ένα λασπωμένο ύπνο. Ρίγη περνούσαν όλο του το κορμί. Η Μαρία τον σκέπασε στοργικά.
Φίλιππε... Φίλιππε... ψιθύρισε νοιώθοντας την ανάγκη να κρυφτεί στην αγκαλιά του, να σωθεί. Πόσο φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό! Την αδυναμία και τη δύναμή μου!
Η πόρτα άνοιξε προσεκτικά κι ο πατέρας της μπήκε νυχοπατώντας.
Κοιμήθηκε, του είπε άτονα.
Αντε παιδάκι μου με τον άντρα σου... κι είναι ντροπή... πρώτη μέρα στον τόπο μας. Ασε... θα τον φροντίσουμε.
Πατέρα... μη... παρακάλεσε κείνη κλαίγοντας. Θέλει θεραπεία... Πρέπει να τον σώσουμε..
Προσπάθησα... Ο Θεός ξέρει πόσο προσπάθησα... Δε βοηθάει. Τώρα όμως ελπίζω. Είσαι κι εσύ εδώ. Ολα θ' αλλάξουν. Θα δεις.
Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά.
Είσαι τόσο όμορφη, κόρη μου! Ελπίζω νάσαι ευτυχισμένη πλάι στον άντρα που διάλεξες. Η μάνα σου δε μ' αγάπησε στ' αληθινά ποτέ. Γιαυτό δεν άντεξε. Με σεβόταν, μ' εκτιμούσε, μα δε μ' αγάπαγε.
Τον αγαπάς; Εσύ τουλάχιστον, τον αγαπάς; Εκείνος σ' αγαπάει;
Νάξερες τι αγωνία, του πατέρα η καρδιά...
* * *
Βγαίνοντας απ' το πατρικό της η Μαρία βρήκε τον κόσμο αλλαγμένο, λες και κάποιο σύγνεφο έκρυβε τη λαμπερή μορφή του ήλιου.
- Κρεμάστηκε στο μπράτσο του Φίλιππου, έκλεισε τα μάτια, έννοιωσε τη ζέστα του κορμιού του και λες κι ο ήλιος ξαστέρωσε.
- Φίλιππε, του ψιθύρισε. Αγάπε με. Αγάπα με πολύ... όσο σ' αγαπώ!
- Εσκυψε και τη φίλησε κει, κάτω απ' τον ήλιο και το γαλάζιο φως.
- Ακόμη φοβάσαι; τη ρώτησε κι η γελαστή του όψη έδιωξε κάθε έγνοια της.
- Θα νικήσουμε, ε; τον ρώτησε.
- Είμαστε οι νικητές! τη βεβαίωσε.
φθάνοντας στο σπίτι τους, η Κρουστάλλω τους ειδοποίησε, πως τους περίμενε ένας άγνωστος επισκέπτης.
- Ηλθε απ' την Αθήνα κι επιμένει να σας δει. Αδικα προσπάθησα να τον κάνω να ξεκουμπιστεί, τέτοιαν ώρα θα πρέπει να πλαγιάσετε, μέρα-μεσημέρι. Τούπα, πως θ' αργήσετε, μα είπε «Δεν πειράζει» και στρογγυλοκάθισε στο σαλόνι.
Πάντως για κλέφτης δε μοιάζει. Σοβαρός άνθρωπος κι αμίλητος. Ο ασπρομάλλης γέρος με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο σηκώθηκε βαρειά, μόλις τους είδε να μπαίνουν.
- Συγνώμην για την ενόχληση, τους είπε δίνοντας το χέρι του για χαιρετισμό.
Λέγομαι Περικλής Λεονταρίδης κι έπρεπε οπωσδήποτε να σας συναντήσω.
Η Μαρία τον κοίταξε προσεκτικότερα.
- Μα, μα είστε ο...
- Ναι κυρία μου. Ο πολιτικός εξόριστος.
- Θα έλεγα ο φίλος του γούμενου, είπε χαρωπά η Μαρία. Πόσες και πόσες φορές δε μου μίλησε για σας!
- Καταλαβαίνετε, μήπως το σκοπό αυτής μου της επίσκεψης;
- Τον υποπτεύομαι...
φίλιππε. Είναι ο άνθρωπος που περιμέναμε, ο συνεργάτης του γούμενου. Θυμάσαι;- Είστε αρχαιολόγος; ρώτησε ο Φίλιππος με τα σπασμένα του ελληνικά.
Μα, αυτή η δουλειά ήταν δική σας. Εγώ... δεν ήμουν τόσο ειδικός...
Η Μαρία κι ο γέρος κοιτάχτηκαν συνομωτικά και ξέσπασαν σε γέλια.
- Πώς φαίνεται, αγάπη μου, πως δεν ξέρεις και πολλά απ' τις νεοελληνικές συνήθειες!
Ομως, αλήθεια, κύριε Περικλή, απ' όσα ξέρω, μετά την μεταπολίτευση, όσοι κυνηγήθηκαν από την χούντα, δικαιώθηκαν. Ετσι δεν είναι;
Ο καθηγητής κούνησε θλιμένα το κεφάλι του.
- Είναι φαίνεται νόμος φυσικός, παιδί μου -μου επιτρέπεις να σε λέω παιδί μου;- σε κάθε αγώνα, άλλοι ν' αγωνίζονται κι άλλοι να καρπώνονται αυτούς τους αγώνες.
Δικαιωθήκαμε... Ναι... Κάτι άλλαξε... Δεν πρέπει να παραπονιόμαστε.
Ομως σε λίγο οι επιτήδιοι πήραν πάλι τα ηνία, ο κόσμος κουράστηκε. Το είδες... Το ρουσφέτι μετρά σ' αυτό τον τόπο πάνω απ' όλα.
Δεν πικραίνομαι γιατί δεν πήρα εγώ αυτή τη θέση. Είμαι και γέρος. Δεν έχω μέλλον. Πώς να μ' εμπιστευθούν; Δεν έχω τίτλους βαρύγδουπους. Μόνο τόσα χρόνια εξορία. Τίποτε άλλο. Νοθεύτηκε το κρασί... ξεθύμανε... Ο τόπος γέμισε κάλπικους αντιστασιακούς κι ο κόσμος βαρέθηκε ν' ακούει για μιαν αντίσταση, που δεν την έννοιωσε ποτέ στο πετσί του.
Ηλθα να σας παρακαλέσω... Δε θέλω χρήματα... Παίρνω μια συνταξούλα αναπηρική... Επαθαν τα πνευμόνια μου στο Μακρονήσι! Μου φτάνει να δουλεύω στο μοναστήρι, όπως τότε, να πεθάνω στη σκιά του, να θαφτώ δίπλα του.
Δεν έχεις και πολλά να χωρέσεις σε μια ζωή! Το χρωστώ στο γούμενο... Ν' αναπαυθεί η ψυχή του... κι ας μην πιστεύω σε ζωή μετά το θάνατο...
Σήκωσ' ευλαβικά μια βαλίτζα, πούχε πλάι του, την απίθωσε στο τραπέζι.
Με τρεμάμενα χέρια έβγαλε από μέσα ένα ράσο διπλωμένο.
- Ηταν δικό του, βεβαίωσε, κοιτώντας τους με μάτια βουρκωμένα.
Επειτα έβγαλε ένα συρματόσχοινο δεμένο σε μαστίγιο. Το χάιδεψε ευλαβικά...
- Ηθελε να μαρτυρήσει για όλα τούτα... τους είπε. Τους έδειξε ένα πουκάμισο ματωμένο.
- Ηταν στην Καισαριανή... Το ξέρατε;
Ο Φίλιππος ένευσε καταφατικά.
- Εγώ δεν το ήξερα, είπε ο γέρος σκεφτικά. Ποτέ δεν τάχε πει... φοβόταν τις ιδέες μου... Οι ιδέες μου μας χώριζαν... Παράξενο!! Να χωρίζουν τους ανθρώπους οι ιδέες που θάπρεπε να τους ενώνουν...
Ενας μικρός, παπαδοπαίδι, τον παραφύλαγε που τάκρυβε... Δεν τόπε σε κανένα... Φοβόταν κείνους τους καιρούς... Μεγάλωσε, έγινε παπάς... Τυχαία τον συνάντησα σε κάποια διαδήλωση... φαντά ζεστε; Παπάς σε διαδήλωση;... Για την ειρήνη ήτανε θαρρώ...
Τόφερε η κουβέντα για το γούμενο. Θυμήθηκα που μούλεγε γι κείνο το λοχία. Θυμήθηκε που έκρυβε το ράσο της Καισαριανής...
Τι αγωνία ώσπου να το βρούμε στο υπόγειο! Κρυφά, σαν τους κλέφτες μπήκαμε στη μητρόπολη, φαντάζεστε να μάθαινε ο αρχιεπίσκοπος την ιστορία; Θα διεκδικούσε το μερίδιο της δόξας, τώρα που αλλάξαν οι καιροί... Θα ήταν άδικο...
Τα φυγαδεύσαμε όλα τα κειμήλια.
Νάτα εδώ μπροστά σας... Μόνο κει πάνω αξίζει να εκτεθούν, κει, που στάθηκε το έργο της ζωής του...
Ξέρω, παιδί μου, πως τον αγάπαγες, σα δεύτερο πατέρα σου. Σου προσπέφτω... Δέξου να με βοηθήσεις.
Ο γέρος με μάτια δακρυσμένα γονάτισε στα πόδια της.
Η Μαρία τον σήκωσε αγκαλιάζοντάς τον και τον κάθισε στην πολυθρόνα.
- Γιαυτό βρισκόμαστε εδώ, ο Φίλιππος κι εγώ, τον βεβαίωσε. Για να ζωντανέψουμε το έργο του γούμενου... Για να ζει κι ο ίδιος για πάντα.
- Νάσαι ευλογημένη, κόρη μου, μουρμούρισε ο γέρος και της ασπάστηκε τα χέρια. Νάσαι ευλογημένη...
Εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι. Ο Φίλιππος, η Μαρία, ο γέρο Περικλής, ο Δημήτρης κι η Κρουστάλλω να νοιάζεται για το καθημερινό τους.
Ο Παρθένιος ήταν σχεδόν κατάκοιτος στο κελλί του και δεχόταν μ' ευγνωμοσύνη τις περιποιήσεις της Κρουστάλλως και των υπολοίπων, προσπαθούσε να τους διασκεδάσει μ' ιστορίες από το παρελθόν που τις θεωρούσε αστείες. Καθημερινός του περίπατος η επίσκεψη στο κοιμητήρι με στήριγμά του την Κρουστάλλω, όπου ψαχουλεφτά ήθελε πάντα μόνος του ν' αλλάζει τα λουλούδια στ' ανθογιάλι και ν' ανάβει το καντήλι.
Ζούσε μόνο γιαυτό, μα δεν το μαρτυρούσε κανενός, μήτε και της Κρουστάλλως, που τον τάιζε και τον έπλενε, σα νάταν μωρό παιδί.
Η Κρουστάλλω πια, δε φοβόταν το θάνατο.
Κοντά στο γούμενο, παντού, όλα θάναι καλά, συλλογιζόταν παστρεύοντας φασόλια ή γυαλίζοντας τα μπρούντζο της εκκλησιάς.
Ο Δημήτρης έμμοιαζε ήρεμος. Μόνος του αποφάσισε να τους συντροφεύσει σ' αυτό το ταξίδι τους στο χρόνο. Κυκλοφορούσε σιωπηλός στους ατέλειωτους σκοτεινούς διαδρόμους, και μια φορά η Κρουστάλλω έτυχε να τον δει στο οστεοφυλάκιο της μονής να πασχίζει να φτιάξει με τα δάχτυλά του σχήματα σκιάς στον τοίχο. Σταυροκοπήθηκε ξαφνιασμένη μα δεν τ' ομολόγησε πουθενά, από φόβο μην και τον κλείσουν σε κάνα τρελλοκομείο.
Οταν τον έπιανε η κρίση κλεινόταν σ' ένα σκοτεινό κελλί και δεν άφηνε κανένα να πλησιάσει, έστω κι από μακρυά, κανένα, έξω απ' τη Μαρία. Μετά από κάθε τέτοια κρίση η Μαρία πρόβαλε χλωμή, μα γελαστή, ζύγωνε το φίλιππο κι αυτός εγκαταλείποντας ότι δουλειά και νάκανε τη ζέσταινε στην αγκαλιά του.
Ο Δημήτρης σιγά σιγά ξεθαρρευόταν να σεργιανά τριγύρω στα χωράφια και γύρναγε μ' αναψοκοκκινισμένα μάγουλα κι ευχάριστη διάθεση. Η Κρουστάλλω καμάρωνε με την όρεξη που όλοι κάθονταν στο τραπέζι και καταβρόχθιζαν ότι κι αν τους σέρβιρε.
Το μουσείο αναδυόταν αργά, μα σίγουρα απ' το σκοτάδι στο φως του χρόνου. Σωστή κοσμογονία. Οσο κι αν ο γούμενος είχε στιβαγ- μένα με στοργή και τάξη όλα του τα κειμήλια, ο χρόνος είχε προλάβει να βεβηλώσει πολλούς χώρους.
Η δουλειά γινόταν απ' την αρχή. Καθάρισμα, άσπρισμα, επισκευές.
Αυτές που άντεχαν καλά ήταν οι εικόνες.
Καημένε κύριε Αριστοτέλη! συλλογιζόταν η Μαρία. Το έργο σου έζησε πιότερο από σένα και θα ζει...
Στην καλύτερη αίθουσα με σεβασμό, τοποθέτησαν τα ενθύμια της Καισαριανής.
Ο Περικλής είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία για τους νεκρούς ήρωες που φορούσαν τούτα τα ματωβαμένα ρούχα, για το βάναυσο κάτοχό του μαστιγίου. Γράμματα από συγγενείς των θυμάτων, φωτογραφίες, ένα ανεκτίμητο υλικό τοποθετούσε μ' ευλάβεια για να παραδοθεί στα μάτια των ανθρώπων, κάτω απ' το βλέμμα της Ιστορίας.
* * *
Ηταν πια όλα έτοιμα. Την Κυριακή θα γινόντουσαν τα εγκαίνια. Το μοναστήρι θ' άνοιγε διάπλατα τις πόρτες του στους ανθρώπους να τους διδάξει την αυτογνωσία.
Ταχτοποιούσαν την αίθουσα με τα εκθέματα της Καισαριανής, όταν ο Παρθένιος άνοιξε λαχανιασμένος την πόρτα και στάθηκε κοντά τους, ίδιο φάντασμα. Μιλούσε ακατάληπτα.
Τ' άσπρα του μαλλιά τον κύκλωναν αχτένιστα σα φωτοστέφανο.
Η Μαρία τον ζύγωσε, προσπάθησε να τον μερέψει. Την τράβηξε μαζί του. Οι άλλοι ακολούθαγαν.
Στο νεκροταφείο φύσαγε άγρια ένας νοτιάς, νοτισμένος ύγρα θαλασσινή!
Η θάλασσα ανταριασμένη έσμιγε με τον ουρανό, θαρρείς και το νησί κάλπαζε προς τα σύγνεφα. Ο τόπος μοσκοβόλησε άνοιξη, ξαφνικά, σαν από θάμα.
Ο Παρθένιος σωριάστηκε στα γόνατα με λυγμούς και τότε, όλοι τους είδαν.
Η μαρμαρόπλακα του γούμενου θαρρείς κι έπλεε στα λουλούδια. Αγριοβιολέτες, άσπρες ρόδινες και μωβ, μυροβόλες φύτρωναν απ' τις χαραμάδες της πλάκας κι ολάνθιστες στήριζαν με τα μοσκοβολι- στά τους κορμιά τη βαρειά μαρμαρόπετρα, χόρευαν γιορταστικά στο μουντό φως και στον ξέφρενο αέρα.
Η Μαρία κι ο Φίλιππος κοιτάχτηκαν σοβαρά κι η ματιά τους είχε κάτι απ' της θάλασσας το βάθος.
Ο γέρο Περικλής γονάτισε και χάιδεψε στοργικά τα τρυφερά λουλούδια.
- Φίλε μου, καλέ μου φίλε, ψιθύρισε.
Ο ουρανός σταμάτησε ξαφνικά ν' ανασαίνει νοτιά, χαμήλωσε, αγκάλιασε το νησί σφιχτά κι αναλύθηκε σε βουβό κλάμα
.Το βιβλίο «ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» της Μαρίας Αρβανίτη - Σωτηροπούλου φωτοστοιχειοθετηθηκε και τυπώθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1987 από τις «εκδόσεις ειρήνη ε.π.ε» Ασκληπιού 36 - τηλ.: 36.39.259 - Αθήνα στη σειρά «ελληνική λογοτεχνία»
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
ΑπάντησηΔιαγραφήKostas Papadatos Εξαιρετικο μαρια καλημερα καλη μου
Μιχαλης Χανιωτακης ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΑΡΙΩ.ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΡΝΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΟΥ.!!!!! ΑΥΤΟ ΔΕ, ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΔΥΝΑΤΟ ,ΚΑΙ ΣΥΜΠΥΚΝΩΜΕΝΟ ΘΑ ΕΛΕΓΑ ΠΟΥ ΑΦΙΕΡΩΣΑ ΟΛΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ.ΔΕΝ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΑΚΟΜΗ ΓΙΑΤΙ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΩΡΑ.ΠΑΛΙ ΑΥΓΑ ΘΑ ΘΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ.!!!! ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΜΑΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙΣ ΕΝΑ ΚΟΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΟ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ.!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα να πληροφορηθώ εάν το βιβλίο κυκλοφορεί ακόμη και εάν ναι από που μπορώ να το προμηθευτώ.ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς ο εκδοτικός οίκος που το είχε βγάλει έκλεισε και πια δεν κυκλοφορεί. Γιαυτό και τώρα προσπαθώ να το δημοσιεύω στο Ιντερνετ και με μορφή βιβλίου για να διαβάζεται ευκολότερα, επειδή στο μπλογκ δεν είναι ευκολοδιάβαστες οι μεγάλες αναρτήσεις. Ευχαριστώ .
Διαγραφή