Επιστροφή στα παιδικά βήματα. Στο Χριστό Τα Θέρμη




 Κάθε φορά που επιστρέφω στο χωριό μου προσπαθώ να ξαναβρεθώ σε μέρη αμόλυντα από τον τουρισμό.

Όλοι μου έλεγαν ότι -σε αντίθεση με της Παναγιάς της Πλάκας- ο δρόμος  είναι επικίνδυνος, αλλά αφού συμβουλεύθηκα το Γιώργο Γαβαλά, στην οικογένεια του οποίου ανήκει ο τόπος, αποφάσισα να κατέβω φυσικά πρωί πρωί για να προλάβω τον ήλιο. 


Παρά την πρωτοφανή φετινή ανομβρία,  που άδειασε όλες τις στέρνες μέχρι το τηγάνι τους, και τους παρατεταμένους πρώιμους καύσωνες, που κατέστρεψαν ντοματάκια και σταφύλια, η ιδιαιτερότητα της θηραικής γης, που κρατά την υγρασία της θάλασσας, επιτρέπει στα αγριολούλουδα και τα αγκάθια να διατηρούνται ανθισμένα μέσα Ιούλη, ενώ οι συκιές και η κάπαρη γαντζώνονται σε απρόσμενα απρόσιτα σημεία.





Ανθισμένος ο καθ ημάς «πλάτανος» για τους υπόλοιπους Κουφοξυλιά



Ο Χριστός τα Θέρμη και η Παναγιά η Πλάκα είναι οι παραλίες του Μεγαλοχωριού, όπου υπάρχουν και ιαματικές θερμοπηγές, σήμερα εγκαταλειμένες αλλά που παλιά είχαν κτίσματα όπου φιλοξενούσαν οικογένειες. 






Ξεκίνησα πριν από τις 7 το πρωί από το φρύδι της Καλντέρας στην εκκλησιά του αγίου Ευσταθίου. Ο δρόμος αποδείχθηκε βατός για άτομα της ηλικίας μου και της σχετικά καλής φυσικής μου κατάστασης. Όπως το θυμόμουν υπάρχουν σημεία δύσκολα από την παρουσία της Κίσσυρης, που διολισθαίνει. Χρειάστηκαν 20 λεπτά για να κατέβω αργά και προσεκτικά. (Σαν παιδιά κατεβαίναμε τρέχοντας παρά τις επιπλήξεις των γονιών μας) . 

το καμπαναριό του αγίου Ευσταθίου


Κατά τα παιδικά μου χρόνια οι εκδρομές για μπάνιο στο Χριστό και την Πλάκα ήταν απογευματινές παρά τον ανελέητο ήλιο. Συνήθως το πρωί πηγαίναμε Περίσσα με το λεωφορείο, που συχνά ήταν γεμάτο από Φηρά κι έκανε δεύτερο δρομολόγιο από Πύργο και κάτω.

Για το απογευματινό μπάνιο παίρναμε μαζί μας και κολατσιό (αυγά βραστά, ντοματάκια, κατσούνια, ψευτοκεφτέδες, κάποιες φορές γεμιστούς με τσίρους), ενώ δεν παίρναμε νερό, (όπως επιβάλεται σήμερα) γιατί όλοι εμπιστευόμαστε το νερό της στέρνας κάθε ξωκκλησιού, που αντλούσαμε με το σιγλάκι ελεύθερα. Μέναμε στην παραλία μέχρι το ηλιοβασίλεμα και ανεβαίναμε πριν νυχτώσει αν και ακόμη και χωρίς ήλιο τα βράχια παρέμεναν πυρωμένα.

Ο προαύλιος χώρος της εκκλησίας ήταν πεντακάθαρος και προς μεγάλη μου έκπληξη το κλειδί της εκκλησίας ήταν στην πόρτα κι έτσι μπόρεσα να προσκυνήσω και να ανάψω το καντήλι.




Τα δωμάτια που παλιά φιλοξενούσαν τους λουόμενους είναι ερειπωμένα και το σπίτι στην παραλία όπου ήταν η θερμοπηγή και οι μπανιέρες έχει καλυφθεί από άμμο και υλικά της θάλασσας.

στο Χριστό τα Θέρμη την εποχή των γονιών μου αρχές του 20ου αιώνα
Συγκινήθηκα όταν ο εκλεκτός μεγαλοχωριανός δικηγόρος Στέλιος Παπανδρεόπουλος διαβάζοντας την ανάρτηση μου
 έστειλε την ανωτέρω φωτογραφία από ένα απόγευμα στο Χριστό τα Θέρμη όπου εικονίζεται και ο πατέρας μου. Απαθανατιζονται όπως ο κος Παπανδρεόπουλος θυμήθηκε από δεξιά οι Χαράλαμος Κορωναίος, Γουλιέλμος Παπανρεόπουος, Μιχάλης Κορωναίος, Νικόπαος Αρβανίτης, Ευάγγελος και Μαργαρίτα Γαβαλά, Στη μέση καθισμένος ο καθηγητής Γυμναστικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Κατσίπης και το παιδί στα πόδια του ο γιος του (μετέπειτα γιατρός που αυτοκτόνησε πρόωρα ενώ έκανε το αργοτικό του στην Τήνο) Από τα παιδιά που κάθονται είναι ο Αντώνης Παπανδρεόπουλος (πέθανε σε παιδδική ηλικία) και ο γιος του μεσαίου άνδρα. Οι εικονιζόμενες γυναίκες είναι η σύζυγος του μπακάλη Ιάκωβου Κορωναίου Νικολέτη, η κόρη της Αργυρούλα Κορωναίου-Μαθά και το Ρηνιώ του Μαρκούτσου.στο Χριστό τα Θέρμη 1982 με τον παπά Λευτέρη 

Η παραλία του Χριστού ήταν πάντα η αγαπημένη μου γιατί σε αντίθεση με της Πλάκας, που είχε μόνο βράχια, ήταν ευρύχωρη και σε κάποιο σημείο είχε άμμο και μέσα στη θάλασσα όπου χώνοντας το πόδι σου ένιωθες το ζεστό νερό ν’ αναβλύζει. Σήμερα είναι παντού πολύχρωμα κοχλίδια (βότσαλα) κάθε μεγέθους και εκπληκτικής χρωματικής ποικιλίας καθώς και άφθονες πολύχρωμες ελαφρόπετρες, ενώ η άμμος έχει βγει ψηλότερα στην ακτή. 

Κι εδώ όπως σε κάθε ακτή η ρύπανση από κάθε είδους σκουπίδια και κυρίως πλαστικά είναι παρούσα. 








το κτίριο που υπήρχαν παλιά τα μπάνια θαμμένο από τη θάλασσα

Παρά το κυματάκι έκανα πολύ ευχάριστα το μπάνο μου και ρέμβασα μη χορταίνοντας την υπέροχη θέα με τις δυο Καμμένες, το Ασπρονήσι, την Θηρασιά και την Οϊα στο βάθος και το Ακρωτήρι δυο βήματα και καταφράφοντας φωτογραφικά την άφιξη του πρώτου για σήμερα κρουαζιερόπλοιου.


Η ανάβαση αποδείχθηκε δυσκολότερη (χρειάστηκα πάνω από μισήν ώρα κουραστικής ανηφόρας) επειδή η κλίση του εδάφους είναι μεγαλύτερη από την Πλάκα και στα σημεία όπου η κίσσυρη  κατολισθαίνει το πόδι βουλιάζει και η βαρύτητα γλιστρά το πόδι προς τα πίσω κάνοντας επίπονο το κάθε βήμα τουλάχιστον για ανθρώπους της ηλικίας μου. 

οι δυσκολίες του δρόμου



Παρ’ ότι στο φρύδι της Καλντέρας έχουν χτιστεί πολλά πολυτελή καταλύματα, ελάχιστοι θα τολμούσαν να κατεβούν στο Χριστό για μπάνιο, γεγονός που με κάνει να ελπίζω ότι θα παραμείνει αυτή η περιοχή αμόλυντη για να προλάβουν τα εγγόνια μου να γνωρίσουν τη γοητεία της Σαντορίνης, που εγώ γνώρισα κι εξακολουθώ ν’ αγαπώ.

Παλιότερη ποιηυική καταγραφή στο

https://mariasot.blogspot.com/2012/07/blog-post_7341.html

«Υπάρχει και μια άλλη Σαντορίνη, η Σαντορίνη της ερμιάς και της εγκατάλειψης. Στο Χριστό τα Θέρμη κατοικούσαμε όπως οι τρωγλοδύτες της Τυνησίας, σε υπόσκαφα δωματιάκια με νερό απ’ τη στέρνα κι αυτό υφάλμυρο, με τη θερμοπηγή πλάι στη θάλασσα χωμένη κάθε χρόνο στα βότσαλα και την άμμο -χρειάζεται να σκύψεις για να μπεις, ίσως να γονατίσεις κι ο ατμός που αναδύεται σου φέρνει δάκρυα στα μάτια, σε πνίγει- η νερομάνα καυτή κι οι «μπανιέρες» λαξεμένες στο βράχο προσμένουν σα θάμα πια τον ανάπηρο που θα θεραπεύσουν κι η παραλία μαχαίρι από μαυροκόκκινο χαλίκι και άμμο με τα βράχια να κρέμονται κάθετα κι αγριωπά πάνω σου -κατρακυλάς στην κατηφόρα δεν πορεύεσαι- να πυρώνουν τ’ απόγευμα να σε πυρπολούν κι η θάλασσα ευφρόσυνα να φτερουγά προκλητικά, να σε καλεί γύρω απ’ τον κόκκινο τετράγωνο βράχο για ν’ αρχίσεις τις βουτιές, κι εγώ θα σου κάνω πατητή και να δεις που δε πιάνεις πάτο, κρύα θάλασσα ζωντανή και μαργιόλισα, κουβαλά γνέματα της απειλής του ηφαιστείου και σου φωνάζω: «Εδώ, ίσα που πατώνω, σκάψε με το πόδι σου την άμμο το νιώθεις; ναι, ναι είναι ο σφυγμός του ηφαιστείου που δονείται στ’ ακροδάκτυλά σου, τ’ αμνιακό υγρό της γης ρέει στις πατούσες σου». Όλο σου το κορμί τρέμει απ’ την αψάδα της βαριάς θάλασσας, μπλε προς το μαύρο, ματώνει μονάχα ντροπαλά όταν ο ήλιος δροσίζεται κάθε δειλινό σ’ ερωτικό βύθισμα. Το ξωκλήσι καρφωμένο στο βράχο πιο ψηλά, λευκός λεκές στο γήινο βάρος που ξέρασαν της γης τα έγκατα, γλάρος έτοιμος να πετάξει, πρόκληση της ανθρώπινης ελπίδας που επιμένει να φτεροκοπά μπροστά την αμείλικτη βεβαιότητα του τελικού θριάμβου του θανάτου. 

Τώρα πια στην τουριστική Σαντορίνη επιβιώνουν ακόμη ελάχιστες κρυφές γωνιές σαν το Χριστό τα Θέρμη. Μακριά απ’ τα μπαράκια της ανωνυμίας και τον ανοργασμικό έρωτα κατά τις επιταγές της μόδας, μακριά από κείνους που ξεφυλλίζουν τα περιοδικά για να μάθουν πώς είναι «ιν» το καμάκι και ποιες γκόμενες φοριούνται τούτη τη σαιζόν, μακριά απ’ όσους πασχίζουν να ζουν με τις συμπεριφορές που επιβάλει η κάθε εποχή.»






Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

«Motherboard connected» Θεατρικό έργο των Γεωργίας Μπίρμπα- Στέλλας Αρκέντη

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης