Σκηνές εφημερίας κάποτε

Σκηνές εφημερίας κάποτε

Ήταν το 1971, στο Τρίτο έτος της Ιατρικής, τότε που μόλις είχαμε πρωτοαποκτήσει το ελεύθερο να μπαινοβγαίνουμε στα νοσοκομεία με την άσπρη μπλούζα, πάντα πεντακάθαρη και τ' ακουστικά να κρέμονται στην τσέπη ή το λαιμό, να φαίνονται, για να μας ξεχωρίζουν σαν τον αυριανό γιατρό. Τι περηφάνια!! Θαρρείς και όλη η ετοιμοθάνατη ανθρωπότητα περίμενε με κολλημένη ανάσα για μας! Λες κι οι βρωμεροί θάλαμοι μας φώναζαν με τ' όνομά μας. 
-Πότε επιτέλους θάρθεις; Παρηγοριά ζητάμε, κατανόηση, ίσως κι ελπίδα. 
Βέβαια τότε οι Έλληνες στα νοσοκομεία, όλους τους άντρες με άσπρες μπλούζες για­τρούς τους φώναζαν και όλες τις γυναίκες αδελφές. Όμως ένοιωθα αμήχανα και φοβόμουν, πως η απειρία θα πρόδι­νε την εμπιστοσύνη, που έδειχναν τα μάτια κάθε αρρώστου, καθώς σοβαρά σοβαρά του έπαιρνα ιστορικό. 
Κείνη τη χρονιά, όπως και αρκετοί  άλλοι συμφοιτητές μου, ξενυ­χτούσα εθελοντικά στις εφημερίες κάνοντας ενέσεις, παίρνοντας αίμα, ράβοντας τραύματα, εξετάζοντας αρρώστους, αποχτών­τας εμπειρίες. Η ψυχή μου στεγνό σφουγγάρι ρουφούσε εντυπώσεις, πόνο, δάκρυ, αίμα. Δούλευα αφιλοκερδώς (σε μιαν εποχή που ούτε οι γιατροί δεν πληρωνόντουσαν υπερωρίες) έτσι, για νάμαι πιο κοντά στην επιστήμη που αγαπούσα, κοντά στον άνθρωπο, που πονούσε και που ήθελα ν' ανακουφίσω.
Μια ολονύχτια εφημερία και στο πιο μικρό νοσοκομείο σε ξεχειλίζει εντυπώσεις κι εμπειρίες. Σου ανοίγει άξαφνα ένα παράθυρο και σε μπάζει από κει στη ζωή, την αληθινή ζωή, με όλη της την ωμότητα. Όλα τ' ανθρώπινα βάσανα περνούν μπροστά σου, γυμνά από κάθε προσποίηση. 
Γυναί­κες υστερικές με όλα τους τα όνειρα προδομένα, μεθυσμένοι, μαχαιρωμένοι του λιμανιού, πόρνες κι αλήτες, άρχοντες που γλίστρησαν στη χρυσαφιά μπανιέρα τους και -τέτοιαν ώρα δε βρίσκαν το γιατρό της τάξης τους-, τροχαία με νεκρούς και τραυματίες, δηλητηριάσεις, παιδάκια καμένα, χτυπημένα απ' ατυχήματα ή το σωφρονισμό των γονιών τους, γυναίκες έγκυες, που χάνουν τα παιδιά προτού να τα γεννήσουν, κορίτσια από τ' αναμορφωτήριο, που γεννούν παιδιά, που δεν τα θέλησαν, όλα τα παράξενα και τα πολύ­παθα της ανθρώπινης ράτσας. 
Και οι πρώτες εντυπώσεις δίνουν μαχαιριές, ίσαμε το κόκκαλο. Ο θάνατος... Ποιος μπορεί να πει πως συμβιβάστηκε στ' αλήθεια στην ιδέα του; Ο θάνατος παραμονεύει στην πόρτα κάθε νοσοκομείου μ' ένα χαμόγελο σαρδώνειο στ' άσαρκά του χείλια. Περιγελά την επιστήμη, περιγελά τις δήθεν θριαμβευτικές της νίκες. Είναι τόσο προσωρινές... Μια μικρή πίστωση χρόνου. Τελικά αυτός θάναι ο παντοτινός νικητής. 
Τότε που ήμουν ακόμη νέα επαναστατούσα στην αδικία του θανάτου και πά­λευα, η άμυαλη, με νύχια και με δόντια να κρατήσω τη ζωή, όπου ήταν βολετό. Σ ένα τόσο μικρό νοσοκομείο, όπως ήταν τότε το Τζάννειο στον Πειραιά, με τόσο λίγο προσωπικό και τόσο ανεπαρκή υποδομή ακόμη και η φτωχή μου βοήθεια φαινόταν ανεκτίμητη!
Θυμάμαι μια φορά, που για έξι ολόκληρες ώρες κάθι­σα πάνω από έναν άρρωστο, που πέθαινε, κάνοντας με την Αμπού τεχνητή αναπνοή. Δεν υπήρχαν τότε αυτόματα μηχανήματα. Κάθε φορά, που τα χέρια μου γέμιζαν τα πνευμόνια του ετοιμοθάνατου, ένοιωθα πως νικάει η ζωή μέσα απ' τα δικά μου χέρια. Κι όταν στο τέλος ο άρρωστος, σαν από θάμα, απόχτησε δική του αναπνοή και σώθηκε, θαρρείς και τρα­γουδούσε όλη η πλάση, θαρρείς και πλημμύρισε με ανοιξιά­τικη πνοή το θλιβερό γέρικο δωμάτιο του νοσοκομείου με τα σιδερένια κρεβάτια, που βρωμούσαν μπόχα κι ιδρώτα μελλοθανάτων. Βέβαια ο άρρωστος, μόλις συνήλθε, θεώρησε την επιβίωση του αναμενόμενη, και για να προλάβει μια νέα κρίση ζήτησε να συγκλιθεί ιατρικό συμβούλιο, που πλήρωσε αδρά. Αυτή η πρώτη μου μικρή νίκη, που πρακτικά δεν απέδωσε ούτε ένα "ευχαριστώ", επιβεβαίωσε την ανάγκη μου να γίνω γιατρός με κάθε κόστος.. 

Κάποια άλλα γεγονότα πάλι στον ίδιο χώρο διαμόρφωσαν την απόφαση του να σκεφθώ τι είδους γιατρός θέλω να γίνω
Σαββατόβραδο κι ένας μεθυσμένος έβρι­ζε στο διάδρομο.
-Μάλιστα φίλε μου, οι πιο πολλοί γιατροί είναι διε­φθαρμένοι, φώναζε. Δε φταίνε κι αυτοί, αναγκάζονται. Ζούγκλα η ζωή. Αν δεν τους φας θα σε φάνε. Αμπελοφιλοσοφίες; Ποιος τόπε; Όχι κύριε. Αλήθειες. Με ακούς διεφθαρμένε γιατρουδάκο; Με ακούτε όλοι σας. Διεφθαρμένοι. Λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, δεν το καταλαβαί­νεις. Θες λεφτά. Θες δόξα θες να γίνεις Θεός... Χα χα χα γελούσε τρανταχτά.
Εγώ, μέσα από το ιατρείο τρόμαζα. Ο νεαρός ειδικευόμενος γιατρός που εφημέρευε, τον άκουγε αδιάφορα. Νύσταζε τόσο.
-Πώς να βγάλεις μόνος σου ολόκληρη εφημερία και νάχεις και κάτι τύπους σαν το μπάρμπα να σε βασανίζουν δίχως λόγο; μου ψιθύρισε. Ήταν νέος και συμπαθητικός. Καθόλου απότομος κι ευγενικός. Τον θαύμαζα.
-Σώπα μπάρμπα, νοσοκομείο είναι, τούπε ο νοσοκό­μος, ένας τύπος μουστακαλής, άσσος μεσίτης για τα γρα­φεία κηδειών. Ποιος ξέρει πόσα θα κονόμαγε από τούτη τη μακάβρια δουλειά!
-Άκου, που σου λέω, αγρίεψε ο μεθυσμένος. Εμένα που με βλέπεις ξέρεις τι ήμουν εγώ; Αν θες να ξέρεις δηλαδή, σπούδασα κάποτε κι εγώ. Ήθελα να γίνω και ψυχίατρος, μάλιστα να, και τράβηξε δυο μούντζες σταυρω­τές στη φάτσα του. Μα σώθηκα... 
Το λοιπόν τι λέγαμε; Α ναι διεφθαρμένοι όλοι τους, ποιος λίγο, ποιος πολύ. Εγώ πάντως γλίτωσα, το κατάλαβα και γλίτωσα.
-Φέρτον μέσα, είπε νυσταγμένα ο γιατρός. Κάντου μια ένεση, αδελφή.
-Δε θέλω ένεση αγρίεψε αυτός. Τ' ακούς παιδάριο; Δε θέλω ένεση. Πίνω για να μεθύσω. Δε θα με ξεμεθύσεις εσύ.
Ο γιατρός πείσμωσε.
-Δε θα κάνεις ότι θέλεις, εσύ, μπάρμπα. Εδώ είναι νοσοκομείο, δε μπορούμε να σ' ακούμε. Έχουμε κι αρρώστους.
-Κι εγώ άρρωστος είμαι... μούγκρισε ο γέρος.
-Για κράτα τον και συ. μου είπε η νοσοκό­μα. Μπάρμπα εσύ θες τρελάδικο. Κάτσε φρόνιμα, να σου κάνω την ένεση.
Ο γέρος κλωτσούσε άστοχα, πάλευε να ξεφύγει. Με χίλια ζόρια, τον ακινητοποιήσαμε. Τούκανα την ένεση εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια. Τον βγάλαμε στο διάδρομο. 
Είχαν φέρει μια υστερικιά, ΝΦΔ το λέγαμε συνωμοτικά, έτρεμε σαν ψάρι και μούγκριζε.
-Αυτή τώρα, ξέρω τι της λείπει, μα τέλος πάντων, μου ψιθύρισε ο γιατρός.
-Τι συνέβη; ρώτησε τον άντρα της;
-Τίποτε γιατρέ μου, τίποτε μα το Θεό. Έτσι την πιάνει.
-Τη στενοχωρήσατε;
-Μπα!! Εγώ πίνω νεράκι στ' όνομά της.
-Καλά, (Σίγουρα!! μου ψιθύρισε). Κάντης μια ένεση. Δε θα φάμε τη νύχτα με τρελούς.
-Γιατρέ, ψιθύρισε τότε ο άντρας της. ήταν τόσο λιγνός και λεπτοκαμωμένος σαν κορίτσι. Φοβάμαι πως πήρε κάτι χάπια, ίσως ήθελε ν'αυτοκτονήσει...
-Γιατί δεν το λες, ευλογημένε απ' την αρχή; φώναξα οργισμένη. Αγγελική το λάστιχο για πλύση.
-Για κάτσε ρε Μαρία, μου είπε ο γιατρός. Τώρα ποιος είναι ο γιατρός δω μέσα; 
Την πλησίασε. Ήταν μια μεγαλογυναίκα με πλούσιο στήθος, φαρδιές λεκάνες γύρω στα 30. Τη χαστούκισε, της ζούληξε το στήθος, τις ωοθή­κες. Αναστέναξε βαθιά 2-3 φορές κι άρχισε να κλαίει. 
Ο άντρας της στη γωνιά κοιτούσε. Είχαμε ξεχάσει να τον βγάλουμε έξω.
-Δε μου λες, της είπε σε λίγο. Τα πήρες τα χάπια;
Κοίταξε τον άντρα της στη γωνιά με τέτοιο μίσος.
-Ναι, είπε, σφίγγοντας τα χείλια.
-Το σωλήνα, μουρμούρισε ο γιατρός νυσταγμένα. 
Η νοσοκόμα βαριόταν, τούκανε νόημα «βρε δε βαριέσαι;» 
-Το σωλήνα, της φώναξε.
-Βγείτε έξω, κύριε, είπε επιτέλους στο σύζυγο.
-Κράτα τη σφιχτά, μου είπε. Απ' την άλλη την κρα­τούσε ο τραυματιοφορέας. 
Είναι περίεργο, τι σαδιστικές τάσεις είχε αυτός ο άνθρωπος. Πάντα χαιρόταν τις πλύσεις στομάχου. Κρατούσαμε σφιχτά τα χέρια της πίσω στις πλάτες, το κεφάλι ψηλά, ενώ ο γιατρός κατέβαζε το χοντρό σωλήνα ως το στομάχι της και το γέμιζε με ζεστό νερό. Όσο εκείνη έκανε εμετό, ψάχναμε μάταια να βρούμε στο περιεχόμενο του στομαχιού της, κάτι που να θυμίζει φάρμακο.
-Τα πήρες στ' αλήθεια; τη ρώτησε τέλος άγρια. 
Κού­νησε το κεφάλι αρνητικά, ενώ ξερνοβόλαγε.
Ο τραυματιοφορέας βλαστήμαγε.. Ο γιατρός τράβηξε το σωλήνα και τον πέταξε νευριασμένος και σωριάστηκε στο γραφείο.
-Ήταν μπροστά αυτός, είπε κοιτώντας μας, σα να δικαιολογιόταν.
Κείνη την ώρα όρμησε η νοσοκόμα τρέχοντας.
-Ο γέρος, ο γέρος γιατρέ.
Βγήκαμε στο διάδρομο τρέχοντας. Ο γέρος ήταν κι όλας νεκρός. Μάταια προσπαθήσαμε να ξαναβάλουμε μπρος την καρδιά του.
-Θα πάει νεκροτομείο, είπε μελαγχολικά ο γιατρός.
Άδειασαν τις τσέπες του. Ενα στυλό, μια φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας μ' ένα μωρό στην αγκαλιά κι η ταυτότητα.
"Πέτρος Κελεπής, Ιατρός."
Στο νυσταγμένο μου μυαλό αμυδρά φώτισε η μνήμη κάποιες πανεπιστημιακές σελίδες «σύμφωνα με τις μελέ­τες του διακεκριμένου κου Κελεπή». Κοίταξα το γιατρό. Θάκανε την ίδια σκέψη γιατί κοιτούσε θλιμένα τα παπού­τσια του, σα νάθελε να μου κρυφτεί. 
Δε μάθαμε ποτέ κάτι απ' τη ζωή του. Η κόρη του, αυτή που ήταν στη φωτογραφία, δεν ήλθε από την Αμερική για να τον θάψει. Ευτυχώς ο Ιατρικός Σύλλογος σκέφτηκε, πως κάτι έπρεπε να κάνει για ένα τόσο λαμπρό συνάδελφο κι ανάλαβε τα έξοδα μιας πρόχειρης κηδείας, ένα στεφάνι, κάποιον επικήδειο. Δεν ορκίζομαι, μα φοβάμαι, πως ο τραυματιοφορέας μας κι εδώ πήρε τα ποσοστά του.
 Ο ιατροδικαστής είπε πως πέθανε από Έμ­φραγμα του μυοκαρδίου. Πάντως ο φίλος μου, ο γιατρός, δεν ησύχασε από κάποιες τύψεις που βελόνιζαν την καρδιά του. Ποιος ξέρει; Ίσως, δίχως την ένεση, που τόσο αρνιόταν, ίσως τώρα σε κάποιο ταβερνάκι νάπινε το κρασάκι του, ίσως ποιος ξέρει;


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης