Ρέκβιεμ στη γενιά της Ουτοπίας

Ρέκβιεμ στη γενιά της Ουτοπίας
    Τίποτε δε μας ήταν αρκετό. Στις δεήσεις μας λησμονήσαμε το μέτρο κι η καταιγίδα μας αφάνισε. Κραδαίναμε λάβαρα επαναστάσεων, στο βωμό του μέλλοντος θυσιάζαμε τα πρωτότοκά μας τέκνα. Κυλούσαμε τις μυλόπετρες της ισοπέδωσης, λιπαίνοντας με τον ιδρώτα μας τα γρανάζια των ισχυρών. 
   Σκουπίδια στην τροχιά του κόσμου, ονειρευόμαστε πως είμαστε χρυσόσκονη γιατί ο ήλιος της Ουτοπίας μας θάμπωνε. Βουβοί κυκλωμένοι απ’ τους στόμφους των αυτόκλητων σοφών, κουφοί στων σειρήνων της προκλήσεις, τυφλοί στης υποταγής τα δόκανα μόνο τον ουρανό κοιτάζαμε καθώς μας βύθιζαν στα Τάρταρα. Ελπίζαμε στη ψευδαίσθηση του πραγματικού, σοδιάζαμε της λογικής το στάρι στ’ αμπάρια μας, μήτε που λογαριάζαμε τον τυφώνα που όλα τα παρέσυρε. 
     Φυλακιστήκαμε σε κανόνες ασφαλείας, χτίσαμε ηλεκτρονικές φυλακές επιτηρώντας τα θύματα για να εντοπίσουμε τους τρομοκράτες. Πίσω από κάθε αθώο κρύβεται ο ένοχος, το μάθαμε. Εμείς οι ίδιοι ισορροπούσαμε στο δίχτυ της παρανομίας, επαναστάτες απ’ τη γέννα σ’ ένα κόσμο αναίτιων νόμων που αέναα παραβιάζονται απ’ τους ισχυρούς. Ντυθήκαμε τη λεοντή για να επιβιώσουμε. Μας κατασπάραξαν όταν οσμίστηκαν την απάτη. 
    Φτερουγίσαμε την ελπίδα στων αρπαχτικών τον Καύκασο κι αντικρίσαμε αλυσοδεμένο το περιστέρι του Έρωτά μας. Το χελιδόνι μας τραγούδησε την Άνοιξη και το πρώτο τιτίβισμά του έσβησε στους καταιγισμούς των φλογοβόλων. 
    Στοιχηματίζαμε πως τ’ όνειρο θα καταπιεί τη βία, όσο η βία ντυνόταν όνειρα. Θεσπίζαμε την κοινωνία της Ειρήνης, όσο ο πόλεμος κατακτούσε τις καρδιές μας. Σαλπίζαμε την επανάσταση της αδελφοσύνης, όσο οι δήμιοι χάλκευαν τα δεσμά. 
    Ανόητοι και κούφιοι οι στίχοι μας, γυμνά σαν ξίφη τα τραγούδια μας, ματοβαμμένα ξάρτια τα φλάμπουρά μας. Αλαζονικά βαδίζαμε στη θέωση. Στοχεύαμε στο τέλος της Ιστορίας. Κυρίαρχοι του κόσμου φαντάζαμε. Λατρέψαμε σα θεό την ανθρώπινη μάζα παραβλέποντας τον πανικό της αγέλης και την εξαχρείωση του όχλου. 

     Το κερί της ατομικότητας αναλώθηκε στην πυρά της συλλογικής προσπάθειας. Κανείς δεν έκλαψε για το μοναχικό τραγούδι του αηδονιού στο δάσος που πυρπολήθηκε απ’ τις μαινάδες. Ο Νάρκισσος κατασπαράχτηκε κείνη τη νύχτα που ο Διόνυσος σάλπισε την επανάσταση του χάους. 
    Το μοναχικό τραγούδι του θανάτου απλώθηκε σ’ επιδημίες αιμοσταγείς. Όταν αλυσοδένεις τον έρωτα η γονιμότητα δηλητηριάζει την ύπαρξη με σπέρματα αυτοκαταστροφής. Κείνοι οι ηρωικοί νεκροί μορφάζουν αποτρόπαια στους εφιάλτες που βαφτίσαμε ελπίδα.. Τ’ αθώα θύματα πήραν την εκδίκηση της άγνοιας. Η Μοίρα σκέπασε στα σπάργανά της τ’ αέναα αναγεννώμενο βρέφος της Ιστορίας.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια


  1. Eleni Tsalka Εικόνα μαγική!
    17 ώρες · Δεν μου αρέσει · 1

    Νικος Φαραζης Πολύ ποιητικό και εύστοχο. “Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί” έλεγε ο Φρόιντ. Ήξερε πολύ καλά ότι στην τέχνη σε σχέση με την επιστήμη, εκτός από τη συνείδηση συμμετέχει πολύ περισσότερο και το ασυνείδητο προσωπικό ή συλλογικό.
    14 ώρες · Δεν μου αρέσει · 2

    Μιχαλης Χανιωτακης ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΟΛΥ ΜΕΣΤΟ.ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΑΜΕ ΕΛΠΙΔΑ.!!!!
    8 ώρες · Δεν μου αρέσει · 1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Sonia Tourkolia Υπέροχο Μαρία μου...Η βαθυστόχαστη γραφή σου πάντα μας εκπλήσσει...!!!!!!!
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · πριν από λίγα δευτερόλεπτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γιαννης Μπιρμπας Πενα νυστερι!!
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 3 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης