Πάμε για κανένα καπουτσίνο;


Πάμε για κανένα καπουτσίνο;

Καθόταν στο σκοτεινό δωμάτιο με τη ζέστη να πυρπολεί τους ορόφους των πολυκατοικιών και να κάνει την άσφαλτο ν' αντικατοπτρίζει σαν έρημος. Έμοιαζε ναρκωμένη η πόλη κι ας ούρλιαζαν τα κλάξον απ' τον εκνευρισμό του μεσημεριάτικου μποτιλιαρίσματος κι ας γουργούριζε το νερό στις αποχετεύσεις. -Οι περισσότεροι στο μπάνιο προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματά τους.-Κι εκείνη έτσι νεκρή ένοιωθε, μόλο που μόλις είχε γυρίσει από τη σχολή και τα πόδια της ακόμη πονούσαν απ' το χτεσινό ξενύχτι της στο νοσοκομείο, μόλο που τ' αυτιά της ακόμη βούιζαν απ' τις απαιτητικές φωνές των συγγενών, που μ' υπεροψία φώναζαν: " Αδελφή, αδελφή", στην πρώτη ευκαιρία.
-Αδελφή, την πάπια. Αδελφή, τον ορό. Αδελφή, άλλαξε τα σεντόνια. Νερό για τα λουλούδια. Ανέβηκε ο πυρετός. Κατέβηκε η πίεση. "Αδελφή, αδελφή," έτσι ειπωμένο, με τόση περιφρόνηση, που ν' ακούγεται βρισιά. Κάτι σα να πούμε "δουλικό" ή "παστρικιά".
Κι αυτός ο ψυχίατρος στη σχολή, να εισάγει καινά δαιμόνια στις άπραγες επαρχιωτοπούλες.
-Τι να σας πω, που να σας χρησιμέψει; Τι να σας πω, που να το θυμάστε;...
Όλες έχετε φίλο κι όσες δεν έχετε, θα βρείτε. Σα θα βγείτε για καφέ, μην παραγγείλετε καπουτσίνο. Τούτο σημαίνει πως τα θέλετε.. Κι αν θέλετε πραγματικά ν' αμυνθείτε κι όμως φοβάστε το ίδιο σας το αίμα που βράζει, βάλτε σχισμένο εσώρουχο, για πρακτική αναστολή. Σαν ειδικός σας λέω, πως καμιά γυναίκα δεν κάνει έρωτα με τρύπιο εσώρουχο. Κι αν πάλι παντρευτείτε κι ο κερατάς επιμένει πως πρέπει νάστε παρθένες, φορέστε τού τα. Τέτοιος που είναι, του αξίζει. Το αίμα, αυτό που παίρνουμε για εξετάσεις, στην κατάλληλη περιοχή, με την κατάλληλη συμπεριφορά, πείθει οποιονδήποτε για την παρθενιά σας. Γιατί, σκεφθείτε λογικά. Πόσες διακορεύσεις μπορεί νάχει στο ενεργητικό του ο κάθε άντρας, για να μπορεί να πει με σιγουριά;
Και συ, Αγγελική, από τη Μακρυχώρα, τρεις ώρες χωματόδρομο απ' το κοντύτερο κεφαλοχώρι, με λεωφορείο μια φορά τη βδομάδα κι αυτό τα καλοκαίρια, ν' ακούς με δέος τις ψυχωφελητικές τούτες κουβέντες και να ζυγίζεις με το μάτι τα μισόλογα της διπλανής και να ντρέπεσαι, πόσο να ντρέπεσαι! που δεκαοκτώ χρονώ, ακόμη δε γνώρισες κανένα αγόρι! Την παρθενιά, που τόσο καμάρωνε η μάνα σου, την κρύβεις βαθειά στη συμπεριφορά σου, μη σε προδώσει. Κι αν σε ρωτήσουν, πόσα ψέματα θάχεις να πεις, όσα λένε κι οι άλλες τα βράδια στον κοιτώνα, όλες αυτές που κάθε σαββατόβραδο μπανιάρονται κι αρωματίζονται για τη βδομαδιάτικη έξοδο κι έρχονται μετά κι όλο λένε και λένε, κι όλο και δείχνουν κάτι δαχτυλιδάκια της πεντάρας ή φουστανάκια της σειράς και καμαρώνουν σα νάναι λάφυρα που κέρδισαν σε κάποια μάχη.
Και συ, Αγγελική, πόσο φοβάσαι τον πόνο, τη ντροπή, τον ίδιο σου τον εαυτό, αυτά τα άγνωστα θεριά, τους άντρες, που ειρωνεύονται τις γυναίκες που αγαπούν σε κάποιο σκοτεινό παρκάκι, σε κάποιο ύποπτο ξενοδοχείο, στα όρθια, στα πεταχτά, φτύνουν στοργή όπως αποπατούν, ντρέπονται για την ανακούφιση που παίρνουν κι ατιμάζουν τα κορμιά που μοιράζονται μια περαστικήν απόλαυση, σα μεθύσι.
Πώς να τολμήσεις; Και με ποιον;
Σήμερα, Κυριακή, έμεινε μόνη της σ' όλο το θάλαμο και το κρεβάτι είναι σκληρό και μουσκεμένο απ' τον ιδρώτα της. Κι αν πεις πως δεκαοκτώ χρονώ, δεν έχεις πάει μ' άντρα, όλοι κι όλες σε λένε ανώμαλη. Ποιος ξέρει τι περνά απ' το μυαλό τους; Κρυφογελούν, δε σε πιστεύουν, δε σε εκτιμούν, δεν έχεις πέραση, είσαι για πέταμα, χειρότερα απ' όσο θάσουν, αν πήγαινες με τον καθένα.
Είδε τις προάλλες, σε μια γέννα (τις πήγαν για εξάσκηση) πώς οι γιατροί έβριζαν αυτές που ξεγεννούσαν κι ούρλιαζαν από πόνο κι απελπισιά.
-Σφίξου μωρή. Σαν τόκανες, σου άρεσε!
Κι αυτές, οι μανάδες, να σπαράζουν και να βλαστημούν την ώρα και τη στιγμή που έγιναν γυναίκες. Κι αυτές, οι μαμές κι οι αδελφές κι οι γιατρίνες, αμίλητες, να μη πετούν έξω τον ιερόσυλο, έξω απ' το βάθρο της ζωής, παρά να τον ανέχονται και να σωπαίνουν, πολλές φορές να συμφωνούν και να ψευτογελούν με τα αισχρά υπονοούμενά του.
Κι εκείνη ονειρευόταν να φέρει το παιδί της στον κόσμο, σ' ένα λιβάδι ολάνθιστο, γεμάτο παπαρούνες και μαργαρίτες, δίχως κανένα να τη συντρέξει έξω απ' το γαλάζιο ουρανό. Ενα παιδί, δίχως την ταπείνωση της αντρικής ορμής, δίχως την καταφρόνια του αντρικού βάρους.
Κι όμως, εκείνη, η ίδια η Αγγελική, πώς σάστιζε και τάχανε τα λόγια της, σαν τη κοιτούσε ο φοιτητάκος που τη γυρόφερνε στο νοσοκομείο! Γιατί τάχατες να πιστεύει πως τούτος θάβγαινε αλλιώτικος; Γιατί να ελπίζει;
Μια ζωή τέτοια παραμύθια δεν τη νανούριζε η γιαγιά της, για το καλό βασιλόπουλο, που από βάτραχος γινόταν πεντάμορφος, μόνο και μόνο απ' την αγάπη της; Κι έπειτα όλα αυτά τα φωτορομάντζα στα περιοδικά και τα έργα στα σινεμά με τους ιππότες, πάντα εκείνη δε νικούσε; Εκείνη, η ταπεινή και πάντα καλή, εκείνη που αγαπούσε κείνον πάνω απ' τον ίδιο της τον εαυτό, εκείνη που πάντα θυσιαζόταν. Μια ζωή, θυσία, για τον άντρα, τα παιδιά, ώσπου να πεθάνει και να της κάνουν άγαλμα, αν της κάνουν.
Διάβασε τη βουβή περιφρόνηση στο πρόσωπο της μάνας της, σαν πάτησε πόδι να συνεχίσει το σχολειό. Την κρυφή της εκδίκηση την υποπτευόταν.
-Κάνε ότι κάνεις, ήταν σα να της έλεγε. Δε θα ξεφύγεις. Η μοίρα μου σε περιμένει. Δούλα κάποιου άντρα. Αυτός είναι ο προορισμός σου. Αυτός είναι ο προορισμός κάθε γυναίκας, όσο ψηλά κι αν φτάσει.
Μα η Αγγελική πάσχιζε να ξεφύγει. Πρώτη μαθήτρια στο σχολειό, με χίλια ζόρια και καλοπιάσματα κατάφερε τον πατέρα της να πάει στο γυμνάσιο, να φύγει στην Αθήνα να γίνει νοσοκόμα, να μαλακώσει τον ανθρώπινο πόνο. Αποστολή. Έτσι τόνοιωσε κάποιο δειλινό με δάκρυα στα μάτια στο ξωκλήσι του αη Παντελεήμονα που πήγαινε ν' ανάψει τα καντήλια. Κι η ζωή τόσο απέραντη, όλη δική της!
Και τώρα, νάτη στο μουσκεμένο σκληρό κρεβάτι ενός θαλάμου με μόνη ανάμνηση το οργισμένο μητρικό βλέμμα και τόσα προβλήματα να της τρυπάνε την καρδιά, φαρμακερές σαΐτες.
Κανένας φίλος, κανένα άγγιγμα προστατευτικό σ' αυτή την άχαρη πολιτεία. Σκληρή ζωή, δουλειά βαριά, εξουθενωτική και βρώμικη, ν' ανασαίνεις το θάνατο, να καθαρίζεις τις λάσπες απ' τα παπούτσια του, να τον προσκυνάς ξανά και ξανά σε κάθε του επιδρομή στων ζωντανών τη χώρα, να χαμογελάς ψεύτικα μπροστά σε ζωντανά κουφάρια, να καθαρίζεις σαπισμένα κορμιά, ν' αγγίζεις παγωμένα μέλη, να οσμίζεσαι ιδρώτα αποπνικτικό και γλοιώδικο, να γεύεσαι αυτή την ατμόσφαιρα που μόνο το πάντρεμα αρρώστιας και φαρμάκου ποτίζει τον αγέρα. Το κορμί σου όσο κι αν το πλένεις, θυμίζει αυτή τη μυρουδιά, που κανένα άρωμα δε μπορεί να την καλύψει, τουλάχιστον για τα δικά σου ρουθούνια. Τα χέρια σου αγριεύουν, κόκκινα και χιλιοσκασμένα απ' την αναγκαστική τους καθημερινή επαφή με τα απολυμαντικά. Μάταια τα πασαλείβεις βαζελίνες. Αυτά πεισματικά παραμένουν σκληρά και σκασμένα, θαρρείς και σε περιγελούν. Κι έχεις τις προϊστάμενες να σου γκρινιάζουν, γιατί φοράς στραβά το καπελάκι, γιατί δε φοράς τις άσπρες κάλτσες, γιατί χρωμάτισες τα χείλια σου με το κραγιόνι.
-Μας θέλουν ζωντανά φαντάσματα. Τέτοια μήπως δεν είμαστε; στοχάζεσαι. Σ' ένα πλοίο φέρετρο ταξιδεύουμε, συνέχεια αδειάζοντας κουφάρια, πάντοτε γεμάτοι, πάντοτε με τη βεβαιότητα πως και η δική μας σειρά δεν αργεί.
Αναρωτιέσαι πού χάθηκε η γλυκιά απαντοχή που πλημμύριζε την ψυχή σου τέτοιες ώρες, στη σκιά κάποιου πεύκου, βουτηγμένη στη ανυπαρξία της παγκόσμιας ύπαρξης. Πού χάθηκε η βεβαιότητα της αθανασίας που διαπερνούσε τη σάρκα σου, σαν ξαπλωμένη απέναντι στον ξάστερο ουρανό, μετρούσες κι όλο λάθευες τ' αστέρια που βούλιαζαν στο σκοτάδι και πάσχιζες να προλάβεις κάτι να ευχηθείς, μα η ψυχή σου αδειανή από πεθυμιές, δεν έβρισκε κάτι τόσο σημαντικό να ελπίσει. Τότε που η ζωή ήταν αυτοσκοπός κι η ύπαρξη αυτάρκης, τότε που συ κι ο κόσμος κι ο Θεός είσαστε ένα. Κι όμως πλανεύτηκες μ' αποστολές και με κηρύγματα θυσίας όμορφα πλασμένα για αφελείς από ανθρώπους θύτες. Στρατεύτηκες και συ σ' έναν ανώφελο σαν όλους τους πολέμους στην πρώτη τη γραμμή. Και βραβεύτηκες την πίκρα και την καταφρόνια, στιγματίστηκες σαν τους λεπρούς. Θέλησες να να λευτερωθείς, μα βρέθηκες διπλά προδομένη και σκλαβωμένη. Το διαβάζεις στο βλέμμα της κάθε μεγαλοκυράς που σε διατάζει, στο σαχλόλογο του κάθε επισκέπτη που χαζεύει τις γάμπες σου, στο ύποπτο άγγιγμα του κάθε αρρώστου που υποκριτικά ζητά βοήθεια. Από σκλάβα του ενός έγινες σκλάβα των πολλών. Έτσι λευτερώθηκες. Κι ίσως αύριο, σα συμβιβαστείς και κάποιον κουκουλώσεις νάσαι διπλά σκλάβα και του άντρα σου και των ξένων. Και κείνος ο ιππότης δε λέει να φανεί κι η νεράιδα δεν έρχεται να φέρει το καλό φουστάνι της Σταχτομπούτας κι ο καιρός περνά κι οι πρώτες φλεβίτσες απ' την ορθοστασία χαράζουν μαβιά ρυάκια στα πόδια σου, πονά η μέση σου απ' το βάρος και στους γονείς σου λες ψέματα, να καμαρώνουν.
"Περνώ καλά. Όλοι μ' αγαπούν. Παντού πρώτη. Θάρθω στις γιορτές. Κάποιος γιατρός μούταξε να με πάρει. Θα τον φέρω το καλοκαίρι. Δίχως την ευχή σας δεν παντρεύομαι. Δεν κουράζομαι καθόλου. Ίσως έλθουμε να μείνουμε κοντά σας. Είναι ευκολότερο να διοριστείς στην επαρχία, μα η ζωή στην πόλη είναι πιο εύκολη. Μαζεύω για να πάρω αυτοκίνητο. Σήμερα τα προικιά ποιος τα κοιτάει; Μάνα, σα θέλεις, πούλησε το γιούκο μου. Τι να τα κάνουμε τα χράμια, τα υφαντά; Σου στέλνω κεντητά σεντόνια απ' την Κορέα να δεις που τσάμπα βγάζεις τα ματάκια σου. Με τα λεφτά τι δεν αγοράζεις; Σου στέλνω, πατέρα, ένα δίκανο για το κυνήγι. Πάψτε να μου στέλνετε δέματα με τυριά και γιαούρτια. Βρωμάνε, δεν αξίζει. Έχει τυριά εδώ απ' όλη την Ευρώπη. Άλλωστε κάνω δίαιτα. Στέλνω στο Νικάκη μικυ μάους, όπως μου γύρεψε. Εδώ πουλάνε τέτοια με τη σέσουλα. Πες του όμως να διαβάζει και του σχολειού του τα μαθήματα, αλλιώτικα δε θα προκόψει.
Σας φιλώ, με σεβασμό..."
-Πάντα με σεβασμό τελειώνω, σκέφτηκε. Με σεβασμό γεμάτο περιφρόνηση . Έτσι θάταν σωστότερο να πω.
Έσκισε το χαρτί.
-Καλύτερα να τους τηλεφωνήσω αύριο. Απ' το τηλέφωνο δεν έχεις τόσα να πεις, γλυτώνεις.
Χτες περιμέναμε μαζί στη στάση. Μιλούσε μ' ένα φίλο του. Μήπως για μένα; Έκανα την αδιάφορη. Τα παπούτσια μου ήθελαν καθάρισμα κι άξαφνα ένοιωσα ντροπή. Σαν έμπαινα στο λεωφορείο κάποιος με χούφτωσε δήθεν τυχαία. Ντράπηκα διπλά. Αν τόξερε σίγουρα θάταν αλλιώτικα. Ίσως να χαστούκιζε τον αυθάδη. Μα δείχνει δειλός. Αν μ' αγαπούσε, γιατί να μην το πει; Είναι τόσο νέος! Είναι τόσο νωρίς! Ίσως είναι από πλούσια οικογένεια. Θα γίνει γιατρός. Οι δικοί του θα γυρεύουν προίκα. Ίσως προτιμήσει καμιά του συμφοιτήτρια. Στο κάτω κάτω δεν είμαι και τόσο όμορφη, μήτε και ξέρω να τραβήξω τους άντρες. Είμαι χαζή, τα χάνω. Είμαι αφελής. Να, η Μαρκέλλα που παντρεύτηκε προχθές ήταν έξι μηνών έγκυος και γω πίστευα πως πάχυνε. Αδύνατον ανύπαντρη κοπέλα νάχει τέτοια κοιλιά. Κι η Ρένα που μαθεύτηκε πως ήταν ερωμένη του καθηγητή μήτε και το υποπτεύθηκα, όταν μας έδειχνε τις γούνες και τα διαμαντικά, που όλο κάτι ευγνώμονες άρρωστοι της χαρίζανε. Μήτε και σκέφτηκες: "Μα καλά, εγώ που λειώνω στα πόδια μου δεν πήρα ποτέ μήτε ευχαριστώ απ' τους αρρώστους, πώς λοιπόν η Έφη κι η Φανή παίρνουν λεφτά και δώρα την ίδια ώρα που καμώνονται τις άρρωστες μόλις χτυπήσουν τα κουδούνια των θαλάμων;"
Αυτός λοιπόν Αγγελική, είναι ο δρόμος που διάλεξες να θυσιάσεις τη ζωή σου. Ενας κόσμος κομμένος και ραμμένος σ' άλλα μέτρα, έξω απ' το δικό σου το καλούπι. Κι ο δρόμος που πήρες είναι μονόδρομος κι αδιέξοδο. Κανείς όμως δε στόπε στην αρχή. Κι αν έκλαψες από χαρά σα γλύτωσες από του χάρου τα δόντια κείνο το παλληκαράκι με το τροχαίο, η χαρά σου διαλύθηκε απότομα στην περιφρόνηση πού κλεινε για σένα το πρώτο του συνειδητό βλέμμα πάνω σου και κείνο το ξερό "Αδελφή, φώναξε τον κύριο καθηγητή..." Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο στο φωταγωγό κι όρμησαν οι μυρωδιές από τις κουζίνες και τα μπάνια. Πότισε τα γεράνια που ακροβατούσαν στο σκοτεινό χάος. Μια γάτα την κοιτούσε ανέκφραστη, ακίνητη, σκαρφαλωμένη στο λούκι του φωταγωγού. Κάρφωσε το βλέμμα της στα γυάλινά της μάτια και πρόσμενε σαν την "Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων" η γάτα να εξαφανιστεί και ν' απομείνει μόνο τ' ανύπαρκτο χαμόγελό της. Μα κρίμα! Η γάτα βαρέθηκε να την κοιτά, γλείφτηκε μ' αξιοπρέπεια κι αποχώρησε σιωπηλή.
Η Αγγελική έμεινε πάλι μόνη. Ξαφνικά πείνασε. Ντύθηκε αφηρημένα, χτενίστηκε, ξέχασε να βαφτεί. Στους πολυσύχναστους δρόμους, τα δειλινά, όλοι πρέπει να περιφέρουν τη μοναξιά τους σαν τα σκυλιά που πρέπει να πάρουν τον αέρα τους και να βρουν και κάποιο δεντράκι. Όταν γυρνούσε μαζί μ' όλες κάτι θάχε να πει. Κάτι απ' τη ζωή ή τ' όνειρό της. Κάτι φανταστικό δικό της ή ξένο. Κάτι που θάβλεπε στο σινεμά. Αν τύχαινε απόψε κάτι το συνταρακτικό! Ας πούμε λοιπόν, πως κάποιος τη βίασε πηγαίνοντας στο γωνιακό σουβλατζίδικο. Ας πούμε πως κάποιος σημαντικός την ερωτεύτηκε. H Αγγελική κοντοστάθηκε. Ο φοιτητάκος της την περίμενε στην κολώνα έξω από τον "Οίκο αδελφών"
-Γεια σου, της είπε με θάρρος. Περνούσα κι είπα... Πάμε για κανένα παγωτό; Κανένα καπουτσίνο;

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης