Με την κόκκινη BMW

  
Mε την κόκκινη BMW
Ήταν  κουμουνιστής. Όχι απ' τα γεννοφάσκια  του. Σε μικροαστική οικογένεια μεγάλωσε. Στριμωγμένα όλα, μα παστρικά. Σιγά σιγά αυγατέψανε. Φασούλι το φασούλι. Δασκάλα η μάνα του, χωροφύλακας ο  πατέρας. Εθνικόφρονες. Πώς  αυτός έγειρε τόσο αριστερά, αυτό ειν' άλλη ιστορία. Δεν τ' άντεχε το άδικο. Ήτανε  κι η δικτατορία και κείνες οι παρέες πούμπλεξε στο σχολειό. Δεν κακοπάθησε. Ίσως γιατί ήταν ο πατέρας.  Πέρασε γρήγορα κι η μπόρα της χούντας, μήτε που πρόλαβε να τη γευτεί κι έπειτα κείνο το αεράκι της λευτεριάς που σάρωσε κάθε αντίσταση.  Στην αρχή η μάνα στραβομουτσούνιασε.  
         -Ε,  όχι και να δούμε σφυροδρέπανα στους δρόμους!
  -Οι κουκουέδες, παιδί μου, συμβούλευε ο πατέρας, είναι  εγκληματίες. Δεν μπορεί ποτέ να εισβάλουν εις το κοινοβούλιο οι  αιμοσταγείς καπετάνιοι του ΕΛΑΣ. Αυτός κρυφογελούσε  κάτω  απ'  το νιο μουστάκι  του. Δε θα τους έφερνε αντίδραση. Δεν ήθελε ακόμη να το μάθουν. Τους άφηνε να νανουρίζονται πως σαλιαρίζει με κορίτσια. Δεν τον ενοχλούσαν  αφού δεν στράβωνε στα γράμματα. Καλοί βαθμοί. Αυτό ζητούσαν. Να  μορφωθεί,  να προκόψει, ν'  ανέβει, να γίνει κάτι καλύτερο απ'  αυτούς.  Όχι εμπόρια κι αηδίες. Δημόσιος υπάλληλος, έστω σαν κι  αυτούς.  Καλά δεν τα κατάφεραν με το μισθούλη τους; Και σπίτι έχτισαν κι αυτοκίνητο πήραν κι ένα μικρό εξοχικό. Μόλις ξοφλούσαν τόνα δάνειο, έπαιρναν άλλο. Καλύτερα να τους χρωστάς παρά να σου χρωστούν. Αυτό ήταν το απόφθεγμα. Και κείνος έπρεπε να προσαρμοστεί στα μέτρα τους, να νοικοκυρευτεί.
        Τι περηφάνια μόλις μπήκε στο Πανεπιστήμιο! Γιατρός! Ο γιος τους θα γινόταν γιατρός! Τέτοιο όνειρο, μήτε που το φανταζόντουσαν. Πώς κορδωνόταν ο γέρος του στους συναδέλφους!
  -Ο γιος μου, φοιτητής Ιατρικής.
  Μετά απ' αυτό τους τόσκασε το παραμύθι. Σιγά σιγά και με το μαλακό  έμπασε ως και το "Ριζο" στο σπίτι του χωροφύλακα. Όμως τα πράματα είχαν μερέψει. Ντρεπότανε ο γέρος του, αρνιόταν ως και να τ' αγγίξει το "ρυπαρόν έντυπον", όμως το Κόμμα ήταν νόμιμο κι ο γιος του πρώτος στη σχολή.
  -Ε, προκειμένου να τραβιέται με τα πρεζόνια και τους μηχανόβιους, ας ανεμίζει κόκκινες παντιέρες, έλεγε η μάνα του. Παιδί είναι. Κάποτε θα πήξει το νιονιό του. Θα καταλάβει το συμφέρον του. Δε βλέπει πως ψωμολυσσάνε στις ανατολικές χώρες; Αυτός, κοτζάμ γιατρός, σα βολευτεί, θα δει πως δεν έχει καμιά δουλειά με τους προλετάριους.
  Εκείνος όμως ένιωθε καλά μες την οργάνωση. Η αλήθεια είναι πως  με τους εργάτες  δεν  είχε κολεγιά.  Με τα συνδικαλιστικά των φοιτητών ανακατεύτηκε κι έπειτα πήγε στο στρατό κι έπειτα για τ' αγροτικό σ' ένα νησί που βούλιαζε απ' τους τουρίστες.  Δεν κυνηγούσε τα λεφτά κι όμως όλοι τον τσέπωναν, άλλοι για να ξεπληρώσουν τη φροντίδα του κι άλλοι για να προλάβουν το ενδιαφέρον του. Αφού τριγύρω του όλοι είχαν πολλά, πολύ περισσότερα απ' ότι εκείνος, θάταν κορόιδο να μην εκμεταλλεύεται το σύστημα και να μένει με το στεγνό μισθάκο. Τι θάφθανε να  κάνει έτσι που τα νοίκια ήταν απρόσιτα κι η ζωή κυλούσε με ρήτρα δολαρίου; Θάταν σα να υποτιμούσε τη δική του προσφορά, τα ξενύχτια και τις αγωνίες του, την ολόψυχη αφοσίωσή του στον κάθε  άρρωστο  απ'  τις ατέλειωτες  ουρές που καθημερινά στοιβάζονταν στο στενάχωρο οίκημα με τη μεγάλη ταμπέλα.  "ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ ΙΑΤΡΕΙΟΝ"
      Άλλωστε ήταν καθεστώς. Όλοι τα παίρναν. Ο προηγούμενος είχε χτίσει ξενοδοχείο, ο συνάδελφος του διπλανού νησιού μέσα σε δυο μήνες έβγαλε το κότερο. Έτσι κι αυτός, ήταν κακό που σ' ένα χρόνο έβγαλε κείνη τη λαχταριστή κόκκινη BMW, τ` όνειρο της  ζωής του; Δεν τα ζητούσε τα λεφτά. Δεν τους εκβίαζε για να τα πάρει. Μα θάταν άδικο,  όταν εκείνοι  για ένα πιάτο φαί ζητούσαν ένα μεροκάματο απ' το μισθό του, αυτός να κάθεται να παίζει το ρόλο των αγίων Αναργύρων.  Στρογγυλοκάθισε στ'  αγροτικό.  Για  ειδικότητα, ούτε κουβέντα. Είχε αφήσει κάποιαν αίτηση στο Υπουργείο κι είπαν πως θα τον ειδοποιούσαν σαν θ' άδειαζε κάποια θέση. Το νούμερο 135;
     Να υπολόγιζε περίπου πέντε χρόνια να περιμένει. Οι φίλοι του, όσοι  φυσούσαν τον παρά, τόσκασαν για τα ξένα. Εκεί και γρήγορα θα ξεμπέρδευαν και θάχουν άλλο κύρος με την ταμπέλα του ξενόφερτου. "Dr τάδε του τάδε Πανεπιστημίου" Ρώτησε και το κόμμα τι να κάνει. Τούπαν να μείνει να οργανώσει τους ψαράδες του νησιού. Τι να οργανώσει από δαύτους, που τα καλοκαίρια σ' έγδυναν για μια μερίδα μαριδάκι και τους χειμώνες την άραζαν στα καπηλειά; Μα τέλος πάντων. Πήρε ζεστά το ζήτημα. Τον αγαπούσαν στο νησί, είχε τη φήμη καλού γιατρού. Δεν εκμεταλλευόταν, έλεγαν, όπως κάποιοι άλλοι που γύρευαν δεκαχίλιαρο για τη βίζιτα. Έτσι τους οργάνωσε. Κάναν διαβήματα στους νομαρχαίους, κάναν λιμανάκι για τα καΐκια τους, γιορτές για να γεμίζουν τους άδειους τους χειμώνες και φεστιβάλ για να προβάλουν τα πολυάσχολα καλοκαίρια τους. Τότε ήταν που ήλθαν  οι εκλογές.  Γύρισε πίσω στην πρωτεύουσα για να ψηφίσει. Στην τοπική της γειτονιάς του ανακατεύτηκε με τους παλιούς του γνώριμους, στο εκλογικό τους κέντρο πρώτος και  καλύτερος.  "Εγώ, παιδιά, ότι ζητάτε. Αφισοκόλληση, τρεχάματα, σπίτι με σπίτι, ότι μου πείτε, στον αγώνα, για τη νίκη."
     Τον παραξένεψαν κείνα τα σπίτια στα στενά πούμεναν πάντα ίδια, η μπόχα στα υπόγεια που ακόμη κατοικούνταν. Δίχως να ξέρει το  γιατί,  εκείνος  πίστευε  πως  όλοι  θάχαν τη νοικοκυρίστικη εξέλιξη του γέρο χωροφύλακα ή τη νεοπλουτίστικη έκρηξη της επαρχίας. Κι έμπαινε με τη γυαλιστερή του λιμουζίνα σε κάτι σοκάκια βαριά απ' την απόγνωση και το φλογισμένο χρώμα του αυτοκινήτου φάνταζε σα βρισιά στην αριστερή του ιδεολογία και κείνος ντρέπονταν δίχως να ξέρει το γιατί.  "Δεν θέλουμε να τους υποβιβάσουμε στην τρίτη θέση, μα να τους ανεβάσουμε στην πρώτη." Ποιος τόπε τούτο το τσιτάτο που πιπίλαγε στο νου σα δικαιολογία. Έχουμε στο κόμμα και διάσημους και πλούσιους, ακόμη κι εργοστασιάρχες! Θάταν ηλιθιότητα, αφού το σύστημα σου παραδίνεται να μην τ' αρμέγεις.
        -Μα σάμπως τόκλεψα; επαναστατούσε. Και χαρά στο πράμα δηλαδή. Ένα αυτοκίνητο, που στην Ευρώπη θα το θεωρούσαν παλιό και θα τόχαν κιόλας για πέταμα.
         -Σύντροφε, είναι κάτι γιαγιάδες. Θα τις πας με τ' αμάξι να ψηφίσουν;
          Δέχθηκε με βαριά καρδιά.  Κάθε φορά στην ασβεστωμένη αυλόθυρα ένιωθε βλέμματα να  κατασκοπεύουν τα τρεμάμενα γερόντια πούμπαιναν με σεβασμό στο ασταφτερό αμάξι. Κι αυτοί οι ευλογημένοι οι σύντροφοι, τη σημαία τι την ήθελαν και τις αφίσες; Πάει, αριστερά και BMW;
         Πήρε κι αυτή την ταλαίπωρη με τα τέσσερα κουτσούβελα και την κοιλιά στο στόμα. Κάθισε δίπλα του αμήχανα, ενώ στοίβαξε τα μικρά στο πίσω κάθισμα μοιράζοντας σφαλιάρες και νουθεσίες.
  -Προσέχτε μη λερώσετε τ' αμάξι του κυρίου. Κάτω τα κουλά σου μωρή. Τα πόδια σου στο πάτωμα.  Κάθε φανάρι και μια αυστηρή ματιά στα τέσσερα κουτσούβελα που μ' ολόθαμπο βλέμμα ρουφούσαν τη μαγευτική εμπειρία, τη μοναδική, την πρώτη στη ζωή τους πολυτέλεια.
         
          Και ξάφνου νάσου  κείνο το μακρινό καλοκαίρι στο εξοχικό του Μπάμπη, του Μπάμπη του ξεροκέφαλου, που για να περνά τις  τάξεις έκανε ιδιαίτερο σε όλα τα μαθήματα σε κάθε τάξη ακόμη κι απ' το δημοτικό. Ήταν στο τέλος της χρονιάς,  μόλις είχε περάσει ο μπουμπούνας τους κι  οι γονείς του  σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για τη δασκάλα-μαμά μου, έκριναν σκόπιμο να μας καλέσουν οικογενειακά στο εξοχικό τους. Εργολάβος ήταν ο πατέρας του, αμόρφωτος. Η μάνα του δε θάχε βγάλει το δημοτικό. Το σπίτι όμως ανάκτορο, σα νάβγαινε από αμερικάνικη ταινία με το γκαζόν και την πισίνα, όλα εξωπραγματικά για τις διαστάσεις μας.  Το γεύμα λουκούλλειο, ο Μπάμπης εντυπωσιακά αλλαγμένος έξω απ' το σχολειό.
        -Τι θέλουμε; Να πάρει το παιδί ένα χαρτί, έτσι, για τα μάτια του κόσμου, έλεγε η μάνα του. Όχι, ότι θα του χρειαστεί. Θεός φυλάξει! Ψωροδάσκαλος θα γίνει το πουλάκι μου; Ας είναι καλά το εμπόριο της πολυκατοικίας. Αλλά να, για να μη μας μπαίνουν στη μύτη μερικοί μερικοί, έλεγε λοξοκοιτάζοντάς με.  Ήμουνα πρώτος στο σχολειό, μα ένιωσα τέτοιον ίλιγγο σαν είδα τα φανταχτερά κορίτσια που ήλθαν και χαϊδεύονταν στο Μπάμπη για να βουτήξουν στην πισίνα του. Πίστευα στις αξίες του πολιτισμού, της μόρφωσης, της τέχνης, των γραμμάτων, στην υπεροχή του πνεύματος πάνω στην ύλη, μα ένιωθα τόση ντροπή για τα πολυκαιρισμένα ρούχα μου.
       -Ωραία περάσαμε, είπε η μάνα, όταν μας γύρισαν με τη λιμουζίνα τους στο δυαράκι μας και πολύ παραξενεύτηκε όταν έτρεξα με λυγμούς να κρυφτώ στο καταφύγιο του καμπινέ του μόνου προσωπικά απαραβίαστου χώρου στο σπίτι μας.
        -Τότε πρωτάρχισα  να  σκέφτομαι  τον  κουμουνισμό σα ρεαλιστική λύση, κατάληξε έκπληκτος.
         
         Τον ξύπνησε η πόρτα του αυτοκινήτου που έκλεινε.
          -Εντάξει, τούπε η γυναικούλα. Τόρριξα το σωστό. Βέβαια εκείνος εκεί με τα γυαλιά προσπάθησε να με μπερδέψει και μούδωσε ένα φάκελο. Παραφύλαξα να μη με βλέπει και μέσα στη βαβούρα έριξα το χαρτάκι σου στο κουτί, να έτσι, δαγκωτό. Να, πάρε και το φάκελο να με πιστέψεις.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης