Στο Μπαλί κάποτε


Στο Μπαλί κάποτε
Πρέπει να μιλήσεις για όλα αυτά. Αυτό μου λέει η φωνή μέσα μου. Αμφιβάλω. Ποιον θα ενδιαφέρουν οι τουριστικές μου εντυπώσεις; Δε ζούμε την εποχή του Μέλβιλ που μόνο οι ναυτικοί κι οι παράτολμοι περιηγητές  μιλούσαν για του κόσμου τα παράξενα. Σε κάθε εφημερίδα ή περιοδικό βρίσκεις ρεπορτάζ διαφημίσεις γιαυτά τα μέρη. Κι έπειτα πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι η δική μου εικόνα, η εικόνα που μου επιβάλει το ταξιδιωτικό γραφείο με το κλιματιζόμενο πούλμαν, το πολυτελές ξενοδοχείο, το χρυσό κλουβί του καλά φυλασσόμενου παραδείσου μας; Και όμως τώρα που η οικονομική κρίση μηδένισε τις επιλογές των αποδράσεων νιώθω την ανάγκη να φυλλομετρήσω κάποιες φευγαλέες εντυπώσεις από  τα ταξίδια που η ζωή μου χάρισε.
Γιαυτό ακριβώς θέλω να μιλήσω. Τώρα που όλες οι πόρτες κλείνουν. Για τη διαφορά στην πολυτέλεια. Για την ψαλίδα που όλο μεγαλώνει. Για όσα μπορείς ν' απολαμβάνεις χωρίς τύψεις. Για όσα επιστρέφεις για να σε κρατήσουν στη ζωή της ρουτίνας που σε αργοσκοτώνει. Για τις μέρες γαλήνης, που κρατάς σα βαθιά ανάσα του δύτη προτού ξαναβουλιάξει στα βρώμια νερά ενός βαλτωμένου ωκεανού, όπου τα όστρακα πέτρωσαν άδεια από μαργαριτάρια.
Παραμονές Χριστούγεννα. Όσο γίνεται μακρύτερα απ’ το γνώριμο σκηνικό με τις στολισμένες βιτρίνες τις πλαστικές φάτνες και το μπαμπακένιο χιόνι. Όσο γίνεται μακρύτερα απ’ τα έλκηθρα και τα χιονισμένα έλατα. Έξω απ’ το υποχρεωτικό γιορτάσι, τις κάλπικες ευχές, τις ανταλλαγές των δώρων, τα πληκτικά ξενύχτια, τα οικογενειακά γεύματα που συχνά καταλήγουν σε καυγάδες, το ρουτινιάρικο σκηνικό μιας καταναγκαστικής ευθυμίας. Πώς να γιορτάσεις όταν όλα τριγύρω αποσυντίθενται; Όλα σε απειλούν. Οι τίτλοι των εφημερίδων, οι κραυγές των τηλεπαρουσιαστών, οι απεργίες κι οι διαδηλώσεις, οι δείκτες οικονομικής σύγκλισης, οι λογαριασμοί στο τηλέφωνο και το νερό, τα πρόσθετα τέλη, η ζωή σου που καταντά σκλαβιά χωρίς απόλαυση. Μαζεύεις πεντάρα την πεντάρα, αποστρέφεις το πρόσωπο από άλλους καταναλωτικούς πειρασμούς, αρνείσαι να προσδεθείς στο συρμό των εραστών της νυκτερινής ζωής, ντύνεσαι φθηνότερα, δουλεύεις σκληρότερα, ζεις στην κόψη του ξυραφιού για ν’ αποταμιεύσεις για τη μεγάλη φυγή, τα πρόσθετα καλοκαίρια, την ψευδαίσθηση της ισχύος που μ’ ένα δολάριο αποκτάς σ’ αυτά τα μέρη, την αντιστροφή των ρόλων, από κάτοικος μιας «αναπτυσσόμενης» χώρας που χορεύει στους ρυθμούς των υπερδυνάμεων, σε καπιταλίστα πλουτοκράτη, νάτη λοιπόν η θριαμβευτική σου είσοδος στο παλάτι σα νέα Σταχτομπούτα.
Σκηνικό μαγευτικό. Ονειρεμένη πολυτέλεια. Κλίμα τροπικό. Κατακαλόκαιρο στο Δεκέμβρη και τα αιρκοντίσιον στο δωμάτιο ανοικτό και στο μπάνιο γεμάτο το καλαθάκι με τα λογής λογής καλλυντικά, και στο μίνι μπαρ η αφθονία ξεχειλίζει εκτιμημένη σε δολάρια, κι ο νεαρός που κουβαλάει τις βαλίτζες σπεύδει να σ’ εκπαιδεύσει στα λογής λογής κουμπιά που πρόβλεψαν για την ικανοποίηση των αναγκών σου κι η έγχρωμη τηλεόραση με διεθνή εμβέλεια κι ο ήλιος απ’ έξω καυτός η συννεφιά ευπρόσδεκτη, ανοίγεις τη μπαλκονόπορτα να ξεφύγεις απ’ το τεχνητό κλίμα και τ’ αεράκι σου χαϊδεύει κάθε πόρο του κορμιού.
Επιτέλους, ξανά εδώ, κοντά στον Ισημερινό, για πρώτη φορά κάτω από καινούριο ουρανό, στο Νότιο Ημισφαίριο, μακριά από τον Πολικό της λογικής, συντονισμένοι στο ρυθμό των μουσώνων, σ’ έναν επίγειο παράδεισο, στο Μπάλι. Η είσοδος του ξενοδοχείου ήταν αντίγραφο της εισόδου στο ναό του αγιάσματος. Όλο το ξενοδοχείο είχε τη  υποβλητικότητα ναού συνδυασμένη με την πολυτέλεια και την άνεση χώρου, που έκαναν τον επισκέπτη να νιώθει άνετα. Τρεις πισίνες, η μια διαμορφωμένη σα λιμνούλα δίπλα στη θάλασσα, πλαισιωμένες όλες με δέντρα φορτωμένα με λευκά ευωδιαστά μπουκέτα από άνθη που θύμιζαν γαρδένιες και μια άνετη παραλία με λευκή κρυστάλλινη αμμουδιά όπου στο γκαζόν κάτω από τους κοκοφοίνικες αναπαύονταν οι ξαπλώστρες που πρόθυμοι νεαροί μετακινούσαν κατά τις επιθυμίες σου, στον  καυτό ήλιο ή τη στεριά. Το μπαρ ανάμεσα στη θάλασσα και τις πισίνες όπου ράθυμοι πελάτες συντροφιαζόντουσαν μ’ ένα ποτήρι ποτό. Η θάλασσα γαλήνια και θολή σπαρμένη φύκια στο βάθος τρικυμισμένη έτσι που έβλεπες τα τεράστια κύματα των Τροπικών να χαράζουν τον ορίζοντα α καλπάζουν αφρισμένα μέχρι που έσβυναν στ’ αναχώματα που είχαν προβλέψει οι ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων που κάλυπταν όλο τον ευρύχωρο κόλπο παρατεταγμένα ειρηνικά και με μόνο σύνορο την ταμπέλα που σε καλωσόριζε στο διπλανό ξενοδοχείο. 
Κανείς από τους ντόπιους δεν κυκλοφορούσε σ’ αυτή την τεράστια περιοχή των ξενοδοχείων και των εμπορικών κέντρων, έτσι που έμοιαζε νάναι κλειστό γκέτο. Μόνο στις παρυφές του κόλπου, πάνω στο νησάκι όπου ξεχώριζε ένας μικρός ναός, γυναίκες μαζεμένες σε καλημέριζαν και σου πρότειναν την πραμάτεια τους, παρεό χρωματιστά και μπλουζάκια με την ανάμνηση του νησιού τυπωμένη σε στάμπα, ενώ κοντά στο μόλο κάποιοι άντρες σε πλεύριζαν καλώντας σε για μια βόλτα πάνω σε πλοιάριο με γυάλινο πάτο για ν’ ανακαλύψεις την ομορφιά του βυθού. Ελάχιστοι πήγαιναν. Οι περισσότεροι προτιμούσαν τη σιγουριά του ξενοδοχείου που σε προσιτές τιμές πρόσφερε ότι επιθυμούσε ο πελάτης, ενώ καθημερινά πρότεινε ένα κατάλογο από δραστηριότητες διαθέσιμες μαζί με πολιτιστικού τύπου πληροφορίες για το νησί. Κοντά στην είσοδο του τεράστιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος, μέσα σε τείχη κλεισμένα παραγκομάγαζα πουλούσαν σ’ εξευτελιστικές τιμές που μείωνες ακόμη περισσότερο με το παζάρι ντόπια ξυλόγλυπτα, ρολόγια μαϊμούδες και διάφορα αξιοπερίεργα τουριστικά είδη.
Το δωμάτιο καλόγουστο και φροντισμένο, είχε ένα τετράγωνο κρεβάτι στη μέση όπου άνετα θα κοιμόντουσαν τέσσερις. Σκεπτόμουν την ερμηνεία που θα μπορούσε να δώσει αυθαίρετα ο νεαρός που έστρωνε το κρεβάτι στην άπλα τούτου του κρεβατιού. Νεαρός κι όχι καμαριέρα αφού η πλειοψηφία του προσωπικού των ξενοδοχείων αποτελείται από άντρες, σ’ αντίθεση με τα μικρομάγαζα όπου οι γυναίκες έχουν την ευθύνη, αναστρέφοντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα που θέλουν μόνο τις γυναίκες κατάλληλες για  δουλειές νοικοκυριού. Σε κάποια άλλα ξενοδοχεία μπορείς να επιλέγεις αν θες τα κρεβάτια ενωμένα ή χωριστά. Εδώ σου πρότειναν τη λύση της ευρυχωρίας, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ποικίλα. Παντού στον κόσμο το κρεβάτι παραπέμπει περισσότερο στο σεξ και λιγότερο στον ύπνο, αν και όλοι κοιμούνται, ενώ λιγότεροι κάνουν σεξ και μάλιστα πετυχημένα. 
Άλλωστε στο ξενοδοχείο η πλειοψηφία ήταν  οικογενειάρχες που είχαν έλθει να γιορτάσουν τις διακοπές του νέου χρόνου με όλη τους τη φαμίλια. Ζευγάρια νεαρών ευρωπαίων με κάνα δυο κουτσούβελα, οικογένειες γιαπωνέζων απ’ τους παππούδες μέχρι τα εγγόνια, και περίπλοκες οικογένειες μωαμεθανών που οι γυναίκες τους κυκλοφορούσαν με καπαρντίνες και κεφαλομάντηλο στην παραλία κουβαλώντας πάντα κάποιο μωρό που επιτηρούσαν αγέλαστες καθισμένες στις ξαπλώστρες δίπλα στις άπιστες με τα μπικίνι που μπαινόβγαιναν στο νερό και τον ήλιο. Μπορούσες άνετα να κάνεις συγκριτική ανθρωπολογία μελετώντας τη διαφορετική συμπεριφορά των οικογενειών, από τους ευρωπαίους που οι άντρες διασκέδαζαν παίζοντας με τα μωρά τους στην πισίνα, τους γιαπωνέζους που βιντεοσκοπούσαν τα μωρά να πλατσουλούν στο νερό με αποκλειστική ευθύνη των γυναικών και τέλος τους μωαμεθανούς που ποτέ δεν ανακατευόντουσαν με την οικογένεια, έτσι που δε μπορούσες να διακρίνεις την κυρά από τη δούλα και τη μάνα από τη δεύτερη σύζυγο ή την κόρη. Πόσο διαφορετικά είναι σήμερα τα ξενοδοχεία πολυτελείας από εκείνα που συναντάς στις σελίδες των παλιών μυθιστορημάτων. Στο «έγκλημα στο Νείλο» και στα παρόμοια μυθιστορήματα, η άρχουσα τάξη απολάμβανε μόνο αυτή τη χλιδή και πήγαινε εκεί για να επιδειχθεί και να έλθει σε επικοινωνία με τους ομοίους. Ήταν αναγκαίο το να πηγαίνει κάθε τάξη υποχρεωτικά στα συγκεκριμένα ξενοδοχεία των τόπων παραθερισμού που επέβαλε η κάθε μόδα, αν ήθελες να είσαι σεβαστός στον περίγυρός σου. Οι σχέσεις των ανθρώπων εμπλέκονταν, γνωριμίες και συνοικέσια, παράλληλα με οικονομικές συμφωνίες, αργόσυρτες διακοπές για προνομιούχους που κρατούσαν συνήθως μήνες κι ανάγκαζαν τους ανθρώπους σε συνύπαρξη. Τώρα ο ένοικος των πολυτελών ξενοδοχείων είναι περαστικός και μένει για λίγες μένει στον ίδιο τόπο, προτιμά τη  μοναξιά απ’ την επικοινωνία, απολαμβάνει την αλλαγή όπως ο πνιγμένος την τελευταία του ανάσα, δε μοιράζεται την εμπειρία. Συνήθως ζευγαρωμένος, αν και οι μοναχικοί βρίσκουν τελικά συντροφιά με κάποια αμοιβή, τρώει μέχρι σκασμού πρωινό για να κάνει κούρα αδυνατίσματος μετά στο γυμναστήριο, όπου το μπαρ κι εκεί είναι σε περίοπτη θέση. Μελετώντας τις συνήθειες μας φαίνεται ότι μας έχουν κατατάξει στον πολιτισμό του οινοπνεύματος, αφού θεωρούν αυτονόητο τ’ ότι  τα οινοπνευματώδη πρέπει νάναι σε πρώτη ζήτηση όπου υπάρχει δυτικός άνθρωπος.
                Από τις πρώτες μέρες παρατηρούσαμε τις ετοιμασίες που νομίζαμε ότι είχαν σχέση με τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Φύλλα φοινικιάς περίτεχνα πλεγμένα, αγάλματα θεϊκών πνευμάτων τυλιγμένων με καρό ασπρόμαυρα υφάσματα και βωμοί προσφορών στη ρεσεψιόν όπου φωτογραφίζονταν οι ένοικοι. Κείνο το πρωί είδαμε ασυνήθιστη κίνηση στην είσοδο. Μια ορχήστρα ντόπιων μουσικών με παραδοσιακές φορεσιές, ένα πλήθος πολύχρωμο και μια ατμόσφαιρα αναμονής. Νομίσαμε ότι γυρίζεται κάποια ταινία. Μας είπαν ότι το ξενοδοχείο άλλαζε διευθυντή κι αυτή ήταν η τελετή υποδοχής του. Μπροστά ακριβώς από την φανταχτερή είσοδο πάνω σ’ ένα ύφασμα είχαν ρίξει χώμα σ΄ ένα αυτοσχέδιο τεραίν τριγυρισμένο με λουλούδια. Οι άντρες με τις φούστες συναγμένοι γύρω από δυο πετεινούς έβαζαν στοιχήματα, όσο τα όργανα κούρδιζαν την αναμονή. Στο τέλος έδεσαν από ένα νυστέρι στο νύχι του κάθε πετεινού κι όλοι περιτριγύρισαν το κοκορίσιο γήπεδο. Ένας άντρας άρχισε να μουρμουρίζει προσευχές ραίνοντας με ανθοπέταλα και σπόρους το χώμα. Δυο άντρες κρατούσαν στην αγκαλιά τους τα δυο ασήμαντα πετεινάρια  έτσι που ν’ αντικρίζουν το ένα το άλλο και τους τραβούσαν φτερά απ’ το λαιμό για να τα ερεθίσουν. Έπειτα τα έριξαν στο χώμα. Τα πετεινάρια άρχισαν να πηδούν το ένα ενάντια στο άλλο ενώ τα χρήματα  σοδιάζονταν στα χέρια των διοργανωτών κι οι λιγοστοί πελάτες φωτογράφιζαν τη μάχη πάνω απ’ τα κεφάλια των ντόπιων που παρότρυναν τα κοκόρια. Δεν κράτησε πολύ. Ακούστηκαν φωνές κι ο κύκλος των ανθρώπων έσπασε καθώς οι πετεινοί εκτοξεύθηκαν σε μια κατεύθυνση έξω απ’ το γήπεδο στα μαρμάρινα σκαλιά του ξενοδοχείου. Τ’ αφεντικά του έτρεξαν να τους χωρίσουν. Μόνο ο ένας ήταν ζωντανός. Ο άλλος σπαρταρούσε στο καλογυαλισμένο μάρμαρο εκτινάσσοντας αιμάτινους πίνακες προς το φιλοθεάμον κοινό που έσπευδε ν’ απομακρυνθεί. Τον μάζεψαν στο χώμα δίχως να βιάζονται να καθαρίσουν το αίμα. Τα χρήματα μοιράστηκαν στους κερδισμένους.
Είχαμε δει αρκετά. Προχωρήσαμε στην πλαζ  και ξαπλώσαμε κάτω απ’ τους κοκοφοίνικες . Όλο το πρωινό ακούγαμε τα ταμπούρλα και τα πνευστά. Το μεσημέρι πέρασε απ’ την παραλία μια παράξενη πομπή από τους μουσικούς γυναίκες που έραιναν με σπόρους και ανθοπέταλα, παιδιά που κρατούσαν καλάθια με φρούτα άνδρες που θύμιαζαν και άλλους που έσερναν στο χώμα μια ψόφια πάπια κι ένα κουνέλι που ήδη μύριζε. Δεν υπήρχε ιερέας σ’ αυτή την πομπή. Όλοι συμμετείχαν αυτόνομα. Τρεις φορές έκαναν το γύρο του ξενοδοχείου αγνοώντας  τους πελάτες που έτρεχαν να λάβουν θέση και να φωτογραφιστούν ή τους αυτοσχέδιους σκηνοθέτες των βιντεοσκοπήσεων.  Δεν ήταν θέαμα τουριστικό αλλά πρακτική ζώσα. Προσωπικό ασφαλείας  εξυπηρετούσε  τις ανάγκες των εστιατορίων και των μπαρ. Οι υπόλοιποι με τις οικογένειές τους συμμετείχαν στη γιορτή. Ήταν γιαυτούς σημαντική όσο κι η καθημερινή τελετουργία υποδοχής της μέρας και της νύχτας με προσφορές και προσευχές.
Νύχτα Χριστουγέννων και το ξενοδοχείο είχε προβλέψει για κάθε είδους ρεβεγιόν ανάλογα με τις ανάγκες των ενοίκων του. Εξωτικό, παραδοσιακό, αμερικάνικου τύπου, με δώρα για τα παιδιά,  για οικογένειες και μεμονωμένους. Νύχτα μαγική με την πανσέληνο να  παίζει κρυφτούλι με κάποια μοναχικά σύννεφα και μεις στο τουριστικό παζάρι σύρριζα στο τείχος που περιβάλει τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα πολυτελείας να παζαρεύουμε ένα ξυλόγλυπτο ή ένα αναμνηστικό, ότι μας γυάλιζε στο μάτι, κι έπειτα καταλήξαμε σε κείνο το κεντράκι, κάτω απ’ τον ανεμιστήρα, μοναδικοί πελάτες, με τρεις υπαλλήλους να μας υπηρετούν. Κόκκινο κυρίαρχο και μπροστά στο θαμπό καθρέφτη τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου ν’ αναβοσβήνουν παιχνιδιάρικα. Οι περισσότεροι τουρίστες σταματούν εδώ για να πιουν φθηνότερα τη μπύρα. Εμείς προτιμήσαμε τον αστακό και τις γαρίδες για το χριστουγεννιάτικο δείπνο μας. Το φιδάκι για τα κουνούπια κάτω απ’ το τραπέζι μόλις μπεις, και τα φιστίκια για ορεκτικό μ’ ένα ποτό καλωσορίσματος προσφορά απ’ την αόρατη διεύθυνση του κέντρου. Το ρύζι καβουρδισμένο κατά τα ινδονησιακά πρότυπα αντί για ψωμί κι σάλτσα για τον αστακό με σκόρδο. Διαλέγεις κάτι που να ταιριάζει στα δικά σου γούστα περισσότερο. Μπανάνες τηγανητές για επιδόρπιο. Οι κοπέλες με την παραδοσιακή φορεσιά σπεύδουν να προλάβουν τις επιθυμίες σου. Κι έπειτα στο τέλος προσφορά ένα ποτηράκι τσίπουρο από κοκοφοίνικα, παγωμένο, αρωματικό να σε χτυπάει στο κεφάλι.
Τα μικρομάγαζα όπου τ’ απόγευμα κυράδες φορτικά μας καλούσαν να ρίξουμε μια ματιά στο εμπόρευμά τους τώρα ήταν κλειστά και μπορούσες να παίζεις με τους ήχους απ’ τα κρεμασμένα καμπανάκια από μπαμπού που κυμάτιζαν στο φύσημα τ’ ανέμου. Τραβούσαμε φωτογραφίες κι είμαστε ευτυχισμένοι που είμαστε μαζί σ’ αυτό το όμορφο μέρος του κόσμου. Απολαμβάναμε την καλοκαιριά, τη ζέστη, τον εξωτισμό του τόπου. Κι έπειτα περπατήσαμε στο τεράστιο πάρκο προς το ξενοδοχείο μας με το φεγγάρι να μας κατασκοπεύει, μάταια αναζητώντας στο φωτισμένο ουρανό το Σταυρό του Νότου, αγκαλιασμένοι στην πορεία κάτω από το προστατευτικό βλέμμα των ιδιωτικών αστυνομικών που επιτηρούν αυτό το γκέτο για προνομιούχους.
-Ποιος είναι απ’ τους δυο μας στο κλουβί; με είχες ρωτήσει το πρωί καθώς παρατηρούσαμε τους ψαράδες που μας πρότειναν μια βόλτα με το πλοιάριό τους που είχε γυαλί για πάτο.
 Δεν ήξερα να πω. Προτιμούσα όμως ν’ αγνοώ τον περίγυρο. Ήμουν αποφασισμένη ν’ απολαύσω αυτό που αγόρασα, δηλαδή την ξεγνοιασιά λίγων ημερών κάτω απ’ τον ήλιο, πριν ξαναβουλιάξουμε στη βιοπάλη. Ήθελα όλα να τ’ αφήσω πίσω μου κι ήμουν ευτυχισμένη γιατί είμαστε μαζί. Δεν είναι εύκολο να βρεις σύντροφο για τα ταξίδια σου. Ήταν μια μέρα ξεχωριστή. Με τα ψώνια μας, μετά το απολαυστικό πρωινό, το μπάνιο και τον έρωτα στο τετράγωνο κρεβάτι του ξενοδοχείου, την παράσταση του Ραμαγιάμα και τώρα το βράδυ το ξεχωριστό δείπνο και το φεγγάρι θαρρείς παραγγελία για το ρομαντισμό μας.
Δε βιαζόμαστε να κοιμηθούμε. Περπατήσαμε στην έρημη ακρογιαλιά που φωτιζόταν από τους προβολείς που έβαφαν έντονα τις ακίνητες σημαδούρες, κόκκινα φεγγάρια  σ’ ασημένιο πέλαγο. Ξαπλώσαμε στις πολυθρόνες αγναντεύοντας το φεγγάρι που έχυνε ποτάμια φως στη θάλασσα. Σου κρατούσα το χέρι και με φίλησες. Είμαστε καλά.
Τότε την άκουσα να με καλεί. Όλες τις προηγούμενες μέρες παρέμενε σιωπηλή εγκλωβισμένη στα σύνορα του κυματοθραύστη. Ανάσαινε στους ρυθμούς του φεγγαριού. Το πρωί φουσκωμένη, τ’ απόγευμα κατεβασμένη, πάντα ζεστή με τα φύκια να καλύπτουν το βυθό και τα κοράλλια ν’ απειλούν κάθε σου βήμα στην άμμο. Βουβή θάλασσα, λίμνη θαρρείς. Κι απόψε την πρωτάκουσα να συλλαβίζει τ’ όνομά μου. Είπες ότι φταίει το κρασί του κοκοφοίνικα. Δε μ’ εμπόδισες να την πλησιάσω κάτω απ’ το φως των προβολέων. Ήθελα να τη βυθομετρήσω. Ανασηκώνοντας τη φούστα ήθελα να δω μέχρι πού θα μ’ άφηνε να προχωρήσω.
Ψέματα. Ήθελα να κολυμπήσω στο φεγγερό ζεστό της ποτάμι. Ήθελα να βυθιστώ σον ψίθυρό της. Ήθελα να μ’ ακολουθήσεις και συ. Ήθελα να μ’ αγκαλιάσεις στην αγκαλιά της. Ήθελα να ξεφύγεις για μια φορά απ’ τη φωνή της σύνεσης, να γίνεις η σκιά της παρόρμησης.

Υπάκουσα στο κέλευσμα της λογικής σου και σ’ ακολούθησα στην ασφάλεια του κλιματιζόμενου δωματίου. Άνοιξες την τηλεόραση να δεις τις διεθνείς ειδήσεις. Κλείστηκα στην τουαλέτα με κάποια πρόφαση. Το κοινό μας ταξίδι ήταν ως εδώ. Έκλεισα τα μάτια στο τετράγωνο κρεβάτι δίπλα σου κι όμως τόσο μακριά.
-Δε μοιραζόμαστε τίποτε με κανένα, σκέφθηκα. Συμπορευόμαστε. Ταυτιζόμαστε μόνο με το ανείπωτο, το ανέκφραστο, το αυθεντικό. Με τη φωνή της θάλασσας και του φεγγαριού. Με τη φωνή της ψυχής μας. Με τα λάθος νεύματα των παρορμήσεων. Με τις τελετουργίες των ονείρων. Δε σμίγουμε παρά μόνο με το θάνατο.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Georgia Birba Πάρα πολύ ωραίο κείμενο καθώς και οι φωτογραφίες! Οι εικόνες, τα συναισθήματα από τα ταξίδια είναι ένας μεγάλος θησαυρός στη ψυχή μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης