Ποιος σκότωσε το μικρό Οσμάν;


Ποιος σκότωσε το μικρό Οσμάν;

Τα μάτια του αγοριού ήταν μεγάλα. Είχαν το χρώμα των νερών της λίμνης. Όχι γαλάζια, ούτε πράσινα. Πρασινόγκριζα.
Σε κοιτούσαν ολόισια σαν ρώτησε, σαν όλα τα παιδιά.
-Τον πόλεμο γιατί τον κάνουμε;
Δεν του αποκρίθηκες. Ήθελες χρόνο να σκεφθείς.
- Οι αρχηγοί τους φταίνε; ξαναρώτησε.
Για κείνον ο αρχηγός ήταν κάτι σα μυθικός θεός. Μακρινός, απρόσωπος, ακατάλυτος, πηγή κάθε εξουσίας, κάθε συμφοράς. Δεν ήταν άνθρωπος, δε μπορούσα νάναι. Ήταν αρχηγός, πλασμένος ηγέτης.
-Και οι ίδιοι, του αποκρίθηκες. Και μεις οι ίδιοι φταίμε. Αν ο κάθε φαντάρος αρνιόταν να πάει στον πόλεμο, τότε οι αρχηγοί δε θα μπορούσαν πια να κάνουν πόλεμο.
-Όμως ο πόλεμος είναι μακριά. Δεν έρχεται ίσαμε μας, βεβαίωσε με αμφίβολη σιγουριά.
Δε μίλησες. Φοβήθηκες να κλονίσεις τη μικρή του ελπίδα.
Καθημερινά στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, ακούει, βλέπει για πολέμους. Γιατί να του ξυπνήσω αγωνίες; Ας έλθει μόνο του το αύριο να τον τρομάξει. Εγώ δε θέλω να το συντρέξω. Ας πιστέψει τον πόλεμο για παραμύθι, για παιχνίδι. Ας μη νιώσει τη φρίκη του. Τουλάχιστον όσο περνά στο δικό μου χέρι.”
Το κάθισες στην αγκαλιά σου κι ανασήκωσες το κατάμαυρο σγουρό τσουλούφι πούσκιαζε τα φρύδια του και το φίλησες στο μεσοφρύδι.
-'Ωρα για ύπνο, αγόρι μου. 'Ωρα για ύπνο, μικρέ Οσμάν.

Ο καιρός κυλούσε γοργά σαν τα μικρά ρυάκια στις βουνοκορφές, φασαριόζικα και βιαστικά. Στην πόλη μας άρχισαν ν' ακούγονται φονικά. Κάποιοι σκότωσαν κάποιους. Πολιτικά τα αίτια. Αριστεροί τους δεξιούς, δεξιοί τους αριστερούς, που και που έπαιρνε και κανα ουδέτερο η μπόρα. Πούθε άρχισε το κακό; Ποιος κάθισε να ρωτήσει; Και τι σημασία θάχε σε αυτή την ατέλειωτη ματοβαμμένη αλυσίδα, ποιος έστησε το πρώτο κρίκο;
Πήραμε την Κύπρο, λευτερώσαμε τους δικούς μας από τη σκλαβιά, γενήκαμε πιο δυνατοί, μ' αλίμονο, ούτε πιο πλούσιοι, ούτε πιο ευτυχισμένοι! Αρχίσαμε ν' ακούμε και για το Αιγαίο, για τους γείτονες πούπαιρναν τα πετρέλαια μας, την υφαλοκρηπίδα μας. Εξόπλιζαν τα νησιά τους και τρέμαμε για τη δική μας ασφάλεια. Στο μεταξύ οι φόνοι πύκνωναν κι ο φόβος άρχισε να πλακώνει. Οι πιστωτές μας γκρίνιαζαν, κινδύνευαν οι τόκοι τους, οι προστάτες μας απειλούσαν. Είμαστε οι φαντάροι της πρώτης γραμμής, χαλούσαμε τον ύπνο των δυνατών.
-Τι ακατάστατοι καιροί, μα τον Αλλάχ! Όλο απαιτήσεις αυτοί οι ξυπόλυτοι! Κάποιος πρέπει να τους βάλει μυαλό.
Η Λίρα μας κόντευε να γίνει τραπουλόχαρτο από την υποτίμηση. Όλοι ζητούσαν, όλοι απαιτούσαν, όλοι φοβόντουσαν, όλοι περίμεναν.
Η Τουρκία μοιάζει με κάτι πεισματάρικους γέρους, που μισοπεθαμένοι παλεύουν με νύχια και δόντια με τη μοίρα τους, αρνιούνται να “ξεκουραστούν” να χαμογελάσουν επιτέλους οι κληρονόμοι τους. Τόσοι αιώνες τώρα που οι Ευρωπαίοι βιάζονταν να μας ξεκοκκαλίσουν από ζωντανούς. Ο Μεγάλος Ασθενής μας είχαν βαφτίσει. Μα μεις, για πείσμα τους, παρασταθήκαμε στα ξόδια πολλών από τους τότε ζωντανούς κι ακόμη επιζούμε.
Μας φοβούνται σαν το αδάμαστο νιο πουλάρι. Δε μας καταλαβαίνουν, δε μαντεύουν τις σκέψεις μας και μας σφιχτοδένουν. Ίσως νάναι γιατί οι μεγάλοι πάντα φοβούνται τους μικρούς κι οι πλούσιοι τους πεινασμένους. Όχι τους ίδιους. Τρέμουν τη φτώχεια τους, τη μιζέρια, τη δυστυχία τους. Κρατούν στ' αμπάρια τους να σαπίζουν οι καρποί, μ' αρνιούνται να τους προσφέρουν. Και αν ζητήσουν πιότερα; φοβούνται. Θάβουν τα φρούτα τους οι αγρότες, που με τόσο κόπο και χτυποκάρδι σόδιασαν και κλείνουν τ' αυτιά στ' αμέτρητα “πεινώ” των συνανθρώπων τους. Και αυτό το λένε πολιτική!
Μα εμείς γιαυτούς είμαστε μεγάλοι εγκληματίες, προαγωγοί της ηθικής της Δύσης στη μαγεία των ναρκωτικών. Τους δίνουμε όπιο για να συνάξουμε ψωμί, λιμάνια για να ντυθούμε, την αξιοπρέπειά μας για να επιβιώσουμε. Και σα ζητάμε πολλά, θυμώνουν κι αγριεύουνε κι εμείς μαζευόμαστε σα δαρμένα σκυλιά. Είμαστε μια φτωχή χώρα. Αυτό μας λένε στο σχολειό. Είμαστε μια φτωχή χώρα. Αυτό μας πιπιλίζουν στο μυαλό οι μεγάλοι μας φίλοι. Μα γιατί; Και ως πότε;
Γιατί οι αγάδες να κάθονται και οι μεροκαματιάρηδες να πεθαίνουν στο μόχθο; Γιατί οι γυναίκες τους να ράβονται στο Παρίσι και οι δικές μας να μην έχουν δεύτερο φουστάνι; Γιατί τα παιδιά τους νάχουν αμερικάνικα κολέγια και τα δικά μας ούτε καλύβι για σχολειό; Γιατί εκείνοι νάχουν ατομικές βόμβες και μεις γιαταγάνια; Ως πότε θα καρτερούμε το ξημέρωμα;
Είμαστε μια δημοκρατία με χωροφύλακα στο κεφάλι της, κι αυτός σα δάσκαλος ξερόβηχε και χτύπαγε το μολύβι του στην έδρα σε κάθε στραβοτιμονιά των πολιτικών μας. Οι ξένοι μας κορόιδευαν, δε μας εμπιστεύονταν. Ποιος νάχει εμπιστοσύνη σε μουσουλμάνο; Εκείνοι είναι όλοι τους χριστιανοί, πιστεύουν στην αγάπη, την ισότητα, την αδελφοσύνη, τη λευτεριά κι όμως ότι αρπάξουν κι όπου βουτήξουν! Εμείς είμαστε μουσουλμάνοι, ορκισμένοι νικητές. Δεν έχουμε μεις ηλίθιους καλόγερους. Οι παπάδες μας είναι μπροστάρηδες και η Περσία ξεσκέπασε το αληθινό μας πρόσωπο. Μας είπαν οπισθοδρομικούς, μα η αλήθεια είναι πως σκιάχτηκαν τη δύναμή μας. Κι επιτέλους λούφαξαν σκιαγμένοι οι δυνατοί. Τι φοβήθηκαν; Τη φτώχεια, τον πληθωρισμό, την ανεργία μας; Οι προστάτες, οι σύμμαχοί μας, οι εχθροί μας...
Και μεις βαφτίζαμε εχθρό τον αδελφό για νάχουμε σκοπό στη ζήση μας. Και μεις ματοκυλίσαμε τη γη που ποτίσαμε με ιδρώτα, τη γη που κάρπιζαν τα όνειρά μας για λευτεριά, ισότητα, δικαιοσύνη....

Τα μάτια του μικρού Οσμάν ήταν ολάνοιχτα σα μικρές πρασινόγκριζες λίμνες, που καθρέφτιζαν το όνειρο.
“Το πραξικόπημα ήταν επιβεβλημένο” έλεγε η τηλεόραση.
“Το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο” γράφαν οι εφημερίδες.
“Ο τουρκικός λαός δέχθηκε με ανακούφιση το πραξικόπημα” είπαν τα ξένα πρακτορεία. Το Ρόιτερ πρωτοανάφερε την είδηση. Οι πιστωτές μας αναστέναξαν με ανακούφιση. Οι δεσμοφύλακες χαλάρωσαν την επιτήρηση. Αισιόδοξη και η γειτονική Ελλάδα. Τώρα ίσως φανούμε λογικοί...
Το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο...
Στην αλάνα ξαπλωμένος καταγής ο Οσμάν σε μια λιμνούλα αίμα με τα πρασινόγκριζα μάτια του να στοχεύουν ολόισια τον ουρανό. Στο μεσοφρύδι, κει πούπεφτε πάντα το μελαχρινό του τσουλούφι μια πληγή σαν άστρο σημαδεύει τ' αστέρια.
Το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο, μα η μάνα του δεν τόλμησε ναβγει στους δρόμους να το γυρέψει. Πώς τάχατες να ξέφυγε; Για πού να τριγυρνούσε; Ο πόλεμος, τόσο μακρινή υπόθεση για το μικρό Οσμάν, μπήκε ξαφνικά στο παιχνίδι του με μια ριπή όπλου. Ποιος τάχατες να πάτησε τη σκανδάλη μπρος στα λιμνιασμένα μάτια του; Ποιος νοιάστηκε να μάθει μες στο μεθύσι τ' αλληλοσπαραγμού;
Αρκεί που το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο!
Κανείς δεν έψαξε για το φονιά του μικρού Οσμάν. Ούτε και συ. Η μάνα του!

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

THE STORY OF LITTLE OSMAN
by Maria Arvaniti Sotiropoulou

The eyes of the boy were huge. They had the colour of the water of a lake. Not green or blue. They were silver. He was looking at you straight tin the eyes when he asked as most children do:
-Why are we making war?
You didn't answer. You needed time to think.
- Should we blame their leaders? he asked again.
For him, the leader was something like god. Far away of all human problems, without a face, the source of all power, the spring of any distraction. He was not human. He could not be. He was the Leader. Born to demand.
-It is our fault, you answered. We should blame ourselves too. If every soldier denied to fight, how could the leaders make any war?
-But war is far away from us, he said with doubt in his voice. We shall not have any war.
You didn't answer. You were so afraid to seek his weak hope.
`"Every day in TV he looks and listens about wars. Why should I give him new agonies? Let tomorrow come and frighten him. I don't want to hurry. Let him believe that war is just a fairy tale, nothing more than one of his games. Let's hope that he should never feel his horror. At least as I can prevent it."
You made him sit at your feet and you touched his black curl that dropped in the middle of his forehead.
-Time to go to bed. You should sleep now, my little Osman.

Time was passing like the streams on the mountain, happily and quickly.
We have started to hear about Killings. Someone murdered somebody. For political reasons. Bombs exploded. Where did it start? Who asked? And what would the difference be? We had taken Cyprus deliberating our people, we seemed to be stronger but helas not richer or happier. Our money became weaker day by day and the states that had lent us started to complain. Every body was asking, everybody was demanding, everybody was expecting.

The eyes of little Osman were open like two small silver lakes which mirrored his dreams.
-The coup was necessary, you could hear on TV's news.
-The coup was bloodless, it was written in the Press.
-Turkish people accepted the coup with a feeling of release, was reported from the foreign press agencies. Reuter was the first that announced the news. Everybody was relieved.
The coup was bloodless.
In the backyard little Osman was lying in a small lake of blood with his silver eyes scooping straight to the sky. In the middle of his forehead, exactly at the same point in which his curl used to drop a wound with the shape of a star is now pointing to the stars.
The coup was bloodless, but his mother didn't dare to go to the streets to look for him.
How had he escaped from the house? Where did he want to go?
The war which was so far away from little Osman had suddenly invaded to his games with a shotgun.
Who was the man who fired at the lakes of his eyes?
Who cared to learn in that storm? Every body was so happy because the coup was bloodless.
Nobody searched for the murderer of little Osman. Not even you. His mother.

Piraeus 1980

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης