O οικογενειακός τάφος


O οικογενειακός τάφος
  Σπυρί σπυρί τις μάζευαν τις οικονομίες τους για τα προικιά της Καλλιρρόης  Εργατικοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Πετραδάκι πετραδάκι τόστησαν το αυθαίρετο, φτερό στον άνεμο πάνω στο ξεροβούνι, κατάντικρυ στα ηρωικά στενά της Σαλαμίνας. Νύχτα βροχερή στην καταιγίδα το σήκωσαν όπως όπως, μια σκεπή λαμαρινένια πάνω από τα κεφάλια τους να στάζει -δε βαριέσαι! Αρκεί που είναι δική μας- κι η Καλλιρρόη με τα μεγάλα μάτια της πάντα υγρά σαν της λαφίνας να κοιτά τη θάλασσα, που αυλακωνόταν από τις αστραπές -τι θάλασσα; βούρκος μαθες- και τα νεκρά καράβια στην Ψυττάλεια αδρές φιγούρες σαν το πεπρωμένο.
Σιγά σιγά, μέρα τη μέρα χτίσαν ένα δωμάτιο, ίσα να κοιμούνται, μια κουζινίτσα ίσα να χωρά το τσουκάλι τους, ο καμπινές με πόρτα εξωτερική κι ένα μικρό κοτέτσι για νάχει το παιδί πάντα το φρέσκο το αβγό. Σιγά σιγά η πετρωμένη γη ντύθηκε με άσπρους τενεκέδες βασιλικά, γεράνια και γαρούφαλα και το νερό ευλαβικά να χύνεται σαν αγιασμός, με πόση δυσκολία ν' ανεβεί την ανηφόρα! Σιγά σιγά ο τόπος άρχισε να μοιάζει γειτονιά. Αγκαλιαστά ξεφύτρωναν οι φράχτες με τις ασβεστωμένες πέτρες, πούκλειναν καλυβάκια άτσαλα, σαν του Καραγκιόζη, που μάντρωναν μιαν αυλή παιδιά.
Κι η Καλλιρρόη να φουντώνει και ν' ανθεί σαν το κρινάκι στη γλάστρα, να χτίζει όνειρα θεριά, σαν τα νεκρά καράβια, ν' ακούει το τραγούδι των ανέμων, τη μυρουδιά του γιασεμιού, να μάθει να φυλάγεται απ΄της βροχής το ρέμα, απ' το μαγκάλι τις βραδιές, να μάθει ν' αφουγκράζεται την άνοιξη που παραμονεύει τις χειμωνιάτικες νυχτιές κάτω απ' το κρουσταλιασμένο χώμα, να μάθει να φοβάται την εξουσία, να μπιστεύεται τον όποιο τυραγνισμένο, ν' αγαπά τον όποιο τη ζυγώνει. Κι η Καλλιρρόη κελάρυζε τα πρώτα της τραγούδια, τιτίβιζε τα πρώτα γράμματα, τα μάτια της δυο μουσκεμένα ερωτηματικά, σταλαγματιές του τίμιου ιδρώτα. Κι άνθιζε και μοσκοβολούσε η Καλλιρρόη και κάρπιζε κι ομόρφαινε κι ήτανε το καμάρι της γειτονιάς. Κρυφαναστέναζαν στις διπλανές αυλές τ' αγόρια, τη ζήλευαν οι κοπελιές. Μ' αυτή έχτιζε ακόμη πέτρινα καράβια και τάσπρωχνε με βια στη βουρκωμένη θάλασσα, που πεισματικά κάθε βράδυ, αιώνες τώρα, βουτούσε πάντα κατακόκκινος ο ήλιος. Αυθάδικα ακόμη παραμόνευε τον κάθε σπόρο να φυτρώσει, το κάθε λουλούδι ν' ανοιχτεί διάπλατα στον ήλιο. Κουβέντιαζε με τη μικρή της καρδερίνα, την έβγαζε απ' το κλουβί, κι εκείνη κάθονταν στον ώμο της κι ακούμπαγε μ' εμπιστοσύνη το κεφαλάκι της στο τρυφερό της μάγουλο. Λάτρευε η Καλλιρρόη τη ζωή, την απέραντη σαν τον ουρανό, την αχόρταγη σαν τη θάλασσα, τη γιορταστική σαν την άνοιξη, την άπιαστη σαν τον ήλιο. Άπλωνε τα χέρια και ζεσταίνονταν στ' όραμά της. Η ζωή! Πού πλήξη; Πού ανία; Πού κακομοιριά; Που ζήλια; Ο πλούτος όλος μαζεμένος στ' αυθαίρετο του μαστρο Παναγή και της κυρά Λενιώς. Ο πλούτος του κόσμου όλος, προίκα της Καλλιρρόης.
Κοντά στα δεκατέσσερα πρωτοαπαντήθηκε με το μαύρο καβαλάρη. Φτερούγισε στη γειτονιά τους κι άρπαξε με βιας ένα πεντάχρονο αγόρι, που ξετρελαμένο από τη μπάλα αψήφησε τ' αυτοκίνητο που κατρακυλούσε στο χωματόδρομο. Πένθησε η γειτονιά μαυροντυμένη. Στην κάθε φτωχογειτονιά κοινή η χαρά, κοινή κι η θλίψη. Το μοιρολόι του νεκρού παιδιού ήταν του παλικαριού, που θα στηνόταν, του άντρα που θ' αντρειεύονταν, του εραστή που θ' αγαπιόταν, του πατέρα που θα γινόταν σεβαστός, του γέροντα που θ' αναπαυόταν, του παιδιού που στάθηκε γραφτό το χάρο πρόωρα ν' αποζητήσει.
-Να σ' έθαβα σε μια γωνιά του φράχτη, ακριβέ μου, πουλάκι μου... Να σ' έκλεινα για πάντα στην αυλή μου, μωρό μου...Να σε τύλιγα για πάντα κάτω απ΄τη σκεπή.. τον έκλαιγε η μάνα του. Κι η Καλλιρρόη τόνιωθε βαθιά καθώς κοιτούσε το χλωμό νεκρικό προσωπάκι, που άλλαζε σχήματα στο παιχνίδισμα των κεριών.
-Κι εγώ την καρδερίνα μου, αν τύχει και πεθάνει, στηναυλή μου θα τη θάψω. Νάναι δίπλα μου, έστω και πεθαμένη. Να της μιλώ και ίσως -ποιος ξέρει;- αν μπορεί θα μ' απαντήσει. Γιατί να παίρνουν τον Κωστάκη μακριά;Το νεκροταφείο είναι τόσο παγωμένο μέρος! Μάρμαρα παντού και τα λουλούδια δε μυρίζουν. Γιατί να βάζουν μάρμαρα; Θαρρείς και θέλουν να σιγουρευτούν πως οι πεθαμένοι δε θα σηκωθούν να μας πλησιάσουν. Τους φοβούνται τους πεθαμένους. Γιατί; Τι κακό μπορεί να κάνουν; Κακό μας κάνουν οι αστυφύλακες όταν γκρεμίζουν τα σπίτια, οι δικαστές όταν τα παίρνουν, οι μπακάληδες που έχουν τόσο ακριβά φαγιά, οι έμποροι που δε μοιράζουν δωρεάν τα ωραία πράματα. Οι νεκροί ποιον μπορεί να βλάψουν; Κάνουν πόλεμο οι πεθαμένοι; Αδικούν; Ληστεύουν; Τρομοκρατούν; Γιατί τους φυλακίζουν τους πεθαμένους; Γιατί τους εξορίζουν; Τους γονιούς μου, αν ποτέ πεθάνουν, θα τους κρατήσω για πάντα κοντά μου. Μήπως δεν είναι δίπλα μου, μέσα μου, αφού είμαι παιδί τους; Κοντά μου θα κρατήσω τους γονιούς μου για πάντα, το ορκίζομαι.

     Την επόμενη χρονιά έκανε ένα καυτό καλοκαίρι. Οι νύχτες δεν προλάβαιναν να σφουγγίσουν την κάψα από τις τσίγκινες σκεπές. Το νερό στο κανάτι έβραζε. Ο ήλιος αργοπορούσε στους χωματόδρομους, που μήτε φύλλο δε σκίαζε κι ο λίβας έφερνε το ξερό χώμα στα πνευμόνια των παιδιών, που αδιάφορα συνέχιζαν να χτίζουν πύργους στη σκασμένη διψασμένη γη. Πύργους με πέτρες κι αγκάθια, πού και πού με δάκρυα κι αίμα.
  Πρωί πρωί πετάχτηκε απ' το κρεβάτι η Καλλιρρόη τρομαγμένη, σαν κάποιος ίσκιος να διάβηκε την πόρτα. Κοίταξε δίπλα της στο παράθυρο για τη μικρή της καρδερίνα. Έπρεπε να της πει την πρώτη καλημέρα. Αλίμονο, το κλουβί αδειανό κείτονταν καταγής. Κάποιος γάτος είχε κατασπαράξει τ' αγαπημένο της πουλί και τώρα μόνο λίγα πούπουλα πιασμένα στα τέλια του κλουβιού μαρτυρούσαν το πέρασμα κάποιας αγάπης. Η Καλλιρρόη έκλαιγε απαρηγόρητα.
-Μην είσαι παιδί, τη συμβούλευαν οι γονιοί της. Ένα πουλί ήταν. Ήταν γραφτό να το φάει η γάτα. Ήταν φυσικό. Άλλωστε πόσο θα ζούσε; Έτσι είναι η ζωή. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, οι γάτες τα πουλιά και τα ψάρια. Μη στεναχωριέσαι άδικα. Θες να σου πάρουμε καινούρια καρδερίνα;
   Δε καταλάβαιναν. Τι να καταλάβουν; Αυτό το πέρασμα δίχως ίχνη την αναστάτωνε την Καλλιρρόη. Δίχως κανένα ορατό σημάδι, κανένα υλικό θυμητάρι, σα να μην υπήρξε ποτέ, σαν τις γραμμές που χαράσσονται τα καλοκαίρια στη θάλασσα κι έπειτα σβήνουν σα να μη δημιουργήθηκαν ποτέ...
-Είναι άδικο. Τόσο άδικο! σκεφτόταν.
  Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Κωστάκη άθελά της κρυφάκουσε τη φρικιαστική ιστορία.
-Πήγατε; έλεγε η μάνα της.
-Ασ' τα κυρα Λένα μου, έλεγε κλαίγοντας η μάνα του παιδιού. Άλιωτο βγήκε το πουλάκι μου, ολόκληρο. Όπως το βάλαμε. Λες κι είχε τις πολλές αμαρτίες, το παιδάκι μου!
-Τα χώματα φταίνε, τη διάκοψε η κυρα Λένα. Δεν προλαβαίνουν ν' ανασάνουν. Τόσοι αποθαμένοι ο ένας μετά τον άλλο! Πάει κι η γη. Στούπωσε πια.
-Τόγδυσαν το παιδάκι μου, συνέχισε να μοιρολογά η μάνα, τούσχισαν τα ρουχαλάκια του, τούκοψαν το κορμάκι του μ' ένα τσεκούρι, τόβαλαν σ' ένα καροτσάκι σα σκουπίδι, το παράχωσαν αλλού, πάνω πάνω, λίγο να σκάψουν τα σκυλιά, πάει ξαθάφτηκε το αγγελούδι μου. Γιατί, Θεέ μου; Γιατί μας τυραννάς; Να τόξερα; Ζωντανή θα πουλιόμουνα να βρει το παιδάκι μου αναπαμό, ν' αγοράσω λίγη γης δικιά μου, να το παραχώσω, να τ' αναπάψω ήσυχο, η καρδούλα μου, που βασανίζεται στο θάνατο, όπως και στη ζωή. Γιατί Χριστέ μου, ως και στο θάνατο μια τέτοια αδικία; Όσοι έχουν τα λεφτά, ως και στο θάνατο αγοράζουν τη γαλήνη. Εμείς μια ζωή τυραννία κι αποθαμένοι τα ίδια μαρτύρια! Κόλαση. Αν δεν είναι αυτό κόλαση, τότε τι είναι Θεέ μου;
-Μη βλαστημάς, χριστιανή μου, την αποπήρε η κυρα Λένα κι ύστερα μουρμούρισε. Καλύτερα να μας καίγαν, όπως λένε ότι κάνουν έξω. Γιατί να τυραννιούνται οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;

    Θάχε περάσει ένας χρόνος όταν ο Χρήστος, καλό παιδί, όμορφο, τίμιο κι εργατικό, συνάδελφος του κυρ Παναγή, ζήτησε το χέρι της Καλλιρρόης απ' τον πατέρα της.
-Με την ευχή μου, παιδί μου, του αποκρίθηκε. Το συζήτησα με τη μάνα της και τ' αποφασίσαμε. Θάναι για το καλό της. Ένα παιδί σαν και σένα περιμέναμε. Τούτο το σπιτάκι, προίκα της, να χτίσετε το δικό σας σε πιο γερά θεμέλια απ' ότι εμείς, νάχετε από κάπου να πιαστείτε. Το νομιμοποιήσαμε, είναι καθαρό, να το τιμήσετε.

        Την Καλλιρρόη δεν τη ρώτησαν γιαυτό το προξενιό μήτε η μάνα μήτε ο κύρης της. Γιατί να τη ρωτήσουν; Τι ήξερε κείνη από τη ζωή για νάχει λόγο; Δεν τους κρατούσε κακία. Ήξερε ότι πίστευαν πως ήταν για το καλό της. Φίλησε το Χρήστο όταν της το ζήτησαν. Ένοιωσε όμως πίκρα στο φιλί του. Νάταν γιατί δεν τόχε πεθυμήσει;
    Ένα μήνα μετά τ' αρραβωνιάσματα ήλθε η συμφορά. Μια έκρηξη στο εργοστάσιο έφερε πυρκαγιά. Ήταν εκεί που δούλευε ο κυρ Παναγής. Έξαλλη η κυρα Λένα έτρεξε να τον σώσει. Δεν πρόλαβαν να τη βαστήξουν καθώς όρμησε στη φλογισμένη αίθουσα. Κάηκαν οκτώ εργάτες σε αυτό το ατύχημα. Ανάμεσά τους η κυρα Λένα και ο κυρ Παναγής. Καρβουνιασμένα μάζεψαν τα πτώματά τους. Με δυσκολία τα ξεχώρισαν. Η Καλλιρρόη διάταξε και τάβαλαν στην ίδια κάσα. Περίεργο! Ο Χρήστος δεν ήξερε τι να σκεφθεί. Ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσε η Καλλιρρόη μαθαίνοντας τ' ατύχημα. Κείνος περίμενε πως θάπεφτε στην αγκαλιά του με λυγμούς, πως θα ούρλιαζε και θα ξεμαλλιαζόταν ή πως θα λιποθυμούσε. Περίμενε όλα αυτά που θάκανε κάθε γυναίκα. Μα κείνη τον κοίταξε βουβά με μάτια σαν τα κάρβουνα πυρωμένα κι έπειτα ψέλλισε.
-Τον τάφο... Πρέπει να πάρω κάποιο τάφο.
Στην αρχή ο Χρήστος δεν κατάλαβε.
-Τρέξε στο νεκροταφείο. Πρέπει ν' αγοράσουμε τον τάφο τώρα, μ' ακούς; Να τον αγοράσουμε όσα κι αν ζητούν.
-Θα της περάσει. σκέφθηκε ο Χρήστος. Ησύχασε γλυκιά μου, προσπάθησε να την καλμάρει. Αυτοί του Γραφείου κηδειών ξέρουν τι πρέπει να κάνουν.
-Θα πάω μόνη μου, σηκώθηκε αποφασιστικά εκείνη.
-Τι πας να κάνεις; τη συγκράτησε ο Χρήστος. Οι τάφοι είναι ακριβοί. Στοιχίζουν μια περιουσία και δεν πουλούν πάντα. Δε γίνονται έτσι αυτά τα πράματα. Άσε να γίνουν όλα όπως πρέπει, όπως τα συνηθίζουν οι άνθρωποι της σειράς μας.
-Πρέπει να πας, τον εξόρκισε εκείνη. Όσο κι αν κοστίζει πρέπει να γίνει. Οι γονιοί μου πρέπει ν' αναπαυθούν. Δεν το καταλαβαίνεις;
-Μα... στοιχίζει μια περιουσία, επανάλαβε κείνος ξέπνοα.
-Το σπίτι, την προίκα μου. Θα το υποθηκεύσω.
-Τρελάθηκες; Οι πεθαμένοι δεν έχουν ανάγκη. Οι ζωντανοί χρειάζονται μια στέγη πάνω απ' τα κεφάλια τους. Για σένα έφτιαξαν αυτό το σπίτι οι γονιοί σου... για μας.
-Άκου Χρήστο, του είπε ψυχρά εκείνη. Αν τόχτισαν τούτο το σπίτι για μένα οι γονιοί μου, εγώ είμαι ικανή να κρίνω αν θέλω να το κρατήσω ή να τους το χαρίσω. Εσύ, ακόμη άντρας μου δεν είσαι και λόγος δε σου πέφτει. Θα βρεις άλλη με σπιτικό να στεγάσει τα όνειρά σου. Εγώ σπίτι πια δεν έχω. Οι γονιοί μου τόχτισαν, οι γονιοί μου θα το χαρούν κι εγώ αύριο κοντά τους. Υπάρχει μήπως πιο σίγουρη πρόβλεψη από δαύτη; Κάποτε κι εγώ κάτω από την ίδια στέγη θα χωθώ, κάτω απ' τον ίδιο τάφο. Λέγε τώρα, σαν φίλος του σπιτιού και όχι σαν αρραβωνιάρης μου. Θα με συντρέξεις σ' ότι πω ή ν' ανασκουμπωθώ και να πάρω τους δρόμους να το πετύχω;
Χαμήλωσε το κεφάλι ο Χρήστος.
-Θα γίνει όπως το θες Καλλιρρόη, ψιθύρισε με σέβας.
   Έτσι γίνηκε κι η προίκα της Καλλιρρόης, που μαζεύονταν σπυρί σπυρί, έχτισε έναν οικογενειακό τάφο σε φτωχή περιοχή του νεκροταφείου, μια πιθαμή γης ικανή ν' αναπάψει τα πετρωμένα της όνειρα.

    Και δίχως προίκα την παντρεύτηκε ο Χρήστος, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, μ' ακόμη και αν δεν την παντρεύονταν τι θα μετρούσε; Το προξενιό που στήσαν οι γονιοί της όσο ζούσαν με το στανιό στεριώθηκε μόνο στο θάνατό τους σα νάταν πέτρινο γιοφύρι.
  Το σέβας ξύπνησε την πεθυμιά κι η πεθυμιά τον έρωτα και τέτοιον έρωτα ποια δύναμη μπορεί να τον δαμάσει; Απ' το μηδέν ξανά και κάτω απ' το μηδέν αν χρειαστεί, δουλεύοντας κι οι δυο χέρι χέρι, ο Χρήστος και η Καλλιρρόη σπυρί το σπυρί συνάζουν τις προίκες των παιδιών τους, του Πέτρου και της Λένας. Κι αν χρειαστεί, το ξέρουν πως μπορεί να ξοδευτούν, ας είν' στους πέντε ανέμους, απ' τα παιδιά τους, για τη ζωή κι όχι ξανά για κάποιο οικογενειακό τους τάφο!

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης