Μνήμες του 1940

...Μας στοίβαξαν στα βαγόνια σαν τα ζώα, ανασαίναμε τις απόπνοιές μας, ο ιδρώτας και το τσιγάρο πότιζαν τις χλαίνες μας. Στα χωριά, που σταματούσαμε, τα κοριτσόπουλα μας πετούσαν λου­λούδια και φιλιά με μάτια δακρυσμένα.
Κι αυτοί, άντρες λεροί μα δυνατοί, με αδρά σκαμμένα απ' τον ή­λιο και τον αγέρα πρόσωπα έβγαζαν απ' τον κόρφο τους κάποια φωτογραφία και στα κρυφά, λες κι ήτανε ντροπή, τη χάιδευαν με τα ροζιασμένα δάχτυλα και τη φιλούσαν κάτω απ' τα δασιά μουστά­κια.
Κι εκείνοι, αμούστακα παιδιά, τραγουδούσαν στη γωνιά εμβατή­ρια αγκαλιασμένοι και πίστευαν πως πάνε σε λαμπρινό γιορτάσι.
Κι εγώ μετρούσα τα πρόσωπα και τάγραφα στο τεφτέρι του νου.
Είχα πια γδυθεί τον εαυτό μου, γινόμουν ένα μ' αυτή την αόρατη συνείδηση, που μας σφιχτόδενε πάνω απ' τα κεφάλια μας, ανάμε­σα στους καπνούς και τη βουή. Είχαμε όλοι γδυθεί τους εαυτούς μας, γινόμαστε ένα, το στιβαρό χέρι μιας αθάνατης ράτσας. Πάνω απ' όλα η φύτρα μας να μη χαθεί. Το μουσκεμένο μ' αίμα των προ­γόνων χώμα ξύπνησε, διψούσε για το δικό μας χρέος. Δεν το σκε­φτόμαστε. Δεν είμαστε μεις, ασήμαντοι κόκκοι άμμου, που θ' αντι­στεκόμαστε στο κάλεσμα.
Αφήναμε ηδονικά την παλίρροια να μας παρασύρει σε νέα διά­σταση. Η ζωή μας πια δεν είχε καμιάν αξία. Η επιβίωση της γενιάς, του συνόλου, της πατρίδας, αυτό μετρούσε μοναχά, η επιβίωση της Ελλάδας.

Μεις, που τη βρίζαμε και την περιφρονούσαμε, μεις που την κρί­ναμε απολίτιστη κι άξεστη, μεις που τρέχαμε στα Παρίσια να καυχη­θούμε πως είμαστε με το συρμό της εποχής, μεις, τώρα, προσφέρα­με αυθόρμητα τα κορμιά μας ζωντανές ασπίδες να μη χαθεί, να μη σκλαβωθεί σε κανενός είδους πολιτισμό ή βία, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Διεκδικούσαμε τη λευτεριά για να παραμείνουμε νάμα- στε, όπως είμαστε, άξεστοι, τεμπέληδες, απατεώνες, ξεροκέφαλοι, δαιμόνιοι κι ηρωικά πιστοί στις έμμονες ιδέες μας για λευτεριά, δι­καιοσύνη, ισότητα.
Μας παράλαβε ένας λοχίας αγριωπός με τσιγκελωτό μουστάκι και κιτρινισμένα απ' τη νικοτίνη δάκτυλα. Στις καλές μέρες θάταν ο χα­ρακτηριστικός τύπος του καλόκαρδου μπεκρή. Αυτή η καλωσύνη στραφτάλιζε στα μικρά μάτια, που σκιάζονταν απ' τα δασιά του φρύδια.
Οσο μαλλί περίσσευε στο υπόλοιπο κορμί του, τόσο γυμνή από­μενε η κεφαλή του, έτσι που να καταντά γελοίος, σα φραγκισκανός μοναχός, μ' αυτή τη μακρυά του τούφα που προσπαθούσε να συγ­κρατήσει κολλημένη στ' ολισθηρό του κρανίο.
Τον λέγαν Λεωνίδα.
Μας καλωσόρισε με χοντρές βρισιές.
Δυο νεαροί φοιτητές, αμούστακα ακόμη παιδιά, βάλθηκαν να κοι­τιούνται αμήχανα. Κόλλησε ο ένας πλάι στον άλλο, σα σιαμαία απ' τον τρόμο τους.
- Ο Φίλιππος κι ο Ναθαναήλ, είπε δείχνοντας τους ο λοχίας κι αυτό το παρατσούκλι θα τους κολλούσε κατάσαρκα για όλη τους τη στρατιωτική ζωή.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να καταλάβουμε τη στοργή και την τρυφεράδα, πούκλειναν με αδέξιο τρόπο όλες οι σκληρές λέ­ξεις του λοχία μας.
Ανεβαίναμε, συνέχεια ανεβαίναμε, περνώντας από ρημαγμένα χωριά. Η λάσπη κι οι κοργιοί γίναν ένα με το πετσί μας. Η βροχή σαν έπεφτε τις ατέλειωτες πορείες μας, στην αρχή έμοιαζε χαϊδευ­τικό άγγιγμα τ' ουρανού στην ταλαιπωρία μας, μ' αργότερα μετάλαζε σε τυραννία, να σέρνεις πρόσθετα βάρη νερού κολλημένα στη σάρκα σου.
Οι βροντές κι οι κεραυνοί δεν ξεχώριζαν απ' τις εκρήξεις, λες κι ο ουρανός συνεριζόταν τ' ανθρώπινα και πάσχιζε να παραβγεί σ' α­πειλές τα κανόνια.
Κι εμείς βαδίζαμε σκυφτοί κι αμίλητοι, η κούραση να νεκρώνει το μυαλό, μηχανικά τα πόδια να τσαλαβουτούν στις λάσπες και στις α­νηφοριές τα ζώα να στομώνουν, πιο λογικά θαρρείς απ' τους αν­θρώπους, να πρέπει να τα βιάσουμε ν' ανέβουν ως το θανατερό α­λώνι.
Βουνά, βουνά, πόσα βουνά ορίζουν την πατρίδα μου! Πέτρα ζυ­μωμένη μ' ιδρώτα κι αίμα!
Κι ο θεός της Ελλάδας θαρρείς κόντρα μας. Το κρύο νωρίς, να δαγκώνει τις καρδιές, νωρίς νωρίς και τα πρώτα χιόνια. Το φαί λιγο­στό, ο ύπνος ελάχιστος, η καρδιά πετρωμένη.
Σιμώναμε στην πρώτη τη γραμμή. Βαδίζαμε. Απέναντι μας κατη­φόριζαν οι άλλοι, λεροί, ρακένδυτοι, κοκκαλιάρηδες, αγριεμένοι, τυλιγμένοι ματωμένες γάζες, τρελλά μάτια, πυρετικά, να κοιτούν πέρα, μακρυά, τα πόδια όλα μπανταρισμένα βρωμερά κουρέλια κι ε­κείνα τα υπόκωφα βογγητά, που μήτε οι κανονιές δε σκέπαζαν κι η μοναξιά του πόνου γαλακτερή ομίχλη να μας κόβει την ανάσα. Ο ένας φοιτητής, δεξιά μου, ο «Φίλιππος» δάκρυσε. Χαράχτηκε το μαυρισμένο του μούτρο.
- Αντε, κουνηθήτε, κόπανοι, βροντοφώναξε ο λοχίας μας βραχνά.
Οσο σιμώναμε, τόσο νύχτωνε, μια νύχτα αφύσικη, θολή, φωτι­σμένη απ' τις φωτοβολίδες, οι κανονιές να τραντάζουν τα σπλά­χνα, να σε κάνουν να θες να χωθείς καταγής, να βυζάξεις το χώμα, να κρυφτείς στα σπλάχνα της γης, μιας κι ο ουρανός μοιάζει τόσο ε­χθρικός πάνωθέ σου, που δεν τολμάς να υψώσεις ικετευτικά το βλέμμα.
Οάταν μεσάνυχτα, σα φτάσαμε.
Σε μια παράγκα στριμωγμένοι, καμιά εκατοστή φαντάροι μισοκοιμισμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο.
Μόλις μπήκαμε, μας πήρε η αποφορά απ' την απλυσιά και τα χνώτα. Ο «φίλιππος» βγήκε γοργά να ξεράσει. Ο «Ναθαναήλ» από κοντά, για συμπαράσταση. Ηταν, βλέπεις, καλομαθημένοι, δεν ψή­θηκαν ακόμη αρκετά.

Βολευτήκαμε αμίλητοι καταγής, σε μια γωνιά, ο ένας κολλητά στον άλλο, έκανε και διαολόκαιρο κι ο αγέρας μπούκαρε παγωμέ­νος απ' τις χαραμάδες και την πόρτα, δίχως να καταφέρνει να ξεμο- λέψει την ανθρώπινη μπόχα.
Παρ' ότι ήμουν ψόφιος, τα πόδια μου μουδιασμένα και το κορμί παράλυτο,ο νους μου δε μπορούσε να βρει σταλιά αναπαμό. Άρχι­σα να μετρώ τις κανονιές, όπως παλιά μετρούσα πρόβατα για να με πάρει ο ύπνος. Όμως οι κανονιές ήταν πραγματικές, δε μπορούσαν να με βοηθήσουν. Προσπάθησα να υπολογίσω την απόσταση απ' τον κρότο τους. Μάταιος κόπος. Ηξερα καλά. Τέρμα τ' αστεία. Αύ­ριο θα παίρναμε το βάπτισμα του πυρός. Αύριο, ίσως να μην είμα­στε όλοι πίσω.
Τώρα, που τα μάτια μου συνήθισαν το μισόφωτο της καλύβας , μπόρεσα να δω το λοχία, που ροχάλιζε βαρειά με το κεφάλι ριγμένο στο στήθος του. Δεν ξέρω γιατί, μα αυτή η γαλήνη του με γέμισε μ' αυτοπεποίθηση.
-  Ισως, όλα πάνε καλά, συλλογίστηκα.
Στον ώμο μου, ακουμπούσε κοιμισμένος ο «Φίλιππος». Τα μάγουλά του ήταν ακόμη υγρά απ' το κλάμα. Που και που, στον ύπνο του, μουρμούριζε παραπονιάρικα.
-  Μανούλα, μανούλα, μανούλα μου.

Απέναντι μου, δυο μάτια λάμπαν σαν της γάτας διάπλατα ανοι­χτά, κι ένα τσιγάρο σπίθιζε γράφοντας ημικύκλια στον αγέρα. Θά- ταν ο «Ναθαναήλ».
-  Συνάδελφε, μου ψιθύρισε δίπλα μια φωνή..
Σχεδόν κολλητά στο πρόσωπο μου είδα τ' αγριωπό μούτρο του Παναγή, απ' τη Δημητσάνα.
-  Συνάδελφε, δεν κοιμάσαι;
-  Οπως βλέπεις... ψιθύρισα ανόρεχτα.
- Να σου μιλώ; με ρώτησε βραχνά, λες και τον πνίγαν. Να σου μιλώ, γιατί θαρρώ θα τρελλαθώ. Ούτε σα ξεγεννούσε η Μαριγώ, τέτοια λαχτάρα.
-  Η γυναίκα σου; Ρώτησα απρόθυμα.
-  Οχι καλέ.. Η αγαπημένη μου γελάδα, γέλασε βραχνά.
-  Σσσσ τούκανα, γιατί ένοιωσα το νεαρό πλάι μου, να τινάζεται τρομαγμένος, μ' αυτός πού να ησυχάσει απ' το χαχανητό, που, ά­ξαφνα, ένοιωσα να με συνεπαίρνει και μένα με μια μανιασμένη δύ­ναμη.
-  Αει να χαθείς, Παναγή, τούπα μισοαστεία, μισοσοβαρά.
Τότε, κείνος αγρίεψε, μ' έπιασε απ' το λαιμό, κόντεψε να με πνί­ξει.
- Πάρτο πίσω, πάρτο πίσω, μου φώναζε κι όλοι αναταράχτηκαν τρι­γύρω.
-  Σκασμός, ούρλιαξε ο λοχίας, που πετάχτηκε απ' τον ύπνο του.
-  Μούπε να χαθώ... Μούπε να χαθώ, φώναζε μέσα από υστερικά α- ναφυλλητά ο Παναγής.
-  Μα... μα... ψέλλισα. Ηταν αστεία... Δεν τόπα για κακό... Δεν το εννοούσα...
Κείνη την ώρα κάποιος πρόβαλε απ' την πορτούλα αθόρυβα, κά­τι έγνεψε.
-  Να δω τώρα τί αξίζετε... είπε ο λοχίας. Πάμε, κουνηθήτε, διάολοι. Και μοιράζοντας κλωτσιές δεξιόζερβα, μας ανάγκασε όλους να βγούμε έξω.
Στον ανοιχτό αγέρα, μείναμε με το στόμα κρεμασμένο. Χιόνιζε χοντρά χοντρά κι τόχε κιόλας στρώσει. Μόλις χάραζε στις κορυφογραμμές κι όλα είχαν βαφτεί μ' ένα αθώο ροζ.
- Ομορφη εικόνα θα κουβαλήσουμε στον κάτω κόσμο! μουρμούρισε ο «Φίλιππος» πλάι μου.
-  Τι λες, ρε μαλάκα; μούγκρισε ο λοχίας σα μπουλντόκ. Εννοείς, ό­μορφη καρτ-ποστάλ απ' την πατρίδα μας θα κουβαλήσουν οι σκα- τοφασίστες στην κόλαση.
Ο Παναγής χαχάνισε σα χύτρα που βράζει.
-  Νόστιμα που τα λέει ο λοχίας!! Χι, χι, χι, Στην κόλαση, οι φασί­στες!!
- Αντέτε, κινάμε, πρόσταξε ο λοχίας σοβαρά και σταυροκοπήθηκε.
Ο ήλιος πρόβαλε περίεργα το κεφάλι του πίσω απ' τα βουνά, λες και μας επιθεωρούσε, σα δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης.
-  Αέρα, α, α, α, αντηχούσαν τα κρουσταλιασμένα βουνά κι αμέσως το χιόνι μουτζουρώθηκε λαδιές φιγούρες πούτρεχαν με τ' όπλο στο χέρι ανάμεσ' από φλόγες και καπνούς.
Κανείς πια φόβος, μόνο η μέθη η πολεμική, η μηχανική ενστικτώ- δικη κίνηση του αλόγου, που ορμά στον κουρνιαχτό της μάχης. Δεν κοιτούσες πίσω ή πλάι, μόνο εμπρός, πάντα εμπρός. Δεξιόζερβα έ­σκαγαν οβίδες, άκουγες βογγητά, κραυγές, μα τίποτε δε σ' άγγιζε, λες κι όλα ήταν έξω από σένα, λες και δεν κινδύνευες την ίδια στιγ­μή να γίνεις ένα με το λασπωμένο χιόνι και τη φωτιά που ενώνον­ταν με τόσο πάθος.
Προχωρούσα έτσι αλλοπαρμένος, ξερνώντας θάνατο σε σκιές ε­χθρικές, που βρίσκονταν αντίκρυ, όταν ξαφνικά, μεσ' από ένα θά­μνο, πρόβαλε με τα χέρια ψηλά ένας ιταλός, έμοιαζε δεκαπεντά- ρης, άοπλος, παραδομένος, μ' ένα δειλό χαμόγελο στα χείλια.
Τον σημάδευα. Δε μούκανε καρδιά να τον χτυπήσω, αυτόν τον εχθρό με το φιλικό πρόσωπο. Δίστασα για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή.
Ενοιωσα ένα κάψιμο στο στήθος και χάθηκε ο κόσμος από μπρος μου.

Έτσι λοιπόν, άδοξα, τέλειωσε για μένα ο πόλεμος με μια πισώπλατη σφαίρα, σε μια στιγμή που ξύπνησε η ανθρωπιά πούχα κατα­πιέσει βαθιά μέσα μου.
Τι ακριβώς έτρεξε, κανείς δεν βρέθηκε να μάθουμε. Ούτε τι από­γινε ο νεαρός Ιταλός με το δειλό χαμόγελο.
Αντίθετα μαθεύτηκε πως ο Παναγής σκοτώθηκε σ' αυτή την πρώτη μάχη, το ίδιο κι ο «Ναθαναήλ». Ο «Φίλιππος» έχασε από ο­βίδα και τα δυό του μάτια.
Ο λοχίας με κουβάλησε μισοπεθαμένο στους νοσοκόμους κι έπει­τα κάθισε και μούδωσε απ' το αίμα του, σαν τούπαν πως δε θα τα κατάφερνα μονάχος να γλυτώσω.
Συνήλθα σ' ένα θάλαμο στρατιωτικού νοσοκομείου, που μύριζε απολυμαντικό και το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι ένα δροσερό χέρι ν' ακουμπά στο μέτωπο μου.
Αντίθετα μ' όσα άκουσα αργότερα απ' τους άλλους γύρω μου, πως νοιώσαν σα να βγαίναν από σκοτεινές σπηλιές στο φως, εγώ ένοιωσα απέραντη δυστυχία, όπως όταν σε ξυπνούν από γλυκό ό­νειρο κι έπειτα μάταια προσπαθείς να ξαναβρείς την ατμόσφαιρα του ονείρου στην καθημερινή σου πραγματικότητα.
Κει, στο κατώφλι του θανάτου, συλλογίστηκα πολλά, κι ένοιωσα πιότερα.
Δεν ξέρω πώς, ο πόθος μου για την Αρετή ταίριασε με την αγω­νία του θανάτου. Δεν ξέρω πώς, ένοιωθα τη ζωή μου τόσο μικρή κι ασήμαντη, ακόμη και για μένα τον ίδιο.
Δε μιλούσα. Παρατηρούσα. Τα πετρωμένα μάτια του διπλανού, πούμεινε πεθαμένος ώρες δίχως κανείς να το προσέξει, το παραμιλητό του απέναντι, πούταν μια λυσασμένη κραυγή μίσους για το θεό και τους ανθρώπους, το ρυθμικό πηγαινέλα του νεαρού, πούχε χάσει τα λογικά του απ' το τρόμο της μάχης, το ψυχρό χαμόγελο του αξιωματικού, που μόλις τούχαν κόψει το πόδι, τη βαριεστημένη επίσκεψη των γιατρών, πούχαν μπουχτίσει την τραγωδία, το ψεύ­τικο χαμόγελο των νοσοκόμων, που τη στιγμή που σ' άγγιζαν χαϊ­δευτικά, διάβαζες στα μάτια τους, πως βιάζονταν να βρεθούν στο σπιτικό τους.

Κι εκείνα τα γράμματα των αδελφών μου, τόσο μελλοδραμματικά για μένα, τον ήρωα, για το παράσημο, για την επιστροφή μου στην άδεια ζωή τους, που με φρίκη διαπίστωνα απ' όσα μου ιστορούσαν πως εξακολουθούσε να κυλά αδιατάραχτη, για το θέατρο και τη μό­δα, την κοσμική κίνηση, τις προμήθειες που έκαναν «γιατί ψιθυρίζε­ται, θα σπάσει το μέτωπο, σαν κατεβούν οι γερμανοί, για τις δου­λειές των συζύγων τους, που τις ευνόησε ο πόλεμος, για τα τέια που δίνονταν για τη «φανέλα του στρατιώτη», για τη χοροεσπερί­δα της Αυτού Μεγαλειότητος, που ήταν όλος ο καλός ο κόσμος. «Ευτυχώς, Αγγελέ μου, πούγινε ο πόλεμος και μπήκαμε και μεις στην αριστοκρατία».  ‘Ετσι κατάληγε το γράμμα της Φανής.
Ευτυχώς... πούγινε ο πόλεμος...
Ευτυχώς, που σκοτώθηκε ο Παναγής κι ο «Ναθαναήλ»...
Ευτυχώς, που σακατεύτηκαν τόσοι, για να κοκορεύονται κάποιες σαν τη Φανή.
Αργά αργά, άναψα ένα σπίρτο και τελετουργικά έβαλα φωτιά στο γράμμα της αδελφής μου.... "

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα 'Το φως του κόσμου" Αθήνα 1987

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης