Ιφιγένεια εν Ελλάδι 1ο









στη μητέρα μου

στις Ιφιγένειες που αιώνες τώρα
θυσιάζονται σε λογιών-λογιών βωμούς



Την Ιφιγένεια την πρωτοείδα σε μια παλιά φωτογραφία εποχής, κιτρινισμένη και στις άκρες φαγωμένη, με σταμπωμένα γαλλικά το φωτογραφείο του Παρισιού στην πίσω όψη της, δίχως καμιάν ημερομηνία ή αφιέρωση, όπως συνηθιζότανε κείνους τους καιρούς για τόσο σπάνια πράματα σαν τις φωτογραφίες.
Είχε δυό μάτια σαν κάρβουνα φλογισμένα, κατάμαυρα σγουρά μαλλιά να στολίζουν ένα ολόφωτο πρόσωπο αρμονικό, μαλλιά τόσο πυκνά κι ατίθασα που δύσκολα συγκρατούσε με μια φαρδιά κορδέλλα στο μέτωπο μ 'ένα θεώρατο φιόγκο λίγο πιο πάνω απ'τ'αυτί, κατά τη μόδα της εποχής. Τα όμορφα χείλια της ήταν σοβαρά και το ύφος της τόσο σκεφτικό για πεντάχρονο κοριτσάκι.
Καθόταν ορθή, κρατώντας με το ένα χέρι την πλάτη μιας καρέκλας εποχής, που πάνω της αυτάρεσκα καθόταν ένα στρουμπουλό μωρό μ' έκπληκτο βλέμμα, η Μπουμπούκα, ενώ στην άλλη μεριά της καρέκλας όρθιος κι αυτός στεκόταν προσοχή ο Παντελής μόλις τετράχρονος με αντρικό ύφος και ναυτικό κουστούμι.
Ήταν και οι τρεις τους παιδιά μιας όμορφης καλλιεργημένης γυναίκας «καλής» οικογένειας, της Ασπασίας, και του Λουκά, ενός λίγο παρακατιανού νέου με φιλελεύθερες τάσεις, μα ωστόσο κουτού και προκομμένου.
Για την κουταμάρα του έχουν να λένε, πως στο χωριό ακούγοντας τ' αποτελέσματα στο δημοψήφισμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά) και μπρος στο γενικό ενθουσιασμό, πού δε βρέθηκε παρά μόνο μια ψήφος ενάντιά του, δήλωσε σοβαρά σοβαρά στο γεμάτο, έξαλλο καφενείο.
- Μα να μη βρεθεί κανείς άλλος, έξω από μένα, που να μην τον θέλει...
Μετά βέβαια αυτή τη δήλωση η ζωή του Λουκά στο χωριό του, έγινε κάπως βαριά κι έτσι πήρε των ομματίων του και ξενιτεύτηκε - πού αλλού; - στο Παρίσι.
Ήταν συνήθειο τότε ο έμπορας να ξενιτεύεται συχνά κι όπως τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας, όποιος ήθελε να σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό, έπρεπε να τα μιλά άπταιστα.
Η Ασπασία που είχε μεγαλώσει στην Οντέσσα σε κάτι άκληρους πλούσιους θείους, κι ήξερε πιάνο, γαλλικά και ρούσικα τέλεια, δεν θάχε πρόβλημα στο Παρίσι και σίγουρα θα τον βοηθούσε.
Η Ασπασία άξιζε σίγουρα καλύτερη τύχη. Ήταν τόσο όμορφη και διαβασμένη για να πέσει στα χέρια ενός ασήμαντου εμποράκου, όπως ο Λουκάς και σίγουρα δεν τον πήρε από έρωτα.
Μα ήταν αυτή η καταραμένη μπολσεβίκικη επανάστα­ση πούκανε τον κόσμο άνω κάτω κι από πάμπλουτους τους θειούς, τους μεταμόρφωσε σε πάμπτωχα ανθρωπάκια της προσφυγιάς και του τρόμου και μόνα θυμητάρια του παλιού καλού καιρού μείναν κάτι χρυσά εικονίσματα με φουσκομάγουλους αγίους στολισμένους με φανταχτερά πετράδια, κάτι ασημένια μαχαιροπήρουνα και μερικά καλά κομμάτια κοσμήματα, όσα γλύτωσαν.
Κι η Ασπασία από πλούσια νύφη ξέπεσε σε ρημαγμένη προσφυγοπούλα κι αρπάχτηκε απ' την αγκαλιά του Λουκά σα σε σανίδα σωτηρίας μιας και στο πατρικό της ακολουθούσαν τέσσερα μικρότερα κορίτσια της παντρειάς αμόρφωτα, ασχημότερα, και με προίκα τίποτε έξω απ'το καλό τους όνομα και την κάποια κοινωνική τους θέση. Ευτυχώς ήταν ακόμη η εποχή που άσχετα απ'τα λεφτά οι τάξεις ξεχώριζαν σαφέστατα από το προνόμιο της ευγενικής τους ράτσας. Υπήρχε το γνωμικό «κι αν πέσουν τα δαχτυλίδια μένουν τα δάχτυλα» και πολλοί απ'τους κατώτερους κοινωνικά γαμπρούς, έφτιαχναν γάμους με άπροικες αρχοντοπούλες, έτσι για να διαβούν τις πόρτες της καλής κοινωνίας.
Αυτοί οι νεόκοποι αστοί ποτέ δεν ήταν ισότιμα μέλη αυτής της κοινωνίας. Ποτέ κανένας ταπεινής καταγωγής έστω κι αν φτύνοντας ιδρώτα κι αίμα κατάφερνε ν' αναδειχτεί, ποτέ δεν μπορούσε ν' αποκτήσει ισοτιμία με τον πιο ξεπεσμένο αριστοκράτη γιατί «τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς».
Μιας και οι συνθήκες τόφεραν έτσι, ο Λουκάς αν και «χωρικός» έγινε δεκτός μ' ανακούφιση απ'το περιβάλλον της Ασπασίας.
Ο γάμος βέβαια έγινε δίχως μεγάλο ντόρο, ήταν αταίριαστος και παρακατιανός, στο βάθος όλοι ένοιωθαν προδότες, μα όλοι και προπάντων οι τέσσερις αδελφές της νύφης ανάσαναν μ' ανακούφιση «Και στα δικά μας».
Μα σε τι καλύτερη τύχη μπορούσαν να ελπίζουν τα τέσσερα δυστυχισμένα θηλυκά, τη στιγμή που ο πατέρας τους -που στα νιάτα του κατάφαγε την πατρική του περιουσία στα χαρτιά, τώρα, μπεκρόπινε και τσιλιμπούρδιζε φανερά κι αδιάντροπα, έτσι που οι καλοθελητές πυκνώνανε σ' ακούσματα την άμοιρη τη μάννα τους, που πάντα καμωνόταν την ανήξερη και τη δύσπιστη.
- Λόγια του κόσμου, κακίες, ζήλιες. Αν είναι δυνατόν... Πάντα τέλειος ο Αντώνης μου...
Όλοι τη θαύμαζαν την κυρά Ουρανία, την ηρωίδα, που κανείς δεν ήξερε πώς τάϊζε τα έξι παιδιά της, που ολονυχτίς χτυπούσε το κεφάλι της στο πάτωμα απ' τις μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα, που νήστευε σαν όσιος, που τιμούσε τον άντρα της και προφύλαγε τα παιδιά της απ' την κακογλωσσιά του κόσμου.
«Άγια γυναίκα η κυρά Ουρανία» αυτό ήταν το μόνο πούχαν να πουν γι' αυτήν.  Αγια, γι' αυτό κι ο Θεός φαίνε­ται εισάκουσε στο τέλος τις προσευχές της κι ο Σωκράτης ο πρωτογιός και μοναχογιός της, αφού σαν όλα τα παιδιά σαχλαμάριζε κάμποσα χρόνια στο νησί κορφολογώντας δεξιά κι αριστερά (κατά μάννα κατά κύρη λέγαν πίσω απ'την πλάτη του) μπάρκαρε σ' ένα μεγάλο φορτηγό για την Αμέρικα και κει καταμεσίς του πέλαου φύσηξε, λέει, φόβος Θεού μέσα του κι έγραψε στη μάνα του-
 «Από δω και μπρος, μάννα, μη νοιάζεσαι. Για όλα είμαι γω. Μη βια­στείς να παντρέψεις τις αδελφάδες μου παρακατιανά, σαν έκανες με την Ασπασία. Εγώ θα σου στείλω τα προικιά κι η κάθε μια με τη σειρά της, όλες θα πάνε κατά που θέλει ο Θεός».
Και τόπε και τόκανε ο Σωκράτης. "Όλη η ζωή του στάθηκε θυσία για τα θηλυκά που πρόσμεναν με το στόμα ανοιχτό σα χελιδονόπουλα τη χελιδόνα.
Κι έστελνε βελούδα και χασέδες και μπαμπακερά και δαντέλες και χρυσαφικά και λούσα ο Σωκράτης απ' την Αμέρικα και λίρες, μετρητά κι επιταγές κι ένα ένα τα κορίτσια βρήκαν τη σειρά τους.
Η Ρούλα πήρε δημόσιο υπάλληλο, η Καίτη τον παπά, όχι όποιον όποιον παπά, ήταν και δάσκαλος, η Πηνελόπη η άχαρη τον ταβερνιάρη τον Πασχάλη κι η Μερόπη η χοντρέλα το δάσκαλο τον Θωμά,  όλοι παιδιά από σπίτια, όχι λαουτζίκος.
Και πάνω που θ' ανάσαινε ο Σωκράτης. ξαφνικά, στα 25 της, πέθανε η Ασπασία, κανείς δεν ξέρει πώς. Ακατάσχετη αιμορραγία. 
Όλο το σόι τάβαλε με το Λουκά και με το δίκιο του. Αυτός θα το ξεθέωσε το κορίτσι πούταν κι άμαθο. 
Σε εφτά χρόνια γάμου γέννησε οχτώ παιδιά, άλλο πως έζησαν μόνο τα τρία. Ήταν αρρώστιες, κρύο. Το Παρίσι είναι μέρος σκοτεινό κι ας λένε πως είναι πόλη του Φωτός. Αφού και τη Μπουμπούκα μόλις και μετά βίας τη γλυτώσανε αφού τη στείλανε άρον-άρον στην Ελλάδα, να τη βλέπει ο ήλιος, κάτι είχαν αρχίσει να παθαίνουν τα κοκκαλάκια του παιδιού.
Πέθανε η Ασπασία στο Παρίσι και τόχε προβλέψει. 
«Στα 25 μου θα πεθάνω» τόλεγε συχνά. Μάλιστα λένε πως εκεί συχνά πήγαινε στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, κει που κουνιέται το τραπεζάκι και βγαίνουν γράμματα και μιλούν με τους πεθαμένους και τα πίστευε αυτά τόσο βαθειά όσο η κυρά Ουρανία πίστευε τους αγίους της.
Με το θάνατο της ο Λουκάς είδε το σπίτι του ν' αδειά­ζει απ' τη δροσερή της παρουσία, μάζεψε τα κουρέλια της φαμελιάς του και γύρισε στον Πειραιά με τα δυο του κουτσούβελα. .
Η μικρή, η Μπουμπούκα, που την είχαν στείλει στη γιαγιά να γιάνουν τα κοκαλάκια της, αρνιόταν να γυρίσει στον πατέρα και τ' αδέλφια της, κι αυτός πάλι άντρας μοναχός τι να την κάνει; Του έφταναν και περίσσευαν τα δυο βάσανα η Ιφιγένεια κι ο Παντελής.
Άρχισε να κουτσοδουλεύει στον Πειραιά, μικροπράμματα, ψευτοδουλειές, πήρε και μια γυναίκα κατωτάτης υποστάθμης «για νάχουν τα παιδιά μια μάννα» κι έφτιαξε το σπιτάκι τους σ' ένα ξεροβράχο, ίσα ίσα μια κάμαρη κι ένα κουζινάκι με τσίγκο για σκεπή.
Η Ιφιγένεια θάταν 8 χρονών κι έκπληκτη ανακάλυπτε τις αλλαγές της μοίρας. Από τα πλουμιστά ολοκέντητα φουστάνια της, βρέθηκε να σφουγγαρίζει στην τρώγλη, με τ' αγριεμένο βλέμμα της μητριάς άγρυπνα καρφωμένο πάνω της και τις σφαλιάρες σε ημερήσια διάταξη. Αυτή, που η μάνα της την είχε καλομάθει σε χάδια και φιλιά, τώρα έβλεπε τα στολίδια της να ξεσχίζονται, τα παιχνίδια της να ποδοπατιούνται.
Ο πατέρας της ρημαγμένος απ ' τη δύσκολη ζωή, ούτε που φαινόταν.
Δεν τη χτυπούσε, δεν τη μάλωνε, δεν την χάιδευε, δεν την αγκάλιαζε, δεν της μιλούσε. Μόνες της αναμνήσεις απ' αυτόν σ'αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ζωής της είναι οι πνιχτοί του αναστεναγμοί στο συζυγικό κρεββάτι της μητριάς.
Τότε που η Ιφιγένεια έτρεμε σύγκορμη, σα σε πυρετό και βούλωνε με λύσσα τ' αυτιά με τις παλάμες κι έσφιγγε τα δόντια μην ουρλιάξει. Ο Παντελής κοιμόταν ήρεμος εκεί δίπλα της. 
Ήξερε πως πάντα κείνη θάμπαινε ανάμεσα σ'αυτόν και τους θυμούς της μητριάς. Έπειτα κείνος συχνά έλειπε. Τον είχε ο πατέρας για θελήματα, ήταν ο άντρας βλέπεις.
Η Ιφιγένεια έμενε σπίτι κι έβλεπε με μίσος την κοιλιά της μητριάς της να καρπίζει.,
=Φέρε νερό απ'το πηγάδι, βρωμοκόριτσο. Στην κατάσταση που είμαι να με συγχίζεις...
Έπινε τον καφέ της με τις γειτόνισες, χαϊδεύοντας τη γεμάτη της κοιλιά. Ήταν ευτυχισμένη, περήφανη. Κι όσο λάτρευε το δικό της σπλάχνο, τόσο μισούσε τα ξένα παιδιά, που λέκιαζαν τη χαρά της.
Επιτέλους γέννησε. Με τι ηδονή την άκουγε να ουρλιάζει και να βασανίζεται κοντά δυο μέρες. Δε νοιάζονταν, που για όλα φρόντιζε αυτή· για το ζεστό νερό, για το φαΐ, για τις κότες, για το σπίτι. Αρκεί που εκείνη υπέφερε, πονούσε, ούρλιαζε κι αιτία ήταν αυτός ο νέος ξένος που ερχόταν.
Επιτέλους λευτερώθηκε και περήφανα έδειχνε ένα τετράπαχο γιο, τόσο όμοιο με όλα τα νεογέννητα, τόσο αποκρουστικό για την Ιφιγένεια, τόσο υπέροχο για την κυρία Ευτέρπη. Ο Λουκάς το είδε αδιάφορος. Γι αυτόν ήταν ένα ακόμη στόμα.
Η Μπουμπούκα εξακολουθούσε να μεγαλώνει μες τα πούπουλα, στη ζεστή αγκαλιά της γιαγια Ουρανίας. Πήγαινε πια και στο σχολειό και παινευόταν, πως ήταν το πιο καλοντυμένο κοριτσάκι.
Ο θείος Σωκράτης, που πλούτιζε μέρα με τη μέρα πιο πολύ, ήδη είχε δικό του καράβι, τη φρόντιζε οπωσδήποτε περισσότερο απ' ότι ο προκομμένος ο γονιός της.
Συχνά πυκνά ερχόταν στην Ελλάδα κι επειδή οι δουλειές του τον κρατούσαν στην Αθήνα τους αγόρασε ένα κομψό δίπατο σπιτάκι στον Πειραιά, γωνιακό ομορφοχτισμένο- το «17» όπως το λέγανε από την ομορφοβαμένη πινακίδα που κρεμόταν πάνω απ'την πόρτα τους.
Αφ' ότου ο Θεός ανάπαψε τον άντρα της, η κυρα Ουρανία λυτρώθηκε, δίχως όμως αυτό να ελαττώσει τις ολονύχτιες μετάνοιές της. Ο γιος της τη λάτρευε τρυφερά και με αφοσίωση, οι κόρες της ήταν πια φαμελιασμένες, η Μπουμπούκα κοντά της ασφαλισμένη, μόνο τα δυο μικρά τα ορφανά την ανησυχούσαν.
Συχνά τα βράδυα η Μπουμπούκα απ' το ζεστό της κρεβατάκι άκουγε τους πνιχτούς λυγμούς της γιαγιάς καθώς διηγιόταν στο Σωκράτη τη ζωή πούκαναν τα δυο ορφανούλια τους.
-Μα μάννα... Είναι πατέρας τους. Δε μπορούμε να τα πάρουμε δίχως αφορμή. Τι θα πει ο κόσμος;
Η αγωγή πούδινε ο θείος στη Μπουμπούκα ήταν αυστηρή μαζί κι ελαστική. Της αγόραζε πολυτελή ρούχα και παιχνίδια, την πήγαινε κρυφά στο θέατρο= μιας κι η γιαγιά πίστευε πως το θέατρο ήταν «έκτου πονηρού»= μα την τάϊζε φακές καθημερνά για μια βδομάδα, μόλις δήλωνε πως τις φακές δε μπορούσε να τις βλέπει.
-Εδώ η βασίλισσα Αμαλία, που ήταν και βασίλισσα, συνήθιζε να της λέει, και στο οικοτροφείο που μεγάλωσε έτρωγε πάντα ότι της σέρβιραν κι εσύ θα κάνεις ιδιοτροπίες;
 Συχνά πυκνά διηγιόταν ιστορίες από μεγάλους άντρες, της έφερνε βιβλία, την έπειθε πως κάτι πρέπει να γίνει και όχι απλά να παντρευτεί σαν τις αδελφάδες του.
-Έχεις μυαλό, Μπουμπούκα. της έλεγε. Κοίτα μόνο μην τ' αφήσεις και σκουριάσει.
Κάποτε που σεργιάνιζαν στο Βασιλικό κήπο, τόσο τεράστιο και υπέροχο στα μάτια της Μπουμπούκας, βρήκε πεσμένο χάμω ένα νεράτζι.
Τόπιασε και πιστεύοντάς το πορτοκάλι με τα νύχια το ξεφλούδισε και το δάγκωσε. Τι ήταν αυτό; Θεέ μου; Τα μάτια της πήγαν να βγουν απ'την πικρίλα. Βουρκωμένη έτρεξε στο μπάρμπα της, που στο# παγκάκι καθισμένος, έκανε πως διάβαζε την εφημερίδα του.
-Έχουν οι φύλακες γνώση, της είπε με ύφος σπουδαίο. Φτου στο ρωμέικο φιλότιμο!! Εκεί στην Ευρώπη, τα φρούτα κρέμονται στα δέντρα και κανείς τους δεν τ'αγγίζει. Ξέρεις Μπουμπούκα, κάποτε ο Καποδίστριας, ο πρώτος μας κυβερνήτης στη Γερμανία μου φαίνεται ή στη Βιέννη σαν και σένα, καλή ώρα, λιμπίστηκε κάποιο φρούτο από τον Εθνικό τους κήπο και ξέρεις τι έγινε;
Τη στιγμή που πήγε να το κόψει, χραπ και τον γραπώνει απ ' τον ώμο ένας πολιτσμάνος και του βάζει πρόστιμο.
«Αυτά τα φρούτα κύριε, του λέει, δεν είναι για φάγωμα. Ανήκουν σε όλους, να τα βλέπουμε να φχαριστιόμαστε». Αλίμονο στο κράτος, που ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, κατάληγε ο θείος κουνώντας της με σημασία το δάχτυλο του.
Κι η Μπουμπούκα θυμόταν για χρόνια το θείο Σωκράτη το «Γεροστάθη» της με ανείπωτη ευλάβεια.
«Αν είμαι, ότι είμαι» συνήθιζε πάντα να λέει «το χρωστώ στο θείο Σωκράτη».

Στο μεταξύ η Ιφιγένεια μεγάλωνε στην πιό ζοφερή ατμόσφαιρα.
Ο Κούλης ο τρυφερός μοναχογιός της μητριάς μεγάλωνε σε βάρος τους.
Ντυνόταν τα ρούχα τους, έτρωγε το φαί τους γεύονταν τα χάδια τους.
Ο Παντελής είχε γίνει ατίθασος. Όλη μέρα στις αλάνες. Η μητριά δεν τον έκανε καλά και ξεσπούσε στην Ιφιγένεια. Έτρωγε ξύλο με το παραμικρό. 
Το λαμπερό της βλέμμα έκρυβε μέσα την τρομάρα και το μίσος. Μόνη στιγμή ησυχίας το σχολειό. Κει στο τελευταίο θρανίο, στη ζεστή απ' τις ανάσες των παιδιών αίθουσα κοιμόταν. Ούτε λόγος για μελέτη, για ενδιαφέροντα. Ήταν η ανάπαυλα, η ξεκούραση. Σπίτι ήταν το μαρτύριο.
Η γιαγιά δεν τολμούσε να πατήσει σπίτι, να τα παρηγορήσει και στην Ιφιγένεια ήταν απαγορευμένο να πάει στο σπίτι της γιαγιάς.
Αιτία, κάτι μισόλογα που πέταξε η γιαγιά στη μητριά για την αδυναμία της Ιφιγένειας και που στάθηκαν αφορμή για το πιο βρωμερό βρίσιμο από μέρους της κυρα Ευτέρπης για τη γιαγιά κι όλο τους το σόι.
Κι έτσι οι γέφυρες φάνηκε νάχουν κοπεί. Η Ιφιγένεια έσκυβε το κεφάλι στην κακή της μοίρα.
Τότε ήταν που αρρώστησε ο Κούλης από πολυομυελίτιδα. Λύσσαξε η μητριά.
«Να τόχω το παιδί μη στάξει και μη βρέξει και να μ' αρρωστήσει έτσι...»
Ανάγκαζε τους άλλους δυό να τρώνε τ' αποφάγια του «να ψοφήσουν μιαν ώρα αρχύτερα» μα κείνα δείχτηκαν σκληρά καρύδια, δεν ίδρωνε τ' αυτάκι τους ήταν ίδια πάν­τα, λιγνά μα κοκκινομάγουλα.
Τέλος είδε κι απόδε και λέει στο Λουκά:
Πάμε το παιδί στην Τήνο να γιάνει. Τ' άλλα δόστα στην πεθερά σου, ν' αλαφρώσουμε λιγάκι, ίσαμε να περάσει το κακό.
Άλλο που δεν ήθελε ο Λουκάς μια και δυο στην πεθερά.
-Να γράψω στο Σωκράτη μου, του λέει.
=-Αν θες, της απαντά. Εμείς, μεθαύριο, φεύγουμε. Με λύπηση τ' αφήνουμε, γιατί μας ξεκούραζαν, φιλότιμα παιδιά, δουλευτάδικα. Μα τι να γίνει; Βλέπεις ο Κούλης πάει απ 'το κακό στο χειρότερο κι η γυναίκα μου πάει να τρελλαθεί απ' τον καημό της.
Έτσι ξαφνικά πήρε τέλος το μαρτύριο της Ιφιγένειας και του Παντελή. Η γιαγιά τους σκέπασε στη ζεστή της αγκαλιά, τους χάιδεψε με τη μυρωμένη λιβάνι ανάσα της, τους μύρανε με τις προσευχές της.
Τώρα πια καλοντυνόντουσαν, έτρωγαν ζεστό φαί, κοι­μόντουσαν σε καθαρά στρωσίδια, νανουριζόντουσαν απ' τις ολονυχτίες της γιαγιάς.
Δάκρυα της έρχονταν στα μάτια σαν η γιαγιά νυχοπατώντας έφτανε τη νύχτα να τους σκεπάσει, να τους σταυ­ρώσει, να τους φιλήσει στο κούτελο.
Η γιαγιά με τις τόσες παραξενιές της, η υπέροχη αγα­πημένη γιαγιά.
Μιας κι ήταν αργά πια για γράμματα η Ιφιγένεια άρχι­σε να μαθαίνει τη βελόνα και κει θαυματουργούσε.
Η γιαγιά δεν έκρυβε το θαυμασμό της για τα υπέροχα κεντήματα, τα καλοραμμένα ρούχα, τα περίπλοκα πλεχτά που βγαίναν απ'τα χέρια της. «Καθένας μετ ο χάρισμά του κορίτσι μου» της έλεγε γελαστά, ενώ της χάϊδευε τα μαλλιά. «Η Μπουμπούκα στα γράμματα, εσύ στο βελόνι. Κα­νένα δεν αφήνει ξαρμάτωτο ο Κύριος. Δες στον αστακό δίνει τη βαριά πανοπλία, στη σουπιά το μελάνι, στον καρχαρία τα δόντια του. Τα πάντα εν σοφία εποίησας... Κανένα δεν αφήνει ο Θεός παιδάκι μου μην το ξεχνάς ποτέ σου».
Κι η Ιφιγένεια το πίστευε βαθειά. Να, πώς άλλαξε η τύχη της, να πώς έγινε ευτυχισμένη.
Τη Μπουμπούκα στ' αλήθεια ποτέ της δεν τη χώνεψε η Ιφιγένεια. Ήταν τόσο καλομαθημένη, τόσο ψηλομύτα, τάθελε όλα στο χέρι. Θαρρείς και δεν ήταν αδελφές, θαρρείς κι ήταν δούλα της. Μα τόκρυβε, τόκρυβε βαθειά στα φυλλοκάρδια της όπως πρωτύτερα έκρυβε το μίσος για τη μητριά της. Έπρεπε νάναι ευτυχισμένη. Τώρα είχε τόσα στα χέρια της.
Της έφτιαχνε τα ρούχα του σχολειού, όσο πιο τέλεια μπορούσε και τη στολή για τις παρελάσεις.
Τι υπέροχη ζωή! Το στήθος της άρχιζε επιτέλους να φουσκώνει, το κορμί της ν' αποκτά καμπύλες. Η φωνή του Παντελή ήταν αστεία καθώς άρχιζε να βραχναίνει. Το χνούδι αγρίευε το μούτρο του κι η γιαγιά είπε να του φέρει στα μέτρα του κάποιο μακρύ μπλε παντελόνι του θείου, γιατί οι αγριότριχες στα πόδια του ήταν πια δάσος.
Η Μπουμπούκα συνέχεια στις βιβλιοθήκες ενώ η Ιφιγένεια είχε ξανά κατακόκκινα ομορφογραμένα χείλια, μεταξένια σγουρά μαλλιά, ρόδινα μάγουλα και κρυφά στο βλέμμα της πετάριζε κάποιο χαμόγελο.
Με την ανατολή του Μεταξά στη δικτατορία ήλθε η διαταγή να παραδώσουν όλοι τα όπλα τους στην αστυνο­μία.
Η γιαγιά στο πιο ψηλό ντουλάπι φύλαγε το ρεβόλβερ του θείου Σωκράτη, τ' όπλο του καπετάνιου να νικά τις ανταρσίες στα καράβια.
Μόνο πάνω απ'το πτώμα της γιαγιάς μπορούσε κανείς ν' αγγίξει ότι ανήκε στον αγαπημένο της γιο.
Έκαναν λοιπόν οικογενειακό συμβούλιο πώς να περι­σώσουν σώο και αβλαβές το όπλο του θείου. Οι δικτατορίες είναι σαν τις καταιγίδες, έρχονται και φεύγουν. Το όπλο του θείου όμως, έπρεπε να επιζήσει.
Όλοι είχαν μυαλά παιδικά. Η Μπουμπούκα παρ' ότι πρώτη στο σχολειό, στα πρακτικά θέματα πάντα τα θα­λάσσωνε κι η γιαγιά- η μόνη ενήλικη- ήταν η πιο απονήρευτη. Τη λύση βρήκε ο Παντελής κι αποφασίστηκε, μιας και δεν είχαν άλλη διέξοδο. Σκαρφάλωσε ο Παντελής στα κεραμίδια, σαν αγριόγατος τη νύχτα κι έχωσε το όπλο τυλιγμένο σε μαλακιά απαλή τσόχα κι εφημερίδες κάτω από ένα κεραμίδι.
Κόντευε φθινόπωρο πια. Φώναξαν τον εργάτη να στε­ρεώσει τα κεραμίδια, μη στάζουν το χειμώνα.
-Να τα χτίσεις όλα, του λέει η γιαγιά. Όλα έξω απ' αυτό και του σημάδεψε το κεραμίδι με το κρυμμένο όπλο.
Φυσικά όταν αργότερα έψαξαν να το βρουν, το κρυμμέ­νο ρεβόλβερ είχε κάνει φτερά.
-Ευτυχώς συλλογίστηκαν με όψιμη σοφία. Αν ήταν κάνας χαφιές ο εργάτης μπορούσε να μας προδώσει και να βρίσκαμε και κάνα μπελά.
Όμως αυτή η σκέψη δεν γλύκαινε τον καημό της γιαγιά Ουρανίας, που όλο θρηνούσε πώς θ' αντίκριζε το θείο δίχως τ' όπλομ που της εμπιστεύτηκε.
Και τότε ήλθε ο πόλεμος, ο ηρωικός πόλεμος του '40 και τα παιδιά με τη γιαγιά βρεθήκαν αποκλεισμένα στον Πειραιά μακρυά απ' τη συνδρομή του θείου στην Αμερική. Έπρεπε πια να τα βολέψουν μόνοι τους. 
Άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι φοβεροί βομβαρδισμοί του Πειραιά. Ολό­κληρες αποθήκες γίνονταν σκόνη. Στη θέση ολάκερων τε­τράγωνων, μια γούβα γεμάτη νερά λασπωμένα. Οι σειρήνες καθημερινή ρουτίνα, ο θάνατος συνήθεια. Τα λεφτά έγιναν τραπουλόχαρτα. Μόνη τους παρηγοριά το «17» που νοικι­άστηκε σε δωμάτια και πληρώνονταν με τη μέρα, τόσο τα λεφτά εξαφανιζόντουσαν.
Ήλθαν κι οι Γερμανοί, δεν άργησαν. Η γιαγιά δεν τους πρόλαβε. Πέθανε πριν πατήσουν το πόδι τους στην Αθήνα. Ξεψύχησε κάποιο βράδυ ήσυχα, γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα. Στο λείψανο της χαμογελούσε.
Όλη η γειτονιά θάμαξε και σταυροκοπιόταν. «Άγια γυναίκα η κυρα Ουρανία. Αιωνία της η μνήμη».
Κι έμειναν τρία παιδιά μόνα τους στην κατεχόμενη Αθήνα. Τρία παιδιά, που το μεγαλύτερο, η Ιφιγένεια ήταν 16 χρόνων.
Μα σ' αυτά τα χρόνια τα δύσκολα η ορφάνια κι η φτώχεια ήταν ο κανόνας. Η Μπουμπούκα, σαν πρώτη μαθή­τρια, είχε την εύνοια του γυμνασιάρχη, που έβαλε μέσον και τη διόρισαν γραμματέα στα συσσίτια της Κατοχής. Η Μπουμπούκα πάντα θυμόταν μ' ευγνωμοσύνη τον ψηλό μουσάτο γυμνασιάρχη με την ευγενική φωνή και το περή­φανο βλέμμα.
-Ήταν πιο πολύ κι από πατέρας, έλεγε συγκινημένη. Ο αληθινός δάσκαλος, ο ιδανικός παιδαγωγός...
Χάρη σ' αυτά τα συσσίτια επέζησαν τα τρία παιδιά την τρομερή πείνα του '42. Τότε που κανείς δεν κοίταγε τα πρησμένα στους δρόμους νεκρά παιδιά, κανείς δεν άκουγε τα «πεινώ» της αγωνίας τους. Τότε, που πέταγαν τα πτώ­ματα άταφα στους δρόμους για να κρατήσουν το δελτίο τους για το συσσίτιο. Τότε που οι γυναίκες δινόντουσαν για ένα πιάτο φαί·, που οι άντρες πουλούσαν την πατρίδα τους για ένα γεμάτο τραπέζι, τα παιδιά έζησαν χάρη στην επιμέλεια της Μπουμπούκας.
Διάβαζε, πήγαινε στο συσσίτιο, κατάγραφε τους παρόν­τες, κι έπειτα μοίραζαν τα περισσεύματα, μερίδες των νεκρών, που αφθονούσαν, τάχωνε στο καπακλί, τάφερνε καλά κρυμμένα κάτω απ' τα βιβλία, σπίτι στ ' αδέλφια της. Εκείνη στο σχολειό κάτι τσιμπολογούσε.

Τα βράδια συχνά πήγαινε για εξακρίβωση στις οικογένειες των γερμανοκρατούμενων στη Δραπετσώνα. Τρομαγμένα βλέμματα, άδεια στομάχια, έγραφε, έπαιρνε αγκαλιά τα γραφτά της και πορεύονταν στους άδειους σκοτεινούς δρόμους με τις τεράστιες αποθήκες των Γερμανών να τη σκιάζουν και σκοποί σε κάθε γωνία.
«Τις ει;» κι ενώ πνιχτά ακουγόταν ο ήχος απ 'τις πατά­τες πούκλεβε κάποιο χαμίνι με κίνδυνο της ζωής του.
Φαντάζονταν... Φαντάζονταν το πηρούνι από καλάμι τεράστιο να φτάνει ανάμεσα απ 'τα κάγκελα ως την καρδιά της κάθε πατάτας και να την ανασύρει μ' εκπληκτική ταχύτητα. Κρακ-κρακ, η κάθε πατάτα στην αγκαλιά της συμμορίας. Κρακ-κρακ ωμή στα πονεμένα σπλάχνα τους. Η κάθε πατάτα κι ένα μάτι, ένα γερμανικό μάτι που ξεριζωνόταν.
«Τις ει»
Καμωνόταν την ανήξερη, περπατούσε φυσικά, μπορεί και να την εκτελούσαν μόνο κορίτσι στους άδειους σκοτεινούς δρόμους και νάχει τόσο κρύο. Ποτέ άλλοτε η Αθήνα δεν έζησε τόσο κρύο χειμώνα.
Δεν το σκεφτόταν.
«Πατάτες» ανασκάλιζε τις γνώσεις της. Ποιός πρωτόφερε τις πατάτες στην Ελλάδα; Όχι ο Καποδίστριας, Μήπως ο Όθωνας; Το ξέχασα. Εδώ κοντεύω να ξεχάσω τη γεύση τους. Πάντως κανείς δεν τις δοκίμαζε στην αρχή. Αυτό είναι σίγουρο. Άφησαν να τις κλέψουν. Χαμογέλασε εντός της... σαν και τώρα. Τις έκλεψαν, τις δοκίμασαν, τους άρεσαν, τις αγόρασαν.
Ένιωσε το στόμα της να πλημμυρίζει σάλιο. Πόσον καιρόν είχε να φάει πατάτες;
Μιαν άλλη μέρα είδε σε κάποιο γερμανικό καμιόνι ένα σαλταδόρο. Με το σουγιά του είχε σχίσει το τσουβάλι κι η ζάχαρη έτρεχε σαν λευκός κρυστάλλινος καταρράκτης.
Ξωπίσω του νοικοκυρές απ' τα πεζοδρόμια ορμούσαν αναμαλιασμένες και μάζευαν την ψιλή αστραφτερή σκόνη με σαλιωμένα ακροδάκτυλα. Σε μια στροφή κάποιος Γερμανός στρατιώτης σημάδεψε, τον πέτυχε πιο κάτω απ'τη μύτη. Έπεσε μπρούμυτα στη λευκή ψιλή ζάχαρη, που πλημμύρισε αίμα πηχτό, σκοτεινό. Η ζάχαρη έλιωσε, ναι, η ζάχαρη έλιωσε στο ζεστό αίμα.
Τι να σκέφτεται κανείς; Όλοι με τον κίνδυνο πια ζούμε και δίχως νάμαστε ήρωες. Να τώρα μένα, τη Μπουμπούκα, τη γραμματέα στα συσσίτια, σίγουρα θα με περνούσαν Στρατοδικείο, σα μάθαιναν για τις κρυμμένες καρτέλες των πεθαμένων.
Μα τι πρέπει να γίνει; Κάπως πως πρέπει να ζήσουμε. Η κάθε μέρα είναι κέρδος. Ζήλευε τους αγωνιστές αυτούς που μάχονταν, μα και φοβόταν.
Όλοι περίμεναν με τα χέρια σφιχτά δεμένα σε προσευχή να περάσει ο χειμώνας. Οι άλλοι οι λιγοστοί έσπρωχναν τον καιρό απ'τα λημέρια τους, έστηναν δόκανα, παγίδες. Σ' ένα νεκρό Γερμανό χιλιάδες δικοί μας απ'το σωρό απ'τους ανέτοιμους, τους ανυπεράσπιστους, τους δειλούς. Με το ζόρι ήρωες. Πόσοι με το ζόρι ήρωες!
Θα νικούσαν;
'Ενας νεαρός προχτές στη βιβλιοθήκη της έβαλε, με τρόπο, στο βιβλίο, ένα σημείωμα. Πίστεψε πως ήταν ραβασάκι.
-Όρεξη που την έχει... σκέφτηκε.
Τ' άνοιξε έτσι από περιέργεια. Μπορεί νάταν και προκήρυξη παράνομη. Γίνονται κι αυτά στις μέρες μας. Να το πέταγε; Δε βαριέσαι... Ήταν ένα ποίημα.
«Για το δικό σου χέρι» είχε για τίτλο.

Το χέρι σου
με τα μακρυά ευλύγιστά του δάχτυλα
που ξέρουν να αγγίζουν και να νοιώθουν
τα νύχια στρογγυλά, σπόρια
κάποιου ιερού μας δέντρου
ποτέ βαμμένα η μακρυά
ποτέ τους οπλισμένα
ήμερα απαλά ίσα να προστατεύουν
να κρύβονται σα σφίγγεις τη γροθιά
να μπήγονται στις δικές σου τις παλάμες
στα δικά σου ροδομάγουλα
στα δικά σου αφράτα στήθια
στη δική σου καρδιά
στο στόμα σου
δαγκωματιά στην κάθε αμηχανιά προσφάϊ της θλιμμένης όψης σου. 
Τα δάχτυλα ντυμένα με ρυτίδες μηδένα δαχτυλίδι να τις σκιάζει στολίδι, υπόσχεση, δέσιμο ή θυμητάρι χαλκάς σκλαβιάς κορμιού ή και καρδιάς. 
Τα παίζεις λεύτερα στον άνεμο τα κυματίζεις, πλάθεις πηλό κι έπειτα διάπλατα τ'αφήνεις ανοιχτά να γεύεσαι την άμμο σα γλιστράει τη δύναμη της θάλασσας να τα φιλά 
Αλλάζουν πρόσωπο τα δάχτυλά σου χαράζονται ή σταφιδιάζουν μελανιάζουν, κοκκινίζουν ή ασπρίζουν ιδρώνουν, στεγνώνουν, πονούν, αγγίζουν, χαϊδεύουν, μαλάζουν σφάζουν, ξεσχίζουν, ανάβουν.
 Η παλάμη σου ανοιχτή, είναι ο κόσμος 
Οι γραμμές που σμίγουν και χωρίζουν
καρφώνονται και συνεχίζουν
αλλάζουν πρόσωπο δίχως να μεταβάλλονται.
Πόσο γυμνό το γέρι σου
μπροστά στο θάνατο!
Κανένα πάχος να το ντύσει
Καμμιά καμπύλη να το ομορφύνει.
Χαράζονται οι τένοντες στο δέρμα
κορυφώνονται τα κόκκαλα
Πουθενά δε βρίσκεσαι
τόσο κοντά στο θάνατο.
Οι φλέβες σου χαράζουν τη γεωγραφία τους
μπλε ρυάκια σε χλωμή πεδιάδα
πότε πότε φουσκώνουν σε πλημμύρα θαρρείς
πότε εξαφανίζονται
Το χέρι σου δεν έχει φύλο
φυλή,πατρίδα, οικογένεια
Ας λένε ότι θέλε
αστυφύλακες και γραφολόγοι
Το χέρι σου κομμένο και πεταμένο
σε κάποιο καπνισμένο χάλασμα
είναι το χέρι του ληστή ή του προδότη
του άμαχου, του στρατιώτη,
του πατέρα, του εραστή, ή του παιδιού
Το χέρι σου που στάζει αίμα
είναι το χέρι όλου του κόσμου.


Γιατί σε μένα; συλλογίστηκε αναστατωμένη η Μπουμπούκα ενώ προσεχτικά το δίπλωνε.
Ποιός να τόγραψε;
Κοίταξε ολόγυρα τα σκυμμένα στα βιβλία κεφάλια.
Κανείς, κανείς δεν έμοιαζε να την προσέχει. Νάταν τυχαίο; Νάταν λάθος; σκέφτηκε με πόνο.
Θάθελε κάποιος να τη νοιάζεται. Κάποιος που να σκέ­φτεται σαν αυτόν πούγραψε αυτό το ποίημα. Υπάρχουν τάχατες άντρες που να σκέπτονται και να νοιώθουν;

Τα Χριστούγεννα είχαν μεγάλη τύχη. Κει που σκούπιζε η Ιφιγένεια, τη σκάλα, (τα Χριστούγεννα πάντα το σπίτι πρέπει να λάμπει ακόμη κι αν υπάρχουν Γερμανοί πάνω απ' το κεφάλι μας) νάσου ένα καμιόνι γερμανικό, φουριόζο. Ακριβώς έξω από τη πόρτα ο δρόμος είχε μια λακκούβα. Τινάχτηκε το φορτηγό, πήδησε, και μαζί του πήδηξε στο δρόμο μια αγκαλιά ζυμάρι έτοιμο για το φούρνο, κέικ πορτοκάλι με κομματάκια πορτοκάλι μέσα. Τα μάζεψαν με τα χέρια απ' το χώμα βιαστικά, τόστρωσαν στο ταψί με θρησκευτική ευλάβεια κι άναψαν το φουρνάκι της αυλής για να το ψήσουν πυρώνοντάς το με κάτι παλιές καρέκλες.
Δεν την ξαναπάθαιναν να το πάνε στο φούρνο, σαν κείνη τη μπομποτόπιττα, που τους τη φάγαν άλλοι. Κι έφταιγε ο ηλίθιος ο Παντελής, πούκανε τα γλυκά μάτια σε μια κοπέλα και μιλώντας της μπήκε στο φούρνο κι άφησε το ταψί και σαν πήγε η Ιφιγένεια να το πάρει:
«Τώρα το ταψί...» λέει ο φούρναρης. «Το πήρε η ξαδελφούλα σας πούρθε το πρώι με το νεαρό που τόφερε».
Λύσσαξαν απ' το κακό τους. Θέλησαν να χειροδικήσουν πάνω στον Παντελή δυο μέτρα άντρα, πούταν και πιο λαίμαργος, μα είχε τόσο πένθιμο ύφος, που τον λυπήθηκαν.
'Ομως τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τόσο ευτυχισμένα για τ' αδέλφια. Υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία για ένα άδειο στομάχι από ένα κομμάτι κέϊκ, που σιγολιώνει κάτω απ' τις μασέλες σου έστω κι αν κριτσινίζει χωματένια;
Τώρα πια οι βομβαρδισμοί δεν τους τρόμαζαν. Οι Εγ­γλέζοι ήξεραν πού χτυπούσαν. Ανέβαιναν λοιπόν στην τα­ράτσα και θαύμαζαν δωρεάν θέαμα. Πυροτεχνήματα, λάμ­ψεις, ένα ζωντανό τσίρκο. Ίσως κι αυτοί στην ταράτσα τους νάπαιζαν κάποιο μικρό ρόλο σ' αυτή τη τεράστια παράσταση. Το ρόλο του κλόουν, που καταπίνει τις φωτιές και λυγά τα σίδερα.
Έπειτα βούλιαξε το .«Κουρτουλούς» γεμάτο ως τα μπούνια σύκα και χουρμάδες και μπλιγούρι. Το βύθισαν στη μέση του λιμανιού, ένα αθώο καράβι του Ερυθρού Σταυρού φερμένο απ' τη Σμύρνη. Πλημμύρισε ο Πειραιάς θαλασσοβρεμμένο μπλιγούρι. Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις ποτέ δεν βρέθηκαν σε τέτοια θερμή φιλική ένταση, όσο μετά την ηρωϊκή θυσία του γεμάτου Κουρτουλούς. Η Τουρκία πια είχε μόνο την όψη της πικρής αλμυρής μα χορταστικής μάζας που εγκυμονούσαν τ' αμπάρια του ναυάγιου. Η Τουρκία έστω κι αργά μας έφερνε ζωή, έστω και θαλασσοβρεμμένη.

Το σπίτι ή καλύτερα το «17» όπως όλοι τόξεραν ήταν ένα μικρό τετράγωνο δίπατο γωνιακό, αργότερα θάβρισκαν, πως δεν είναι άρτιο, μα που ωστόσο τους στέγασε για πολλά χρόνια.
Κάτω ήταν ένα ημιυπόγειο με δυό δωμάτια στη μια μεριά του δρόμου κι άλλα δυό στην άλλη. Στο βάθος μια μικρή αυλή, φωταγωγός καλύτερα, που επικοινωνούσε τους δύο ορόφους και την ταράτσα με μια γυριστή σιδερένια σκάλα πούφερνε ίλιγγο να την κοιτάς. Στην αυλή έβλεπαν τα χαγιάτια των δωματίων, τα πλυσταριά κι οι κοινές κουζίνες των δύο ορόφων.
Τα παιδιά είχαν τα δυο δωμάτια του πάνω ορόφου, την αποκλειστική χρήση της μιας κουζίνας και του μπάνιου (γιατί ναι, είχε και μπάνιο με μπανιέρα εμαγιέ και θερμοσίφωνα γκαζιού, πολυτέλειες που ο θείος είχε φέρει απ' την Αμερική).
Τα υπόλοιπα δωμάτια τα κατοικούσαν ένας καθηγητής μαντολίνου με το καναρίνι του, μια χήρα με το γιο της φοιτητή της Θεολογίας, μια ζωντοχήρα καλοπληρώτρα αγνώστου επαγγέλματος και μια οικογένεια κακομοιρια­σμένη ένα αντρόγυνο και τρία παιδιά που τσουβαλιάζονταν στο γωνιακό δωμάτιο του υπογείου που βρωμούσε από μακρυά κατρουλίλας κι ήταν η αφορμή για καθημερινούς καυγάδες.
Τα ψωραλέα βασιλικά της χήρας, που σαν ποτιζόντουσαν λέρωναν την αυλή της ζωντοχήρας και το καθημερινό καλοκαιρινό μεσημεριάτικο κελάϊδισμα του καναρινιού ήταν άλλες αφορμές για καυγάδες.
Ευτυχώς όμως η σκοτεινή ατμόσφαιρα της Κατοχής έδινε μια συνοχή στη ζωή του σπιτιού κι όλοι κατά το μέτρο τους πλήρωναν τα ορφανά, πούνοιωθαν κάπως σα να τα προστάτευαν.
Ειδικά ο καθηγητής του μαντολίνου με το αιώνιο παπιονάκι στο λαιμό του είχε αρχίσει να κάνει μαθήματα στη Μπουμπούκα, που φιλοδοξούσε να γίνει δασκάλα, αν και αποδεικνυόταν τέλεια ανεπίδεκτη στη μουσική γνώση.
Αντίθετα η Ιφιγένεια έπιανε σωστά τις νότες και τρα­γουδούσε με θερμή φωνή όλα τα σουξέ της εποχής, ενώ έραβε στο μπαλκονάκι του δωματίου της. Ο φοιτητής της Θεολογίας συχνά ονειροπολούσε στο τραπεζάκι πούχε κολλητά στο παραθύρι του, έτσι που η χήρα αναγκαζόταν να κλείνει με βιάση τα πατζούρια και ν' ανάβει το φως για να συγκεντρωθεί στα βιβλία ο κανακάρης της.
Κι αυτός κρυφά κάτω από πατερικές σοφίες χάραζε τις σκέψεις του.
«Χρώματα, φως, πλημμύρα ζωής
χαμόγελο, βλέμμα, χάδι,
τα σοδιάσματα του πλούτου
της απλής καθημερινότητας
Πλημμύρα αρχοντιάς
δύναμη ύπαρξης
αντιστήλιο στο θάνατο
Πώς κι αν αύριο φεύγουμε
άλλο δε νοιαζόμαστε
απ' το παλιό χαλασμένο ρολόϊ
στον τοίχο ποιός θα το κουρδίζει».

Κάποιο βράδυ όλοι στο σπίτι πετάχτηκαν απ' το κρεββάτι από τις φωνές και τα τραγούδια κάποιου Ιταλού μεθύστακα φαντάρου, πούχε κουρνιάσει στο κατώφλι τους. Κλωτσούσε τα θυρόφυλλα έτσι που το σπίτι έτρεμε, λες και του βγάζαν την ψυχή του. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Ούτε ο ονειροπόλος φοιτητής, ούτε ο σεβάσμι­ος καθηγητής, μήτε ο φουκαράς του υπογείου, μήτε ο λεβέν­της σπιτονοικοκύρης, ο Παντελής.
Ο μεθυσμένος, ίσως είχε όπλο. Ευτυχώς η περίπολος τον άκουσε, ακούστηκαν τα σκληρά τους βήματα στο πεζο­δρόμιο, οι γερμανικές βρισιές τους (ότι και νάλεγαν αυτοί οι άνθρωποι για βρισιές ακούγονταν) και τέλος κάποιο τρίκυκλο τον μάζεψε σα μπόγο.
Ανάσαναν όλοι μ' ανακούφιση.
Κατέβηκε η Ιφιγένεια ν' ασφαλίσει την πόρτα και νάσου μια σκιά κι ένα δειλό χτύπημα.
Πάγωσε η Ιφιγένεια, φωνή δεν έβγαλε απ'το λαιμό της.
-Για το Θεό, βοήθεια, ακούστηκε κάποιος λαχανιαστός ήχος.
Άνοιξε το τζάμι δειλά, έτσι που ανάμεσα στα κάγκελα να βλέπει το πρόσωπο του. Δεν είδε τίποτε μες'το σκοτά­δι, μόνο της φάνηκε το περίγραμμα κάποιου ανθρώπου.
Κι αυτή δεν ξέρει γιατί, άνοιξε. Σχεδόν έπεσε πάνω της τριγκλίζοντας. Τον έσυρε ως κάτω απ'τη σκάλα και βια­στικά μαντάλωσε την πόρτα.
-Ακόμη Ιφιγένεια; ακούστηκε η νυσταγμένη φωνη της Μπουμπούκας.
-Κοιμήσου κι έρχομαι, της φώναξε μαλακά.
-Μμμ... καληνύχτα σούρθηκε νυσταγμένα η Μπουμ­πούκα.
-Νερό, ψιθύρισε ο ξένος στην κρυψώνα του.
Σιγά σιγά, προσεχτικά γιόμισε ένα ποτήρι και του το πήγε. Γονάτισε στο πλάϊ του. Εκείνος έτρεμε ολόκορμος, θάχε πυρετό. Ακούμπησε το χέρι της παγωμένο απ'τον τρόμο στο μέτωπο του. Τα δάχτυλά της κόλλησαν.
-Είσαι λαβωμένος; ψιθύρισε με φρίκη.
-Θα με βοηθήσεις συντρόφισσα; μουρμούρισε πνιχτά εκείνος.
-Δεν είμαι συντρόφισσα κανενός, είπε θλιμμένα εκεί­νη. Πες μου τι θες.
-Να μείνω δω ως αύριο. Αύριο πρωί πρωί θα πας ν' αφήσεις κάπου ένα σημείωμα και το ίδιο βράδυ θα φύγω.
-Αν ζεις ως αύριο, μουρμούρισε πένθιμα η Ιφιγένεια.
-Θα το κάνεις συντρόφισσα; είπε αυτός με πυρετική ένταση.
-Σσσ είπε αυτή κι έκλεισε το στόμα του με την παλάμη της.
Τότε αυτός της φίλησε το χέρι στην παλάμη, στην άκρη των δακτύλων.
-Θες τίποτε άλλο; ρώτησε λίγο ξαφνιασμένη απ' τον δίχως πρόσωπο σύντροφο.
-Αύριο, συντρόφισσα.
-Καληνύχτα, μουρμούρισε.
Ανέβηκε τα σκαλιά. Στο δωμάτιο η Μπουμπούκα κοι­μόταν κι από δίπλα ακουγόταν το ροχαλητό του Παντελή.
Πήρε μια κουβέρτα και ξανακατέβηκε στην κώχη της σκάλας.
Ο ξένος θα κοιμόταν κιόλας. Η ανάσα του ακουγόταν ρυθμική.
Τον σκέπασε με τη στοργή να ξεχειλίζει στην καρδιά της, δίχως να ξέρει το γιατί. Θάθελε ακόμη και να τον φιλήσει, αν δεν φοβόταν τόσο.
Πριν καλά καλά χαράξει, η Ιφιγένεια κατέβηκε προσε­κτικά τα σκαλιά, να τον βρει.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή διάπλατα. Στην κώχη πεταμένη η κουβέρτα, ματωμένη.
Τη δίπλωσε προσεχτικά και τη φύλαξε κάτω κάτω στο σεντούκι με τα προικιά της.
Από κείνο το βράδυ, άρχισε να μετρά τους πυροβολι­σμούς στο δρόμο.

Ήλθε και η απελευθέρωση.
Τα πλοκάμια του φασισμού σαν το θεριό, που χτυπήθη­κε κατακέφαλα, μαζεύτηκαν. Ύπουλα και μουλωχτά οι Γερμανοί μας άφησαν, όχι για να παινευτούμε, πως τους διώξαμε.
Οι ευρωπαϊκές ιστορίες σε κάτι ψιλά περνούν τη συμβο­λή μας σ' αυτή τη νίκη κι ας μας έταζαν τότε λαγούς με πετραχείλια.
Κάναν τις μοιρασιές τους οι μεγάλοι, έκοψαν τα Βαλκάνια σε φέτες, κι ήλθαν οι σύμμαχοι να μας πείσουν για το πού από δω και μπρος θ' ανήκουμε. Εμείς παλεύαμε για εθνική αξιοπρέπεια και λευτεριά κι αυτοί μας μοίραζαν σε ζώνες επιρροής. Ας είναι.
Κι από κει που όλοι αδέλφια και συντρόφια ονομαζόμα­στε, άρχισε ο ένας να βγάζει το μάτι του αλλουνού γιατί είναι βαρύ στο τέλος όλοι να βράζουν σ'ένα καζάνι κι οι γερμανόφιλοι νάναι στο τέλος λάδι κι οι αντάρτες να ντρο­πιάζονται προδότες.
Άρχισε κι ο εμφύλιος.
Κλείστηκε ξανά ο κοσμάκης στα σπίτια του. Είδαν τόσα τα μάτια του! Τι να γίνει, μπόρα είναι κι αυτή και θα περάσει. Να δούμε πότε επιτέλους θα ησυχάσουμε κι όποι­ος θέλει ας κάνει το βασιλιά.
Πικρά λούφαζαν όλα σαν κουρνιαχτός, που κατακάθονταν.
Το γιο της χήρας τον πήγαν εξορία. Κουμουνιστή, τον είπανε. Βολόδερνε η μάνα του στο τμήμα, τσάμπα κόπος. Ποιος τάχα να τον κάρφωσε;
Ο φουκαράς, ο οικογενειάρχης του ισογείου βρέθηκε με κομμένο το κεφάλι. Ήτανε λέει καταδότης της αστυνομί­ας. Έσκουζε η γυναίκα του η Κατίνα και τα μυξιάρικά του. Τι καταδότης; αυτός δεν είχε σάλιο να φτύσει ο έρμος.
Άνοιξαν πια λεύτερα οι συγκοινωνίες κι έμαθαν πως ο θείος Σωκράτης σκοτώθηκε σε τροχαίο, τον πάτησε αυτο­κίνητο κι άφησε την περιουσία του μετρητά και λίρες στα τρία ορφανά.
 Ηταν πια η εποχή της Αμερικάνικης βοήθειας. Δέματα περνούσαν τον Ατλαντικό, γεμάτα αποφόρια αμερικάνικα.
Κάτι αστεία πλατύγυρα καπέλα, νάϋλον νυχτικά, πι­τζάμες, γυαλιστερά πουκάμισα, σακάκια.
Οι προύχοντες του κάθε χωριού κι οι παπάδες είχαν την ευθύνη της διανομής αυτών των θησαυρών. Κατά το ελληνικό συνήθειο διάλεγαν τα καλύτερα για τη φαμελιά τους και τα υπόλοιπα τα μοίραζαν στη φτωχολογιά. Κι ήταν τόσο παράξενα για τις συνήθειες του τόπου κείνα τα ρούχα που πολλοί φόραγαν τις γυαλιστερές πιτζάμες στην εκκλησιά μιας κι οι άνθρωποι από τα μικράτα τους κοιμόντουσαν με τα ρούχα.
Εκεί που γινότανε το σώσε ήταν στη διανομή των τροφίμων. Οι μεγαλέμποροι του κάθε χωριού φρόντισαν να παρακρατήσουν βούτυρα, τυριά κι αλεύρια για να τα μοσχοπουλήσουν αργότερα.
Αλίμονο! Κατά που λέει η παροιμία «οέχει στα δάχτυλα του μέλι και δεν το γλύφει;»
Αυτή είναι η ελληνική μας λεβεντιά, η ρωμέϊκη εξυπνά­δα του καραγκιόζη.

Τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας στα χωριά. Οι πιο πολλοί πήγαιναν ξυπόλητοι, οι πιο τυχεροί διάθεταν ένα ζευγάρι για την εκκλησιά κι αυτό με πεταλάκια στις μύτες και τα τακούνια να μη λιώνουν.
Αυτά τα φορούσαν στην είσοδο της·εκκλησιάς, αντίθετα με τους μουσουλμάνους, και μετά το σχόλασμα της λει­τουργίας τα ξανάβγαζαν και κρεμώντας τα στον ώμο έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στα κακοτράχαλα μονο­πάτια.
Τα παπούτσια για τα χοντροφτιαγμένα πόδια τους ήταν είδος πολυτέλειας. Άλλωστε και τα πόδια τους ένοιωθαν άβολα στην πέτσινη φυλακή τους. Μερικοί έφτιαχναν αυτοσχέδια παπούτσια από τομάρια κατσικιών κι αυτά παρά την άκομψη εμφάνισή τους λειτουργούσαν αποτελεσματικότερα στα πόδια του κατόχου τους· ήταν ανάλαφρα και πρακτικά ποτέ δεν έσφιγγαν ή πονούσαν ποτέ δε δημι­ουργούσαν προβλήματα κάλων που τόσο βασάνιζαν τις εύπορες τάξεις.
Υπήρχαν άνθρωποι που ποτέ δε φόρεσαν παπούτσι ακόμη κι όταν το χιόνι έφθανε δυο μέτρα ύψος. Ήταν τα χρόνια, που κρέας έτρωγαν Χριστούγεννα και Πάσχα και σαν αρρώσταινε κάνα ζωντανό μην τους ψοφήσει.
Ήταν τα χρόνια που από ανάγκη πιότερο παρά από πίστη ακολουθούσαν όλες τις νηστείες που σοφά θέσπισε η Αγία Ορθόδοξη εκκλησία, για να παρηγορεί τα στομάχια των πιστών της.
Ούτε λάδι, ούτε κρέας, ούτε ψάρι, κι ούτε λόγος γι' αυ­γό ή για γάλα. Τούτα ήταν φαγητά κατάλληλα μόνον γι' αρρώστους ή μωρά.
Ήταν ακόμη η εποχή που οι γυναίκες πέθαιναν οι πιότε­ρες στη γέννα κι από τα δέκα παιδιά της κάθε φαμελιάς, ζούσαν δε ζούσαν τα μισά.
Ήταν ακόμη η ρομαντική εποχή της ζωής στο ύπαιθρο που τώρα όμως μετά τον εμφύλιο άρχισε να μεταμορφώνε­ται σε άτακτη φυγή προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερι­κό.
Κάθε οικογένεια είχε και κάποιον μετανάστη. Κυβερ­νητική πολιτική για να συνάζεται συνάλλαγμα. Τα χωράφια μπορεί να ρημάζαν αρκεί το μεροκάματο να βγαίνει ταχτικά.
Ο Παντελής αμέσως ξενιτεύτηκε. Δεν τον βαστούσε άλλο ο τόπος.
Η χήρα του υπογείου μάζωξε τα κουτσούβελα να πάει στην αδελφή της στο χωριό.
Η αδελφή της η Γίτσα, ήταν μια αεικίνητη λιγνή γυναικούλα πούχε απ' το Θεό το χάρισμα κάποιου όσιου να μιλά στ' αγρίμια. Είχε δέκα γάτες, πέντε σκύλους, είκοσι πρόβατα κι αναρίθμητα πουλερικά στην κατοχή της. Κάθε κοτόπουλο της κλώσσας της είχε τ' όνομα και το μερίδιο στοργής που του αναλογούσε. Δεν ήταν γεροντοκόρη ή άκληρη. Είχε μεγαλώσει δέκα παιδιά απ' τον πρώτο γάμο του άντρα της κι άλλα πέντε δικά της.
«Τι να μου κάνουν τα παιδιά σου; της έγραψε. 'Οτι είχα να πάθω τόπαθα». Αυτή ήταν η πρόσκλησή της. 'Ετσι τραχιά έδειχνε στους ανθρώπους την αγάπη της.
Οι σχέσεις με τον άντρα της ήταν σε αδιατάρακτη εμπόλεμη φάση δίχως εκεχειρίες. Γι'αυτήν πάντα ήταν ο χήρος για κείνον η «καμπίσια».
Συνηθισμένη βέβαια η αποτυχία στο δεύτερο γάμο ενός χήρου που παντρεύεται μόνο και μόνο για ν' αναθέσει τις φροντίδες του νοικοκυριού σε κάποιο θηλυκό, μα η Γίτσα κι ο Λάμπης ήταν το αποκορύφωμα στην ένταση του κανόνα.
Ο «χήρος» ήταν γέρος πια, πιασμένος απ 'τα χρόνια και το πιοτό κι η Γίτσα ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Μπουγάδιαζε, ζύμωνε έψηνε το φαΐ στα ξύλα, έκοβε ξύλα για το τζάκι, φρόντιζε τον κήπο και τα χωράφια, αυγάτιζε τα ζωντανά.
Η αδελφή της θάταν μια ανακούφιση. Κι έπειτα ήταν δικός της άνθρωπος. Και τα δεσμά της οικογένειας στα χωριά είναι ιερά.
Απόλαυση ήταν η προσοχή πούδινε στα ζωντανά σαν αρρωστούσαν. Τα φρόντιζε με πιότερη προσοχή κι απ' τα παιδιά της κι ίσως γι.'αυτό κι αυτά την αγαπούσαν πιο πολύ. Σαν τα παιδιά της μεγαλώσαν, ρίξαν πέτρα πίσω τους. Τα ζωντανά της πάντα πιστά. Κάποτε που ο άντρας της έδωσε κάποιο σκυλί σ' ένα τσοπάνο πούρθε και του κλάφτηκε, πως ο λύκος σπάραξε το δικό του κι έπειτα από κάνα μήνα το σκυλί γύρισε τα παλιά του αφεντικά ξενηστικωμένο η Γίτσα έκλαψε από συγκίνηση όσο θάκλαψε ο πατέρας της παραβολής στο γυρισμό του ασώ­του.
-Η Αράπω μας, ήλθε η Αράπω μας. Μούργο, Λεχρί­τη, Κουτσομπόλα (ήταν τα ονόματα των άλλων της σκυλι­ών) τρέξετε. Ήλθε η Αράπω μας.
-Ρε γυναίκα τι κάνεις έτσι; της έλεγε ξεκαρδισμένος ο  χήρος.
-Τι λες καλέ; Εδώ ήλθε το σκυλί μας. Δεν το δίνω εγώ ξανά σε κανένα. Κοίτα πώς το κατάντησαν τ' άμοιρο;
Η αγάπη της για τα ζώα την έκανε να εφαρμόζει την ευθανασία, όσες φορές χρειαζόταν να μπει στο κατσαρόλι της κάνα πουλερικό ή αρνάκι. Το χάϊδευε, το κανάκευε και τόσφαζε με τέτοια τεχνική που τ' άμοιρο πέρναγε στον άλλο κόσμο, δίχως να το πάρει μυρουδιά, τέλεια ευτυχισμέ­νο.
Ποτέ πουλί δε σπαρτάρησε στα χέρια της ποτέ αρνί δεν τυραγνίστηκε. 'Ολα γινόντουσαν γρήγορα και τέλεια. Μια αναγκαστική θυσία μα τέλεια ανώδυνη.
Η Κατίνα και τα παιδιά της έφτασαν στο χωριό ιστορι­κή μέρα. Τότε πέρναγε απ.' το χωριό ο διάδοχος.
Οι κοπελιές τον πρόσμεναν καβάλα στ' άσπρο άλογο μ' αυτός ήλθε όρθιος σε μια κατάμαυρη λιμουζίνα, που παρά τον κουρνιαχτό του χωματόδρομου, λαμποκοπούσε στο καταμεσήμερο.
Χτυπούσαν μανιασμένα οι εκκλησιές τα σήμαντρα, από παντού κρέμονταν σημαίες και φωτογραφίες βασιλικές, μια αυτοσχέδια μπάντα με νταούλια, κλαρίνα και βιολιά προσπαθούσε να παιανήσει εμβατήρια, οι παπάδες ευλο­γούσαν, οι μαθήτριες με τις κατάμαυρες ποδιές και τ' ά­σπρα κολλαριστά γιακαδάκια κι οι μαθητές με τα πηλίκια έραιναν το δρόμο να περάσει, μονάχα η Μαρία η Μαγδαληνή έλειπε από τούτη την υποδοχή του νέου Μεσσία.
Τα κουτσούβελα της Κατίνας έκλαιγαν κρεμασμένα στη φούστα της κι αυτή με τα μπαγάζια σα χαμένη.
Ο πρίγκηπας δε στάθηκε ούτε ένα λεπτό ν' απευθύνει το χαιρετισμό του ο πρόεδρος, που τόσο κουράστηκε να τον φτιάξει κατά που πρέπει, κρίμα στις ετοιμασίες του Νοματάρχη κρίμα στα τραγούδια πούμαθαν οι δασκάλοι στα παιδιά, κρίμα στη μέρα που φεγγοβολούσε, κρίμα στους χωρικούς που αφήσαν τα μαντριά και τα χωράφια νάρθουν να τον αντικρίσουν. Ο διάδοχος πέρασε σαν αστραπή, σαν άστρο λαμπερό στη μαύρη λιμουζίνα, ντυμένος τη στραταρχική στολή, σοβαρός μα προσηνής, χαιρετώντας όλους με τη σχετική μεγαλοπρέπεια, έφυγε δίχως να χαρούν να τον δοξολογήσουν για την τιμή πούκανε στο χωριό τους να πατήσουν στο τιμημένο χώμα του οι ρόδες του αστραφτε­ρού του αυτοκινήτου.
-Τι όμορφος! αναστενάζαν οι κοπελιές με τις χοντρές πλεξούδες κι όλες τους γινόντουσαν Σταχτοπούτες.
-Τι δυνατός! έλεγαν τα παλληκάρια.
Η γρήγορη περαστική εικόνα, που άφησε το βιαστικό πέρασμα της λιμουζίνας, άλλαζε όψη στο μυαλό του κάθε υπήκοου, παραμορφωνόταν, εξωραϊζόταν άλλαζε σχήμα και χρώματα σα σε καλειδοσκόπιο.
Ο σκοπός του ταξιδιού επετελέσθη.
Ο λαός λατρεύει το βασιλιά του που καταδέχεται να τον πλησιάσει δίχως το φόβο μήπως μιαθεί από το άγγιγμά του.
Τι συγκατάβαση!! Τι θεϊκό μεγαλείο!
Επιτέλους! Η Κατίνα έπεσε μ ε ανακούφιση στην αγκα­λιά της Γίτσας.
Η Μπουμπούκα ρίχτηκε με μεγαλύτερο μεράκι στη μελέτη. Βάλθηκε να καταπλήξει.
Κι η Ιφιγένεια παντρεύτηκε. Τώρα δεν ήταν δύσκολο να παντρευτεί και μάλιστα να καλοπαντρευτεί. Αξιωματικός, απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων με πολλά μετάλλια και παράσημα, που κέρδισε στις τελευταίες μάχες ενάντια στους κομμουνιστοσυμμορίτες, ομορφονιός με τσιγκελωτό μουστάκι συγκινήθηκε απ' την προίκα και την ομορφιά της Ιφιγένειας. (Παρά τις ταλαιπωρίες της κατοχής κρατιόταν νόστιμη η Ιφιγένεια) και ζήτησε το χέρι της από ποιόν άλλο; απ' τη Μπουμπούκα.
'Έκαναν σύσκεψη οι δυο αδελφάδες. Τι έχει να περιμένει ένα κορίτσι σαν την Ιφιγένεια απ' τη ζωή του, έξω από ένα καλό γάμο;
Η Ιφιγένεια βιαζόταν να παντρευτεί. Βιαζόταν να κά­νει παιδιά. Καθημερνά κοιτούσε το μικρό της στήθος, τ'  αγορίσια της λαγόνια, τα λιγνά της πόδια κι αναρωτιόταν, αν ποτέ της θάκανε παιδιά. Φοβόταν, έτρεμε στη σκέψη, πως ίσως με την Κατοχή, την πείνα, την αγωνία, μήπως κάτι είχε πάθει, μήπως ήταν στείρα.
Ακούσματα καθημερινά την τριγύριζαν για παιδιά που δε μεγάλωναν, γυναίκες που απόβαλαν και για όλα αυτά ένας ήταν πάντα ο φταίχτης: Η Κατοχή.
Με τι λαχτάρα κοιτούσε αυτό το νέο άντρα, που ζητούσε να την παντρευτεί. Δεν ήξερε ακόμη αν τον αγαπούσε μα σίγουρα θα τον αγάπαγε, αν τον παντρευότανε.
Θυμόταν τη γιαγιά Ουρανία. Πόσο σεβότανε τον άντρα της, πόσο τον αγαπούσε. Ποτέ της δεν παραπονέθηκε κι ας ήξεραν πως τη χτυπούσε. Ποτέ δεν είπε κακό λόγο για λογαριασμό του, ούτε στα παιδιά ούτε στα εγγόνια της. Διάλεγε τις χαρούμενες στιγμές τις λιγοστές λάμψεις της ευτυχίας τους να διηγείται.
«Και μούφερε, που λέτε παιδιά μου απ'την Πόλη, τού­το δω το χρυσό δαχτυλίδι. 
-Για σένα γυναίκα μου, μου είπε και με φίλησε. Και τούτο για το γιο μας, είπε κι έβγαλε απ 'τον κόρφο του τον παλιό σταυρό πούχε απ' τον παπούλη του.
Κι έπειτα σε κείνο το χορό πούταν καθηγητάδες και δεσποτάδες κι όμορφες, πεντάμορφες γυναίκες σα νεράιδες μούπε στ' αυτί καθώς με χόρευε:
-Καμιά τους σαν και σένα, Ουρανία μου.
«Θυμάμαι τότε, που πέτρωσε στο στήθος μου το γάλα, στο πρώτο μου παιδί, στη μάννα σας, που ήλθε και με βύζα­ξε για ν' αλαφρώσω...»
«Θυμάμαι σαν τη ζήτησαν να την υιοθετήσουν κι ήταν στο χέρι του το ναι ή το όχι (άντρας ήταν) μούπε.
· -Γυναίκα, συ τι θες. Εσύ τα γέννησες εσύ τ 'ανάστη­σες εσύ θ 'αποφασίσεις. Ποιος άντρας στον καιρό του τόλεγε;»
Αυτά σκεφτότανε η Ιφιγένεια κοιτώντας στον καθρέ­φτη τη φιγούρα της ντυμένη με το νυφικό πούχε ράψει με τα χέρια της.
Για την περίπτωση είχαν μαζευτεί κι όλες οι θειάδες με τα παιδιά τους κουβαλώντας δώρα, λουλούδια και γλυκά. Το σπίτι άστραφτε πάστρα, μοσκοβολούσε το γιασεμί στο απέναντι μπαλκόνι.
-Όμορφη η νυφούλα μας αναστέναξε βαθιά η θεία Μερόπη, χόντρυνε ακόμη πιο πολύ, από το γάμο της κι εδώ.
-Μιά τέτοια τύχη και οι κόρες μας, μουρμούρησε η Ρούλα.
-Ευλόγησε πάτερ μου, σταυροκοπήθηκε μπαίνοντας η Παπαδιά.
«Στην Κατοχή δεν έδωσαν σημεία -ζούμε ή πεθάναμε-, σκεφτόταν η Μπουμπούκα. Τώρα μας θυμήθηκαν».
Ο πατέρας της δεν φάνηκε να τη συνοδέψει νύφη. Ο Κούλης άντρας πια έζησε στην Κατοχή, μα είναι παράλυτος. Τα κάνει πάνω του, δε μπορεί να φάει, δε μπορεί να μιλήσει κι η μητριά έρεψε απ' τον καημό της, έγινε σκιά του εαυτού της.
Ο πατέρας πότε πότε γράφει στη Μπουμπούκα, κλαί­γεται για δανεικά. Του στέλνουν πότε πότε, έμαθαν πως τα πίνει κι η μητριά τους τον χτυπά, όταν γυρίζει μεθυσμένος.
Η Ιφιγένεια δεν ήξερε τότε, πως ήταν απαίτηση του γαμπρού να μη φανεί ο πεθερός και ρεζιλευτεί η σύναξη, θάχε σπουδαία πρόσωπα, στρατηγούς, υπουργούς, πώς να παρουσιάσει μπεκρούλιακα συμπέθερο;
Η Ιφιγένεια βλέποντας το χλωμό της πρόσωπο με τα μεγάλα ελαφίσια μάτια, άξαφνα, μόνο σα σκιά στοχάστηκε τον άντρα, που της φίλησε τ' ακροδαχτύλια στης σκάλας τους την κώχη κι ένοιωσε κάπως να ζαλίζεται.
-Σε καλό σου, πώς χλώμιασες έτσι λες κι είδες φάν­τασμα φώναξαν οι θειάδες.
-Απ 'την ορθοστασία  θάναι. Κάθισε κορίτσι μου. Τό­σες ώρες ορθή...
Χάϊδεψε με τον αντίχειρα τ' ακροδακτύλια της, θαρρείς για να σιγουρευτεί , πως όλα είναι εντάξει και χαμογέλασε.
Η ματωμένη κουβέρτα είχε κιόλας μετακομίσει στο καινούργιο της σπιτικό μαζί με τα προικιά της.
Είχαν νοικιάσει τον πρώτο όροφο κάποιου παραλιακού στη Φρεατύδα. Απ' το μπαλκόνι της θάβλεπε τα βαπόρια να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι, τα ψαροκάικα να σεργια­νούν.
Ο γαμπρός ήθελε όλα νάναι σύμφωνα με τη θέση του.
Τα έπιπλα πρώτης τάξης, τ' ασημικά, τα κρύσταλλα, οι ντατέλες.
Και νάτανε κάνας αριστοκράτης, πανάθεμά τον. Από ένα ξεροχώρι, κοντά στην Καρδίτσα, κι οι δικοί του καλά καλά δεν ήξεραν να μιλήσουν τα ρωμέϊκα.
Μα ήτανε πεισματάρης κι ήξερε ότι θέλει να το πετυ­χαίνει. Μόνος του κατάφερε να σπουδάσει, δουλεύοντας μπακαλόπαιδο. Δούλεψε σκληρά για να κερδίσει αυτά τ' α­στέρια που κάρφωσε η πατρίδα στο πέτο του.
Ένοιωθε νικητής κι η Ιφιγένεια ήταν ο τέλειος φωτο­στέφανος της δόξας του. Με τα λεφτά της όλη η καλή κοινωνία θάταν στα πόδια του. Από ασήμαντος αξιωματι­κός θάταν κάποιος μ' επιρροή. Ποιος ξέρει αν αύριο δεν πολιτευόταν; Τι παραπάνω δηλαδή έχουν όλοι αυτοί οι πολιτικάντηδες, που κάνουν τους σπουδαίους;
Αυτές τις θριαμβικές σκέψεις έκανε ο γαμπρός, σαν περνούσε το χαλκά στο χέρι της Ιφιγένειας. Εκείνη χαμή­λωσε τα μάτια κι ούτε δάκρυζε, ούτε χαμογελούσε.
-Τι συγκινητική εικόνα μουρμούριζε η παπαδιά, ενώ τη σταύρωνε.
Η Μπουμπούκα βλοσυρή κοιτούσε το περίγυρο. Κάτι δεν της άρεσε σ'αυτή την κοσμοσυρροή, κάτι που όμως δε μπορούσε να το ξεκαθαρίσει.
Η εκκλησιά στολισμένη, το ρύζι μοιρασμένο, οι μπουμπουνιέρες στο πανέρι, έτοιμες τ' αυτοκίνητο που θα τους έπαιρνε μετά καλογυαλισμένο στην πόρτα.
Τι την ενοχλούσε λοιπόν; Ίσως ο αγέρωχος αέρας του γαμπρού; Ε στρατιωτικός ήτανε ο άνθρωπος. Ίσως η μελαγχολία της νύφης; Μα με το δίκιο της. Εκτός απ' τη Μπσυμπούκα ποιος άλλος δικός να της παρασταθεί;
Ίσως, ίσως καμιά φορά η διαίσθηση. Αυτό που υπήρχε και στη μαμά με τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, αυτό που την έκανε να προβλέπει το θάνατο της, ίσως και να τον αποφασίζει πιο βαθιά στο υποσυνείδητο της.
Το ταξί με τους νεόνυμφους σταμάτησε έξω απ'το φωταγωγημένο σπίτι. Όλα τα φώτα αναμμένα να τους δεχθούν κι όμως ψυχή...
Η Ιφιγένεια περίμενε στο κατώφλι, ώσπου ναβρεί εκεί­νος το κλειδί ν' ανοίξει. Έψαχνε και τις δυο του τσέπες, ξανάψαχνε, πουθενά κλειδί.
-Θα μούπεσε μουρμούρισε νευριασμένος. Και το τα­ξί είχε φύγει κι η Ιφιγένεια με την ουρά του νυφικού να μπερδεύεται στο πόδια της και το πέπλο να της βαραίνει το κεφάλι.
-Πανάθεμά το, μουρμούρισε ο γαμπρός με την επί­σημη στολή της σχολής Ευελπίδων. Θα πρέπει να σκαρφαλώσω.
Η σπιτονοικοκυρά που έμενε στο ισόγειο ακόμη να γυρίσει απ' το γάμο, βλέπεις την είχαν προσκαλέσει. Και για φαντάσου ρεζιλίκι να τους βρουν έτσι στολισμένους στο κατώφλι.
-Κράτα μου λέει στην Ιφιγένεια και της δίνει το μεγάλο σπαθί, που τον βάραινε στη μέση.
Έπειτα χάθηκε και σε λίγο ξαναγύρισε με μια σκαλίτσα. Τη στερέωσε κάτω απ' το μπαλκόνι ανέβηκε, πιάστηκε στα σίδερα του μπαλκονιού και σκαρφάλωσε μέσα.
Έτσι όπως κρεμόταν, έμοιαζε με το Ρωμαίο στο μπαλκόνι της Ιουλιέττας, μόνο που η Ιφιγένεια περίμενε στην πόρτα με τα τακούνια να την τρελαίνουν στον πόνο.
Σα βρέθηκε ασφαλισμένος στο μπαλκόνι έσκυψε και της φώναξε.
-Πήγαινε τη σκάλα στη θέση της. 
Να την πάει. Ένας λόγος ήτανε, με την ουρά του νυφικού, το πέπλο στο κεφάλι και το σπαθί στην αγκαλιά. Πριν προλάβει να κάνει βήμα η πόρτα άνοιξε.
-Ούτε μια τόσο απλή δουλειά δεν είσαι άξια να κά­νεις, της είπε νευριασμένα και την προσπέρασε να πάει τη σκάλα στη θέση της.
Η Ιφιγένεια κρατώντας την ουρά του φουστανιού και το σπαθί του αργά αργά ανέβαινε την απότομη σκάλα που σε κάθε βήμα της έτριζε.
Παντού μύριζε φρέσκια μπογιά και πετρέλαιο.
Θάτανε στα μισά της σκάλας όταν η εξώπορτα έκλεισε με πάταγο.
-Τέλος καλό όλα καλά αντήχησε η φωνή του μ' εν­θουσιασμό, ενώ ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Φτά­νοντας πίσω της της έδωσε μια, χαϊδευτικά στα καπούλια, έτσι που παραλίγο να κουτρουβαλιαστεί κι έπειτα την προσπέρασε κι έφτασε στο πλατύσκαλο χαμογελώντας.
-Ενα ποτό είναι ότι πρέπει τέτοιες ώρες, μονολόγη­σε.
Η Ιφιγένεια άφησε πάνω στο νυφικό κρεββάτι με τα ρύζια τα κουφέτα και τις λίρες, το βαρύ σπαθί και κάθισε προσεχτικά στην άκρη άκρη του κρεβατιού, θαρρείς και φοβόταν μήπως σπάσει.
-Θες; τη ρώτησε ενώ με μεγάλες γουλιές κατάπιε ένα κατακόκκινο κρασί.
Κούνησε το κεφάλι της απελπισμένα. Και μόνο η σκέψη του κρασιού της έφερνε αναγούλα.
-Ελα της είπε σε λίγο. Τι κάθεσαι σα ξόανο. Μάζεψε το κρεββάτι και γδύσου. Τα λεφτά βάλτα χώρια, να μου τα δώσεις.
Με το ένα χέρι κρατούσε το ποτήρι με τ' άλλο γδυνόταν.
Αμίλητη η Ιφιγένεια ακολούθησε σαν αυτόματο τις προσταγές του.
Ξέστρωσε το κρεββάτι απ' την κάτασπρη πλουμιστή κουβέρτα, μάζεψε προσεκτικά τα λεφτά, τα ξεχώρισε απ 'τα κουφέτα και τα ρύζια κι έπειτα χώθηκε στο κρεβάτι κρατώντας το σεντόνι σφιχτά ως το πηγούνι της.
Εκείνος στο μεταξύ έσβυνε τα φώτα του σπιτιού.
-Πρέπει να κάνουμε οικονομία, της είπε μπαίνοντας.
Φορούσε μόνο ένα μακρύ σώβρακο. Τα στήθια του ήταν απίστευτα τριχωτά.
-Τι κουκουλώθηκες έτσι; της είπε χαχανίζοντας και με μια κίνηση τράβηξε το σεντόνι. Αυτή μαζεύτηκε στη νταντελένια νυχτικιά, προσπαθώντας να κρύψει ως και τα νύχια των ποδιών της.
-Α όχι ζαβολιές, της φώναξε θυμωμένα. Θέλω να δω τι κομμάτι ψώνισα. Θα τα βγάλεις όλα, κι όταν λέω όλα εννοώ όλα, όπως σ' έκανε η μάνα σου.
Σηκώθηκε κι άρχισε βουβά να γδύνεται. Αυτός με το κρασί στο χέρι την κοιτούσε προσεχτικά. Τα βλέμματά του ένοιωθε να την παγώνουν. 'Οταν έμεινε εντελώς γυμνή αυτός την κοιτούσε νωχελικά γλείφοντας τα χείλια του.
-Κάνε ένα γύρο, την πρόσταξε.
Αργά αργά στριφογύρναγε σταυρώνοντας τα χέρια στην κοιλιά της.
«Και να σκεφτείς συλλογιζόταν πως ποτέ μου δεν κοι­τάχτηκα γυμνή μπρος σε καθρέφτη».
Τέλος βαριεστημένα αυτός σηκώθηκε.
-Δεν είσαι και για πέταμα της είπε. Αυτό βέβαια, είπε αγγίζοντας με την άκρη του δαχτύλου το στήθος της, είναι πεσμένο και γενικά είσαι κοκαλιαρα. Δεν έχεις πια­σίματα, αδελφέ μου, είπε και της χούφτωσε τα οπίσθια. Τέλος πάντων θα δούμε τι θα κάνουμε, κατάληξε με ύφος οσιομάρτυρα.
Ξάπλωσε τώρα κι άνοιξε τα πόδια σου. Καλύτερα να σβύσουμε το φως, πολύ αγαθιάρα δείχνεις.


Άκουγε τη θάλασσα να σκάζει στα βράχια, τα λιγοστά αυτοκίνητα να περνούν και την ανάσα του δίπλα της. Φοβότανε να κουνηθεί.
Πονούσε σ' όλο της το κορμί κι ένοιωθε το αίμα να την πλημμυρίζει, μα ούτε που κουνιόταν απ' τη θέση της.
-Θα σε ξεσκολίσω εγώ, της είπε σαν τέλειωσε, μα αυτή ήταν ανίκανη να τον καταλάβει.
Ένοιωθε ταπεινωμένη, ποδοπατημένη, εξευτελισμένη, ένα σκουλήκι κάτω απ' το πέλμα κάποιου ελέφαντα. Αυτή είναι η υπέροχη πρώτη νύχτα; συλλογιζόταν με φρίκη.
Σα ξύπνησε, ο ήλιος είχε μπει κιόλα στο δωμάτιο και χαϊδευόταν στα πόδια του κρεβατιού τους.
-Ακόμη ο καφές; μουρμούρισε κι έπειτα πιο χαϊδευτικά. Φαίνεται σου καλάρεσε και θέλεις επανάληψη ε μουσίτσα;
Εκείνη δίπλα του ακίνητη σα κούτσουρο. Την ξεσκέπασε απότομα κι είδε με φρίκη τα αίματα ,που μούσκευαν το στρώμα ως τα πόδια της.
-Ηλίθια δε μίλαγες; της φώναξε και της άστραψε ένα χαστούκι. Σήκω να πάμε σε κάνα γιατρό.
Ντύθηκε αμίλητη, μάζεψε τα λερωμένα ρούχα, γύρισε το στρώμα, έστρωσε καθαρά χιονάτα σεντόνια, ενώ αυτός βλαστημώντας πηγαινοερχότανε.
-Δεν είναι τίποτε, είπε ο γιατρός χαμογελώντας πονηρά. Συμβαίνει καμιά φορά, όταν γίνεται βίαια ρήξη του υμένα. Είσαστε πολύ άντρας, κύριε Χριστέα, του είπε συνωμοτικά. Μόνο για λίγο καιρό μέχρι να επουλωθεί κάντε κράτει και με το μαλακό.
-Με συγχωρείτε γιατρέ Ψψψ... ψιθύρισε κάτι στ' αυτί του επιτρέπεται;
-Βεβαίως, βεβαίως, είπε ο γιατρός χαμογελώντας με κατανόηση.
-Ε, νιόπαντροι βλέπετε είπε ο Αλέξανδρος, αγκαλιάζοντάς τη στοργικά.
Ο μήνας του μέλιτος γνώρισε στην Ιφιγένεια, όλες τις παραλλαγές της γενετήσιας πράξης. Εκείνη αδιαμαρτύρη­τα τα δεχότανε όλα σαν κάθε καλή σύζυγος, νοιώθοντας κι ενοχή που ο καταραμένος υμένας της στάθηκε τόσο ευαί­σθητος, ώστε να στερεί στο σύζυγο τη μεγαλύτερη ευχαρίστησή του.
Σχεδόν καθημερινά την ανασκέλιαζε και μελετούσε την πορεία της επούλωσής του.
-Θαυμάσια πουλάκι μου. Θαυμάσια. Μη στενοχωρι­έσαι. Όλα πάνε καλά. Θαυμάσια...
Αναρωτιότανε τι ευχαρίστηση δοκιμάζουν όλες οι άλ­λες γυναίκες μ' αυτές τις χυδαιότητες.
Εκείνη ψάχνοντας στη μνήμη της τη μόνη συγκίνηση που θυμόταν ήταν εκείνο το πεταχτό φιλί στ ' ακροδαχτύλια της από κάποιον ετοιμοθάνατο.
Δεν τολμούσε σε κανένα .να ομολογήσει τους φόβους της. Η Μπουμπούκα; Τι ήξερε αυτή από τέτοια. Το μόνο πούξερε ήταν να κρατά ένα βιβλίο στο χέρι: Όλοι την καλοτύχιζαν. Έρχονταν για επισκέψεις, πήγαιναν κι αυ­τοί. Πάντα καλοντυμένοι, πάντα το σπίτι να λάμπει.
Καλότυχη της έλεγαν.  Ποιος τη χάρη σου. Τέτοιος λεβέντης, τέτοιος κουβαλητής, τέτοιο πλούσιο σπιτικό!!
Και ναι, στην αρχή δεν είχε κανένα παράπονο. Της τα ψώνιζε όλα και τάστελνε στο σπίτι. Τρόφιμα, πιοτά, ρούχα.
-Σήμερα πεθύμησα μαριδάκι, παράγγελνε σα σηκω­νόταν.
Κατά τις δέκα το μαριδάκι ήταν στην πόρτα της. 'Εδι­νε φιλοδώρημα στο παιδί και το μεσημέρι σα γυρνούσε το μαριδάκι αχνιστό και τραγανό γέμιζε το καλοστρωμένο τραπέζι.
Εκείνη δε ζητούσε ποτέ τίποτε. Αυτός της έλεγε:
-Μου φαίνεται χρειάζεσαι καινούργιο καπέλο. Εί­δες η κυρία διοικητού τι φορούσε στη δεξίωση προχθές; Τι είναι δηλαδή αυτή, καλύτερη;
Όλα έδειχναν να πηγαίνουν στο καλύτερο. Το τραύμα είχε επουλωθεί κι οι εξάψεις του τον έπιαναν αραιότερα. Είχε όλο τον καιρό να συγυρνά και να κάθεται τ' απογεύμα­τα στο μπαλκόνι της να κεντά ίσαμε που να βουτήξει ο ήλιος πίσω από τη Σαλαμίνα.
Όχι, δεν τη βάραινε πια ο άντρας της. Το πρωί δουλειά, τ' απόγευμα καφενείο ή όπου αλλού ήθελε, άντρας ήτανε λογαριασμό θα δώσει; Αν ήτανε να πάνε κάπου της τόλεγε πάντα.
-Ιφιγένεια απόψε θα πάμε στο θέατρο ή έχουμε γάμο ή συνεστίαση. Κοινωνικά καθήκοντα. Τι έχει να κάνει που η Ιφιγένεια δεν τ 'αγαπούσε; Δεν της άρεσαν τα εξεταστικά βλέμματα που καρφωνόντουσαν πάνω της, τα μισόλογα, τα υπονοούμενα, όσα δε μπορούσε να εννοήσει. Όλες αυτές οι λουσάτες γυναίκες, μιλούσαν μια δική τους γλώσσα, που της ήταν άγνωστη κι όλοι αυτοί οι άντρες, που της.κρατού­σαν σφιχτά το χέρι στην ιδρωμένη τους παλάμη, την απω­θούσαν. Φοβόταν σα τη ζητούσαν σε χορό. Στην Κατοχή δε φρόντισε να μάθει. Φοβόταν πως κάποια γκάφα θάκανε κι έβλεπε τις άλλες ντάμες με τι ευχαρίστηση αφηνόντουσαν στην αγκαλιά του άντρα της, πώς δεν άφηναν ευκαιρία να ξεφύγει δίχως να κολλήσουν το τρυφερό τους μαγουλάκι στο τσιγκελωτό μουστάκι του.
-Μα είστε τόσο γοητευτικός, κύριε Χριστέα, έλεγαν ξεκαρδισμένες στα γέλια, λες κι έλεγαν κάτι τ' απίθανα αστείο.
Εκείνη πάντα ένοιωθε σφιγμένη. Ο εαυτός της της θύμιζε την εικόνα του Λαζάρου πούβγαινε απ' το μνήμα. Έτσι φασκιωμένη ένοιωθε πάντα. Τυλιγμένη απ' το κεφά­λι ως τα πόδια με αυτούς τους επιδέσμους, που μύριζαν θάνατο.
Μονάχα μόνη της, στο μπαλκόνι, μπορούσε ν' ανασάνει λεύτερα. Μόνη, κατάμονη. Μάταια η σπιτονοικοκυρά πά­λεψε ν' αποκτήσει κάποια οικειότητα.
-Ψηλομύτα, αυτή ήταν η ρετσινιά, που της κόλλησαν στη γειτονιά.
Αυτή ψηλομύτα; Μα δε βαριέσαι. Αρκεί να μπορεί νάναι μόνη, να μπορεί να σκέφτεται λεύτερα. Όσο ο Αλέ­ξανδρος ήτανε σπίτι δεν το μπορούσε. Θαρρείς και δυνά­στευε τα όνειρά της. Μόνη της ξεχνιόταν. Σαν έτριβε τ' ασημικά ξαναζούσε ιστορίες, που ονειρεύτηκε ή πεθύμη­σε, θυμόταν όμορφες στιγμές, τη χαρά σα πρωτοπαίνεσε η γιαγιά το πρώτο κέντημα, τ' όμορφο γλυκό πρόσωπο της μαμάς σαν της χάϊδευε τ' ανυπόταχτα τσουλούφια.
Δε διάβαζε μήτε την εφημερίδα, που άφηνε ο άντρας της απλωμένη στο τραπέζι. Δεν προσευχόταν. Πήγαινε ταχτι­κά στην εκκλησιά, λιβάνιζε καθημερινά τα εικονίσματα και τα στεφάνια τους μα ποτέ δε σκέφτηκε υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός κι ο Χριστός γιατί δεν της μιλούσε. Ότι υπήρχε θάνατος αυτό το είχε σίγουρο. Σίγουρο πως κι ο θάνατος είχε φιλήσει τ' ακροδάκτυλά της. Κάποτε θα πέ­θαινε κι αυτή. Μόνη της πεθυμιά να νοιώσει πως καρπίζει.
Και να που κι αυτό δεν άργησε ναρθεί.
-Και κοίτα· νάναι γιος, της είπε μισοαστεία μισοσοβαρά ο Αλέξανδρος γεμίζοντας το ποτήρι του.
Στην υγειά σας.
Δεν είχε παράπονο. Τη φρόντισε πολύ όλο τον καιρό που ήταν έγκυος. Τη ρωτούσε συνέχεια αν της μυρίζει τίποτε, την έτρεχε στους γιατρούς, την πρόσεχε μήπως κουράζεται κρατούσε τις εξάψεις του για τον εαυτό του, μόνο που να, κάπως ένοιωθε πως όλες αυτές οι περιποιή­σεις δεν της ανήκαν, ήταν ξένες. Κοντά στο βασιλικό ποτί­ζεται κι η γλάστρα, έτσι δε λένε;
Μα δε νοιαζότανε σταλιά. Τι να νοιαστεί τώρα που τα πιο τρανά της όνειρα έπαιρναν "σάρκα και οστά".
Γέννησε καλά στο σπίτι κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ. Ήλθε κι η Μπουμπούκα να της παρασταθεί, ανέβηκε κι η σπιτονοικοκυρά, ξεχνώντας πως την είπε ψηλομύτα.
Ο Αλέξαντρος έδειχνε χολωμένος. Το παιδί ήταν κόρη. Και τώρα, πώς θα τόγραφε στους δικούς του;
-Δε βαριέσαι καημένε τον παρηγορούσαν. Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι. Νέοι είσαστε θαρθεί κι ο γιος.
Μα ο Αλέξαντρος το πήρε βαριά. Από τη γέννα κι έπειτα έπαψε ν' ασχολείται με την Ιφιγένεια και το κορί­τσι. Ούτε πια ρωτούσε αν κουράστηκε, αν ήταν αδύναμη, μήτε την ξαναπήγε στο γιατρό και πριν καλά καλά σαραντήσει της ζητούσε έρωτες.
-Δε φτάνει που κρατιόμουνα τόσο καιρό!!
Τώρα έγινε πιο βαρύθυμος. Γύρναγε ως αργά, ξέχναγε να ψωνίσει, συχνά η Ιφιγένεια αναγκαζόταν να του θυμίσει πως κάτι πρέπει να μαγειρέψει κι ένοιωθε σα να κάνει ζητιανιά. Άκεφα της πετούσε μερικά χαρτονομίσματα στο τραπέζι.
-Ξέρεις Αλέξανδρε, κι ο λογαριασμός της ΔΕΗ.
-Καλά καλά μουρμούριζε. Μη με περιμένεις για φαΐ.
Μερικές φορές τα βράδια την ξύπναγε απότομα και πιωμένος όπως ήταν της ζήταγε με φωνές να κάνει ότι της λέει για να ημερέψει.
-Σιγότερα, θα ξυπνήσει το μωρό μουρμούραγε με τρόμο η Ιφιγένεια.
-Σκασίλα μου και συ και το σκασμένο σου.
Έπειτα βούλιαζε στον ύπνο ευχαριστημένος, ενώ αυτή νυχοπατώντας σκέπαζε το μωρό στη κούνια.
Δεν είχε αποκόψει ακόμη την Ελένη σαν έμεινε έγκυος στο δεύτερο. Μα τώρα σκιάζονταν να του το μηνύσει.
Μια νύχτα που γύρισε και πάλι ορεξάτος δειλά, σα να του μολογούσε φόνο τούπε:
-Ξέρεις Αλέξαντρε, μου φαίνεται πως πάλι...
-Πάλι τι; βρυχήθηκε δίχως να την αφήσει απ'τα χέρια του.
-Πάλι είμαι έγκυος.
-Ε κι έπειτα; φώναξε συνεχίζοντας την ευχαρίστησή του.
Δεν τούπε ξανά τίποτε.
Και τούτη τη φορά ξεράθηκε στους εμετούς και τις ζαλάδες.
Φοβόταν να ταίσει το μωρό μη ζαλιστεί και πέσει. Μα σα τη γιαγιά Ουρανία όλα τα κρατούσε για τον εαυτό της. Η Μπουμπούκα της έλεγε.
-Πώς χλώμιασες... Μήπως πρέπει να σε δει γιατρός; Κι αδυνάτισες.
-Δε βαριέσαι, της εγκυμοσύνης θάναι.
-Κουράζεσαι, θάπρεπε να πάρεις υπηρέτρια. Πώς θα τα βγάλεις πέρα με δυο μωρά;
-Θα τα καταφέρω.
-Τόσα λεφτά έχεις. Πρέπει να ζεις άνετα.
Τόσα λεφτά. Πού πήγαν τάχατες τόσα λεφτά; Αυτή πάντως δεν τάβλεπε. Από καιρό δεν είχε αγοράσει μήτε μιά καρφίτσα για τον εαυτό της και τώρα πάλι το καινούρ­ιο το μωρό θάφερνε έξοδα.
-Θες να του μιλήσω εγώ για την υπηρέτρια; είπε καχύποπτα η Μπουμπούκα βλέποντας πως η Ιφιγένεια τόσην ώρα έπαιζε το κρόσσι του τραπεζομάντηλου με τα κοκκινισμένα χέρια της.
-Μα θα του μιλήσω, βιάστηκε να χαμογελάσει η Ιφιγένεια.
-Ξέρεις, είπε σε λίγο η Μπουμπούκα. Έβαλε πωλη­τήριο στο «17» για το μερίδιο σου.
Τινάχτηκε ξαφνιασμένη.
-Τι; Δε στο είπε;
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-Καλά, θα στόλεγε οπωσδήποτε. Χρειάζεται την υπογραφή σου για να το πουλήσει... Δε μου λες. Όλα πάνε καλά μεταξύ σας ε;
-Ναι, ναι μα βέβαια, βιάστηκε πάλι να χαμογελάσει.
-Αλλιώτικα μην το πουλάς. Είναι δικό σου. Έχεις παιδιά. Δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα. Αλήθεια Ιφιγένεια είπε σε λίγο. Τις λίρες του θείου Σωκράτη τι τις κάνατε;
Τις λίρες; Πού να τις σκεφτεί;
-Ξέρεις Ιφιγένεια. Οι λίρες είναι περιουσία. Θα μπο­ρούσατε κάτι ν' αγοράζατε. Ένα οικόπεδο να πούμε. Εγώ αγόρασα προχθές ένα στην Κηφισιά. Η γη είναι πιο σίγουρη για μας, που δεν ξέρουμε από επιχειρήσεις. Αν δεν είχα δώσει τις λίρες για την αγορά, θ'αγόραζα εγώ το μερίδιο σου του «17» κι ας μην είναι άρτιο. Το «17» πρέπει να μείνει στην οικογένεια. Νάρθεις Ιφιγένεια στην Κηφισιά, εκεί να δεις ομορφιά. Τελικά μου φαίνεται θα μετακομίσω κει πάνω, έτσι πούμεινα μόνη.
-Γιατί δεν παντρεύεσαι Μπουμπούκα; τόλμησε να ρωτήσει η Ιφιγένμεια.
-Δε βαριέσαι έκανε κείνη με μια κίνηση σα νάδιωχνε μύγα. Τι μου λείπει;
-Τα παιδιά, είπε η Ιφιγένεια σοβαρά.
-Αν τα κρίνεις απαραίτητα μονολόγησε η Μπουμ­πούκα... Μπουκιές στο χάρο...
-Μπουκιές στο χάρο; Τι λες Μπουμπούκα; τη μάλωσε στοργικά η Ιφιγένεια.
-Δε βαριέσαι... άλλαξε κουβέντα η Μπουμπούκα. Να πηγαίνω τώρα. Και να μου προσέχεις. Είσαι νέα. Μην το βάζεις κάτω.
Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη.
Είμαι νέα; Ένοιωθε τουλάχιστο 200 χρονών και τόσο κουρασμένη.
-Αλέξανδρε, μουρμούρισε ενώ εκείνος διάβαζε την εφημερίδα του. Μήπως θάπρεπε να πάρουμε ένα κορίτσι για τις δουλειές τουλάχιστον μέχρι να γεννήσω.
Την κοίταξε απ'την κορφή ως τα νύχια.
-Τι να το κάνουμε το κορίτσι; Όλη μέρα σπίτι, τι κάνεις; Η μάνα μου στο χωριό είχε εφτά παιδιά, το σπίτι, τα χωράφια και ποτέ δε ζήτησε βοήθεια.
-Έλεγα, μουρμούρισε ταραγμένη η Ιφιγένεια.
-Α ξέχασα να σου πω συνέχισε εκείνος. Αύριο θαρθείς μαζί μου στο συμβολαιογράφο να υπογράψεις.
-Να υπογράψω; πάγωσε κείνη. Τι;
-Πούλησα το σαράβαλο.
-Το πούλησες; Το «17»; Όχι Αλέξαντρε, γιατί;
Ξέσπασε σε λυγμούς. Ένοιωθε σα να της έκοβε τα χέρια. To «17» που ζήσανε με τη γιαγιά, που πέρασαν την Κατοχή, που ήξερε το μυστικό της. Έκλαιγε υστερικά. Τρανταζόταν στους λυγμούς. Εκείνος κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα, βροντώντας πίσω του την πόρτα.
Το παιδί απ' την κούνια του έβαλε τις φωνές, μα κείνος δεν της άνοιγε να μπει. Χτυπούσε απεγνωσμένα την πόρ­τα. Ζητούσε να ταΐσει το μωρό μ' αυτός, λες και δεν άκουγε, λες κι είχε πεθάνει.
Άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελή απ' τη τρομάρα της. Αυτός φοβήθηκε τους γείτονες, άνοιξε και πέταξε το μωρό χάμω, ξανακλείνοντας με πάταγο πίσω του την πόρτα.
Πήρε το μωρό, το κανάκεψε, το μέρεψε και κάθισε κουλουριασμένη καταγής σε μια γωνιά. Πονούσε, πονούσε παντού αφόρητα. Κουνιόταν πέρα δώθε ρυθμικά σα να νανουριζόταν. Το μωρό κοιμήθηκε στην αγκαλιά της.
«Να πέθαινα. Να πέθαινα λέει. Κει θάβλεπα το πρόσω­πο του. Το αίμα όλων των ανθρώπων είναι τόσο ίδιο. Ξέρω και το φιλί του. Τ' αγαπώ το φιλί του. Τον αγαπώ.  Ίσως γιατί δεν τον γνώρισα. ' Ίσως γιατί πέθανε. Αν ζούσε θάτανε σαν τον Αλέξανδρο. Ίσως και νάτανε σαν τον Αλέξαν­δρο. Μακάρι να μην ήτανε».
Σαν ξύπνησε, η πόρτα της κρεββατοκάμαρας ήταν διά­πλατα ανοιχτή. Εκείνος είχε φύγει.
Δεν της ξαναμίλησε για το «17».  Ίσως να του μίλησε η Μπουμπούκα. Ίσως δε βρήκε την τιμή συμφερτική. Μετά λίγες βδομάδες η Ιφιγένεια γέννησε ένα νεκρό κορίτσι. 
Τόκλαψε σα να τόχε ζήσει. Και μήπως δεν τόζησε τόσους μήνες στην κοιλιά της; Μάταια η Μπουμπούκα κι η σπιτονοικοκυρά πάλευαν να την παρηγορήσουν. Αυτές οι δυο συνωμοτούσαν. Σίγουρα η σπιτονοικοκυρά όλα τ' άκουγε και τα πρόφτασε στη Μπουμπούκα. Το μυστικό της πέθαινε. Το σπίτι της δεν ήταν πια απρόσιτο στην κακογλωσσιά του κόσμου. Ήταν ανοιχτό από παντού. Αλίμονο η Ιφιγέ­νεια δεν ήταν η γιαγιά Ουρανία.
-Κράτα καλά της είπε σοβαρά η Μπουμπούκα. Πρέ­πει να μου τα πεις όλα. Αν είσαι δυστυχισμένη μπορείς να χωρίσεις.
Να χωρίσει; Αυτό της φάνηκε βρισιά. Χωρίζουν έτσι; Δίχως λόγο; Έτσι διαλύουν οι οικογένειες;
Μα ένοιωθε ανακούφιση. Τουλάχιστον δεν ήταν μόνη.
-Τέρμα τα κουτσούβελα, είπε ο Αλέξανδρος σαν την είδε. Δε σκοπεύω ν' ανοίξω παρθεναγωγείο. Το επόμενο παιδί θα το ρίξεις, μ' ακούς;
Να το ρίξει; Να σκοτώσει το παιδί της, το σπλάχνο της; Τι τρέλα πάλι αυτή; Κι αν είναι γιός; Σίγουρα θα χαιρότα­νε αν ήταν γιός. Ίσως να ξαναγινότανε καλός. Ίσως να την αγαπούσε μια στάλα. Δε θα τόριχνε το παιδί κι αυτό κι όσα θ' ακολουθούσαν. Τι σκοπό είχε στη ζωή της η κάθε γυναίκα έξω απ' το να μεγαλώσει τα παιδιά της;
Δεν τούπε ποτέ τίποτε, μήτε σαν την πίεζε μ 'όλο του το βάρος στην κοιλιά μήτε σα τη φόρτωνε να ξεκουβαλήσει στ' άλλο δωμάτιο.
 Ήθελε τώρα να κοιμάται μόνος του. Τον ενοχλούσαν οι φωνές της μικρής.
-Μεγάλωσε Αλέξανδρε το παιδί. Ας έχει δικό του δωμάτιο.
-Όχι. Εγώ θάχω το δικό μου δωμάτιο. Έλεγχο θα μου κάνεις τι ώρα μπαινοβγαίνω;
-Μα... όχι τραύλισε η Ιφιγένεια. «Καλύτερα, καλύ­τερα τραγουδούσε μέσα της, μόνη με τα παιδιά μου. Αυτός ξένος».
Οι μήνες περνούσαν κι αυτή κρυφά χαιρόταν τον καρπό της. Το χάιδευε, τ' άκουγε, που χτυπούσε... Ο Αλέξανδρος ζούσε ανεξάρτητα, ούτε που τον έπαιρνε είδηση πότε μπαι­νόβγαινε. Έβρισκε κάτι λίγα λεφτά κάτω απ' το τασάκι, μα την έφταναν. Είχε ζήσει πολύ χειρότερα. Η Ελένη μπουσουλούσε, γέλαγε, ψέλλιζε κουβεντούλες.
Μια Κυριακή, θάταν έξι μηνών πια, έμεινε κείνος σπίτι.
-Καφέ, της φώναξε και τότε μόνο την κοίταξε. Τα μάτια του πετάχτηκαν απ΄'τις κόχες τους. ' Όρμησε πάνω της έτσι που ο δίσκος με τον καυτό καφέ σκόρπισε καταγής με κρότο.
-Τι είναι αυτό το μούλικο; της είπε άγρια.
Η Ιφιγένεια τάχασε. Άρχισε να κλαίει. Την άρπαξε έξαλλος απ' τα μαλλιά την έριξε χάμω κι άρχισε να την κλωτσάει, δίχως να βλέπει πού. Η Ελένη που μπουσουλού­σε στη γωνιά έβαλε άγρια κλάματα τρομαγμένη. Η Ιφιγέ­νεια δε μιλούσε πια, μήτε έκλαιγε. Την άφησε ξέψυχη.
 Τον άκουγε: που έτρεχε στις σκάλες πώς έτριζαν τα σκαλιά πώς βρόντηξε η πόρτα. 
Απόβαλε. Τούτη τη φορά ήτανε αγορά­κι. Η Μπουμπούκα ήταν έξαλλη από οργή, σαν είδε το μελανιασμένο της κορμί, τα πρησμένα, μάτια, τα σχισμένα χείλια.
-Πρέπει να τον χωρίσεις ηλίθια. Θα σε σκοτώσει ο ταλιάνθρωπος.
-Το παιδί... Δε θάχει πατέρα το παιδί της είπε ξέψυχα η Ιφιγένεια.

Μετά από αυτό το επεισόδιο ο γενναίος περήφανος αξι­ωματικός με τα πολλά παράσημα ανδρείας, έδειξε να μα­ζεύεται. Δεν ξαναπλησίασε το κρεββάτι της Ιφιγένειας. Δεν ξανασήκωσε χέρι πάνω της ή πάνω στο παιδί. Πλήρω­νε τους λογαριασμούς, μα για φαί ή τα τρέχοντα έξοδα του σπιτιού δεν της άφηνε δεκάρα. Έτσι η Ιφιγένεια άρχισε στα κρυφά βέβαια, γιατί -τι θα πει ο κόσμος;- να δουλεύει τη βελόνα, που τόσο επιδέξια κουμάνταραν τα δάχτυλά της. Η σπιτονοικοκυρά, η κυρα Καίτη, ήταν ο κρυφός της διαφημι­στής. Η κυρα Καίτη, μια ξανθιά χοντρή χήρα, είχε ξεχάσει τις παλιές της επιφυλάξεις κι είχε γίνει απ 'τις πιο πιστές της φίλες. Ένοιωθε πως την προστατεύει.
-Έτσι είναι οι άντρες κορίτσι μου. Γουρούνια. Καλά κάνουν μερικές μερικές και τους παίζουν στο μικρό τους δαχτυλάκι. Αυτές εκδικούνται για όλες μας, τις τίμιες γυναίκες. Παίρνουν το αίμα μας πίσω.
Το δωμάτιο με το μαρμάρινο μπαλκονάκι στη θάλασσα ήταν πια το ατελιέ της. Η Μπουμπούκα της χάρισε μια χειροκίνητη ολοκαίνουργια ραπτομηχανή και για αντάλα­γμα η Ιφιγένεια της έραβε ότι ποθούσε η καρδιά της.
-Το ξέρεις πως είμαι η πιο κομψή καθηγήτρια; της έλεγε χαμογελώντας η Μπουμπούκα. Χάρη στα χεράκια σου.
Η Μπουμπούκα είχε προοδέψει πολύ. Χάρη στην επι­μέλεια της ήταν κιόλας καθηγήτρια στην Ακαδημία και παινευόταν, κι αλήθεια θάτανε, πως ήταν η πιο μικρή καθηγήτρια Ακαδημίας σ' ολάκερη την Ελλάδα.
Η Ιφιγένεια πια δεν τη ρωτούσε αν θάθελε να παντρευ­τεί. Φοβόταν την απάντηση στα μάτια της. «Να καταντή­σω σαν και σένα;» Η Ιφιγένεια είχε μαραζώσει. Ήταν τόσο αδύνατη που θαρρείς και τα πλευρά θα τρυπούσαν το πετσί της. Τα στήθια της κρέμονταν σα ξεχειλωμένα άδεια σακούλια από ζαρωμένο πετσί. Στο πρόσωπο της το λιγνό μόνο τα μάτια της διατηρούσαν κάποια λάμψη. Μα δε παραπονιότανε. Με το βελόνι κέρδιζε αρκετά για να τα φέρνει βόλτα και να μεγαλώνει την Ελένη της.

Η Ελένη που.μεγάλωνε ανάμεσα στα κουρελάκια και τις κλωστές και νανουριζότανε στο ρυθμικό θόρυβο της μηχανής ήταν ένα μοναχικό κορίτσι. Ντύνονταν πάντα όμορφα. Ήταν η πιο όμορφη ζωντανή κούκλα,μα για την Ιφιγένεια ήταν κάτι πιο πολύ, η ενσάρκωση κάθε της ελπί­δας. Κάθε στιγμή έτρεμε για το παιδί. Μήπως κρυώσει; Μήπως χτυπήσει; Μήπως δεν έφαγε αρκετά; Κάθε από­γευμα την έβγαζε βόλτα και καμάρωνε καθώς όλοι οι δια­βάτες την κοιτούσαν με θαυμασμό. Ήταν όμορφη η Ελένη, ήταν πολύ όμορφη με μιαν ομορφιά πούταν αδύνατο να κρυφτεί. Από μικρή κιόλας σαν από ένστικτο τόνοιωθε. Ήταν κοκέτα και πεισματάρα. Αν και δε συναντούσε σπουδαία αντίσταση απ'τη μάνα της, ήξερε πάντα να πε­τυχαίνει το σκοπό της.
Η θεία Μπουμπούκα την πήρε στο πρότυπο σχολειό της Ακαδημίας που δούλευε κι η Ελένη απ' την πρώτη κιόλας τάξη ήταν κατάπρωτη.
Η Ιφιγένεια καμάρωνε κι όλο και πιότερο τη λάτρευε. Τα παιδιά είναι η προέκταση των γονιών πέρα απ'τον τάφο, έτσι δε λένε; Η Ιφιγένεια που τίποτε δε γεύτηκε στη μίζερη ζωή της βιάζονταν να δει στην κόρη της να ζωντα­νεύουν οι δικές της νεκρές ελπίδες. Μόνο που τρόμαζε ώρες ώρες σαν αντίκριζε το σοβαρό πρόσωπο της κόρης της, σαν ξεχώριζε κάποιες εκφράσεις πούμοιαζαν του πατέρα της, τότε με τρόμο σκεφτόταν πως η Ελένη δεν ήταν μόνο δικό της παιδί, πως και κείνος είχε δικαιώματα, είχε μερίδιο απ'την ζωή της Ελένης της. 
Και πραγματικά σιγά-σιγά ο Αλέξανδρος άρχισε να διεκδικεί τα πατρικά του δικαιώματα. Ένα τόσο όμορφο παιδί θάπρεπε να το δείχνει. Χολωμένος μ 'όλη την κοινω­νία που δεν πραγματοποίησε τα φιλόδοξα όνειρά του τόχε ρίξει στο πιοτό και τις γυναίκες δίχως να καταφέρει να γεμίσει μέσα του το κενό που τον έπνιγε. Τώρα στην Ελένη έβρισκε καινούργιο ενδιαφέρον στη ζωή. Άρχισε να τη βγάζει'περίπατο, ομορφοντυμένη όπως ήταν, στ' ακριβότερα μαγαζιά για να τον βλέπουν όλοι. Της αγόραζε πανά­κριβα παιχνίδια, πάσχιζε να εξαγοράσει την αγάπη της δίχως όμως αποτέλεσμα.
Η Ελένη ήταν παράξενο παιδί. Θαρρείς είχε ξεχάσει να γελάει. Ποτέ δεν ένοιωθε σιγουριά για την αγάπη της, μήτε ο πατέρας που με τα λεφτά του πάσχιζε να την κατακτήσει μήτε η μάνα με τις φροντίδες και τα χάδια της. Ήταν ο καιρός που η Ιφιγένεια ένοιωθε πως η Ελένη φεύγει μέσα από τα χέρια της δίχως να μπορεί να την κρατήσει.
Το πρωί στο σχολειό, μετά διάβαζε, το βραδάκι την έπαιρνε ο πατέρας της βόλτα. Δική της ήταν μόνο σαν έπλεκε τα σγουρά της μαλλιά χοντρές πλεξούδες στεφάνι γύρω απ 'το μέτωπο της, σα σιδέρωνε κι έπλενε χαϊδεύον­τας τα ρουχαλάκια της σαν τη φίλαγε και τη σταύρωνε πριν πέσει στο κρεββατάκι της, σαν αρρωστούσε. Η κάθε αρρώστεια της Ελένης εκτός από την αγωνία που της έδινε της έφερνε και μια κρυφή ανομολόγητη χαρά.
Επιτέλους το παιδί ήταν ξανά δικό της αφημένο στη φροντίδα της, ολημερίς κι ολονυχτίς- αδύναμο κι απροστά­τευτα σαν τότε, που μωρό τόσφιγγε στην αγκαλιά της. Χαιρόταν που τη γύρευε στο πονεμένο κλάμα της, που την είχε ανάγκη. Ο πατέρας της έφερνε τότε γιατρούς, αγόραζε κρέας καθημερινά, φάρμακα, γιατροσόφια, μα το παιδί ήταν παραδομένο σε κείνη, μόνο αυτή μπορούσε να τ' ανα­κουφίσει. Η ζωή της Ιφιγένειας ήταν τότε γεμάτη. Μ ' αλίμονο. Σε λίγες μέρες η μικρή ήταν πάλι καλά και λεύτε­ρα πετούσε κι όλο της έφευγε όλο και πιο μακρυά.
Τελειώνοντας το δημοτικό κάθε καλοκαίρι άρχισε να πηγαίνει στην κατασκήνωση όπως το απαιτούσε ο πατέρας της. Καθαρός αέρας, πεύκα, ομαδική ζωή, χριστιανικές αξίες.
Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε ν'αρνηθεί. Στο βάθος της πίστευε στην αυθεντία του πατέρα. Τώρα ήταν σίγουρη πως καλά έκανε και δεν άκουσε τη Μπουμπούκα τότε που ' της μιλούσε για διαζύγιο. Το παιδί μεγάλωσε φυσιολογικά σε μια κανονική οικογένεια και σε κείνη δε στοίχισε και πολλά, "Ετσι κι αλλιώς η ζωή της είχε τελειώσει.
Η κατασκήνωση είχε απρόβλεφτες συνέπειες για την Ελένη. Η χαρούμενη ομαδική ζωή άνοιξε νέους ορίζοντες στην καρδιά της. Ένοιωθε σα να μπήκε στον Παράδεισο ή την ιδανική κοινωνία. ' Ολα τα παιδιά χαρούμενα δούλευαν, έστρωναν τα κρεββάτια τους, το τραπέζι, έπλεναν τα πιά­τα. Τι διασκέδαση για την Ελένη, που μόνο βιβλία άγγιζε, να πλατσουλάει τραγουδώντας στα νερά τα τσίγκινα πιάτα μαζύ μ 'ολόκληρη την ομάδα της. Τα βράδια με τη λάμπα έπαιζαν αστεία σκετς και τραγουδούσαν και τη νύχτα στο προσευχητάρι που φωτιζόταν μονάχα απ ' ένα φακό κει στο ξύλινο πρόχειρο σταυρό του πέτρινου βωμού ενώ δεν ακου­γόταν τίποτα έξω απ 'τ 'αγέρι που φυσούσε στις πευκοβε­λόνες και κάποιο μακρινό τριζόνι, η Ελένη βούρκωνε από συγκίνηση.
Πίστευε, ναι πίστευε σ ' αυτόν τον απρόσωπο θεό π ' άγ­γιζε με την πνοή Του τα . μαλλιά της πίστευε πως αν άπλωνε το χέρι θα Τον άγγιζε;  Ηταν η Ζωή κι η Ελένη τη λάτρευε τη ζωή, ήταν το Φως, ήταν η Χαρά. Πρώτη φορά ένοιωθε τόσο ευτυχισμένη η Ελένη. Βέβαια στις συγκεν­τρώσεις κάθε πρωί τους μιλούσαν για το σατανά που καρα­δοκεί να τους βυθίσει στα τάρταρα, για την αμαρτία που την ένοιωθε σα βρώμικο ρούχο πάνω της.
«Εσύ Ελένη πρέπει ακόμη πιο πολύ να προσέχεις της έλεγε η ομαδάρχης της. Η ομορφιά είναι πειρασμός. -Το κορμί μας γυμνό ακόμη κι όταν πλενόμαστε δεν πρέπει να το κοιτάμε. Είμαστε προορισμένες για ανώτερα».
Αυτή την ομαδάρχη, τη δεσποινίδα Καικιλία, η Ελένη σιγά σιγά την ερωτεύτηκε όπως τα πιο πολλά κορίτσια αγαπούν σ'αυτή την ηλικία τους δασκάλους τους. Ότι οι γονιοί της πάσχιζαν να κατακτήσουν τόσο καιρό δίχως να το πετύχουν, αυτή η ξένη έκλεψε σε μια στιγμή. Η δις Καικιλία ήταν μια κακοφτιαγμένη γεροντοκόρη, μ ' αυστη­ρό κότσο και γυαλιά, πούκρυβαν ένα αλοίθωρο βλέμμα. Ντυνόταν άχαρα, δε βαφόταν, δεν ξύριζε ούτε τα πόδια μα ίκι ούτε το μουστάκι της πούταν πυκνό. Κι όμως γιαυτό η Ελένη την αγάπησε. Ενσάρκωνε την πλήρη άρνηση των γήινων, την αφοσίωση σε κάποιο ιδανικό. 'Ετσι ένα μεσημέ­ρι που την ξεμονάχιασε στη σκιά κάποιου δέντρου πίσω από το προσκυνητάρι της ορκίστηκε αιώνια φιλία. 'Ηθελε κάποιον να την ακούει κάποιον να δέχεται μ' υπομονή τ' αλλόκοτα συναισθήματα που τη συνάρπαζαν που δε μπο­ρούσε μήτε να εξηγήσει, μήτε να κατευθύνει.
Αγαπούσε όλο τον κόσμο μα και τον φοβόταν. 'Εκλαι­γε δίχως να ξέρει το γιατί. Να, έτσι ξαφνικά λες και σύννεφα συνάζονταν στην ψυχή της και ξεσπούσε σε λυ­γμούς κρύβοντας το κεφάλι στο μαξιλάρι. Άλλοτε πάλι 'ξέσπαγε σε γέλια νευρικά κι η μάνα της κοιτούσε με απο­ρία. Η ανησυχία της την ενοχλούσε, την καταπίεζε. Ήθελε νάναι ο εαυτός της κι όχι το' παιδί της μαμάς.
Έτσι κι εκεί με την πρώτη της φίλη ξέσπασε σε λυ­γμούς. Εκείνη έβγαλε απ 'την τσέπη της ένα κάτασπρο ολοκέντητο μαντηλάκι και της το πρόσφερε.
— Κράτα το, της είπε, σα θέλησε η Ελένη να το επι­στρέψει.
Κι αυτό το μαντηλάκι έγινε κάτι πολύτιμο το φύλαγε μυστικά σε κείνο το συρτάρι πούκλεινε τους παιδικούς της θησαυρούς, και τα ημερολόγιά της. Έβγαλαν φωτογραφί­ες. Πόσες φωτογραφίες στο πράσινο πευκοδάσος! Η Καικι­λία της τις χάρισε. Μόνο σ'εκείνη απ'όλη την ομάδα τις χάρισε.
' Ηθελε νάναι πλάϊ της να γεύεται τα χάδια της. Τα φιλιά της μάνας της τη μείωναν. Δεν της ανήκαν. Η μάννα της φιλούσε πάντα το μωρό της. Ο πατέρας της δεν τη φιλούσε ποτέ'κι ούτε κι εκείνη τολμούσε πιά να τον αγκαλιάσει. Οι άντρες ήταν άλλος κόσμος, απαγορευμένος, εχθρικός.
Τι γενναία που ήταν η Καικιλία. Τις τελευταίες μέρες της κατασκήνωσης μια αγκύλα μπήκε στο δάχτυλο της, πρίστηκε, κοκκίνησε, πονούσε. Κι όμως η Καικιλία σα νέος μάρτυρας υπέφερε αγόγγυστα. Η Ελένη ήθελε να συμμερι­στεί τον πόνο της, να τον σηκώσει στους δικούς της αδύνα­μους ώμους, να κάνει ότι μπορεί να τον απαλύνει.
Μα η φίλη της έλεγε πως είναι θέλημα Θεού, δοκιμασία δική Του, πως Εκείνος της δίνει το κουράγιο να υπομένει. Πόσο τη θαύμαζε η Ελένη που υπέμενε κείνο τ ' αγκάθι στο δάχτυλο της!
«Μόνο ο Χριστός μας δίνει τη δύναμη ν' αντιμετωπί­σουμε το θάνατο» έλεγε η Καικιλία κι η Ελένη φοβόταν το θάνατο. Δε συμβιβαζόταν μαζύ του ακόμη και πίστευε σε κάποιο θαύμα. Δεν είχε ακόμη ζήσει ανθρώπους να πεθαί­νουν όρθιοι για κάποιαν ιδέα, ανθρώπους να συντρίβονται από κάποια ιδέα, ανθρώπους να συμβιβάζονται με την ίδια ιδέα, το δικό τους το θάνατο. Κι αν αύριο πεθάνεις, τι θ 'αλλάξει στον κόσμο; Τότε αρνιόταν να βλέπει τήν άνοιξη να φεύγει. Τότε μισούσε το φθινόπωρο. Τότε που δεν είχε πονέσει, αγαπούσε την ατέλειωτη ζωή. Τότε πούβλεπε μέρα τη μέρα να ψηλώνει, να δυναμώνει, να ομορφαίνει, τότε που πίστευε πως αν άπλωνε τα χέρια της θ'άγγιζε τ'αστέρια, πως χαϊδεύοντας τη γη κείνη στοργικά την άκουγε. Τότε ο θάνατος ήταν άδικος, κακός, ύπουλος ήταν φονιάς. Αλίμονο, δεν είχε ακόμη, γνωρίσει πόσο καλόδεχτος μπορεί να γίνει.
Γυρνώντας απ 'την κατασκήνωση η Ελένη βάλθηκε να γίνει κατ 'εικόνα και ομοίωση της Καικιλίας. Μάκρυνε τα ρούχα της, έβαλε μανίκια σ'όλα τα φουστανάκια της, χτέ­νιζε τα μαλλιά της όπως εκείνη, ακόμη και το γραφικό της χαρακτήρα άλλαξε για να της μοιάζει. Οι δικοί της τάχασαν.
-Τι υπερβολές είναι αυτές; ψιθύρισε η Μπουμπούκα στην αδελφή της.
-Πάει, κατάστρεψαν το κορίτσι μας, πέταξε ο Αλέ­ξανδρος. Οι αλητήριοι. Τι θα το κάνουν το παιδί; Καλό­γρια; Είπαμε ηθική και σεμνότητα, μα όχι και τέτοια χάλια.
Η Καικιλία στο μεταξύ είχε τις δικές της έγνοιες. Μπορεί νάχε καθήκον να φέρει στο δρόμο του Θεού καμμιά δεκαριά κοριτσόπουλα, μα κι η δική της ζωή έπρεπε να κυλά. Είχε τις παρέες της, τη δουλειά της, τα πενιχρά της ενδιαφέροντα.
Κι η Ελένη τόνιωθε και ζήλευε. Ζήλευε αφάνταστα σαν την έβλεπε να χαίρεται την παρέα κάποιας συνομήλικής της σαν την έβλεπε να φέρεται όμοια σ'όλα τ' άλλα κοριτσόπουλα της ομάδας. Δεν ήξερε πως η φίλης της απλά ακολουθούσε το πρόγραμμα της οργάνωσης, καλόπι­στα για να σώζει ψυχές, μα και συνωμοτικά. Ένοιωθε προδομένη. Σιγά σιγά αποτραβήχτηκε. Τα ρώσσικα εικο­νίσματα στον τοίχο δεν μιλούσαν ίδια γλώσσα με το σταυρό στο προσκυνητάρι. Ο Θεός την είχε προδώσει. Ο Θεός που της έστειλε μια τέτοια φίλη για να της την ξαναπάρει.
Άτονα η Καικιλία πάσχιζε να την ξανακερδίσει. «Μα την αγαπώ σαν παιδί μου» είπε στην Ιφιγένεια πηγαίνον­τας στο σπίτι να ρωτήσει για τις τελευταίες απουσίες της Ελένης απ'την ομάδα.
Η Ιφιγένεια χαμογέλασε πικραμένα. Ήξερε αυτή η στιμένη γεροντοκόρη τι πάει να πει ν'αγαπάς το παιδί σου;
— Λυπάμαι δεσποινίς, μα νομίζω πως δε θα ξανάρθει στην ομάδα η Ελένη. 'Εχει αλλάξει τώρα τελευταία. Είναι λίγο ξεροκέφαλη.
Και πραγματικά η Ελένη άλλαζε μέρα με τη μέρα. Άρχισε να παραμελεί τα μαθήματά της, να μιλά μ αναί­δεια, άκουγε έξαλλα τραγούδια στο πικ-απ που της πήρε η θεία Μπουμπούκα για να εξασκείται στα εγγλέζικα, ξύριζε τα πόδια της, φόρεσε νάϋλον κάλτσες, έβγαζε τα φρύδια της, έβαφε τα χείλια της, φορούσε παντελόνια και μια μέρα η Ιφιγένεια βρήκε στη τσάντα της ένα κουτί τσιγάρα.
 Ηταν οδυνηρό ξάφνιασμα για την Ιφιγένεια. Απ 'το ένα άκρο στο άλλο. Τι περίεργο παιδί;
Άνοιξε το συρτάρι με τα μυστικά της φυλαχτά. (Από καθαρό ενδιαφέρον κι αγάπη η Ιφιγένεια είχε ένα αντικλείδι κι έτσι μπορούσε να διαβάζει όλες της τις σκέψεις και να μην ανησυχεί) και το βρήκε άδειο, άδειο εντελώς. Η Ελένη τάχε κάψει όλα τελετουργικά και στη φωτιά τους άναψε τα πρώτο της τσιγάρο. Ήθελε να ξαναγεννηθεί, να δυναμώ­σει. 'Ηθελε να μοιάσει στην καινούργια της φίλη, τη Λίζα.

Η Λίζα ήταν φοιτήτρια και πήγαιναν μαζί στα αγγλικά. Περπατούσε δίπλα της μ' ένα μπλου τζην κολλητό να διαγράφει τα υπέροχα πόδια και τη λεπτή της μέση και το ση θρου μπλουζάκι χαλαρό ν ' αφήνει να μαντέψεις το πλούσιο στητό της στήθος. Τα μαλλιά της μαύρα, κατραμένια και ίσια χύνονταν πλούσια στους ώμους ως τη μέση και τ .ν χείλια της σαρκώδη κι αισθησιακά χαμογελούσαν στη ζωή έτσι όπως μόνο τα νιάτα ξέρουν να χαμογελούν.
— Τι μέρα Θεέ μου! της έλεγε μ'ενθουσιασμό. Τι λιακάδα οκτωβριάτικη. Δε λέει να χειμωνιάσει. Ευτυχώ;  γιατί μισώ το χειμώνα!
Προχωρούσε με γρήγορο βήμα τους ώμους ολόρθου; το κεφάλι στητό κι όλοι γύριζαν να την κοιτάξουν. Ντυνόταν έντονα όχι έξαλλα μα ο «αέρας» της τραβούσε αμέσως την προσοχή.
Η Ελένη τη ζήλευε. Τι τα θες σκεφτόταν. Ο «αέρας» στη γυναίκα είναι το παν. Υπήρχαν κι άλλες ίσως ομορφό­τερες γυναίκες, μα σαν εμφανιζόταν η Λίζα κανείς δεν τι: πρόσεχε. Ήταν η βασίλισσα της ομορφιάς. Όλοι τη θαύ­μαζαν, όλοι την αγαπούσαν. Είχε τόσες προτάσεις γάμου, που δεν προλάβαινε να τις μετρήσει. Και να πεις πως είχε προίκα; Ο πατέρας της ανάπηρος, τόχε ρίξει στ ' αλκοολίκι κι ούτε τα σεντόνια της δε θα της έπαιρνε για προίκα. Κι αν δεν έβρισκε κείνη τη δουλίτσα στο «Γραφείο Μεταφορών ο Στέλιος» της γειτονιάς της ποτέ δε θα κατάφερνε να σπου­δάσει.
Ο Στέλιος την καλόβλεπε, γιατί να τ 'αρνηθεί; την είχε κι ερωμένη σαν πήγαινε ακόμη στο γυμνάσιο, δεν ήταν ο πρώτος. Πρώτος ήταν κάποιος συμμαθητής της ένα αμού­στακο αγόρι 15 χρόνων που μαζύ της πρωτόκανε έρωτα κι από τότε ντράπηκε τόσο που έστριβε στενό σαν τη συναν­τούσε. Εκείνη ένοιωθε γι'αυτόν μια μητρική στοργή κι ο έρωτάς του την άφησε αδιάφορη ή μάλλον ενοχλημένη.
— Ώστε αυτό ήτανε;
Μα με τη σκέψη πως ο έρωτας ίσως μοιάζει στο τσιγά­ρο που σιγά σιγά σ'αρέσει δοκίμασε και με τον «μεταφοραί» μια κι από κει τουλάχιστον θάβλεπε κάποιο όφελος. Μα και πάλι το μόνο πούνοιωθε στ' άγγιγμά του ήταν η αγανάκτηση. Ο πόθος τον έκανε βίαιο.
«Αυτή λοιπόν είναι η μαγεία του σέξ; συλλογιζόταν. Κι αξίζει γι' αυτήν να θυσιάσω τα νειάτα μου και την ομορφιά μου στον πρώτο τυχόντα».
Έτσι η μόνη της ηδονή ήταν η αυταρέσκεια. Καθρεφτι­ζόταν στα  λαίμαργα αντρικά μάτια και σφυγμομετρούσε την απόδοσή της. Στην Ελένη με την προσήλωσή της έδινε μια συγκρατημένη συμπάθεια. 'Ηταν η ευνοημένη της βασί­λισσας. Κολάκευε τη μικρή άπραγη κοπέλα με κοπλιμέντα, της χάριζε καλλυντικά, κοσμήματα κι αρώματα. Χαιρόταν να την εξουσιάζει. Δεν μπορούσε να την αγαπήσει. Ήταν τόσο εγκεφαλικός τύπος. Διάβαζε ασταμάτητα μα ποτέ λογοτεχνία ή ποίηση. Φιλοσοφία, φυσικές επιστήμες, μα­θηματικά ή και νομικά γέμιζαν τις ώρες που άλλες τις περνούσαν παρέα με ρομαντικές ιστορίες αγάπης. Πρώτη στο σχολείο, απ'τις πρώτες στο Πανεπιστήμιο δεν αδια­φορούσε για τη μόδα και την ομορφιά της. Ξόδευε μάλιστα υπερβολικά για τον προϋπολογισμό της ποσά, για νάναι πάντα καλοντυμένη και λαχταριστή. Η ομορφιά ήταν κε­φάλαιο γι'αυτήν. Μάταια η κυρα Λένα η μάννα της μιά κακομοιριασμένη γυναικούλα που δίπλωσε απ 'τη μπουγά­δα και το ξενοδούλεμα πάλευε να τη συνετίσει.
-Για το καλό σου. Παντρέψου τώρα πούσαι νέα κι όμορφη. Τα νειάτα κι οι ομορφιές δεν είναι για πάντα. Τώρα πούχεις ακόμη πέραση κοίτα να τυλίξεις κάνα πλού­σιο καλό παιδί. Μη νομίζεις πως πάντα οι προτάσεις γάμου θα πέφτουν σα βροχή. Κοίτα μένα πώς κατάντησα; Ερω­τεύτηκα τον πατέρα σου και τον πήρα, μα οι έρωτες και τα λουλούδια πήγαν περίπατο και δες με. Μπορείς να με φανταστείς νέα κι όμορφη;
Η Λίζα σαν όλες τις νιές του κόσμου αδιαφορούσε στη φωνή της πείρας. Η δική της λογική της έλεγε άλλα που δεν ήθελε να τα ομολογήσει πουθενά.
Μια νύχτα ο πατέρας της γυρνώντας μεθυσμένος μετά τα μεσάνυχτα την άρχισε στα χαστούκια γιατί κάτι ακού­στηκε στο καπηλιό γι'αυτήν και τον «Μεταφοραί».
-Θα τον πάρεις τον κερατά της φώναξε. Εγώ θέλω καθαρό κούτελο στην κοινωνία.
Μάταια μπερδεύονταν στα πόδια του η μάννα της να τον συνεφέρει. 'Εβριζε χτυπιόταν βλαστημούσε μα κάποτε κοιμήθηκε. Τότε ήταν που η Λίζα πήρε μια βαλίτζα με τα ρούχα της κι έφυγε απ 'το σπίτι κρυφά δίχως να χαιρετήσει κανένα, μήτε τη μάννα της.
Ήταν καιρός πιά. Η μιζέρια την έπνιγε το Γραφείο Μεταφορών την εξουθένωνε. Ένας πλούσιος επαρχιώτης συμφοιτητής της από καιρό την έτρωγε να συγκατοικήσουν σ'ένα άνετο ρετιρέ στο Κολωνάκι με θέα στην Ακρόπολη και το Λυκαβηττό. Κάποια καλύτερη δουλειά θάβρισκε στο μεταξύ, για νάχει εξασφαλισμένη την οικονομική της ανεξαρτησία. Ο έρωτας είναι βαρετή δουλειά γι 'αυτό και τόσο καλοπληρωμένη. Η Λίζα δεν ήταν πόρνη, ήταν ότι οι πιό πολλές πετυχημένες γυναίκες. Ήξερε επιτήδεια να χρησιμοποιεί το φύλο της για ν'ανεβαίνει.
Τότε ήταν που εξαφανίστηκε η Λίζα απ'τη ζωή της Ελένης. Είχε περάσει εντυπωσιακά σα φυσικό φαινόμενο. Τώρα πιά η Ελένη πατούσε στα δικά της πόδια.
Η Ιφιγένεια ξαφνιασμένη οδυνηρά από την ανακάλυψη των τσιγάρων κάλεσε αμέσως τη Μπουμπούκα. Αυτή σί­γουρα σαν παιδαγωγός που ήτανε 0α μπορούσε να τη νου­θετήσει. Ο πατέρας της, αυτός ή θα τη χτυπούσε ή θα τ' ανεχότανε. Δε μπορούσε να ριψοκινδυνέψει. Η Ιφιγένεια ήθελε- μόνο να φέρει το παιδί της στον ίσιο δρόμο.
— Ελένη παιδί μου είπε η Μπουμπούκα κοιτάζοντάς τη κατάματα πρόσεξε! Η κοινωνία είναι κακή, οι κίνδυνοι παραμονεύουν τους νέους σε κάθε βήμα και ιδίως τα όμορ­φα κορίτσια σαν και σένα. Πρέπει να προσέξεις γιατί αλλιώτικα θα καταστραφείς. Η αγνότητα σ'ένα κορίτσι είναι το πιό πολύτιμο φυλαχτό του. Κοίτα τη μητέρα σου και μένα. Μεγαλώσαμε κάτω από δύσκολες συνθήκες κι όμως κρατηθήκαμε στο ύψος μας τη στιγμή που άλλα κορίτσια κατρακυλούσαν στο βούρκο.
Η Ιφιγένεια στη γωνιά δάκρυσε. Θυμόταν κείνα τα ευλογημένα χρόνια της κατοχής με νοσταλγία. Παρά την πείνα και τη δυστυχία ήταν ευτυχισμένη. Είχε ελπίδες. Η ζωή ανοιγόταν μπροστά της. Τι καλά που τάλεγε η Μπουμπούκα. Σίγουρα το παιδί μου θα συγκινηθεί. Σίγου­ρα θα μετανοιώσει που ξεστράτισε.
«Βέβαια είναι φυσικό, συνέχισε η Μπουμπούκα, με την ηλικία οι ορμές να ξεχειλίζουν τα νιάτα, μα πρέπει να τις πολεμήσεις Ελένη, να τις νικήσεις. Αύριο θα γίνεις μητέρα. Για νάσαι άξια να φέρεις αυτόν τον ιερό τίτλο πρέπει να κρατήσεις την αγνότητά σου σαν κόρη οφθαλμού.
Αλλιώτικα ξέρεις πόσοι τρελοί, μεθύστακες και διε­στραμένοι απόγονοι βγαίνουν από ένα και μόνο αμαρτω­λό ζευγάρι. Γενιές και γενιές δυστυχισμένων σέρνονται στην κατηφόρα. «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» έτσι δε λένε οι γραφές; Εσείς οι νέοι είστε υπεύθυνοι για την αυριανή κοινωνία. Είστε η ελπίδα του έθνους. Αλίμονο αν ποδοπατήσετε στις λάσπες την τόσο λαμπρή κληρονομιά που παραλάβατε».
Η Ελένη αμίλητη με κατεβασμένο κεφάλι περίμενε να τελειώσει η διάλεξη. Εκείνη το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να μη διαφέρει απ'τ'άλλα παιδιά της ηλικίας της. Στην ανωνυμία ένοιωθε ασφάλεια. Δεν ήθελε να ξεχωρίζει. Με τα ηλίθια μπουκλάκια και τις κοτσίδες πούθελε η μάννα της ήταν σαν καραγιόζης. Τώρα της μόδας ήταν τα μακρυά ίσια μαλλιά, τα κοντά ρούχα κι εκείνη ήθελε νάναι μέσα στη μόδα. Εκείνοι είχαν τους δικούς τους κώδικες τη δική τους ορολογία τη δική τους συμπεριφορά για το τι πρέπει και κύρια τι δεν πρέπει να κάνει μια καθώς πρέπει κοπέλα. Συμβουλές που την κάθε στιγμή την καταδίωκαν σαν όρνια πάνω απ 'το. κεφάλι της. Από παιδί πάλευαν να την πλά­σουν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα.
-Μη στέκεσαι με τα χέρια στη μέση μοιάζεις με σμυρνιά κουτσομπόλα. Μη κάθεσαι με τα πόδια ανοιχτά μόνο οι κακές γυναίκες κάθονται έτσι. Μη κάθεσαι σταυροπόδι, δεν είσαι μάγκας. Μην ακουμπάς τους αγκώνες στο τραπέζι. Όταν τρώνε δε μιλάνε. Μη στηρίζεις στα χέρια το κεφάλι σου, τα κορίτσια δεν πίνουν ούτε λικέρ, μην καμπουριάζεις σαν κάθεσαι, είσαι πια κοπέλα: Μη φορά; χτυπητά χρώματα σα καμπαρετζού. Μη μιλάς φωναχτά, δεν είσαι του δρόμου. Σα χαιρετά ο κόσμος χαμογελά. Κοιτάνε όποιον τους μιλάει. Πρέπει να δείχνεις πως παρα­κολουθείς μια κουβέντα ακόμη κι αν δε σ' ενδιαφέρει. Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Πρέπει κάποτε ν' αποκτή­σεις κοινωνικότητα.
Σιχαινόταν τα χωριάτικα τραγούδια, τους δημοτικούς χορούς που τις αγγάρεναν να μάθουν στο σχολείο.
Τώρα ανήκω σε νέα παγκόσμια εποχή δεν το βλέπε­τε; της ερχόταν να τους φωνάξει.
Ο Ελβις Πρίσλεϋ, ο Πωλ Άνκα, όλη αυτή η έκφυλη, σαν τη λέτε, κοινωνία μας αυτά είναι το σήμερα. Μήπως και το Μπετόβεν δεν τον λέγαν μανιακό; Η πρόοδος βλά­φτει τους γέρους, τους ανεβάζει την πίεση. Όλοι της γενιάς της κατηγορούσαν φωναχτά τους γεροντότερους.
Αυτοί μιλούν, συνήθιζαν να λένε, αυτοί που έβαψαν τα χέρια τους με αίμα. Εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε την ευθύνη κανενός πολέμου καμιάς πυρηνικής βόμβας. Έχουμε μόνο την αγωνία και το άγχος τους.
Βέβαια η Ελένη δεν τα συμμεριζόταν κι όλα αυτά. Τι ευθύνη μπορεί νάχε η μάννα της για τον πόλεμο; Τι ευθύνη θα μπορούσε νάχει αύριο.η ίδια για κάποιο νέο παγκόσμιο πόλεμο; Μακάρι να μπορούσε κάτι να κάνει να τον εμποδί­σει, μα τι;
Τώρα γνωριζότανε με αγόρια. Δεν τα φοβόταν πια. Της άρεσαν τ' αγόρια πιο πολύ απ' τα συνομήλικα κορίτσια. Της φαίνονταν πιο μυαλωμένα. Δε δεχόταν νάναι ερωτευ­μένη όπως όλες αυτές οι ελαφρόμυαλες, με ηθοποιούς ή ποδοσφαιριστές ή τραγουδιστές. Για την ακρίβεια δεν ανεχότανε νάναι η ίδια ερωτευμένη με κανένα. Προτιμούσε να τη θαυμάζουν, να τους προκαλεί και να διαβάζει τον ανικα­νοποίητο ερεθισμό στο πρόσωπο τους. Ένοιωθε να τους εξουσιάζει όπως εξουσίαζε τη μαμά, το μπαμπά, ακόμη και τη θεία Μπουμπούκα.
Κι αν δε θυμόταν τη σκηνή του ξυλοδαρμού της μάνας της απ'τον αφέντη σύζυγο, είχε σίγουρα χαραχτεί μέσα της ανεξίτηλα. Ήταν αδάμαστο πουλάρι.. Γυμνωνόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που της μαμάς οι πελάτισσες θαύμαζαν πώς κρύβονταν οι πλισέδες και τα εξογκώ­ματα κάτω απ 'το μαγικό της βελόνι κι αυτάρεσκα μελέτα­γε τη λεπτή της μέση, το στητό στήθος, τα τέλεια πόδια,
-Θα τους κατακτήσω όλους θα τους κατακτήσω σκέ­φτονταν με ικανοποίηση.  Ήταν όμως μικρή κι άπειρη, δεν ήξερε να παίζει με τη φωτιά.
Ενα βραδάκι στο λιμάνι γυρνώντας από τα εγγλέζικα κι ενώ περπατούσε με το λικνιστικό προκλητικό της βάδισμα ένοιωσε κάπως ν' απειλείται. Δε φοβήθηκε. Είχε ακόμη αυτοπεποίθηση. Τάχυνε μονάχα το βήμα της. Άκουγε τη λαχανιαστή αναπνοή του πίσω της. Ηταν χειμώνας κι ο κόσμος κλειδαμπαρωμένος στα σπίτια του. Την ακινητο­ποίησε από πίσω. Με το ένα χέρι της έκλεισε το στόμα,τ΄'άλλο τόχωσε κάτω απ 'το χοντρό της πουλόβερ, έσπασε το σουτιέν και πασπάτευε το στήθος της. Ένοιωθε τη λαχανιαστή ανάσα του στο σβέρκο της να μυρίζει κρασί. Έμεινε ακίνητη σαν πετρωμένη. Περίεργα δε φοβόταν πια, μόνο περίμενε να δει τι θα γίνει. 
Κι άλλες φορές τη στρίμωξαν στο σινεμά, στο λεωφορείο, στην παρέλαση. Είχε δει σεβάσμιους γέρους να κολλούν ξεδιάντροπα πάνω της, νέους με μωρά στην αγκαλιά κι όλοι να κοιτούν τάχατες αλλού να καμώνονται τον αδιάφορο. Φοβόταν πάντα να διαμαρτυρηθεί. Είχε δει πως όσες γυναίκες μεγάλες, παν­τρεμένες, όχι κοριτσάκια σαν κι αυτή, τολμούσαν να δια­μαρτυρηθούν, έβγαιναν φταίχτρες. Όλοι τις κοιτούσαν ειρωνικά.
Και ποιος σε λιμπίστηκε μωρή είπε ένας χυδαίος κάποτε σε μια, που τον έβρισε στο λεωφορείο.
 Όλα αυτά περνούσαν αστραπιαία απ ' το μυαλό της, ενώ αυτός με το χέρι του όργωνε όλο της το κορμί. Μόλις χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο του όρμησε τρέχοντας να ξεφύ­γει. Την πρόλαβε.
-Σου καλάρεσε πουτανάκι ε, της μουρμούρισε.
Ξέσπασε σε κλάματα. Το πρόσωπο του, το λιγδια­σμένο αξούριστο λιπαρό πρόσωπο του ήταν που την αηδία­σε τόσο. Οι λυγμοί της τον τρόμαξαν. Αν περνούσε κανέ­νας; Τόβαλε στα πόδια.
Συμμάζεψε τα βιβλία της πούχαν σκορπιστεί, συγύρισε τα μαλλιά, τα ρούχα της. Φυσικά, δε θάλεγε τίποτα σε κανένα. Θάταν σα να δικαίωνε τις ηλίθιες θεωρίες τους για την κοινωνία, για τη δική της μηδαμινότητα, για την αντρι­κή παντοδυναμία. Κανείς δε θα μάθαινε ποτέ.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο έπρεπε ν' αποφασίσει για το μέλλον της. Όλοι για το μέλλον της μιλούσαν. , Η μαμά με το μπαμπά σίγουρα θα προτιμούσαν ένα καλό γάμο. Είχαν ήδη αρχίσει οι σχετικές προτάσεις. Η θεία Μπουμ­πούκα συνιστούσε σπουδές «με τέτοιο μυαλό!!». 
Εκείνη ήθελε να καταπλήξει. Ηθοποιός, μανεκέν, ίσως αεροσυνο­δός. Για ηθοποιός είχε αρχίσει να μελετάει στα κρυφά. Είχε παίξει σ' όλα τα σχολικά σκετς και σαν κομπάρσα σε κάποιο παιδικό θίασο, μα είχε πειστεί πως πάντα έπαιζε ρόλο διακοσμητικό, κάτι σαν όμορφο σκηνικό να πούμε. Κανένα δεν έπειθε πως ήταν κάποια άλλη. Βέβαια πόσες απ' αυτές τις σουσουραδίτσες που περνιόντουσαν για πρωταγωνίστριες ήξεραν ν' ανοίξουν το στόμα τους; Οι πιο πολλές μόνο να κουνιούνται ξέρουν. Όμως η Ελένη ήθελε να πετύχει. 
Έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό, κρυφά βέβαια, ούτε η μαμά ούτε ο μπαμπάς ούτε η θεία μπορούσαν να διανοηθούν την Ελένη ηθοποιό. Η ηθοποιός ήταν γι αυτούς κάτι λιγότερο από πόρνη. Δεν πέρασε στο Εθνικό. Αργό­τερα έμαθε πως μόνο τα ταλέντα δεν περνούσαν στο Εθνι­κό. Περνούσαν τα μέσα και τα κατατεθέντα απ' «έξω» στα χέρια των εξεταστών. Απογοητεύτηκε. Μια καθηγήτρια στο σχολείο που. τη συμπαθούσε είχε κάποιο μέσο στην Ολυμπιακή, τ' αγγλικούλια της τάξερε, όμορφη ήταν, μυ­στικά μυστικά πέρασε τις εξετάσεις και ξαφνικά τ' ανάγ­γειλε. Ήταν πια αεροσυνοδός. Της φαινόταν πως πετά στα σύννεφα. Ταξίδια, όμορφα ρούχα, κοσμοπολίτικη ζωή. Τέρμα η μιζέρια, ζήτω η παγκοσμιότητα.
Ηταν τότε που ήλθε η δικτατορία. Ο μπαμπάς πίστεψε, πως ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Θα μπορούσε επιτέλους να γίνει υπουργός. Αυτό ήτανε. Τέρμα πια στην αναρχία των απεργιών. Τέρμα στους αναρχοκουμμουνιστές. Ο χρυ­σός φοίνικας ξεπηδούσε μέσα απ'' τις στάχτες των πολιτικάντηδων.
Η Ελένη δεν είχε ποτέ αναπτύξει πολιτικό πιστεύω. Βέβαια είχε ζυμωθεί στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη σαν όλα τα Ελληνόπουλα. Έτρεμε τους κομμουνιστές, τους Βούλγαρους, τους Τούρκους, και τους Γερμανούς. Τους Ιταλούς τους χλεύαζε, τους Άγγλους και τους Αμερικά­νους τους θαύμαζε, τους Γάλλους τους συμπαθούσε για τη μόδα, τους Ισπανούς γιατί είχαμε βασιλικό συμπεθεριό, τους Ρώσσους τους μισούσε γιατί κάποτε ο Κρούτσεφ είχε απειλήσει πως θα βομβάρδιζε την Ακρόπολη μα και τους περιφρονούσε γιατί αν και ξέραν να κατασκευάζουν πυραύ­λους υστερούσαν στην κατασκευή ραπτομηχανών (από τα πολιτικά σχόλια της ραδιοφωνίας). Οι υπόλοιποι λαοί έπλεαν στο λάδι της αφάνειας. Που και που εντυπωσιαζό­ταν από τα πεινασμένα παιδιά στην Ουγκάντα και τα μα­τωμένα χλωμά πρόσωπα της Σαϊγκόν. Ο Φιντέλ Κάστρο ήταν γνωστός εξ ακοής, κάποιο κοπρόσκυλο στη γειτονιά τ' ονομάτιζαν Φιντέλ.
Τώρα με τα συχνά ταξίδια όλα στο μυαλό της εξομοιώ­νονταν. Παντού έμενε σε ξενοδοχεία πολυτελείας, μόνο τα κλίματα ήταν αλλιώτικα, οι πελάτες του αεροπλάνου πάν­τα το ίδιο απρόσωποι ότι φυλή ή χρώμα είχαν. Κι η πιο συναρπαστική ζωή κάποτε καταντά ρουτίνα.
Τα πρώτα χρόνια έπαιρνε πάντα χειμώνα την άδειά της για να κάνει Χριστούγεννα στο Γιοχάνεσμπουργκ κολυμ­πώντας. Γύριζε σαν αραπίνα κι όλοι την κοιτούσαν σα φαινόμενο.
Η Ιφιγένεια την παρακολουθούσε με βαθιά μελαγχολία. Τώρα πια ήξερε, πως δεν ήταν το κοριτσάκι της. Είχε χάσει το παιχνίδι. Βέβαια δεχόταν με συγκίνηση τα εξωτι­κά της δωράκια κι έκλαιγε, έκλαιγε με το παραμικρό για χαρά ή λύπη. Ήταν τόσο όμορφη η Ελένη της! Θάταν τάχατες ευτυχισμένη; Και τι είναι η ευτυχία στη ζωή;
Η Ελένη μέσα στο επάγγελμά της έβρισκε εύκολα γοη­τευτικούς συνοδούς στα ταξίδια της. Δέχονταν ακριβά δώ­ρα, έτρωγε σε πολυτελέστατα ρεστοράν, ντυνόταν με πα­νάκριβα μοντελάκια. Έκανε έρωτα μαζί τους σαν ανταπόδοση των ευχάριστων στιγμών που της χάριζαν κι είχε ένα συναίσθημα πως κι αυτοί το ίδιο ένοιωθαν. 'Ηταν καθαρή συναλλαγή. Κολακευόντουσαν να επιδεικνύουν πως κατέ­χουν μια τόσο όμορφη γυναίκα κι εκείνη πάλι ικανοποιείτο που τόσο εύκολα κέρδιζε το θαυμασμό τους. Ποτέ πια το λιγδιασμένο ταγκό μούτρο του αλήτη. 'Όλοι μπροστά της ένοιωθαν αμήχανοι. Τόβλεπε πώς πλενόντουσαν, πώς αρωματιζόντουσαν, πώς πρόσεχαν πριν την αγγίξουν.
«Η ομορφιά αγαπητή μου, είναι πολύτιμο κεφάλαιο» της είχε πει κάποιος.
'Ενα κεφάλαιο, που πρέπει καθένας να το φροντίζει. Τη σιλουέτα της την είχε εμπιστευθεί σε πανάκριβο ινστιτού­το καλλονής. Πρόσεχε την αντισύλληψή της. Προς Θεού, ποτέ δεν θάθελε να παραμορφωθεί τ' όμορφο κορμί της εξαιτίας του οποιουδήποτε μπαστάρδικου. Ίσως κάποτε να παντρευόταν. Ίσως αργότερα. Ίσως όταν ξεδιψούσε την ανάγκη της για θαυμασμό. Ίσως όταν ενηλικιωνόταν.
Η Ιφιγένεια κάθε που τη συναντούσε της το ευχόταν:
«Να σε δω αποκαταστημένη, κι ας πεθάνω. Ποτέ δεν είμαστε φίλες, κόρη μου, διαπίστωνε με πίκρα. Κι όμως προσπάθησα...».
«Τι θα καταλάβαινες μάννα απ 'τη ζωή που κάνω συλ­λογιζόταν με λύπηση η Ελένη. Πώς θα την ονομάτιζες;»
Ο Αλέξαντρος δε ρωτούσε πια κι αυτός, μα γι ' αλλοιώτικο λόγο. Του αρκούσε να την καμαρώνει. Την έβγαζε καμιά φορά έξω, κερνούσε παγωτό στο καφενείο, που σύχναζε και χαιρόταν με τα ζηλότυπα βλέμματα που τον κάρφωναν.
Κι εκείνη πήγαινε τυλιγμένη μυστήριο και μεγαλοπρέ­πεια ξεπληρώνοντας έτσι τα παλιά του δωράκια. Τι τα θες; Τα πάντα είναι μια συναλλαγή στη ζωή μας.
Μα δυστυχώς υπουργείο δεν έβλεπε ο Αλέξανδρος, ούτε και τώρα, που επιτέλους φύγαν από τη μέση όλοι οι πολιτι­κάντηδες, που του κόβανε το δρόμο. Συχνά καυχιόταν στην παρέα του με πατρική θέρμη.
-Πόσοι μου ζήτησαν το χέρι της Ελένης μου, που αν είχα δεχτεί στρατηγός -τι λέω; πρωθυπουργός θάμουνα τώρα. Μα η πατρική μου καρδιά δε μου επιτρέπει τέτοιο έγκλημα, τέτοια συναλλαγή.
Η πίκρα του σιγά σιγά τον έσπρωχνε στην αντιπολίτευ­ση.
«Αυτοί που κυβερνούν, δεν ξέρουν τι τους γίνεται, έλεγε πάντα σ' εμπιστευτικό τόνο. Ένας μάλιστα από δαύτους, ξετσίπωτος, όνομα και μη χωριό, είδε την κόρη μου και τη λιμπίστηκε. Μούταξε προαγωγή ο αφιλότιμος. Να ξεπου­λήσω την τιμή του παιδιού μου, για τα γαλόνια τους. Στα παλιά μου τα παπούτσια τούς γράφω».
Τώρα γινότανε πουριτανός. Πίστευε ακράδαντα στην παρθενιά της Ελένης. Θα μπορούσε να σκοτώσει όποιον την αμφισβητούσε. Παινευότανε για το σπίτι του, τη διορατικότητά του.
«Μούλεγαν να πουλήσω το «17». Πουλιέται γη Χριστιανέ μου; Να, τώρα εκατομμύρια το «17» όχι παίζουμε, προίκα στην Ελένη μου». Παινευόταν και για τη γυναί­κα του. Ιδιοκτησία του δεν ήταν κι αυτή;
«Τι νοικοκυρά, τι προκομμένη, τι καλή μάννα, τι σεμνή κι ενάρετη, τι θεοσεβούμενη!» Τώρα έμενε πιο πολύ ώρα στο σπίτι άρχισε και να μαστορεύει.
-Πάψε γυναίκα να ξενοδουλεύεις. Δεν είναι για τη θέση σου. "Οτι πεθυμήσεις να μου το ζητάς. Τι διάολο, άντρας σου δεν είμαι;
Είχε μπουχτίσει γυναίκια κορμιά, τάχε σιχαθεί. Όχι πως τ' αρνιόταν, σαν του δινόταν αφορμή, μα πια δεν τα κυνηγούσε παθιάρικα.
«"Εχω κόρη της παντρειάς. Τι θα πει ο γαμπρός για τον πεθερό του;» έλεγε σ'αυτούς που τον γνώριζαν απ'την καλή κι απορούσαν με την αλλαγή του. Είχε ρυθμίσει και την κατανάλωση του καθημερινού πιοτού, έτσι που να μη παρεκτρέπεται.
Τώρα πια η Ιφιγένεια άρχισε να τον βλέπει με κάποια στοργή. Ν' αμφιβάλλει για τις παλιές της εμπειρίες. 
«Ίσως έφταιγα κι εγώ συλλογιζόταν. Αν είχε άλλη γυναί­κα πιο έξυπνη, πιο μορφωμένη ίσως νάταν ευτυχισμένος κοντά της. Δεν ταιριάζαμε, αυτό ήταν όλο. Ποιος να ξέρει τι έφταιγε που δεν ταιριάξαμε».
Ένα χειμώνα ήλθε η διαταγή της αποστράτευσής του, γρήγορα γρήγορα. Βιάζονταν να κάνουν κάποιο δικό τους στρατηγό κι εξαφάνισαν τους προηγούμενους. Ποιος ξέρει, ίσως νάφταιξε κι η πολυλογία του. Εδώ κι οι τοίχοι έχουν αυτιά κι αυτός να κατηγορεί την επανάσταση!! Αυτός, ένας στρατιωτικός!!
Ήλθε στο σπίτι τρέμοντας, θαρρείς με πυρετό.
«Να το κάνουν αυτό σε μένα, που θυσιάστηκα, που έδωσα το αίμα μου να τους υπερασπιστώ, που πρόδωσα το βασιλιά και τα ιδανικά μου να στηρίξω την τρισκατάρατη επανάσταση τους; Να με πετάνε σα σκουπίδι, εμένα που με τρόμαξαν οι αντάρτες στα βουνά, που κέρδισα τόσα παρά­σημα στη μάχη κι όχι στα γραφεία όπως αυτοί».
Έκλαιγε σα μωρό παιδί κι η Ιφιγένεια, του χάιδευε τα σγουρά μαλλιά ψελλίζοντας ακατανόητα λόγια παρηγορι­άς. Στο τέλος σφίχτηκε στον ατροφικό της κόρφο κι έκλα­ψε, έκλαψε ώσπου ν 'αλαφρώσει. Και παράξενο τ ' άγγιγμά του πια δεν την τρόμαζε, δεν την απωθούσε. 'Ηταν τ ' άγγι­γμα ανυπεράσπιστου μωρού στο βυζί της μάννας του.
Τα ίδιο κι όλας βράδυ ήλθε η συμφόρεση.
Απ' την πολλή στεναχώρια είπε ο γιατρός. Για μια βδομάδα, παραμιλούσε, ψέλλιζε, έβγαζε ρόγχο. Η Ιφιγέ­νεια με την πιο μεγάλη στοργή ξενυχτούσε στο προσκεφάλι του.
=Αγία γυναίκα, έλεγε η σπιτονοικοκυρά στη γειτο­νιά. Με τόσα που τράβηξε απ'αυτό το τομάρι...
Μα η Ιφιγένεια μόνο ξανάβρισκε τη χαμένη της αγάπη λίγο πριν το θάνατο. Τον αγαπούσε τώρα αυτό το ρημα­γμένο άντρα, που παλιότερα μισούσε ή περιφρονούσε. Τον λυπότανε. Δεν έφταιγε αυτός. Σίγουρα δεν έφταιγε αυτός, μονολογούσε. Η καρδιά του ήταν αδύναμη, είπαν οι γιατροί. Δεν άντεξε ούτε μια βδομάδα. Λίγο πριν πεθάνει άνοιξε το μάτι το γερό διάπλατα, λες και κάτι έβλεπε.
-Μάννα ψιθύρισε και ξεψύχησε.
Η Ιφιγένεια τούκλεισε τα βλέφαρα και σφράγισε στο μέτωπο του ένα φιλί. Ένοιωθε η μάννα του.
Η Ελένη έλειπε στην Αμερική. Δεν πρόλαβε ούτε την κηδεία πούγινε μ'όλη την αξιοπρέπεια που θα ταίριαζε σ' ένα ήρωα αξιωματικό, έστω και πρόσφατα αποστρατευ­μένο.

Η Ελένη δεν έκλαψε για το νέο. Πήρε το τηλεγράφημα στο μπαρ του μεγάλου ξενοδοχείου πούπινε ένα τζιν μ' ένα πολύ γοητευτικό άντρα. Αν έκλαιγε θα χαλούσε το μακιγι­άζ. Διάβασε το τηλεγράφημα ανέκφραστη, το δίπλωσε και τόχωσε στο τσαντάκι της.
-Άλλο ένα ποτό σε παρακαλώ, είπε στο γκαρσόνι.
Στο νεκροταφείο στην κηδεία και του πιο άγνωστου γέρου νιώθεις τη ζωή σου ν' απειλείται σκεπτόταν ξάγρυ­πνη τη νύχτα η Ελένη δίπλα στο ξένο αντρικό κορμί. Στριγλιάζουν μαυροντυμένες γεροντοκόρες «μάννα μου» τόσο όμοια με τη βρεφική κραυγή τους. Κλαμένα μάτια, πρησμένα πρόσωπα, που και που κάνα γελάκι νευρικό. Οι νε­κροθάφτες γιατί τάχατες νάχουν τόσο όμοιες φάτσες, άγρι­ες, μελαχροινές, τόσο αταίριαχτες στα λιγδιασμένα σμόκιν και τα λευκά γάντια, που κρέμονται απ'τόνα χέρι σα μαρα­μένα μαρουλόφυλλα.
Τα λουλούδια! Πόσα λουλούδια πεταμένα προσφάϊ των σαρκοβόρων εντόμων. «Στην αγαπημένη μας μητέρα, μάμμη, αδελφή» στις μοβ κορδέλες.
 Και η καρδιά σφίγγεται γεμάτη δέος μπρος στο δικό της θάνατο. Η βεβαιότητα του παντοτινού θανάτου, που δεν ξορκίζεται με τα μουρμουρίσματα των παπάδων. Η σιγουριά της παρουσίας του σε στρέφει στη ζωώδική σου υπόσταση. Ναι σκέφτεσαι τον έρωτα. Κάποια στιγμή αθανασίας. Η θρησκεία μας έχει κι ευχή για να λυθούν τα σώματά μας. Σ' άλλους καιρούς, σ' άλλους τόπους τους βαλσάμωναν να τους παραδώσουν στην αθανασία. Στην Ινδία τους καίνε με τη σιγουριά.μιας μετεμψύχωσης. Ξαναγυρίζουμε στην ανυπαρξία, όπου υπήρχαμε πριν γεννηθούμε. Τ' όνειρο της ζωής μας πέρασε γι' άλλους υπέροχα γι' άλλους εφιάλτης για τους πιότερους λίγο απ' όλα. 
Αιωνία η μνήμη εύχονταν οι παπάδες και παλεύουν να βιάσουν την είσοδο της ψυχής του νεκρού στον παράδεισο που κανείς δεν ξέρει πώς θάναι. Είναι κι αυτές οι  παράξενες φωνές των πουλιών που βγαίνουν απ ' τα κυπα­ρίσσια ανάμεσα στα μνήματα. Είναι περιστέρια, που ερωτεύ­ονται; Είν' οι ψυχές των κολασμένων; 
Όσοι νεκροί τόσα νούμερα, τόσοι τάφοι. Κάθε τάφος κι αναρίθμητοι νεκροί. «Πωλείται τάφος κεντρικός» «Νοικιάζεται τάφος αριστο­κρατικός». Υπάρχουν λαϊκές γειτονιές πεθαμένων κι αριστοκρατικές.  Όλα τόσο όμοια με τη ζωή. 
Καημένε γέρο!! Δε θα στολίσω τη παράτα της κηδείας σου!! Σε λυπάμαι. Τώρα που έφυγες για πάντ' απ' τη ζωή μου, σε λυπάμαι. Και πια δε σε μισώ.


Η Λίζα εγκαταλείποντας για πάντα το πατρικό της εγκαταστάθηκε στο σπιτικό του Πέτρου. Ο Πέτρος με τα ξανθά σγουρά μαλλιά και τα γαλάζια ονειροπαρμένα μάτια ήτανε τόσο αγνός κι ιδεαλιστής. Την πίστευε παρθένα και την πίστευε ακόμη και αφού έκαναν έρωτα. Την έβρισκε αγνή, υπέροχη, εξώκοσμη. Καθώς εκείνη πηγαινοερχόταν μισόγδυτη απ'το ψυγείο στο κρεββάτι, πότε μ' ένα μπου­κάλι γάλα, πότε με κάνα φρούτο, ο Πέτρος δεν κρατούσε τα μάτια του καρφωμένα στο βιβλίο. Το πλούσιο στητό της στήθος που λικνιζόταν περήφανα ήταν οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρον θέαμα απ 'τα τυπωμένα γράμματα, και τα μα­κριά λεπτά της πόδια πιο ενδιαφέροντα για την αφή του απ'τα φύλλα του βιβλίου του.
Εκείνη όμως τον απωθούσε βίαια. Του πρόσφερε με το δελτίο τον έρωτά της, σχεδόν με δόσεις ανάλογες του ενοικίου πολυτελούς ρετιρέ. Κι όμως ο Πέτρος εκτιμούσε την άρνησή της, την πίστευε δείγμα της σεμνότητας της κι άρχισε να νοιώθει τύψεις για τον έκλυτο πούκρυβε στο υποσυνείδητο του.
Τον Ιούνη άρχισαν να πέφτουν τα κανόνια. Ο Πέτρος όπως ήταν φυσικό, δεν πέρασε σε κανένα μάθημα.
Οι γονιοί του, ο μεγαλέμπορος χοντρός μπαμπάς κι η μεγαλοκυρία μαμά του που μέχρι χτες καμώνονταν πως αγνοούσαν την ύπαρξη της συγκατοίκου του τώρα ζητού­σαν την κεφαλή της «επί πινάκι». Τούστειλαν τελεσίγραφο σα σε στρατιωτική ταινία, κι ο Πέτρος με ειλικρινή σπαρα­γμό, αναγκάστηκε να ζητήσει, όσο πιο ευγενικά μπορούσε να τερματίσει η συμβίωσή τους. 
Της ζήτησε μάλιστα λίγο καιρό να μένει σε κάποιο ξενοδοχείο και να πληρώνει ο ίδιος μα η Λίζα δεν ανέχτηκε μια τέτοια κατάσταση. Είχε προβλέψει και γι' αυτό το ενδεχόμενο. Ο διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρείας, που δούλευε, ένας καλοστεκούμενος πενηντάρης τη λιμπιζόταν από καιρό. Να λοιπόν που ωρίμασε για την κατάκτησή της. Ήταν παντρεμένος βέ­βαια, μα είναι γνωστό πως οι.παντρεμένοι είναι ιδανικοί εραστές. Με έξοδα της επιχείρησης της νοίκιασε μια γκαρ­σονιέρα θαυμάσια. Το κλειδί ήταν δικό της. Εκείνος πάντα τηλεφωνούσε αν ήταν να την επισκεφθεί. 'Εβγαιναν τακτι­κά, πάντα με φιλοξενούμενους της επιχείρησης και μ' έξο­δα της επιχείρησης. 'Ηταν γνωστοί στα κοσμικά μαγαζιά, τους κρατούσαν πάντα πρώτη θέση κι έσπαγαν όσα πιάτα ήθελαν στο κέφι τους.
Η Λίζα βαριεστημένη και νυσταγμένη, απλώς έσπρω­χνε με το χέρι της μια στοίβα πιάτα ως τη γωνιά του τραπεζιού που έπεφταν με πάταγο κι οι συνδαιτημόνες χειροκροτούσαν το κατόρθωμά της και της χάριζαν πανέ­ρια με γαρδένιες. Στο χορό τα χέρια των υψηλών ξένων εξερευνούσαν τις καμπύλες της, μ 'αυτή δε διαμαρτυρόταν. Ήταν η βιτρίνα της επιχείρησης και καλοπληρωμένη. Ντυνόταν μόνο από επιδείξεις υψηλής ραπτικής και πάντα μ' έξοδα της επιχείρησης. Πήγαινε διήμερο ταξιδάκι ανα­ψυχής στο Λονδίνο ή το Παρίσι. Ένιωθε λεύτερη. Δε χρωστούσε, ούτε της χρωστούσαν. Το ξενύχτι δεν της άφη­νε καιρό για μελέτη κι έτσι σταμάτησε το Πανεπιστήμιο. Τώρα την τραβούσαν οι επιχειρήσεις και στους κύκλους που τριγύρναγε ήταν εύκολο ν'αποσπάσει κεφάλαια κι ιδέες.
Ιδρύθηκε μια θυγατρική εταιρεία κι ανάλαβε τη διεύ­θυνση. Απ 'τον πρώτο κιόλας χρόνο οι δουλειές της πήγαν περίφημα. Τώρα πια ήταν όχι μόνο μια καλλονή, μα μια διάσημη μπίζνες-γούμαν. Κι ήταν τόσο νέα! Παράδοξα τώρα που ήταν πια πετυχημένη κανείς δεν της μιλούσε για γάμο. Μα κι η Λίζα δεν είχε προλάβει να νοιώσει την ανάγκη για ένα παιδί. "Ισως βαθιά στα πρώτα παιδικά της παιχνίδια στα λασπόνερα νάκλεινε με στοργή στην αγκαλιά της κάποια ξεχαρβαλωμένη κούκλα. Μα τώρα πια αηδίαζε και μόνο στη σκέψη τους.
Να σκλαβωθώ εγώ για κάποιον άλλο; Αποκλείεται. Ξόδευε μια μικρή περιουσία για τη συντήρηση της φυσικής της ομορφιάς κι ήξερε πως όσο τα χρόνια περνούν θάπρεπε να προσπαθεί περισσότερο. Μα αισιοδοξούσε.
«Έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας αστειευόταν με τους φίλους της καμιά φορά. Όλα μου ήλθαν τόσο κα­λά...»

Κείνο το βράδυ ήταν λίγο πιωμένη. Οδηγούσε το λευκό σπορ της αυτοκίνητο στην παραλία και χαιρόταν το παιχνί­δι τ 'αέρα με τα μαλλιά και το φλογισμένο πρόσωπο της.
Σα μεθώ δε φοβάμαι ούτε το θάνατο συλλογιζόταν. Κάποτε της ήταν τόσο δύσκολο το μεθύσι. Δεν αγαπούσε την πικρή γεύση του ποτού. Σιγά σιγά συνήθιζε να ξεχωρί­ζει τ'άρωμα και τη γεύση τους, να εκτιμά την ποιότητά τους κι έπειτα πια δεν ένοιωθε κορεσμό για το πιοτό.
Πότε πότε αξίζει τον κόπο να παραλογίζεσαι, να ξεφεύγεις, να μη σκέπτεσαι.
Μια κάπως απότομη στροφή, το φορτηγό με χαμηλά φώτα και το λευκό σπορ αυτοκίνητο μια μάζα άμορφα σιδερικά. Την ανάσυραν με κόπο. Το ένα πόδι με πολλά κατάγματα τ' άλλο όμορφο πόδι της πολτοποιημένο ανά­μεσα στα μέταλλα και τα γυαλιά. Αναγκάστηκαν να την ακρωτηριάσουν για να τη βγάλουν ζωντανή απ'αυτή την κόλαση. Το πρόσωπο της παραμορφωμένο, μα κείνη ζωντανή.
Σα συνήλθε βρισκόταν σ 'ένα όμορφο μοναχικό δωμάτιο γεμάτο λουλούδια. Η πρώτη της σκέψη: Ένα καθρέπτη. Μια μικροκαμωμένη αδελφή της ανασήκωσε το κινητό τραπεζάκι που ήταν στα πόδια του κρεββατιού έτσι που να μπορεί να καθρεφτίζεται.
Δεν είναι τίποτε, της είπε στοργικά. Μώλωπες κι εκχυμώσεις. Με τον καιρό θα σβύσουν.
Μα κείνη έμεινε άφωνη. Αυτό το πελώριο πρισμένο απαίσιο πλάσμα ήταν εκείνη; Το ένα πόδι της κρεμόταν στο γύψο.
-Τι έγινε; είπε στην αδελφή ψυχρά.
-Να φωνάξω το γιατρό, είπε εκείνη φοβισμένα και βγήκε τρεχάτη.
Προσπάθησε να κινήσει το ελεύθερο πόδι της, μα τίπο­τε. Δεν ένοιωθε τίποτε, δεν έβλεπε τίποτε να κουνιέται κάτω απ' τη λευκή κουβέρτα.
Στην ώρα μπήκε ο γιατρός με τα θλιμμένα μάτια. Κοντός με την καραφλίτσα του και το πιο γλυκό χαμόγελο.
-Τι συμβαίνει; τον ρώτησε άγρια.
-Καλημέρα της είπε αυτός. Όμορφη μέρα. Δε νομίζετε;
-Τι συμβαίνει; σας λέω φώναξε δυνατά.
-Είναι η πρώτη μέρα που συνέρχεστε της είπε κοιτώντας της κατάματα. Θάπρεπε να ευγνωμονείτε το Θεό για τη ζωή σας.
-Δεν έμαθα να ευγνωμονώ κανένα και για τίποτε. Ακόμη και τη ζωή μου τη δέχομαι μόνο με όρους.
-Ωστε έτσι; της είπε εκείνος ειρωνικά. Είστε η εν­σάρκωση της ψυχρής λογικής; Ε λοιπόν τότε θα μιλήσω αλλιώτικα.
Τράβηξε την κουβέρτα απότομα από πάνω της. Ήταν γυμνή δίχως εσώρουχα κι ένα σωληνάκι ξεκινούσε απ'την κύστη της κυλώντας ούρα. Το ένα πόδι τυλιγμένο στο γύψο να κρέμμεται και τ'άλλο... στη θέση του άλλου, τίποτε τίποτε απολύτως. Απ'το μηρό και κάτω τίποτε λες και κόπηκε κάποιο κλαρί απ'τη βάση του κορμού του- γάζες, γάζες ματωμένες και βρωμιά, μια αηδιαστική μυρουδιά.
-Όχι ούρλιαξε κι αθέλητα προσπάθησε να σηκωθεί να φύγει.
Τη ξανασκέπασε στοργικά, κάθισε δίπλα της κι άδραξε τα χέρια της που χτυπιόνταν άσκοπα όπου ήθελαν.
-Ησυχάστε... ησυχάστε... Ζήτε, αυτό είναι το παν.
-Δεν τη θέλω τέτοια ζωή, του πέταξε κατάμουτρα.
-Κι όμως, της είπε γλυκά. Όλα θα φτιάξουν. Θα δείτε. Θα περπατήσετε ξανά. Θα γνωρίσετε φίλους, θα ζήσετε.
-Περηφανεύεστε πως μου δώσατε τη ζωή, χλεύασε κείνη. Μα την αρνιέμαι. Τέτοια ζωή δεν την αποζητώ, δε μου αξίζει.
Ξέσπασε σε λυγμούς. Της χάιδεψε τα μακρυά αχτένι­στα μαλλιά.
-Κάποτε θα μετανοιώσετε που σκεφτόσαστε έτσι.
Της έκανε μια ένεση κι έφυγε απ 'το δωμάτιο αφήνον τάς τη μισοκοιμισμένη.
Σα ξύπνησε ήταν νύχτα, μα το φως ήταν αναμένο και τη θάμπωσε. Κάποιος καθόταν πλάϊ της.
Ξυπνάει...
-Λίζα, Λίζα χρυσή μου.
Ηταν ο διευθυντής κι ο Τόνυ κι ο Κρίστιαν όλη η παρέα.
-Υπέροχη βραδυά τους ψιθύρισε με κόπο.
-Λυπόμαστε. Πώς λυπόμαστε honey. Να συμβεί κά­τι τέτοιο σε σένα κι ενώ ήσουν τόσο καλά!
-Πώς πάει η δουλειά Τόνυ; τον έκοψε στυφά εκείνη.
-Ε... χμ... η δουλειά... Τι νοιάζεσαι τώρα για τη δουλειά... Κοίτα να γίνεις γρήγορα καλά. Τα έξοδα είναι της επιχείρησης.
Τούκανε νόημα με το δάκτυλο να πλησιάσει και καθώς πλησίασε τ' αυτί στο πρησμένο πρόσωπο της, του ψιθύρισε.
-Έχεις ξανακάνει έρωτα με γυναίκα δίχως πόδι;
Εκείνος πετάχτηκε τρομαγμένος.
-Καληνύχτα Λίζα, είπε με πανικό.
-Να σας ξαναβλέπω, τους είπε ειρωνικά και μόλις έκλεισε η πόρτα
Σκουλίκια, τους έφτυσε.
Τρεις μήνες κάθισε στην πολυτελή κλινική με τα λου­λούδια η Λίζα κι όλα τα έξοδα πληρωμένα. Μα μαζί με το εξιτήριο πήρε και συστημένη επιστολή με την οποία η Εταιρεία της ανακοίνωνε λακωνικά πως αδυνατεί τη συνέ­χιση της συνεργασίας τους λόγω πολλαπλών ανειλημένων υποχρεώσεων. Εσώκλειε κι ένα τσεκ κάπου 1.00.000 μαζί με τις ευχαριστίες της. Κανείς δεν την περίμενε στην έξοδο. Με το νοσοκομειακό την πήγαν στο διαμέρισμά της κι όλοι χάζευαν, καθώς ανέβηκε με τ' ασανσέρ, καθισμένη στην αναπηρική καρέκλα.
Ο τραυματιοφορέας περίμενε ν' ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος κι έμεινε δυσαρεστημένος, που δεν πήρε τίποτε για φιλοδώρημα. Είχε χτενιστεί κι είχε βαφτεί. Είχε ντυθεί όμορφα, φάνταζε πλούσια, έστω κι αν τα πόδια της κρύβονταν κάτω απ'την κουβέρτα.
Προσπάθησε ν'ανάψει φως, κομμένο, πήγε τσουλών­τας ως το τηλέφωνο, βουβό. Προσπάθησε να καλέσει το θυρωρό μα δεν έφθανε ως το θυροτηλέφωνο. Στην κατάλληλη στιγμή άκουσε να χτυπά η πόρτα. 'Ηταν η σπιτονοικο­κυρά από δίπλα.
-Περαστικά, της ευχήθηκε κοιτώντας τη εξεταστικά, ενώ στα χείλια της σχηματιζόταν ένα δυσάρεστο χαμόγε­λο. Ξέρετε είναι το νοίκι...
-Ναι, την έκοψε κι ο λογαριασμός του τηλεφώνου και το φως...
Πήρε απ 'την τσάντα της την επιταγή και την υπόγρα­ψε.
-Τακτοποιείστε τα παρακαλώ, της είπε αυταρχικά.
-Ναι... συγγνώμη δηλαδή... αμέσως. Να σας στείλω κάτι να πιείτε;
-Όχι ευχαριστώ. Θέλω να μείνω μόνη.
Σαν έκλεισε η πόρτα ένοιωσε πως το σπίτι μεγάλωσε απότομα. Σκιές, παντού σκιές στους τοίχους στο ταβάνι. Τσούλησε ως την μπαλκονόπορτα. Τράβηξε τα πατζούρια. 'Ηθελε φως.
Σε λίγο της είχε πει ο γιατρός με τα θλιμένα μάτια και το ζεστό χαμόγελο θ' αρχίσουμε πρόβες για το ξένο πόδι. Πρέπει να δέσει πρώτα το γερό. Έχεις μια ζωή μπροστά σου Λίζα. Θα χρειαστείς τίποτε;
-Έχω φίλους του είπε. Θα με περιμένουν.
Μα δεν ήλθε κανείς.
Να ειδοποιούσε τους γονείς της; Όχι δεν το άντεχε. Είχε αρκετή περηφάνια. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σύνδεσαν κιόλας; Τσούλισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
-Εμπρός, φώναξε με αγωνία.
Της απάντησε ο γνώριμος ήχος του σήματος. Θα πάρει τον Πέτρο. Αυτός θα τη βοηθούσε. Ήξερε πού βρίσκεται. Άνοιξε το χρυσό οδηγό κρατώντας το τηλέφωνο ανοιχτό ν' ακούει το καθησυχαστικό του σήμα.
-Ναι νάτος Πέτρος... Πέτρος Παυλόπουλος  Αρχιτέ­κτων.
Μια γυναικεία φωνή στ' ακουστικό.
-Το Κο Παυλόπουλο παρακαλώ.
-Ποιός τον ζητεί;
-Λίζα... Λίζα Κοσμίδου.
-Λίζα; Τι γίνεσαι βρε παιδί; ακούστηκε η φωνή του ζεστή μετά από λίγο. Πόσο καιρό να σε δω... Χάθηκες...
-Εσύ τι γίνεσαι Πέτρο. Σε πεθύμησα.
-Ξέρεις παντρεύτηκα. Τη Ξένη,τη θυμάσαι τη Ξένη;
Αν τη θυμόταν; 'Ενα χαμένο σχολιαρούδι. Τι της βρήκε Θεέ μου;
-Έχουμε και δυό παιδιά.
-Δυό κιόλας; Να σας ζήσουν.
-Εσύ τι γίνεσαι; Παντρεύτηκες;
-Εγώ... Εγώ Πέτρο είχα ένα ατύχημα.
-Χώρισες;
"-Οχι... γέλασε με την αφέλειά του. Ούτε καν παν­τρεύτηκα. Μόνο που πια δεν έχω ένα πόδι.
Μια δυσάρεστη σιωπή απλώθηκε στ' άλλο άκρο του καλωδίου.
-Βγήκα σήμερα απ'την κλινική κι είμαι μόνη. Σε λογαριάζω φίλο. Θάρθεις να με δεις;
-Μα και βέβαια... Το μεσημέρι κιόλας.
Ο Πέτρος κράτησε το λόγο του. Ήλθε το μεσημέρι κουβαλώντας γλυκά και λουλούδια. Κάθισε στη σκονισμέ­νη πολυθρόνα. Το φως ακόμα να φανεί. Είχε αλλάξει. Κάτι είχε βαρύνει στις κινήσεις το γέλιο, το βλέμμα του. Ισως να φταίει η συγκίνηση. Φεύγοντας της άφησε ένα μάτσο κολλαριστά χιλιάρικα.
-Ξέρεις της είπε. Η Ξένη δε θάπρεπε να μάθει τίπο­τα για μας. Την αγαπώ πολύ την Ξένη. Αν θες, μη μας ξαναενοχλήσεις.
Ένοιωσε τα μάγουλά της να πονούν σα να την είχε χαστουκίσει. Ώστε έτσι; Φοβήθηκε την ενόχληση, γι' αυτό πλήρωσε ο κύριος Πέτρος, ο αισθηματίας και φιλεύσπλα­χνος! Της ήλθε να του πετάξει τα λεφτά κατάμουτρα, μα η συναίσθηση της αδυναμίας της τη συγκρατούσε.
Λογικά Λίζα. Σκέψου λογικά.
Πήρε τηλέφωνο το πατρικό της σπίτι. Μια άγνωστη φωνή της είπε πως ο αριθμός άλλαξε. Πήρε τον ΟΤΕ της έδωσε νέο αριθμό.
Πάλι μια άγνωστη φωνή, αντρική.
-Η κυρα Λένα; είπε διστακτικά.
-Ναι, αμέσως.
-Εμπρός; Λίζα μου εσύ; Παιδάκι μου τι έγινες; Τα μάθαινα εγώ. Πρόκοψες και μας ξέχασες... Κι ο φουκαράς ο πατέρας απ'τον καημό του πήγε. Κι ούτε μια δραχμή τα Χριστούγεννα να μη στείλεις τρελλοκόριτσο. Πάει καλά, ας είσαι καλά... Παντρεύτηκες;
-Όχι... μα θα παντρευτώ όπου νάναι. Πλούσιος, ναι πολύ πλούσιος. Ίσως και να πάω εξωτερικό. Θα στείλω καμιά κάρτα. Έτσι πήρα, να δω τι κάνετε. Αυτά.
«Δεν έμαθε τίποτε. Πώς δεν έμαθε τίποτε; Θάγραψαν οι εφημερίδες. Πάντα γράφονται τέτοια δυστυχήματα. Κά­ποιος θα της τόλεγε. Ίσως δε θέλει πια να ξέρει. Δεν έχεις δικαίωμα να ζητήσεις τίποτε Λίζα. Δεν έχεις...»
Το κουδούνι χτύπησε. Επιτέλους ήλθε το φως.
Η σπιτονοικοκυρά έστειλε λίγη σούπα και τα ρέστα.
-Μήπως θα χρειαστείτε οικιακή βοηθό;
-Μα βέβαια, και νοσοκόμα βιάστηκε ν' απαντήσει.
-Θα σας ειδοποιήσω εγώ, μην ανησυχείτε. .
«Η επιταγή της άνοιξε την όρεξη της κασόμπρας. Με πιστεύει πάμπλουτη. Αν δεν χρωστάς πεθαίνεις κι ούτε που το παίρνουν είδηση».
Ξανά το τηλέφωνο. Επιτέλους μια φιλική φωνή. Ο γιατρός της.
-Πώς πάμε;
-Καλούτσικα... Θα μπορούσατε ναρθείτε να με δεί­τε;
-Ναι οπωσδήποτε το βραδάκι. Θάρθω μ' ένα φίλο μου καλλιτέχνη. Πειράζει;
-Όχι τόσο το καλύτερο.
-Έτσι το σκέφτηκα κι εγώ. Η ζωή ξαναρχίζει.
Και πώς περνούν αυτές οι ώρες στο άδειο διαμέρισμα;
Ευτυχώς που στο νοσοκομείο είχε ασκηθεί να μετακινείται μόνη απ ' την καρέκλα στο κρεββάτι ή την τουαλέτα. Ξά­πλωσε κι έμεινε με τα μάτια ανοιχτά στο κενό προσμένον­τας, ενώ τριγύρω σκοτείνιαζε. Οι φωνές κι οι θόρυβοι του δρόμου τη ζάλιζαν. Τους είχε τόσο ξεσυνηθίσει.
«Παγιδεμένη. Σαν αλεπού στο δόκανο. Να ξεφύγω. Πρέπει να ξεφύγω. Πώς να πιαστώ για να ξεφύγω;» Επι­τέλους το κουδούνι. Κι είμαι αχτένιστη. Είναι εκείνοι. Ο καλλιτέχνης, ο Αρτεμίδωρος ένας βαρύς τετράγωνος άν­τρας με μακρινό βλέμμα.
-Μου μίλησε ο γιατρός για σένα Λίζα της είπε σφίγ­γοντας της το χέρι.
Ξανά το κουδούνι.
-Μα τι θέλουν τέτοιαν ώρα;
Ξανά η σπιτονοικοκυρά στολισμένη για τη βραδυνή έξοδο.
-Ω, έχουμε παρέα; Για την οικιακή βοηθό πέρασα. Ζητά 20.000. Να την κλείσω;
-Είναι πολλά είπε ξερά ο γιατρός. Θα φροντίσουμε εμείς.
-Όπως θέλετε είπε φανερά σοκαρισμένη η κυρία. Εγώ φταίω που φρόντισα, πρόσθεσε βροντώντας πίσω της την πόρτα.
Από κείνο το βράδυ ο Αρτεμίδωρος έγινε ταχτικός. Ερχόταν πρωί πρωί, συγύριζε έπαιρνε κάτι πρόχειρο για φαί απ 'το αντικρυνό ταβερνάκι κι έπειτα στηνόταν με τις ώρες και ζωγράφιζε, ενώ εκείνη τον κοιτούσε ξαπλωμένη. Ζωγράφιζε μοντέρνα. Ακατανόητα σχέδια και χρώματα, που όμως πουλιόντουσαν. Η Λίζα δεν καταλάβαινε τίποτε.
-Ή συ είσαι μεγαλοφυία τούλεγε γελώντας ή εγώ είμαι ηλίθια. Για νάμαι ειλικρινής, Αρτεμίδωρε ,ποτέ δε θ'αγόραζα δικό σου έργο.
Τ' απόγευμα πάντα ερχόταν ο γιατρός , τη βοήθαγε στις ασκήσεις κι έφευγαν κι οι δυο μετά το βραδινό τους γεύμα. Η ζωή της Λίζας είχε αρχίσει ν' αλλάζει ρυθμό κι αυτό τη γαλήνευε. Της φαινόταν τόσο παράξενο που αυτοί οι δυο άντρες έδιναν δίχως να ζητούν. Λες κι αναποδογύρισε ο κόσμος. Άρχιζε να νοιώθει σιγουριά, ασφάλεια κοντά τους. Το βράδυ που ο γιατρός έφερε το ξύλινο πόδι έγινε αληθινή γιορτή. Άνοιξαν κρασί και ήπιαν. Την πονούσε, την πονούσε φριχτά, μα και πάλι θα στεκόταν όρθια δίχως πατερίτσες.
-Μ 'ένα παντελόνι θάσαι κούκλα της είπε ο Αρτεμί­δωρος να την τονώσει.
'Ένιωσε αμέσως τη χαρά της να στερεύει.
Δε μου χρειάζονται καινούργιοι θαυμαστές. Τους μπούχτισα.
-Θα μπορούσες να εργαστείς είπε ο γιατρός. Σε μια γνωστή μου φαρμακευτική εταιρεία.
-Εργάτρια; είπε εκείνη επιθετικά.
-Όχι στο επιστημονικό τμήμα, σαν παρασκευάστρια να πούμε.
-Ξέρεις είπε ο Αρτεμίδωρος δειλά. Η κυρία από δίπλα ζήτησε πάλι το νοίκι. Δε θάταν καλύτερα ναρθείς σπίτι μου;
Κοίταξε μια τον Αρτεμίδωρο, μια το γιατρό. «Συνομω­σία» σκέφτηκε. Μα πώς τόσο καιρό ξεχάστηκα; Δεν έχω λεφτά. Πώς θα ζήσω;
-Εντάξει, είπε κουρασμένα. Κάντε όπως νομίζετε.
Το σπίτι του Αρτεμίδωρου ήταν ένα παλιό αρχοντικό, που τώρα είχε καταντήσει νοικιαζόμενα δωμάτια για εργέ­νηδες με κοινή κουζίνα και λουτρό. Ο Αρτεμίδωρος νοίκια­ζε δυο συνεχόμενα δωμάτια και στο ένα έβαλε τη Λίζα. 
Είχε λουλούδια στα ποτήρια, ένα ντιβάνι, δυο καρέκλες κι ένα ψηλόλιγνο παράθυρο ακριβώς στη γωνιά.
-Είσαι ευτυχισμένη; τη ρώτησε.
-Ναι, του αποκρίθηκε με δάκρυα στα μάτια.

Μα ένοιωθε τόσο γκρεμισμένη, τόσο μπερδεμένη λες και την είχαν ξεριζώσει. Ξάπλωσε στο ντιβάνι κοιτώντας τα γύψινα αγγελάκια της οροφής, ενώ τα ποντίκια ροκάνι­ζαν το ξύλινο πάτωμα. Το φως ερχόταν λιγοστό, γιατί οι δρόμοι ήταν στενοί κι οι πολυκατοικίες πανύψηλες. Ο θόρυ­βος ήταν εξοργιστικός, γιατί η κυκλοφορία ήταν πυκνή κι ο δρόμος ανηφόριζε. Μα είχε μια δική της γωνιά. Τώρα πια περπατούσε άνετα με το ξύλινο πόδι. Φορούσε πάντα κάτι ασουλούπωτα παντελόνια, τι την ένοιαζε; 
Αυτό που την παραξένευε ήταν πως ο Αρτεμίδωρος ποτέ δεν της ζήτησε να κάνουν έρωτα, αν κι αυτή πολλές φορές προσπάθησε να τον προκαλέσει. Αν δεχόταν, θάνοιωθε σαν να λευτερωνό­ταν απ'το χρέος της απέναντι του. 
Ο γιατρός είχε πια σταματήσει τις επισκέψεις, δε χρειαζόταν άλλωστε κι αυ­τή βολεύτηκε στη νέα της δουλειά. ΙΙροσπαθούσε να περνά απαρατήρητη. 'Εμαθε γρήγορα, προσαρμόστηκε. Λίγο την κούραζε το πρωινό ξύπνημα κι η ουρά ώσπου να βρει ταξί μα ένιωθε πως κάτι κάνει κι ευγνωμονούσε το γιατρό για την καινούργια ζωή που της χάρισε.
 Ένοιωθε ξανά περήφανη. Δε ζητιάνευε πια. Μοιραζόταν τα έξοδα με τον Αρτεμίδωρο. Είχε αναλάβει το νοικοκυριό του. Τον ένοιω­θε δικό της, κάτι σαν αδεφλό. Ωσπου μια μέρα που αδιαθέτησε στη δουλειά και γύρισε νωρίτερα στο σπίτι συνάντησε τον Σοφοκλή.
Ο Σοφοκλής ήταν το πιο δυναμικό αρσενικό, που είχε ως τότε συναντήσει. Ψηλός με στητό κεφάλι, καστανός, με ολοπράσινα μάτια. Ο Αρτεμίδωρος έδειξε ταραχή σαν την αντίκρυσε.
-Δε σε περίμενα, της είπε.
-Πού την έκρυβες τέτοια κουκλάρα ;είπε ο Σοφοκλής προκλητικά.
Ο Αρτεμίδωρος κατέβασε το κεφάλι γεμάτος απόγνω­ση.
-Εδώ μένετε, ωραία μου δεσποινίς; Θάμαι πιο ταχτι­κός τώρα αγοράκι, είπε και χάιδεψε με το δάχτυλο το μάγουλο του Αρτεμίδωρου.
-Γεια σου κούκλα.
Η Λίζα ένοιωθε τα μάγουλά της να πυρώνουν και την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ένοιωθε έλξη γι' αυτό τον άντρα, για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωθε τέτοια έλξη από κάποιον άντρα.
-Ποιός ήταν; ρώτησε τάχα αδιάφορα.
-Κάποιος φίλος, είπε κείνος ψυχρά.
Ένιωσε κάποια ενόχληση στη φωνή του, μα δεν το σχολίασε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Ω ναι, ακόμη κρατιόταν καλά. Έστω και μ' ένα πόδι. Άρχισε να φτιάχνεται, να προσέχει τα ρούχα της, το βάψι­μο της. Ξανάγινε κοκέτα. Ως και στη δουλειά της πρόσε­ξαν την αλλαγή και την κολάκευαν. Ξανάρχισαν τ' αγόρια να σφυράν στο πέρασμα της. Μα ο Σοφοκλής δεν ξαναρχό­ταν.
Κάποιο βράδυ, που ο Αρτεμίδωρος έλειπε χτύπησε η πόρτα. Η Λίζα ήταν με τη νυχτικιά, μα αφού δεν περίμενε κανένα πήγε ν' ανοίξει. Ήταν ο Σοφοκλής.
-Επιτέλους κούκλα. Τα καταφέραμε να ξεμοναχιαστούμε. Δε φαντάζεσαι πόσο ζηλεύει αυτό το παιδί.
-Ο Αρτεμίδωρος; ρώτησε τρέμοντας η Λίζα.
-Ναι, γιατί; Δεν τόξερες; είπε και ξέσπασε σ' ένα τρανταχτό γέλιο. Η Λίζα κατέβασε το κεφάλι. «Του χρω­στώ τόσα...» μουρμούρισε. Μα εκείνος κι όλας την κρατούσε στα μπράτσα του ένοιωθε το στήθος της να φουσκώνει, αφρισμένο ποτάμι στο τραχύ άγγιγμά του. Πώς τρόμαξε σαν κατέβηκε στα πόδια της, μα κείνος ίσως τόξερε, δεν έδειξε να τον νοιάζει.
-Δε βγάζεις αυτό το ξυλόπραμα, να κάνουμε σωστή δουλειά, της είπε δίχως να την αφήσει απ' τα χέρια του. Έλυσε τη ζώνη που το στερέωνε στη μέση της και λες κι η αναπηρία της του πύρωνε τις αισθήσεις, ένοιωσε τον έρωτα όπως δεν τον είχε νοιώσει ποτέ στους τόσους άντρες που δοκίμασε.
-Θάρθεις μαζύ μου, την πρόσταξε τέλος κι αυτή βυθι­σμένη στην απεραντοσύνη των νέων της αισθήσεων, ούτε που σκέφτηκε τον Αρτεμίδωρο. Μάζεψε τη βαλίτζα της και τον ακολούθησε.
Έμενε σε μια βρώμικη υπόγεια γκαρσονιέρα. Ένα λι­γδιασμένο κρεββάτι κι οι τοίχοι κατάμαυροι. Μια τηλεό­ραση χρησίμευε τραπέζι για το τηλέφωνο. Μια παράξενη μυρουδιά αηδιαστική πλανιόταν στον αέρα. Δεν πρόλαβαν να μπουν και ξανά την έριξε στο κρεββάτι. Η Λίζα ένιω­θε έξω από τόπο και χρόνο. Έμβρυο στη μήτρα του κό­σμου. Λες κι η θέλησή της είχε παραλύσει, λες κι η λογική της δεν είχε υπάρξει ποτέ. Αδιαφορούσε για όλα αρκεί να βρισκόταν στα χέρια του. Δεν ήξερε τι δουλειά κάνει, τι άνθρωπος είναι, μα τίποτα δεν την ένοιαζε. Μόνο η αίσθηση του κορμιού του. Λες κι άνοιξε άξαφνα ο ασκός του Αιόλου.
Στην τρώγλη του Σοφοκλή σύχναζαν πολλοί και παράξενοι. Λαθρέμποροι ναρκωτικών, αρτίστες, πόρνες, ομοφυλόφυλοι. Ένας αλλόκοτος κόσμος, θαρρείς βγαλμένος από κάποιο ψυχεδελικό πίνακα.
Η Λίζα τυλιγμένη στη μακρυά της ρόμπα, με τα μαλλιά δεμένα πρόχειρα ψηλά παρακολουθούσε τ' αδιάκοπο πηγαινέλα, σα θεατής. Πήγαινε στη δουλειά, γύρναγε, συγύριζε και τον περίμενε, ζούσε να τον περιμένει ζούσε για νάναι μόνοι οι δυό τους. Όλους τους άλλους τους μισούσε Η παρουσία τους της έκλεβε στιγμές απ' τη δικιά της ζωή 
Ο Σοφοκλής δεν είχε αναστολές στον έρωτα εκφραζόταν ζωώδικα κι αυτό την παρέλυε. Τότε που σέρνονταν στα πόδια της τόσοι άντρες, δε φανταζότανε ποτέ πως μέσα της κλεινόταν μια τέτοια δύναμη αυτοκαταστροφής. Ζήλευε ζήλευε την κάθε στιγμή που περνούσε μακριά της, το κάθε άγγιγμά του σε ξένο κορμί έστω και την απλή χειραψία. Φοβόταν. Ήταν σίγουρη πως δε μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Άλλωστε δεν της έταξε τίποτε, δεν της ορκίστηκε τίποτε, δεν του ζήτησε ποτέ τίποτε.
-Εμείς οι δυο ταιριάζουμε αυτό της είπε μόνο.
Συχνά τα μεσημέρια ερχόταν η κυρα Κατίνα μ' ένα πακετάκι.
-Για τον Σοφοκλή, κορίτσι μου, της έλεγε κι έφευγε δίχως ν' αλλάζουν άλλη κουβέντα.
Ήταν μια γριά νοσοκόμα πολύ καθώς πρέπει, έμοιαζε με τις γεροντοκόρες του κατηχητικού. Καλοχτενισμένα κεφάλι, κλασσικό ντύσιμο, χαμογελαστό βλέμμα, η ενσάρ­κωση της καλοσύνης.
Η κυρα Κατίνα «αποκλειστική» στα γεροντάκια ηδονι­ζόταν αλλάζοντας τους γέρους με τους ουροσυλλέκτες στους μαραμένους τους φαλλούς. Τους φανταζόταν νέους γεμάτους αυτοπεποίθηση να τη σταματούν στο δρόμο αδι­άντροπα να της βάζουν χέρι στα λεωφορεία, να τη φιλούν στα σκοτεινά. Είχαν δίκιο πάντα, έπρεπε πάντα και παν­τού να παίρνουν. Και τώρα τι καλά! Μαραμένα τ 'αχαμνά τους ανάμεσα στα γυμνά πλαδαρά τους σκέλια κι αυτοί γυμνοί εμπρός της, αδύναμοι κι απροστάτευτοι σα νικημέ­νοι βασιλιάδες, σα καταματωμένα ξεπουπουλιασμένα κο­κόρια. Τα χείλια τρέμουν, δε μπορούν μήτε να μιλήσουν καθαρά κι αυτή ακόμη γερή και δυνατή. Στα χέρια της κρατάει την άθλια ζωή τους. Μια ένεση, ένα σταμάτημα του ορού, ένα στραβό γύρισμα στο μαξιλάρι κι όλα τελειώ­νουν τόσο εύκολα. Ηλθε 'ο καιρός για τη δική της βασιλεία. 'Ολα της τα χρόνια δουλικό ν 'ανέχεται το στρίμωγμα, το χούφτιασμα, τα ιδρωμένα ξεδιάντροπα χέρια, τα σαλιωμένα στόματα, τα πάντα τους έτοιμα πάντα για τις δούλες και τις ερωμένες και ποτέ για τις γυναίκες τους.  Όλα της τα χρόνια να διώχνει, να χτυπά, να χτυπιέ­ται στα ειρωνικά σαρκαστικά τους βλέμματα και τώρα να, αφέντρα στις ζωές τους, φτάνει μια ένεση, φτάνει μια κίνησή της φτάνει ένα φύσημα δικό της να σβήσει το τελει­ωμένο άλλωστε καντήλι τους.
-Και τέτοιος ομορφάνθρωπος να καταντήσει έτσι... ακούει να λένε οι συγγενείς.
-Αυτή η παλιαρρώστια, η ασθένεια της εποχής. Κουνούν θλιμένα το κεφάλι και πληρώνουν, πληρώνουν καλά, πιο καλά κι απ'το γιατρό. Δεν αντέχουν το ξενύχτι πλάϊ σ'αυτό το ερείπιο. Μέσα τους εύχονται να πεθάνει.
Πάντα έτσι διπρόσωποι δείχνονται οι άνθρωποι. Μα κείνη δεν τους κάνει τη χάρη να δώσει τέλος στο μαρτύριο τους. Τους περιποιέται καλά. Σηκώνει με αηδία τα μαραμένα αχαμνά να τους σκουπίσει ανάμεσα στις δίπλες. Κοιτάει νάναι ξύπνιοι, να βλέπουν την αηδία στο πρόσωπο της, να νοιώσουν ντροπή, να νοιώσουν νικημένοι, να θέλουν να πεθάνουν και να μη μπορούν, να τους κρατά σ'αυτή την άθλια ζωή, η Κατίνα, να παρατείνει το μαρτύριο τους με την ίδια ευχαρίστηση που κείνοι την πιλάτευαν. Κέρδιζε τη ζωή της μ'απόλαυση η Κατίνα. Τώρα πια γύρισε προς τα πάνω ο τροχός. Τώρα που κανείς αρσενικός δε της ρίχνεται σα ζώο, τώρα μπορεί να χαρεί την εκδίκησή της. Περίμενε αρκετά. Να τους λυπηθεί; Μη τάχατες εκείνοι τη λυπήθη­καν; Κι αν όλοι τους δεν είναι ίδιοι; Μα κείνοι μια ζωή φαίνονταν πεινασμένοι και το διαλαλούσαν φωναχτά, πως όλες οι γυvαίκες είναι ίδιες.
Μα η εκδίκησή της δε σταματούσε στους γέρους. 'Εκλεβε ναρκωτικά να τα πασάρει στους νέους. Τα ναρ­κωτικά μειώνουν τη σεξουαλική ορμή, έτσι δε λένε γιατροί και βιβλία; Κι ήταν τόσο χαμογελαστή κάθε πούφερνε το δεματάκι της.
Η Λίζα πούνοιωθε τόσο ξένη στο αλλοπαρμένο πλήθος, την ένοιωσε πιο δική της. 'Ενα μεσημέρι την κράτησε για φαί, έτσι για να γεμίσει τη μοναξιά της.
-Εσύ μαγείρεψες χρυσό μου; Τι όμορφα!! 'Εμαθα έχεις πρόβλημα με το ποδαράκι σου. μα δε βαριέσαι... παλιοζωή... Μασούσε με βουλιμία.
-Και συ χρυσό μου, την παίρνεις;
-Ποιά; απόρησε η Λίζα.
-Τη μαύρη φυσικά, της είπε με χρυσό χαμόγελο.
-Δεν ξέρω τι μου λες , της είπε θυμωμένα.
-Θάπρεπε. Άνθρωποι σαν και σένα θέλουν πότε πότε να ξεφεύγουν... Συνέχισε να μασά.
Τον αγαπάς πολύ τον Σοφοκλή;
Δεν της απάντησε.
-Νάξερες πόσες σαν και σένα σπίτωσε.. κι ύστερα από ένα γελάκι πνιχτό, και πόσους...
-Σε παρακαλώ πάψε. Δε θέλω να ξέρω τίποτε.
-Για το καλό σου... Πρέπει να φύγεις όσο είναι και­ρός, της είπε άξαφνα κολλώντας το μούτρο της στο δικό της.

Το ίδιο βράδυ στου Σοφοκλή μαζεύτηκε όλη η καλή παρέα. Η Λίζα καθόταν στο κουζινάκι και κοίταγε το λεκέ πάνω στη φορμάικα του τραπεζιού. Βυθομετρούσε εντός της.
Ο Σοφοκλής την αγκάλιασε από πίσω σφίγγοντας στις χούφτες του τα στήθια της.
=Ελα, της είπε.
Τον ακολούθησε δίχως δεύτερη κουβέντα. Στο δωμάτιο μύριζε παράξενα. Όλοι καθισμένοι καταγής κάπνιζαν. Δεν καλόβλεπες απ 'τη θολούρα. Ο γλόμπος ασθενικός και τσιμπλιασμένος. Δε μιλούσε κανείς. Λες κι ήταν εκκλησία.
-Ελα της ξανάπε μαλακά.
Την έριξε στο κρεββάτι. Κανείς δεν αντέδρασε. Λες κι ήταν μόνοι.
-Άσε, του είπε φοβισμένη.
Άναψε ένα τσιγάρο.
-Δοκίμασε, της είπε. Είναι τόσο απλό.
Ρούφηξε προσεχτικά. Της ήλθε να κάνει εμετό. Τινά­χτηκε να ξεφύγει, μα κείνος ήταν πεσμένος πάνω της και την πίεζε με λύσσα.
-Ακόμη μια φορά.
Ο γλόμπος μεγάλωνε. Έγινε ένας ήλιος. Χρώματα ξεκινούσαν από παντού, μύριζε χρώματα, γευόταν χρώμα­τα, άκουγε χρώματα. Κι έπειτα ήχοι, τόσοι ήχοι, που τους άγγιζε, τους γευόταν, τους έβλεπε. Τι παραδεισένια ομορφιά. Τι εξαίρετο μπέρδεμα αισθήσεων. Τι γλυκιά μέθη. Φεύγεις μακρυά μακρυά. Πετάς λεύτερα ανάμεσα στ' ά­στρα, βλέπεις απέραντες θάλασσες, γαλάζια βουνά, κάμ­πους που ιριδίζουν. Είσαι αεροπλάνο, πύραυλος. Είσαι Θεός...
Σα συνήλθε, το δωμάτιο ήταν άδειο. Ο γλόμπος τσιμπλιασμένος πηγαινοερχόταν κιτρινωπός. Το κεφάλι της πονούσε, ο λαιμός της έκαιγε, όλο της το κορμί λες κι ήταν χτυπημένο. Σύρθηκε ως το ψυγείο κι ήπιε λίγο παγωμένο νερό.
-Θεέ μου είναι κιόλας πρωί. Και στη δουλειά; Τα χέρια της έτρεμαν καθώς σχημάτιζε στο καντράν το νούμε­ρο της φαρμακοβιομηχανίας.
-Είμαι λίγο άρρωστη είπε με βραχνή φωνή. Δε θα μπορέσω...
-Εντάξει Λίζα. Περαστικά σου, ευχήθηκε γλυκά η μακρινή φωνή.
Ξαναξάπλωσε στο κρεββάτι. Το κεφάλι της βούϊζε.
-Αν άνοιγα το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας; Μα είμαι γυμνή κι έπειτα δεν αντέχω. Ας κοιμηθώ. Ας κοιμη­θώ ξανά.
Από κείνο το βράδυ όλο και συχνότερα μαζευόντουσαν στο σπίτι του Σοφοκλή για ολονυχτία. Σιγά σιγά η Λίζα το συνήθισε. Ήταν σαν το κρασί και το τσιγάρο. Της έδινε ζωή. Λευτερωνόταν. Ξυπνούσε στην ώρα της το πρωί, πήγαινε κανονικά στη δουλειά της. Μόνο κάτι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια της και κάποιο μικρό τρέμουλο στα χέρια.
-Είναι απ' τον καφέ τους έλεγε σαν το παρατηρού­σαν.
-Ξενυχτάς πονηρούλα, της πετούσε ο Θανάσης. Ο Θανάσης ήταν ένα γλοιώδες υποκείμενο. Κόλακας, ύπου­λος, γυναικάς, έκλεβε με την πιο μεγάλη σοβαρότητα την επιχείρηση κι έβγαινε πάντα λάδι. 'Ολοι τον μισούσαν μα και τον θαύμαζαν.
Είναι καπάτσος, τι τα θες; Είναι ο άνθρωπος της εποχής. Έτσι πρέπει νάμαστε. Πότε θα μάθουμε επιτέ­λους να ελισσόμαστε;
-Τι όμορφα μάτια Λίζα, Τι σεξ απήλ. Ηταν εμετι­κός. Σε νανούριζε με κολακείες, ενώ σ' έβλεπε σα θύμα του.
=Το παραγλεντάς πονηρούλα.
Τον κοίταξε ψυχρά.
-Τη δουλειά σου, Θανάση.
-Τη δουλειά μου κάνω, ωραία μου κυρία. Είμαι επι­στάτης. Είναι καθήκον μου να ξέρω την κάθε λεπτομέρεια για τον καθένα σας. Αυτό μη το ξεχνάς μανταμίτσα.
Ένοιωσε φοβισμένη. Γιατί; Τι εννοούσε;
Μετά λίγο καιρό ο Σοφοκλής της ζήτησε να παίρνει ναρκωτικά απ' την επιχείρηση.
-Είναι απλό της είπε κι ακίνδυνο. Είναι δικός μας άνθρωπος κει μέσα, η Βάσω. Εσύ απλώς θα τα περνάς στην πύλη. Εσένα δε θα σε ψάξουν. Στην ανάγκη κρύφτα στο ξύλινο πόδι. Εκεί σίγουρα δε θα κοιτάξουν.
Η Βάσω μια σγουρομάλλα ξανθιά ξεπεσμένη γεροντο­κόρη, το φόβητρο του τμήματος, η ηθική κι ακέραια προϊ­σταμένη. Αυτή... δική μας; Πόσους και πόσους δεν κάρφω­σε γιατί πήραν έστω κι ένα χαρτάκι απ' το τμήμα. Πόσοι και πόσοι δεν απολύθηκαν από τις καρφωτές της. Κι αυτή νάναι στα ναρκωτικά...
Της έδωσε το δεματάκι στην τουαλέττα.

-Κοίτα της είπε είναι μορφίνες. Μια μια θα τις βά­λεις προσεχτικά στο κοίλωμα του ψεύτικου ποδιού σου. Την είδε πώς έκανε τη δουλειά κι έπειτα την έδιωξε. Στην πύλη ο φύλακας τη χαιρέτησε όπως πάντα ευγενικά. 'Ήταν ένα καλοκάγαθο γεροντάκι με δασύ άσπρο μουστάκι.
-Καλήν όρεξη κυρά μου, της είπε.
II ντροπή της πύρωνε τα μάγουλα.
-Κλέφτρα. Είμαι μια κλέφτρα, ψιθύριζε στον εαυτό της.
-Είσαι μια ανόητη, της είπε σε λίγο ο Σοφοκλής. Αυτοί με τα εργοστάσια χιλιοκλέβουν τον κοσμάκη κι εσύ για δυό παλιομορφίνες...
Της έκανε έρωτα, μα παράξενο δε βρήκε πια καμία χαρά.
Με πληρώνει συλλογιζόταν. Μ ' εκμεταλλεύεται. Εσκυψε και τη φίλησε στο σημείο, που ενώνει το κολοβό με το ψεύτικο πόδι.
-Αυτό εδώ θα μας κάνει πλούσιους κι ευτυχισμένους, της ψιθύρισε.
-Άσε με, δε νοιώθω καλά, τούπε και μαζεύτηκε.
-Ακεφιές; ειρωνεύτηκε. Α έχω κάτι που θα σου φτιά­ξει αμέσως το κέφι.
-Δε θέλω να καπνίσω.
-Ποιός μίλησε για κάπνισμα;
-Δε θέλω ούτε να πιω.
-Άκουσες για πιοτό;
-Άσε με ήσυχη, νυστάζω.
Πήγε στο κουζινάκι. Εκείνη ένοιωθε το κεφάλι της ασήκωτο κι είχε κλείσει τα μάτια. Ένοιωθε να της χαϊδεύ­ει το χέρι. Της το άπλωσε τεντωμένο, της το φιλούσε απ' τη μασχάλη ως την παλάμη απαλά. Αυτό την ηρεμού­σε. Κι άξαφνα μια μικρή τσιμπιά, ούτε που την ένοιωσε και βρέθηκε να πετά σε πολύχρωμα σύννεφα, να περπατά ανε­μίζοντας το ξύλινο ποδάρι της, τα μαλλιά της να πλέουν σε βυσινιές θάλασσες, τα μάτια της να διαλύονται σε πορφυρέ- νιους ουρανούς, την καρδιά της να την κρατά στις φούχτες της, τι αστεία πάλλει!! κι ήταν ανάποδα περπατούσε στο ταβάνι, χόρευε, εξατμιζόταν. Έκανε έρωτα με κάποιο ουρανό. Κάποιος γαλαξίας γελούσε δυνατά. Ένας κομή­της την άγγιξε στο μέτωπο σα φτερούγισμα πουλιού. Είχε μια γεύση μέντας και μια μυρωδιά γαρούφαλου. Περπα­τούσε σε μπαμπακένια σύννεφα, έπλαθε στα χέρια της νερένιους βώλους. Όλος ο κόσμος ξεχυμένος απ 'το κρανίο της. II δημιουργία του κόσμου από τη Λίζα.
-Είσαι καλά; άκουσε από μακρυά τη φωνή του Σοφο­κλή.
-Μμμ υπέροχα... Οι ήχοι έφταναν στ' αυτιά της πα­ραποιημένοι. Κι η φωνή της λες και καθρεφτιζόταν κι αντανακλούσε σε τεράστιους παραμορφωτικούς καθρέ­φτες. Μα ήταν τόσο καλά βολεμένη στο χείμαρρο της καινούργιας εμπειρίας.
-Αν ήμουν καλλιτέχνης. Πόσα δε θάχα να πω!!
Ξύπνησε με βαρύ κεφάλι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. 'Ηταν πρησμένη κι οι μαύροι κύκλοι γύρω απ ' τα μάτια της τόσο έντονοι. Βάφτηκε όσο μπορούσε πιο προσεχτικά, το χέρι της έτρεμε.
Με τον καιρό όλοι στο εργοστάσιο άρχισαν ν' ασχο­λούνται μαζί της, να τη σχολιάζουν.
-Πώς πάχυνες Λίζα;
-Πώς τρέμουν τα χέρια σου.
-Πώς χάνει τα λόγια της. Ξεχνά, δε συγκεντρώνεται. Προσέξατε τα σάλια της πώς τρέχουν ώρες ώρες.
-Καλέ αυτή είναι μαστουρωμένη, είπε κάποτε ο Θα­νάσης.
-Σώπα... είπαν όλοι με κατάπληξη.
-Μα είναι φανερό. Προσέξτε τη.
Δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος κι η Λίζα είχε γίνει αγνώριστη. Το πρόσωπο της ανέκφραστο, πρισμένο, πλα­δαρό, το βάδισμά της άτσαλο, το βλέμμα τρομαγμένο. Ως κι ο γραφικός της χαρακτήρας παράπαιε. Τα γράμματά της έγερναν δεξιόζερβα σα μεθυσμένα. Ηταν πια ο κλόουν της επιχείρησης. Ολοι την κορόιδευαν, τη γιουχάϊζαν, τη πρό­σβαλαν, τη λυπόντουσαν, την εκμεταλευόντουσαν ανάλογα με τη στιγμή. Προσπαθούσαν να τη καλύψουν από λύπηση. Αν έχανε τη θέση της θα πέθαινε στο δρόμο σα σκυλί. Κι εκείνη τόξερε κι η σκέψη μιας πιθανής της απόλυσης την πλημμύριζε πανικό. Κάπνιζε θεριακλίδικα και φοβόταν μην την πιάσουν, γιατί εκεί που δούλευε απαγορευόταν. Το τηλέφωνο την τρομοκρατούσε. Η δυσκολία της να συνενοηθεί, εκεί πολλαπλασιαζόταν κι όποτε τη ζητούσαν στο τηλέφωνο, όλοι κρυφογελούσαν. Της σκάρωναν φάρσες. Η ζωή στο εργοστάσιο είχε τόση ρουτίνα. Εκείνη εξαγριωνό­ταν μα δεν κάκιωνε. Έμοιαζε νάχει αποδεχτεί τη μοίρα της. Κυκλοφορούσε χτυπητά ασουλούπωτη και βρώμικη κι όταν την κατηγορούσαν καλοπροαίρετα 
«Βάλε κάνα φου­στάνι της προκοπής ή πλύνε και κάνα πουκάμισο» απαν­τούσε.
-Χόρτασα άντρες. Κρατήστε τους για πάρτη σας. 
Φοβόταν και τον ίσκιο της. Το Θανάση που την κλωθογύριζε σοβαρός, τη Βάσω που τυπική και σιωπηλή της έδινε το δέμα. Κάπου υπάρχει κρυμμένος ο Ιούδας μα ποιος;· Ήταν σχεδόν μουγγή πια. Αρνιόταν να μιλήσει, φοβόταν να μιλή­σει. Οι παραισθήσεις της μπέρδευαν τόσο με την πραγματικότητα, που αμφέβαλλε για όλα. Δεν ξεχώριζε ό,τι ένιωθε απ 'αυτό που φανταζόταν ότι ζούσε απ' αυτό, που είχε ονειρευτεί. Έπρεπε πολλές φορές, να της επαναλάβουν δυο τρεις φορές το ίδιο πράγμα, να της φωνάξουν για να το καταλάβει. Κι ο έρωτάς της για τον Σοφοκλή τόσο ξένος πια. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζε πως το ξένο πόδι ένοιωθε πιο πολλά απ 'το δικό της. Φανταζόταν πως αυτό το πόδι μεγάλωνε, φούσκωνε σα μπαλόνι κι έσκαγε με πάταγο σε χίλιες δυο αμπούλες μορφίνης.
Έφευγε κείνο το μεσημέρι με την πραμάτεια της ασφα­λισμένη στην κρυψώνα της. Στο θυρωρείο τη σταμάτησαν. Ήταν ο θυρωρός με δυο αστυφύλακες. Το καλοκάγαθο πρόσωπο του θυρωρού είχε ένα στεναχωρημένο χαμόγελο.
-Μη φοβάστε δεσποινίς Λίζα, δε θα σας κάνουν κακό.
Κοίταξε τριγύρω. Πλατιά ευρύχωρη η αυλή με τα παρτέρια. Ο κόσμο,ς που ξερνούσε το εργοστάσιο. Πού να τρέξει με ξένο πόδι; Πού να κρυφτεί;
-Ακολουθήστε μας, της είπαν με ψυχρό επαγγελμα­τικό ύφος οι αστυφύλακες, μα την έβαλαν μπροστά και μάλλον εκείνοι την ακολουθούσαν ως το 100.
Δε ρώτησε τίποτε. Δε διαμαρτυρήθηκε.
Όλα τόσο μάταια, σκεφτόταν.
Η κυκλοφορία στους δρόμους τόσο πυκνή το μεσημέρι κι έκανε τέτοια ζέστη. Οι αστυφύλακες συζητούσαν μεταξύ τους αγνοώντας τη. Για κάποιο βιασμό, έλεγαν, για κάποια αυτοκτονία. Συζητούσαν τις γραμμές της πεθαμένης. Δια­φωνούσαν. Ο ένας, ο πιο κοντός θα την ήθελε πιο ψωμωμένη. Ο άλλος την έβρισκε του γούστου του.
-Μπορώ... κι... να... πάω, έκανε κινήσεις και γκριμά­τσες, προσπαθώντας να περιγράψει ό,τι ήθελε να πει κι εκείνοι χαμογελούσαν ειρωνικά... στην τουαλέτα; κατά­φερε να πει μόλις έφθασαν στο τμήμα.
-Μα φυσικά όχι. Όπου νάναι φτάνει η Καίτη να σε ψάξει. Αν βιάζεσαι σε ψάχνουμε και μεις...
Λούφαξε στη γωνιά της. Τούτος ο χώρος του γραφείου, ο τόσο γεμάτος φάκελλα, σκόνη και πολυάσχολους άντρες τη τρομοκρατούσε. Ισως τη χτυπούσαν. Ίσως τη βασάνι­ζαν να μαρτυρήσει. Θάπρεπε να τους τα πει όλα για τον Σοφοκλή... Ποιος την πρόδωσε; ο Θανάσης; η Βάσω; Ίσως κι άλλος. Όλοι εκεί ήταν εχθροί. Μα ποιος ήταν αληθινά φίλος της; Ο γιατρός; Ο Αρτεμίδωρος; Μπορούσε να ζητή­σει βοήθεια από πουθενά; Φοβόταν... Ίσως την έβαζαν σε κλινική για αποτοξίνωση. Δεν ήθελε πια να ξεφύγει απ' το γλυκό μαρτύριο της ζάλης. Θάθελε να πεθάνει παίρνοντας μεγαλύτερη δόση. 
Δεν έφταιγε το ναρκωτικό. Εφταιγε ο εαυτός της. Η δίψα του για τις χίλιες απέραντες ζωές, που ζούσε ξεχνώντας τη ρουτίνα της δουλειάς, τη βρώμικη κάμαρα, τον έρωτα του Σοφοκλή. Τώρα πια ήξερε τι γινό­ταν μετά την πρώτη ζάλη. Τώρα που συνήθισε κι έβρισκε ευκολότερα τις αισθήσεις της.. Γυμνά κορμιά παντού. 'Ερωτας μ'όλους και προπάντων μ' αυτήν. Η αναπηρία της τους ενδιάφερε, τους προκαλούσε. Το κολοβό της πόδι ήταν κάτι καινούργιο στις κορεσμένες τους ορέξεις. Όλοι περνούσαν από πάνω της σε μια κατάσταση ονειρική. Κι εκείνη αισθανόταν αηδία, σκέτη αηδία. Την ενοχλούσαν, τη ξυπνούσαν απ'τη μαγεία της. Όχι δεν την έδενε τίποτε πια με τον Σοφοκλή και το σπίτι του, δεν την έδενε τίποτε με τη ζωή έξω απ'το ναρκωτικό.
Η Καίτη ήταν μια λεπτοκαμωμένη μελαχροινούλα. Δεν έδειχνε αστυνομικίνα. Φαινόταν δειλή και ντροπαλή. Μα  είχε βραχνή φωνή. Ίσως κάπνιζε.
-Περάστε έξω, είπε στους άντρες συναδέλφους της.
-Γδυθήτε παρακαλώ, της είπε κοιτώντας αλλού. Εκτός κι αν προτιμάτε να μας δώσετε ότι ξέρουμε πως κρύβετε.
-Μα... εγώ... δεν...
-Στο πόδι σας κοιτάχτε... στο ψεύτικο πόδι. Είχε μια φωνή θλιμμένη, σα νάκανε αγγαρεία. Βλέπετε είναι άσκοπο τα ξέρουμε όλα.
-Ππποιός; τόλμησε να ρωτήσει.
=Δώστε τα είπε η αστυνομικίνα γλυκά.
'Εβγαλε το παντελόνι σα νάταν μαθημένη, σα να γινόταν κάθε μέρα. Έλυσε το ψεύτικο πόδι και της τόδωσε. Εκείνη τάδειασε.
-Καλή κρυψώνα, της είπε με φωνή αδιάφορη. Ντυθείτε τώρα να συζητήσουμε.
-Μα... εγώ... δεν... ψέλλισε η Λίζα.
-Καλά, καλά, με την ησυχία σας. Πήρε τις μορφίνες και βγήκε απ 'το δωμάτιο αφήνοντάς τη μόνη.

Να πεθάνει, να πεθάνει τώρα. Αν έπεφτε απ' το παρά­θυρο; Παράξενο. Τούτη η αστυνομία ήταν ισόγειο πώς δεν τόχει προσέξει μπαίνοντας; Μαχαίρι... να κόψει τις φλέβες της. Κείνη τη στιγμή μπήκε ένας αρχιφύλακας.
-Λοιπόν κοπέλα μου. Θες καφεδάκι; της είπε χα­ρούμενα, λες και την ήξερε χρόνια.
Η Λίζα τον κοίταξε κοντά, ενώ τα χείλια της έτρεχαν σάλια και πάσχιζε να τα σκουπίσει με χέρια που έτρεμαν.
-Κάτσε, κάτσε της είπε χτυπώντας τη στην πλάτη φιλικά.
Λοιπόν. Πρώτα. Πού πήγαινες αυτά τα φρούτα; Και μη πεις, στη γιαγιά σου που πονούν τ' αθριτικά της.
Η Λίζα εξακολουθούσε να τον κοιτά χαζά.
Δε θες να πεις; Μήπως θες να πεις ποιος στάδωσε;
Το. τρέμουλο μεγάλωνε. Τα μάτια της θάμπωσαν. Δά­κρυα έτρεχαν στα μάτια της δίχως να κλαίει.
Καλά, καλά, είπε απότομα κουρασμένος ο αρχιφύ­λακας. Κάντε μια εξακρίβωση και κλείστε τη.
Μπορείς να τηλεφωνήσεις στο δικηγόρο σου είπε η μικρή αστυνομικίνα.
Στο κρατητήριο ήταν πολλοί και διάφοροι πορτοφολά­δες, επιδειξίες, πόρνες, μικροαπατεώνες. Η Λίζα έβλεπε, δεν άκουγε τίποτε.
-Η ... τσα... τσα... τσάντα μου; είπε ξαφνικά.
-Θα στη δώσουν φεύγοντας είπε μια φωνή αδιάφορη.
-Το κεφάλι μου. Ένα χαπάκι...
Χαχανητά σκέπασαν την κουβέντα της.
-Μαστουρωμένη ε; Ζεστά χνώτα βρώμικα την κύ­κλωναν θαρρείς περπατούσαν στο σβέρκο της.
-Σαν να την ξέρω είπε κάποιος. Ναι, είναι η κουτσή του Σοφοκλέτου. Κάποτε ήταν κόμματος.
Η πόρνη την κοίταξε εξεταστικά καπνίζοντας.
-Θες να τραβήξεις μια της είπε προτείνοντας το τσιγάρο,, μα βλέποντας τα σάλια στο πηγούνι της «Καλύ­τερα ξέχνα το». «Πες τους τα όλα, της ψιθύρισε. Ισως τη γλυτώσεις φτηνότερα. Όσο για τους ρέστους, μη περιμέ­νεις πως θα κουνήσουν το δαχτυλάκι τους, αν δε φοβηθούν πως θα τα ξεράσεις».
=Κοσμίδου Ελισάβετ φώναξε ο αστυφύλακας.
Και πάλι στο φως. Πώς τη θάμπωνε αυτό το φως...
Περίμενε της είπε έξω από μια πόρτα. Χτύπησε δισταχτικά, αφού πρώτα συγύρισε τη στολή του.
-Έμπα της είπε και τη σκούντησε.
Ηταν ένα ευρύχωρο άνετο γραφείο 4-5 άντρες άλλοι με·στολές, άλλοι με πολιτικά.
-Καθίστε, της είπε κάποιος. Στη μέση μια καρέκλα.
-Δυσκολεύεσθε να ομιλήσετε;
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά πολλές φορές. Κρατού­σε τα δυό χέρια της σφιχτά μη τρέμουν.
-Θ'απαντάτε μονολεκτικά μ' ένα ναι ή μ' ένα όχι. Εντάξει;
Πάλι κούνησε το κεφάλι.
-Ν' απαντάτε ναι ή όχι. Ν' ακούγεται καθαρά.
-Ννναι είπε η Λίζα.
-Ωραία.
-Λέγεστε Κοσμίδου Ελισάβετ;
-Ννν... ναι είπε κουνώντας πολλές φορές το κεφάλι.
-Μένετε Διός 5;
-Νννν... ναι.
-Δουλεύετε στη Φαρμακοβιομηχανία Φαρμύ;
-Ννναι.
-Συγκατοικείτε με τον Σοφοκλή Καρπάζογλου;
-Ννν... όόό...
-Περιττόν. το ξέρουμε πως συζείτε.
-Ννναι.
-Εκείνος σας εξώθησε εις τα ναρκωτικά;
-Ποιός άλλος έπαιρνε ναρκωτικά;
-Δδδ δεν...
-Αγνοείτε; Ποιος σας έδωσε τα ναρκωτικά;
-Δ δ δ δεν...
-Πού πήγαιναν τα ναρκωτικά;
-Δδδ δεν..-.
Ο ρυθμός των ερωτήσεων γινόταν όλο και πιο γοργός. Η Λίζα δεν προλάβαινε να σκεφθεί, ούτε ν' απαντήσει, μα κείνος ρωτούσε, όλο ρωτούσε.
-Με το καλό της είπε τέλος με διάχυτη απειλή. Πρέπει να μας τα πεις με το καλό. Είναι για το καλό σου. Το δικαστήριο θα το εκτιμήσει.
Την έκλεισαν μόνη τούτη τη φορά. Ενας χλωμός τσιμπλιασμένος γλόμπος στο ταβάνι, μια λεκάνη στη γωνιά, ένα λαβομάνο κι ένα παράθυρο με κάγκελα. Σωριάστηκε στο ξύλινο κρεββάτι κι εκείνο βόγγηξε λυπητερά. Το πόδι το κομμένο έκαιγε σα πυρωμένο. Ελυσε τη ζώνη, που το συγκρατούσε κι ανακουφίστηκε. Κρατούσε κι έπαιζε χαϊ­δευτικά τούτη τη στέρεη ζώνη.
-Γιατί όχι; Είμαι τόσο κουρασμένη...
Τα κάγκελα ήταν λίγο ψηλά. Τα χέρια της δεν έτρεμαν, όταν έφτιαχνε τον κόμπο στέρεα στο κάγκελο πατώντας με το γερό πόδι στη γωνιά του κρεβατιού. Πέρασε τη ζώνη στο λαιμό της απ' την αγκράφα, όπως έδενε τη μέση της. Άφησε το βάρος της να γλυστρήσει έξω απ' το κρεββάτι. 
Και τι μαγεία!! για μια στερνή φορά οι αισθήσεις της αγκαλιασμένες, κάνουν έρωτα τα χρώματα ολόφωτα μπρο­στά στα μάτια της, οι ήχοι μπερδεμένοι μια μουσική παν­δαισία. Τραντάχτηκε μια δυόοφορές κι έμεινε για πάντα ακίνητη.



Ηταν εκείνος ο Νοέμβρης του 73. Η Ελένη περπατούσε άσκοπα στην Αθήνα χαζεύοντας βιτρίνες. Οι φωνές του κόσμου την ξύπνησαν. Λες κι ερχόντουσαν από άλλο πλανήτη. Τι γυρεύουν όλοι τούτοι; συλλογίστηκε.
"Δε σε θέλει ο λαός παρ 'τη Δέσποινα κι εμπρός» «Δεν περνάει ο Φασισμός» «Εξω οι Αμερικάνοι» φώναζαν τοί­χοι κι ουρανοί. Κρεμασμένοι στα κάγκελα σα τσαμπιά σταφύλια τόσα παιδιά ατημέλητα, παιδιά της γενιάς της. Εκείνη ντυμένη με τις αυστηρότερες επιταγές της κομψότητας και του.καλού γούστου, στολισμένη με λίγα, μα πανάκριβα κοσμήματα. Κόσμος τους πετούσε σακούλες γεμάτες τρόφιμα. Κόσμος τους χειροκροτούσε. «Είναι της γενιάς μου;» συλλογίστηκε με τρόμο η Ελένη. Την έσπρω­χναν, τη τσαλάκωναν.
-Μπράβο παιδιά φώναζαν όλοι. Νοικοκυραίοι ήσυ­χοι κι υπαλληλάκοι που γελούσαν κάτω; απ 'τα μουστάκια τους. Πάνω τους και τους φάγαμε!. 
Χέρια με το σήμα της νίκης, που πρόβαλαν απ'τ α παράθυρα των λεωφορείων, των ταξί, των IX. Τρόλεϋ πούγραφαν «Κάτω η Χούντα» με κόκκινα ματωμένα γράμματα. Το πλήθος την έσπρωχνε προς τα μέσα.
 Δεν κατάλαβε πώς μπήκε. Περιφερόταν άσκοπα παρακολουθώντας τον πυρετό της δράσης. Τα με­γάφωνα που διαλαλούσαν τραγούδια και συνθήματα, τους χώρους δουλειάς. Όλα έδειχναν να δουλεύουν ρολόϊ. Μιά ταχτική κυψέλη. Θυμήθηκε την Κατασκήνωση. Ολοι ενω­μένοι για κάποιο κοινό σκοπό κι αυτή μέλος του συνόλου.
Εκεί σ' ένα διάδρομο τον πρωτόδε. Μετάφερε μια κο­πέλα χτυπημένη στο κεφάλι. Κείνη περπατούσε μα φθά­νοντας κοντά στην Ελένη ξάφνου λιποθύμησε.
=Βόηθα να τη μεταφέρουμε, της είπε επιταχτικά. Υπάκουσε αυτόματα πριν προλάβει να σκεφτεί πως το αίμα της φέρνει αναγούλα, πως θα λέρωνε το πανάκριβο ταγιέρ της. Την πήγαν στο ιατρείο κι εκείνος άρχισε να περιποιείται το τραύμα της.
-Κράτα δω, της είπε, ενώ έδενε τον επίδεσμο. Η λιπόθυμη κοπέλα συνήλθε.
-Είσαι καλύτερα; ρώτησε κείνος.
Η χτυπημένη χαμογέλασε κεφάτα.
Ψ'ιλοπράματα...
Η Ελένη ένοιωσε άβολα, σα νάπαιζε σε λάθος έργο. Τι δουλειά είχε κείνη δω μέσα; Δε φοβόταν. Είχε βέβαια ακούσει για συλλήψεις, για ξύλο, για βασανιστήρια για θάνατο ίσως, μα στη ζωή της πια δεν έβλεπε κανένα μέλ­λον. Είχε ζήσει πλούσια. Τι πιο πολύ περίμενε; Εκείνη τη στιγμή φέραν ένα παλληκάρι με χτυπημένο γόνατο.
-Θα με βοηθήσεις; στράφηκε σ' αυτήν εκείνος. Το βλέμμα του τη μαγνήτιζε. Να τόξερε πως είχε τέτοιες ικανότητες; Πάνω απ'το δεξί του φρύδι είχε μιαν ουλή ακόμη νωπή. Ήταν όμορφος, απίστευτα όμορφος θαρρείς τριγυρισμένος μ' ένα χρυσαφί σύννεφο. Δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο άνθρωπο. Παρατηρούσε τα χέρια του που επιδέξια τύλιγαν τον επίδεσμο. Δάχτυλα μακρυά κι ευλύγιστα, τόσο εκφραστικά.
-Θεέ μου, τον αγαπώ, ψιθύρισε κάτι εντός της. Για πρώτη φορά στη ζωή της αγαπούσε έναν άντρα. Και τόσο ξαφνικά.
Έξω είχε βραδυάσει πια κι αυτή αμίλητη πάντα πλάϊ του με το βλέμμα χαμηλωμένο.
-Είσαι πολύ καλή, της είπε σε μια στιγμή και της χαμογέλασε.
'Εβλεπε ματωμένα πρόσωπα, συσπασμένα απ' τον πό­νο, πονούσε και θρηνούσε μαζί τους κι όμως κάτι αυθάδικο τραγουδούσε θριαμβικά εντός της. Ζούσε το δικό της ξαναγέννημα. Ενωνόταν ξανά με τον κόσμο. Πίστευε στο αύριο. Έλπιζε στον άνθρωπο. Όλο και πιο πολλοί τραυματι­σμένοι. Ο ιδρώτας έφτιαχνε χοντρές δροσοστάλες στο μέ­τωπο του, κει στην ουλή ρυάκι. Ακούσματα φοβερά τους κύκλωναν, ακούσματα που πλήθαιναν...
-Όλοι έξω, βρόντησε ξάφνου η πόρτα. Μπήκαν. Το τανκ έριξε την πύλη.
-Αν θες φύγε, της είπε τότε γλυκά. Μπορεί και να ξεφύγεις. Εγώ θα μείνω. Βλέπεις δε μπορούν να μετακινη­θούν.
-Θα μείνω, του είπε κοιτώντας τον αποφασιστικά στα μάτια.
Τότε εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε να δένει κάποιο χτυπημένο χέρι. Οι φαντάροι τους βοήθησαν να μεταφέρουν τα τραυματισμένα παιδιά σ' ένα ασθενοφό­ρο, που περίμενε.
-Προσοχή, τους ψιθύρισε κάποιος φαντάρος. Στη γω­νία περιμένουν μπασκίνες.
-Ελα πάμε, της είπε κείνος πιάνοντάς της το χέρι. Οι σειρήνες στρίγγλιζαν μανιασμένα, κραυγές και κλάματα, σκοτάδι. Προχωρούσαν τοίχο τοίχο. Κει στη γωνιά κάτι σάλεψε.
-Αστυνομία ψιθύρισε και την τράβηξε στην πόρτα κάποιας πολυκατοικίας. Βήματα ακουγόντουσαν, βήματα στα τρεχάτα πλησίαζαν. Η πόρτα πίσω τους άνοιξε.
-Γρήγορα, ελάτε, ψιθύρισε κάποιος στο σκοτάδι.
Μπήκαν σε κάποιο διαμέρισμα γεμάτο κόσμο. Παιδιά, νέα παιδιά με μάτια γεμάτα φόβο. Τα πατζούρια σφαλιχτά, τα φώτα χαμηλά οι πιο πολλοί καθισμένοι κατάχαμα, δε φτάναν τα καθίσματα. Κάτσαν κι αυτοί καταγής σε μια σκοτεινή γωνιά πλάϊ πλάϊ. Όλοι ψιθύριζαν. Πού και πού κάποιος πυροβολισμός τους σταμάταγε ξαφνιασμένους.
-Με λένε Απόστολο, της είπε τότε. Σένα;
-Ελένη, τ' αποκρίθηκε και χαμήλωσε το κεφάλι στα γόνατά της, που αγκάλιαζε σφιχτά.
-Είσαι παράξενη Ελένη, της είπε τότε. Λες κι ήλθες από άλλο κόσμο...
-Ηλθα, του είπε κοιτάζοντάς τον σοβαρά. Μόνο, πρό­σθεσε χαμογελώντας πικρά, μόνο που κει μέσα ξέχασα την τσάντα μου με διαβατήριο ταυτότητα κλειδιά και χρήμα­τα, κι έτσι φοβάμαι δε μπορώ να ξαναγυρίσω στον κόσμο μου.
-Θα τόθελες; τη ρώτησε μ' ένα τρέμουλο στη φωνή. Δεν τ' αποκρίθηκε. Τα πόδια της πονούσαν, η μέση της πονούσε. Πόσες ώρες θάμεινε κει μέσα;
-Εχεις δίκιο να φοβάσαι, συνέχισε κείνος. Αν τα βρουν εκείνοι την έχεις άσχημα. Ανακρίσεις, αστυνομία ΕΣΑ κι άντε ν 'αποδείξεις πως δεν έχεις καμιά σχέση με τα ταραχοποιά στοιχεία.
-Μα δε θέλω ν 'αποδείξω κάτι τέτοιο, διαμαρτυρήθη­κε κείνη. Βρίσκεις πως δεν έχω καμιά σχέση; τον ρώτησε σα να τον κατηγορούσε.
-Μείνε μαζί μας, είπε κείνος έντονα πιάνοντάς της σφιχτά το χέρι.
-Μα είμαι μαζί σας. είπε η Ελένη ήρεμα. Δεν το βλέπεις;
Τότε κείνος την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο. Ανατρίχιασε σύγκορμη. Κανείς δεν την έκανε να νοιώσει έτσι.
-Απόστολε του είπε σε λίγο κομπιάζοντας. Νομί­ζω... σ' αγαπώ. Γέλασε πικρά. Δεν είν' αστείο; Ούτε που σε ξέρω... Της έσφιξε το χέρι.
-Παράξενο. Ξέρεις... να κάπως έτσι νοιώθω κι εγώ. Ως τώρα πίστευα πως οι γυναίκες είναι κούφιες. Πάντα ειρωνευόμουν κεραυνοβόλους έρωτες, ρομάντζα... Ξέρεις από την πρώτη ώρα σ' ένοιωσα κάτι δικό μου. υπάρχουν άνθρωποι, που μια ζωή και δε γνωρίζονται κι άλλοι που μ' ένα βλέμμα σμίγουν για πάντα. 
Κι είναι μπροστά μας δύσκολοι καιροί, κι οι δρόμοι μας τόσο αντίθετοι. Εχω μπροστά μου μια τραχιά ανηφόρα. Είμαι από φτωχή φα­μελιά, κυνηγημένη. Ο πατέρας μου αντάρτης στην Κατο­χή, έπειτα απ' τον Εμφύλιο, μια ζωή στην εξορία. Γεννήθη­κα στιγματισμένος. Δούλευα από παιδί, δούλευα για να σπουδάσω. Τώρα δε μπορούσα να πισωγυρίσω να προδώσω το αίμα του πατέρα μου, το σπαταλημένο αίμα τόσων ηρώων. Απ 'την πρώτη μέρα της δικτατορίας πάλεψα όπως μπορούσα για να φύγει. Προκηρύξεις, μοιρασμένες χέρι χέρι. Μας έπιασαν αμέσως. Μ' έκλεισαν στη φυλακή, με χτύπησαν, με ποδοπάτησαν, μ' εξευτέλισαν. Δεν ξέ­ρεις τι είναι για ένα ελεύθερο άνθρωπο να ποδοπατούν την αξιοπρέπειά του, να τον εξευτελίζουν. Δεν είναι τόσο το ξύλο, όσο τ' ότι παύεις να πιστεύεις στην ανθρωπιά. Τού­τοι δω 'Ελληνες. Αυτοί οι σαδιστές είναι πατριώτες μου. Ίσως αν χρειαστεί να πολεμήσουμε δίπλα δίπλα, αυτοί που με συνθλίβουν. Χάϊδεψε το μέτωπό του. Χαμογέλασε πικρά.
Πήρα και παράσημο είδες. Σχεδόν νεκρό με βγάλανε. Με παρακολουθούσαν συνεχώς. Πώς βρέθηκαν τόσοι χα­φιέδες; Θαρρείς η μισή Ελλάδα σπιουνάρει τους άλλους μισούς. Πότε θα ξυπνήσει αυτός ο τόπος; ΙΙότε θα πάψει να σκύβει το κεφάλι;...
Μόλις πριν ένα μήνα κατάφερα να πάρω επιτέλους το πτυχίο μου. Η Γιατρική είναι μια ειρηνική δουλειά, ενώνει τους ανθρώπους. Θα με στείλουν φαντάρο σίγουρα στα ειδικά κέντρα εξόντωσης. Θα επιζήσω Πολλοί ((τυχαία» πυροβολούνται κει μέσα. Αν επιζήσω μόλις βγω θα συνε­χίσω ν αγωνίζομαι να διώξω αυτή την βρωμερή κατάστα­ση απ ' τη χώρα. Τον πονώ αυτό τον τόπο, Ελένη της μίλη­σε πυρετικά. Με νιώθεις. Κυλά στις φλέβες μου και τις φλογίζει. Δε μπορώ να τον απαρνηθώ. Θέλω να σπρώξω τον ήλιο πούναι πίσω απ'το βουνό, να ξημερώσει επιτέ­λους... Κι εσύ είσαι τόσο αμάθητη. Κοντά μου θάχεις τόσα προβλήματα. Να ήδη έχεις αν βρούνε κείνοι την τσάντα σου.
Της έπιασε το χέρι με λαχτάρα.
-Δε θέλω Ελένη να υποφέρεις όπως υπόφερα κι εγώ. Θέλω να σε προστατέψω, να γλυτώσεις. Χαμήλωσε τη φωνή σαν ένοχος. Μου είσαι πολύτιμη το νιώθεις;
Η Ελένη χάϊδευε τα χέρια του απαλά με τις άκρες των δακτύλων λες και φοβόταν πως θα σπάσουν.
-Αν είναι να πεθάνουμε για την αγάπη, τιμή και δόξα'μια φορά καθένας μας πεθαίνει, είπε παραφράζοντας τα λόγια του ποιητή. Ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του.
-Κοιμήσου της είπε. Από αύριο μας περιμένει μα­κρύς και δύσκολος δρόμος.
-Θα τον μοιράσουμε δίκαια, του χαμογέλασε και φί­λησε τον ώμο του με την άκρη των χειλιών της.
Το άλλο κιόλας πρωί την πήγε στο σπίτι μιας ξαδέλφης του της Λέλας, πούμενε με τον άντρα και το γιο της σε μια μονοκατοικία στην Κυψέλη. 
Το σπιτάκι πούμεναν ήταν παλιό με μια αυλή γεμάτη υγρασία, δυο δωμάτια όλα κι όλα μια κουζινίτσα κι ένας καμπινές - πρόβλημα μιας κι ήταν έξω απ 'το σπίτι, έτσι που τις ψυχρές χειμωνιάτικες νύχτες έκαναν χρήση του δοχείου. Ήταν τόσο υγρό και κρύο που χειμώνα - καλοκαίρι κρατούσε πάντα την ίδια ψυχρή ατμόσφαιρα παρά τις απεγνωσμένες προ­σπάθειες μιας μικρής μουτζούρικης ξυλόσομπας. Όμως ήταν δικό τους.
"Και μια πρόκα να βάλουμε συνήθιζε να λέει ο Φώτης, ο άντρας της Λέλας, τη βάζουμε στο δικό μας σπίτι».
Ήταν τόσο ευτυχισμένοι σαν τ' αγόρασαν. Είχαν επα­ναστατήσει πια με τα νοίκια και τις αιώνιες αυξήσεις τους, τις μετακομίσεις και τη γκρίνια απ 'τους ιδιοκτήτες. Το όνειρο κάθε ρωμιού είναι να κατορθώσει να βάλει το κεφάλι του κάτω από ένα κεραμίδι, όνειρο ανεκπλήρωτο τις πιο πολλές φορές. Τα δάνεια δύσκολα και μόνο για λίγους, το ρευστό ακόμη λιγότερο. Ο Φώτης ήταν τυχε­ρός. Κάποιος μπάρμπας του φρόντισε για κείνο το στεγα­στικό δάνειο είχε και κάτι λιρίτσες, προίκα της Λέλας, κάτι λίγα δανεικά από ένα έμπορο τοκογλύφο και τ' όνει­ρο έγινε πραγματικότητα. Είχαν τη φωλίτσα τους και κανείς δε μπορούσε να τους πειράξει. 
Βέβαια για να μπού­νε μέσα χρειάστηκε να πληρώσουν ένα δικηγόρο πούμενε μέσα μ' ενοικιοστάσιο, μα θα κέρδιζαν τόσο, μένοντας στο σπιτάκι, τους που χαλάλι του. Ο ενοικιαστής φεύγοντας τους τ' άφησε ερείπιο, ως και τις ενδιάμεσες πόρτες πήρε, γιατί λέει τις είχε αλλάξει αυτός. Τα κεραμίδια έσταζαν κι απ 'το πολύ νερό τα πλακάκια είχαν υποχωρήσει και σχημάτιζαν μια τεχνητή λιμνούλα. Τα τζάμια όλα σπα­σμένα κι η αυλή γιομάτη αγριόχορτα θεριεμένα, κάτι γά­τες στο περβάζι τους κοιτούσαν μ'απορία. Ομως τίποτε δε στάθηκε ικανό να μειώσει τον ενθουσιασμό τους. Είχαν πετύχει ότι άλλοι δεν κατάφερναν με δουλειά ολόκληρης ζωής. Είχαν το σπιτάκι τους.
Ζώστηκαν στη δουλειά. Ο Φώτης μοναχός του διόρ­θωσε την ταράτσα κι η Λέλα φρόντισε τον κήπο. Σ 'αυτό ήταν αληθινά τυχεροί. Ο κήπος είχε και πηγάδι. Τούφτιαξαν ένα όμορφο μαγγάνι πέταξαν το παλιό μουχλιασμένο σκέπασμα και το αντικατέστησαν μ' ένα σιδερένιο όμοιο με το μαγγάνι που τόβαψαν κατακόκκινο στο χρώμα της φωτιάς. Το πηγάδι είναι πηγή της ζωής κι αξίζει το σεβα­σμό του κάθε νοικοκύρη. Απ' αυτό αντλώντας νερό, δε θα διψάσεις μήτε συ μήτε η αυλή σου ακόμη κι αν ολάκερος ο Μαραθώνας στερέψει, ακόμη κι αν σου κόψουν το νερό, όπως το συνήθιζαν τα καλοκαίρια στις πολυκατοικίες. Επειδή κι οι δυο τους είχαν πονέσει χτίζοντας πέτρα πέ­τρα το σπίτι τους δε μπορούσαν ποτέ να το φανταστούν ποσοστό  επί του τοις εκατό  κάποιας αντιπαροχής.
Έτσι φθάνοντας η Ελένη βρήκε ένα παλεϊκό κουκλό­σπιτο στολισμένο με συγκινητική φροντίδα απ' τα μυρωδάτα γαρούφαλλα της αυλής ως το κολλαριστό. τραπεζομάντηλο.
- Εδώ θάσαι ασφαλισμένη, της είπε ο Απόστολος φι­λώντας τη. Θα ειδοποιήσω τη μάννα σου, πως είσαι καλά, μην ανησυχεί. Καλό είναι για λίγο να εξαφανιστείς, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.
Η Λέλα κι ο Φώτης ήταν το σπιτικό που θα ποθούσε ν' αποκτήσει η Ιφιγένεια. Αγαπιόντουσαν. Από έρωτα εί­χαν παντρευτεί και τόσα χρόνια έδειχναν νάναι ακόμα ερωτευμένοι. Όμως πολλά στις σχέσεις τους ενοχλούσαν την Ελένη.
Σα γύρναγε ο Φώτης απ' τη δουλειά καθόταν πάντα πρώτος στο τραπέζι και τάθελε όλα στο χέρι, η Λέλα τον είχε μάθει έτσι. Εκείνη δε καθόταν να φάει σαν άνθρωπος, όλο στριφογύριζε, σέρβιρε, έφερνε νερό, κρασί, αλάτι, πι­πέρι, τυρί, φρούτο ότι έλειπε ή ότι επιθυμούσε κείνη τη στιγμή ο Φώτης, έπειτα μάζευε κι έπλενε τα πιάτα κι απαιτούσε απ' όλους απόλυτη ησυχία για τον ιερό μεσημεριανό του υπνάκο. Τότε εκείνη έπλενε, σιδέρωνε, μαντάριζε, έραβε, έκανε ήσυχες δουλειές μήπως τον ενοχλή­σει. Και να πεις πως η Λέλα δε δούλευε; Μαζί στην ίδια δουλειά κι οι δυο υπάλληλοι στο υπουργείο. Τα κατάφεραν με λίγη τύχη και πολύ μέσον κάμποσα χρόνια πριν απ 'τη δικτατορία κι είχαν εξασφαλίσει τον επιούσιο μαζί με το αμετάθετο. Ακόμη μάλιστα ορκιζόντουσαν στ' όνομα του ευεργέτη τους του Κου Μυζηθρόπουλου, του υπουργού.
Το υπουργείο Προεδρίας στεγάζονταν σ' ένα παλιό αρχοντικό στην καρδιά της Αθήνας, απ' αυτά που τόσο άδικα κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν τετραγωνισμένα χτίρια με καθρεφτιδωτά τζάμια αντίς για τοίχους. Στο δωμάτιο που δούλευε η Λέλα είχε ένα υπέροχο παλιό τζά­κι, μαρμαρόχτιστο σκαλιστό, τόσο ταιριαστό στο δρύινο πάτωμα και το ταβάνι με τις γύψινες διακοσμήσεις και τις όμορφες ζωγραφιές, τόσο αταίριαστο με τα μεταλλικά γραφεία, τις γραφομηχανές και το πολύβουο κοινό των ρουσφετολόγων. Το φως που έμπαινε απ' τα ψηλά παρά­θυρα κάποτε θάταν αρκετό, μα η πολυκατοικία με το γκα­ράζ, που χτίστηκε απέναντι, τώρα έκρυβε όλο τον πολύτιμο για τους υπαλλήλους φωτισμό κι έτσι στους τοίχους είχαν προστεθεί κάτι. γυμνές λάμπες φθορίου που μερόνυχτα πλημμύριζαν το δωμάτιο με τις ψυχρές γαλαζωπές τους ανταύγειες. 
Ολο το υπουργείο με το παλιό ασανσέρ ν' α­νεβοκατεβαίνει αδιάκοπα και η σιδερένια πόρτα του να τρίζει πάντα, με τα μαρμάρινα σκαλιά του πάντα γεμάτα «παράγοντες» έμοιαζε από τον καιρό των εκλογών κιόλας νάχει μόνη του απασχόληση να εξυπηρετεί τη ρουσφετολογία του υπουργού και του περιβάλλοντος του.
Το υπουργείο ήταν μεθοδικά χωρισμένο σε τομείς. Το γραφείο 10 αρμόδιο για τις υποθέσεις του Υπουργείου Παιδείας, το 5 για του Κοινωνικών Υπηρεσιών, το 6 για του Οικισμού κ.ο.κ. Αρμοδιότητα της Λέλας που ήταν η ιδιαιτέρα του υπευθύνου του γραφείου 7 ήταν οι διορισμοί και οι μεταθέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, κλάδος πολύ εμπιστευτικός και τέλεια οργανωμένος. 
Εδώ συλλέγονταν όλες οι πληροφορίες για τους υποψήφιους, οι φάκελλοι με τα πολιτικά τους πιστεύω, από εδώ στέλνονταν όλες οι διαταγές στις αρμόδιες υπηρεσίες, εδώ κατάφθαναν οι κομματάρχες για να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις των ψη­φοφόρων τους. Δύσκολη δουλειά μα και απαραίτητη. Πώς ο κος Υπουργός θα ξανάβγαινε στις επόμενες εκλογές; Πώς το κόμμα θα θριάμβευε;  
Επρεπε όλοι αυτοί οι τίμι­οι κι ανιδιοτελείς ψηφοφόροι ν' αμειφθούν για την ψήφο τους αλλιώτικα η αντιπολίτευση θάπαιρνε την πάνω βόλτα. Έπρεπε όχι μόνο να γίνεται το ρουσφέτι, μα και να δείχνει και τεράστιο για να προκαλεί την ευγνωμοσύνη του λαουτζίκου. Δύσκολο έργο μα με προσπάθεια είχε τελικά επιτευχθεί. Ο λαός, πάντα τόσο αχάριστος, πρέπει πάντα να αισθάνεται πως χρωστά και για τα πιο αυτονόη­τα δικαιώματά του.
Η Λέλα για παράδειγμα είχε όλα τα προσόντα για τη θέση της. Ηξερε τέλεια δύο γλώσσες, γραφομηχανή, στε­νογραφία, λογιστικά, είχε προϋπηρεσία με πολύ καλές συ­στάσεις σε μεγάλη επιχείρηση, μα θα την έχανε οπωσδή­ποτε τη θέση την επίζηλη, αν ο κουμπάρος της δεν βρισκό­ταν γνωστός με το διευθυντή κάποιου γραφείου του υπουργείου, πούπινε καφέ στο σπίτι του βουλευτή του Κομαρόπουλου, πούταν αδελφικός φίλος με τον ίδιο τον υπουργό. Ήταν και όμορφη κοπέλα, η Λέλα και χαριτω­μένη και κατάφερε να συγκινήσει την καρδιά του νέου της προϊσταμένου, που μεσολάβησε κι αυτός για να βολευτεί σ 'αυτή τη θέση κλειδί. 
Μη βάζει κανείς κακό στο νου του, η Λέλα ήταν τίμια κοπέλα. Ο προϊστάμενος δεν έπαιρνε απ' αυτήν τίποτε πιο πολύ από χαμόγελα, υπονοούμενα κι υποσχέσεις φρούδες. Έπειτα δεν είναι και μικρό πράγμα νάχεις ένα ευχάριστο πρόσωπο στο γραφείο σου, που να τυχαίνει νάναι και καλή υπάλληλος και ν' αφήνεις τους άλλους να εννοούν πως καλοπερνάς. Πολλές φορές πιότε­ρη αξία έχει να πιστεύουν οι άλλοι πως κατέχεις κάτι παρά να το κατέχεις αληθινά.
Ο Φώτης άλλωστε ήταν πολιτισμένος άνθρωπος. Πο­τέ δε θάκανε σκηνές ζήλειας, στη γυναίκα του, επειδή φλέρταρε με κάποιον άλλον. Αλλίμονο εδώ γυναίκες βου­λευτών κατάφεραν με τη γοητεία τους να κατακτήσουν υπουργεία... Άλλωστε η εμπιστοσύνη είναι ο ακρογωνι­αίος λίθος στο γάμο.
Η Λέλα πάντα με συγκίνηση θυμόταν εκείνο το πρωί που πρωτοανακάλυψε την εγκυμοσύνη της. Έκανε αφό­ρητη ζέστη και το γραφείο είχε γεμίσει τόσο πούκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι ψηφοφόροι διστακτικοί πε­ρίμεναν δειλά δειλά ο καθένας εφοδιασμένος μ' ένα χαρτά­κι απ' τον κομματάρχη του ενώ οι πιο γνωστοί μπαίνον­τας, χαιρετούσαν κατευθείαν το διευθυντή, κείνος τους χτύ­παγε στην πλάτη φιλικά κι αμέσως προωθούσε την δική τους υπόθεση σε βάρος της ουράς, που αγωνιούσε μήπως έκλειναν, πριν προλάβουν να τακτοποιήσουν την υποθεσούλα τους.
Η Λέλα ομορφοντυμένη, όπως πάντα με τα ξανθά μαλ­ιά της, βαμμένα φυσικά, καλοχτενισμένα και το χρυσό μεγάλο δακτυλίδι των αρραβώνων της στο δείκτη του χεριού πάλευε στο τηλέφωνο να επικοινωνήσει με το αρ­μόδιο υπουργείο.
«Από το γραφείο του κου Νικητόπουλου, παρακαλώ να προωθηθεί η υπόθεση του κου Καμπά». «Από το γραφείο του κου Νικητόπουλου, παρακαλώ να επισπευθεί το δάνειο της επιχειρήσεως Λύρα» ενώ συγχρόνως απαντούσε σε κάποιο φαντάρο ή καμιά μαυροντυμένη γυναικούλα με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. «Λυπούμεθα αλλ' είμεθα αναρμόδιοι. Απευθυνθείτε στο γραφείο 1».
Το γραφείο 1 ήταν το κέντρο πληροφοριών. Αλίμονο στο υπουργείο, αν δεν υπήρχε γραφείο 1. Πόσος πολύτιμος χρόνος θα χανόταν για να εξηγήσεις σ' όλους αυτούς τους άσχετους το πώς και πού πρέπει ν 'απευθύνονται. Το γρα­φείο 1 τους έστελνε σε κάποιο άλλο γραφείο, εκείνο πάλι σαν αναρμόδιο στο γραφείο 1, το γραφείο 1 πάλι αφού συμβουλευόταν τα χαρτιά του θα τους έστελνε σ ένα τρί­το γραφείο΄, ώσπου τελικά κάπου θα βρισκόταν η ειδική τροπολογία του τάδε νόμου, που θα επέτρεπε στον εκλε­κτό ψηφοφόρο να τακτοποιήσει την υποθεσούλα του.
Το κακό με τις δημόσιες δουλειές είναι πως πάντα κά­ποιο χαρτί ή κάποια υπογραφή μπορεί να λείπει κι έτσι πάντα κάποιος άλλος μπορεί να φάει τη δική σου τη δου­λειά, να σε πετάξει στο δρόμο ή να σ 'αναγκάσει να ξαναρ­χίσεις απ 'την αρχή να μπλέκεσαι στο λαβύρινθο των γρα­φείων του κάθε υπουργείου. Μα είναι κι αυτό στο σύστη­μα. Αν μπορείς έτσι εύκολα να βγάλεις κάποιο χαρτί, αν δεν ήταν απαραίτητος τόσος καιρός για να πάρεις απάντη­ση στην αναφορά σου, αν δεν αργούσες τόσους μήνες να πληρωθείς μετά το διορισμό σου, πώς θα υποχρεωνόσουν στο γνωστό σου υπάλληλο και πώς θάχες μούτρα να τον υποχρεώσεις κι εσύ σ'ανάλογη περίσταση;
Εκείνο το πρωί η Λέλα ήταν ανήσυχη δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα σχολούσαν να πεταχτεί ως το γιατρό της να βεβαιωθεί επιτέλους γι' αυτά τα ανησυχητι­κά συμπτώματα των τελευταίων βδομάδων. Μα κι ο Φώ­της δε μπορούσε να συγκεντρωθεί απ'την αγωνία του. Έκανε τόσα λάθη καθώς καταχωρούσε τις αναφορές που τελικά καλύτερα θάταν να μην έκανε τίποτε.
-Ε Φώτη! του είπε ο Λάμπρος απ' τ' απέναντι γρα­φείο. Πού τρέχει ο λογισμός σου;
-Πουθενά καημένε.
-Άστα αυτά!! και σκύβοντας εμπιστευτικά. Πού να σου πω για κείνη τη μικρούλα που πέτυχα στην Ομόνοια, δουλικό βέβαια, μα μπουκιά και συχώριο κι άρχισε μια μυστική εξομολόγηση των απόρρητων της κλίνης του με τη βεβαιότητα πως ο συνομιλητής του παρακολουθούσε μ' ενδιαφέρον.
0 Φώτης όμως όλο συλλογιζόταν αυτό το μικρό πλέ­γμα κυττάρων, που κούρνιαζε στη λεκάνη της γυναίκας του. 
«Θα μου μοιάζει τάχατες; Πρέπει να μου μοιάζει. Θάθελα νάναι αγόρι ν' αναστήσω το μακαρίτη τον πατέρα μου. Περικλής Παλληκαρόπουλος, όνομα ηρωικό! Αλή­θεια. Τι μου ήταν ακριβώς κείνος ο πρόγονος μου ο Περι­κλής Παλληκαρόπουλος, που πολέμησε στη μάχη του Φα­λήρου πλάϊ στον Καραϊσκάκη; Βέβαια ίσως να πολέμησε με τη μεριά των Τούρκων, σκέφθηκε χαμογελώντας κάτω απ' το κατάμαυρο μουστάκι του. Όμως, συνέχισε το συλ­λογισμό του, για να λεγόμαστε Παλληκαρόπουλοι όλο κι από κάποιο παλληκάρι θα πήραμε τ' όνομα. Βέβαια τότε παλληκάρια έλεγαν και τους μαχαιροβγάλτες, τους κου­τσαβάκηδες, μα δεν το πιστεύω ούτε ο δικός μου χαρακτή­ρας ούτε και του πατέρα μου απ ' ότι ξέρω ήταν κατάλλη­λος για εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Λες τόσο να εκφυλι­στήκαμε;
-Για θυμήσου, ρε Φώτη, τον ξύπνησε ο άλλος μ' ένα χτύπημα στην πλάτη, κείνη τη μελαχρινή σου φιλεναδούλα στο γυμνάσιο πώς τη λέγαν...
-Καλλιόπη, είπε ο Φώτης ανόρεχτα.
-Χα χα χα Καλλιόπη, είπε ο άλλος σκάζοντας στα γέλια.
-Με συγχωρείτε κύριε, είπε κάποιο ανθρωπάκι, που περίμενε κάνα τέταρτο υπομονετικά πάνω απ' το κεφάλι τους, κουβαλώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια. Γι 'αυτά, εδώ πρέπει ν' αποτανθώ;
-Ρε κύριος, τον αποπήρε ο Λάμπρος, δε βλέπεις πως προηγούμαστε;
Το ανθρωπάκι κοκκίνησε ξεροκατάπιε, λούφαξε. Ί­σως ανήκε στην αντιπολίτευση. Ίσως και νάχε κάνα φάκελλο για λογαριασμό του.
Ο Φώτης πιο πράος από χαρακτήρα του πήρε τα χαρ­τιά απ' τα χέρια κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει αφηρημένα. Ο Λάμπρος εξακολουθούσε να ρητορεύει και τ' ανθρωπάκι με το τριμένο κουστούμι ένιωθε πως τώρα μ ' άδεια χέ­ρια δεν είχε πού να τα βάλει. Κάποτε ο Λάμπρος τέλειωσε κι ο Φώτης ρώτησε τ' ανθρωπάκι.
-Γιατί είναι τούτα τα χαρτιά;
-Για το διαβατήριο του γιού μου.
-Για διαβατήριο!!! φώναξε έκθαμβα απ' την αποκά­λυψη. Μα κάνετε λάθος κύριε. Η νομαρχία είναι απέναντι κι απ'ότι ξέρω κλείνει στις 12.
Το ανθρωπάκι ένιωσε τέτοια ντροπή κάτω απ' τα ειρωνικά βλέμματα των υπαλλήλων κείνου του γραφείου που θα προτιμούσε νάλιωνε και να εξαφανιζόταν. Τραύλισε κάμποσα συγγνώμη κι έφυγε πισωπατώντας.
-Τι χαζός κόσμος! είπε η Βούλα που καλόβλεπε το Φώτη απ' το γωνιακό γραφείο δίπλα στο παράθυρο. Δί­πλωσε το πλεκτό της και τόβαλε στο συρτάρι. Δεν είναι ώρα ακόμα να πηγαίνουμε;
- ΙΙολύ που κουράστηκες μουρμούρισε χολωμένα η Κατερίνα απέναντι της, ενώ χτυπούσε τη γραφομηχανή. Εμένα κάνουν κάλους τα χέρια μου απ' τα τόσα έγγραφα, που μου παραδίδουν κι εσύ κοντεύεις να ντύσεις όλη την Αθήνα στα πλεχτά.
-Α!! χρυσή μου της είπε ειρωνικά η άλλη, ας είχες κι εσύ μπάρμπα απ' τη Κορώνη.
Ο Φώτης συλλογίστηκε. Σε τούτο το γραφείο ώρες ώρες νοιώθω τόσο άβολα σαν ευνούχος κόκορας σε κοτέτσι. Τούτα τα τρία θηλυκά λες κι έχουν μαζέψει ότι σκάρτο ξέχασε ο Θεός να δώσει στις γυναίκες. Είναι άσχημες, γκρινιάρες, ψωροπερήφανες και τεμπέλες. Ισως, σκέφτη­κε με κάποιαν ευχαρίστηση, η Λέλα νάβαλε το δαχτυλάκι της και μου τις στοίβαξαν δω μέσα. 
Τι στενό δωμάτιο Θεέ μου!! Πρώτη φορά τόβλεπε τόσο στενό ο Φώτης. Κάποτε θάταν αποθήκη και τι άχαρο και κρύο!! Τώρα το καλοκαίρι, καλά μα το χειμώνα... κι αυτά τα καλοριφέρ πάντα χαλα­σμένα.
Η Βούλα ήταν κιόλας στην πόρτα.
-Γειά σας παιδιά είπε και τούστειλε ένα φιλί με τα κοκκινισμένα χείλια της.
-Μόνο τέτοια φιλιά θα δίνει στη ζωή της η φουκαριά­ρα συλλογίστηκε ο Φώτης, μα δεν ξέρεις πάλι.  Ποιός τόπε; «Λυχνίας εσβησμένης πάσα γυνή ομοία».
Σε λίγο φάνηκε η Λέλα.
«'Ελα αγάπη μου» του· είπε κι επιδειχτικά τον φίλησε στο στόμα μπροστά στις δυο γεροντοκόρες του γραφείου πούσκηψαν πιότερο το κεφάλι στα χαρτιά τους. Πήρα άδεια για σένα σήμερα, του ψιθύρισε. Πρέπει μαζί να μάθουμε ».
Ο γιατρός ΙΙαυλίδης, κάπου στο Κολωνάκι, τους υποδέ­χτηκε γεμάτος χαρά.
- Θετικό, κύριε Παλληκαρόπουλε, είπε με ύφος φανε­ρής επιδοκιμασίας. Με το καλό κι εγγόνια.
Από κείνη τη στιγμή η Λέλα ήταν το πιο χαϊδεμένο πλάσμα στο κλινόν άστυ. Ότι της μύριζε, ότι πεθυμούσε έπρεπε στη στιγμή να πραγματοποιηθεί. Η Μαρία το κα­κόμοιρο το δουλικό πούχαν φέρει απ' τη Μύκονο δεν προ­λάβαινε να κάτσει ούτε στιγμή. Ολα τα παράξενα έπρεπε να τ' ανέχεται και να τρέχει. 
Ήταν ένα τσιμπλιάρικο ασχημοκόριτσο, μπασμένο, λιγνό κι άχαρο, μα πιστό σα σκυλί κι εργατικό σα γαϊδούρι. 'Ολη η γειτονιά το λιμπί­ζονταν και τι δεν της τάζανε για να τους την κλέψουν μα κείνη έμενε πιστή στ' αφεντικά της παρά το χαμηλό μισθό και τη σκληρή δουλειά. Ερημο ήταν το φουκαριάρικο. Ο πατέρας της αντάρτης τον καθάρισαν οι γερμανοί, τ' αδέλ­φια της γενήκαν "συμμορίτες» κι έλιωναν στις φυλακές. Να φαμελιά, να μάλαμα. Μα τούτο ήσυχο και καλότροπο σα σκυλί,  επιβεβαίωνε τις θεωρίες του Νώντα του ταγματασφαλίτη, πως μόνο με το βούρδουλα θα πάει μπροστά τούτος ο τόπος.
Η γέννηση του μικρού ΙΙερικλή ήλθε στη σωστή ώρα. Από 'την κοιλιά της τον παζάρευαν για νονοί τρεις διευθυν­τές του υπουργείου, ακόμη και στην εγκυμοσύνη της ήταν θελκτική, φαινόταν ακόμη πιο γλυκεία κι έτσι τα δώρα πούλαβε ο μικρός ήταν απρόσμενα ακριβά για ένα παιδί δημοσίων υπαλλήλων. Κουνίτσα, καροτσάκι, ρουχαλάκια όλα αυτά σε προσφορές γνωστών και φίλων ελάφρυναν τον οικογενειακό προϋπολογισμό του ζευγαριού, που στέναζε κάτω απ'το βάρος των εξόδων του τοκετού. 
Αυτοί οι γιατροί πώς τα καταφέρνουν τέλος πάντων να σε γδύνουν, είτε στην αρρώστια, είτε στην υγειά σου. Κι ο καθένας τους έχει τη δική του τεχνική για ν' αποφεύγει την τσιμπίδα της εφορίας. Ο Μυλωνόπουλος να πούμε, ο καθηγητής, πληρωνόταν πάντα την ώρα, που σε ξάπλωνε στο εξεταστικό κρεββάτι, σε χτύπαγε στον ώμο χαϊδευτικά, ενώ χούφτωνε τα χαρτονομίσματα και σου ψιθύριζε με γλύκα «Σου παίρ­νω χρυσή μου πιο λίγο απ' όλες τις άλλες, να μη μας δουν κιόλας». Ηθελε τις γυναίκες, μόνες του,ς δίχως την παρου­σία του συζύγου, μα κι εκείνοι τις παράδιδαν με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια του μιας κι ήταν γνωστός τόσο για την αποστροφή του στο ωραίο φύλλο, όσο και για την προσκόλλησή του στο ισχυρό.
Η Λέλα γέννησε στην κλινική του Αστεριάδη πούχε σπουδάσει στη Γερμανία. Η γέννα είναι κοσμικό γεγονός, δείχνει την κοινωνική σου θέση και την οικονομική σου ευμάρεια κι ο κάθε καθώς πρέπει αστός το θεωρεί υποχρέωσή του να ξεγενήσει η γυναίκα του με 'όλη την πολυτέλεια και τις ευλογίες της ευρωπαϊκής τεχνικής. Άλλωστε ο διάδοχος του κάθε συζύγου πρέπει να περάσει τις πρώτες μέρες της ζωής του στην πολυτέλεια, για να προσγειωθεί αργότερα στην αθλιότητα του οίκου του.,
Παρά το πλήθος των υποψηφίων νονών η προτεραιότη­τα δόθηκε στον Νικόλαο, που τους είχε παντρέψει και που, δικαιωματικά, του ανήκε το παιδί. Η Λέλα κι ο Φώτης ήτανε τόσο συμφεροντολόγοι, όσο κι αισθηματίες, και μπρο­στά στη σύγκρουση τούτη των καθηκόντων ένιωσαν με­γάλο δίλημμα. Τελικά νίκησε το συναίσθημα μιας κι υπερί­σχυσε η λογική, πως στον επόμενο κυβερνητικό μετασχη­ματισμό, οι διευθυντές αλλάζουν κι οι νονοί θα γίνουν άφαντοι ενώ τουλάχιστον τα δώρα του Νικόλαου θάναι μικρά, μα σταθερά.
Ο Νικόλαος ήταν νονός-ανάδοχος με τα όλα του. Είχε βαθιές θρησκευτικές πεποιθήσεις, έψελνε κιόλας. Είχε έλθει μικρό προσφυγόπουλο απ 'τη Ρωσία στα Οκτωβριανά κι από μοναχογιός πλούσιου εμπόρου στην Οντέσσα βρέθηκε πεντάρφανο κι απροστάτευτο στην κακία των συμμαθητών του, που -όπως όλα τα παιδιά- χαίρονταν να τυραννούν τους τρελούς και τα ζώα. Η μάννα του που -από αρχόντισσα- βρέθηκε στους πέντε δρόμους, δε μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες κι αφού ξεπούλησε ότι χρυσαφικό της βρίσκονταν όσο όσο, βρέθηκε φυματικιά άπορη σε κάποιο τρισάθλιο σανατόριο, πριν καλά καλά ο γιός της βγάλει το γυμνάσιο. 
Η ορφάνια κι η εγκατάλειψη τον έκαναν να στραφεί στην εξ ύψους παρηγορία που όμως αργούσε να φανεί. Τον παράλαβαν αμέσως οι παπάδες κι οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις και τον μάντρωσαν σε κάποιο οικοτροφείο με σκοπό να τον κάνουν παπά. Ετσι τέλειωσε το γυμνάσιο με άριστα, σαν όλα τα φτωχόπαιδα, που τα πεισμώνει η αθλιότητα. Σε κείνο το οικοτροφείο των απόρων πέρασε τόσους εξευτελισμούς, ωραία στηρι­γμένους στη χριστιανική φιλοσοφία, που μόλις πήρε τ' απολυτήριο στο χέρι, επαναστάτησε, πέταξε το ράσο και βγήκε στη πολύβουη ζωή της Αθήνας. Η αλήθεια είναι πως ο αγώνας για την επιβίωση δεν ήταν ηπιότερος στην πόλη. Κοιμόταν σε μια τρισάθλια σοφίτα, πάνω απ ' το μαραγκούδικο ενός φιλόπτωχου έμπορα, έτρωγε όσες φορές μπορούσε και διάβαζε τις νύχτες, ενώ δούλευε τις μέρες για ένα ξεροκόμματο μελετώντας τα τεμπέλικα πλουσιόπαιδα του προστάτη του.
Ο πόλεμος τον βρήκε στο χωριό του στο πλευρό της άρρωστης μάνας του, φαντάρο δεν τον πήρανε «δεν με τίμησε η πατρίς» συνήθιζε να λέει με στόμφο και την Κατοχή την πέρασε εκεί κάνοντας τον δάσκαλο αντί πινακί­ου φακής ή μπλιγουριού ή ότι άλλου είχαν οι γονιοί των φιλοπρόοδων παιδιών. Ετσι εξασφάλισε την επιβίωσή του. Ο Θεός δεν τον κάλεσε να παίξει κάνα φανταχτερό ρόλο στην ιστορία του τόπου, μιας και το χωριό ήταν ήμερο κι οι κάτοικοι ήσυχοι δεν ανακατεύονταν μ' αντάρτες κι άλλες τέτοιες επιπολαιότητες. Υπομονή, "τα πάντα ρει" έλεγε απ'το κήρυγμά του στην εκκλησία κι όλοι πια τον έβλεπαν απόστολο της λύτρωσης, που όσο κι αν ποθούσαν δε θάστεργαν ν' απλώσουν το μικρό τους δαχτυλάκι να την κατακτήσουν. 
Μέσα στην Κατοχή πέθανε κι η μητέρα του κι όσο κι αν την αγαπούσε παθολογικά ένοιωσε πως λυτρώθη­κε από κάποιο βάρος. Άρχισε να ψάχνει για πολύφερνη νύφη ήταν κι ερωτευμένος με μια πλουσιοκοπέλα, μα μιας κι ήταν άτολμος να την κλέψει (βλέπεις τον εμπόδιζε και το κοινοτικό λειτούργημα που επιτελούσε) εκείνη κλέφτηκε με κάποιο καπετάνιο κι έτσι πέταξε το πουλάκι μέσα από τα χέρια του. Ο γάμος είναι τυχερό κι η τύχη λένε είναι τυφλή.
Η απελευθέρωση έφερε σ' ένα διπλανό χωριό μια χαρι­τωμένη δασκαλίτσα.ίσα ίσα στα χρόνια του κι ο Νικόλαος αναγκάστηκε να προσαρμοστεί (μιας κι οι πεποιθήσεις και το περιβάλλον τον ανάγκαζαν σε παρθενία τόσων χρόνων) να την παντρευτεί με μόνη προίκα το πτυχίο της. Βέβαια αυτό τελικά αποδείχτηκε μεγάλο προσόν, μιας και μέχρι να τα καταφέρει να βγάλει αυτή τη ρημάδα την Ακαδημία και να βρει το κατάλληλο μέσον να διοριστεί τρεφόντουσαν απ' τη δική της τη δουλειά και μόνο.
Η Ασπασία ήταν ηθική κι ενάρετη με μακρυά μαλλιά που τάκανε κοτσίδες και τάπλεκε σε κότσο γύρω απ'το κεφάλι της, ντυνόταν κόσμια, όπως ταιριάζει στο επάγγελμά της, δε βαφόταν κι ήταν και νοικοκυρά. Θάταν μια υποδειγματική σύζυγος, αν μπορούσε να του χαρίσει κι ένα παιδί, μα εντατικές προσπάθειες 15 χρόνων εγγάμου βίου είχαν αποκλείσει αυτή την πιθανότητα. Είναι λοιπόν εύλο­γη η αδυναμία, που έδειχνε το άκληρο ζευγάρι των δασκά­λων, στο νεαρό βλαστό των Παλληκαρόπουλων.
- Και γιατί να μην τους κληρονομήσει; στοχάζονταν συχνά η Λέλα. Δυο μισθοί για τη μίζερη ζωή δυο δασκάλων φτάνουν και περισσεύουν. Δε θα παραξενευτώ καθόλου, αν με το θάνατο τους βρούνε λίρες. Αρκεί να μη τους τα φάνε οι παπάδες, που τους τριγυρνούν σαν κοράκια.
Κι εδώ που τα λέμε οι νονοί ενθάρυναν τέτοιες ελπίδες της κουμπάρας τους, αφού κάθε χρόνο αντί για μπουναμά πρόσφεραν στον αναδεξιμιό τους ένα χρυσό κουμπάκι με την εικόνα του Αη Γιώργη, βοήθειά μας, απ 'τη μια και το κεφάλι κάποιου βασιλιά της Αγγλετέρας από την άλλη. Παρά τη διαφορά της ηλικίας τους και της νοοτροπίας οι κουμπάροι έκαναν θαυμάσια παρέα. Ηταν όλοι λάτρεις της καλής κουζίνας κι η Λέλα ήταν έξοχη μαγείρισσα.
Η Ελένη αμίλητη τους παρακολουθούσε στα ταχτικά τους τσιμπούσια στο κρύο σπιτάκι της Κυψέλης. Ο Φώτης κι η Λέλα τη σύστηναν αρραβωνιαστικιά του Απόστολου, για λίγο τη φιλοξενούμε, εκείνη όμως ήξερε πως ξέρουν την αλήθεια. Μπροστά της ήταν όλοι κουμπωμένοι, γι'αυτό και πάντα έκανε την άρρωστη ν' αποσυρθεί. Από το κρεβ­άτι της άκουγε τότε σαν από σύννεφο τις εύθυμες κουβέν­τες και τα γέλια τους. Λυτά τα γέλια της φαίνονταν βρα­χνάς. Ένιωθε τότε απίστευτα μόνη κι εκείνος μακρυά. 'Ενα βράδυ τέτοιο, άκουσε δειλά την πόρτα να χτυπά ήταν ο Περικλής - κρατούσε μιαν αγκαλιά βιβλία.
-Σκέφτηκα, νιώθεις μόνη, της είπε ταραγμένα. Δεν ξέρω αν σ'αρέσουν. Εγώ τ' αγαπώ κι είναι καλή παρέα... Πισωπάτησε να φύγει. Κουράγιο, της ψιθύρισε πριν κλείσει την πόρτα.
Ελάχιστα τον έβλεπε τον Περικλή ή στο σχολειό ή φροντιστήριο ή στη βιβλιοθήκη. Τον πιο πολύ καιρό τον πέρναγε με τη Λέλα τ' απογεύματα βοηθώντας τη στις δουλειές του σπιτιού, που ποτέ δεν τέλειωναν. Η Λέλα τότε της μιλούσε για τη ζωή της, τις απόψεις της.
«Ενα νοικοκυριό, κορίτσι μου, μπορεί ν 'απασχολεί πεν­τέξι ανθρώπους, όπως μια φάμπρικα, μόνο που εδώ ο εργά­της δεν παράγει κάτι, που να φαίνεται, δε δημιουργεί κάτι που να τον ικανοποιεί. Κι όσο δεν υπάρχουν παιδιά, καλή ώρα, καλά, συγυρνάς, στολίζεις το νοικοκυριό σου κάθεσαι μια στιγμή κι απολαμβάνεις τον καρπό του μόχθου σου. Μα σαν τριγυρνούν μωρά και με τ' αγγελικά χεράκια τους βρωμίζουν και σπάζουν και κατουρούν και πασαλείβουν, όπου βρουν και λασπώνουν και γράφουν τους τοίχους κι ανακατεύουν, όπου βρουν τότε η ανώφελη δουλειά σε εξοντώνει. Νιώθεις σα να γεμίζει το πιθάρι των Δαναΐδων. Ο άντρας μαθημένος στο νοικοκυρεμένο σπιτικό των ονείρων του δυσανασχετεί.
-Μα τι κάνεις όλη μέρα; μουρμουρίζει.
Τα παιδιά είναι δικό του μόνο κατόρθωμα, σαν είναι καθαρά, ήσυχα, μεγαλωμένα και προκομένα. Δε νοιάζεται για τις ώρες της γκρίνιας, της αρρώστιας, της μελέτης, του έρωτα, της ζήλιας, της επανάστασης. Φέρνει το φαΐ στο σπίτι έχει δικαίωμα ν ' απολαμβάνει τον ελεύθερο χρόνο του. Πρέπει όλοι να τον υπηρετούν.
-Δε πιστεύω νάχεις κι εσύ παράπονο απ 'το γιο σου; της είπε η Ελένη.
-Τους γιους μας όπως τους μαθαίνουμε, αυτά λουζό­μαστε. Ο Περικλής έχει πια ξεφύγει. Πέταξε μακρυά μας. Νοιώθω δε μας δένουν πια πολλά. Απομείναμε μόνοι με το Φώτη. Τώρα πια περπατάμε με συντονισμένο βήμα. Τόσα χρόνια κοινής ζωής, δένουν.
Ο Φώτης δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Μόνο που ήταν λίγο καλύτερος απ' τους υπόλοιπους. Όλοι οι άντρες για να γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους βρίσκουν και κάποιο χόμπι έτσι για να ξεφεύγουν απ'την ανία του σπιτιού και τις γυναικείες φούστες. Καφενείο, χαρτάκι, ποδόσφαιρο. Ο Φώτης είχε πιο εποικοδομητικά ενδιαφέ­ροντα. Απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ με το σύλλογο του χωριού του. Έφτιαχναν εκλογές, χορούς, διαλέξεις, τέϊα, μάζευαν λεφτά για βρύσες και γιοφύρια. Όλα αυτά βέβαια με τη δικτατορία κοπήκανε κι ο καημένος βρέθηκε βουτη­γμένος στην ανία. Αγόρασε τηλεόραση, στερεοφωνικό και βάλθηκε να μαστορεύει στο σπίτι μέχρι που πήρε αυτοκί­νητο. Το αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο φυσικά και με πολλές πολλές δόσεις, έγινε μετά η αποκλειστική του απα­σχόληση. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πασπάτευε, του κολλούσε σχήματα, σχέδια, του άλλαζε τις ταπετσαρίες και το ραδιόφωνο ως και κασετόφωνο του φόρεσε. Βρήκε ξανά σκοπό στη ζωή του. Για τη δικτατορία ούτε λέξη. Δημόσιοι υπάλληλοι είμαστε.
Συχνά η Ελένη απορούσε πώς ο Απόστολος τους εμπι­στεύτηκε, πώς δεχθήκαν να την κρύψουν; Δεν έμοιαζαν ηρωικοί, γενναίοι, μα ήταν σταθεροί. Δεν ήταν πουθενά οργανωμένοι. Η σιωπηλή πλειοψηφία, μα τα δεσμά της οικογένειας ήταν ιερά.  Ήταν ασφαλισμένοι στο μικρό σπι­τάκι αυτών των απλών καθημερνών ανθρώπων. Η προδο­σία δε πατά εκεί, που η φιλοδοξία δε φωλιάζει.
Η Λέλα είχε ζήσει μια εποχή, που η μέση ελληνίδα δεν είχε αρχίσει να επαναστατεί. Ήταν απ' τις λίγες πούβγαιναν απ' το σπίτι, δίχως ντροπή να συμβάλουν στον οικογε­νειακό προϋπολογισμό. Ήταν μορφωμένη και παινευότα­νε γιαυτό κι έβλεπε κάπως αφ' υψηλού τις γυναίκες, που δήλωναν επάγγελμα οικιακά, αν και ουσιαστικά την υπό­λοιπη μέρα της την περνούσε ολόιδια με κείνες. Έβλεπε τον άντρα της κορώνα του σπιτιού και κλειδοκράτορα της τιμής της. Ήταν ακόμη ευτυχισμένη στη άγνοιά της. Τα πρώτα χρόνια, χέρια φτηνά για τις δουλειές υπήρχανε κι ο υπαλληλικός μισθός της έφτανε και παραπάνω να καλύπτει το έξοδο της υπηρεσίας. Αλίμονο όμως τώρα τελευταία η κατάσταση έφθασε σε αδιέξοδο. Η οικιακή βοηθός τώρα γύρευε μισθό πρωθυπουργού. Ευτυχώς όμως για τη Λέλα ο Περικλής ήταν πια μεγάλος κι έτσι δεν είχε ανάγκη.
Όλα αυτά τα συζητούσε πάντα με την Ελένη καθαρί­ζοντας πατάτες ή μαντάροντας τα πλυμένα.
Η Ελένη ζούσε αυτή την ήμερη ζωή μ' ανακατεμένα συναισθήματα. Όχι δε θάθελε να ζήσει έτσι με τον Από­στολο, αυτή η εκμηδένιση της προσωπικότητας της Λέλας, αυτή η απόλυτη θυσία την εξουθένωνε. Όμως σεβόταν βαθιά τη σιγουριά της αγάπης τους, τόσο όμοιας με βαθιά νερά, που δεν κλυδωνίζονται όσο ο.βοριάς κι αν φυσάει.
Ώσπου ένα βράδυ ο Περικλής, ο γιος της Λέλας έφυγε απ' το σπίτι του. Θέλησε την απόλυτη ανεξαρτησία του.
- Γιατί κλαις; είπε στη μάννα του. Δεν έχεις ανάγκη τα λεφτά μου κι ούτε κι εγώ τα δικά σας. Θάρχομαι καμιά φορά την Κυριακή να τρώω φαί μαγειρεμένο σπιτικό.
Στοίβαξε τα ρούχα του με φούρια, πέταξε τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα σε μια βαλίτσα (Αχ πώς τα πέταξε άπονα κείνα τα πουκάμισα!) φόρτωσε το δανεικό αυτοκίνη­το κάποιου φίλου κι έφυγε ποιος ξέρει πού;

Kou πού να το πεις, πώς να τ' ομολογήσεις, τι να καταραστείς, ποιόν να κατηγορήσεις; Κι ήτανε τόσο σπλαχνικό τ' αγόρι μου! έκλαιγ' η Λέλα. Καθόμουν στην τηλεόραση τα βράδια κι έρχονταν και μ' αγκάλιαζε. Σαν πήγε ταξίδι στο εξωτερικό, για τον εαυτό του μήτε καρφίτσα, σε μένα πόσα έφερε!! Το καλό, το λογικό μου παιδί, τι μαχαίρι μούχωσε στην καρδιά μου. Πήγα να πεθάνω. Κι εκείνος έλεγε.
-Αλλάξαν οι καιροί πια, μάννα.

Μανάδες χαροκαμένες απ' τον πόλεμο, την ξενιτιά, τη θάλασσα, την κοινωνία. Τι έφταιξε κι έτσι αναπάντεχα φτεροκοπούν μέσα απ' την αγκαλιά τα σπλάχνα μας. Αλ­λοι μου λεν, ήσουν πολύ καταπιεστική. 'Ησουν πολύ ελα­στική, μου λένε άλλοι. Ημουν; δεν ήμουν; Δεν ξέρω τι να πω. Μόχθησα μια ζωή να τ'αναστήσω. Τι ιστορίες, τι παιχνίδια, τι καραγκιοζιλίκια, η κάθε του μπουκιά. Κι έπειτα οι αρρώστιες; Τι βραχνάς! Να ξαγρυπνάς ολονυ­χτίς στο προσκεφάλι του μπας κι άλλαξ' η ανάσα του, μην έβηξε, μη κλάψει. 
Και το σχολειό. Τι έγνοια! Ακόμη να διαβάσεις; Τόσες ώρες με το βιβλίο στο χέρι; Πού πας; Για μπάλα. Τι αγωνίες τα μαθήματα! Κάπου να μπει, σε μια σχολή, μια θεσούλα να βρεθεί να βολευτούμε. Μετρημένα πεντάρα πεντάρα τα λεφτά, μετρημένες κι οι μπουκιές μας. 
Και τώρα που φάνηκε πως όλα πάνε καλά, νάρθει αυτό δίχως αφορμή κι αιτία... Του απαγόρεψα να πάει πουθενά, να βρει τους φίλους ή τις φίλες του; Κάποια θα τον σπιτώσει, θα τον φροντίσει, θα μου τον πάρει, θα τον τυλίξει...Είναι παιδί ακόμη άβγαλτο, καμώνεται πως ξέρει τη ζωή. Σα γύρναγε απ' τη δουλειά ή το ξενύχτι τον πρόσμενα ολόρθη με αγωνία, έτοιμο το φαί ζεστό, να του σερβίρω, να του φέρω το νερό και το ψωμί, να του φορέσω τις παντού­φλες. 
Θα του λείψουν όλα τούτα. Καμιά μοντέρνα κοπελιά δε θα τα κάνει. Πόσα πουκάμισα σιδέρωνα κείνα τα καλοκαίρια, που ίδρωνε τόσο πολύ. Τσουρουφλιζόμουν να τα σιδερώσω.
=Αμάν αγόρι μου, φόρα και κάνα μπλουζάκι, που να μη θέλει σίδερο!!
Αυτός γελούσε κι ούτε που άκουγε. Και τώρα... Και γιατί; Επειδή μου ξέφυγε να πω «αχάριστε» σηκώθηκε να φύγει... Κι ο κόσμος τώρα τι θα πει; Ποιος ξέρει τι γίνεται σ'αυτό το σπίτι; Ρημαδιό το κάναμε, σκορποχώρι. Τι μας δένει λοιπόν; Μένουμε μαζί μόνο από συμφέρον; Όχι ξέρω, μου τόπε, μ' αγαπά. Πρόσμενα να τον δω γαμπρό να βγαί­νει απ'το πατρικό του, όπως έκανε ο πατέρας του, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι με αρχές. Υπάρχουν συνήθειες κι αισθήματα... Κι αυτός τα γκρέμισε με μιας για μιαν άστο­χη λέξη... Να το μελέταγε παλιότερα!, να το περίμενα... Μα ήλθε ξαφνικά σα μπόρα και θάνατος. Κι απόμειναν τα χέρια μου αδειανά να μουλιάζουν στη βροχή και το κρύο.
Καημένη Λέλα, που σε μακάριζα συλλογιζόταν η Ελέ­νη. Καημένη μάνα μου, που σε υποτιμούσα. Πόσο όμοιες μοιάζουμε οι γυναίκες μπροστά στα παιδιά που φέρνουμε στο φως... Τάχατες γω θα πονώ όμοια για τα παιδιά που θ' αποχτήσω; Θα τ' αγαπάω όσο Εκείνον; Τώρα νομίζω πως τίποτε, ποτέ κανένα δε θ'αγαπήσω σαν τον Απόστο­λο. Είμαστε δεμένοι πέρα απ 'τη σάρκα, πάνω απ 'το αίμα. Είμαστε ένα... Το παιδί... Το παιδί είναι κάτι άλλο. Παίρ­νει, παίρνει ότι του δίνεις. Κάποτε πετά. Εγώ κι ο Αποστό­λης δίνουμε και παίρνουμε συνέχεια. Τούτη η αγάπη σίγου­ρα δε θα σβήσει ποτέ.
Τον Αποστόλη τον έβλεπε τόσο αραιά. Ήταν φαντά­ρος στα σύνορα. Λάβαινε γράμματά του ταχτικά σε όνομα κάποιου φίλου του, που της τάστελνε με τον ΙΙερικλή. Γράμματα γεμάτα πόνο κι ελπίδα. Τα όνειρά του τόσο καθαρά. Τι όμορφος φάνταζε ο κόσμος με τα δικά του μάτια. Η Ελένη τον παρακολουθούσε με στοργή. Δε συμ­μεριζόταν τους ενθουσιασμούς του. Φοβόταν στο βάθος ,φοβόταν πιο πολύ τους ανθρώπους παρά τους αγαπούσε. Πίστευε πως δεν αξίζει τον κόπο να παλεύεις γιαυτούς στο τέλος θα σε σταυρώσουν. Παραξενεμένη έβλεπε κείνον που, αν κι ήξερε πως ίσως στη γωνιά πρόσμενε η απογοήτευση, ποτέ δεν έχανε το χαμόγελο του την πίστη του σ' ένα καλύτερο αύριο.
Θυμόταν σαν πρωτοξάπλωσαν μαζί στο κρεββάτι της Λέλας και τα σεντόνια κάτασπρα ευωδίαζαν λεβάντα κι η καρδιά της Ελένης πετάριζε σαν το πουλί στη ξώβεργα. Βρέθηκε σ' απέραντους γαλάζιους ουρανούς μακρυά από τόπο και χρόνο. Τον γνώριζε αυτό τον άντρα προτού να τον αγγίξει προτού να τον γευτεί. Τον έζησε στα όνειρά της . προτού να γεννηθεί. Το κορμί του ανάσαινε ευωδιά. Τον γνώριζε και με κλειστά τα μάτια. Τον αγάπαγε προτού να τον γνωρίσει. Τα όνειρά του γεμάτα ήλιο κι ομορφιά φώτι­ζαν και ζέσταιναν την ψυχή της. Της διηγόταν ιστορίες απ' τη ζωή του. Πλούτιζε απ' τις εμπειρίες του, τον κατα­λάβαινε.

Πόσα δεν έλεγαν οι δυό τους στη σκοτεινή μυρωδάτη κάμαρα. Οι ίσκιοι της ζωής του πρόβαλαν ολοφάνεροι εμ­πρός της.
Θυμόταν τότε που μόλις είχε πρωτοαποκτήσει το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει με την άσπρη μπλούζα του πάντα πεντακάθαρη και τ' ακουστικά να κρέμονται στην τσέπη ή το λαιμό, έτσι που να φαίνονται, έτσι για να τον ξεχωρίζουν. Ο αυριανός γιατρός. Τι περηφάνια!! Θαρρείς κι όλη η ετοιμοθάνατη ανθρωπότητα περίμενε με κολημέ­νη ανάσα γιαυτόν! Λες κι οι βρωμεροί θάλαμοι τον φώναζαν με τ' όνομά του. 
Πότε επιτέλους θάρθεις; Παρηγοριά ζητάμε, κατανόηση, ίσως κι ελπίδα. Βέβαια οι έλληνες στα νοσοκομεία όλους τους άντρες με άσπρες μπλούζες για­τρούς τους φωνάζουν κι όλες τις γυναίκες αδελφές.  Όμως ένοιωθε αμήχανα και φοβόταν πως η απειρία του θα πρόδι­νε την εμπιστοσύνη, που έδειχναν τα κουρασμένα μάτια κάθε που σοβαρός σοβαρός τους έπαιρνε ιστορικό. 
Ξενυ­χτούσε στις εφημερίες κάνοντας ενέσεις, παίρνοντας αίμα, ράβοντας τραύματα, εξετάζοντας αρρώστους, αποχτών­τας εμπειρίες. Η ψυχή του στεγνό σφουγγάρι ρουφούσε εντυπώσεις, πόνο, δάκρυ, αίμα. Δούλευε αφιλοκερδώς έτσι, για νάναι κοντά στην επιστήμη που αγαπούσε, κοντά στον άνθρωπο που πονούσε.
Μια ολονύχτια εφημερία και στο πιο μικρό νοσοκομείο σε ξεχειλίζει εντυπώσεις κι εμπειρίες. Σου ανοίγει άξαφνα ένα παράθυρο και σε μπάζει από κει στη ζωή την αληθινή ζωή με όλη της την ωμότητα. Ολα τ' ανθρώπινα βάσανα περνούν μπροστά σου γυμνά από κάθε προσποίηση. Γυναί­κες υστερικές με όλα τους τα όνειρα προδομένα, μεθυσμέ­νοι, μαχαιρωμένοι του λιμανιού, πόρνες κι αλήτες, άρχοντες που γλυστρήσαν στη χρυσαφιά μπανιέρα τους και -τέτοιαν ώρα δε βρίσκαν το γιατρό της τάξης τους-, τροχαία με νεκρούς και τραυματίες, δηλητηριάσεις, παιδάκια καμένα, χτυπημένα απ' ατυχήματα ή το σωφρονισμό των γονιών τους, γυναίκες έγκυες, που χάνουν τα παιδιά προτού να τα γεννήσουν, κορίτσια από τ' αναμορφωτήριο, που γεννούν παιδιά, που δεν τα θέλησαν, όλα τα παράξενα και τα πολύ­παθα της ανθρώπινης ράτσας. 
Και οι πρώτες εντυπώσεις δίνουν μαχαιριές ίσαμε το κόκκαλο. Ο θάνατος... Ποιο ς μπορεί να πει πως συμβιβάστηκε στ' αλήθεια στην ιδέα του; Κι ο θάνατος παραμονεύει στην πόρτα κάθε νοσοκομείου μ' ένα χαμόγελο σαρδώνειο στ' άσαρκά του χείλια. ΙΙεργελά την επιστήμη, περγελά τις δήθεν θριαμβευτικές της νίκες. Είναι τόσο προσωρινές... Μια μικρή πίστωση χρόνου. Τελικά αυτός θάναι ο παντοτινός νικητής. Ο Απο­στόλης επαναστατούσε στην αδικία του θανάτου και πά­λευε, ο άφρονας, με νύχια και με δόντια να κρατήσει τη ζωή, όπου ήταν βολετό. Σ ένα τόσο μικρό νοσοκομείο με τόσο λίγο προσωπικό και τόσο ανεπαρκή εφόδια η φτωχή βοήθειά του ήταν ανεκτίμητη!
Θυμάμαι μια φορά, της έλεγε, έξι ολόκληρες ώρες κάθι­σα πάνω από έναν άρρωστο, που πέθαινε ,κάνοντας τεχνητή αναπνοή. Δεν υπήρχαν βλέπεις μηχανήματα. Κάθε φορά που τα χέρια μου γέμιζαν τα πνευμόνια του άρρωστου ετοιμοθάνατου, ένοιωθα πως νικάει η ζωή μέσα απ 'τα δικά μου χέρια. Κι όταν στο τέλος ο άρρωστος, σαν από θάμα, απόχτησε δική του αναπνοή και σώθηκε, θαρρείς και τρα­γουδούσε όλη η πλάση, θαρρείς και πλημμύρισε με ανοιξιά­τικη πνοή το θλιβερό γέρικο δωμάτιο του νοσοκομείου με τα σιδερένια κρεβάτια, που βρωμούσαν μπόχα κι ιδρώτα μελλοθανάτων.
Θυμάμαι κάποιο άλλο βράδυ έναν μεθυσμένο πώς έβρι­ζε στο διάδρομο.
-Μάλιστα φίλε μου, οι πιο πολλοί γιατροί είναι διε­φθαρμένοι και διεφθαρμένοι φώναζε. Δε φταίνε κι αυτοί, αναγκάζονται. Ζούγκλα η ζωή. Αν δεν τους φας θα σε φάνε.
Αμπελοφιλοσοφίες; Ποιο
ς τόπε; Όχι κύριε. Αλήθειες. Μ' ακούς διεφθαρμένε γιατρουδάκο; Μ' ακούτε όλοι σας. Διεφθαρμένοι. Λίγο-λίγο, σιγά-σιγά δεν το καταλαβαί­νεις. Θες λεφτά. Θες δόξα θες να γίνεις Θεός... Χα χα χα γελούσε τρανταχτά.
Εγώ τρόμαζα. Ο γιατρός απ' το ιατρείο τον άκουγε αδιάφορα. Νύσταζε τόσο.
Πώς να βγάλεις μόνος σου ολόκληρη εφημερία και νάχεις και κάτι τύπους σαν το μπάρμπα να σε βασανίζουν δίχως λόγο; μου ψιθύρισε. Ήταν νέος και συμπαθητικός. Καθόλου απότομος κι ευγενικός. Τον θαύμαζα.
-Σώπα μπάρμπα, νοσοκομείο είναι, τούπε ο νοσοκό­μος, ένας τύπος μουστακαλής, άσσος μεσίτης για τα γρα­φεία κηδειών. Ποιος ξέρει πόσα θα κονόμαγε από τούτη τη μακάβρια δουλειά!
-Άκου που σου λέω αγρίεψε ο μεθυσμένος. Εμένα που με βλέπεις ξέρεις τι ήμουν εγώ; Αν θες να ξέρεις δηλαδή, σπούδασα κάποτε κι εγώ. Ήθελα να γίνω και ψυχίατρος, μάλιστα να, και τράβηξε δυο μούντζες σταυρω­τές στη φάτσα του. Μα σώθηκα... Το λοιπόν τι λέγαμε; Α ναι διεφθαρμένοι όλοι τους, ποιος λίγο, ποιος πολύ. Εγώ πάντως γλίτωσα, το κατάλαβα και γλίτωσα.
-Φέρτον μέσα, είπε νυσταγμένα ο γιατρός. Κάντου μια ένεση, αδελφή.
-Δε θέλω ένεση αγρίεψε αυτός. Τ' ακούς παιδάριο; Δε θέλω ένεση. Πίνω για να μεθύσω. Δε θα με ξεμεθύσεις εσύ.
Ο γιατρός πείσμωσε.
-Οτι θες θα κάνεις μπάρμπα; Εδώ είναι νοσοκομείο, δε μπορούμε να σ'ακούμε. Έχουμε κι αρρώστους.
-Κι εγώ άρρωστος είμαι... μούγκρισε ο γέρος.
-Ελα, μωρέ Απόστολε, κράτα τον. μου είπε η νοσοκό­μα. Εσύ μπάρμπα θες τρελάδικο. Κάτσε φρόνιμα, να σου κάνω την ένεση.
Ο γέρος κλωτσούσε άστοχα, πάλευε να ξεφύγει. Με χίλια ζόρια τον ακινητοποιήσαμε. Τούκανα την ένεση εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια. Τον βγάλαμε στο διάδρομο. Είχαν φέρει μια υστερικιά, έτρεμε σαν ψάρι και μούγκριζε.
-Αυτή τώρα, ξέρω τι της λείπει, μα τέλος πάντων, μου ψιθύρισε ο γιατρός.
-Τι συνέβη ρώτησε τον άντρα της;
-Τίποτε γιατρέ μου, τίποτε μα το Θεό. Έτσι την πιάνει.
-Τη στενοχωρήσατε;
-Μπα!! Εγώ πίνω νεράκι στ' όνομά της.
-Καλά, (σίγουρα!!) μου ψιθύρισε. Κάντης μια ένεση. Δε θα φάμε τη νύχτα με τρελούς.
-Γιατρέ, ψιθύρισε τότε ο άντρας της. ήταν τόσο λιγνός και λεπτοκαμωμένος σαν κορίτσι. Φοβάμαι πως πήρε κάτι χάπια, ίσως ήθελε ν'αυτοκτονήσει...
-Γιατί δεν το λες, ευλογημένε απ' την αρχή; φώναξα οργισμένος. Αγγελική το λάστιχο για πλύση.
-Για κάτσε ρε Αποστόλη, μου είπε ο γιατρός. Τώρα ποιος είναι ο γιατρός δω μέσα. Την πλησίασε. Ήταν μια μεγαλογυναίκα με πλούσιο στήθος, φαρδιές λεκάνες γύρω στα 30. Τη χαστούκισε, της ζούληξε το στήθος, τις ωοθή­κες. Αναστέναξε βαθιά 2-3 φορές κι άρχισε να κλαίει. Ο άντρας της στη γωνιά κοιτούσε. Είχαμε ξεχάσει να τον βγάλουμε έξω.
-Δε μου λες, της είπε σε λίγο. Τα πήρες τα χάπια;
Κοίταξε τον άντρα της στη γωνιά με τέτοιο μίσος.
-Ναι, είπε, σφίγγοντας τα χείλια.
-Το σωλήνα, μουρμούρισε ο γιατρός νυσταγμένα. Η νοσοκόμα βαριόταν, τούκανε νόημα «βρε δε βαριέσαι;» Το σωλήνα της φώναξε.
-Βγείτε έξω κύριε, είπε επιτέλους στο σύζυγο.
-Κράτα τη σφιχτά μου είπε. Απ' την άλλη την κρα­τούσε ο φορέας. Είναι περίεργο, τι σαδιστικές τάσεις είχε αυτός ο άνθρωπος. Πάντα χαιρόταν τις πλύσεις στομάχου. Κρατούσαμε σφιχτά τα χέρια της πίσω στις πλάτες, το κεφάλι ψηλά, ενώ ο γιατρός κατέβαζε το χοντρό σωλήνα ως το στομάχι της και το γέμιζε με ζεστό νερό. Όσο εκείνη έκανε εμετό, ψάχναμε μάταια να βρούμε στο περιεχόμενο του στομαχιού της κάτι που να θυμίζει φάρμακο.
-Τα πήρες στ' αλήθεια; τη ρώτησε τέλος άγρια. 
Κού­νησε το κεφάλι αρνητικά, ενώ ξερνοβόλαγε. Ο φορέας βλαστήμαγε.. Ο γιατρός τράβηξε το σωλήνα και τον πέταξε νευριασμένος και σωριάστηκε στο γραφείο.
-Ήταν μπροστά αυτός είπε κοιτώντας μας, σα να δικαιολογιόταν.
Κείνη την ώρα όρμησε η νοσοκόμα τρέχοντας.
-Ο γέρος, ο γέρος γιατρέ.
Βγήκαμε στο διάδρομο τρέχοντας. Ο γέρος ήταν κι όλας νεκρός. Μάταια προσπαθήσαμε να ξαναβάλουμε μπρος την καρδιά του.
-Θα πάει νεκροτομείο, είπε μελαγχολικά ο γιατρός.
Άδειασαν τις τσέπες του. 'Ενα στυλό, μια φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας μ' ένα μωρό στην αγκαλιά κι η ταυτότητα.
"Πέτρος Κελεπής Ιατρός."
Στο νυσταγμένο μου μυαλό αμυδρά φώτισε η μνήμη κάποιες πανεπιστημιακές σελίδες «σύμφωνα με τις μελέ­τες του διακεκριμένου κου Κελεπή». Κοίταξα το γιατρό. Θάκανε την ίδια σκέψη γιατί κοιτούσε θλιμένα τα παπού­τσια του, σα νάθελε να μου κρυφτεί. 
Δε μάθαμε ποτέ κάτι απ' τη ζωή του. Η κόρη του αυτή που ήταν στη φωτογραφία δεν ήλθε απ'την Αμερική για να τον θάψει. Ευτυχώς ο Ιατρικός Σύλλογος σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάνει για ένα τόσο λαμπρό συνάδελφο κι ανάλαβε τα έξοδα μιας πρόχειρης κηδείας, ένα στεφάνι, κάποιον επικήδειο. Δεν ορκίζομαι, μα φοβάμαι, πως ο φορέας μας κι εδώ πήρε τα ποσοστά του. Ο ιατροδικαστής είπε πως πέθανε από έμ­φραγμα του μυοκαρδίου.Πάντως ο φίλος μου, ο γιατρός, δεν ησύχασε από κάποιες τύψεις που βελόνιζαν την καρδιά του. ΙΙοιος ξέρει; Ίσως, δίχως την ένεση, που τόσο αρνιόταν, ίσως τώρα σε κάποιο ταβερνάκι νάπινε το κρασάκι του, ίσως ποιος ξέρει;
Αυτή η εμπειρία με συγκλόνισε Ελένη. Τι νάσπρωξε τέτοιον άνθρωπο σε τέτοιον κατήφορο; Η γιατρική σκο­τώνει. Καθημερινά οι γιατροί συνθηκολογούν. Και δεν το δέχομαι Ελένη. Αρνιέμαι εγώ να συνθηκολογήσω.
Κάπνιζε στο σκοτεινό δωμάτιο κι η λάμψη του τσιγά­ρου ήταν το μόνο φως. Κι όταν άναβε καινούργιο σπίρτο, πόσο άσπλαχνα φωτίζονταν οι άσπροι τοίχοι στα πρόσωπά τους.
Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, συνέχισε, σαν έφεραν κά­ποιο μωρό με φοβερή δύσπνοια. Παιδίατρος δεν υπήρχε. Ο μοναδικός του νοσοκομείου, ο διευθυντής, έλειπε με άδεια.
Πρέπει να πάει στο «Παίδων» είπε ο παθολόγος.
Μα θα πεθάνει φώναξε ο πατέρας.
Τούβαλαν τη συσκευή ανάπνευσε για λίγο το μικρό ηρέμησε, μα έπρεπε να φύγει για τ' άλλο το νοσοκομείο. Ο γιατρός ήθελε να βοηθήσει να δανείσει τη συσκευή μέχρι να πάει το μικρό στο άλλο νοσοκομείο μα ήταν κρατική περι­ουσία και ποιός μπορούσε να εγγυηθεί στο γιατρουδάκι πως τούτοι οι άνθρωποι σα θάκαναν τη δουλειά τους θα την ξανάφερναν πίσω; Με είδαν σαν τη σωτήρια λύση.
Θα πληρώσετε και το ταξί να τον φέρει πίσω το γιατρό είπε ο παθολόγος κι ο πατέρας συμφώνησε.
Μπήκαμε στο ταξί που άρχισε να σφυρίζει σαν τρελό και ν'ανοίγει δρόμο στ' αυτοκίνητα πούκαναν ουρά στις παραλίες. Κρατούσα τη συσκευή κι όλη μου η ζωή θαρρείς κρεμιόταν στην αναπνοή του μικρού αρρώστου. Έπρεπε να γλυτώσει. Ήταν τόσο μικρό ίσαμε τριών χρόνων. Θά­ταν άδικο να χαθεί τόσο νωρίς. Και τι πόνος γι·α τους γονιούς του! Αν ήταν δικό μου; Πώς θάνοιωθα αν ήταν δικό μου; 'Γα μαλλάκια ήταν μουσκεμένα στο μετωπάκι του.  Ήταν ασκημούλικο, μα κάθε παιδί ακόμη και το πιο άσχη­μο είναι συμπαθητικούλι. Είχε τα ματάκια του κλειστά κι άλλοτε έπαυε ν' αναπνέει τόσο που ένοιωθα και τη δική μου ανάσα να κόβεται απ'την τρομάρα κι άλλοτε ανάπνεε με βουλιμία και φωναχτά λες κι ήθελε να ρουφήξει όλο τ' Οξυ­γόνο που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Με τον πατέρα δεν άλλαξα ούτε μια κουβέντα. Εκείνος ίσως βιαζόταν. Το παιδί ήταν δικό του κι η αγωνία θάταν όλη δικιά του, όπως πίστευε. Κάποτε φθάσαμε στο "Παίδων». Πήγαν μέσα το παιδί κι έπειτα από λίγο βγήκε ο πατέρας, πλήρωσε το ταξί και καθώς μούδινε πίσω τη συσκευή μούχωσε στο χέρι ένα πενηντάρι.
Αυτό για σας μούπε ψυχρά σίγουρος πως έκανε ότι έπρεπε.
Ενοιωσα πως θ 'άνοιγε η γη να με καταπιεί, κοκκίνησα μα πριν προλάβω ν'αντιδράσω το ταξί ξεκίνησε βιαστικό το δρόμο της επιστροφής. Το πενηντάρι έκαιγε στη φούχτα μου. Τέτοια ντροπή για τα πρώτα μου λεφτά, τέτοια περιφρόνηση για τον ίδιο μου τον εαυτό. Θάθελα να το σχίσω να το πετάξω. "Ενα πενηντάρι. Τόσο τιμάται η ζωή στο κοινωνικό χρηματιστήριο, τόσο η προσφορά, η αγάπη. Κεί­νος ο άνθρωπος ήταν τόσο σίγουρος πως με ξεπλήρωσε και με το παραπάνω. Θάθελα να του πετάξω κατάμουτρα τα λεφτά να του φωνάξω πως το ενδιαφέρον κι φροντίδα για τη ζωή δεν εξαγοράζονται με χαρτονομίσματα. Μα το πενην­τάρι βρίσκονταν ακόμη στη χούφτα μου λες τίμημα της ίδιας μου της δειλίας. Κι όμως. Τι έφταιγε ο ευλογημένος ο χριστιανός; Έτσι τον είχαν μάθει. Πενηντάρι στο βοηθό, κατοστάρι στον επιμελητή, πεντακοσάρι στο διευθυντή, χιλιάρικο στον καθηγητή. Ίσως αυτός που φταίει, νάμαι εγώ.
Στη σχολή ξεκάθαρα το λένε: «Μη μπερδεύετε τα προ­σωπικά σας συναισθήματα με τις αρρώστιες. Πρέπει νάστε αμέτοχοι για να διατηρείτε ξεκάθαρη τη λογική σας».
Λυπάμαι Ελένη δε μπορώ να προσαρμοστώ. Δε μπορώ να βλέπω τους ανθρώπους σα χαρτονομίσματα, τον πόνο τους αιτία δικής μου ευτυχίας. Άλλοι μπορούν, προσαρ­μόζονται. Είν 'όλα τόσο απογοητευτικά, που καταθέτουν τα όπλα. Μα γω Ελένη τ'αποφάσισα, θα πάω να μείνω στην επαρχία. Εκεί ο κόσμος έχει ανάγκη, όχι από υπερειδικευμένους εγκεφάλους μα από ένα απλό γιατρό που να τους συμπαρασταθεί. Δε μπορώ να σου ζητήσω να μ ' ακολουθή­σεις. Η ζωή κει κάτω είναι δύσκολη, οι χειμώνες μακριοί και παγωμένοι. Τα χωριά ακόμη υποφέρουν. Θέλω να τ' ανακουφίσω και να τα ξυπνήσω. Θάρθεις μαζί μου Ελένη; Κει κάτω θάσαι πολύτιμη.
— Ναρθώ για σένα... Θέλω νάμαι δίπλα σου κάθε στι­γμή, το ξέρεις. Μα να προσφέρω τι; Δεν ξέρω τι θάχα να τους προσφέρω. Έρχομαι από άλλο κόσμο. Συ πρώτος τόπες. Μα δε φοβάμαι. Κρατώ σφιχτά τα όνειρά σου σαν το σχοινί της Αριάδνης. Δε θα δειλιάσω. Δε θα πισωγυρίσω. Πίσω μας έκλεισαν πια όλες οι πόρτες.
Ο Απόστολος την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. Το ίδιο κιόλας καλοκαίρι η δημοκρατία ξανάρθε στην Ελλάδα. Ο Απόστολος κι η Ελένη παντρεύτηκαν κι έφυγαν κυνη­γώντας τα όνειρά του.
Κι έπειτα ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα. Κάπως έτσι δεν τελειώνουν τα παραμύθια; Μα η ζωή δε φαίνεται να τελειώνει πουθενά. Γυρνά γυρνά ασταμάτητα. 
Και η ζωή της Ελένης βρέθηκε σε σκόρπια φύλλα μαθητικού τετράδιου πεταμένη στο αποθηκάκι του υπόγειου της πολυκατοι­κίας μας δίπλα στο λεβητοστάσιο του καλοριφέρ. Τα πον­τίκια είχαν φάει κάμποσα φύλλα.  Οτι κατάφερα να διακρί­νω το κατάγραψα. Πάλεψα να τα συναρμολογήσω μ' αγά­πη. Τούτα στάθηκαν η αρχή της ιστορίας μου.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης