Μνήμη Ηλία Σιμόπουλου

Ο Ηλίας Σιμόπουλος κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου 'Επί πτερύγων ανέμων¨ 1999
Ηλίας Σιμόπουλος
1913-2015
Η ελληνική λογοτεχνία στερήθηκε στις 30-8-2015 ένα σπουδαίο ποιητή κι αγωνιστή της Αριστεράς, τον Ηλία Σιμόπουλο.
Από μαθητής στο γυμνάσιο είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», την «Παιδική Χαρά» και άλλα έντυπα. Στο διάστημα 1934 - 1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας» (με μέλη τους: Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο, Μενέλαο Λουντέμη, κ.α) και σκηνοθέτης στο Εργατικό Θέατρο. 
Το καλοκαίρι του 1936 με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η λογοκρισία σταμάτησε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Εναγώνια». Αργότερα για την όλη δραστηριότητά του συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε, ενώ μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές στο σπίτι του κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο και τελικά  μετατάχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο 11ο σύνταγμα πεζικού σαν απλός στρατιώτης. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1946 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή. Όμως με τον εμφύλιο πόλεμο και τα γεγονότα που ακολούθησαν, διώχθηκαν όλα τα μέλη της οικογένειας του και για λόγους επιβίωσης υποχρεώθηκε, όχι μόνο να αναστείλει κάθε δραστηριότητα, αλλά να σταματήσει και κάθε δημοσίευση. Έτσι, μόλις το 1958 κυκλοφόρησε η κλασσική πια «Αρκαδική Ραψωδία». Υπήρξε πρόεδρος τόσο τους του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών όσο και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μέχρι το 1989.
Αγαπούσε πολύ την Αρκαδία και την ιδιαίτερη πατρίδα του (Καστανοχώρι)  και από τα τελευταία βιβλία του ήταν μια μελέτη για τις «Μορφές του Κραμποβού»
Τελευταίος καρπός της ποιητικής του συγκομιδής (2012), το βιβλίο «Ίμεροι» μια συλλογή ερωτικών! ποιημάτων, το πρώτο από τα οποία με τίτλο «Μνήμη και αγάπη» είναι αφιερωμένο στην πρόσφατα αποδημήσασα γυναίκα του, η οποία γλυκιά και δοτική, όπως ο ίδιος, στάθηκε μέχρι τέλους ιδανική σύντροφος.
   Διαβάζοντάς το πραγματικά μακάρισα αυτή τη γυναίκα, που όχι στην πυρά του πρώτου πάθους, αλλά μετά τόσα χρόνια συμβίωσης γίνεται αποδέκτης τέτοιων στίχων.
 «Σ’ ευχαριστώ. Μου χάρισες το πιο λαμπρό τοπίο του κόσμου. Την όμορφη διαδήλωση της άνοιξης στις παγερές λυκοποριές του ατέλειωτου χειμώνα… Σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες και τον εχθρό μου ν΄ αγαπώ. Όσο μπορείς να τραγουδάς, ποτέ δεν είσαι μόνος». 
   Είχα μελετήσει όλες τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές από την σημαντικότατη «Αρκαδική Ραψωδία» -βαριά από την οδύνη της άδικης εκτέλεσης του φίλου του Πολύβιου Ισαριώτη, που όμως καταγράφει ανάγλυφα τον καημό όλου του προδομένου ελληνικού λαού, από το μοιρολόι της μάνας μέχρι τις ρίζες των αρκαδικών μύθων και κυκλοφόρησε το 2011 σε Τρίτη επιμελημένη έκδοση από τις Αρκαδικές εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ- μέχρι τις ολόφωτες «Ράθυμες ώρες».
Από την παρουσίαση του βιβλίου μου "Ονείρου απατηλότερα "1996
Ο ΗΣ ήταν πάντα ο μαχητικός ποιητής, ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, που δεν απογοητεύεται παρά τις αδιάκοπες διαψεύσεις, που δεν αποστρατεύεται παρά το ξεπούλημα των αγώνων. Κυρίως όμως ήταν ο άνθρωπος της ελπίδας. Αν και δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για την απανθρωπιά του ανθρώπου επέμενε να πιστεύει ότι 
«ο άνθρωπος, αγάπη μου/ ποτίζει μέρα νύχτα/ με το αίμα του και τα δάκρυά του/ το δέντρο της ζωής..»
    Ο ΗΣ αξιώθηκε να ζήσει μια πλούσια μακρόχρονη ζωή και να βιώσει τις ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας επί έναν αιώνα σαν ενεργός πολίτης. Και είναι παρήγορο ειδικά τούτες τις δύσκολες ώρες να τον ακούμε ν’ ανασκαλεύει νηφάλια τις μνήμες ως εξής
 «Από τα βάθη του χρόνου/ αντιμετρώ/ το σκοτεινό παρελθόν/ Χρόνια πολέμων, εκτελέσεων/ θανάτων απ’ την πείνα/ βασανιστηρίων, εξευτελισμών/ Δεν ήμουνα γενναίος/ Όμως πάντα βρέθηκα / σ’ όλες τις μάχες στις προφυλακές/ Τα τραύματα που δέχθηκα/ το μαρτυρούν/ Τώρα στην ακηδία των ωρών/ παρήγορες οι μνήμες ολοζώντανες/ λαμπρύνουνε/ τις μέρες και τις νύχτες μου/
    Οι «Ίμεροι» έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σαν ποιήματα, επειδή δεν είναι τα συνήθη ερωτικά ποιήματα του πάθους, ή έστω της επιθυμίας πριν από την ολοκλήρωση μιας σχέσης, αλλά το αποστάλαγμα της μνήμης του έρωτα. Σε μιαν εποχή, που η τρίτη ηλικία λοιδωρείται σαν ανέραστη, ο ΗΣ αναδεικνύει τον έρωτα, που υπερβαίνει το θάνατο. «Ελεύθερο το άρωμα του έρωτα/ για μιαν ελεύθερη ζωή/ για έναν ωραίο θάνατο» γράφει.
  Ο έρωτας δεν έχει ημερομηνία λήξης, όπως πιστεύουν οι νέοι σήμερα, μας λέει:
 «Από νύχτα σε νύχτα/ τα βήματα μου/ ακολουθούν τη σκιά σου/ η ευτυχία δεν ξέρει ώρες/ από νύχτα σε νύχτα η αυγή/ ο ατέλειωτος έρωτας.»
    Η ζωή είναι αθάνατη διακηρύσσει:
 «Ολόγυμνη όπως πρόβαλε/ με τη χλαμύδα της/ ξεκουμπωμένη από τον άνεμο/ τίποτε δεν εμποδίζει/ την περίπτυξη της λευκής σιωπής/ με τις αιμάτινες κηλίδες του λυκόφωτος/ Αντίξοοι άνεμοι ριπίζουν/ τα ρυτιδωμένα πρόσωπα/ στον ξεριζωμένο ουρανό/ Όμως ο πόνος δεν είναι πόνος/ παρά έλξη καρδιάς/ που καθώς πάλλει απομακρύνονται/ τ’ αγκάθια που την τρυπούν/ Η ζωή είναι τόσο λίγη/ σαν όνειρο/ Η ζωή δεν τελειώνει/ ποτέ.»
Η δική σου ζωή πολυαγαπημένε δάσκαλε και ποιητή δεν θα τελειώσει ποτέ, όσο τα ποιήματά σου μας εκφράζουν.


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης