Πώς ζήσαμε την 21 Απριλίου 1967

 


Στην αρχή μας ήλθε σα μια ελπίδα, σα μια γιορτή. Έκλεισαν τα σχολειά νωρίτερα, πλησίαζε το Πάσχα, το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια εμβατήρια, οι δρόμοι έρμοι, παντού ησυχία, το τηλέφωνο μόνη παρηγοριά.

-Είστε όλοι καλά;
-Κι εμείς καλά.
-Μάθατε τίποτε;
-Για να δούμε... ότι πει το ραδιόφωνο!!
Δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτε. Φιλήσυχοι πολίτες είμαστε κι όμως ο πανικός μας πλάκωσε τα στήθια. Να μη μπορείς ούτε στη γειτόνισσα να πας! Και κάτι μακρινοί ήχοι. Νάτανε πιστολιές; Ευτυχώς που δεν ανακατευόμαστε με τα πολιτικά. Αυτό το τρελόπαιδο απέναντι, ο Παντελής, τάχατες τι να γίνεται; και δόστου τα εμβατήρια να λαλούνε, λες και πηγαίναμε για πόλεμο, τα ίδια εμβατήρια πούβαζαν και στις παρελάσεις, μόνο που τώρα δε μας έκαναν τα στήθια να φουσκώνουν από περηφάνια, γιατί κείνος ο κόμπος μας έσφιγγε το λαιμό.
Και ποιος τέλος πάντων είναι ο αρχηγός; Κι ο βασιλιάς; Γιατί δε φαίνεται ο βασιλιάς; Κι έπειτα ακούστηκαν κάποια ονόματα, άγνωστα ονόματα, άσημα μα ιστορικά και τόσες θριαμβολογίες για την αναίμακτη νίκη! Ο κόσμος στέναζε με ανακούφιση!!! Πάει κι αυτό! Βέβαια μας σφίγγουν τα ζωνάρια, μα -δε βαριέσαι- επιζήσαμε. Ίσως και για καλύτερα! Τόχαν παρατραβήξει πια κι αυτοί οι βουλευτές με τους χοντρούς μισθούς και τον τουπέ τους! Ίσως τούτοι εδώ να είναι καλύτεροι! Πάντως από τους Κουκουέδες σίγουρα είναι καλύτεροι. Τι να κάνει ο δύσμοιρος ο ρωμιός; Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα. Κουλουβάχατα. Κάθε πλατεία και τανκς, κάθε περβόλι και τανκς, τανκς που μπορούσαν να γκρεμίσουνε ολάκερη την πόλη. Και δίπλα, η ελληνική λεβεντιά, κάτι φανταράκια λερά κι αξούριστα, δυο πιθαμές μπόι, που κοίταζαν βλοσυρά τον κόσμο που τους χάζευε για αξιοθέατα. Φοβόντουσαν τάχατες τα φανταράκια τον κοσμάκη που θάμαζε με τρόμο τα σιδερένια τέρατα, τους υπερασπιστές της τιμής της χώρας; Τάχατες αναλογίζονταν τι γύρευαν τα τανκς στο Σύνταγμα, κάτω από τον Άγνωστο στρατιώτη, απέναντι στον Παρθενώνα; Ποιον ήθελαν να πολεμήσουν;
Ο στρατός είναι από τη φύση του παράλογος γιατί εξυπηρετεί μια παράλογη σκοπιμότητα. Τι λογικό υπάρχει τάχατες στον πόλεμο; Στο στρατό υπακούουν σε διαταγές, που δε μπορούν να ελέγξουν. Είναι όλοι πιόνια. Η καταστροφική εμπειρία της ανθρωπότητας δίδαξε πως έτσι μόνο κερδίζονται οι μάχες. Με πειθαρχία και τυφλή υπακοή. Αλλιώτικα ποιος τρελάθηκε να πάει να σκοτωθεί για τα συμφέροντα κάποιου τρίτου; Αλίμονο αν στον πόλεμο λειτουργεί ο άνθρωπος σα λογικό πλάσμα. Τότε δε θα υπήρχε πόλεμος, δε θα υπήρχε στρατός, δε θα υπήρχε ούτε επανάσταση της 21 Απριλίου.
Η μέχρι τότε εμπειρία μου για τις δικτατορίες εξαντλιόταν σε κάτι μισόλογα για το Μεταξά και τα βασανιστήρια πούκανε στους πολιτικούς κρατούμενους, πράγματα που φυσικά αρνιόμουν να πιστέψω πως γινήκανε επί πρωθυπουργίας του θρυλικού πρωθυπουργού του ηρωικού μας ΟΧΙ, του μόνου πρωθυπουργού, που άκουσα ν' αναφέρεται με τ' όνομά του στα μαθητικά μου χρόνια. Πραγματικά. Η Ιστορία της Ελλάδας στα σχολικά εγχειρίδια τέλειωνε με την άφιξη του Όθωνα και της Αμαλίας, αν και το κεφάλαιο Καποδίστριας ήταν σύντομο και θολό. Οι πρωθυπουργοί ήταν πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή λίγο πολύ παράνομα για κρατική εκπαίδευση. Όμως ο ηρωισμός και η γενναιότητα ήταν συνώνυμα με το Μεταξά, τον τελευταίο Λεωνίδα της φυλής. Κι αν στις 25 του Μάρτη ακούγαμε για τον Παλαιών Πατρών, τον Κολοκοτρώνη, τον Κανάρη και τον Καραΐσκάκη  κάθε 28 του Οκτώβρη ακούγαμε μόνο για το ΟΧΙ του Μεταξά. Κι έπειτα άντε να με πείσεις πως ΑΥΤΟΣ ο Μεταξάς τάιζε τους ανθρώπους ρετσινόλαδο κι έπειτα τους κάθιζε στις παγοκολόνες!
Και όμως και δίχως αποδείξεις ο φόβος κυκλοπετούσε ολούθε μας. Λες και είχε πέσει καταχνιά. Πηγαίναμε στο σινεμά. Πρώτα πρώτα το τραγούδι 21 Απρίλη. Δε μπορούσες να διαβάσεις ότι θες, να τραγουδήσεις ότι θες, να μιλήσεις όπως θες. Τραγούδια μέχρι χθες αγαπητά πέρασαν στην παρανομία. Μια καθηγήτρια δε χώνευε μιαν άλλη και την κάρφωσε πως είχε δίσκους Θεοδωράκη και είδε κι έπαθε η γυναίκα να πείσει τον αστυνόμο για την εθνικοφροσύνη της! Θάπρεπε νάχαμε πεισθεί. Στο κάτω κάτω τι μας ένοιαζε ποιος σατανάς είναι πάνω από το κεφάλι μας; Μήπως όλοι τους ίδιοι δεν είναι;
Και όμως! Ο αγέρας μύριζε αλλιώτικα. Μύριζε μούχλα, ψοφίμι. Μα μεις κοιμόμαστε ήσυχοι, ώσπου ήλθε αυτός ο χαζοβασιλιάς να κάνει λέει πραξικόπημα κι αυτός, ελπίζοντας να μας βγάλει από το ραχάτι μας. Κι εμείς ακούγαμε απ΄ την τηλεόραση τα κατορθώματά του, μασώντας τσίχλες και πασατέμπο, χουζουρεμένοι τη γαλήνη μας. Χαρά στο βασιλιά, που τον έπιασαν στον ύπνο και του πήραν την εξουσία μέσα απ' τα χέρια ποιοι; μια φούχτα συνταγματάρχες! Δεν έπρεπε να φερθεί έτσι, τέτοιος λεβεντονιός, με τέτοιο παράστημα, τέτοιο στυλ! Κι αυτή η γλυκιά του γυναικούλα, που μας ήλθε κι άπροικη, δεν πάλευε λιγάκι να του βάλει μυαλό; Μα την άφηνε, βλέπεις, η στρίγγλα η πεθερά της; Αν δεν ήταν αυτή η γριά σκρόφα, ο Κωνσταντίνος μπορεί και νάπαιρνε την Πόλη. Εξαδάχτυλος ήτανε, τ' όνομα το είχε, ολυμπιονίκης ήτανε, έδειχνε συμπαθητικός, έστω και αν δεν ήξερα ν' αρθρώσει δυο λέξεις σωστές στα ελληνικά. Μα τώρα πάει! Πέταξε το πουλάκι! Θρονιάστηκε στ' ανάκτορα ο αντιβασιλέας Ζωιτάκης κι η αντιβασίλισσα Παγώνα κι έκαναν κάτι υπέροχες μοιρασιές στα σερβίτσια και τις κλινοστρωμνές των βασιλιάδων! Τι να κάνουμε; Είναι στο αίμα μας. Όλοι τιμάμε το ρηθέν “Ποιος έχει μέλι στα δάχτυλά του και δεν το γλύφει;” Τόσα χρόνια μασούσαν οι πολιτικοί, τώρα οι στρατιωτικοί! Χαλάλι τους, αρκεί νάχουμε την ησυχία μας και το καθημερινό μας.
Έλα όμως που και αυτό το καθημερινό έγινε σιγά σιγά δυσεύρετο. Με το παραμικρό αεράκι ανησυχίας ο κόσμος έπεφτε στα σούπερ μάρκετ και τα μπακάλικα και τ' άδειαζε μέχρι τα ψίχουλα. Βέβαια οι έμποροι πανηγύριζαν. Πουλούσαν κονσέρβες 50 χρόνων, μοσχάρια κατεψυγμένα για φρέσκα, μα τι να τα κάνεις τα λεφτά, έτσι που η δραχμή ξεφτιλίζεται μέρα με τη μέρα; Πάντως ευτυχώς η ηρεμία κι η γαλήνη υπάρχουν κι έτσι έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο! Η ασφάλεια κάνει περίφημα τη δουλειά της. Έπιασε και τους βομβιστές αναρχικούς και το δολοφόνο Παναγούλη, που πήγε να τινάξει στον αέρα τον πατέρα του έθνους, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο! 
Αυτός μάλιστα! Ήταν γεννημένος πολιτικός, μιλούσε από στήθους και τόσο καθαρά, που όλοι έμεναν έκθαμβοι από θαυμασμό! Βέβαια δεν καταλάβαιναν όλο το βάθος των νοημάτων του, μα σίγουρα μιλούσε για σπουδαία πράγματα κι έτσι που σ' έπειθε να μη προβάλεις αντιρρήσεις. Ήταν κατηγορηματικός. Στην Ελλάδα όλα πάνε καλά, ήλθε κι η Coca Cola. Οι αγρότες πανευτυχείς αφ' ότου τους χαρίστηκαν τα δάνεια, οι μαθητές στα βιβλία τους, που τα παίρνουν ΔΩΡΕΑΝ ΤΗΣ ΕΘΝ. ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ. Οι εργάτες στα γιαπιά και τα εργοστάσια. Η Ελλάδα ευημερεί, είναι όαση γαλήνης κι ηρεμίας. Γιαυτό και τη φθονούν! Οι έλληνες θέλουν άρτον και θεάματα, κι όσο λιγόστευε ο άρτος, τόσο τα θεάματα γινόντουσαν πιο εντυπωσιακά. Από τη γιορτή της Πολεμικής Αρετής στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου έλαμπαν τα ουράνια με του αντιαρματικούς προβολείς, ως τις Απόκριες και την Πρωτομαγιά, κι απ' τις ελληνικές υπερπαραγωγές του σινεμά ως τον δακρύβρεκτο “Άγνωστο πόλεμο” στην τηλεόραση, η 21 Απριλίου με χίλια πρόσωπα πάλευε να μας πείσει για τη σκοπιμότητα της ύπαρξής της και τη νομιμότητα της παρουσίας της.
Ο Πειραιάς ήταν η καλύτερη βιτρίνα. Μ' ένα Σκυλίτση κι άφθονο χρήμα από την πιο βρώμικη πόλη της χώρας μεταμορφώθηκε στην πιο καθαρή, λες και πέρασε ο άσπρος σίφουνας! Στα σκουπιδιάρικα φύτρωσαν λουλούδια πλαστικά κι οι σκουπιδιαρέοι ντύθηκαν γαλατάδες. Κάθε εποχή ήταν ευκαιρία παράτας για τον Πειραιά. Τα Χριστούγεννα με τα πανάκριβα ξενόφερτα στολίδια, οι απόκριες με το Καρναβάλι, τ' άρματα και τις καλλίγαμπες μαζορέτες, το καλοκαίρι με τη γιορτή της θάλασσας και τα καλλιστεία και πάνω απ' όλα η επέτειος της 21 Απριλίου με το ομαδικό κουμπάριασμα του δημάρχου με τις άπορες δημότισσές του! Τόσοι γάμοι! Τι πανηγύρι και τι θέαμα! Η χαρά σου στο χάζι και το περιγέλιο του κοσμάκη και όλα αυτά για το ξεροκόμματο της ελεημοσύνης της Εθνικής μας Κυβέρνησης στις άπορες που προικοδοτούσε!
Κι από την άλλη πέθανε κι ο κακομοίρη ο γερο Παπανδρέου, καταπικραμένος και λησμονημένος, σα σύμβολο του “μηδένα προ του τέλους μακάριζε”. Στην κηδεία του μαζεύτηκαν κάμποσοι φανατικοί κι η νύφη του, λέει,- άκου αμερικάνικες κουζουλάδες!- αντί ν' ακολουθάει με την πλερέζα, σκαρφάλωσε στο φέρετρο -Θεός φυλάξοι- κι έκανε το σήμα της νίκης! Κάμε παιδιά να δεις καλό! Τόπε και το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση έδειξε και τη φωτογραφία της. Μα τι περιμένεις; Αμερικανοβουλγάρα δεν είναι;
Ο Αντρέας ήτανε διάσημος από τ' άλογα που θάβαζε να κατακτήσουν τη Θεσσαλονίκη για να διχοτομήσει την Ελλάδα, να κατέβουν οι Βούλγαροι κλπ κλπ, όλα τα τρομερά, που πρόλαβαν οι ηρωικοί αρχηγοί της 21 Απριλίου. Μοναδική αντίφαση στο ματοβαμμένο πορτραίτο του τρομερού ανθρωποφάγου, ένα βιβλιαράκι καλοφτιαγμένο, που κυκλοφόρησα στα σχολειά μας για τα 100 χρόνια του Γκρέκο και είχε την υπογραφή Ανδρέας Παπανδρέου. Μπορεί τάχατες ένας άνθρωπος που ασχολείται με τέτοια φροντίδα για τόσο ωραία πράγματα να σχεδιάζει να καταστρέψει την πατρίδα του; Παιδιάστικη αφέλεια!!
Υπήρξαν πράγματα που τα μαθαίναμε αργότερα, όπως τη δήλωση Σεφέρη ή που διατηρούσαμε μια συγκεχυμένη εικόνα στη σκέψη δίχως να μπορούμε να κρίνουμε καθαρά, όπως με τις δίκες των βομβιστών. Η αλήθεια είναι πως δε μας εξέφραζαν οι προσπάθειές τους. Πάντα το αίσθημα της φοβίας για οποιαδήποτε ανωμαλία μας κατέτρεχε ασταμάτητα. Δεν είχαμε ζήσει πολέμους κι ανωμαλίες για νάχουμε τέτοιο πανικό, μα φαίνεται πως οι γονιοί και οι παππούδες μας μετέφεραν τις συγκλονιστικές τους εμπειρίες στο υποσυνείδητό μας μετατρέποντάς μας σε φοβισμένα αγρίμια. Φοβόμαστε, μα δεν ξέραμε τι. Πηγαίναμε στο Πολυτεχνείο κι έπειτα σπίτι, κάνα θέατρο, κάνα σινεμά, πάντα με το φόβο να μας φυλάει. Ήλθε η κατάληψη της Νομικής μα ακόμη δεν την εγκρίναμε ολόψυχα. Ήλθαν και οι υποχρεωτικές στρατεύσεις. Άρχισε να φοβάσαι να πλησιάσεις το Πανεπιστήμιο, μόνο και μόνο γιατί είσαι φοιτητής! Σε σταματούσαν και αν έβλεπαν ταυτότητα φοιτητική μπορούσες νάχεις άγρια τραβήγματα. Μαθαίναμε πως σταματούσαν τις παραδόσεις για να συλλάβουν φοιτητές και οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι ένιπταν τα χέρια. Μαθαίναμε για τον Αλέκο, ένα τρελόπαιδο διάνοια, που ξημεροβραδιαζόταν στο Δημόκριτο γιατί είχε ψώνιο με την Πυρηνική Φυσική, πως τον σπάσανε στο ξύλο γιατί ανακατεύτηκε σε μια διαδήλωση. Είδαμε φοιτητές, που τελικά δεν ήταν φοιτητές, να συλλαμβάνουν συναδέλφους μας. Τα καρφιά δούλευαν συστηματικά. Μα τι παράξενο! Τώρα που οι φόβοι μας έπαιρναν σάρκα και οστά ο πανικός του φόβου μας ημέρευε. Η αλήθεια είναι πως όντας φοιτητές είχαμε ξεχάσει πια για ποιαν αφορμή αγωνιζόμαστε. Τώρα πια το συναίσθημα της σκλαβιάς ήταν ανυπόφορο. Αρνιόμασταν πια τις απαγορεύσεις, δεν αντέχαμε τον πανικό του ίδιου μας του φόβου.
Και όταν ήλθε το Πολυτεχνείο ξέραμε πια γιατί μισούσαμε τη δικτατορία. Και μαζί μας κι όλος ο κοσμάκης, που πετούσε τις σακούλες γεμάτες τρόφιμα από τα κάγκελα. Όλοι αυτοί ένοιωθαν την κατάσταση να τους πνίγει μα ήταν δειλοί για να πολεμήσουν κι έσπρωχναν μια φούχτα τρελόπαιδα να παλέψει για ένα ολόκληρο λαό. Όλοι στα ΙΧ, στα λεωφορεία γελούσαν, άλλοι φανερά κι άλλοι κάτω απ' τα μουστάκια τους, όταν μουτζουρώναμε τις λαμαρίνες με συνθήματα κατά της Χούντας και κατά της αμερικάνικης καταδυνάστευσης.
ΔΕΝ ΠΕΡΝΑ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ
ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ
ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Το Πολυτεχνείο! Ειπώθηκαν τόσα για το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο για τη γενιά μας ήταν το ξύπνημα της πολιτικής μας συνείδησης, ο πρώτος πετεινός στο βαθύ σκοτάδι, κάτι σαν το Θούριο του Ρήγα “Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στα στενά;...καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή!”

Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Αλίμονο στον άπατρι»
https://mariasot.blogspot.com/2013/04/blog-post_7.html

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης