Ανακαλύπτοντας ξανά τη Σαντορίνη μου


 Φέτος δέχθηκα  για τη γιορτή μητέρας ένα καθυστερημένο δώρο από το γιο μου. Κρουαζιέρα με καταμαράν από τη Βλυχάδα στη Θηρασιά με την εταιρεία Santorini Star.
 Όλο το πρωί έβρεχε, αλλά τελικά η Σαντορίνη μου έκανε τη χάρη και άνοιξε ζεστό χαμόγελο από το μεσημέρι. 

Είχα ταξιδέψει από παιδί πολλές φορές με τα καίκια στην αγκαλιά της Καλντέρας ή από Περίσσα σε Καμάρι, αλλά αυτή η εμπειρία ήταν κάτι το αλλιώτικο. Υπάρχει ένας ολόκληρος νέος κόσμος που δραστηριοποιείται σε αυτό τον τομέα με επιτυχία κι ένας νέος κόσμος ταξιδιωτών που μεταμορφώνει τον κόσμο μας. Στο πανέμορφο πεντακάθαρο πλοίο μπήκαμε γυμνοπόδαροι και χωρίς μάσκες ένα ζευγάρι νέων Ρώσσων και ένα ζευγάρι νέων Γάλλων (όλοι δούλευαν σε πολυεθνικές) και το εξυπηρετικό πλήρωμα  αποτελούσαν ο νεαρός καπετάνιος (συνεπώνυμος Ακρωτηριανός), ο Άλεξ Αλβανικής καταγωγής γεννημένος στην Ελλάδα και σπουδασμένος  -όπως αποδείχθηκε- στην ίδια σχολή με την Γαλλίδα επιβάτισσα και η Μαριλία Πολωνέζα στην καταγωγή, που όπως ήδη μένει τέσσερα χρόνια στο νησί μας. Και οι δυο μιλούσαν ελληνικά σαν Έλληνες και αγγλικά σαν Αμερικάνοι και εκτελούσαν με επιτυχία και χρέη ξεναγού μεταφέροντας λίγες αλλά σωστές πληροφορίες για τα μέρη, που προσπερνούσαμε. Τα αγγλικά έχουν γίνει πλέον το υπόστρωμα της διεθνούς επικοινωνίας και αυτό έμαθαν να το αποδέχονται τόσο οι συνήθως γλωσσοεθνικιστές Γάλλοι όσο και οι διαρκώς επεκτεινόμενοι Ρώσσοι. Επειδή ο κόσμος είναι τελικά μικρός και τα νήματα συχνά μπερδεύονται η Γαλλίδα λεγόταν Γούναρη, επειδή ο πατέρας της είχε γεννηθεί στη Σμύρνη και η εμπορική τους οικογένεια είχε μεταναστεύσει στη Γαλλία κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, η μητέρα μου είχε γεννηθεί στο Παρίσι, και ο πατέρας μου στην τότε Ρωσική Οδησσό απ’ όπου έφυγε κατά την Οκτωβριανή επανάσταση. Μου φάνηκε για ακόμη μια φορά, ότι τούτο το νησί έχει διάθεση κοσμοπολίτικη από γεννησιμιού του και ότι η θάλασσα δεν είναι το σύνορο, αλλά ο ανοικτός μας ορίζοντας.


Η Βλυχάδα σήμερα είναι αφετηρία γιορτινής εξόρμησης για λογής λογής πλεούμενα. Δεν είχα ξαναδεί αυτή τη Νότια πλευρά της Σαντορίνης από την θάλασσα, παρ’ ότι κολυμπώ συχνά σε πολλές από τις σχετικά παρθένες παραλίες του. Στάθηκε αποκάλυψη για μένα το ότι υπάρχουν βράχοι με ελαφρόπετρα βεραμάν (κάτι ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο) και ότι τα χρώματα των βράχων θαρρείς ότι μεταμορφώνονται ώρα την ώρα, στιγμή στη στιγμή. Φυσικά και σταματήσαμε να φωτογραφήσουμε την πάντα γοητευτικά επικίνδυνη Κόκκινη παραλία, αλλά βουτήξαμε για πρώτη φορά μεσοπέλαγα στα Μέσα Πηγάδια και ποτέ δε φανταζόμουν πόσα μεγάλα γαλαζωπά ψάρια δελεασμένα από λίγα ψίχουλα θα ερχόντουσαν να κολυμπήσουν πλάι μου. Είχα ζήσει παρόμοια εμπειρία στα θερμά νερά της Ταϊλάνδης, αλλά εδώ όλα τυλίγονται με μυστηριακή σοβαρότητα. Το νερό πεντακάθαρο και δροσερό, ο ήλιος λαμπρός και τα πολύχρωμα βράχια κάθετα να ριζώνουν στο απέραντο γαλάζιο. 




Με μια φέτα πεπόνι ή ένα ποτήρι ποτό στο χέρι  περιπλεύσαμε το Φάρο νωχελικά ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, και η αγκαλιά της Καλντέρας άνοιξε, το Ασπρονήσι μας κούνησε μαντήλι, καθώς βιαστικές οι Καμένες μας καλούσαν. Είχα σχεδόν μισόν αιώνα να επισκεφθώ τον όρμο του Αη Νικόλα στην Παλιά Καμένη. Όταν ήμουν παιδί κάθε καλοκαίρι καθ’ οδόν προς τη Θηρασιά με το καίκι σταματούσαμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο ξωκλήσι, αγλίζοντας νερό από τη στέρνα, και από κει συχνά διοργανώναμε εκδρομές -λειτουργίες γεμάτες διηγήσεις για τα σκληρά χρόνια της Κατοχής, που τα θαλασσοπούλια έγιναν βρώσιμα, και για τα θαύματα του Ηφαιστείου με το νερό που βράζει σε κάποιες γωνιές (που μάταια αναζητούσα) και για τον κρυφό όρμο της Νέας Καμένης πριν από την τελευταία έκρηξη που έμπαιναν τα καίκια και γινόταν αυτόματο καθάρισμα στην καρίνα τους. 





Τώρα έμαθα ότι ένας ερημίτης ζει μόνιμα δίπλα στο ξωκλήσι, ενώ οι επισκέπτες κολυμπούν στα θολά νερά με την πορφυρή υλή σε αναζήτηση ζεστού ρεύματος από τα περίφημα Hot springs. Ήταν υπέροχα (δε μπορείς αλλού στον κόσμο να κολυμπήσεις κυριολεκτικά ανάμεσα στα δόντια ενός τρομερού Ηφαιστείου) αλλά αναρωτιέμαι τι θα γίνεται το καλοκαίρι και πόσο διαφορετικά θα μοιάζουν όλα με την πολυκοσμία. Ήδη κάποιοι πατούσαν στα πορφυρά βράχια κι αποκολλούσαν τμήματα, που επέπλεαν σαν δυσοίωνοι ρύποι και το προσωπικό στο πλοίο μας περίμενε με το ντους ανά χείρας για να μη βάψουμε κίτρινη την απαστράπτουσα λευκή του επιφάνεια.



Ο ήλιος είχε δύσει στην περισσότερη περιοχή του Κόρφου καθώς φθάναμε στη Θηρασιά και δέσαμε στη γωνιά με τα πολύ βαθιά νερά. Θυμάμαι τότε που σαν παιδί χάζευα με το γυαλί πάνω στη βάρκα το βυθό στον Κόρφο και κάπου ξαφνικά όλα βαφόντουσαν βαθύ μπλε. Εκεί βούτηξα σε μακάρια γαλήνη εγκαταλείποντας κάθε έγνοια στην απεραντοσύνη της δικής μας θάλασσας, μέχρι που με άγγιξαν ευωδιές προερχόμενες από το σκάφος μας από τα φαγητά που ψήνονταν.  Τρία μπάνια σου ανοίγουν την όρεξη.



Γύρω από το φροντισμένο τραπέζι με τα φρεσκομαγειρεμένα νόστιμα φαγητά και λίγο κρασί, ο κόσμος μίκρυνε και γεφυρώθηκε. Έμαθα ότι το Παρίσι δεν είναι πόλη για να ζει κάποιος και ότι είναι πρόβλημα στην Πετρούπολη όταν κλείνει λόγω καιρού (τον περισσότερο χρόνο) η γέφυρα της πόλης και ότι πια είναι εύκολο να ταξιδέψεις χωρίς διατυπώσεις σε 3 ώρες στη Φινλανδία, είδα τον κόσμο να μεταμορφώνεται στη Γαλλία και τη Ρωσία μέσα από τα μάτια αυτών των παιδιών που θα μπορούσε να ήταν εγγόνια μου, άκουσα πώς μέσα από τις διηγήσεις των γονιών τους μαθαίνουν τις κοσμογονικές αλλαγές από την κατάρρευση της Σ. Ένωσης, όπως εμείς ακούγαμε για την Κατοχή. Μου έκανε εντύπωση η ιστορία που μου διηγήθηκε η Ρωσίδα συνταξιδιώτισσα για την ιερότητα του ψωμιού, το οποίο δεν πετάς ποτέ, αλλά μόνο το προσφέρεις σε άλλα πλάσματα. Μου είπε ότι στο σχολείο διδάσκονταν την ιστορία ενός κοριτσιού, που όλη της η οικογένεια είχε πεθάνει από την πείνα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένιγκραντ από τους Γερμανούς και ότι παντού υπήρχαν επιγραφές ότι «το φαγητό ΔΕΝ το πετάμε». Αυτή η διήγηση είναι ταυτόσημη με τις δικές μας διδαχές από τους γονείς μας, τη γενιά που επιβίωσε το λιμό της Κατοχής. Κι εγώ είχα διδαχθεί ότι το ψωμί και χάμω αν το δεις πεταμένο, το σηκώνεις, το προσκυνάς και το βάζει ψηλά για να το φάνε τα πουλάκια.



Επιστρέφοντας μαζί με καμιά δεκαριά άλλα πλεούμενα παραταχθήκαμε στ’ ανοικτά ανάμεσα στο Φάρο και τα Χριστιανά και περιμέναμε το όπως πάντα γοητευτικό θαλασσινό ηλιοβασίλεμα για να επιστρέψουμε ικανοποιημένοι στο λιμάνι.





Η Σαντορίνη μεταμορφώνεται πρωτεικά. Νιώθω περήφανη για την καταγωγή μου, αλλά πλέον έμαθα ότι τίποτε δε μας ανήκει. Ζούμε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η Σαντορίνη έχει βιώσει πολλούς κύκλους καταστροφής και δημιουργίας, γεωλογικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς. Σήμερα βιώνουμε μια πρωτοφανή για μας ανάπτυξη. Ίσως κάπως έτσι ένιωθαν και οι κάτοικοι του πολυτελούς και καλά οργανωμένου προιστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι, που σήμερα θαυμάζουμε τα θαμένα του ερείπια. Ίσως κάπως έτσι ένιωθαν κι οι κάτοικοι στην δωρική πόλη της Αρχαίας Θήρας, που ήταν τόσο προκομένοι, ώστε δημιούργησαν και πόλη εποικισμού στην Κυρήνη, ή οι άρχοντες που από το Σκάρο διαφέντευαν την περιοχή ή η γενιές των εμπόρων και επιτήδειων θαλασσοπόρων, που ακολούθησαν συμβάλλοντας στο 1821 στη λευτεριά της Ελλάδας. 


Σήμερα με τρομάζει η επιτεινόμενη αστικοποίηση του νησιού κι ο μαρασμός της άλλοτε πλουτοφόρου γεωργίας της. Δε με τρομάζει η δημογραφική αλλαγή. Η Σαντορίνη το έχει ξαναζήσει. Πλουτίζει από την πολυμορφία. Με πονά η συρρίκνωση των αμπελώνων και η εγκατάλειψη της καλλιεργήσιμης γης. Όμως τα συναισθήματα κάθε ανθρώπου και κάθε εποχής είναι ασήμαντα στη λαίλαπα της ιστορικής μεταμόρφωσης. Σήμερα παρακολουθούμε επιστημονικά το ηφαίστειο στο Κολούμπο κι ελπίζουμε όσο υπάρχουμε να μη ζήσουμε κοσμογονικές αλλαγές ή έστω ένα τεκτονικό σεισμό, όπως του 1956. Απολαμβάνουμε ανέμελα την γοητεία της κάθε στιγμής δρέποντας τους καρπούς του τουριστικού σύμπαντος. Η ομορφιά από τα κτίσματα και τις πισίνες, που ακροβατούν δίχως γερά θεμέλια στην άκρη της κίσσυρης στο φρύδι της Καλντέρας μεγενθύνεται με τη συναίσθηση του κινδύνου. Είμαστε εφήμερα πλάσματα. Κι εγώ τουλάχιστον ευγνωμονώ το θεό ή τη Μοίρα γιατί τόσες και τόσες αλλαγές έζησα σε τούτο το μαγικό νησί, που δεν παύει να με προκαλεί σε νέες οπτικές, νέους προορισμούς, νέα ταξίδια, δεν παύω να το ανακαλύπτω ξανά και ξανά, δεν παύει να με εκπλήσσει.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου




Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης