Το σπίτι της Παναγιάς

 

Όλοι πλέον έφυγαν. Ο παπα Λευτέρης στα νιάτα του, ο πατέρας μου Νίκος Αρβανίτης και ο Νικόλαος Ακύλας με την Παναγιά στην αγκαλιά τους

Το σπίτι που βρίσκεται απέναντι από την πόρτα της Παναγίας στο Μεγαλοχώρι το πρωτοθυμήθηκα ερείπιο. Μετά το σεισμό υπήρχαν μόνο οι κάναβες που είχε αγοράσει ο αείμνηστος Γιαννακόπουλος για να στεγάσει την πρώτη γεννήτρια που έφερε την ηλεκτροδότηση στο Μεγαλοχώρι. Βέβαια τότε το ηλεκτρικό ερχόταν μόνο για 2-3 ώρες τη νύχτα και ίσα που έφθανε να φωτίσει τους ελάχιστους λαμπτήρες των προνομιούχων σπιτιών. Και αν και τότε δεν το θεωρούσαμε σημαντικό ήταν η αφορμή όταν ήλθε η ΔΕΗ αναγκαστικά να γίνει το Μεγαλοχώρι το πρώτο χωριό που απέκτησε ηλεκτροδότηση και θυμάμαι καθαρά την περιφορά του Επιταφίου όπου οι μεγαλοχωριανοί καμάρωναν επειδή ο σήμερα φωτόλουστος τη Μ. Παρασκευή Πύργος, ήταν τότε σκοτεινός, όταν το χωριό μας είχε ήδη λαμπτήρες στους δρόμους.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντιπαλότητα των χωριών όπως και των συνοικιών ήταν καθεστώς. Εμείς λέγαμε ότι είμαστε καλύτεροι από τους Πυργιανούς, που ήταν ορατοί από παντού κι αρχοντοχώρι, γιατί είχαμε τους «μεγάλους» ανθρώπους (εξ ου και το όνομα μας). Ο πατέρας μου έλεγε ότι όταν ήταν παιδί  και υπήρχαν 3 ενορίες, η Παναγία, οι Αγιοι Ανάργυροι και η Ζωοδόχος, τσακωνόντουσαν οι Πανωχωριανοί με τους Κατωχωριανούς για τον καλύτερο Επιτάφιο ή τα περισσότερα βαρελότα. Και μέχρι τις δικές μας μέρες  στους γυναικωνίτες στην Παναγία είχαν πρόσβαση στον πάνω οι Πανωχωριανοί στον κάτω οι Κατωχωριανοί, ενώ από την κεντρική πύλη έμπαιναν μόνο οι άνδρες και κατ’ εξαίρεσιν οι ξενιτεμένοι οικογενειακά κατά τον πρώτο εκκλησιασμό..

Αργότερα ο αείμνηστος Νικόλαος Γιαννακόπουλος, που λάτρευε την Παναγία, στην οποία ιερουργούσε κάποτε ο πατέρας του, φρόντισε να χτίσει τα νέα δωμάτια στα οποία εγκαταστάθηκε ο παπα Λευτέρης με την πολύτεκνη οικογένειά του. Αυτό ικανοποιούσε τον παπα Λευτέρη Λειβαδάρο, γιατί η Παναγία ήταν ουσιαστικά το σπίτι του και όλη του η οικογένεια διακονούσε το ναό, ενώ το σπίτι του παπά ήταν για όλους ανοιχτό μέρα και νύχτα. Αρχικά στην κάναβα ο παπά Λευτέρης είχε εγκαταστήσει εργαστήριο ξυλουργικής κι εγώ τον παρακολουθούσα με θάμπος, γιατί σκεπτόμουν ότι και ο παπά ήταν όπως ο Χριστός που ήταν μαραγκός στο σπίτι του Ιωσήφ. Η παπαδιά Κατίνα κουρασμένη από την φασαρία του Ποταμού στα μπροστινά δωμάτια, αργότερα μετέτρεψε την κάναβα σε κουζίνα που τη βόλευε, γιατί ήταν και πιο δροσερή κι ευρύχωρη. Εκεί μέσα δοκίμασα τα νοστιμότερα Πορίχια του κόσμου, τα οποία μέχρι τότε στο σπίτι μου δεν δεχόμουν ούτε να μυρίσω. Στον ίδιο χώρο μου επέτρεψαν να δοκιμάσω να τσιμπήσω μελιτίνια σε μια ηλικία που δίκαια η μητέρα μου δε με εμπιστευόταν. Είπαν ότι τα έκανα καλά και «έχω χέρι» αλλά μάλλον σε δίπλες κατέληξαν. 

Το μπροστινό δωμάτιο ήταν το σαλόνι, σχεδόν πάντα κλειστό όπως συνηθιζόταν τότε, και σε αυτό μαζευόντουσαν για το κέρασμα ο δεσπότης και ο κλήρος στις επίσημες γιορτές, κυρίως της Παναγίας. 

Με την πρώτη ανάπτυξη του τουρισμού η Πλατεία έγινε τόπος ασύμβατος για κατοικία, ειδικά το καλοκαίρι, αφού τα μεγάφωνα των πρώτων εστιατορίων δούλευαν στη διαπασόν, η κοινή ησυχία ήταν όνειρο απατηλό, και η πλατεία σα χοάνη μεγάφωνου μέρα νύχτα ταλαιπωρούσε τους δύσμοιρους παραθεριστές. Οι κάτοικοι του χωριού αργά, αλλά σταθερά εγκατέλειπαν το χωριό χτίζοντας σπίτια με απλοχωριά και χωράφι (πάρκιν) δίπλα, γύρω στην περιφέρεια του τόπου. Η παπαδιά, που μαχητικά φρόντιζε την ευεξία του παπά και όλης της οικογένειας απαίτησε τη μεταστέγαση στα σπίτια πίσω από την Παναγιά (νυν Αρχονταρίκι και έδρα του Συλλόγου), αφού παρ’ ότι ήταν πιο στενάχωρα, είχαν ησυχία (άλλωστε τα παιδιά της είχαν ήδη μεγαλώσει) και το σαλόνι της με το απαραίτητο κέρασμα τώρα ήταν ανοικτό συνέχεια για όλους, όχι μόνο για τους επίσημους ελάχιστες φορές το χρόνο.

Παρ’ ότι όλοι εκτιμούν την προσφορά του πατρός Μάρκου, που διαδέχθηκε τον παπα Λευτέρη, το Μεγαλοχώρι νοσταλγεί το δικό του παπά, που θα δεθεί με το χωριό και την παραδοσιακή λατρεία προς την Παναγία και τους Αγίους Αναργύρους πρώτιστα και με κάθε ταπεινό ξωκλήσι στη συνέχεια. Ο παπα Λευτέρης στην πολύχρονη διακονία του είχε φροντίσει να ξαναχτιστούν πολλά γκρεμισμένα ξωκλήσια με ιδιαίτερη φροντίδα στην Αγία Παρασκευή. 

Ο αείμνηστος Γιαννακόπουλος ανάμεσα στις ευεργεσίες που έκανε στο χωριό φρόντισε να προικίσει την Παναγία με κτίσματα για την άνετη διαμονή του ιερέα του χωριού, κάτι που αποδείχθηκε προφητικό στα σημερινά χρόνια, που η κατοικία στο κάποτε τόπο εξορίας νησί, έγινε πανάκριβη στη νυν τουριστικότερη περιοχή για οποιονδήποτε απλό υπάλληλο. 

Εύχομαι οι προσπάθειες της Μητρόπολης να ευοδωθούν και τα σπίτια της Παναγίας να επισκευασθούν και να γίνουν φιλόξενα, όπως είναι το Αρχονταρίκι για τους συγχωριανούς μου, έτσι που το Μεγαλοχώρι να αποκτήσει τον άξιο ιερέα, που θα αγαπήσει το χωριό και θα δεθεί επί πολλά χρόνια με τους ευσεβείς κατοίκους του. 

Είναι ακόμη μια αφορμή να αναδειχθεί η προσφορά του Γιαννακόπουλου στο χωριό μας. Για τους νεότερους είναι μονάχα ένα όνομα. Πιστεύω σήμερα που όλοι αναζητούν τις ρίζες του νησιού ότι θα πρέπει να γίνει επιστημονική έρευνα (και δόξα τω Θεώ έχουμε πολλούς εκλεκτούς νέους ειδικούς) τόσο στα αρχεία της Μητρόπολης όσο και της κοινότητας ή του δήμου, για να καταγραφούν οι ευεργεσίες ενός ανθρώπου, που αποζητώντας την ευλογία της Παναγίας μας,  είχε αφιερώσει τη ζωή του στη βελτίωση της ζωής όλων των Μεγαλοχωριανών σε πολύ δύσκολα χρόνια.

Η Πλατεία και η Παναγία όπως δεν την πρόλαβα

Η πλατεία και το σπίτι του παπά σε δύσκολα χρόνια

από το σπίτι μας οι αλλαγές του χωριού δίπλα στην Παναγία


Η τελευταία χρονιά που ο παπα Λευτέρης λειτούργησε στην Ποταμιώτισσά μας


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης