Γκραντίβα Μια προσέγγιση στο φροϋδικό μύθο


Grandiva

Είναι θλιβερό αν σκεφθεί κανείς ότι από τα 160 βιβλία που δημοσίευσε ο πετυχημένος στην εποχή του συγγραφέας και τ. φοιτητής της Ιατρικής Βίλχεμ Γιένσεν διασώθηκε στη μνήμη των ανθρώπων μόνο η «Γκραντίβα» κι αυτή χάρη στην ψυχαναλυτική μελέτη του Φρόιντ και τις μεταμορφώσεις που επεφύλαξαν στο πρότυπό της οι σουρεαλιστές επίγονοί του.
Η νουβέλα ονομάστηκε από ένα μέτριο ελληνιστικό επιτάφιο ανάγλυφο το οποίο απεικονίζει μια νέα σε στάση φυγής, που ευτύχησε να γίνει φετίχ για ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό ρεύμα και γοήτευσε και τον ίδιο το Φρόιντ τόσο ώστε να γράφει στη γυναίκα του στις 24-9-1907 «Φαντάσου τη χαρά μου όταν μετά από τόσο καιρό μοναξιάς είδα σήμερα στο Βατικανό ένα οικείο και αγαπημένο πρόσωπο. Όμως η αναγνώριση υπήρξε μονόπλευρη γιατί η Γκραντίβα ήταν κρεμασμένη ψηλά στον τοίχο»
Σύμφωνα με το κείμενο ο αρχαιολόγος Νόμπερτ, ερωτεύεται τη μορφή του αναγλύφου και όταν στην Πομπηία συναντά την Ζωή, την ταυτίζει με τη μορφή του Έρωτα. Αυτή η ταύτιση ενέπνευσε όλους τους σουρεαλιστές τόσο ώστε την μελέτη του Φρόιντ ν’ ακολουθήσει καταιγισμός καλλιτεχνικών δημιουργημάτων με θέμα πάντα τη Γκραντίβα.
Σίγμουντ Φρόιντ
Ο μύθος της επιστημονικής προσήλωσης και της ερωτικής αφύπνισης είναι κοινός στη λογοτεχνία. Ενδεικτικά θυμίζουμε τον «Αρχαιολόγο» του Καρκαβίτσα, που καταπλακώθηκε από το άγαλμα, επειδή αγνόησε τον Έρωτα και τη διασκεδαστική ταινία BABY όπου η γοητευτική Κάθριν Χέμπορν καταφέρνει να ξυπνήσει ερωτικά τον παλαιοντολόγο Κάρυ Γκράντ μέσα από θεότρελες καταστάσεις όπου εμπλέκονται λεοπαρδάλεις και σκυλιά στο κυνήγι του χαμένου σπονδύλου του απολιθώματος δεινοσαύρου. Σήμερα μας φαίνεται παράξενο πώς μια τόσο απλοϊκή ιστορία και τόσο μονοδιάστατοι χαρακτήρες χρησίμευσαν σαν όργανο παιδείας του πατριάρχη Ψυχιάτρου. Γιατί αν και όλοι -ακόμη και οι δύσπιστοι- κατανοούμε -με μοχλό τις τραγωδίες- το Οιδιπόδειο, η Γραντίβα σήμερα παραμένει μυστήριο, γιατί γοήτευσε το Φρόιντ τόσο, ώστε να προσπαθήσει να μπει στην ψυχή του ήρωά της.
Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Φρόιντ στη μελέτη του για τη Γκραντίβα είναι συχνά αυθαίρετα κι έχει ενδιαφέρον η εμμονή του σε ψυχοπαθολογικούς όρους για καταστάσεις καθημερινές και η παντοδυναμία που -κατά τη γνώμη του- πρέπει να διέπει τη λογική, που δρα σαν μοναδικός μοχλός κάθε μας φυσιολογικής πράξης.
Σήμερα που φθάσαμε πια στη «Φυσική του Χάους» και όπου στα Μαθηματικά το τυχαίο παίζει καθοριστικό παράγοντα σε κάθε στατιστική που σέβεται τον εαυτό της, δε μπορούμε ν’ αγνοούμε πια το Μοιραίο που καθορίζει και τη ζωή. Γιατί τι άλλο έξω από ο τυχαίος συνδυασμός χρωματοσωμάτων, στη σωστή ιστορική συγκυρία και το προσήκον περιβάλλον γεννούν τις μεγαλοφυίες, που κάτω από μιαν ελάχιστη παραλλαγή στην εξέλιξη του Τυχαίου θα ήταν καταδικασμένες μα βυθιστούν στη λήθη ή την άγνοια. Γιατί οι δυο ήρωες θα έπρεπε να ταξιδέψουν μέχρι τη Πομπηία για να συναντηθούν τη στιγμή που έμεναν στο ίδιο σπίτι; Είναι εφεύρημα του συγγραφέα ή μοιραία αναγκαιότητα;
Στη Γκραντίβα ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγχυση των ορίων παθολογικού και φυσιολογικού, ειδικά από την πλευρά του αναγνώστη Φρόιντ. «Ο ήρωάς μας είναι ολοφάνερα ανισόρροπος» γράφει ο ψυχίατρος, επειδή περιγράφεται να αηδιάζει μπροστά στις εμετικές διαχύσεις των νιόπαντρων ειδικά μέσα στην αίθουσα του Μουσείου.
Όμως ποιος λογικός άνθρωπος δε θ’ αηδίαζε ακούγοντας τον ακόλουθο διάλογο:
«-Ω, για δες τι πρακτικό πνεύμα! Ένα τέτοιο πράγμα πρέπει ν’ αγοράσουμε κι εμείς για να ζεσταίνουμε το φαγητό μας!
-Μα για τ’ αριστουργήματα που θα μαγειρεύει η δική μου γυναίκα πρέπει να βρούμε κάτι ασημένιο.
-Και πώς θα ξέρεις από τώρα ότι αυτά που θα μαγειρεύω θα σου αρέσουν τόσο πολύ;
-Ότι μου σερβίρεις εσύ δε μπορεί παρά να ξεπερνά τα όρια της απλής νοστιμιάς.»
Ένας κοινός θνητός θα χαμογελούσε συγκαταβατικά στη σκέψη ότι πιθανότατα για τα πιτσουνάκια του μουσείου μετά λίγο καιρό το εν λόγω μαγειρικό σκεύος, ασημένιο ή μη θα ήταν μια από τις καθημερινές αφορμές προστριβών τους. Έτσι κατά κανόνα καταλήγει ο έγγαμος βίος. Όμως ένας αρχαιολόγος και μάλιστα παθιασμένος με την επιστήμη του έχει κάθε λόγο να δυσανασχετεί μπροστά τη βεβήλωση του χώρου από τέτοια σαλιαρίσματα. Όμως σύμφωνα με το Φρόιντ αυτή η ενόχληση είναι χαρακτηριστική ψυχοπαθολογία!!
Αν αντιστρέψουμε την κατάσταση, από την καταγραφή του Φρόιντ, ο Νόμπερτ δεν είναι παρά ένας φυσιολογικός ερωτευμένος, αν θεωρήσουμε τον έρωτα σαν φυσιολογική κατάσταση και όχι σαν ιερή μανία. Τ’ ότι είναι ερωτευμένος πλατωνικά με την Γκραντίβα του δεν τον διαφοροποιεί από τους αναρίθμητους θαυμαστές των ροκ σταρ, που παραληρούν στη θέα του ειδώλου τους. Αυτή που φαίνεται να έχει ψυχολογικό πρόβλημα, είναι η Ζωή- Γκραντίβα. Δεν είναι ούτε η ιδανική ψυχοθεραπεύτρια του Φρόιντ, που σε αντίθεση με το γιατρό «μπορεί ν’ απαντήσει στην αγάπη που διεισδύει από το ασυνείδητο στη συνείδηση», ούτε η μούσα των σουρεαλιστών, «εκείνη που προηγείται». Η Ζωή, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα είναι μια πολύ λογική κοπέλα χωρίς ίχνος ερωτισμού. Αν τη χαρακτηρίζει κάτι αυτό είναι ο ρεαλισμός. Μένει κοντά στον πατέρα της, παρ’ ότι «έβρισκε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον σ’ ένα σκωληκοειδή τύφλωπα, παρά στην κόρη του». Αυτό τη βολεύει, αφού έτσι διατηρεί την ανεξαρτησία της και την οικονομική της άνεση, ταξιδεύει, ζωγραφίζει, έχει κοινωνικές συναναστροφές και ζει σύμφωνα με την εποχή της. Αν και γοητευτική γυναίκα δεν προσπάθησε να προσεγγίσει άλλους εραστές, αλλά έμεινε προσκολλημένη στον παιδικό της φίλο, ακριβώς επειδή η αρχαιολογία τον μετέτρεψε σε πιστό αντίγραφο του πατρικού προτύπου. Η πρόταση γάμου, που κάνει η Ζωή στο Νόμπερτ είναι κυνική και θυμίζει το εφιαλτικό του όνειρο με το κυνήγι της σαύρας με τη θηλιά στα πρότυπα του εντομολόγου. Και όμως σύμφωνα με το Φρόιντ, αυτή είναι το μόνο φως στην εξυγίανση της συμπεριφοράς, η μόνη ελπίδα για «ανάρρωση»- ισοπέδωση.
«Έχω καταλάβει προ πολλού ότι η αξία και η χρησιμότητα της γυναίκας σ’ αυτή τη ζωή είναι μια και μόνη. Να γλιτώνει τον άντρα από τις ευθύνες του σπιτιού. Έχω επωμιστεί ήδη αυτές τις ευθύνες στο πατρικό μου σπίτι και παίρνω εγώ τις αποφάσεις για λογαριασμό του πατέρα μου. Μπορείς επομένως να στηρίξεις πάνω μου τις ελπίδες σου για το μέλλον».
Η Γκραντίβα -Ζωή έπιασε με τη θηλιά της τη σαύρα Νόμπερτ. Από κει κι έπειτα «έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα»; Ίσως με τη λογική της Ζωής και την αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητά της στις κοινωνικές συνθήκες που απαιτούσε η εποχή από το φύλο της. Ήξερε ότι με αντίτιμο την προσποίηση της υποταγής είχε επωμισθεί όλες τις ευθύνες. Του άφηνε μόνο το να προσπορίζει τα μέσα βιοπορισμού και να της χαρίζει ακριβά φουστάνια. Συντασσόταν με την εποχή και την κοινωνία της κι έλπιζε με τα γυναικεία της θέλγητρα να τον «ανθρωποποιήσει» περισσότερο απ’ όσο είχε επιτύχει με τον πατέρα της.
Αντίθετα ο Νόμπερτ πολύ φοβόμαστε ότι παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένος με την ιδεατή Γκραντίβα του. Η αναζήτηση του συμπλέγματος των νεκρών εραστών, ο φόβος του αντεραστή θανάτου, δεν εκφράζει παρά την ασυνείδητη βεβαιότητά του ότι θα ηττηθεί στο παιχνίδι του έρωτα κι ότι αυτό που θα επιβιώσει δε θάναι παρά τ’ απολίθωμα των ιδανικών εραστών. Δεν είναι πλασμένος για το κλουβί του καναρινιού για το οποίο τον προορίζει η κυρία Ζωή. Θα πετάξει μακριά της έστω κι αν ζει δίπλα της. Αργά ή γρήγορα η αηδία των Αύγουστων και των Γκρέτα θα τον καταλάβει ξανά. Γιατί ο Νόμπερτ δεν είναι από κείνους που θα έλεγαν ποτέ : «Αγαπημένη μου, είσαι πιο όμορφη από την Αφροδίτη του Καπιτωλίου». Η επιστημονική του συγκρότηση δε θα του επέτρεπε ποτέ ν’ ανταλλάξει με τη λογική άλλωστε Ζωή γουργουρίσματα ερωτευμένης γάτας, όπως αυτά που άκουγε από το διπλανό δωμάτιο.
«- Κι αν άρχιζε να ξερνάει φωτιά, την ώρα που θα είμαστε εκεί πέρα τι θα έκανες;
-Τότε δε θα είχα άλλη σκέψη στο μυαλό μου από το πώς να σε σώσω. Θα σ’ έπαιρνα αμέσως στην αγκαλιά μου.
-Πρόσεχε μην τρυπηθείς από τις καρφίτσες μου!
-Μα πρέπει να χύσω το αίμα μου για χάρη σου. θα το έκανα με μεγάλη χαρά.»
Ο αρχαιολόγος που είχε μελετήσει στο υπόγειο του σπιτιού του Διομήδη τη στάση των απολιθωμένων πτωμάτων ήξερε καλά ότι την κρίσιμη στιγμή καθένας προσπαθεί να σώσει το τομάρι και το χρυσάφι του και μπορούσε μόνο σα φάρσα να σκεφθεί την υποτιθέμενη ηρωική αυτοθυσία, που εξαντλείται στο χύσιμο του αίματος στην προσπάθεια να ξεκουμπώσεις χωρίς να τρυπηθείς κάποιο περίπλοκο φουστάνι έτσι που να φθάσεις επιτέλους στον πυρήνα της σεξουαλικής επιθυμίας σου.
Απ’ την άλλη είναι βέβαιο ότι μπορεί να ξεκινήσει ξανά ένα ταξίδι «υπακούοντας σε μιαν ανεξήγητη παρόρμηση και χρησιμοποιώντας μια λογική επιστημονική αξιοποίηση σαν πρόφαση»
Ο Νόμπερτ τελικά δε βρήκε τη Γκραντίβα του, μα το κακέκτυπό της. Θα έπρεπε να συμβιβαστεί συμβιώνοντας δίπλα της κι αποδεχόμενος σιγά σιγά τη φθορά των αισθημάτων και το φυλλορρόημα των παπαρούνων του έρωτα. Ίσως θάταν καλύτερα αν εκείνη είχε εξαφανιστεί με τον ασφόδελο, που της πρόσφερε. Στη λήθη του θανάτου ο έρωτας θα είχε επιβιώσει. Στην πραγματική ιστορία με το χάπυ έντ δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Η κοινωνική επανένταξη δεν είναι παρά μια αλυσίδα από υποχωρήσεις. Ο Νόμπερτ κι η Ζωή θα μεταμορφωθούν σε μισητούς Αυγούστους και Γκρέτες. Ο πρώτος της θρίαμβος είναι απόλυτος. Επιλέγουν, εκείνος το επιλέγει πάνω στον ενθουσιασμό -ή παραλογισμό;- του, την Πομπηία σαν τόπο για το ταξίδι του μέλιτος. Έπειτα η ρουτίνα, τα κουτσούβελα, η επίπεδη οικογενειακή ζωή στην οποία εκείνη θα διατάσσει. Ο πατέρας της; Μα φυσικά δε μετρά. Στο δισταγμό του νέου «Ο πατέρας σου.. τι θα;» τον διακόπτει «δίχως να δείχνει διόλου ανήσυχη: -Πιθανότατα τίποτε απολύτως, δεν είμαι αναντικατάστατο δείγμα στη ζωολογική συλλογή του. Αν ήμουν δεν θα είχα ίσως κάνει τη βλακεία να σου δώσω την καρδιά μου» Αποκαλυπτικό της «αγάπης» με την οποία υποτίθεται ότι -κατά το Φρόιντ- ψυχοθεραπεύει το δύσμοιρο αρχαιολόγο. Ο πατέρας της δεν είναι αναντικατάστατος ούτε γιαυτήν. Προειδοποίηση; Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος στην καρδιά της, αν δεν πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Όμως θα μπορούσε ίσως να συμβιβαστεί αν ο «μεγαλόπρεπος αρχαιοπτέρυξ της» όπως τον παρομοίωσε χαϊδευτικά παρέμενε στο κλουβί συντροφιά με το καναρίνι της.
Ο Φρόιντ σήμερα έχει αποκαθηλωθεί από το βάθρο της αυθεντίας του. Αν και όλοι δέχονται τη συμβολή του στην εξέλιξη της Ψυχιατρικής κανείς πια δε μπορεί να ισχυριστεί ότι «τα όνειρα είναι εκπληρωμένες επιθυμίες», όπως εκείνος δήλωνε με θρησκευτική προσήλωση. Τώρα νευροφυσιολόγοι μελετούν με χημικές ουσίες και καλώδια τον ανθρώπινο και ζωικό εγκέφαλο φωτίζοντας τις περιοχές που διεγείρονται κατά τα όνειρα και προσπαθώντας να κατανοήσουν τους μηχανισμούς λειτουργίας του παράδοξου πολύπλοκου ονειρικού σύμπαντος. Η ψυχή αποδείχθηκε ανθεκτική και περίπλοκη κι η ψυχανάλυση αποδείχθηκε απλοϊκή. Δεν ήταν ο αναμενόμενος μίτος της Αριάδνης. Ο Μινώταυρος εξακολουθεί και μας απειλεί και μάλιστα τόσο εντονότερα όσο ο τεχνικός πολιτισμός αποκλείει τις διεξόδους μας προς το παράλογο που δεν είναι παρά το παράθυρο της ψυχής. Αντίθετα με ότι ισχυρίζεται ο Φρόιντ στη μελέτη του ο Νόμπερτ είναι καταδικασμένος να δραπετεύει μέσα από μαρμάρινες ή χάλκινες θεές που πετούν και δεν βαδίζουν ιδιόρρυθμα όπως η καλή του. Θεές που το φετίχ των φτερωτών τους ποδιών θα υποκαθιστά τον έρωτα. Θα μοιράζεται το κρεβάτι της, θα εκτελεί υπάκουα τα συζυγικά του καθήκοντα, αλλά πάντα θα δραπετεύει ακολουθώντας σκιές που θα προβάλουν στα όνειρά του, δυστυχώς για το Φρόιντ, μόνο σαν ανεκπλήρωτες επιθυμίες, όπως συμβαίνει στα όνειρα των περισσότερων καθημερινών ανθρώπων στη ζωή, ακόμη κι όταν το πρωί ούτε που τα θυμούνται.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Ageliki Maniadaki Τι ωραία παρουσίαση-κριτική ανάλυση του έργου!Όπως και να'χει ο κόσμος των ονείρων μας θα παραμένει πάντα μυστηριώδης,γοητευτικός,σκοτεινός και ακατάληπτος,αλλά και ενίοτε εκπληκτικά αποκαλυπτικός και λυτρωτικός...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης