Η Κίττυ
H Kίττυ
Η Kίττυ ήταν η
παραδουλέφτρα της μικρής μας πόλης. Μια λιγνή ξερακιανή γυναικούλα γύρω στα
σαράντα με ασυνήθιστα ρυτιδιασμένο μούτρο και μάτια που απείχαν πολύ το ένα από
τ’ άλλο κι είχαν μιαν έκφραση που μόνο στα μάτια των βοδιών συναντά κανείς, την
πλήρη έκφραση της απάθειας για οτιδήποτε υπάρχει ολόγυρα. Δυσανάλογα με την
εμφάνιση η φωνή της χοντρή και βαριά σα γεροναυτικού χασισοπότη, που δε
μπορούσε ποτέ να την κουμαντάρει. Ακόμη και στο ψιθύρισμα ακουγόταν τρανταχτά.
Σε αυτό ίσως έφταιγε και τ’ ότι βαριάκουγε, δίχως να είναι και κουφή.
Το καλό ήταν πως μιλούσε λίγο κι έτσι όμως η
λαλιά της παραξένευε ακόμη περισσότερο σα καμπάνα στην ερημιά.
Τη θυμάμαι μια φορά τη βδομάδα σαν έρχονταν
στο σπίτι μας και τίναζε τις κουρελούδες και σφουγγάριζε κι έπλενε τα ρούχα μας
με χέρια κοκκινισμένα και ροζιασμένα, σκασμένα από τις αλισίβες και όπως έσκυβε
το μούτρο της κοκκινοβολιασμένο απ’ την προσπάθεια, τα κρέατα που περίσσευαν
από την αδυναμία κρέμονταν σαν πλισές και κουνιόνταν ρυθμικά στο τρίψιμο των βρώμιων
μας και κρυφογέλαγαν οι μπόμπιρες της γειτονιάς από την πορτούλα του
πλυσταριού.
-Αντήτε
να παίξετε, έλεγε άξαφνα με τη μπάσα άτονη φωνή της κι έκανε μια κίνηση, λες κι
ήθελε να διώξει μύγες. Μ’ αυτοί ακίνητοι, λες για να τη βασανίζουν, κάθονταν και
τη κοίταγαν με τις ώρες, με τις βάρδιες, ώσπου μεσημέριαζε κι άρχιζαν τις φωνές
οι μανάδες τους από τα παράθυρα.
Ποιος την έβγαλε Κίττυ κανείς δεν ήξερε. Και
όμως, αν την έλεγαν Κατίνα θα της πήγαινε πιο πολύ.
Κανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια της. Για τη μικρή μας κοινωνία ήταν
ιδανικό νάχει μια μηχανή για όλες τις δουλειές, μια μηχανή δίχως παρελθόν.
Ώσπου το καλοκαίρι έσκασε η μπόμπα. Ήταν
σπίτι μας όταν ήλθε ο Λευτέρης, ένας γεροδεμένος ψηλέας με μάγκικο ύφος,
κομπολόι και χρυσό ρολόι στο τσεπάκι.
-Mέσα είναι η Κίττυ; με ρώτησε την ώρα
πούπαιζα με τα βρωμόνερα του δρόμου.
Δεν ξέρω γιατί φοβήθηκα κι έτρεξα στο σπίτι
μου και λούφαξα πίσω από τον καναπέ δίχως να βγάζω άχνα. Βάρεσε την πόρτα με τη
γροθιά του δυο φορές και πρόβαλε στο κατώφλι η μάνα μου ανασκουμπωμένη με χέρια
όλο αλεύρια, έφτιαχνε κουλούρια.
-Μέσα είναι η Κίττυ; είπε με τ’ άχρωμο ύφος
του.
Της μάνας μου της παραξενοφάνηκε.
-Ποιος τη ζητά; είπε.
-Σύρε και πες της να προβάλει αμέσως.
Λογαριασμούς θ’ ανοίξουμε κυρά μου; ήταν η τραχιά απάντηση. Κείνη την ώρα μόνο
πρόσεξα πως κούτσανε στ’ αριστερό ποδάρι κι αυτό μου φάνηκε ακόμη πιο φοβερό.
Η μάνα δεν του είπε να κοπιάσει, καθώς
συνήθιζε, μόνο σε λίγο είδα την Κίττυ στο κατώφλι κι έπειτα άκουσα μια βραχνή
στριγκλιά, λες κι από κάποιο που βρικολακιάζει.
Μ’ έπιασε τέτοιος πανικός που βγήκα από την κρυψώνα μου κι έτρεξα σαν
τρελός στους δρόμους.
Η Κίττυ συνέχισε νάρχεται να κάνει τις
δουλειές, πιο αμίλητη από πριν, πιο συννεφιασμένη.
Η μάνα μας συμβούλευσε να μη την πλησιάζουμε
γιατί είναι άρρωστη, μα μεις ποτέ δεν την πλησιάζαμε, πάντα από μακριά τη
χαζεύαμε τι κάνει, κι άρχισε να πλένει το πιάτο πούτρωγε, ότι της δίναμε, με
οινόπνευμα – όποιος φυλά τα ρούχα του έχει τα μισά-.
Είχε έλθει η κυρα Παναγιώτα να πιει τον καφέ,
ήταν απομεσήμερο και όλες οι γειτόνισσες δοκίμαζαν την καινούρια καρυδόπιτα της
μάνας μου κι άκουγαν τα μελλούμενα από το φλιτζάνι.
Άξαφνα η κυρα Πόπη έφερε την κουβέντα στην
Κίττυ κι αμέσως η μάνα μου έστειλε την Αγγελικούλα μας πούταν τότε πάνω κάτω 12
ν’ αγοράσει μια κουβαρίστρα μαύρη.
-Ακούς εκεί να θρονιαστεί ο άθλιος στο σπίτι
της! Είπε η κυρά Πόπη. Της τα μασάει και τώρα.
-Το νου σας στους άντρες σας, είπε με
βαρυσήμαντο ύφος η κυρά Παναγιώτα.
-Μμ, τι να φοβηθούμε, μωρε κυρα Παναγιώτα από
μια πατσαβούρα σαν κι αυτή;
-Ω, έκανε με σοφό ύφος η καφετζού. Αυτές
παιδί μου, ξέρουν κόλπα στον έρωτα, ξέρουν τερτίπια ειδικά και μαγεύουν τους
άντρες.
Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους με
σημασία. Στα μάτια τους η Κίττυ από κακομούτσουνη γεροντοκόρη μεταμορφωνόταν σε
μαγική ιέρεια της Αφροδίτης, πούξερε όλα
τα μυστικά και φίλτρα του έρωτα.
Από τότε η Κίττυ σε όλα τα σπίτια της
γειτονιάς άρχισε να δεινοπαθεί, λες και πρώτα καλοπερνούσε. Την κατηγορούσαν
για κλέφτρα, δεν την πλήρωναν τακτικά, της βρώμιζαν επίτηδες τα ρούχα. Αυτή
υπομονετικά κι αδιάφορα σα μηχανή δούλευε κι η βραχνή φωνή της σχεδόν ποτέ πια
δεν αντηχούσε.
Ήταν ανήμερα Λαμπρή, τρώγαμε την Ανάσταση,
όταν η πόρτα βρόντηξε βαριά.
Με γιομάτη την καρδιά θρησκευτική έξαρση και
χριστιανική αγάπη, με γεμάτο το στομάχι μαγειρίτσα τρέξαμε ν’ ανοίξουμε. Ήταν ο
Λευτέρης. Όλοι στο τραπέζι στραβομουτσούνιασαν. Δεν είχαμε προλάβει να φάμε
ούτε τα κουλούρια!
Σωριάστηκε αμίλητος σε μια καρέκλα κι αυτός,
ολάκερος μάγκας δυο μέτρα ξέσπασε σε κλάματα.
-Πάει η Κίττυ μου, είπε σε λίγο με αυτή την
άχρωμη ενοχλητική φωνή του.
-Πέθανε; ρώτησε η μάνα ταραγμένη. Μεσα της
δειλά ξύπναγαν κάποιες τύψεις.
-Ναι, είπε αυτός ανάμεσα σε λυγμούς. Όμως
γιατί; Γιατί μου τόκανε αυτό; Εγώ, εγώ πήγα να της κάνω έρωτα. Είχαμε τόσο
καιρό.. από τότε.. Δεν τόθελε πια.. Μολεύτηκα, μούλεγε, και φταις εσύ… Μα ήθελα
λεφτά… Πάντα ήθελα λεφτά. Και τώρα πώς να ζήσω; Αντιστάθηκε, σα να πήγαινα να
την ξεπαρθενέψω. Κι έπειτα, δεν κατάλαβα πώς, δεν ξέρω πότε, μόνο τη βρήκα
ξυλιασμένη πλάι μου μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια.
-Φουκαριάρα Κίττυ, ξέφυγε απ’ τα στήθια της
μάνας σα στεναγμός.
Και δόστου έκλαιγε με λυγμούς, ο άντρας ο
πολλά βαρύς και η μάνα ολοκόκκινη από ντροπή έπαιζε με τη γωνία της ποδιάς, που
φορούσε και ο πατέρας με κατεβασμένο κεφάλι δε σκέφτονταν ούτε μας, που –μικρά-
δεν έπρεπε ν’ ακούμε τέτοια πράματα, ούτε το Λευτέρη που χτυπιόταν σα
μανιάτισσα μοιρολογίστρα, μα μοναχά την Κίττυ με το διπλιασμένο μούτρο, το
λιγνό σώμα και τη σπασμένη καρδιά.
Από το βιβλίο «Ιστορία δίχως όνομα» Αθήνα
1976
Μαρία Αρβανίτη
Σωτηροπούλου
αχ
ΑπάντησηΔιαγραφήτι πίκρα .....