Αλυσιδωτή αντίδραση
ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Ήταν μια
όμορφη γυναίκα. Από αυτές που θεωρούν φυσικό το να σταματούν οι άντρες στο
πέρασμά τους, και αυτονόητο το να δέχονται κομπλιμέντα και μικροεκδουλεύσεις.
Στους άντρες αρέσει τόσο να δείχνουν ιπποτικοί σε μιαν ελκυστική γυναίκα! Δίχως
νάναι πολύπειρη στις ερωτικές συναλλαγές είχε μάθει με το χρόνο ν
‘αντιμετωπίζει με χαμόγελο τ’ αδέξια φλερτ ή τις εκδηλώσεις θαυμασμού στο
πέρασμά της ειδικά όταν προέρχονταν από άντρες ηλικιωμένους, δηλαδή ακίνδυνους.
Σκεπτόταν με θλίψη ότι αυτό τους είχε απομείνει πια, να χαίρονται στον έρωτα.
Το χαμόγελο μιας ελκυστικής γυναίκας, που ακόμη αστράφτει γιαυτούς. Σκεπτόταν
ακόμη ότι οι γυναίκες δεν ήταν τόσο τυχερές. Ο χρόνος πρόσθετε γοητεία στον
άντρα, ενώ μάραινε τη γυναικεία λάμψη. Αν μια γυναίκα ήθελε να διατηρεί το
ανδρικό ενδιαφέρον ζωντανό έπρεπε να υποβάλλεται στα βασανιστήρια της μοντέρνας
αισθητικής, στις πλαστικές και λογής λογής επεμβάσεις, που την παραμόρφωναν
σταδιακά σε μιαν ανέκφραστη κούκλα με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, αποβάλλοντας
κάτι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Τις ρυτίδες που η ζωή της χάρισε σ’ αντάλλαγμα
προσωπικών εμπειριών που τη σημάδεψαν.
Εκείνη προς το
παρόν αντιστεκόταν. Φρόντιζε τον εαυτό της σε λογικά πλαίσια, αγαπιόταν από τον
άντρα της και τα παιδιά της κι ένιωθε ακόμη το ενδιαφέρον των ανδρών να την
περιβάλει σα φωτοστέφανο σε κάθε της βήμα. Καταλάβαινε ότι τώρα σχεδόν στα 45
της ήταν πολύ γοητευτικότερη απ’ ότι στα 20 της χρόνια, γιατί τώρα πια δε
φοβόταν τους άντρες. Όσο ήταν νέα οι άντρες ήταν άγνωστα όντα που θα μπορούσαν
να της κάνουν κακό. Τώρα παντρεμένη και μάνα δυο παιδιών ήξερε ότι κάθε άντρας
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο παιδί. Επιζητούν το σεξ όπως το μωρό νιώθει
βουλιμία για τη μητρική θηλή Από κει κι
έπειτα ήταν δικό της θέμα το ν’ απορρίψει ευγενικά, τρυφερά, ψυχρά, ειρωνικά, ή
βίαια ανάλογα με τον αποδέκτη τις προτάσεις που δεν την ενδιέφεραν.
Γνώρισε τον
ηλικιωμένο διάσημο συγγραφέα και κριτικό σε οικογενειακή σύναξη. Με τον άντρα της. Με τη γυναίκα του και τα παιδιά
του. Αντάλλαξαν βιβλία κι ακολούθησαν ευγενικά τηλεφωνήματα κι αμοιβαία κριτικά
σημειώματα σε κάποια περιοδικά. Εκείνος από το ύψος μιας ξεφτισμένης πια
εμπειρίας «καμένο χαρτί» τον είχε χαρακτηρίσει άσπονδος φίλος του, που τώρα
κρατούσε την δική του σελίδα κριτικής στην εφημερίδα, που άλλοτε εκείνος ήταν
παντοδύναμος. Εκείνη είχε τη ζωντάνια του ανερχόμενου, ταυτόχρονα με την
αδιαφορία εκείνου που ήδη είχε φθάσει σε ξάγναντο κι είχε μάθει ότι η επιτυχία
δε φθάνει για να γεμίσει την ψυχή του ανθρώπου.
Είχε ήδη στο
ενεργητικό της τρία μάλλον πετυχημένα βιβλία κι εκείνος της πρότεινε να είναι
ανάμεσα σε κείνους που θα μιλούσαν για την τελευταία της εκδοτική προσπάθεια.
Θάταν καμιά δεκαριά μέρες πριν απ’ την εκδήλωση όταν την κάλεσε επειγόντως στο
γραφείο του να συζητήσουν για τις προοπτικές μιας τηλεοπτικής συνεργασίας που
του είχε προταθεί.
-Αν με θέλει
για γλάστρα δεν πρόκειται να δεχθώ, σκεπτόταν, ενώ του έλεγε ευγενικά ότι με
την ευκαιρία θα συζητούσαν και τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης.
Σάββατο πρωί.
Υποτίθεται η μόνη ώρα που διέθετε ο πολυάσχολος. Στο κέντρο. Σε μια στοά σε μια παλιά πολυκατοικία που στην είσοδο ο
θυρωρός με κάποιον άλλο έτρωγαν σπασμένα καρύδια ευλογώντας το κρητικό ρακί.
Είχε αφήσει το αυτοκίνητο μετά τη λεωφόρο σ’ ένα υπαίθριο γκαράζ για νάναι
ακριβής όπως πάντα στα ραντεβού της. Αν και είχε λίγη συννεφιά και στ’
αυτοκίνητο είχε ομπρέλα δε σκέφθηκε να την πάρει. Είχε γλυκιά ατμόσφαιρα, σα
γιορτινή. Ήδη στόλιζαν τις βιτρίνες χριστουγεννιάτικα. Φορούσε σκόπιμα
συντηρητικά ρούχα, μάλλον εκδρομικά, παντελόνι και σακάκι.
-Ποιον θέλετε;
ρώτησε ο θυρωρός με την ανάσα του να γεμίζει τη στενάχωρη κρύα είσοδο μ’
οινόπνευμα τόσο που σκέφθηκε ότι αν κάποιος άναβε ένα σπίρτο θα προκαλούσε
έκρηξη.
-Θυρωρός
βόμβα, σκέφθηκε κεφάτα ενώ εκείνος της απαντούσε αδιάφορα
-Στο δεύτερο.
Το ασανσέρ,
αρχαίο, σιδερένιο κλουβί με την εσωτερική ξύλινη πόρτα να κλείνει αναγκαστικά,
μετά τους απαραίτητους κραδασμούς την
έβγαλε στο δεύτερο. Την περίμενε κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκάλες και τη φίλησε
σταυρωτά. Της φαινόταν κάπως αστείο γιατί εκείνη έπρεπε να σκύβει, όπως όταν
φιλάς κάποιο παιδί. Ένα στενάχωρο δωμάτιο, σκοτεινό, πηγμένο στη σκόνη, με
βιβλιοθήκες γύρω γύρω γεμάτους με φακέλους και παλιά βιβλία, ενώ στο γραφείο
ένα βουνό από πρόσφατες εκδόσεις που αιωρούντο επικίνδυνα ειδικά όταν χτύπησε
το τηλέφωνο που ήταν θαμμένο κάπου ανάμεσά τους. Μισοσκόταδο. Κάθισε στο
γραφείο -θυμήθηκε τη σκηνή στο Δικτάτορα του Σαρλό όπου Χίτλερ και Μουσολίνι πάλευαν για να
εξασφαλίσουν την ψηλότερη καρέκλα που υποτίθεται προσθέτει γόητρο- όμως
παρέμενε συρρικνωμένος στη μπουγάδα του χρόνου και των συμβιβασμών κι αυτή σε μια καρέκλα στην άλλη πλευρά του γραφείου,
σα νάταν πελάτισσα στο πάλαι ποτέ δικηγορικό γραφείο. Απέναντί της μια άδεια
καρέκλα. -αν ήταν υπόθεση διαζυγίου θα καθόταν ο σύζυγος;- και το μισόφωτο που
έμπαζε στο σκοτεινό παράθυρο έπαιζε το ρόλο προβολέα σε ανάκριση.
Πρώτο θέμα
συζήτησης η εκδήλωση για το βιβλίο της. Της είπε ότι σκόπευε να το
χρησιμοποιήσει σαν βάση για να επεκταθεί στις απόψεις που εξέφραζε στο δικό του
πρόσφατο βιβλίο που διαπραγματευόταν το δωρικό κόσμο που μ’ επίκεντρο την
αρχαία Σπάρτη είχε καταφέρει να διατηρήσει επί χίλια χρόνια ένα δημοκρατικό
πολίτευμα που ποτέ δεν έγινε ούτε τυραννία ούτε οχλοκρατία. Εκείνη απ’ την
πλευρά της παίνεψε το γυναικείο χαρακτήρα που περιγράφεται στο βιβλίο του και
που είναι πολύ σύγχρονος, σχεδόν φεμινιστικός. Άλλωστε της είχε ζητήσει κάτι να
ετοιμάσει για τη ζωή των γυναικών στην αρχαία Σπάρτη, όπως έβγαινε απ’ αυτό το
βιβλίο για να το χρησιμοποιήσει όταν με τη σειρά του θα παρουσίαζε το βιβλίο
του. Τον είχε εξουσιοδοτήσει αν λευκώ να μιλήσει για το βιβλίο της. ΄Ηξερε πόσο
διαφορετικές είναι οι αναγνώσεις του ίδιου κειμένου και πως ο κάθε αναγνώστης
επικεντρώνει σ’ εκείνα που τον απασχολούν προσωπικά, έτσι που τα σημεία που
κάποιοι λοιδορούν, μπορεί να εκστασιάζουν τους υπόλοιπους. Ψήγματα του εαυτού μας αναζητούμε, πιθανές
απαντήσεις στις υπαρξιακές μας αγωνίες, φυγή απ’ την καθημερινότητα, παρηγοριά
στην θλίψη. Γιαυτό διαβάζουμε λογοτεχνία. Όχι για να διδαχθούμε κάτι, μα για να
ζήσουμε όσα δεν τολμούμε ούτε να ονειρευτούμε.
Αφού τελείωσαν
τα πρακτικά κι αφού ευγενικά προσφέρθηκε να την κεράσει κάτι, οτιδήποτε κι αυτή
αρνήθηκε, της μίλησε με τρόπο συνωμοτικό για τις καινούριες του ιδέες, που
πρέπει να μείνουν μυστικές, γιατί στο χώρο του θεάματος κυκλοφορούν κατάσκοποι.
-Πριν το
πάρουμε χαμπάρι, αγαπητή μου, κάποιος άλλος θάχει φτιάξει ένα εξάμβλωμα
χρησιμοποιώντας τη δική μας ιδέα. Έκανε μια παύση όλο νόημα, έσκυψε πάνω απ’ το
γραφείο πριν αναφωνήσει μ’ ενθουσιασμό. «Η Σαπφώ! Τάχε με τον Αλκαίο, εκτός απ’
τα υπόλοιπα. Να ένα θέμα γαργαλιστικό κι επίκαιρο. Τι λες; τη ρώτησε με πάθος
-Καλή
ποιήτρια, είπε εκείνη συγκαταβατικά, όμως δεν έχω ασχοληθεί αρκετά μαζί της.
-Ήλθα σ’ επαφή
με το διευθυντή του καναλιού και βρίσκει την ιδέα περίφημη, έξοχη για σήριαλ.
-Στα σενάρια,
απ’ ότι ξέρω, οι σκηνοθέτες αλλοιώνουν εντελώς το σενάριο, του είπε.
-Μα θα
βγάλουμε πρώτα το βιβλίο! ανεφώνησε. Εμείς οι δυο. Τα ονόματά μας δίπλα δίπλα.
Να πριν λίγο είχα εδώ την εκδότρια είπε δείχνοντας την άδεια καρέκλα απέναντί
της σα να μπορούσε να ενσαρκωθεί για να μαρτυρήσει για την αλήθεια των λόγων
του.
-Καμιά 250ρια
σελίδες της είπα.
-Για σένα και
500, μου είπε.
-Θα συνεννοηθώ
με τη συνεργάτριά μου, της είπα.
-Όμως εγώ δεν
έχω γράψει κανένα θεατρικό έργο, του είπε διστακτικά, ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι σόι συνεργασία
της ζητούσε. Απ’ ότι θυμόταν όποτε συνεργάστηκαν γραφιάδες το αποτέλεσμα ήταν
τρισάθλιο.
-Μα δε θα
είναι θεατρικό! Ιστορικό μυθιστόρημα θα είναι σε κεφάλαια που θ’ αντιστοιχούν
στα επεισόδια του σήριαλ.
-Ούτε ιστορικό
μυθιστόρημα δεν έχω ξαναγράψει του είπε θλιμμένα.
-Γράφεις όμως
καλά. Χειρίζεσαι σωστά το λόγο. Αυτό είναι η Λογοτεχνία. Πιάνεις απ’ το σωρό
τις λέξεις και τις κάνεις αθάνατες. Μα ξέρεις για τι σου μιλώ; Θα είναι
θρίαμβος! Ξέρεις πόσες ηθοποιοί είναι λεσβίες;. Πουλάει το θέμα σήμερα.
-Η μόνη μου
σχέση με το θέμα είναι μέσω του φεμινισμού, από κει ξέρω την υπόθεση,
εξακολουθώ να είμαι φεμινίστρια γιατί πιστεύω στην ισότητα των δυο φύλων, αλλά
δε συμφωνώ με όλα. Ο έρωτας είναι μοίρασμα, επώδυνη υπόθεση, απαιτεί
αποκλειστικότητα, τουλάχιστον στην αυθεντική της μορφή κι αυτό ισχύει και στους
ομοφυλόφιλους.
-Μα κάνεις
λάθος. Εγώ το έχω ζήσει και το ξέρω καλά. Δυο γυναίκες μαζί είναι θαύμα!
-Τότε
θα είστε πιο ειδικός στο θέμα, του είπε
ψυχρά
-Δεν εγκρίνω
όμως την ανδρική ομοφυλοφιλία, είπε με πάθος ιεροκήρυκα από άμβωνος. Είναι
αρρωστημένη κατάσταση. Ποτέ μου δεν το έκανα αν και μου δόθηκε η ευκαιρία.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που διάβαζα με το σλιπάκι μου κι όπως πηγαινοερχόμουν στο
δωμάτιο -πάντα πηγαινοέρχομαι όταν διαβάζω- στον 3ο όροφο καθόμουν,
έρχεται και μου χτυπά την πόρτα ένας κούκλος απ’ απέναντι, -τον έβλεπαν όλες οι
γυναίκες κι έπεφταν ξερές- και πέφτει στα πόδια μου. «΄Ασε με να στον πάρω» μου
λέει. Και «Δεν ξέρεις τι όμορφο πισινό έχω. Τι παραπάνω έχουν οι γυναίκες;» Μ’
εκλιπαρούσε γονατιστός κλαίγοντας. Τον έδιωξα κακήν κακώς. Δε μ’ ενδιαφέρουν
αυτά εμένα. Ενώ με δυο γυναίκες είναι άλλο πράγμα, αριστούργημα. Δεν υπάρχει
αντιπαλότητα. Μόνο συνεργασία. Είναι τέλειο!
Τον
άκουγε αμήχανη να ιστορεί για κάποιες παλιές του φίλες και την αλληλεγγύη που
είχαν δείξει όταν η μία έχασε τη δουλειά της, για μιαν άλλη που τον πήγε στο
σπίτι δήθεν πως η αδελφή της θα κοιμόταν κι ενώ το κάναμε δήθεν μιλώντας φιλικά
όπως εμείς καλήν ώρα τώρα, βγαίνει η μικρή και μου λέει «Γιατί δεν κάνουμε κι
οι τρεις αυτό που κάνατε με την αδελφή μου;» Δεν υπάρχει ζήλια, μονάχα
ευχαρίστηση.
-Ναι
είπε ξινά Έχω παρατηρήσει ότι όλες οι
τραγωδίες είναι ερωτικά τρίγωνα με μια γυναίκα και δυο άντρες, σαν τον Οθέλλο.
Τα τρίγωνα ανάμεσα σε γυναίκες που
διεκδικούν κάποιον άντρα καταλήγουν πάντα σε φάρσα.
-Μα είναι θέμα
ψυχολογικό, είπε εκείνος όλο έμπνευση. Η γυναίκα έχει κατανόηση, είναι
εφευρετική. Για τον άντρα είναι υπέροχα.
Δεν
του είπε ότι αδιαφορεί για το πώς νιώθει ο όποιος άντρας σε παρτούζες και για
πρώτη φορά σκέφθηκε ότι αν ποτέ της αποφάσιζε κάτι τέτοιο θα προτιμούσε νάναι
εκείνη το κέντρο του ενδιαφέροντος και να την καλύπτουν οι άντρες που εκείνη θα
επέλεγε. Κακά τα ψέματα σκέφθηκε σκληρά. Ποτέ για μια γυναίκα ο ένας άντρας δε
φθάνει.
Προτίμησε
να κρατήσει τις απόψεις της για τον εαυτό της και να ξαναμιλήσει για λογοτεχνία
και ψυχολογία. Τι τόθελε;
-Μα
και βέβαια όλα ψυχολογικά είναι, συνέχισε ακάθεκτος εκείνος. Μόλις σε πρωτόδα
αισθάνθηκα για σένα ένα μαγνητισμό.
Δεν
του είπε ότι την είχε ξανασυναντήσει 20 χρόνια πριν, σ’ ένα φιλολογικό σαλόνι
κι ότι τότε την είχε μπερδέψει με κάποιαν άλλη και της είχε κάνει επίθεση
ηθικολογίας, επειδή η άλλη δημοσίευε ουσιαστικά περιγραφές τηλεφωνικού σεξ, απ’
αυτό που έγινε αργότερα τόσο κοινό χάρη στα ροζ τηλέφωνα, χρησιμοποιώντας
κυριολεκτικούς όρους των περιγραφομένων οργάνων και πράξεων.
Προτίμησε
να πει ότι βιάζεται. Σηκώθηκε για να την ξαναφιλήσει κάνοντας το γύρο του
γραφείου, αλλά του έδωσε το χέρι τυπικά.
-Θα
τηλεφωνηθούμε για τη συνεργασία, της υπενθύμισε.
-Βεβαίως,
του είπε. Μετά την εκδήλωση πάντως. Καταλαβαίνετε πόσο απασχολημένη θα είμαι
μέχρι τότε. Χαιρετισμούς στη σύζυγο και την κορούλα.
-Ευτυχώς
που έχεις το αυτοκίνητο δίπλα, της είπε, και Τι κρίμα! Έχει χαλάσει το φως του
διαδρόμου.
Μπήκε
στο ετοιμόρροπο ασανσέρ και τότε μόνο είδε το θριαμβικό χορό της καταιγίδας που
έκανε τους συναγερμούς των αυτοκινήτων ν’ αλαλιάζουν. Σταμάτησε σε μια στοά,
μπήκε σ’ ένα μαγαζί κι αγόρασε ανταλλακτικές αμπούλες για το στυλό μελάνι της.
Έξω τη καταιγίδα δυνάμωνε κι αυτό της δημιουργούσε μιαν ευφορία, μιαν έξαψη που
έθαβε τη δυσθυμία απ’ την πρόσφατη συνάντηση. Βγήκε στο δρόμο κι ο αγέρας
παρέσυρε ριπές από βροχή και τη μαστίγωνε ακόμη και κάτω από το υπόστεγο. Τα
φρεάτια των πολυκατοικιών θύμιζαν καπάκια από χύτρες εν βρασμώ, ξερνούσαν το
νερό στα πεζοδρόμια σε ποτάμια.
-Και
να σκεφθείς ότι έχω την ομπρέλα στ’ αυτοκίνητο σκέφθηκε, αν κι αναρωτήθηκε από
τι θα την προφύλασσε η ομπρέλα σ’ αυτή την καταιγίδα.
Όταν
της φάνηκε ότι κάπως κόπασε η βροχή κι ενώ ήδη ήταν μουσκεμένη και κρύωνε
αποπειράθηκε να φθάσει στ’ αυτοκίνητό της. Στη γωνία έμεινε άφωνη. Όλη η πλατιά
λεωφόρος ήταν ένα λασπερό ποτάμι στο οποίο επέπλεαν ψυγεία παγωτών που είχαν
ξεκολλήσει απ’ τα περίπτερα, ενώ πανικόβλητοι μικροεπιχειρηματίες πάλευαν με
κατεβασμένα ρολά και σκούπες να διώχνουν το νερό που είχε πλημμυρίσει τα
πεζοδρόμια κι απειλούσε το εμπόρευμά τους.
Ψιλόβρεχε
κι ήταν ήδη μούσκεμα όταν τόλμησε να διασχίσει την άδεια από αυτοκίνητα λεωφόρο
νιώθοντας τις γόβες της να μουλιάζουν λασπόνερα και το νερό να καλύπτει τα
παντελόνια της μέχρι πάνω από το γόνατο.
-Τίποτε
το σπουδαίο, σκέφθηκε. Σα να διασχίζεις ποτάμι. Αρκεί να μη σε παρασύρει.
Το δικό της πάρκιν ευτυχώς ήταν
σε ύψωμα. Πλήρωσε κι άνοιξε στο φουλ το καλοριφέρ να ξεθαμπώσουν τα παράθυρα.
Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να φθάσει σπίτι της παρακάμπτοντας λίμνες και σωρούς από
σακούλες σκουπιδιών. Δε χρειαζόταν να σκέπτεται τίποτε περισσότερο από το νάχει
αναμένο το καλοριφέρ και ν’ αποφεύγει τις λίμνες, τα φράγματα και τις
κατολισθήσεις στους ανασκαμμένους από έργα δρόμους.
Είχε
απ’ το πρωί ετοιμάσει γιορταστικό φαί. Κουνέλι στιφάδο. Μόλις έφθασε ο άντρας
της της τηλεφώνησε ότι θ’ αργούσε τρώγοντας με κάποιους φίλους. Ρώτησε αν κάποιο
από τα παιδιά θα της έκανε παρέα, αλλ’ ήταν απασχολημένα με κάποιο σήριαλ στην
τηλεόραση. Άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί κι ενώ έτρωγε μόνη προσπαθούσε ν’
αναπλάσει τις διαφορετικές εκδοχές της πράξης που έπαιξε στο δικηγορικό γραφείο.
Δε μπορούσε να
τον βρίσει ή να του φέρει την τσάντα στο κεφάλι. Θα μπορούσε όμως να τον
«δουλέψει» αν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Τον θεωρούσε ακίνδυνο.
Άλλωστε ακριβώς επειδή ο ίδιος δε μπορεί πια να κάνει τίποτε αρέσκεται στο να
παρακολουθεί τα λεσβιακά συμπλέγματα. Όμως εγώ; Πού δένω εγώ; Από πού υπέθεσε
ότι έχω τέτοιες τάσεις; Τι στ’ αλήθεια
μ’ ενοχλεί; Θα μ’ ενοχλούσε το ίδιο αν
απλώς μου ριχνόταν; Δε θα μπορούσα να μιλήσω έτσι κι αλλιώς στον άντρα μου.
Ειδικά παραμονές της εκδήλωσης. Γιατί το έκανε; Συνήθως οι άνθρωποι του κύκλου
μας κινούνται στα όρια της κοινωνικής
ευπρέπειας. Εκτός κι αν θεώρησε μεγάλην εκδούλευση τ’ ότι θα μου παρουσιάσει το
βιβλίο. Κάτι που εγώ δε θεωρώ. Για νάμαστε ειλικρινείς θεωρώ τον εαυτό μου πολύ
καλύτερο συγγραφέα από κείνον και ήδη του έχω ξεπληρώσει την εκδούλευση
γράφοντας λόγια που δεν πίστευα για το μετριότατο μυθιστόρημά του κι
αναζητώντας εναγωνίως κάποια θετικά σημεία. Τι θάκανα αν ήταν κάποιος από τους
συγγραφείς που στ’ αλήθεια θαυμάζω. Όχι, σε καμία περίπτωση δε θα γινόμουν η
μία ανάμεσα στις πολλές. Από την άλλη, αν ήταν ο ποιητής που θάθελα να ήμουν,
ακόμη κι αν είχε τη μορφή Κουασιμόδου θα δεχόμουν να γίνω η Μούσα του, θα
προσπαθούσα να γονιμοποιήσω μέσα από τον έρωτα τη λογοτεχνική μου κλίση, ακόμη
κι αν ήταν αυτοκαταστροφικό. Κάτι σαν το Ροντέν και την Καμίλ Κλωντέλ.
Τάβαζε με τον
εαυτό της που αντέδρασε σαν άπειρη παιδούλα. Ασυνείδητα γέμιζε το ποτήρι της
ξανά και ξανά μέχρι που το μπουκάλι στράγγιξε. Ήταν κι εκείνος ο πονόδοντος που
μέρες τώρα την ενοχλούσε και το κρασί της μούδιαζε ευχάριστα το στόμα. Άλλωστε
ο άντρας της θ’ αργούσε να γυρίσει. Όταν ερχόταν θα την έβρισκε νηφάλια.
Κατέβηκε στην κρεβατοκάμαρη παραπατώντας, έδιωξε τα παιδιά που έβλεπαν
τηλεόραση στο κρεβάτι τους κι έκλεισε το τηλέφωνο.
-Δεν είμαι εδώ
για κανένα, είπε. Κοιμάμαι.
Δεν πρόλαβε να
κοιμηθεί περισσότερο από μισήν ώρα όταν η κόρη της την ξύπνησε.
-Μαμά, ο
μπαμπά, φώναξε. Σήκωσε το ακουστικό
-Είμαι στον
ηλεκτρικό της είπε. Βρέχει. Έλα να με πάρεις.
-Μήπως μπορείς
να έλθεις μόνος σου; ρώτησε δειλά η κόρη τους απ’ την άλλη γραμμή.
-Είμαι
μούσκεμα, είπε.
-Έρχομαι
αμέσως, του απάντησε. Βγες απ’ τη μεριά της θάλασσας. Κατάλαβες; Απ’ την πλευρά
της θάλασσας.
Φόρεσε πάνω
από το νυχτικό και τα πάνινα αρκουδάκια παντόφλες μια καπαρντίνα και μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Τ’ αρκουδάκια μούσκεψαν αμέσως. Ψιλόβρεχε.
-Ποτέ με
τέτοια ή χειρότερη βροχή δε θα ζητούσα κάποιος να με πάρει απ’ τον ηλεκτρικό,
σκέφθηκε. Δυσκολεύτηκε να βγάλει τ’ αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο ανάποδα
στην ανηφόρα. Πρόκληση στη Μοίρα, σκέφθηκε. Οδηγώ μεθυσμένη. Όποιου του μέλει
να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει. Ψιλόβρεχε κι αυτό την εκνεύριζε πολύ
περισσότερο απ΄ ότι αν έριχνε κατακλυσμό. Τότε θα υπήρχε δικαιολογία. Πήγε απ’
τη μεριά της θάλασσας στην έξοδο του ηλεκτρικού. Όπως το φανταζόταν. Κανείς.
Έπρεπε ν’ αρχίσει τους κύκλους της παρανομίας, ανάμεσα στις νησίδες για ν’
ανακαλύψει ποιαν απ’ όλες τις εξόδους εκείνος ονομάτιζε «προς τη θάλασσα». Με
την τρίτη προσπάθεια τον εντόπισε να την περιμένει σε κάποιο υπόστεγο. Μόλις
μπήκε στ’ αυτοκίνητο του είπε δείχνοντάς του με το δάχτυλο «Αυτή είναι η έξοδος
προς τη θάλασσα»
-Μύγα σε
τσίμπησε; τη ρώτησε. Εντάξει, έγινε ένα λάθος.
Οδηγούσε
νηφάλια και προσεκτικά. Αμίλητη μπήκε στο σπίτι και ξάπλωσε.
-Θα κοιμηθείς;
τον ρώτησε.
-Μα είναι 4,
είπε αυτός.
-Εγώ ακόμη
νυστάζω, του είπε. Σε παρακαλώ βγαίνοντας κλείσε την πόρτα. Έχεις φάει;
-Κάτι
χουρμάδες και ξηρούς καρπούς τσιμπήσαμε και δεν πεινάω, είπε.
-Έτσι κι
αλλιώς έχει κουνέλι στιφάδο.
Μόλις βγήκε
έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρης με το κλειδί. Διεκδικούσε την προσωπική της ζωή. Δε νύσταζε πια. Άναψε
το φως και προσπάθησε να βάλει στο χαρτί
με κάποια τάξη τις σκέψεις της. Σε λίγο άκουσε κάποιον να προσπαθεί ν’
ανοίξει την πόρτα.
-Όποιος κι αν
είσαι, φύγε, είπε. Θέλω να μείνω μόνη.
Έπειτα από λίγο
άκουσε τη μπαλκονόπορτα του πλαϊνού δωματίου ν’ ανοίγει κι είδε το πρόσωπό του
να την κατασκοπεύει ανάμεσα απ’ τις κουρτίνες. Σηκώθηκε και του άνοιξε να μπει.
-Τι έχεις; τη
ρώτησε ανήσυχος.
-Τίποτε, είπε.
Ήπια λίγο παραπάνω.
-Έπρεπε να μου
το πεις κι εγώ θαρχόμουν με τα πόδια.
-Δεν ήθελα
ναρθείς με τα πόδια κι έπειτα ξέρεις ότι είμαι ριψοκίνδυνη.
-Κι
εγώ, που ήλθα να σου πω τι νόστιμο που ήταν το κουνελάκι σου! χαϊδεύτηκε.
Άφησε
το χαρτί, ανασήκωσε το πάπλωμα και τον πήρε στην αγκαλιά της.
-Μη
φοβάσαι, του είπε. Όλα θα πάνε καλά. Απλώς ήθελα να μείνω μόνη.
-Μα
εγώ σ’ αγαπάω, είπε σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του.
-Κι
εγώ, μα κι εγώ σ’ αγαπώ, του είπε, ενώ ήδη ταξίδευε στις σκέψεις της.
καλημέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήμπράβο σας ωραίο διάβασμα για το πρωινό μου