Με τον Ηλία Σιμόπουλο «Ταξίδι στην Αρκαδία»


Με τον Ηλία Σιμόπουλο «Ταξίδι στην Αρκαδία»

   Ήταν 18 Αυγούστου 2012 και αποφασίσαμε μετά από κάποια χρόνια να ξαναπάμε στο Καστανοχώρι (Κραμποβό) να συναντήσουμε το μεγάλο μας ποιητή Ηλία Σιμόπουλο, που μας τιμά για πάνω από 30 χρόνια με τη φιλία του.
   99 πια χρόνων, αλλά ζωηρός και σκανταλιάρης σαν έφηβος, μας καλοδέχθηκε με τις κόρες του Φώφη και Μαίρη, που με συγκινητική αφοσίωση πάσχιζαν να προλάβουν κάθε του επιθυμία, ενώ στην παρέα μας προστέθηκε με τη χαρά του γευστικού φαγητού και του καλού κρασιού ο Γιάννης Ασημακόπουλος, επιμελητής των τελευταίων βιβλίων του και συνεργός στο πόνημα «Μορφές του Κραμποβού: Νίκος Κοτσελόπουλος, Σταύρος Ηλιόλουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος, Ηλίας Σιμόπουλος» όπου υπογράφει τις μελέτες για τους Κυριάκο και Ηλία Σιμόπουλο. 
    Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η αταλάντευτη προοδευτικότητα και η αγέραστη μαχητικότητα του αγαπημένου μας ποιητή. Η αγωνία του για την επιμένουσα ρύπανση της Μεγαλόπολης που έφερνε κατά ριπάς την οσμή και τη δυσφορία από τα εντυπωσιακά αχνίζοντα καζάνια της πεδιάδας, που στραγγαλίζει ακόμη και τα ορεινά χωριά, αλλά και για το πιθανό ξεπούλημα της περιουσίας της ΔΕΗ (στο Χρηματιστήριο σήμερα οι μετοχές όλης της ΔΕΗ υπολογίζονται λιγότερο από την πραγματική αξία ενός μόνο εργοστασίου της!) και το μέλλον της χρεωκοπημένης Ελλάδας. Η κουβέντα έφερε για τις αλλαγές στη ονοματοδοσία των παιδιών και όταν η κόρη του Μαίρη ισχυρίστηκε ότι είναι σωστό να κρατούν τα παιδιά μόνο το επώνυμο του πατέρα για πρακτικούς λόγους και σύμφωνα την ελληνική παράδοση, ο παππούς αντέδρασε με φεμινιστικό δυναμισμό τεκμηριώνοντας εκτενώς την άποψη ότι και οι γυναίκες πρέπει να δίνουν το επώνυμο τους στα παιδιά! και ότι η παράδοση δεν είναι ταμπού, πρέπει να διατηρείται μόνο όπου παραμένει χρήσιμη.
   «Έτσι ήταν πάντα» κατέληξαν οι κόρες του. «Δε μας πίεζε αλλά μας περνούσε επίμονα και με επιχειρήματα τα πιστεύω του.»
    Οι ευγενικοί οικοδεσπότες μας πρόσφεραν απλόχερα την αρκαδική φιλοξενία στην παραδοσιακή λιθόχτιστη αυλή του πατρικού του σπιτιού και τον πρόσφατο καρπό της ποιητικής του συγκομιδής, το βιβλίο «ίμεροι» από τις «Αρκαδικές εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ» στη Μεγαλόπολη, μια συλλογή ερωτικών! ποιημάτων, το πρώτο από τα οποία με τίτλο «Μνήμη και αγάπη» είναι αφιερωμένο στην πρόσφατα αποδημήσασα γυναίκα του, η οποία γλυκιά και δοτική, όπως ο ίδιος, στάθηκε μέχρι τέλους ιδανική σύντροφος.
    Μπορώ να πω ότι πραγματικά μακάρισα αυτή τη γυναίκα, που όχι στην πυρά του πρώτου πάθους, αλλά μετά τόσα χρόνια συμβίωσης γίνεται αποδέκτης τέτοιων στίχων. «Σ’ ευχαριστώ. Μου χάρισες το πιο λαμπρό τοπίο του κόσμου. Την όμορφη διαδήλωση της άνοιξης στις παγερές λυκοποριές του ατέλειωτου χειμώνα… Σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες και τον εχθρό μου ν΄ αγαπώ. Όσο μπορείς να τραγουδάς, ποτέ δεν είσαι μόνος». 
   Είχα μελετήσει όλες τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές από την σημαντικότατη «Αρκαδική Ραψωδία» -βαριά από την οδύνη της άδικης εκτέλεσης του φίλου του Πολύβιου Ισαριώτη, που όμως καταγράφει ανάγλυφα τον καημό όλου του προδομένου ελληνικού λαού, από το μοιρολόι της μάνας μέχρι τις ρίζες των αρκαδικών μύθων και κυκλοφόρησε το 2011 σε Τρίτη επιμελημένη έκδοση από τις Αρκαδικές εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ- μέχρι τις ολόφωτες «Ράθυμες ώρες». Ο ΗΣ είναι ο μαχητικός ποιητής, ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, που δεν απογοητεύεται παρά τις αδιάκοπες διαψεύσεις, που δεν αποστρατεύεται παρά το ξεπούλημα των αγώνων. Κυρίως όμως είναι ο άνθρωπος της ελπίδας. Αν και δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για την απανθρωπιά του ανθρώπου επιμένει να πιστεύει ότι «ο άνθρωπος, αγάπη μου/ ποτίζει μέρα νύχτα/ με το αίμα του και τα δάκρυά του/ το δέντρο της ζωής..»
    Ο ΗΣ αξιώθηκε να ζήσει μια πλούσια μακρόχρονη ζωή και να βιώσει τις ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας επί έναν αιώνα σαν ενεργός πολίτης. Και είναι παρήγορο ειδικά τούτες τις δύσκολες ώρες να τον ακούμε ν’ ανασκαλεύει νηφάλια τις μνήμες ως εξής «Από τα βάθη του χρόνου/ αντιμετρώ/ το σκοτεινό παρελθόν/ Χρόνια πολέμων, εκτελέσεων/ θανάτων απ’ την πείνα/ βασανιστηρίων, εξευτελισμών/ Δεν ήμουνα γενναίος/ Όμως πάντα βρέθηκα / σ’ όλες τις μάχες στις προφυλακές/ Τα τραύματα που δέχθηκα/ το μαρτυρούν/ Τώρα στην ακηδία των ωρών/ παρήγορες οι μνήμες ολοζώντανες/ λαμπρύνουνε/ τις μέρες και τις νύχτες μου/
    Οι «ίμεροι» έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σαν ποιήματα, επειδή δεν είναι τα συνήθη ερωτικά ποιήματα του πάθους, ή έστω της επιθυμίας πριν από την ολοκλήρωση μιας σχέσης, αλλά το αποστάλαγμα της μνήμης του έρωτα. Σε μιαν εποχή, που η τρίτη ηλικία λοιδωρείται σαν ανέραστη ο ΗΣ αναδεικνύει τον έρωτα, που υπερβαίνει το θάνατο. «Ελεύθερο το άρωμα του έρωτα/ για μιαν ελεύθερη ζωή/ για έναν ωραίο θάνατο» γράφει.
  Ο έρωτας δεν έχει ημερομηνία λήξης, όπως πιστεύουν οι νέοι σήμερα, μας λέει: «Από νύχτα σε νύχτα/ τα βήματα μου/ ακολουθούν τη σκιά σου/ η ευτυχία δεν ξέρει ώρες/ από νύχτα σε νύχτα η αυγή/ ο ατέλειωτος έρωτας.»
    Η ζωή είναι αθάνατη διακηρύσσει: «Ολόγυμνη όπως πρόβαλε/ με τη χλαμύδα της/ ξεκουμπωμένη από τον άνεμο/ τίποτε δεν εμποδίζει/ την περίπτυξη της λευκής σιωπής/ με τις αιμάτινες κηλίδες του λυκόφωτος/ Αντίξοοι άνεμοι ριπίζουν/ τα ρυτιδωμένα πρόσωπα/ στον ξεριζωμένο ουρανό/ Όμως ο πόνος δεν είναι πόνος/ παρά έλξη καρδιάς/ που καθώς πάλλει απομακρύνονται/ τ’ αγκάθια που την τρυπούν/ Η ζωή είναι τόσο λίγη/ σαν όνειρο/ Η ζωή δεν τελειώνει/ ποτέ.»
   Τις δύσκολες μέρες της κατήφειας και του στραγγαλισμού κάθε προοπτικής από την αέναα επιδεινούμενη οικονομική κρίση, αυτή η επικοινωνία μας με την σοφία της ποίησης του Ηλία Σιμόπουλου έκανε την επίσκεψη στο Καστανοχώρι μας πραγματικό «Ταξίδι στην Αρκαδία».

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια


  1. Μαρία,
    συγκινήθηκα από το κείμενό σου και από τον άνθρωπο που το ενέπνευσε.
    Η εμμονή στην ποίηση και στην αγάπη είναι, πιστεύω, τα σημαντικότερα αντίδοτα στην πικρή γεύση των καιρών.
    Πρόκειται για βαθιά πολιτική-ανθρωπιστική στάση ζωής.
    Σε ευχαριστώ, να είσαι καλά,
    Άννα Μιχοπούλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μπράβο σας

    εξαίρετα λόγια σεμνά και γλυκά

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης