Το τάμα


Το τάμα

Τι τυχερός! Δεν τον έπιασαν με τους άλλους που είχαν κρυφτεί στην κοιλιά του φορτηγού. Κατάφερε να ξεφύγει. Σε μια γωνίτσα τόση δα. Μαζεύτηκε σαν κουβαράκι. Έβλεπε τους μπάτσους με τα σκυλιά να ψάχνουν, να τους ξετρυπώνουν ένα ένα, να τους ψάχνουν προσεκτικά -πόσο τον αηδίαζαν τα ξένα χέρια στο κορμί του!- να τους καθίζουν στην άκρη με τα χέρια πάνω από το κεφάλι, ενώ οι προβολείς της τηλεόρασης τους φώτιζαν κι αυτοί, έσκυβαν το κεφάλι από ντροπή, μόνο που δεν έκλαιγαν. Τους κόπους μιας ζωής, τους κόπους όλης μας της οικογένειας στοιχίζει τούτο το ταξίδι. Οι γυναίκες φεύγουν πιο εύκολα, κι ας κλαινε κι αυτές. Με πρακτορεία. Με το αεροπλάνο. Νόμιμα. Τις παίρνουν υπηρέτριες στη Σαουδική Αραβία. Ακούγεται αστείο. Μια έρημος πιο πλούσια από το πλουσιότερο νησί, τη Σρι Λάγκα. Ας όψεται ο εμφύλιος.
 Κι εγώ τη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων τελείωσα. Πώς νάρθουν όμως οι τουρίστες μες τις βόμβες των Ταμίλ; Γιαυτό κι οι δικοί μου με βοήθησαν. Ξέρουν ότι κι εγώ θα τους βοηθήσω. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα και γλίτωσα. Δεν είχα σχέδιο. Κρύφτηκα στην πρώτη γωνιά. Περνούσαν μπροστά μου μπάτσοι και σκυλιά μα σα να τυφλωνόντουσαν, σα νάσβυνε η δύναμη της όσφρησή τους. Σίγουρα χάρη στο τάμα της μάνας μου στο δέντρο Μπο. Κείνο το κουρελάκι που κρέμασε στο ιερό μας δέντρο για να πετύχω. Κουρελάκι απ’ το δικό μου πουκάμισο. Για να γυρίσω γερός. Ένα λαίνι νερό είναι αρκετή πληρωμή, τάμα για το δέντρο που βοήθησε το Βούδα να φτάσει στη φώτιση. Ένα λαίνι με νερό ή ότι άλλο έχεις. 

Δεν πίστευα στην τύχη μου όταν τους είδα να φεύγουν. Όλοι οι άλλοι θα γυρίσουν πίσω. Λένε ότι τους λυπούνται αλλ’ αρνούνται να τους δεχθούν. Κατηγορούν αυτούς, που μας μεταφέρουν. Είναι δουλέμποροι, λένε. Μα αν εμείς είμαστε δούλοι, τότε ποιος είναι ο αφέντης; 
Έμπλεξα με πολλά αφεντικά σ’ αυτή τη χώρα που με σταμάτησαν οι μπάτσοι. Άλλοι καλοί κι άλλοι κακοί, όπως παντού στον κόσμο. Σε μιαν Αθήνα κόλαση με αυτοκίνητα να ζουζουνίζουν και τις πολυκατοικίες να σε πλακώνουν, σε υπόγεια ανήλιαγα ψυχρά, στενοί δρόμοι, ξεραίλα και καυσαέριο. Τελικά τα βρήκα μ’ έναν αλβανό. Όχι αλβανό- αλβανό, αλλά χριστιανό- αλβανό, απ’ τους δικούς τους. Είχε κι άλλους σαν και μένα στη δούλεψή του. Βάφαμε τις οικοδομές. 
Πήγαμε σ’ ένα σπίτι να συμφωνήσουμε και βλέπω στο σαλόνι τους πάνω στο πιάνο ένα ξύλινο Βούδα. Βάλθηκα να τον προσκυνώ όπως του πρέπει κι οι άλλοι γελούσαν και με χάζευαν. Προσκύνησα και τ’ αφεντικό γιατί τον είχε ψηλά με το σεβασμό που του αξίζει του Φωτισμένου. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ήθελα να δουλέψω γιαυτό τον άνθρωπο που ξέρει να τιμά το Βούδα. Είχε κι αυτός ένα τάμα να πληρώσει στους δικούς του φωτισμένους αγίους. Ήθελε να βάψουμε μιαν εκκλησιά, μιαν εκκλησιά που βγάζει νερό αγιασμένο, στο χωριό του στο βουνό. Εκεί μας πήγε. 
Μόλις το είδα τρελάθηκα. Πράσινο πράσινο, όλο νερά σαν το χωριό μου στο Κάντυ. Άρχισα να τρέχω πέρα δώθε σαν τρελός κι εκείνοι με περγελούσαν. «Αθήνα μάπα, τους έλεγα. Εδώ ωραία» Και μες το κατακαλόκαιρο τ’ απογευματάκι πιάνει μια βροχή χορταστική, ακριβώς σαν την πατρίδα μου. Μοσκοβόλησε ο τόπος και νόμιζα πως θάβλεπα στην καταχνιά τις γυναίκες μας να κουβαλούν βρεμένες τα κοφίνια με το φρεσκοκομμένο τσάι. Ο ουρανός μ’ ευλογούσε. Το τάμα της μάνας μου μ’ ακολουθούσε μέχρις εδώ. 
Κάθε μέρα βάφαμε την εκκλησιά τους και μόλις τέλειωνα έπαιρνα τα όρη σαν αλαφιασμένος ελέφαντας. «Θα τον δουν οι χωριάτες, έτσι μαυριδερό και θα τρομάξουν» έλεγαν, μα δε με πείραζε. Άρχισα να τρώω με όρεξη και ο μάστορας θαύμαζε «Αυτός στην Αθήνα μπουκιά δεν κατεβάζει!» έλεγα. Δε φοβόμουν πια όπως όταν τους έβλεπα να τσακώνονται στην τηλεόραση για τις δικές τους ταυτότητες, όταν εγώ καμιά ταυτότητα δεν είχα. 

Έβαφα τους τοίχους της εκκλησιάς τους με σεβασμό. Το χρωστούσα στον άνθρωπο που σεβάστηκε την εικόνα του Φωτισμένου μας. Ο άσπρος τοίχος ήταν το δικό μου τάμα στο μακρινό ιερό μου δέντρο. Σκεπτόμουν. Όσο η βροχή μας ευλογεί, ελπίζουμε. Θα το ποτίσω κάποτε το ιερό μου δέντρο Μπο με ένα λαήνι νερό απ’ αυτή την εκκλησιά της ελπίδας. Όσο ο τοίχοι λάμπουν τόσο σιγουρεύομαι. Το τάμα της μάνας μου θα εκπληρωθεί. Θα γυρίσω γρήγορα.

Δημοσιεύτηκε στήλη "εξ' αφορμής" Η ΑΥΓΗ 14-7-2000

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. καλησπέρα

    πολύ συγκινήθηκα αλλά αυτά τα ξέρουμε βιωματικά από τους γονείς μας....

    ο πατέρας μου ήταν σκαστός στις ΗΠΑ τον μπαγκλάρωσαν τον φυλάκισαν και τον έστειλαν στην Ελλάδα. Δεν ήταν φαίνετε αρκετά λαμόγια οι της φαμίλιας μου εκεί στην Ν. Υόρκη. Το διαβατήριό του ήταν σφραγισμένο δηλαδή να μην έχει δικαίωμα να ματαπάει στις ΗΠΑ. Πάντα σεβόταν τον ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΛΑΟ που δεν είχε την ξυπασιά της Ευρώπης και ήταν δουλευταράς λαός...


    εγώ δεν βρήκα κακό που τον ξαποστείλανε πίσω στην Εύβοια. Οϋτε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου κράτησε κακία. Η αλήθεια είναι μία. Ο μετανάστης θέλει να την κοπανήσει (και για τους Ταμίλ δεν τα πολυκατανοώ) και η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ μίας χώρας πρέπει για να ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ, το ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΤΟΥ την ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ να απαιτεί σταμάτημα των μεταναστών...

    Μίλαγα προχτές με ένα φίλο από το Τυμπάκι που έχει θερμοκήπια. Όταν μικρότερος έμενα άνεργος έβρισκα πάντα ένα μεροκάματο στο θερμοκήπιο και ένα κρεββάτι ή στην παραλία του Κόκκινου Μύλου μια αμμουδιά... Τώρα δίνει 20 ευρώ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ και διλέγει τους Πακιστανούς αν κάνει συχνά επικείψεις προς την Μέκκα. Αυτόν διαλέγει....

    Θα μου πεις και εσύ τι κάνεις όταν ψάχνεις εργοδότη ? Ναι το πρώτο και μοναδικό που κοιτάω είναι να έχει ΣΤΑΥΡΟ και εικονίσματα.... Συνήθως οι εργοδότες που δεν πιστεύουν δηλαδή είναι τέως αριστεροί σου κλέβουν ένσημα, βρίζουν, απολύουν πούστηκα...

    Είναι από που τα κοιτάζεις... Τώρα πάνε τα θερμοκήπια, πάνε οι τουριστικές μονάδες τώρα φέρνουν ανατολικοευρωπαίους σπουδαστές τουριστικών επαγγελμάτων...

    Η ζωή για τους Έλληνες εργάτες έγινε μια πίκρα... Σάμπως μας υπερασπίζετε κανείς ? Ή άμα βρεις μεροκάματο σε οικοδομή αν αντέξεις 5 ημέρες.... είναι πρωταθλητισμός... Που να χωθείς στην Αλβανική κάστα... Ούτε σου δείχνουν ούτε τίποτα.... Και στο πρώτο λάθος τσουπ πάνε πρώτοι στον εργολάβο και σε ρουφιανεύουν...

    Μην απορήσουν οι σοφοί αν δουν στις φτωχογειτονιές να θερίζουν τα χρυσά αυγά.... Γιατί ο Έλληνας εργάτης δεν έχει τόπο να σταθεί....

    και μια που γράφετε στην ΑΥΓΗ και επειδή ακούω μανιακά 105.5 πείτε τους να κάνουν καμμιά βόλτα στην Ν. Ιωνία, στα εργοστάσια .... Γιατί έτσι όπως πάνε θα πέσουν από τα σύννεφα ξανά ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστώ πολύ, φίλε μου akrat για τη συγκινητική, εύστοχη και σφαιρική σου ανταπόκριση σε αυτό το κείμενο που και για μένα είχε βιωματική εκκίνηση . Όλοι θα πρέπει να μη ξεχνάμε αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι ότι "κοινη γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον" και ότι ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς και συ στη θέση του πρόσφυγα. Γιαυτό και πρέπει νομίζω να κρατάμε την ανθρωπιά μας πάνω από τα κύματα των δοκιμασιών της ζωής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης