Μια "Καλημέρα" είναι αυτή!!!

Μια "Καλημέρα" είναι αυτή!!!

 Χαμογελάστε παρακαλώ. Στην εποχή, που η αγένεια εμφανίζεται σαν κυρίαρχη συμπεριφορά, οι γείτονες δε γνωρίζονται και η παραχώρηση προτεραιότητας θεωρείται αδυναμία, υπάρχουν ακόμη τα ήθη πολιτισμού, που αντιστέκονται κι επιβιώνουν.
 Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στην Ερμούπολη όπου στο σπίτι και το σχολειό μας δίδασκαν ότι πάντα χαιρετάμε ευγενικά όποιον συναντάμε, οπωσδήποτε τους μεγαλύτερους, στους οποίους κάνουμε ευχαρίστως κάποια μικροθελήματα (τα οποία συνήθως ανταμείβονταν με κάποιο μικρό κέρασμα).
Αυτή η ευπρέπεια ήταν ταυτόσημη σε κάθε Κυκλαδίτικο νησί. Έτσι στο χωριό μου στη Σαντορίνη, κάθε που καταφθάναμε στην πλατεία, πάντα πρόθυμα χέρια απλώνονταν να κουβαλήσουμε τα πράγματα μέχρι το σπίτι, μέχρι που ήλθε ο τουρισμός και δίδαξε ότι κάθε πράξη έχει αντίτιμο. Μέχρι τότε γλυκοχαιρετούσαμε κάθε άνθρωπο, που συναντούσαμε και το κέρασμα στον ξένο ήταν απαραίτητο ακόμη και σε περιόδους εσχάτης ένδειας. Το μόνο που επιβιώνει πια από αυτή την παράδοση είναι το κέρασμα, που εξακολουθούμε να προσφέρουμε σε κάθε πανηγύρι μας.
Έτσι με θλίψη μου, στα χρόνια της εφηβείας, πέρασα από την ευγένεια της Σύρου στην αδιάφορη ισοπέδωση της Αττικής και με έκπληξη αργότερα παρατήρησα ότι και στη νέα εξ αγχιστείας πατρίδα μου, τη Δίβρη, ποτέ δεν χαιρετούσαν κάποιον, αν δεν τον γνώριζαν. 
Στη Σαντορίνη μου η αλλαγή γινόταν ύπουλα χρόνο με χρόνο. Τα χέρια έπαψαν ν' απλώνονται και τα καλημερίσματα σίγησαν, ακόμη και το χειμώνα, που οι τουρίστες δεν υπάρχουν. Όταν ρώτησα "γιατί;" τους παλιούς μου συντοπίτες, έλαβα την απάντηση ότι και στο χωριό οι πιο πολλοί πια είναι ξένοι, εννοώντας τους οικονομικούς μετανάστες, που εγκαταστάθηκαν πια μόνιμα στο νησί. 
Και παρηγορήθηκα όταν φέτος, ο πακιστανός εργάτης που -κάθε χειμώνα- βάφει το σπίτι στο χωριό, μου είπε ότι στο άλλο σπίτι που ανέλαβε στο Μεγαλοχώρι, μιλούσαν για μας με τα καλύτερα λόγια όχι πια χάρη στην καλή μνήμη -που σαν λιβάνι τυλίγει κάθε αναφορά στο όνομα των γονιών μου-, αλλά επειδή εμείς -σήμερα ηλικιωμένοι- σαν γιατροί ποτέ δεν δεχόμαστε χρήματα, ειδικά στα χρόνια, που δεν υπήρχε παιδίατρος στο νησί.
Στη Σύρο, που -τώρα ολάνθιστη- γεύεται τους καρπούς μιας τουριστικής άνοιξης, ευτυχώς, τα ήθη πολιτισμού επιβιώνουν. Το καλημέρισμα απαραίτητο και συχνά συνοδεύεται -χωρίς να θεωρείται χάσιμο χρόνου- με κουβέντα ειλικρινούς ενδιαφέροντος για την ευημερία ολόκληρης της οικογένειας. Οι κύριοι κάποιας ηλικίας εξακολουθούν να κάνουν κοπλιμέντα στις κυρίες και ν' απαιτούν να κεράσουν στο καφενείο, ενώ είναι αυτονόητο το ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να προπορεύονται και να δέχονται τη σθεναρά ανδρική χείρα υποστήριξης σε κάθε δυσκολία. Σε κάθε μαγαζί, ακόμη και οι κινέζοι μεταμορφώνονται σε ομιλητικούς εμπόρους, που ευγενικά συζητούν με τον υποψήφιο πελάτη επί παντός επιστητού, άσχετου με τα αντικείμενα προς πώλησιν. Τα καταστήματα θυμίζουν τον εξωτισμό της Ανατολής τυλιγμένο με την δυτική πολυτέλεια. Ίσως γιαυτό ευθύνεται η ιστορική εμπειρία της σύμμειξης του Μικρασιάτικου πνεύματος με την Δυτικοευρωπαική παράδοση, που θεμέλιωσε -κυριολεκτικά στη θάλασσα- τούτη την ονειρεμένη πολιτεία. 
Χθες το απόγευμα ανηφορίσαμε με το ευγενέστατο μοσκοβολιστό ταξί στην Άνω Σύρα, όπου γευθήκαμε -με θέα όλη την πόλη και το λιμάνι που σαν αγκαλιά καλοδεχότανε κάθε πλεούμενο- υπέροχες λιχουδιές, εξαιρετικά πειράματα με βάση τις παραδοσιακές γεύσεις και -αφού ρωτήσαμε- μάθαμε για την υγεία όλης της οικογένειας του ταβερνιάρη, καθώς και το γεγονός ότι η γκαρσόνα μας ήταν πρώτη της μέρα στη δουλειά και είναι φοιτήτρια κι έτσι αφήσαμε μεγαλύτερο πουρμπουάρ. 
Κατηφορίζοντας τα γραφικά στενά οι ήχοι μας παρέσυραν στο πλάτωμα μπροστά από το Μουσείο Βαμβακάρη, όπου ντόπιοι καλλιτέχνες -με άλλα βασικά επαγγέλματα βιοπορισμού- τραγουδούσαν υπέροχα τραγούδια κι ο κόσμος καθισμένος στα σκαλιά άκουγε μαγεμένος ή χόρευε σε μια εμπειρία, που δεν ήθελες να τελειώσει. 
Μιας και δε βρίσκαμε ταξί κατηφορίσαμε μέχρι την έξοδο του περιτοιχισμένου οικισμού, στην Καμάρα. Ζητήσαμε από ένα ΙΧ με δυο άγνωστες κοπέλες να μας κατεβάσουν, όσο μπορούν, μέχρι το Ηρώο αφού ο προορισμός τους ήταν το χωριό στη Βάρη, κι εκείνες -όχι μόνο μας εξυπηρέτησαν, αλλά έκαναν παράκαμψη να μας πάνε μέχρι την Πλατεία!! Αναρωτιέμαι σε πόσα μέρη της Ελλάδας εξακολουθεί να επιβιώνει αυτή η γενναιοδωρία, που απ' ότι φαίνεται πέρασε σε αυτές τις άγνωστες κοπελιές από διδαχές, που έζησαν έμπρακτα από γεροντότερους όπως εγώ, και που- απ' ότι φαίνεται θα επιβιώσει -η οδηγός μας είπε ότι ήταν μάνα δυο παιδιών, που βοηθούν εθελοντικά σε κάποιες από τις πολλές καλοκαιρινές δραστηριότητες της πόλης. 
Όσο γερνώ τόσο περισσότερο θέλω να ελπίζω ότι δεν καταστρέψαμε ό,τι παραλάβαμε και ότι τα εγγόνια μου θα ζήσουν σε ένα κόσμο πιο ανοικτό και πολιτισμένο από αυτόν που σήμερα μας περιβάλλει. Και η ζωή ευτυχώς εξακολουθεί να φέρνει στο δρόμο μου  ανθρώπους, που με κάνουν να χαμογελάω καθώς σκέπτομαι ό,τι η μαμά μου έλεγε "Ως χαρίεν ο άνθρωπος ότε Άνθρωπος η" δηλαδή "τι χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι Άνθρωπος" Και πάντα κατέληγε "Μην ξεχνάς Μαρία μου την ετυμολογία  της κάθε λέξης. Άνθρωπος από το Άνω + τιτρώσκω  γιατί, παιδί μου,  ο Άνθρωπος πρέπει πάντα να βλέπει πιο ψηλά".




Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης