Ειδικά για άντρες


         Ειδικά  για  άντρες

   Το πιοτό ποτέ δεν μ' άρεσε. Ισα για μια μπουκιά λικέρ, εντάξει. Κι η μεταλαβιά καλή. Το ψωμάκι γλύκιζε παπαριασμένο στο χλιαρό κρασόνερο. Και πόση προσοχή να μη χυθεί! 'Επειτα μ' έβαζαν θυμάμαι, σε κάτι γιορτινές συνάξεις, να τσουγκρίζω το ποτήρι μου και γω, να γίνω άντρας.. 'Ισα που τόφερνα στη γλώσσα κι αηδίαζα. Πικρό, καυτό, σα φάρμακο.
     -Βρε, άσπρο πάτο, γρύλιζαν τριγύρω μου και γω κοιτούσα σα χαμένος ν' αναψοκοκκινίζουν και να τραγουδάνε συνεπαρμένοι από κάποιο πυρετό, όλοι καλόκαρδοι κι ευγενικοί, αυτοί που τις καθημερνές ήταν γρουσούζηδες και γκρινιάρηδες, αυτοί που πετροβολούσαν τα γατιά και τους ζητιάνους έβλεπα να μεταμορφώνονται σ' ανοιχτοχέρηδες άρχοντες, να τσακώνονται ποιος θα πρωτοκεράσει την παρέα, να γεμίζουν τα ποτήρια των διπλανών, να παραγγέλνουν ξανά και ξανά κι άλλους μεζέδες, να χορεύουν μ'όλο τους το κορμί σαν τους δερβίσηδες και ν' απλώνουν τα χέρια τους να κρεμαστούν απ' τον ουρανό.
            Αυτό που μ' αηδίαζε πιο πολύ ήταν η μπύρα.
            -Μα πώς το πίνουν τούτο δω το κατρουλόνερο; αναρωτιόμουνα τα καλοκαίρια, που πλάι στη θάλασσα έβλεπα τους τουρίστες ν' αδειάζουν τις μπουκάλες ξεροσφύρι κάτω απ' τον καυτό ήλιο και τα ξανθειά τους γένια ν' αφρίζουν από τη δίψα και το ξεφλουδισμένο τους κορμί να λούζεται με άλμη, άμμο κι ιδρώτα που μύριζε ουρανό.
            Αν πεις για τα παράξενα πιοτά, ουίσκια, τζην και τα υποδέλοιπα, δεν τ' άγγιζα μήτε δετός. Μόνο το ούζο είχα συνηθίσει να μπουκώνω και να φτύνω όποτε μ' έπιανα πονόδοντος κι έννοιωθα το στόμα μου να καίει, η γλώσσα μου να μουδιάζει κι ο πόνος μέρευε σιγά σιγά  σα να διαλυόταν μες τους μυρωδάτους ατμούς που τρύπωναν στο μυαλό μου.
            Το ούζο μ' άρεσε.. σαν καραμέλλα.
            -Καραμέλλες ούζου, έλεγα στον περιπτερά απλώνοντας περήφανα τη δραχμούλα μου. Μια δραχμή, δέκα καραμέλλες που τις πιπιλούσα αργά αργά και χαιρόμουν την αντρίκεια συνήθεια να πλυμμυρίζει το στόμα μου, καθώς η γλώσσα χάιδευε την αδρή όλο γωνιές καραμέλλα,  που σιγά σιγά διαλυόταν κάτω απ' το ψαχούλεμα της γλώσσας μου. 'Εκλεινα τα μάτια κι άφηνα τη γλώσσα μου να βλέπει ψηλαφιστά. Ποτέ δεν κατέφευγα στη βιαιότητα των δοντιών. Μου αρκούσε να παρατείνω την απόλαυση, να παίζω με την καραμέλλα όπως η γάτα με το ποντίκι της. Μπολιαζόμουν με τη γεύση της αντρειάς αργά και παθητικά.
            'Ωσπου μας ήλθαν κείνες οι άλλες καραμέλλες, οι κάλπικες. Απ' όξω καραμέλλα και μέσα πιοτό. Εκεί που πιπιλούσες ανέμελα ξάφνου το στόμα γέμιζε καυτό δηλητήριο και πάει η απόλαυση. Σαν την τιμωρία των μαμάδων στα μωρά, που πρέπει να κόψουν την πιπίλα. Πιπίλα με πιπέρι, με κινίνο. Καραμέλλα με πιοτό! Σοκολάτα με ουίσκι!
            Επειτα ήλθε η ντροπή. Εβγαινα με παρέα, αντράκι πια, όλοι γέμιζαν και ξαναγέμιζαν τα ποτήρια τους και με λοξοκοιτούσαν που το δικό μου ποτέ δε στέρευε. Λες και τους έκλεβα την απόλαυση. Δεν είχαν κι άδικο. Σε μια παρέα μεθυσμένων ο ξενέρωτος είναι σα σπιούνος. Κατασκοπεύει τις διαβρώσεις, ξεσκεπάζει τα προσωπεία, είναι ψύχραιμος σε μια χώρα ονείρου, είναι ντυμένος σ' ένα στρατόπεδο γυμνιστών. Ετσι μ'απόφευγαν και δεν τους κατηγορούσα.
            Επαιρνα το κορίτσι μου να φάμε έξω.
-Τι θα πιείτε; πρώτα πρώτα μας ρωτούσε το γκαρσόν.
-Νεράκι του Θεού, ήθελα να του πώ, μα έλεγα "μια κόκα
κόλα" μπας και κακοφανεί στη κοπελλιά, μήπως με πάρει για τσιγκούνη. Μαζευόταν κι αυτή. Παράγγελνε πορτοκαλάδα. Τι να πιεί μ' έναν άντρα που δεν πίνει;
            Φιλοσοφούσα, διάβαζα πολύ. Πάλευα να κρύψω τη γύμνια μου μπροστά στο χάρο. Φοβόμουν, έτρεμα, μα δεν τ' ομολογούσα. Κλεινόμουν στον εαυτό μου, μαράζωνα.

            Είμαστε κάποια εκδρομή. Φοιτητομάνι. Σ' ένα βουνό, σ' ένα ταβερνάκι χωμένο στα έλατα. Μεζέδες και κρασί γκυκόπιοτο, αγνό. Δεν το κατάλαβα πώς ήλθα στο κέφι. Αναψοκοκκίνησα, άρχισα και γω να τραγουδώ, έσμιξα με τους άλλους. Πήγαμε στη βρυσούλα και πιτσιλιόμαστε σαν τα μωρά. Αγκάλιασα και φίλησα κάποια κοπέλλα, δίχως να ντρέπομαι, μπροστά σε όλους κι αυτή αφέθηκε στα χέρια μου παραδομένη. Επειτα μπήκαμε στο πούλμαν και κείνο έτρεχε κι είχε στροφές, -θάταν κι ο οδηγός πιωμένος­τσιρίζαμε κάθε που βρισκόμαστε φάτσα με φάτσα με κάποιο άλλο αμάξι κι αυτοί μας μούτζωναν και μας κορόιδευαν, μα γω γελούσα, κρατούσα το κορίτσι αγκαλιά κι έννοιωθα λεύτερος στ' αληθινά για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εννοιωθα όμορφα, ήμουνα βασιλιάς και πάνω απ' όλα έτσι απλά σαν σ' αποκάλυψη δεν υπήρχε πια θάνατος να με τρομάζει. Κολυμπούσα ή μάλλον έννοιωθα να  αιωρούμαι σ'  έναν απέραντο ουρανό αιώνιας ευτυχίας. Το μυαλό μου έμοιαζε λαμπερό. Ο κόσμος δεν έκρυβε πια κανένα μυστήριο για μένα. Ολα στη γη ήταν καλοβαλμένα. Δεν υπήρχε κακία και δυστυχία, δεν υπήρχαν αρρώστεια, φτώχεια και γηρατειά, δεν υπήρχε ο θάνατος.
            Ετσι ξεκίνησα κι υστερ' αργά αργά ήλθε κι η κατρακύλα. Εφταιγ' η Ελένη με τα φωτεινά, λαδιά της μάτια και τα περήφανα στήθια. Πριν την αγγίξω άναβα. Κι αλοίμονο, όχι μονάχα εγώ, μα όλη η παρέα μας. Κι αυτή μου δόθηκε. Μόνο σε μένα.. στην αρχή. Κι έπειτα σ' άλλο κι άλλον, τέλος σε όλους, δίπλα μου, δίχως εγώ, ο τυφλωμένος απ' τον πόθο να το μυριστώ, εγώ που ζήλευα και την ανάσα της. Κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη μου οι φίλοι και γω καμάρωνα κρατώντας το χεράκι της.
            Ηταν στο κέντρο.  Μόλις πήραμε το χαρτί. Επιτέλους πτυχιούχοι,ξεφαντώναμε.   Αυριο  φεύγαμε  φαντάροι, σκλαβωνόμαστε. Σήμερα όμως είχαμε καιρό, η νύχτα όλη ήτανε δική μας. Πίναμε όλοι να προλάβουμε τη νύχτα. Πίναμε και τραγουδούσαμε. Κι έπειτα κάποιος τράβηξε το τραπεζομάντηλο κι όλα σωριάστηκαν στο πάτωμα με κρότο. Η Ελένη πάνω στο τραπέζι να χορεύει. Χόρευε  και λικνιζόταν κι έστελνε σ' όλους μας φιλιά.
            -Σαμπάνια, ούρλιαξε κάποιος και το γκαρσόνι βιάστηκε να φέρει το μπουκάλι. Κείνος την κούνησε μανιασμένα κι έπειτα ο φελλός τινάχτηκε στον ουρανό, ενώ αυτός σίμωσε την Ελένη, που σήκωνε την κοντή της φούστα κι εκείνος άρχισε να πυροβολεί μ' αφρούς το δαντελωτό άσπρο της εσώρουχο κοντά, όλο πιο κοντά στο κορμί της. Ορμησα να τον κατασπαράξω, μα ήμουν τόσο ζαλισμένος που σωριάστηκα καταγής. Από κει την έβλεπα να χορεύει λικνιστικά, μουσκεμένη με το κρασί, που την στόχευε μουσκεμένη με το μυρωδάτο της  ιδρώτα, την έβλεπα να προσφέρεται σ' όλους και πουθενά και γω πεσμένος καταγής άρχισα να ξερνοβολώ μέχρι που έχασα τον κόσμο από μπροστά μου.
            Ξύπνησα σ' ένα θάλαμο νοσοκομείου μ' όλο μου το κορμί να πονάει και το πόδι και το χέρι μου στο γύψο.
            'Οπως μου είπαν έπεσα μονάχος μου στις ρόδες κάποιου φορτηγού κι ευτυχώς που ο χριστιανός δεν έτρεχε και πρόλαβε να πατήσει φρένο. "Αλλοιώτικα θα σε πλήρωνε  γι άνθρωπο" συμπλήρωναν γελώντας μ'ανακούφιση οι φίλοι .
            Η Ελένη δεν ήλθε ούτε να με δει. Αργότερα έμαθα πως την είχα χαστουκίσει μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Εγώ δε θυμάμαι τίποτε, έξω από μια νύχτα φορτωμένη μ' αστέρια λαμπερά σαν κι αυτά που βλέπουμε στην εξοχή κι ένα αίσθημα θριάμβου. Σα νάχα επιζήσει μες απ' τον ίδιο μου το θάνατο, σαν νάχα ξεσχίσει το προσωπείο της ζωής.
            Πήγα φαντάρος, νοικοκυρεύτηκα, έπινα πια με μέτρο δεν άργησα να πιάσω μια δουλειά, υπαλληλίκι, να παντρευτώ μια νοικοκυρεμένη κοπελλίτσα, όπως τη θέλαν οι δικοί μου.
            "Οποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι" με δούλευαν οι φίλοι μου όταν σχολίαζαν την παθιασμένη μου ζήλια για τ' ασήμαντο κορίτσι που έγινε γυναίκα μου. Ηλθαν και τα παιδιά, μα τίποτε δεν άλλαζε. Οι μέρες κυλούσαν ομοιόμορφες σα σε καρμπόν, το κορμί μου ξεχείλωνε απ' τα βαρίδια του χρόνου και γω πια δεν αντιστεκόμουν. Τώρα το πιοτό μου ήταν απαραίτητο. Οχι πως μεθούσα. Ισα που έκανα κεφάλι. Αποζητούσα την αψιά του γεύση να με δροσίσει, να με ζεστάνει, να με βουτήξει στ' ονειροπήγαδο κάθε που την αγκάλιαζα, να μεταλάζει τον πόθο σε πάθος, το καθήκον σ' έρωτα, τη συνήθεια σ' ηδονή. Γιατί ποθούσα όλο και πιο συχνά κάθε γυναίκα που συναντούσα, μα σιχαινόμουν τον ίδιο μου το κορμί, το ξεχειλωμένο μου στομάχι, τα προγούλια μου, το πρισμένο μου πρόσωπο με τις κόκκινες φλεβίτσες.
            Κι ας λένε πως οι γυναίκες το κάνουν για τα λεφτά. Εγώ δεν τόθελα. Ηθελα να μ' ερωτευθούν για το λαμπερό άντρα που κρυβόταν κάτω απ' τη σκουριασμένη πανοπλία, ήθελα σαν το βάτραχο να μεταμορφωθώ σε πριγκηπόπουλο, μα το κορμί μου στον καθρέφτη μου φάνταζε απωθητικό στα ίδια μου τα μάτια. Οσο για κείνη σάμπως την έβλεπα; Σβυστά τα φώτα, ντυμένοι κι οι δυο, χρονομετρούσα την επαφή μας -αυτά τα ψηφιακά ρολόγια με το φωτεινό καντράν πόσο προδίδουν!- δυο τρία λεφτά κι έπειτα γυρνάγαμε πλευρό, λαγοκοιμόμασταν, εκείνη ροχάλιζε ελαφρά, τόσο σιγά πούμοιαζε σα να κλαίει.
            Δεν είχα παράπονο. 'Ηταν η τέλεια σύντροφος, ιδανική νοικοκυρά, υπέροχη σα μάνα. Οι γέννες της την χόντρυναν, ρυτίδες χάραζαν το πρόσωπό της, ποτέ δε μοσκοβόλησε στα ρουθούνια μου τ' άρωμα του κορμιού της.
            'Επρεπε κάπως να επιζήσω. 'Eπρεπε κάτι να γενεί να σπρώξω τον καιρό να δώσω κάποιο τέλος. Ηλθε το ουίσκι, το τζην, η βότκα και μούγιναν συνήθεια, δίχως να το καταλάβω. Πρωί πρωί μόλις ξυπνούσα αντί καφέ είχα το "φάρμακο". Αγόρασα κι ένα φλασκάκι για να το παίρνω στη δουλειά. Μα τ' άτιμο πια δε με νανούριζε. Στην αρχή μονάχα ήταν εκείνη η απέραντη αιώρα που μ' αγκάλιαζε και μ' ανέβαζε στ' αστέρια κι έννοιωθα τη διάθεση να ξεφωνίσω από χαρά σαν τα μικρά παιδάκια και τότε αρπαζόμουν πάνω της να κρατηθώ, την όργωνα με θέρμη και κείνη έμενε βουβή κάπως σα λυπημένη. Καταλάβαινε άραγε την προδοσία μου; Δεν κρατούσα εκείνη στην αγκαλιά μου, μα ολάκερη τη θηλυκή ανθρωπότητα, που στέναζε κάτω απ' το δυναμικό γονιμοποιό μου βάρος. Βούλιαζα μέσα της καθώς σε θάλασσα. Πόσο χαιρόμουν σαν πνιγόμουν! Την έννοιωθα να με ρουφά στη μέγγενη των ποδιών της κι αναγάλιαζα.
            -Ελένη, της φώναξα κάποτε κι αυτή τραβήχθηκε ενοχλημένη. Από τότε δεν ξανακοιμήθηκε στο πλάι μου. 'Επειτα ήλθαν και οι πόνοι. 'Οχι σπουδαίοι, κάτι σα σουβλιές. 'Οπως στον πονόδοντο τους μέρευα με το "φάρμακό" μου, που έπρεπε συνέχεια να πίνω, όλο και πιο πολύ. Σαν κάποιος δαίμονας να μου το νέρωνε εντός μου.
            Στη δουλειά άρχισαν τα παράπονα.
            -Δεν είναι κατάσταση αυτή, μου έλεγαν.
            Και κείνη άρχισε τη γκρίνια.
            -Δε σκέπτεσαι πια ούτε τα παιδιά. Τι θα φάμε, πώς θα ντυθούμε, έτσι που όλα πάνε στο μπουκάλι;
            Δε μπορούσα πια να το κόψω. Οχι πως δεν προσπάθησα. Μα ήταν εκείνοι οι πόνοι στο κορμί και κάποια φαντάσματα που άπλωναν τα χέρια τους να με κατασπαράξουν, κείνα τα ερπετά που σέρνονταν στο κορμί μου, μόλις το σφουγγάρι μέσα μου στέγνωνε.
            -Αλκοολισμός, είπαν οι γιατροί, ντελίριουμ τρέμενς. Στην κλινική, είπαν, γι αποτοξίνωση. Εκείνη έκλαιγε και με χαιδολογούσε καθώς μ' εγκατάλειπε στα χέρια τους.
            -Θα δοκιμάσουμε καινούρια μέθοδο, είπε περήφανα ο τρελλογιατρός. Λωβοτομή. Θ' αποδώσει θεαματικά. Δίχως να υποφέρετε. Τι λέτε; Δυστυχώς είναι οδυνηρή η πορεία της απεξάρτησης. Χρειάζεται δυνατός χαρακτήρας και σεις φοβούμαι ότι δεν τον διαθέτετε. Κι έπειτα η επανένταξη σε μιά κοινωνία όπου όλοι κατέχουν και καταναλώνουν οινοπνευματώδη.. Με αντιλαμβάνεσθε; Θα ήτο άθλος να ξεφύγετε.. Ενώ με την λωβοτομή..
            Το ήξερα. Το είχα διαβάσει. Ηταν τρελλός, χειρότερος από μένα. Ηθελε να με σακατέψει. Ομως δεν είχα άλλη διέξοδο. Το σηκώτι μου ήταν λιωμένο, το στομάχι μου καμένο, τ' όργανό μου ανίκανο να ξιφουλκεί, το δέρμα μου χαραγμένο απ' τα σημάδια του πιοτού και πάνω απ' όλα το μυαλό μου βουλιαγμένο στους ωκεανούς της εγκετάλειψης.
            -Γιατί όχι συλλογίστηκα. Ισως έτσι προσφέρω και κάτι για το καλό της επιστήμης!!

            ... Τώρα πια δεν ξέρω να γράφω. Θυμάμαι μόνο να μιλώ κι αυτό κομματιαστά. Σαν τα παιδιά ψάχνω τις λέξεις. Κάτι θα πήγε στραβά, ίσως, και το μισό κορμί μου έμεινε παράλυτο. Ομως θυμάμαι, μπορώ ακόμη να μιλώ, ακούω, τραγουδάω.
            Προχθές μούφεραν τα παιδιά ένα πακετάκι καραμέλλες. Τις πιπίλισα αργά, ηδονικά. Είχαν το άρωμα του ούζου.
            -Ειδικά  για  άντρες, συλλογίστηκα  κοιτάζοντας τον αχρηστεμένο αντρισμό μου.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. λες να πέσω και γω στην σαγήνη του ποτού??


    μπρρρρρρρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιχαλης Χανιωτακης ΚΑΤΙ ΗΞΕΡΕ Ο ΜΟΥΧΑΜΕΤΗΣ ΚΑΙ ΕΚΟΨΕ ΤΑ ΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ.!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης