Λεύκες αντάρτισσες

Λεύκες αντάρτισσες

Όταν πρωτόρθαμε στη γειτονιά ήταν μια βιομηχανική ζώνη σε παρακμή που απέπνεε θλίψη. Το μηχανοστάσιο των τρόλεϊ βασίλευε σκυθρωπό και το γκρι κυριαρχούσε στους στενούς δρόμους. Έπειτα λεωφόροι άνοιξαν σαρώνοντας τις παλιές μάντρες και το παρκάκι έβαψε πράσινη τη διασταύρωση. Μικρές τρυφερές λεύκες άπλωναν τα κλαριά δεήσεις πράσινου, βιάζονταν να χνουδιάσουν σαν κλωσσόπουλα με τις αλκυονίδες, και την άνοιξη έραιναν με μπαμπακωτά χιονοπέταλα τ’ αυτοκίνητα που στάθμευαν στη σκιά τους προκαλώντας τη μήνι ιδιοκτητών κι οδοκαθαριστών με την κολλώδη ανθοφορία και φτερνίσματα αλλεργικών που τις απειλούσαν με ζεμάτισμα. Βιαστικά φούντωναν συνθέτοντας φυλλώδη παραπετάσματα στο άσχημο σκηνικό, φιλοξενούσαν σμήνη πτηνών που τα πρωινά επιδίδονταν σε εναέριες ασκήσεις ακριβείας ριπίζοντας το μολυσμένο ουρανό κι εκτελούσαν ορθρινές συναυλίες που κάλυπταν τη θορυβώδη ροή της λεωφόρου και τα οργισμένα κορναρίσματα, με ήχους ελπιδοφόρους.
Μια νύχτα ήταν αρκετή. Ο αέρας απειλούσε να μετατρέψει τα ρετιρέ σε ανεμοπλάνα και τα σπίτια βούιζαν πλοία στο πέλαγο. Το πρωί το στενάκι είχε μεταμορφωθεί σε δάσος αδιάβατο. Θαλερά καταπράσινα κλαριά είχαν εισχωρήσει πλακώνοντας παρκαρισμένα ΙΧ, ψηλαφώντας τα μπαλκόνια των πρώτων ορόφων με μπράτσα τρομοκρατημένα απ’ τον παγωμένο τυφώνα και πράσινα ξεριζωμένα νύχια μάταια πάσχιζαν να γαντζωθούν στην άσφαλτο.
 Το στενό αδιάβατο, ο αποκλεισμός πλήρης. Χρειάστηκε παράκαμψη για να παρελάσει η γειτονιά προ του σκηνώματος των δέντρων. Η λεωφόρος τήρησε αρκετών ωρών σιγή μέχρι ν’ αποσυρθούν οι γιγάντιοι κορμοί που διέσχιζαν παράνομα το δρόμο. Ένας είχε διαμελίσει ένα ανύποπτα σταθμευμένο αυτοκίνητο συμπαρασύροντας τις γραμμές των τρόλεϊ, κάποιος άλλος κρυφοκοιτούσε κλυδωνιζόμενος τα μπαλκόνια της απέναντι πολυκατοικίας, ένας τρίτος στόχευσε την απλοχωριά του βενζινάδικου. 
Φωσφορίζοντες κομάντος ήλθαν με ηλεκτρικά πριόνια κι ανατριχιαστικούς ήχους ν’ αποκαταστήσουν την τάξη στο μικρό παρκάκι μετά την ανταρσία των λευκών. Διεμελίσαντο τα ιμάτιά των και καταδίκασαν στην πυρά των γειτόνων τζακιών τους κορμούς τρομοκράτες. Με κόπο μες την παγωνιά αποσπούσαν κάθε πανικόβλητο μπράτσο πλέκοντας τάπητες φύλλων. Στο χώμα γιγάντιες σπηλιές και πλάι τους ξεδοντιασμένα χλωρά κούτσουρα παρατηρούσαν τη μετανάστευση των κλαδιών τους. 
Το επόμενο πρωινό βρήκε γυμνό το μικρό παρκάκι. Οι ορδές των αυτοκινήτων σα να σίμωσαν και τ’ απέναντι ερειπωμένο εργοστάσιο ανέδειξε τη φρίκη του παρατεταμένου ψυχορραγήματός του. Τα λιανοπούλια ξεσπιτώθηκαν. Ατιθάσευτο το βουητό της λεωφόρου στραγγαλίζει τις ευαισθησίες των αστών. Λένε ότι θα φυτέψουν φοινικιές. Αυτές αργούν να μεγαλώσουν και δεν απειλούν τα τροχοφόρα με αποδράσεις. Λένε ότι είναι νομοταγή, ευγνώμονα δέντρα, όταν τα ξεριζώνεις απ’ την έρημο. Τουλάχιστον έτσι συμπεριφέρθηκαν στις Κάνες. Διαθέτουν πρότερον έντιμο βίο κι οι χουρμάδες δεν γίνονται πυρομαχικά όπως τα νεράντζια.
 Τώρα που γίναμε ΕΥΡΩ τ’ αντάρτικα δέντρα υποτιμούνται σε φτηνά καυσόξυλα. 
Όπως οι ελπίδες μας.

δημοσιεύτηκε  στήλη "εξ αφορμής" εφημερίδα Η ΑΥΓΗ  31-3-1998

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης