H φίλη μου η Ρένα

H φίλη μου η Ρένα
Στο σπίτι μας δίπλα, το χάλασμα, που άπλωνε η μάνα τη μπουγάδα. Κάτι σάπια κουφώματα σωριασμένα στη γωνιά κι απέναντι κάποιος πεισματάρης θάμνος που όρθωνε το ανάστημά του με τα λεπτά φύλλα, σφιχτοδεμένος στα θεμέλια του σπιτιού, που ήταν πια νεκρό.
Κι ανάμεσα στα ερείπια, η Ρένα, εγώ, τα όνειρά μας. Οι πρίγκηπες, που δρασκελούσαν τα βουνά για το χατίρι μας, ο Μεγαλέξανδρος που αιώνια διάβαινε το Γρανικό στην «πάντα» της γιαγιάς, η θάλασσα, ο ουρανός, η ευτυχία.
Δεν είχαμε ως τότε συλλογιστεί, μονάχα ονειρευόμαστε. Και τότε ο θάμνος μεταμορφωνόταν σε άμαξα και μεις σε σταχτομπούτες. Κλέβαμε τα’ απλωμένα ρούχα πριν καλά καλά στεγνώσουν να τα κάνουμε χλαμύδες. Είμαστε ρωμαίες αυτοκράτειρες. Ποιος τάχα να μας μίλησε για τη ζωή των γυναικών στη Ρώμη;
Είμαστε όμορφες. Τόχαμε μάθει από τότε καλά το μάθημά μας. Οι γυναίκες επιβάλλονται στον άνδρα με την ομορφιά, τη νοικοκυροσύνη, τη μητρότητα. Τ’ αγόρια μόνο περιφρόνηση μας προκαλούσαν. Τι να ζηλέψεις από ένα νάνο πούτρεχε να κρυφτεί σαν έπαιζες πόλεμο μαζί του;
Ήταν η ηλικία που είχαμε την υπεροχή. Μόνο στα βρωμόλογα μας περνούσαν. Είμαστε έξυπνες «με πρόωρη ανάπτυξη» όπως καμάρωναν οι γονιοί μας, με φιλοδοξίες κι ευαισθησίες. Η Ρένα ήταν πλασμένη αρχηγός. Έφτιαχνε μαθητικές ομάδες, διοργάνωνε αγώνες, ως και απεργίες κατασκεύαζε. Τ’ αγόρια, που όποτε μπορούσαν σήκωναν κεφάλι, στη Ρένα έβρισκαν το δάσκαλό τους.
Κι εγώ τη θαύμαζα τη Ρένα. Μούλεγε πως είμαι το ομορφότερο κορίτσι στην τάξη, μόνο πως σαν κλαίω –και έκλαιγα συχνά- πρέπει να κρύβω  το μούτρο μου να μη δείχνει άσχημο. Υπάκουα, αν και μ’ άρεσε να νοιώθω τα ποταμάκια απ’ τα δάκρυα να κατρακυλούν λεύτερα στα μάγουλά μου. Θαύμαζε τα μάτια μου, τις γάμπες μου, ενώ έλεγε πως οι δικές της ήταν λιγνές, πράγματα που εγώ ακόμη δε μπορούσα να εκτιμήσω. Σε μένα το όνειρο και η αλήθεια μπερδεύοντας αξεδιάλυτα. Δεν ήξερα αν είμαι άσχημη ή όμορφη, καλή ή κακή. Πάσχιζα να κάνω ότι μου λένε, να μ’ αγαπούν, να νοιώθω πως όλοι γύρω μου είναι ευχαριστημένοι από μένα και αν κάποιος δυσανεσχετούσε τάχανα, σάστιζα, κρυβόμουν στον εαυτό μου.
Για τη Ρένα όλα ήταν απλά. Μπορούσε για όλα νάχει κάποια γνώμη, ως και για τα πολιτικά. Ήταν κάτι σα φάρος. Φώτιζε ότι το σπίτι μου από υπερπροστατευτική διάθεση αρνιόταν να μου αποκαλύψει.

Την ξαναβρήκα μετά έξι ολάκερα χρόνια. Σπουδάζαμε μαζί. Ήταν ασχημούλα, απεριποίητη, αδιαφορούσε για τη γνώμη των πολλών, ήταν επαναστάτρια. Διάβαζε απαγορευμένα βιβλία, έβλεπε όλες τις ταινίες με μανία, θαύμαζε το Λ. Ολιβιέ, διάβαζε Παλαιολόγο στην εφημερίδα όταν εγώ κοιτούσα μόνο τιε γελοιογραφίες, και είχε ξεκάθαρη άποψη για την ηλιθιότητα του «ισχυρού» φύλου. Ήταν άριστη φοιτήτρια χωρίς φανερή προσπάθεια, τόσο επιθετική και αισιόδοξη για τη ζωή που μας πρόσμενε!
«Η ζωή θέλει να την κατακτήσουμε κι έχουμε όλα τα προσόντα» συνήθιζε να μου λέει. Χαμογελούσε με συγκατάβαση στις υπαρξιακές μου αγωνίες, λάτρευε το ωραίο, όπου κι αν το συναντούσε, άκουγε με την ίδια απόλαυση μπουζούκι και όπερα.
« Το ωραίο έχει παντού την ίδια γλύκα» μου έλεγε στοχαστικά.
Δεν ήτανε δογματική, έξω από τις φεμινιστικές εξάρσεις της. Έμοιαζε ανεβασμένη σε κορφή ν’ αγναντεύει την ανατολή του ήλιου. Κι εγώ θαύμαζα τη φεγγερή φεγγοβολή του προσώπου της, συγκινιόμουν με τις δικές της αισθήσεις, μάντευα το υπαρκτό ψηλαφώντας τον κόσμο με τα δικά της δάχτυλα. Ως τότε ασχολιόμουν με τη ζωή στα όνειρα ή μετά το θάνατο. Με τη Ρένα αντίκριζα τη ζωή τη ζωή γυμνή, άδικη και πικρή, μια και ζεστή, σπαρταριστή κι ωραία. Η Ρένα ήταν για μένα ανιχνευτής. Με οδηγούσε σε νέες ανακαλύψεις και ντρεπόμουν που δεν είχα το κουράγιο ν’ ακολουθήσω τα τολμηρά της πετάγματα. Έτρεμα τόσο μη χάσω την αγάπη των τριγύρω μου, που αρνιόμουν να γίνω αυτί που ήμουν.
Η Ρένα δεν έπαιζε θέατρο, η Ρένα χλεύαζε την κοινωνική συμβατικότητα. Η Ρένα ήταν ένας αγαπημένος Δον Κιχώτης.


Τη συνάντησα έξι χρόνια μετά το τέλος των σπουδών μου τυχαία. Χαρήκαμε τόσο και οι δυο. Με κάλεσε στο σπίτι της, ένα κοινό αστικό σπίτι με τα έπιπλα, τα φωτιστικά, τ’ ασημικά, τα κάντρα, τα κεντήματα, το εικονοστάσι τη στεφανοθήκη. Ήταν καλοντυμένη.
-Λείπει ο άντρας μου. Τι κρίμα! Θα ήταν καλά να τον γνώριζες.
Κάτσαμε αμήχανα στο βελουδένιο καναπέ.
-Το κάντρο εκείνο, ξέρεις, εγώ το κέντησα, μου είπε με περηφάνια.
-Πώς τόπαθες; Της αστειεύτηκα αμήχανα κι αντήχησε σαν κατηγόρια. Δεν τόλμησα να της πω «Εσύ δεν έλεγες πως το νοικοκυριό είναι για υποδούλωση, πως το κέντημα δεν είναι δημιουργία, πως ο γάμος σκλαβώνει;»
Πάνω στο μπουφέ μου χαμογελούσε από το κάντρο η φωτογραφία του γάμου της με τα λουλούδια και το στυλιζαρισμένο ύφος. Έπιασε το βλέμμα μου και χαϊδευτικά μου είπε
-Ο άντρας μου…
-Ωραίος είναι. Να ζήσετε! Της ευχήθηκα μηχανικά.
-Ξέρεις, έγινε τόσο βιαστικά. Δεν πρόλαβα μήτε προσκλήσεις να στείλω.
-Είσαι ευτυχισμένη; Τη ρώτησα κοιτώντας τη κατάματα.
-Ναι.. βέβαια μου απάντησε κατεβάζοντας το κεφάλι. Κι έπειτα σα για να δικαιολογηθεί. Έτυχε… Ξέρεις, ο Μάνος δεν είναι σαν τους άλλους. Έχει κατανόηση, ως και στο σπίτι, με βοηθάει. Δεν έχουμε μυστικά. Τα ξέρει όλα, τα δέχεται όλα και τις φεμινιστικές εξάρσεις και τα άγχη μου. Καταλαβαίνεις; Είπε κοκκινίζοντας από ντροπή. Ήμουν έγκυος. Δε μπορούσα να μη παντρευτούμε… για το παιδί. Κι έπειτα ο Μάνος έχει καλή δουλειά, έχουμε οικονομική ανεξαρτησία, είναι -ξέρεις- και πρωταθλητής στο τένις (κι εδώ τα μάτια της έλαμψαν μ’ ενθουσιασμό.
-Και οι σπουδές σου; Τη ρώτησα με αγωνία.
Πήρα το πτυχίο μου με «άριστα», με πρότειναν για υποτροφία, μα να τώρα που είμαι τόσο γεμάτη δε βρίσκω γιατί θάπρεπε να πασχίζω για ξένες έγνοιες τη στιγμή που θάχω ν’ αναθρέψω το παιδί μου. Βρίσκεις ότι υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο απ’ την ανατροφή ενός παιδιού; Ρώτησε κοιτώντας με επιθετικά.
-Ως πότε θα σε γεμίζει; Τόλμησα να τη ρωτήσω
-Εσύ πότε θα νοιώσεις γεμάτη; Με αντιρώτησε.
Σήκωσα τους ώμους.
-Ο κόσμος δε φτιάχνεται από σένα και μένα, συνέχισε. Και γιατί στο κάτω κάτω να γκρεμίσω εγώ τη δική μου ευτυχία για την υποθετική ευτυχία του αύριο; Ο Μάνος γεννήθηκε έτσι, έμαθε νάναι έτσι σαν άντρας κι εγώ μπορώ να κάνω υποχωρήσεις για την κοινή μας ευτυχία. Ξέρω. Το βλέπω πως κι αυτός κάνει το ίδιο. Ο πατέρας του ποτέ δε θάπιανε τη σκούπα. Μα μη ζητάς μεταρρυθμίσεις ριζικές από τη μια στιγμή στην άλλη. Ναι, είναι ώρες ώρες που γίνεται αφόρητα τυραννικός. Έτσι μας μεγάλωσαν, έτσι είμαστε. Δεν αλλάζουμε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Δεν της αντιμίλησα. Τι τάχατες είχα να της πω; Οι εμπειρίες μου είχαν εξαντληθεί σε πεντέξι εφήμερες περιπέτειες. Πλησίασα τη βιβλιοθήκη. Γεμάτη πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία.
-Διαβάζεις; Τη ρώτησα με κάποιαν ελπίδα.
-Είναι του Μάνου, μου αποκρίθηκε. Έχω τόσες δουλειές στο σπίτι! Ποτέ, λοιπόν δε φαντάζεσαι ότι το νοικοκυριό έχει τέτοιο μπελά, αν δεν το ζήσεις. Μπορείς να δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ δίχως ανάσα.
Χαμογέλασα συγκαταβατικά.
-Αλήθεια.. Ποτέ δε θυμάμαι στα παιχνίδια μας να κάναμε τις νοικοκυρές. Φτιάχναμε καράβια στα λασπόνερα, ντυνόμαστε κυρίες, ζούσαμε περιπέτειες, μα ποτέ δε γινόμαστε νοικοκυρούλες.
-Τότε δεν ξέραμε, με διόρθωσε στεγνά.
-Τότε ονειρευόμαστε, της αποκρίθηκα πικραμένα. Πρέπει όμως να πηγαίνω. Το αεροπλάνο μου απογειώνεται σε μιαν ώρα. Έχω κιόλας αργήσει.

Στο αεροπλάνο μου κόλλησε κάποιος «σοβαρός» κύριος.
-Excuse me, άρχισε με τη γλοιώδη ευγένεια των καμακιών.
-Τυχαίνει να είμαι ελληνίδα και δε χρειάζομαι παρέα, τον έκοψα.
-Μα τότε τα πράγματα είναι ευκολότερα, συνέχισε με θράσος. Σας είδα μόνη, είμαι μόνος, μου αρέσετε…
-Γιατί κύριε; Τον έκοψα σκαιά. Από πότε απαγορεύεται μια γυναίκα να κυκλοφορεί χωρίς συνοδό; Κι από πότε, συνέχισα αγριεμένη η οικονομική της ανεξαρτησία θα πρέπει να πηγάζει αποκλειστικά από την πορνεία;
Ο «σοβαρός» κύριος με κοίταγε με το στόμα ανοιχτό στην αρχή και όταν ξέσπασα σε νευρικά γέλια βιάστηκε να κρυφτεί στο πίσω κάθισμα.
-Αντί να κολακευθεί που την πλησίασε ένας άντρας όπως εγώ.. τον άκουσα να μουρμουρά στο διπλανό του.
-Θάναι λεσβία, είπε ο άλλος δυνατά και γέλασαν με σημασία.
Κοίταξα από το παράθυρο τα μπαμπακένια σύννεφα που ακροβατούσαν κάτωθέ μας. Κι ένοιωσα για πρώτη μου φορά μια τόσο παγωμένη μοναξιά μακριά απ’ τη γη, ανάμεσα σ’ ανθρώπους.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης