Αν θες να μοιάζεις οπωσδήποτε σε κάποιον, κοίτα τη σκιά σου


Όλα ξεκίνησαν στην Περούτζια, θυμάμαι. Στο κάστρο της. Είχαν μιαν έκθεση για τους Ετρούσκους. Αυτά τ' αγκαλιασμένα ανδρόγυνα με το τζιοκόντειο χαμόγελο δε μιλούσαν λατινικά. Ταξίδευαν πέρα απ' το χρόνο. Κρατούσαν σφαλισμένα μυστικά που αναδύονταν απ' τα έγκατα της γης, μεθυστικά σαν το κρασί κι ανθεκτικά σαν τα κτίσματα που φύτρωσαν στο βράχο.
Το πρώτο σκίρτημα. Όπως πρωτοφτερουγίζει το παιδί στα σπλάχνα ιης μάνας του κι εκείνη αλαφιάζεται. Τ' άκουσα; αναρωτιέται και ρωτά τις γεροντότερες. Φέρνει το χέρι στην κοιλιά και περιμένει. Αφουγκράζεται τον ερχομό του. Βιάζεται να το δει ν' αντρειεύεται. Λαχταρά τη στιγμή που οι κλοτσιές του θα είναι ορατές κάτω απ' το φαρδύ της φόρεμα, την ώρα που θα πει στ' αρσενικό "Νιώσε", που θα πάρει το χέρι του, προσεκτικά θα τ' ακουμπήσει στην τεντωμένη της κοιλιά κι εκείνος θα χαρεί με το λάκτισμα της δικής του σποράς και θάναι παραχώρηση από μέρους της. Τέτοια θάματα δοξολογούν τις γυναίκες.
Ίσως γυναίκα νά 'μουν κάποτε. Ποιος ξέρει; Ό,τι δε θυμάσαι είναι σα να μην τό 'ζησες ποτέ. Ό,τι έζησες μπορεί μονάχα να τ' ονειρεύτηκες. Κι η μνήμη μου τότε χωρούσε στις σελίδες ίων βιβλίων, διεκδικούσε τις εικόνες του σινεμά, αναστατωνόταν με τ' άρωμα του γιασεμιού. Κάτω απ' to γιασεμί της γειτονιάς η Εύα πρωτοαφέθηκε στην αγκαλιά μου κι από τότε κάθε γυναίκα που αγκάλιασα μοσκοβολάει γιασεμί. Λέω αγκάλιασα κι όχι αγάπησα Δεν αγάπησα καμιά γυναίκα έξω απ' τη μάνα μου. Έκανα έρωτα με πολλές. Όταν πεινάς όπως εγώ, τρως ό,τι σου σερβίρεται. Δεν ερωτεύτηκα. Έκανα έρωτα. Έδωσα και πήρα. Είναι όμορφο το παι­χνίδι των αισθήσεων. Είναι συναρπαστικό το ερωτικό κυνήγι. Άρεσα σε πολλές. Δε μου άρεσαν πολλές. Γεύτηκα πολλές. Δε χόρτασα την ποιλικία των αισθημάτων. Κορέστηκε η περιέργεια καθώς το ένστικτο υποχωρούσε μπροστά στο άγχος της βιοπάλης. Κι άρχισε η ποιότητα να γίνεται σημαντική στα ίδια μου τα μάτια
Αναρωτιέμαι πόσο αυτό έχει σχέση με αυτά που προσπαθώ να ιστορήσω. Οι ανατολίτες μιλούν για το Κάρμα συνέπεια των πράξεων που ζήσαμε και που δε μπορούμε να επηρεάσουμε— λένε. 
Μπορείς να παραμένεις ήρεμος σ' ένα κόσμο που σε απειλεί; Ίσως, αν ξέρεις ότι όλα είναι προκαθορισμένα Είναι; Η αλαζονεία μου δε μ' αφήνει ν' αποδεχθώ αυτή την αλήθεια. Προτιμώ να πιστεύω ότι στη ζωή υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι. Εκείνοι που κάνουν ακόμη και μεγάλα λάθη χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουν το παραμικρό κι εκείνοι —όπως εγώ— που ακόμη και τα μικρά τους λάθη τ' ακριβοπληρώνουν. Είναι το Κάρμα μου; Τα σημάδια έτσι θέλουν να μου πουν. Όπως στον Οιδίποδα Τα σημάδια πάντοτε μιλούν, όμως εμείς είμαστε τυφλοί για να τ' αντικρύσουμε. Δε θέλουμε να τα δούμε γιατί τότε θά 'ναι καλύτερα να βγάλουμε τα μάτια μας και να σερνόμαστε απ' το χέρι μιας Αντιγόνης ικέτες στα τρίστρατα του κόσμου. Κι ο Οιδίποδας λάθη εξαργύρωσε. Το σημαντικότερο. Την ίδια του τη γέννηση, την επιβίωση, την ελευθερία, την εξυπνάδα, τη ρώμη, τον έρωτα! Κάθε αγαθό μπορεί να μεταστραφεί σε λάθος. Η ζωή παρέχεται μ' αμφίστομες βουλές κι αλίμονο σε κείνον που βλέπει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται.
Όμως γιατί; Έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι μια αποτυχία. Ποτέ το απόλυτο δε χωρά στο πεπερασμένο του ανθρώπου κι η ευτυχία είναι πάντα σχετική. Είναι; Κάποιοι μιλούν για το απόλυτο που βίωσαν στον έρωτα ή σε κάποια στιγμή έκστασης. Πώς νοιώθει ο ερευνητής που τελικά ανακαλύπτει το φάρμακο της αιώνιας νιότης; Φαντάζομαι, τρομαγμένος. Αν έχει διαβάσει το Φάουστ Πρέπει νάμαστε επιφυλακτικοί στην εύνοια της Μοίρας. Τίποτε δε χαρίζεται. Όλα σοφά ισορροπούν. Και είναι πρόκληση το ν' ανακαλύ­πτεις, όπως εγώ, ένα παράθυρο στο παρελθόν και νά 'χεις το θράσος να το διαβαίνεις.

Όμως έτυχε. Αυτό το πρώτο συναίσθημα στην Περούτζια πήρε ξεκάθαρη μορφή σ' ένα πολυσύχναστο δρόμο στην Ελβετία στην όχθη κάποιας λίμνης. Καλοκαίρι. Μποτιλιάρισμα. Κούραση. Ο φίλος μου κι εγώ στο μίνι πίσω από μια μερσεντές. Σηκώνω το κεφάλι κι αυτό το τοπίο κάτι μου θυμίζει. Η λίμνη και στο βάθος η πόλη.
— Η Μπελιντσόνα; ρωτώ το φίλο μου.
— Ναι, αποκρίνεται αδιάφορα. Έχεις ξανάρθει;
Θυμάμαι τους δρόμους, τα κτίρια, την πλατεία με ίο άγαλμα κάποιου που κρατά ένα τόξο. Πρέπει να βεβαιωθώ. Τον καθοδηγώ να μπούμε στην πόλη, εγώ τον κατευθύνω μέχρι την πλατεία, όπου αντικρύζω το άγαλμα του Γουλιέλμου Τέλλο. Είμαι τόσο τρομαγμένος, που βιάζομαι να βεβαιώσω το φίλο μου ότι και βέβαια έχω ξαναρθεί σ' αυτή την πόλη. Το παγωτό είναι μια πρόφαση για να ξανακοιτάξω τα σπίπα μ' αυτό το συναίσθημα της νοσταλγίας που νιώθουν όσοι έχουν αποχωριστεί κάποια πράγματα στην παιδική τους ηλικία
Αναρωτιέμαι. Τι θυμάμαι απ' τους ήχους που έμβρυο άκουγα στη μήτρα της μητέρας μου; Διάβασα κάπου ότι τα μωρά ηρεμούν και δεν κλαίνε όταν τους βάζουν σε μαγνητόφωνο κι ακούν τους ήχους της καρδιάς έτσι όπως έφθαναν στ' ασχημάτιστα ακόμη αυτιά τους στη μήτρα. Κι εγώ απολαμβάνω να βυθίζομαι στη θάλασσα Είναι γλυκά σα να βουλιάζεις στο γυναικείο σώμα. Κι ίσως λιγότερο επικίνδυνα. Κάθε γυναίκα ονειρεύεται να κρατήσει για πάντα μέσα της τ' αρσενικό. Είμαστε τ' όργανο της ηδονής ταυτόσημα με τ' αγέννητό τους σπλάχνο. Τις βυζαίνουμε γιατί ποθούμε να ξαναγίνουμε παιδιά. Τις ξεσχίζουμε γιατί προσδοκού­με να κουρνιάσουμε στην ασφάλεια του κόλπου τους. Κι είναι ψέμα ότι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Όλες το ίδιο φαίνονται σ' όσους δεν έχουν μάτια για να δουν. Κάθε μελωδία μεταβάλλεται. Κάθε γυναίκα είναι διαφορετική, όπως και μια γυναίκα μπορεί να μεταβάλεται σαν το φεγγάρι. Κάθε γυναίκα έχει μύρια πρόσωπα κι ο κάθε άντρας πρέπει να τ' αποκαλύπτει. Γι' αυτό μ' αρέσει η θάλασσα. Μυρίζει γυναικεία. Μεταμορφώνεται σα θηλυκό. Την προτιμώ ανταριασμένη. Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται κι ήθελα πάντα νά 'μαι ο καλύτερος. Πίστευα πάντα ότι θα επιβιώσω, όπως κι αν έλθουν τα πράγματα.
Δεν ήμουν πάντα έτσι. Χρειάστηκε να χτίσω προσεκτικά το όστρακο μου. Πώς αλλιώτικα μπορούσε; Όλα μου δόθηκαν στρα­βά. Όλα πήγαιναν λάθος. Δες κι ο Θεός μ' είχε καταραστεί. Κι όμως. Αρκούσε να γυρίσω λίγο το τιμόνι. Νά 'χω τον άνεμο πρίμα. Έτσι γλίτωσα τον καταποντισμό. Αψήφισα τη φωνή της λογικής. Αναρωτήθηκα εγώ τι θέλω. Κι ορθοπόδισα.
Μου χαρίστηκαν. Απ' την αρχή μου χαρίστηκαν πολλά. Και τα πλήρωσα. Έμαθα να διαβάζω πρόωρα. Και να γράφω. Ήταν τυχαίο. Η μάνα μου δούλευε, παιδικοί σταθμοί δεν υπήρχαν κείνα τα χρόνια, με φόρτωσε στη φίλη της τη δασκάλα. Ήμουν ακροατής στην τάξη της. "Ακροβάτης" έλεγε χαμογελώντας. Τριών χρόνων. Λες και βιαζόμουν να ωριμάσω. Λες κι η ζωή θα μού 'φεύγε. Μούt'μείνε το κουσούρι. Ανυπόμονος. Βιάζω τις εξελίξεις. Είναι στιγμές που πιστεύω ότι αυτή η γεύση, αυτή η εμπειρία θά 'ναι η τελευταία μου.
Έμαθα να διαβάζω και να γράφω κι οι δικοί μου καμάρωναν. Θυμάμαι μόνο το θυμό μου όταν δε μπόρεσα να ξεδιαλύνω το τέχνασμα σ ένα παιχνίδι ταχυδακτυλουργικό. "Έχω δυο πουλάκια μες τα καλαθάκια. Πέταξε το ένα. Πέταξε και τ' άλλο. Ήλθε το ένα. Ήλθε και τ' άλλο" που κείνος ο θείος μού 'δείχνε κι έσπαζα το κεφάλι μου ν' αποκαλύψω το μυστήριο, έπλαθα ολόκληρες ιστορίες κι η αποκάλυψη της απλής άσκησης στην παρατηρητικό­τητα μου φάνηκε βρισιά Δεν άξιζε τον κόπο. Ήταν φτηνό. Δεν είχε μυστήριο. Τα πουλιά στους μαγικούς μου κόσμους είχαν τη δύναμη να εξαφανίζονται και να επανεμφανίζονται κατά τις διαθέ­σεις μου. Δε θα κατέφευγα σε τέτοιους εξευτελισμούς. Το θαύμα πρέπει να υπάρχει στη ζωή. Η απάτη πρέπει να καταγγέλεται. Εγώ ήμουν γιατρός όταν έπαιζα με τα παλιά μπουκαλάκια από κολλύ­ρια, έγλυφα το κινίνο, όχι τόσο για τη γλυκιά επικάλυψη, αλλά για την πικρή απόλαυση του πυρήνα του, απολάμβανα στην αρρώστια μου τις ενέσεις. Ήταν επίτευγμα να μη δείχνω το φόβο μου. Ήταν νίκη το να επιβάλομαι στον πόνο. Οι μνήμες απ' τη Μπελιτσόνα έχουν τη γεύση του θριάμβου. Στα τέσσερά μου χρόνια ένιωθα ότι έχω χρέος να επιβληθώ στον πόνο. Και ποτέ ούτε διάβασα, ούτε ονειρεύτηκα τη Μπελιντσόνα μέχρι που τη γνώρισα ακολουθώντας το παράλογο.
Όμως παράλογο για τους τριγύρω μου ήταν το ίδιο το γεγονός ότι τριών χρόνων διάβαζα και έγραφα. Παράλογη ήταν κι η σοβαρότητα που αποτυπώθηκε σ' εκείνες τις φωτογραφίες μου έξω απ' το σχολειό με το αριθμητήριο στο χέρι. Κάθισα δυο χρονιές στην πρώτη τάξη κι έπειτα βαριόμουν. Πότε δραπέτευα μες απ' τα καγκελόφραχτα παράθυρα και πότε ενοχλούσα τους συμμαθητές μου. Ακροβάτησα στη Δευτέρα. Και είχε κάποιο ενδιαφέρον στην αρχή. Έπειτα το μόνο που θυμάμαι ήταν η αυλή στο διάλειμμα κι εγώ με γδαρμένο γόνατο.
— Να πας στον κύριο να σου βάλει "σπίρτο", είπε κάποιος. Στο σπίτι η μαμά θα μού 'βαζε οινόπνευμα, που έτσουζε. Αν ο κύριος χρησιμοποιούσε σπίρτο θά 'τανε μόνο για να με κάψει πιο βαθιά. Τρομοκρατήθηκα. Κλείστηκα στις τουαλέτες, χτύπησε το κουδού­νι, περίμενα να μπούνε όλοι στις τάξεις κι απλώθηκε μια παράξενη ηρεμία που με μάγευε. Δεν ήθελα να ξαναμπώ στην τάξη ακόμη κι αν με τσάκωνε ο κύριος.
Δε μ' αναζήτησε κανείς. Κανείς δεν κατάλαβε την έλλειψή μου. Ένιωσα προδομένος καθώς έμπαινα στην αίθουσα με καθυστέρη­ση λίγων λεπτών. Η κυρία με κοίταξε με κατανόηση. Θα προτιμού­σα να μου τραβούσε το αυτί ή να με χτυπούσε με το χάρακα. Θα γινόμουν έτσι κανονικός μαθητής. Θά 'παυα νά 'μαι ο παρείσακτος στην τάξη.
Μιαν ακόμη φορά θυμάμαι τον πανικό να με κυκλώνει. Είχα πάει στο σχολείο κανονικά κι όμως μας μάζεψαν στην αυλή κι ο κύριος είπε ότι θα πήγαινε η Έκτη ημερήσια εκδρομή και γι' αυτό όλοι οι άλλοι δε θα κάνουν μάθημα. Ήμουν λοιπόν μετέωρος. Πραγματικός ακροβάτης. Τ' άλλα παιδιά ξεχύθηκαν με χαρούμενα ουρλιαχτά στους δρόμους κι εγώ αργά σέρνοντας τα βήματά μου βγήκα στην πόρτα με τη σιγουριά ότι στο σπίτι δε με περίμενε κανείς. Δεν ήξερα τι θα κάνω. Δεν τολμούσα να τριγυρίζω στους δρόμους, όπως τ' άλλα τα παιδιά. Ένιωθα εγκατάλειψη. Μόνος σ' ένα σύμπαν εχθρικό.
Με πρόλαβε λαχανιασμένη μια της Έκτης. "Η κυρία είπε να 'ρθείς μαζί μας" μου είπε και με πήρε από το χέρι. Άνοιξαν οι ουρανοί. Εκδρομή ημερήσια! Με την Έκτη! Εγώ, ένας ακροατής, ένας ανάξιος ακόμη και για πρωτάκι!
Ήταν απόλαυση. Όλα τα κορίτσια της Έκτης με κανάκευαν Τους διασκέδαζαν οι γνώσεις μου. Ήμουν παλιάτσος κι έπαιζα την παράσταση τέλεια για να τους εντυπωσιάζω. Με περνούσαν από αγκαλιά σε αγκαλιά, με χάίδολογούσαν, με μπούκωναν λιχουδιές. Ήμουν το παιδί τους κι ο άντρας που ονειρευόντουσαν. Πιο σοβαρός απ' τους συνομιλήκους τους κι ούτε καν σπυριάρης.
Δυο χρόνια έμεινα στη Δευτέρα, ακροατής. Το Υπουργείο καθό­ριζε με φιρμάνια την υποχρεωτική έναρξη της φοίτησης στα επτά χρόνια. Η πρώιμη γνώση ήταν παράνομη. Η γνώση πάντα είναι παράνομη, ακόμη κι όταν τη διαφημίζουν. Η ανθρωπότητα δεν πήγε μπροστά απ' τα παιδιά που βιάζονται να μεγαλώσουν. Η ανθρωπότητα μπορεί να ελπίζει μόνο σ' εκείνους που γερνούν και καταφέρνουν να μένουν παιδιά
Όμως η δασκάλα μου είχε εντελώς διαφορετικές απόψεις. Πίστευε στο μέλλον μου. Έπεισε έτσι και τους δικούς μου να παρανομήσουν. Είχε τελειώσει η σχολική χρονιά κι ήμουν αφά­νταστα λυπημένος. "Όποιος πάρει το ενδεικτικό του με "άριστα" θα πάρει βραβείο μιαν οδοντόβουρτσα και μιαν οδοντόπαστα" είχε πει ο κύριος στην τελευταία προσευχή του χρόνου. Ήταν προ­σφορά των αμερικάνων, όπως και τα γάλατα που πίναμε μαζί με μια φέτα ψωμί πασαλειμένο μ' αλμυρό βούτυρο ή κίτρινο γλυκό τυρί, γεύσεις παράδοξες του άλλου κόσμου, που δεν καταλαβαί­ναμε γιατί μας μπούκωνε με τις συνήθειές του. Το γάλα δεν πινό­ταν, όλοι το χύναμε, κι αν το τυρί έπαιρνε το αλάτι του βουτύρου όλα θά 'ταν σωστότερα για τις γευστικές μας ανάγκες. Όσο για τις επισιτιστικές, όλοι πεινούσαμε μ' αξιοπρέπεια. Οικοδομούσαμε το μέλλον.
Εγώ όμως ένιωθα απελπισμένος. Το "άριστα" ήταν δικό μου. Θα μπορούσα να το κατακτήσω, αφού γεμάτα με άριστα ήταν όλα μου τα τετράδια. Οδοντόπαστα κι οδοντόβουρτσα όμως δε θ' απο­κτούσα ποτέ, γιατί ήμουν δυο χρόνια μικρότερος κι ακροατής κι ενδεικτικό δε θα μπορούσα ν' αποκτήσω.
Ήταν βράδυ καλοκαιρινό, καθόμουν μουτρωμένος στην αυλή κι ο πατέρας μπήκε με πονηρό χαμόγελο.
— Αθηνά, φώναξε. Ο γιος μας προβιβάστηκε! κι ανάσυρε απ' την τσάντα του ένα κολλαριστό ενδεικτικό κι ένα σακουλάκι με μια μικροσκοπική ροζ οδοντόβουρτσα κι ένα μικρό σωληνάριο οδοντόπαστας.
Ρίχτηκα με τα μούτρα στην ανάγνωση του ποθητού εγγράφου. Τώρα πια δε μ' ενδιέφερε το βραβείο. Το ίδιο το χαρτί ήταν ο θησαυρός. Οι σφραγίδες του, το καλλιτεχνικό "άριστα" το δικό
μου όνομα. Γεννηθείς... Δεν ήξερα πότε είχα γεννηθεί. Ο χρόνος δε μ' απασχολούσε τότε. Τι κι αν μου πρόσθεταν δυο χρόνια εικο­νικά; Αρκεί που θα με δεχόντουσαν σαν ένα κανονικό πια μαθητή στο σχολειό που μέχρι χθες ήμουν παρείσακτος κι αυτόκλητος στη γνώση.
Τώρα πια ήμουν ίσος ανάμεσα σε ίσους. Θα ήμουν μαθητής της Β' με το χαρτί μου κι ας άκουγα τα ίδια μαθήματα για τρίτη συνεχή χρονιά. Επιτέλους ο Προκρούστης είχε πετύχει το στόχο του. Κι ας τον ξεγέλασα μικραίνοντας το κρεβάτι. Εκείνος ήταν ευτυχής. Ήμουν στο μέτρο το σωστό. Τουλάχιστον έτσι έδειχνα
Τώρα που το καλοσκέπτομαι παρανόμησα πολύ νωρίς. Όμως φαίνεται πολύ φοριόταν κείνα τα χρόνια αυτού του είδους η παρα­νομία. Φθάνοντας στην Έκτη ίου Δημοτικού ανακάλυψα πως κάθε χρόνο το Υπουργείο έστελνε εγκύκλιο στα Γυμνάσια, αν θα δεχθούν ή όχι για εισαγωγικές τα παιδιά μικρότερης ηλικίας. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά η εγκύκλιος ήταν απορριπτική. Όλα τα μικρότερα παιδιά εξαναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν δυο φορές την Έκτη, γιατί ο Υπουργός έκρινε ότι ο κολασμός των παρανομούντων γονιών ήταν σημαντικότερος απ' το χαμένο χρόνο κάποιων έξυπνων παιδιών. Όταν πήρα το απολυτήριο του δημοτικού έτυχε νά 'ναι ξάδελφος της μαμάς κάποιος διευθυντής στο Υπουργείο κι εκείνος άναψε το πράσινο φως για την ένταξή μου στο άδυτο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σημαδεύοντάς με με τη μεγάλη έκπληξη. Στις εισαγωγικές, που έτρεμα, ήλθα πρώτος και με διαφορά.
Δεν το καταλάβαινα. Είχα βολευτεί. Στο Δημοτικό είχα σμίξει με τους συμμαθητές μου. Παίζαμε, πετούσαμε ρύζι με το καλαμάκι των στυλό στα πόδια των κοριτσιών, γράφαμε παλιόλογα στα θρανία, παίρναμε "άριστα", αλλά οι πιο πολλοί "άριστα" έπαιρναν, κανένας δεν ξεχώριζε ή μάλλον όλοι ξεχώριζαν, καθένας με την ιδιαιτερότητά του. Δεν υπήρχε η ταξινομημένη κατάταξη της γνώ­σης σε μονάδες κλασμάτων. Το "10 Άριστα" ήταν καλό κι ο τόνος ήταν απλά η ένδειξη συμπάθειας του δασκάλου. Τώρα έμπαινα σ' ένα κόσμο όπου το 18 και 8/10 σ' έκανε αυτόματα εχθρό του συμ­μαθητή που υστερούσε κατά το κλάσμα της μονάδας. Κανείς δε ζήλευε γιατί στο Κατηχητικό ήταν για μένα αυτονόητο το να βγω με θράσος ν' απαγγείλω ένα ποίημα, που είχα πρωτοδιαβάσει πριν μισήν ώρα. Ήμουν αποδεκτός έτσι όπως ήμουν. Δειλός με τους ξένους που γνώριζα σαν άτομα, αλλά αυθάδης όταν χρειαζόταν ν' αντιμετωπίσω την αγέλη. Οι συμμαθητές μου το αποδεχόντουσαν όπως αποδεχόντουσαν την ιδιορρυθμία του Μιχαλάκη να έχει τα πιο τακτικά τετράδια της τάξης, αν και αγόρι, όπως υπογράμμιζε ο δάσκαλος.
Αυτή η ανέλπιστη επιτυχία στις εισαγωγικές έστησε γύρω μου ένα τείχος δυσπιστίας. Για να το διαβρώσω έπρεπε ξανά να προσαρμοστώ στα μέτρα της κοινότητας. Έπρεπε να υποκριθώ την άγνοια, να κολακεύσω τη δειλία που υποκρίνεται τον παλικαρισμό, να υποδυθώ το ξέγνοιαστο αντράκι, που περηφανεύεται για το τσιγάρο και τη γκόμενα, να εγκαταλείψω τους δικούς μου κόσμους. Δεν ήταν εύκολο. Δεν τό 'χα καταλάβει στην αρχή. Καμάρωνα μάλιστα στα πρώτα μου χειροκροτήματα απ' τους καθηγητάδες. Αντιστεκόμουν. Είχα μια δική μου σωματική σχέση με τις λέξεις. Για μένα η κάθε λέξη ήταν μοχλός επικοινωνίας, κώδικας εκφραστικός. Έγραφα σε μιαν έκθεση ότι έννοιωθα να πονούν τα σπλάχνα μου από θλίψη. Η καθηγήτρια έκανε ολόκληρη διάλεξη για τ' ότι η καρδιά κι όχι τα σπλάχνα μας πονούν, όταν νιώθουμε θλίψη. Μας παρέθεσε ολόκληρο κατάλογο λογοτεχνικών αναφορών για να κάμψει το πείσμα μου. Δεν το άλλαζα. Πάντα τα σπλάχνα μου πονούν όταν λυπάμαι. 
Κι έπειτα θυμάμαι καθαρά το θέμα κείνης της έκθεσης "Ένας παράξενος επισκέπτης". Όλοι έγραψαν τα τετριμμένα σύμφωνα με τις οδηγίες του φιλολόγου. Εγώ κείνη τη μέρα ήθελα να εκφράσω την πλήξη μου από την επίσκεψη κάποιου μακρινού συγγενή που ο πατέρας εξεθείαζε σαν κορυφή της επιστήμης. Η απογοήτευσή μου απ' το μεγαλόσχημο ανθρωπάκι έπρεπε ν' αποδοθεί. Μεσημέρι καλοκαιριού με στερούσε από το μπάνιο και τα παιχνίδια με το πομπώδες ύφος και την κενή του γνώση. Ήθελα να υπογραμμίσω τη γελοιότητα του ανθρώπου εισάγοντας στη διήγηση την πιο κρίσιμη στιγμή ένα παρείσακτο που ν' ανατρέπει τους κανόνες και σαν τέτοιο διάλεξα ένα γάιδαρο που έκοψε τον ομιλητή στο σημείο που θεωρούσε γι' αποκορύφωμα της δόξας του. Κρίνοντας εκ των υστέρων κι έχοντας διαβάσει πολύ, ξέρω ότι το κείμενο ήταν σημαντικό. Ήταν απίστευτα διασκεδαστικό και πρωτότυπο κι ο τίτλος γινόταν διφορούμενος. Παράξενος επισκέπτης ήταν κι ο επιστήμονας και το τετράποδο. Αυτή η έκθεση απορρίφθηκε σαν απλώς "καλή". Ξέφευγε από τους κανόνες. Και ήξερα πια πως δεν έπρεπε να εμπιστεύομαι κανένα, προπάντων τους δασκάλους μου.
Παθιαζόμουν με την Ιστορία. Τώρα, μετά την Περούτζια και τη Μπελιντσόνα αναρωτιέμαι το γιατί ποτέ δε μου έφταναν τα σχολικά εγχειρίδια, τι κυνηγούσα στην καθαρεύουσα του Παπαρηγόπουλου και τα περιοδικά που ξεκοκάλιζα στη βιβλιοθήκη του Δήμου, γιατί αυτή η εμμονή στα παραμύθια της ανθρώπινης πορείας, πώς ποτέ δε μ' έπεισαν οι επίσημες ερμηνείες, το γιατί αναζητούσα την κρυμμένη λογική, παιδί στα δεκατέσσερα;
Διαφωνούσα με τον Πλούταρχο. Τον έκρινα ορθολογιστή. Δεν έβλεπα έτσι τη ζωή. Από την επιθυμία του ανθρώπου για το διαφορετικό πίστευα ότι ξεπηδά η πρόοδος. Επειδή ακριβώς ο άνθρωπος τα θέλει όλα και τίποτε δεν του είναι αρκετό. Επειδή δε βολεύεται παρά μόνο στο μνήμα του. Επειδή δεν αποδέχεται την ιδέα ότι μια πορτοκαλιά δεν μπορεί να βγάλει μήλα. Έτσι υπάρχει πρόοδος. Αν δεν εξωθήσεις τον εαυτό σου μέχρι τα έσχατα όρια της ύπαρξης ποτέ δεν ανεβαίνεις. Μένεις καθηλωμένος. Δε μου φαινόταν φιλοσοφία αυτό που προτείνει ο Πλούταρχος, μα η πρωτόγονη λογική του διανοητικά καθυστερημένου. "Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι" που έλεγε κι ο Χριστός. Δε μπορείς να λες όπως ο τάδε φιλόσοφος στο άγγελμα του θανάτου του παιδιού σου: "Δε θλίβομαι γιατί το ήξερα ότι γέννησα ένα θνητό". Αυτό δεν είναι μεγαλείο ψυχής, αλλά αναισθησία. 0 άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επαναστατεί ακόμη και απέναντι στο θεό ή τη Μοίρα του. Ευτυχισμένος δε θα γίνει ποτέ. Άλλωστε τι κερδίζει κανείς με τη γαλήνη που χαρίζει το τέλμα; Δε θά 'θελα ποτέ τη μακαριότητα των ηλιθίων. Προτιμούσα την κάθαρση της καταιγίδας. Χρειαζόμουν τη γαλήνη σαν ένα μικρό διάλειμμα μιας ζωής μακριά από πλήξη. Και βέβαια πάντα υπάρχει το χειρότερο κι όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς από τη ζωή και τους ανθρώπους, όμως πίστευα ότι ο άνθρωπος πρέπει να στοχεύει στο ανέφικτο και να κάνει ό,τι μπορεί για να το κατακτήσει, ακόμη και με την επίγνωση της τελικής του ήττας, ακόμη και σε βάρος της ψυχικής του ισορροπίας. Πάντα ο άνθρωπος πορευόταν καταβροχθίζοντας την ψυχή του και μένα δε μου έπρεπε κάτι λιγότερο.

 1ο Απόσπασμα από "Ονείρου απατηλότερα" Αθήνα 1996


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης