Ο κύριος Τυχερούλης

Τυχεροί μερικοί άνθρωποι πού πετυχαίνουν ταιριαστά επώ­νυμα. Παράδειγμα ο κος Τυχερούλης. Γιατρός του επαρχιακού μας νοσοκομείου, δεν άργησε να γίνει διευθυντής, «ελλείψει ετέρου ενδιαφερομένου» και να διευθύνει τα γιατρουδάκια που κατά­φθαναν σε βάρδιες κάθε χρόνο να κάνουν τ' αγροτικό τους.
Κοντούλης, στρουμπουλός, αιώνια βρώμικος κι ατημέλητος με λαδωμένο κολλημένο μαλλί, ήταν από τα νιάτα του απ' τους περιζήτητους γαμπρούς της μικρής μας πόλης, ίσως ο πιο περιζήτητος, μια και ήταν ο μοναδικός γιατρός σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και είναι γνωστή η αδυναμία που τρέφουν οι γυναίκες, μητέρες και κόρες στον τίτλο του γιατρού.
Μα ενώ και χρήματα του δίνονταν γι προίκα, κι ομορφονιές του κόλλαγαν άγρια κι επίμονα, αυτός προτίμησε να πάρει τη Βάσω τη νοσοκόμα, βίος και πολιτεία, μια παλαβιάρα που κοιμόταν με όποιον έβρισκε -και νάταν όμορφη η άθλια;! Στραβοπόδαρη, γκαβή, με οξυζενισμένο μαλλί, και πασαλειμμένο μούτρο, χώρια που ήταν μπασμένη στα χρόνια.
Κι ο Επαμεινώντας την πήρε ο τυχερούλης, αν κι όλοι τον συμβούλευαν να μη την πάρει.
Τον είχε πιάσει, βλέπεις η τιμιότητα, την είχε αφήσει, λέει έγκυο -πράμα καθόλου σίγουρο- μιας και αφού έκανε το παιδί το βλαμμένο, μαζί του παντρεμένη παιδί δεν ξανάπιασε.
Αυτό το παιδί ήταν ανάπηρο, καθυστερημένο από γεννησιμιού του - ποιος ξέρει τι αρρώστιες κουβάλαγε πάνω της η βρώμα κι ο Επαμεινώνδας το λάτρευε το άμοιρο, ο Τυχερούλης.
Έβγαζε του κόσμου τα λεφτά, διευθυντής του νοσοκομείου ήταν, δεν τα κυνήγαγε, δεν τάκλεβε, δεν έπιανε τους ανθρώπους από το λαιμό να τον πληρώσουν, μα ήταν γλυκοαίματος, τον αγαπούσαν τα λεφτά κι όλο κι έβγαζε κι όλο κι έτρεχε.
Η Βάσω, σαν έγινε κυρά γιατρίνα, ψώνιζε μοναχά απ' την Αθήνα τα φουστάνια της, έπρεπε να μπει στο μάτι αυτών που την κατηγορούσαν. Κάθε ταξίδι κόστιζε στον Έπαμεινώντα ολόκληρη περιουσία, άσε που ποιος ξέρει πού τριγύρναγε μο­νάχη της σ' ολάκερη Αθήνα. Αυτός ποτέ δεν πήγαινε μαζί. Ήταν, βλέπεις το βλαμμένο, ήταν κι οι πελάτες.
Στεναχωριόταν κι όπως ήταν της καλής κοινωνίας τόριξε στα χαρτιά. Μα στα χαρτιά όλοι είναι άτυχοι, κύριε τυχερούλη. Ότι κέρδιζε το κέρναγε σε φίλους, ότι έχανε ίδρωνε να το βγάλει στις επισκέψεις.
Άρχισε η γκρίνια με την κυρά Βάσω, κόβονταν τα ταξί­δια στην Αθήνα, δεν της πήρε ούτε ένα αυτοκίνητο. Έπαιζαν και ξύλο. Πολλές φορές τριγύρναγε με μαυρισμένο μάτι. Έπαιρνε το νοσοκομείο στο τηλέφωνο, πήγαινε και τούκανε σκηνές, βούιζε η μικρή μας πολιτεία από τα σχόλια για τους Τυχερούληδες.
Ντρέπονταν ο δόλιος κι όλο και χώνονταν πιότερο στο καβούκι του κι όλο κι έπαιζε πιότερο, και όλο κι έχανε.
Η κυρία Βάσω τάμπλεξε με τον μπακάλη. Η τιμή να κοιμηθείς με την κυρία γιατρίνα ήταν κάπως τσουχτερή, αλλά έπρε­πε κάπως να κερδίζει τα ταξίδια στην Αθήνα.
Το βλαμμένο πέθανε σαν έκλεισε τα 10. Τόκλαψε πολύ ο κος Τυχερούλης. Ήταν το μόνο πλάσμα που άκουγε αμί­λητο τα παράπονά του, που του χαμογελούσε με συμπάθεια, έστω και δίχως να το νοιώθει, έστω και με τη γλώσσα να κρέμεται έξω απ' το στόμα.
Με τον καιρό γινόταν όλο και πιο βρωμερός στην εμφάνισή του.
Τούκοψε την καλημέρα η καλή κοινωνία, τούκλεισε την πόρτα για το πράσινο τραπέζι.
Κι έτσι κατέφυγε στην ταβέρνα. Πλάι σ' ένα ποτήρι κρασί έπαιζε την πρεφούλα του κι έβγαινε απ' το πετσί του, γινόταν άλλος άνθρωπος, γύρναγε στο σπίτι βάραγε τη Βάσω και ξεσπού­σε. Κι έφθασε και ο καιρός που οι πελάτες ακόμη κι οι τσαμπατζήδες δεν πατούσαν.
Πώς να εμπιστευτείς ένα γιατρό που δεν ξέρεις πότε είναι πιωμένος και πότε όχι.
Καλύτερα τα γιατρουδάκια κι ας είναι κι άπειρα, κι ας κάθονται μονάχα ένα χρόνο, ξέρουν πιο καινούρια πράματα και δε μεθάνε.
Κι ο Τυχερούλης απόμεινε με το μισθό του επαρχιώτικου νοσοκομείου και τον τίτλο του γιατρού.
Ώσπου άλλαξε η κυβέρνηση και άλλος με δόντι ήλθε και πήρε τη θέση του διευθυντή.
Βλέπεις πλήθυναν οι γιατροί, δε χωρούνε όλοι στην Αθήνα, καλή κι η επαρχία, έχει ψωμί.
Ένα βράδυ οι γειτόνοι άκουσαν φωνές, τσακωμούς, στο σπίτι των Τυχερούληδων.
Δεν έτρεξαν, συνηθισμένα πράματα.
Το πρωί μόνο οι κουτσομπόλες κατάφθασαν να δουν, να μάθουν, μα κόντεψαν να πάθουν συγκοπή σαν είδαν στη μέση του δωματίου τον κο Τυχερούλη, με ανοιγμένο το κεφάλι, νεκρό σε μια λίμνη από αίμα,.
Η κυρά γιατρίνα είχε γίνει άφαντη. Ήταν η φόνισσα του κου Τυχερούλη.
Μαθεύτηκαν αργότερα στη δίκη.
Ο κος Τυχερούλης Επαμεινώντας γυρίζοντας νωρίτερα απ' την ταβέρνα, δεν είχε να ξοδέψει πιο πολλά, την έπιασε στα πράσα με το μπακάλη. Εκείνος τόσκασε απ' το παράθυρο πη­δώντας μα εκείνη ζήτησε τα ρέστα απ' τον άντρα της τον Τυ­χερούλη, κι απάνω στον καυγά του πέταξε το γουδί στο κεφάλι. Δεν τόθελε είπε.
Και τ' όνομά του βγήκε σε κείνη τυχερό. Τη γλύτωσε με δυο μήνες φυλακή. «Δεν τόθελε», είπε στο δικαστήριο, άλλω­στε η κα Τυχερούλη είχε προηγούμενον έντιμον βίο.

Περιέχεται στο βιβλίο '"Ιστορία χωρίς όνομα και άλλα διηγήματα" 1975

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης