Το δειλινό του χρόνου





 Συνετά διάλεγαν οι παλιοί την πέτρα από το χώμα. Πεζούλια έστηναν να κοσκινίσουν τη λιγοστή γονιμότητα, να τιθασεύσουν το νερό, που -ακράτητο τους χειμώνες- καθάριζε τις κόπρους των κατσικιών και τις σοδιές των αποθηκών τους, να φυτέψουν στοργικά δενδρύλλια, να κεντρώσουν τις βυσσινιές, να ημερέψουν τ’ απίδια, να νοικοκυρέψουν το λόγγο σε κήπο. 

Έτσι επιβίωναν με λιγοστό φαί κι άφθονο καθαρό αέρα τότε. Ώσπου οι πιότεροι άνοιξαν πανιά κι όσοι έμειναν προτίμησαν τη θέα των τηλεοπτικών παραθύρων από τη λάμψη των βουνών τους. Τα βάτα ξεθάρρεψαν διστακτικά στην αρχή κι αργότερα ασυγκράτητα αγκάλιασαν τις μηλιές, τα κλήματα άπλωσαν αρπαχτικά δάκτυλα σκαρφαλώνοντας στην υπεροψία των ελάτων, κισσοί κάλυψαν με βαρύτιμα χαλιά τις σκιερές γωνιές, αφήνοντας λεύτερες φωτόλουστες κηλίδες, που τις κατέλαβαν λογής λογής αγριόχορτα, που θέριεψαν στεγάζοντας ερπετά κι έντομα, όλα όσα εν σοφία ο πλάστης εποίη ν’ αλληλοσπαράσσονται και ν’ αλληλοβοηθούνται συμβάλλοντας στον πλούτο και την ομορφιά του κόσμου. 

Με τις πρώτες βροχές τα κυκλάμινα  ύψωσαν τα μαβιά τους ερωτηματικά να φτερουγίζουν ζουμερές υποσχέσεις στον κουρασμένο από το θέρος λόγγο. Μια, δυο κι έπειτα ολάκερος ουρανός φτερωτών ανθέων ξεπήδησε από το σιντριβάνι της αιώνιας εύθραυστης έκπληξης του Χινόπωρου και στις γωνίες, ανάμεσα στην πέτρα και τα σκίνα φωλιές καλύκων φωτός, οι απορίες των κίτρινων και των μαβιών κρόκων, σταγόνες χρωμάτων να σπάνε την παντοδυναμία του φαιοκίτρινου, να επαναστατούν στη δικτατορία του πράσινου. 

Τα βάτα με γαμψά νύχια απειλούν όποιον αψηφήσει την απατηλή τους χλόη για να δρέψει κέρινους λευκανθούς ή τις από ρόδινο σε βιολετί σταγόνες των καρπών τους. Αφρόντιστες, γερασμένες αχλαδιές, σοφά κρυμμένες, με προπέτασμα ακανθοφόρων  παραδίδουν στον άνεμο, τη γη και τα πουλιά την αφθονία των προσφορών τους. 

Οι συκιές απλώνουν τα ροζιασμένα μπράτσα σε ακροβασίες κρημνών και αφήνουν το μέλι των καρπών τους να προκαλεί τους παράτολμους και τα σύννεφα των μελισσών πάνω από το ψιθύρισμα των ρυακιών, που υποκριτικά καθυστερούν σε νερόλακκους να ξεδιψάσουν την ανεμελιά των κατσικιών, γουργουρίζουν σε κατωφέρειες, σε κάθε δύστροπο βράχο γαυγίζουν προσποιούμενα το βρυχηθμό του καταρράκτη. Λησμονημένοι άσκεποι νερόμυλοι βρικολακιάζουν τις γυμνές μνήμες τους και ντροπαλά καλύπτονται τη σοφία των βάτων καρτερώντας την ανάσταση των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων που θα μετεμψυχώσει τη γόνιμη προσφορά τους σε τουριστικό αξιοθέατο. 

Φθινοπώρου. Στην πρώτη ριπή τα φύλλα χλομιάζουν σε φτερά αποδημίας γυμνώνοντας τις έρμες χελιδονοφωλιές. Ευωδιάζει ο κόσμος από το ξεδίψασμα της πρώτης καταιγίδας. 

Ευλογημένος ο θάνατος που λιπαίνει την πάντα αναγεννώμενη Ζωή, υμνεί η πάνσοφη κτίση. Και μοναχά εμείς οι τυφλοί παράλογοι άνθρωποι αγωνιούμε για τη φετινή τιμή του πετρελαίου και ψάχνουμε τις ναφθαλίνες των αποθηκών αυτή τη σπλαχνική ώρα του δειλινού του χρόνου. Γιατί μάθαμε να μην αρκούμαστε στον άρτο και το κρασί της κάθε μέρας. Σοδιάζουμε δίχως σπορά και καλλιέργεια, σπαταλάμε όσα δε δουλέψαμε για ν’ αποκτήσουμε, δανειζόμαστε υποθηκεύοντας το μέλλον των εγγονιών μας, γιατί νοιαζόμαστε μόνο για την ελάχιστη στιγμή της δικής μας αφθονίας κι αδιαφορούμε για το αρμονικό τραγούδι καταστροφής και δημιουργίας με το οποίο πάντα θα ξετυλίγεται η κορδέλα της ύπαρξης, για όσο υπάρχει αυτός ο γαλάζιος ζωοδότης πλανήτης.

Δημοσιεύθηκε στο 101 τεύχος του περιοδικού «διβρη» (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003) και τώρα φαίνεται προφητικό της οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε το 2010.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης