Χαμένες πατρίδες

 


Χαμένες πατρίδες! Πλατιά κουβέντα, όσο κι ο κόσμος μας. Πώς να χωρέσει σε δυο λέξεις; Και πώς να μιλήσεις με λέξεις πεθαμένες από καιρό; 

Δεν είμαι μικρασιάτισσα εγώ, ούτε κυπριωτοπούλα, Τι μπορώ να θυμηθώ; Τι ξέρω εγώ από του χωρισμού το θάνατο; 

Και όμως πρέπει να μιλήσω. Όσο το σκέπτομαι τόσο πονάει. Υπάρχουν πράγματα που νιώθεις δίχως να τα καταλαβαίνεις. Πληγές που πονούν δίχως σημάδια ορατά. Οι πρόσφυγες  δεν είναι οι πρώτοι ή οι έσχατοι στην Οδύσσεια αυτού του τόπου. 

Η Ιστορία μας σημαδεύεται αμείλικτα από μιαν αλυσίδα μεταναστεύσεων από μια γεύση νοσταλγίας που ακόμη φιλεί τα χείλη μας. 

Από τις χαμένες πόλεις της Κνωσσού και της Φαιστού ως τις τραγικές Μυκήνες κι από την Πόλη ως τη Σμύρνη και την Κύπρο η ιστορία μας χρέωσε με άπειρους καημούς. Ο Οδυσσέας ρίζωσε μέσα μας και η Ιθάκη μας πάντα χαμένη. Πορευόμαστε αιώνες τώρα αντιπαλεύοντας τα κύματα πότε βρίσκοντας και πότε ξαναχάνοντας την αγαπημένη γη που κι ο καπνός που βγαίνει από τις στέγες των σπιτιών της μας φαίνεται πολύτιμος. 

Όμως παρασύρθηκα. Δε θα μιλήσω. Απλώς θα θυμηθώ. Θα θυμηθούμε μαζί ότι ακούσαμε, ότι νιώσαμε ότι αγγίξαμε ότι μας αγγίζει.

Έχω ένα φίλο, όχι γέρο για νάχει ζήσει, ούτε και τόσο νιο για νάχει ξεχάσει. 

Γεννήθηκε γύρω στα 40 πάνω στην αντάρα της μετανάστευσης κάπου στα σύνορα ανάμεσα Ηπείρου Αλβανίας. 40 χρόνια τώρα τάζησε μακριά από τα πατρογονικά του. 40 χρόνια τώρα πηγαινοέρχεται σαν τον κλέφτη ως τα σύνορα να κατασκοπεύει με τα κιάλια εκεί απέναντι το πατρικό του το χωριό ν’ αναζητεί ανάμεσα από χωματόδρομους πάνω στ’ αγριοβούνια μια νέα όψη πιο κοντινή του αγαπημένου του χωριού, του χωριού που γνώρισε μόνο μες από την κοιλιά της μάνας του, μόνο μες απ΄τα παραμύθια των γονιών του, μόνο μες από το κάλεσμα του αίματος της καρδιάς του.  Ο παππούς του, που πέθανε στα Γιάννενα παράγγειλε να τον θάψουν σ’ ένα κορφοβούνι κατάντικρυ στη γη που ποτέ πια δε θα πατούσε, στη γη πούνιωθε πως ήταν χώμα από το χώμα της, πέτρα από τις πέτρες της. Γιατί τι άλλο είμαστε έξω από χώμα και όνειρο; Το κορμί μας ζητά να παραδώσει το χώμα ππου του εμπιστεύθηκε ο θεός στη μητρική του χώρα, κει πλάι στις ρίζες που τον γλύκαναν με νάματα ζωής από τα πρώτα του βήματα.

Ακόμη θυμάμαι θάταν μεσημέρι καθώς σεργιάναγα στην οδό Ερμού στη Λευκωσία, χαζεύοντας τις βιτρίνες για ψώνια, -όπως κάνουμε όλοι οι ρωμιοί σαν ταξιδεύουμε- όταν ξάφνου δίχως καμιά προειδοποίηση ο δρόμος έκλεισε από ένα μαύρο σκοτεινό τοίχο κι από κάποιο σπίτι διπλανό είδα μια κόκκινη σημαία να ματώνει το γαλάζιο ουρανό. Θαρρείς καρφώθηκα στη γη. Ο μαγαζάτορας που είχε βγει στην πόρτα πρόθυμος να διαλαλήσει την πραμάτεια του σίμωσε κι έδειξε προς το μαύρο τοίχο.

-Να δυι μέτρα πιο κει ήταν το άλλο μαγαζί μας. Και το σπίτι μας εκεί βρίσκεται. Είμαστε εδώ, πρόσφυγες στο άλλο μισό της πόλης, που πιστεύαμε ολότελα δική μας.

Έχω μια φίλη που βαστά από τη Σμύρνη. Οι παππούδες της βαστούσαν από κει. Αυτή γεννήθηκε, μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη. Ξέρει από ξεριζωμό, όσα κι εγώ, όσα ένας τρίτος που διαβάζει και βλέπει φωτογραφίες κι ακούει σε διαλέξεις και νιώθει μές από τα βιβλία.

Σαν τελείωσε γιατρός ζήτησε να διοριστεί στη Σάμο, για νάναι εκεί, μιαν απλωτή ως την αντικρινή στεριά, να νιώθει τη μοσκοβολιστή της ανάσα να φθάνει ως τα πνευμόνια της, τη μυθική στεριά της Ιωνίας, τόσο κοντινή και τόσο μακρινή...

Κι ήταν ημέρες δύσκολες σαν πήγε μέσα στο 1974 Ακόμα κα]ι οι γονιοί της γύρευαν να τη μεταπείσουν. Οι Τούρκοι γαύγιζαν για τα νησιά κι εμείς τόσο ζαλισμένοι από την καταστροφή που προκάλεσε η εφτάχρονη δικτατορία. Αν... Αν ξαναγινόταν κάτι; Γιατί να ξαναζήσει το παιδί την ίδια συμφορά; Μα εικείνη τράβηξε μπροστά.

-Εκει ανήκω, τους είπε κι ευτοί κατέβασαν το κεφάλι δίχως νάχουν κάτι να πουν. Μήπως αυτοί δεν ήταν ππου από μωρό τη νανούριζαν με την εικόνα της χαμένης πατρίδας; Μήπως οι ίδιοι οι γονιοί της δεν πάσχιζαν να κρατήσουν στην ψυχή της ζωντανή τη φλόγα των προγόνων, τους χορούς, τις συνήθειες; Τώρα λοιπόν γιατί παραξενεύονταν; Γιατί πισωπατούσαν; ο τρόμος, ο φόβος, οι ξεχασμένες πληγές πονούσαν ακόμη... Ήθελαν το παιδί τους να μάθει τα καλά, τα γιορτάσιμα, τα λαμπροφορεμένα της ονειρεμένης γης. Ήθελαν ποτέ να μη δοκιμάσει τον πόνο και την απόγνωση της προσφυγιάς που τους πότισε φαρμάκι.

Κι όμως κει πίσω μείναν οι νεκροί, οι βασανισμένοι, όσοι δεν ξέφυγαν. Και όλοι αυτοί με μυστικές φωνές καλούσαν . Παράξενο. Δε φώναζαν για εκδίκηση. Κει πέρα στον κόσμο της λησμονιάς τα πάθη μερεύουν. Μιλούσαν λυπητερά μα λυτρωτικά για ένα αύριο που πρέπει να είναι καλύτερο για όλους.

Ποτέ πια. Αυτό διαλαλούσαν τ’ άυλα χείλη. Ποτέ πια.

Ποιος φαίνεται ν’ ακούει φωνές αέρινες τις φασαριόζικες μέρες που ζούμε; Όλοι τριγύρω μας τρέχουν . κι όλοι κάνουν θορύβους προσπαθώντας να καλύψουν το κενό της ψυχής τους, που απειλεί να τους καταπιεί. Κι είναι τόσο παράξενο αλήθεια που άνθρωποι επιμένουν να συγκεντρώνονται γύρω απ’ την άσβεστη φωτιά μιας μακρινής πατρίδας, εξακολουθούν να προσφέρουν κόντρα στο ρεύμα του εγωκεντρισμού που παρασέρνει κάθε συναισθηματισμό, εξακολουθούν να θυμούνται.

Φαίνεται ότι ο μεγάλος πόνος προκαλεί τις μεγάλες θυσίες.

Θυμηθείτε. Αυτοί που πρόσφεραν τα πιο πολλά σε αυτό το βασανισμένο τόπο δεν ήταν οι αριστοκράτες και οι γεννημένοι πλούσιοι, μα τα φτωχόπαιδα των άγονων ορεινών χωριών που πρόκοψαν. Δείτε τριγύρω σας Στην υδροκέφαλη Αθήνα συνάχθηκαν πλήθος μετανάστες, μιας άλλης χαμένης πατρίδας, της επαρχίας. Οι πιότεροι βολεύτηκαν, πήραν κουρσάκι και διαμέρισμα, ξεχάσαν το πατρικό τους στο χωριό ή πάνε μια φορά το χρόνο κι αυτό για επίδειξη, για να τους δουν να τους θαυμάσουν, να ζηλέψουν όσοι δεν τόλμησαν, όσοι δε μπορούσαν να φύγουν. Μα είναι στ’ αλήθεια ευτυχισμένοι τούτοι οι ξεριζωμένοι άνθρωποι; Τους βλέπετε όταν πέφτουν οι μάσκες σε μεθύσι, σε γιορτάδες ν’ αναπολούν τις γλυκές στιγμές πούζησαν στο βασανισμένο τους χωριό, να κλαίνε χαμένοι στην απρόσωπη πολυκοσμία της πόλης. Κλαίνε μα δεν κάνουν τίποτε αυτοί, κι ας μπορούν να κάνουν τα πάντα.

Ενώ εσείς, μακριά απ’ τον τόπο που σαν βύζαξε με τη βια ξεριζωμένοι καταφέρατε να δημιουργήσετε εστίες ανθρωπιάς στον ελλαδικό χώρο. Εμείς οι Έλληνες της μητρόπολης χρωστάμε τόσα σε σας τους Έλληνες της Μικρασίας. Κρατήσατε τόσους αιώνες άσβεστη τη δάδα του ελληνικού πολιτισμού ανάμεσα στην κοσμοχαλασιά της τουρκικής απειλής. Μας την παραδώσατε ακέραια και μας μεθύσατε με τη ζωντάνια και τη λεβεντιά της ράτσας σας. Είχαμε ξεμάθει ν’ αγωνιζόμαστε, να γλεντάμε, να ερωτευόμστε. Είχαμε γίνει λίγο ευρωπαίοι. Προσπαθούσαμε τουλάχιστον να μοιάζουμε. Κι ήλθατε σεις, βίαιοι κι ασκητικοί, ευγενικοί κι ευαίσθητοι και γυμνώσατε τις παλιές ουλές, δείξατε το αληθινό μας πρόσωπο. Μας ξυπνάτε από τότε ως σήμερα. 

Σήμερα που «καθένας για τον εαυτό του.» Αυτό φαίνεται νάναι το μήνυμα της εποχής. 

Και όμως. Πίσω από τους θορύβους των εργοστασίων και τα ουρλιαχτά των μοντέρνων τραγουδιών μπορεί κάποιος να αφουγκραστεί την ίδια την καρδιά της ανθρωπότητας που πάλλει το ρυθμό της ελπίδας. 

Ναι ζούμε στην πιο κρίσιμη εποχή. Ναι υπάρχει κίνδυνος αφανισμού, όχι μόνο ενός χωριού , μιας χώρας, μιας ηπείρου, αλλά ολάκερης της Γης.

Ναι υπάρχει τόση πείνα πλάι σε τέτοια χλιδή .

Ναι υπάρχει κυνική εμπορευματοποίηση κάθε αξίας.

Όμως ακούστε προσεκτικότερα. Υπάρχουν άπειρες μικρές φλόγες που διαλαλούν την ανάσταση.

Ποτέ άλλοτε τόσο πολύ σ’ ολάκερη την οικουμένη δεν προσπάθησαν για την ειρήνη, δε φώναξαν για την ειρήνη, δε θυσιάστηκαν για την ειρήνη. 

Δείτε κείνες τις γυναίκες πούβαλαν τα στήθη τους μπροστά στην απειλή των πυρηνικών. Οι κυβερνήσεις άρχισαν να φοβούνται το μουρμουρητό των απλών καθημερινών ανθρώπων , που δε ζητούν τίποτε πιότερο από την ελπίδα για το αύριο. 

Είναι ακόμη νωρίς. Ίσως προλαβαίνουμε. Θυμηθείτε. Όμορφη που είναι η πατρίδα μας! Η μακρινή πατρίδα μας, η μεγάλη πατρίδα μας η ελάδα, η πανανθρώπινη πατρίδα μας, η Γη.

Ακούστε για τον «Πόλεμο των άστρων»; Μας ετοιμάζουν μετανάστευση. Θέλουν να γίνει η Γη μας μια καινούρια χαμένη πατρίδα. 

Βλέπετε ταινίες διαστημικές; Για τους ανθρώπους που κυκλοφορούν στο διάστημα ψάχνοντας για καινούρια πατρίδα; Ίσως να μην είναι και τόσο φανταστικές. Ίσως ο κίνδυνος να παραμονεύει εδώ πλάι μας. Θα προλάβουμε; Τι να κάνουμε για να προλάβουμε; Πρέπει να προλάβουμε. Αλλιώτικα θα φθάσει η στιγμή που θα νοσταλγούμε  το βασιλικό στη γλάστρα του έστω συννεφόπληντου μπαλκονιού μας, τα χαμένα τραγούδια, τα γιορτάσια, τις στιγμές, τις μοναδικές ανθρώπινες στιγμές που είναι η ανθρώπινη ζωή του καθενός μας, που είναι ότι μάθαμε να λέμε ευτυχία στην παντοτινή πατρίδα μας τη ΓΗ.

Τι έχουμε να χωρίσουμε μεταξύ μας οι άνθρωποι; Οι μεγάλοι θησαυροί, ο αέρας, το φως, το χώμα, το νερό, η ίδια η ζωή μας δόθηκαν από το θεό χάρισμα σε όλους τους ανθρώπους. Μας δόθηκε ακόμη καρδιά, μυαλό, ψυχή. Μας δόθηκε σοφία για να ξεχωρίσουμε από τ’ άλλα θεριά που κυνηγιούνται και αλληλοσφάζονται.

και μεις χρησιμοποιούμε το μυαλό μας αντί να χτίζουμε για να γκρεμίζουμε. Μανιασμένοι κυνηγάμε όλο και πιο γοργά καινούρια όπλα πιο φριχτά, ενώ ήδη αυτά που κρατάμε στα χέρια μας είναι αρκετά για να τινάξουν στον αέρα ολόκληρο τον πλανήτη μας. Δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σ’ ένα χαρτονόμισμα απ’ ότι σε μια μπουκιά ψωμί, στο πετρέλαιο απ΄ότι στο νερό ή το κρασί μας, στο χρυσάφι απ’ ότι στο αίμα μας. 

Και όμως. Ο πόνος και η αγάπη ίδια ζυγίζουν σε όλη τη Γη, σε όλες τις κοινωνίες, σε όλες τις φυλές. Εχθροί και φίλοι έχουν κοινό τέλος, κοινή αρχή. όοι με τους ίδιους πόνους έρχονται στη ζωή και όλοι αναπότρεπτα καταλήγουν στο θάνατο. 

Το περσινό καλοκαίρι ένα ζευγάρι φιλικό πέρασε από τη Σάμο στο Κουρσάντασι ψάχνοντας να δουν τι απομένει ζωντανό μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που σώριασε σε στάχτες τόσα όνειρα. Και είδαν τους τούρκους. Σεις που τους ζήσατε, τους ξέρετε καλύτερα. Άνθρωποι ήμεροι κι απλοί, φιλικοί και πρόσχαροι, δε μοιάζουν διόλου με τα θεριά που παραμονεύουν να μας κατασπαράξουν. Ένας λαός ταπεινωμένος, προδομένος μα περήφανος, αυτός είναι οι Τούρκοι. Ένας λαός που υποφέρει και δεν ξέρει το γιατί. Κι έρχεται η πολιτική, η παγκόσμια πολιτική και η επίσημη πολιτική του κράτους τους και τους πετά το σύνθημα. « Για όλα φταίνε οι Έλληνες, για όλα οι Αρμένοι, για όλα οι Κούρδοι» Αρπάζουν τα όπλα και ορμούν. 

Ο πόλεμος είναι μεθύσι θανατερό. Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει αν βρεθεί στο δρόμο του. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Τους τάζουν τόσα. τους μεθούν με υποσχέσεις, μέχρι και τον παράδεισο τους τάζουν οι ιμάμηδες. 

Και βλέπεις το χθεσινό σου γείτονα που πίνετε μαζί κρασί και παίζατε και πρέφα που με καλόκαρδα πειράγματα ανταλλάσσατε ιδέες και συνήθειες, που καπνίζατε τον ίδιο ναργιλέ, τώρα να γίνεται οχτρός σαν ορκισμένος, αγνώριστος, φυλακισμένος πίσω από το κράνος μιας κατασκευασμένης αντίθεσης. 

Και βλέπεις τη γειτόνισσα που ως χθες σούδινε κλωνάρι από το λουλούδι του κήπου της πρόσχαρα για να στολίσει και τη δική σου γλάστρα, που ανταλλάσσατε συνταγές για γλυκά και φαγητά, του σύντρεχε στις χαρές και τις λύπες της φαμελιάς σου, που έτρεχες στο πρώτο κάλεσμα, τώρα να κλείνει τα παράθυρα, να σε κοιτά μονάχα πίσω από τις κατεβασμένες γρίλιες με βλέμμα θολωμένο από τα δάκρυα. Τρέμει για το παιδί της που θα ντυθεί φαντάρος ακριβώς όπως και συ για το δικό σου γιο. Πονά για την τιμή των κοριτσιών της όπως και συ για τη δική σου κόρη.

Σφραγίζουν οι πύλες, τα στόματα, οι καρδιές κάτω απ’ το βάρος του φόβου.

Κι όμως. Όπως θάλεγε κι ο Χότζας τους ή ο δικός μας Καραγκιόζης «Τσακωνόμαστε για πίτα πούχουν φάει κιόλας τα σκυλιά» Γιατί τι θα κερδίσει ο απλός καθημερινός Έλληνας ή Τούρκος από το πετρέλαιο της υφαλοκρηπίδας; Τι χάνει θάταν σωστότερο ν’ αναλογιστούμε . Δυο λαοί ου παλεύουν να χτίσουν σχολειά, νοσοκομεία, σπίτια, που ονειρεύονται ένα κοινό καλύτερο αύριο αναγκάζονται να ξοδεύουν το μισό τους προυπολογισμό για ν’ αγοράζουν όπλα, όλο και πιο πολλά, τόσα χρόνια τώρα. 

Κι εγώ σας λέω ότι ακόμη κι όταν στραγγίξουμε την υφαλοκρηπίδα κι από τον τελευταίο κόμπο πετρελαίου, πάλι θα μας βρουν αφορμή για να φοβόμαστε τους γείτονες. 

Πριν κάμποσα χρόνια βρέθηκα στην Πόλη. Πολλοί ρωμιοί πηγαίνουμε προσκύνημα στη Βυζαντινή μας πρωτεύουσα. Για όλους μας η Πόλη είναι και θάναι η μεγάλη μας χαμένη πατρίδα. 

Μπήκα στην Αγιά Σοφιά. Άσχημη που φαίνεται απόξω, άβαφη και σκοτεινή! Στην είσοδο πραματευτές πουλούσαν πολύχρωμα σερμπέτια που σέρβιραν με μια κουτάλα κι έπιναν όλοι από το ίδιο βρωμερό κρασοπότηρο. Θύμωσα. Μου φάνηκε ιεροσυλία. Και όμως ήταν άδικο. Μήπως και μεις τα ίδια δεν κάνουμε στα πόδια της Ακρόπολης; 

Μπαίνοντας μαγεύτηκα! Είναι τόσο λίγα τα μνημεία που σε αφήνουν πράγματι εκστατικό! Από το σκοτάδι του πρόναου μπαίνεις στο χάος του κυρίως ναού, όπου το φως φιλτράρεται από τ’ αόρατα παράθυρα του τρόύλου και χύνεται σαν υπερκόσμια ακτινοβολία. Ο τρούλος θεόρατος κρέμεται θαρρείς από τον ουρανό λες και δε στηρίζεται πουθενά. Γύμνια, τόση γύμνια στην ομορφότερη εκκλησιά. Σα ρημαγμένη αυτοκρατόρισσα που φόρεσε τα ράσα μοιάζει. Και στις γωνιές ρητά απ’ το Κοράνι θυμίζουν την κατοχή του νέου βάρβαρου προφήτη πάνω στην αγία του Θεού Σοφία....

Και όμβς η Ιστορία γράφει ότι ο Μωάμεθ ο πορθητής, ο μεγάλος Τούρκος στρατηλάτης, που κούρσεψε την Πόλη, αυτός ο αγροίκος στρατιωτικός γονάτισε δρασκελίζοντας το κατώφλι του θησαυρού αυτού της ορθοδοξίας και απαίτησε από τους εξαγριωμένους στρατιώτες του να μην αγγίξουν μήτε πετραδάκι από αυτό τον άγιο τόπο γιατί «Χτίστηκε για νάναι αφιερωμένος στο Θεό»

Απέναντι από την Αγια Σοφιά βρίσκεται το τζαμί τους. Τόχτισαν όσο πιο καλά μπορούσαν προσπαθώντας να μιμηθούν τη μεγάλη εκκλησιά. Το βαρυφόρτωσαν στολίδια. Είναι όμορφο, σαν κόσμημα αλλά δεν είναι το τέλειο, το ανεπανάληπτο, το μοναδικό κτίσμα που πάσχισε να αντιγράψει.

Σε μια ταβερνούλα της γοητευτικής παραλίας του Βόσπορου αγναντεύοντας την πέρα δαντελωτή στεριά να προβάλει σα μαγική μέσα απ’ την πάχνη συνάντησα ένα τουρκοκρητικό, ξεριζωμένο και αυτό από τη γη που πίστευε δική του, την Κρήτη.

Μου μίλησε ελληνικά με τόση πίκρα... Ήταν γέρος και φορούσε ακόμη βράκες. Ήταν σοφός.

-Μας μοιράζουνε, κόρη μου, μου είπε σαν νάμαστε ζώα κι όχι άνθρωποι. Δε μας ρωτάνε. Δε μας ρωτήσανε ποτέ τι θέλουμε. 

Μας μοιράζουνε, μας προδίδουνε τόσους αιώνες τώρα, σκέφθηκα κι εγώ. Από την Άλωση της Πόλης, τότε που η Ευρώπη μας έσπρωξε στα χέρια των Τούρκων, ως την Επανάσταση του 1821 που αναγκάστηκαν να βοηθήσουν μιας και γιαυτούς ήταν βολικό, ως τους Βαλκανικούς και τη Μικρασιατική καταστροφή. Σε ξένες κουζίνες μαγειρεύονται οι εθνικές μας τραγωδίες κι όχι μόνο των Ελλήνων μα και των Τούρκων. Κι ενώ είχαμε πιστέψει πως οι παλιές πληγές είχαν κλείσει νάσου το Κυπριακό να μας ματώνει τόσα χρόνια τώρα, να μας πονά. 

Φταίνε οι Τούρκοι, λέμε μεις. 

Φταίνε οι Έλληνες, λένε εκείνοι.

Άλλοι φταίνε, όπως πάντα άλλοι έφταιγαν. Φταίνε όλοι εκείνοι που καθισμένοι στις αναπαυτικές τους πολυθρόνες μοιράζουν τον κόσμο σε φέτες επιρροής τόσο αστόαστα.

Φταίνε όλοι εκείνοι που μετέτρεψν τη Γη μας σε ένα τεράστιο οπλοστάσιο αδιάφοροι στην πείνα και τον πόνο.

Φταίμε όλοι εμείς που μοιρολατρικά υποκύπτουμε στα καλέσματά τους, εμείς που βρίσκουμε ελαφρυντικά στην εποχή μας, που βλέποντας στην τηλεόραση το Λίβανο ή το Ιράν πιστεύουμε πως είναι τόσο μακριά πως ποτέ δε θα φθάσει ως το περβόλι μας η συμφορά. 

Φταίμε μεις που ξεχνάμε, που δεν διδασκόμαστε από το παρελθόν. 

Τούτη η γη έχει πιει πιότερο αίμα και ιδρώτα παρά νερό Είναι μια γη δύσκολη. Γιαυτό ίσως την αγαπάμε τόσο. Έμεινε δική μας από τα γενοφάσκια της ανθρωπότητας ω τα σήμερα και μας έθρεψε με λιγοστό μα γλυκό ψωμί, άπλετο φως και μια άσβεστη δίψα για λευτεριά. 

Όλα δύσκολα σε αυτό τον τόπο το μυριάκριβο, γιαυτό και τόσο ευωδιαστά. Η Πατρίδα μας μας μαθαίνει από μωρά να επιλέγουμε και να υπομένουμε. Μετρήστε πόσοι κατακτητές πέρασαν πάνω της δίχως να ριζώσουν. Τους απόρριπτε σα νόθα κύηση. Και μεις τα δικά της παιδιά από αγέννητοι γευόμαστε τους μύθους και τα τραγούδια της.

Η πατρίδα μας ! Πώς να τη μετρήσεις; Τι σημαίνει για μας τους κακομαθημένους αστούς της πρωτεύουσας αυτή η λέξη; Για μας που ξεμάθαμε τη δροσεράδα της βροχής, την ταραχή της άνοιξης, την χαρμόσυνη κάψα του καλοκαιριού, τη λαμπρή πάχνη του χειμώνα; Για μας που κλεινόμαστε στη σιγουριά των αιρκοντίσιον κι αρνιόμαστε ως και τα πόδια μας να κινήσουμε μέχρι την αντικρινή γωνιά; Τι σημαίνει πατρίδα για μας τους ανθρώπους των πολυκατοικιών, του νέφους, του δακτυλίου, των γκρουπς, των ντισκοτεκ, της ταβέρνας; 

Κάθε που βλέπω τ’ ολοπρόσωπο φεγγάρι να κρυφοκοιτά ανάμεσα απ’ τις πολυκατοικίες αναρωτιέμαι πόσοι από τα εκατομμύρια κατοίκους αυτής της πόλης του ρίχνουν απόψε έστω και μια φευγαλέα ματιά. 

Κάθε που ο ήλιος βουλιάζει στη θάλασσα βαρυφορτωμένος με άπειρα χρώματα απλώνοντας τριγύρω του μια σιωπή γεμάτη κατάνυξη πάλι αναρωτιέμαι ποιος μπορεί ν’ αφουγκραστεί αυτή τη σιωπή του ήλιου που βασιλεύει.

Αλλάζουμε σα λαός κι αυτό με τρομάζει. Μεταμορφωνόμαστε σε μιαν απρόσωπη ράτσα αντίγραφο της αμερικάνικης νοοτροπίας. Κατάντησε να ευλογώ το θεό όταν ανακαλύπτω τα παλιά καλά κουσούρια της φυλής, τον ωχαδελφισμό, το φανατισμό, την πολιτικολογία, σα ν΄ ανακαλύπτω παλιούς φίλους αφού είναι ταυτόσημα με όσα περιέγραφε ο Όμηρος τους Έλληνες στα έπη του. Ελπίζω ότι πίσω απ’ αυτή  τη μάσκα δε μπορεί κάπου θα σιγοκαίει η ζωντάνια μας, το αίμα των προγόνων μας δε μπορεί να νοθεύτηκε τόσο, ακόμη κάπου στο βάθος θα λιμνάζει. Γιαυτό και χαίρομαι αφάνταστα όταν βρίσκω μπροστά μου ανθρώπους όπως εσείς.

Μας χαρίζετε την ελπίδα. Όσο κι αν το ρεύμα παρασύρει τ’ αγριόχορτα, υπάρχουν δέντρα σαν και σας, βαθιά ριζωμένα που θ’ αντέξουν τον κατακλυσμό. Και όταν έλθει η άνοιξη, και σίγουρα θα έλθει, αυτά θ’ απλώσουν τα κλωνιά, αυτά θα στολιστούν μ φύλλα και με άνθη, αυτά θα δώσουν τους καρπούς.

Άνθρωποι σαν και σας μας δείχνουν τα προτερήματα της ρωμιοσύνης. Σε μια χώρα που ο τουρισμός σκότωσε τη φιλοξενία, που η μόδα διαβρώνει την παράδοση, σεις μας κρατάτε γερά δεμένους στο λιμάνι με παλαμάρια τις θύμησες και τους οραματισμούς σας.

σας ευχαριστούμε. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε είστε η πυξίδα μας. Με σας δεν πρόκειται να χάσουμε το στόχο. Πρέπει να φτιάξουμε το αύριο καλύτερο, πιο χαρούμενο, πιο πλούσιο, πιο ειρηνικό. Πάντα πρέπει να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο Πάντα πρέπει να στηριζόμαστε στο χθες χτίζοντας το αύριο που ονειρευόμαστε. Χάρη σε σας ελπίζουμε να το πετύχουμε.


Ομιλία που δόθηκε στην Εστία Νέας Σμύρνης σε εκδήλωση της Αδελφότητας Ανακιωτών 29-3 1985


Το κείμενο τροποποιήθηκε και μεταφρασμένο στα γαλλικά έγινε η εισήγησή μου στο Συνέδριο της  Διεθνούς Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών UMEM στο Evian της Γαλλίας το Σεπτέμβριο 1986. Ικανοποίησε τόσο που οι διοργανωτές μετέφρασαν το κείμενο από τα γαλλικά και στα γερμανικά και το δημοσίευσαν σε εθνικά έντυπα. 

καθ΄ οδόν προς το Εβιάν οι έλληνες σύνεδροι Σωτήρης Σωτηρόπουλος, Θεόδωρος Ντόλαντζας, Καίτη Μουτάφη, το ζεύγος Νίκου Ζακόπουλου, Γιάννης Μουτάφης, Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου 




Σχόλια

  1. Aggeliki Maniadaki Σπουδαίο κείμενο διαχρονικής αξίας με ουσιαστικό περιεχόμενο !!!
    Μια φωτισμένη τοποθέτηση πάνω στις έννοιες των χαμένων ή κερδισμένων πατρίδων ! Τι σημαίνει να είσαι πατριώτης και τι πολίτης του κόσμου...Μπράβο,Μαρία μου!!!❤

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης