Βάλσαμος και Θεώνη Πιτσικάλη. Mια διαχρονική ιστορία αγάπης
Η ΘΕΩΝΗ ΜΟΥ
μαρτυρία αγάπης του Βάλσαμου Πιτσικάλη
Από πέντε χρονών είμαι ορφανός, διότι ο πατέρας μου πνίγηκε με το πρώτο Ελληνικό Εμπορικό πλοίο, που τορπίλισαν οι Γερμανοί με το υποβρύχιο U44. Eπειδή όμως η Ελλάδα δεν είχε μπει ακόμα στον Πόλεμο θεωρήθηκαν ως θύματα πολέμου «αμάχου πληθυσμού» και μας έδωσαν μία μικρή πολεμική σύνταξη, την οποία δυστυχώς μας την έκοψε ο τότε πολύς και σπουδαίος Υπουργός του Παπάγου Μαρκεζίνης και έτσι μας στέρησε το δικαίωμα να μάθουμε γράμματα, διότι από τα δεκαπέντε μου χρόνια αναγκάστηκα να πάω στη δουλειά. Πήγα λοιπόν στο Λαύριο και αφού δούλεψα λίγους μήνες στα νταμάρια μας σταμάτησαν και αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω στο νησί μας.
Τότε με συμβούλεψαν να πάω στην Οία, που υπήρχε μια μεγάλη καλτσοβιομηχανία, όπου με προσέλαβε η διευθύντρια, που είχε βαφτίσει έναν πρώτο μου ξάδελφο και με γνώριζε και στην αρχή δούλευα στις μηχανές που έφτιαχναν τις κάλτσες και χρειαζόταν νέους για να εξοικειωθούν με τις νέες μηχανές. Σε λίγους μήνες όμως που έφυγε ο αποθηκάριος, ο οποίος ήταν απόφοιτος του παλαιού Γυμνασίου και πάλι η διευθύντρια με τοποθέτησε εμένα στην θέση του, παρά του ότι είχα μόνο τρείς τάξεις του Γυμνασίου, και μου παρέδωσαν τις αποθήκες, αλλά τι μου παρέδωσαν; μόνο τα κλειδιά. Εγώ όμως από την άλλη μέρα κατέγραψα τι υπήρχε σε κάθε αποθήκη μέχρι την τελευταία κλωστή και κόλλησα στην πόρτα κάθε αποθήκης το τι είχε μέσα. Και όταν το είδε ο γενικός Διευθυντής με συνεχάρη και ενώ το ημερομίσθιο των εργαζομένων στον κάμπο ή στα ορυχεία ήταν τρείς δραχμές, εμένα με πλήρωσαν εννέα, διότι ο αποθηκάριος δεν ήταν εργάτης, αλλά υπάλληλος και εθεωρείτο Κύριος.
Συγχρόνως δε ήμουν και προϊστάμενος του τμήματος συσκευασίας όπου εργάζονταν πάνω από δεκαπέντε κοπέλες και πέντε κοριτσάκια οχτώ με δώδεκα χρονών, τα οποία προσλάβαιναν σε τόσο μικρή ηλικία για να κολλούν τις ετικέτες σε κάθε ζευγάρι κάλτσες και μάλιστα επειδή ήταν τόσο μικρά παιδιά, όταν καμιά φορά ερχόταν η επιθεώρηση εργασίας τα κρύβαμε κάτω από τα κοφίνια της Κάναβας, διότι αυτές οι παλιές αποθήκες κρασιού ήταν τώρα και εργαστήρι που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα πολύ μεγάλα ξύλινα κιβώτια που γέμιζαν με κάλτσες για να στέλνονται στην Αθήνα, που είχε το δεύτερο εργοστάσιο ο κύριος Δαρζέντας. Και από τότε που ανέλαβα εγώ την ευθύνη δεν ξαναέφεραν μαραγκό για να φτιάχνει κιβώτια, γιατί τα έφτιαχνα μόνος μου.
Σε αυτό το τμήμα συσκευασίας αρχιεργάτρια ήταν η Θεώνη μου, διότι τώρα στα δεκαεννέα της που την γνώρισα εγώ, ήταν συνέχεια σε αυτό το τμήμα από τα οχτώ της χρόνια και αμειβόταν με έντεκα δραχμές την ημέρα.
Εγώ την γνώρισα σαν τρίτη μου ξαδέλφη, διότι η μητέρα της ήτανε Πιτσικάλη και δεύτερη ξαδέλφη της μάνας μου. Αυτή λοιπόν η συγγενική σχέση, επειδή ήταν τόσο γλυκός άνθρωπος, τόσο σεμνή, αλλά και τόσο όμορφη, ίσως η ομορφότερη κοπέλα του χωριού την εποχή της, με έκαμε να τη ερωτευτώ από τα δεκαέξι μου χρόνια παρά του ότι εκείνη ήταν δεκαεννέα, αλλά διαπίστωσα ότι και εκείνη έτρεφε μια ξεχωριστή συμπάθεια για εμένα.
Μετά από λίγους μήνες, αφού συνεχίσαμε έτσι και παρά του ότι είμαστε τόσες ώρες την ημέρα μαζί, εμένα δεν μου έφτανε να την βλέπω και μόλις σχολούσαμε αντί να πάω στο σπίτι μου πήγαινα στο Ιερό του αγίου Γεωργίου που ήταν απέναντι από το σπίτι της για να την βλέπω έστω και από μακριά, αλλά και εκείνη μόλις με έβλεπε από απέναντι σε συνεννόηση με μια πρώτη ξαδέλφη της, που γνώριζε την σχέση μας, βγαιναν με κάποιο τραπεζομάντιλο ή κάτι άλλο, δήθεν ότι το τινάζουνε, για να μου δείξουν ότι με είδανε, αλλά να μην το καταλάβουν και οι δικοί τους.
Έτσι περνούσε ο καιρός μέχρι που μια μέρα έρχεται η Θεώνη σε μία μικρή αποθήκη, που είχα τις ετικέτες, που κολλούσαν στις κάλτσες για να πάρει ένα πακέτο και ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαμε ακουμπήσει ο ένας το χέρι του άλλου εγώ -ο καλός σου- θεώρησα καλό να την φιλήσω.
Αυτή ξαφνιασμένη τα έχασε, της έφυγαν οι ετικέτες από τα χέρια και πετάχτηκε έξω από την αποθήκη. Μόλις όμως βγήκε έξω και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, επιστρέφει και μου λέει
-Και τώρα εγώ, Βάλσαμε, τι κάνω; Της λέω
-Τι κάνεις; Η Παναγιά μαζί σου μια χαρά είσαι.
-Όχι, μου λέει, εγώ στο σπίτι μου φιλημένη δεν πάω, διότι αυτές ήταν οι οικογενειακές αρχές, που είχε από το σπίτι της, αν και δεν την είχε δει κανένας, την είχε δει ο εαυτός της. Μου λέει λοιπόν
-Ή κλεβόμαστε τώρα ή πρέπει να πέσω στην Δεξαμενή και να πνιγώ. Επειδή αυτό με την δεξαμενή είχε ξανασυμβεί, για σοβαρότερο λόγο βέβαια, δηλαδή την υπηρέτρια της κυρίας του εργοστασίου, κάποιος από την Φοινικιά την είχε καταστήσει έγκυο και εν συνεχεία παντρεύτηκε κάποια άλλη, η κοπέλα αυτό δεν το άντεξε και έπεσε στη δεξαμενή του εργοστασίου και πνίγηκε. Εγώ όμως, παρά την ηλικία μου, επειδή ήμουν υπεύθυνο άτομο, αλλά και επειδή την αγαπούσα πολύ, βρέθηκα παντρεμένος από τα δεκαεφτά.
Φύγαμε λοιπόν από το εργοστάσιο με την Θεώνη, Σάββατο μεσημέρι να πάμε πού; όπου μας βγάλει η μοίρα. Πάμε από τα χωράφια, επειδή τρυγούσε ο κόσμος μήπως συναντήσουμε τον πατέρα της Θεώνης, που κάπου τρυγούσε. Φτάνουμε στον άγιο Κύρηκο, παλιό ερημοκλήσι κοντά στον Θόλο είναι παιδί άγιος, μπήκαμε και προσκυνήσαμε και πάντα πιστεύαμε ότι επειδή και εμείς ήμαστε παιδιά μας προστάτεψε, φτάσαμε τελικά στον Μπαξέ του Μαυρομάτη, που ήταν δύο μικρά δωμάτια παλιές αποθήκες και μείναμε εκεί παρέα με κάτι αρουραίους σαν λαγούς.
Βέβαια στα σπίτια μας υπήρξε η αντίδραση, κυρίως από την μάνα μου, η οποία αναλογιζόταν τις ευθύνες του γιού της, ο οποίος ήταν ουσιαστικά παιδί, τη άλλη μέρα όμως μας βρήκε μια εξαιρετική κυρία από την Φοινικιά, η Κυρία Μαρίνα -ο Χριστός να αναπαύσει την ψυχή της- οποία μας είπε «Εγώ δεν φεύγω, αν δεν σας πάρω στο σπίτι μου, διότι οι δικοί σας ψάχνουν.» Μας πήγε λοιπόν στο σπίτι της και στην προσπάθεια της να μας τηγανίσει δύο αυγά, επειδή είμαστε δύο μέρες νηστικοί, έσπασε και το γυαλί της λάμπας.
Ώσπου να φτάσουμε όμως στην κυρία Μαρίνα έχουν ειδοποιηθεί στο σπίτι του πεθερού μου και έχουν έλθει η αδελφή του και η αδελφή της πεθεράς μου να μας πάρουν, και έτσι δεν φάγαμε (μάλιστα η αδελφή της πεθεράς μου, όταν πήγε η Θεώνη να την φιλήσει, της έδωσε ένα χαστούκι) και αυτό ποτέ δεν της το συγχώρησα, διότι το θεώρησα προσβολή στο πρόσωπό μου.
Η μητέρα μου όμως απελπισμένη, την άλλη μέρα πήγε στην Θηρασά. Η γιαγιά μου όμως, που με υπέρ αγαπούσε, την μάλωσε, λέγοντας της «Να πάς για το παιδί σου, γιατί εσένα όταν δέκα έξη χρονών σε φίλησε ο γιός μου και ήλθες στο σπίτι μου, εγώ σε αγκάλιασα και δεν σου έκλεισα την πόρτα» και έτσι την άλλη μέρα επέστρεψε ξανά η μητέρα μου στην Οία.
Από εδώ όμως αρχινά για εμένα άλλη ταλαιπωρία. Επειδή έχει πεθάνει ο Δεσπότης, χρέη κάνει ένας Αρχιμανδρίτης. Πήγα στην Μητρόπολη, αφού του φίλησα το χέρι, μου λέει πράγματι με πολύ ευγένεια και καλοσύνη ο άνθρωπος «Τι θέλεις παιδί μου;» του λέω «Πανοσιολογιότατε, θέλω να μου εκδώσετε μία άδεια γάμου, εγώ όμως λόγω ύψους και όγκου δεν φαινόμουν παραπάνω από δώδεκα, ενώ εκείνος ήταν σχεδόν δύο μέτρα. Σηκώνεται όρθιος και μου λέει «Πόσο χρονών είσαι;» λέω «Δεκαεφτά» «Και η νύφη;» μου λέει. Λέω «Είκοσι». Βέβαια ποιος ξέρει πού πήγε το μυαλό του ανθρώπου και μου λέει «Βρε παιδί μου, δεν την παρατάς να σωθείς, διότι εγώ τέτοια άδεια δεν μπορώ να σου δώσω» και έφυγα.
Σε λίγες μέρες όμως ήλθε νέος Δεσπότης, ο Υδραίος Γεώργιος Πάτσης και στο εργοστάσιο, που εργαζόμαστε είχαμε λογιστή τον παλιό τελωνιακό επίσης Υδραίο, τον Κώστα Ανυφαντή, συμμαθητή του Δεσπότη στο σχολείο τους στην Ύδρα. Με παίρνει ο κύρ Κώστας την άλλη μέρα και πάμε μαζί στον Δεσπότη και αφού φιληθήκανε του λέει -όχι Σεβασμιότατε, αλλά Βρε Γιώργη- αφού ήταν συμμαθητές «Από εδώ το παιδί είναι φίλος μου και έχει κάμει την εξυπνάδα και είναι κλεμμένος -με μια καλή κοπέλα βέβαια- γι αυτό δώσε του λοιπόν την άδεια να παντρευτεί» και με αυτό το μέσο πήρα την άδεια και έτσι έγινε ο γάμος με όλους τους παλαιούς παραδοσιακούς τύπους με τραπέζια, χορούς, αφού ήλθε η μισή Θηρασιά και τα έξοδα ανέλαβε ο καημένος ο πεθερός μου για την μοναχοθυγατέρα του και από την άλλη μέρα συνεχίσαμε να εργαζόμαστε μαζί στο εργοστάσιο με πολύ αγάπη και τρυφερότητα μεταξύ μας.
Και εν τω μεταξύ σε λίγο εγώ μπαρκάριζα με κάτι Καΐκια και μότορσίπ. Όταν μετά από δύο χρόνια περίπου, που η Θεώνη μου ήταν έγκυος, εγώ είχα πάει στην Σύρο και δούλεψα τρεις μήνες με εντολή του εφοπλιστή του Ευάγγελου του Νομικού (με του οποίου το πλοίο είχε πνιγεί ο πατέρας μου) στα δύο Λίμπερτι «Λούλα» και «Έφη» με την προοπτική να ταξιδέψω μαζί, αλλά επειδή στον καταρτισμό των Πληρωμάτων ήταν υπεύθυνος ένας ελεεινός και πρόστυχος θα έλεγα Οίάτης, ο Μανώλης ο Κουτσοφιός, που για να σε μπαρκάρει εκείνα τα δύσκολα χρόνια έπρεπε να υπογράψεις ότι είχες λάβει δύο ή τρείς μισθούς προκαταβολή, και έτσι έγινε εφοπλιστής με αυτές τις ατιμίες ο κύριος. Εγώ όμως, επειδή γνώριζα την μάνα του, την αδελφή του και όλους τους συγγενείς δεν τόλμησε να μου το ζητήσει και απλώς αντί για εμένα έστειλε ένα Καριώτη τον Βαγγέλη και εγώ επέστρεψα στο χωριό και την ώρα που βγήκα στο Μόλο από την Λάντζα. μου είπε η Κατερίνα η Καρμαντέλα «Να σου ζήσει η κόρη σου» που είχε γεννηθεί πριν λίγες ώρες.
Στην συνέχεια μπαρκάριζα ξανά με Καΐκια Μότορσιπ και άλλα μικρά πλοία μέχρις που πήγα στρατιώτης, όπου υπηρέτησα τριάντα μήνες ως Υπαξιωματικός Αρμενιστής, εκπαιδευτής στην Βασική εκπαίδευση και καθηγητής στην σχολή ναυτιλίας στο κέντρο Παλάσκα και επειδή πολλές φορές η γυναίκα μου δεν είχε χρήματα να αγοράσει τα παιδικά γάλατα αναγκάστηκε να θηλάζει το παιδί μας μέχρι τεσσάρων χρονών για να μην είναι νηστικό.
Και εδώ ήταν ίσως η μοναδική ευχέρεια της ζωής μου, που -λόγω ηλιθιότητας μου- έχασα. Δηλαδή τρείς μήνες πριν απολυθώ με κάλεσε ο Διοικητής της σχολής Υποπλοίαρχος τότε Καπέτος και μου είπε «Πιτσικάλη μου ζήτησαν από το σώμα Ελληνίδων Οδηγών έναν εκπαιδευτή για μηνιαία εκπαίδευση σε κατασκήνωση και αποφάσισα να πας εσύ γιατί ξέρω ότι εσύ θα βγάλεις την σχολή μας ασπροπρόσωπη» Παρά του ότι στην σχολή υπήρχαν πάνω από είκοσι εκπαιδευτές με πολύ μεγαλύτερους βαθμούς από εμένα.
Στην περιοχή Λουτρόπυργος λίγο έξω από την Ελευσίνα, ένα τμήμα με τριάντα πέντε κοπέλες του νομού Αττικής. Γενικός αρχηγός του σώματος Ελλάδος ήταν η Βασίλισσα Φρειδερίκη και τοπική αρχηγός Αττικής η Κυρία επί των Τιμών, αλλά και προσωπική φίλη της Βασίλισσας κυρία Γεωργία Τσιμπούκη. Είχε έλθει ο στρατός και έστησαν σαράντα μικρές σκηνές και ένα πολύ μεγάλο αντίσκηνο για αίθουσα διδασκαλίας, και έφεραν όλα τα Ναυτικά όργανα για επίδειξη και ονοματολογία και όχι για χρήση.
Οι κοπέλες οι περισσότερες ήταν κυρίες της υψηλής καλής κοινωνίας, οι οποίες σε λίγες μέρες με έχουν συμπαθήσει για την ευγένεια και την άρτια εκπαίδευσή τους -κατά ομολογία τους- έχουν ενημέρωση πως θα έλθει επίσκεψη η Βασίλισσα, που ήταν γενικός αρχηγός του σώματος Ελληνίδων Οδηγών και έχουν φέρει μια πολυθρόνα για να καθίσει, αλλά εκείνη όταν ήλθε εκείνο που με καθήλωσε ήταν η ευγένεια, η απλότητα, που αντί για την πολυθρόνα κάθισε χάμω στο γρασίδι με τις κοπέλες, αλλά και η ευφυΐα της -που σε λιγότερο από μισή ώρα της έμαθα οχτώ ναυτικούς κόμπους-.
Κάποια μέρα όμως με ερώτησαν οι κοπέλες, που ήταν η αφρόκρεμα των Αθηνών, οι περισσότερες παντρεμένες, «Κύριε Πιτσικάλη, τι δουλειά κάνεις;» τους είπα «Ναύτης στα Βαπόρια» λένε «Ναύτης; Δεν λες στην κυρία Γεωργία να σε διορίσει όπου θέλεις εσύ, σε ποια υπηρεσία, σε Υπουργείο, σε τράπεζα ή οργανισμό, διότι η κυρία Γεωργία, αν πάρει κάποιον Υπουργό τηλέφωνο, έστω και αν δεν τον βλέπει, ο Υπουργός σηκώνεται όρθιος...» και εγώ ο ηλίθιος, για να μη χάσω το φυλλάδιο, έχασα αυτήν την ευκαιρία και θαλασσοπνίχτηκα τόσα χρόνια σε όλους τους Ωκεανούς και μάλιστα στα ταξίδια μου στο πέλαγος ή στα λιμάνια κάθε μέρα στη Θεώνη μου έγραφα ένα γράμμα -εν είδει - ημερολογίου, (αλλά τότε δεν σκεφτήκαμε να τα φυλάξομε για ενθύμιο) και όταν στα διάφορα λιμάνια το πλήρωμα έτρεχε στα διάφορα Μπαρ για διασκέδαση, εγώ τις περισσότερες φορές έμενα πολλές ώρες στο δωμάτιό μου ή διάβαζα διάφορα βιβλία ή έγραφα ποίηση και Λαογραφία και γι αυτό -όπως και αλλού γράφω- καταφέραμε να διατηρήσομε με την οικονομία μας ένα σπίτι για κάθε παιδί μας.
Αργότερα, γύρω στα 1970 η Εταιρεία Καραγιώργης έφερε τέσσερα πλοία φορτηγά ποστάλια στο Πέραμα για να τα μετασκευάσει σε Επιβατηγά για την γραμμή Πάτρα- Αγκώνα της Ιταλίας. Με κράτησαν στην ομάδα που κράτησαν σε στυλ Ναυπηγείου, με έκαμαν Προϊστάμενο του Ναυτιλιακού τμήματος στον τομέα των μετασκευών και δημιούργησα συνεργείο στο Πέραμα με τριακόσια άτομα και πέντε λοστρόμους- βοηθούς για τις ανάγκες των μετασκευών, που κράτησε αυτή η υπηρεσία για πάνω από πέντε χρόνια και εν συνεχεία άρχισαν τα δρομολόγια.
Στην εταιρία εργάστηκα πάνω από είκοσι δύο χρόνια, εκ των οποίων τα δεκαεφτά, τα καλοκαίρια, όπου και αν ήταν ναυτολογημένο το φυλλάδιο μου εγώ ήμουν στο κότερο του αφεντικού και ένιωθα σαν μέλος της οικογένειας, Αφού μου έλεγε ο κύριος Αριστομένης «Βάλσαμε σου μιλώ σαν αδελφός» ή «θα πεθάνομε μαζί». Και ενώ οι καπετάνιοι έπαιρναν ενενήντα πέντε χιλιάδες δραχμές το μήνα την εποχή εκείνη, εγώ έπαιρνα εκατόν οχτώ. Τώρα το πιστεύω μου στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, που έχω στην Θηρασιά, που είναι ελπίδα και προστάτης μου και είμαι μέσα από πέντε χρονών, που επειδή η γιαγιά μου τελείως αναλφάβητη με έβαζε να λέω το «Πάτερ ημών» αυτή η χάρις πιστεύω ακράδαντα ότι μου έφερε δίπλα μου την Θεώνη μου, που έζησα με έναν άγγελο εξυπνάδας, αν και αγράμματη, διότι από οχτώ χρονών την είχαν οι γονείς της στο εργοστάσιο να τους δουλεύει, μία κοπέλα Άγγελος καλοσύνης, ευγένειας, υπομονής και καθαριότητας και με αυτή της την οικονομία, νοικοκυροσύνη και αγάπη στη οικογένεια και τους θεσμούς κατάφερε το κάθε παιδί μας να έχει το σπίτι του και να μην έχει ανάγκη -όπως σήμερα τα περισσότερα ζευγάρια- να μην βρίσκουν σπίτι, ούτε για ενοικίαση, αλλά και αν βρουν θέλουν το μισό μισθό τους.
Αυτός ήταν ο Άγγελος γυναίκα για εμένα, που -ενώ εγώ ήμουν ένα κοντό ανθρωπάκι- για την Θεώνη μου ο Βάλσαμος ήταν ψηλός, ήταν όμορφος, ο Βάλσαμος ήταν έξυπνος.
Ήμουν ο Βάλσαμός της, μέχρι που έπαθε πλήρη άνοια, και για πάρα πολλά χρόνια -πάνω από δεκαπέντε- δεν είχα γυναίκα, αλλά είχα ένα μωράκι μερικών μηνών, που δεν γνώριζε αν πεινά, αν διψά, αν είναι βρεγμένη ή λερωμένη. Εγώ έπρεπε να την φροντίζω. Πώς να ξεχάσω όμως, που όταν ακόμα ήταν καλά και την περιποιόμουν, αφού την στέ,γνωνα της έβαζα κρέμες και κολόνιες, με αγκάλιαζε και μου έλεγε «Βάλσαμέ μου, σε ευχαριστώ και να έχεις την ευχή μου που με προσέχεις» και παλαιότερα κάποια άλλην φορά που ήταν ακόμα υγιής και καθόταν στον καναπέ, η χαρά της ήταν όταν έβαζα την κεφαλή μου στην ποδιά της, μου χάιδευε τα μαλλιά και κάποτε μου είπε «Βάλσαμέ μου, ξέρω ότι όταν θα φύγω το πόσο θα σου λείψω διότι σε έχω κακομαθημένο, αλλά δεν φταίω που σε αγαπώ τόσο πολύ, αλλά εγώ σε έχω αναθρέψει μαζί με τα παιδιά μας και δεν μπορώ να κάμω αλλιώς» Αυτόν λοιπόν τον γλυκύτατο άνθρωπο τον τίμησε η Παναγία μας και την πήρε μαζί της ανήμερα της Κοίμησης της. Πέθανε 15 Αυγούστου δώδεκα και μισή το μεσημέρι. Την Εκφορά της, στο Νησί μας που την πήγα, τίμησαν ο Μητροπολίτης Θήρας με τρεις Ιερείς φίλους μου, επειδή είμαι πολλά χρόνια αναγνώστης της Εκκλησίας. Επίσης παραβρέθηκαν οι Δήμαρχοι Θήρας και Κερατσινίου και πάρα πολύς κόσμος.
Αυτά σκέφτομαι κάθε φορά -παρά του ότι μου έχει φύγει τόσα χρόνια- εγώ όμως δεν μπορώ να την ξεπεράσω και κάθε που την θυμούμαι και την ευτυχία που έζησα μαζί της όλα αυτά τα χρόνια και την κλαίω συνεχεία και προσεύχομαι ο καλός Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα σου, Θεώνη μου.
διόρθωση προσαρμογή
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου