Πρώιμος Φεμινισμός

Φεμινισμός

Καθόταν ανακούκουρδα κρατώντας ανάμεσα στα σκέλια της ένα καρπούζι μικρό σαν κεφαλάκι μωρού. Πήρε το σουγιά κι άρχισε σιγά σιγά και μεθοδικά, λες και έκανε κάποια λεπτή εγχείρηση, να το καθαρίζει. Έκοψε μοναχά την πάνω μεριά, ένα στρογγυλό καπάκι, κι ύστερα άδραξε ένα κουταλάκι κι άρχισε να τρώει την ολοκόκκινη, θαρρείς ματωμένη, καρδιά του.
-Απίθανο, είπε με ενθουσιασμό στον αδελφό της, που κάθονταν παρακεί παίζοντας βώλους. Θες λίγο;
Κείνος έγνεψε με το κεφάλι αρνητικά και συνέχισε απορροφημένα το παιχνίδι του. Πάλευε να ρίξει τους βώλους σε ένα μικρό γουβάκι χώμα.

Έβγαλε τα σπόρια, κάτι κατάμαυρα τεράστια σπόρια και προσεκτικά μη χαθεί τίποτε φαγώσιμο καθάρισε τις κοιλάδες του καρπουζιού προσεχτικά από τους σκοτεινούς ζωοφόρους κατοίκους του. Έπειτα με την ίδια απόλαυση καταβρόχθισε ολάκερη την ολοπόρφυρη σάρκα μέχρι που έφθασε έξω έξω στο ξάσπρισμα της σάρκας.
-Φούσκωσα, Γιώργο, είπε πάλι.
Αυτός δεν αποκρίθηκε. Έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει με τον πιο μεγάλο βώλο, το γυαλιστερό, πούφερε η θεία Μάρθα από την Αμερική δώρο στον Τάκη, μα που τον κέρδισε ο Γιώργος με την αξία του από τον ξάδελφό του στο ευγενικό άθλημα της μπίλιας.
-Φτιάχνουμε νεκροκεφαλή; Ξαναρώτησε η Ζωή ατάραχη απ’ την αδιαφορία του μικρού της αδελφού. Πήρε ξανά το μαχαιράκι της και προσεκτικά έκοψε στη βαθυπράσινη κοίλη επιφάνεια δυο τρίγωνα για μάτια και λίγο πιο κάτω ένα μισοφέγγαρο για στόμα.
-Τη νύχτα θ’ ανάψουμε κερί και θα τους τρομάξουμε, είπε.
Τούτο το τελευταίο εντυπωσίασε το Γιώργο, που ήλθε πιο κοντά και παρατηρούσε με προσοχή ανάμειχτη με θαυμασμό το αριστούργημα της αδελφής του.
-Δεν είναι κι άσχημο! είπε τέλος, με την αλαζονεία, που δεν επιτρέπει στ’ αγόρια να πιστέψουν πως ένα κορίτσι κατάφερε κάτι που δε συνέβαλαν κι αυτά.
-Είναι πολύ όμορφο, είπε εκείνη πεισμωμένη. Άλλωστε ήταν μεγαλύτερη και ο μικρός δεν έπρεπε να παίρνει και πολύν αέρα.

Μέσα απ’ το σπίτι ακούστηκαν βογγητά πνιγμένα, ήχοι μουντοί. Έτρεξαν στο μισόκλειστο παράθυρο και κρυφοκοίταξαν ανάμεσα στις γρίλιες. Η μάνα τους σερνόταν στο πάτωμα μουγκρίζοντας πονεμένα μέσα απ’ τα δόντια της κάτω απ’ τα οργισμένα χτυπήματα του πατέρα τους. Στη γωνιά η γιαγιά κοιτούσε ανέκφραστα δίχως διάθεση να επέμβει. Περίμενε καρτερικά να περάσει η μπόρα, να ξαναρχίσουμε όλοι τις δουλειές μας.
-Πάλι, ψιθύρισε ο μικρός με απάθεια. ΄Ηταν μονάχα 6 χρονών.
-Ποτέ δε θ’ αφήσω να με αγγίξει κανείς, όταν μεγαλώσω, μουρμούρισε με οργή η Ζωή.
-Δε μπορείς, είπε με σιγουριά ο Γιώργος. Ο μπαμπάς λέει πως πρέπει, και η γιαγιά το λέει, και η γιαγιά ξέρει πιο πολλά σε αυτά, κι ας είναι και γυναίκα.
-Εγώ όμως δε θ’ αφήσω κανένα να με αγγίξει. Κανένα. Το ακούς;
Στο κατώφλι φάνηκε η μάνα βουρκωμένη μα αμίλητη. Κατέβηκε τις 30 απότομες σκάλες, γέμισε δυο τενεκέδες νερό από τη στέρνα και γέρνοντας από το βάρος τις ξανανέβασε.
-Δεν έπρεπε να τη χτυπήσεις τόσο, γιόκα μου. Γυναίκα είναι, άσκεφτη, μουρμούρισε η γριά απ’ τη γωνιά της.
-Να σου μιλήσει έτσι, η παλιοβρώμα! Να σου πει «στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο»!
-Δε βαριέσαι! Νύφη είναι. Τι περιμένεις;
-Γιατί; Εδώ, δικό της σπίτι είναι ή δικό μου; Ποιος δουλεύει; Ποιος την ταΐζει τη χαραμοφάισα; Γιαυτο λοιπόν την έχω στα πούπουλα; Για να μην αφήνει τη μάνα μου να ρίξει λίγη ντομάτα στο φαί;
-Λέει, πως τα παιδιά το θένε άσπρο το κρέας, πως κρέας μαγειρεύει μια φορά τη βδομάδα, είπε με όψιμο ενδιαφέρον η γριά.
-Μην πας να μου τη δικαιολογήσεις! Εσύ θυμάσαι πώς την είχε τη γιαγιά; Στα πούπουλα! Κι αυτή η…. καλά έκανα και έκοψα τα σούρτα φέρτα με τη μάνα της. Αυτή της σήκωνε τα μυαλά στον αέρα. Και τα παιδιά δεν πρέπει να πηγαίνουν. Θα τα χαλάσει όπως τη θυγατέρα της!

Η μάνα μπήκε αγκομαχώντας κάτω από το βάρος του νερού. Τρέχοντας ο Γιωργάκης πρόλαβε και βούτηξε τα χέρια του γεμάτα λάσπες στον ένα τενεκέ.
Η Ζωή όρμησε αναπάντεχα, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά, τον έριξε κάτω και τον χτύπαγε με λύσσα, όπου έβρισκε, ενώ εκείνος έσκουζε απελπισμένα βοήθεια. Όταν τον έσωσε η γιαγιά από τα χέρια της, ήταν το πρόσωπό του γεμάτο αίματα!
Η μάνα ήρεμη έχυσε το νερό στην αυλή και ξανακατέβηκε τ’ απότομα σκαλιά μέχρι τη στέρνα.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης