Της πατρίδος μου η σημαία!
Της πατρίδος μου η σημαία!
Οι σημαίες έχουν τη δική
τους ιστορία, που δεν χάνεται στα βάθη του χρόνου. Σύμβολο κατ’ εξοχήν πολεμικό
εφευρέθηκε από την ανάγκη να μην αλληλοσφάζονται οι στρατιώτες του ιδίου
στρατεύματος. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν αντί σημαιών κειμήλια και
θρησκευτικά σύμβολα, ανυψωμένα σε κοντό. (Πάντα οι θεοί καλούνται να
μεροληπτήσουν στους ανθρώπινους καυγάδες).
Οι εβραίοι δε δίσταζαν να κουβαλούν στη μάχη ολόκληρη την Κιβωτό για να
τους συντρέξει ο “ένας θεός” στο σφαγιασμό των άλλων. Οι Χιττίτες ήταν οι
πρώτοι που έφεραν σαν σύμβολο τον δικέφαλο αετό, που σήμερα ανεμίζει περήφανα
στα σημαιάκια της λιμουζίνας του αρχιεπισκόπου Αθηνών. Οποία ιερά παράδοσις δια
να σπεύσωμεν όπισθεν, όπως μας προτρέπει! Όμως σημαίες από ύφασμα
χρησιμοποίησαν πρώτοι οι σκύθοι, οι πέρσες και οι εβραίοι. Οι έλληνες στους
κλασσικούς χρόνους αντί για σημαίες χρησιμοποιούσαν τα «επίσημα», που τα
τοποθετούσαν στις ασπίδες ή τα ακρόπρωρα των πλοίων τους για αναγνώριση και
χωρίς να τους αποδίδουν ιερό χαρακτήρα
και ήταν αρχικά όπως Λ
(Λακεδαιμόνιοι) Μ (Μεσσήνιοι),
ζωομορφικές παραστάσεις (σφίγγα στους Θηβαίους, ίππος πτερωτός στους
Κορινθίους) απεικονίσεις θεών (Κάστωρ και Πολυδεύκης= Σπάρτη) ή συμβόλων
(γλαυξ= Αθήνα, Τρίαινα= Μαντίνεια, ηράκλειο ρόπαλο = Μακεδονία κα)
Σημαίες από ύφασμα
χρησιμοποιήθηκαν στην ξηρά από τον Μ Αλέξανδρο για πρώτη φορά, αρχικά υψωμένες
στη Σάρισα σαν σήμα έναρξης της μάχης, και αργότερα σαν διακριτικό επιλέκτων
ιλών. Αυτό μάλλον το αντέγραψε από τους πέρσες, αφού στην εν Ισσώ μάχη οι
ιππείς τους έφεραν πορφυρούν λάβαρο με παράσταση αετού ή πετεινού.
Στη θάλασσα από παλιότατους
χρόνους χρησιμοποιήθηκαν οι υφασμάτινες σημαίες για ν’ ανταλλάσσουν τα πλοία
μηνύματα με σήματα ακριβώς όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα. Αυτό το μαρτυρεί και
παλαιομηκυναικό αγγείο που βρέθηκε στη Φυλακωπή της Μήλου.
Οι ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν
το γνωστό από το Χόλυγουντ σίγνα ενώ οι βυζαντινοί ποικίλα λάβαρα στα οποία
επεβίωνε ο ρωμαϊκός αετός. Τα μπαϊράκια, φλάμπουρα και παντιέρες των κλεφτών
και αρματολών, που οι τούρκοι ονόμαζαν περιφρονητικά «πατσαούρ», είχαν μεγάλη
ποικιλία. Τα περισσότερα έφεραν τον σταυρό με συνθήματα όπως το «ελευθερία ή
θάνατος», άλλα εικόνες τοπικών αγίων, ενώ ο δικέφαλος ήταν μπαϊράκι του
Ηπειρώτη οπλαρχηγού Χρήστου Μηλιώνη.
Ο δικέφαλος που τόσο
υπερασπίζονται οι εκκλησιαστικοί κύκλοι σαν βυζαντινό έμβλημα δεν έχει σχέση με
την Βυζαντινή ιστορία. Δεν αναφέρεται σε κανένα ιστορικό κείμενο, δε
τραγουδιέται σε κανένα από τα δημοτικά τραγούδια της πλούσιας παράδοσής μας και
εμφανίζεται σαν διακοσμητικό στοιχείο στις εκκλησιές μετά τον 13ο
αιώνα. Υπάρχει στη σφραγίδα των Παλαιολόγων, αλλά όχι και στη σημαία τους. Από
το 1574 ο πατριάρχης Ιερεμίας ο Β κατακυρώνει τον δικέφαλο στις σφαγίδες του
Πατριαρχείου Κων/πόλεως χαρακτηρίζοντας με τη χάραξή του στο πάτωμα τις μονές
και τις εκκλησιές σαν Σταυροπήγια. Από το 1770 και μετά την αποτυχημένη
επανάσταση οι δικέφαλοι πολλαπλασιάζονται έτσι που να τους συναντάμε και σε
σπίτια και σε διακριτικά αρχόντων, αλλά έχουν σχέση περισσότερο με τη σύνδεση
εκείνων που τον χρησιμοποιούν σαν έμβλημα με τη Ρωσία που της οποίας ο
δικέφαλος ήταν αυτοκρατορικό διακριτικό. Ο δικέφαλος στην Ελλάδα χρησίμευσε
μετά την απελευθέρωση σαν μύθος αναγέννησης του Γένους, ακριβώς όπως οι μύθοι
του μαρμαρωμένου βασιλιά και των
μισοτηγανισμένων ψαριών στο Μπαλουκλί. Παλιότερα στην Ελλάδα είχαμε συνδέσει το
κίτρινο σημαιάκι με το δικέφαλο με περιοχές δικαιοδοσίας του πατριαρχείου. Μόνο
πρόσφατα άρχισε η ανάρτηση της συγκεκριμένης σημαίας σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η ελληνική σημαία είναι ένα
σύμβολο γιατί βασίζεται σε διαρκή απόφαση της δημοκρατικής πολιτείας. Δεν είναι
επειδή το μάθαμε στο σχολειό. Όλοι κάποτε νιώθουμε ρίγη συγκινήσεως όταν τη
βλέπουμε ν’ ανυψώνεται σε κάποιο στάδιο μετά τη νίκη κάποιου μας αθλητή ή σε
κάποια πατριωτική εκδήλωση. Με σημαίες ορμήσαμε κατά των ιταλών στο αλβανικό
έπος και στον πρόωρο γιορτασμό της απελευθέρωσης (λίγο πριν τον εμφύλιο),
σημαία είχαμε κρεμάσει στην πόρτα που έριξε το τανκ στο Πολυτεχνείο, με σημαίες
υποδεχθήκαμε τον Καραμανλή, όταν έπεσε η χούντα. Όμως σημαίες σήμερα κρατούν
και σε όλες τις πολιτικές συγκεντρώσεις, λες και χρειάζεται επιβεβαίωση η
ελληνικότητά μας ή λες και μερικοί είναι πιο έλληνες από τους υπόλοιπους. Με
σημαίες εκέλευσεν και ο μακαριότατος να προσέλθουν οι οπαδοί στις λαοσυνάξεις
για τις ταυτότητες, επειδή λεει ο αντίχριστος σχεδίαζε να βγάλει απ’ τη σημαία
το σταυρό.
Η σημαία είναι ένα σύμβολο.
Είναι η ψυχή του κάθε έθνους. Δεν είναι φυσικά το πανί ή το πλαστικό που
αποτελούν το φθαρτό της σαρκίο. Η σημαία έχει την ιερότητα της θρησκείας ακόμη
και για τους άθεους, που κατοικούν σε μια γωνιά γης και την ευλογούν γιατί τους
φιλοξενεί στο πεπερασμένο του βίου των. Άλλωστε αντίθετα με τα ρατσιστικά σαλπίσματα
των δεν υπάρχουν ντόπιοι (έλληνες με τη βούλα) και φιλοξενούμενοι σε καμιά
χώρα. Αυτή η γη δε μας ανήκει. Μας ανέχεται για όσο περπατάμε στη φλούδα της.
Δεν υπάρχει γονίδιο που να εγγυάται την ελληνική μας καθαρότητα. Πολλές φυλές
αποτέλεσαν το μωσαϊκό του ελληνισμού -τα κύματα των δωριαίων κατάπιαν τους
αχαιούς, κι οι αχαιοί τους μυκηναΐους και τους κρήτες-. Με την υπογεννητικότητα
που μας δέρνει σήμερα, θα είμαστε ευτυχείς αν επιβιώσουμε σαν κράτος. Θα
είμαστε έλληνες, όσο μιλάμε ελληνικά, όσοι μιλάμε ελληνικά κι έχουμε την ελληνική
παιδεία.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου