Στην Ακρόπολη
Μάης 1980
Ξανά στην Ακρόπολη με
τα παιδιά. Η ίδια μέθη της αρχαιολατρείας που πνίγει κάθε ρωμιό που αντικρίζει
το σημαδιακό βράχο. Και η αίσθηση κάποιας προσβολής. Όλοι αυτοί οι ξένοι, που μυρμηγκιάζουν
γύρω από τα γυμνά μάρμαρα, γιατί τάχα να μου δίνουν τη νοσηρή εντύπωση μιας
ιεροσυλίας; Σα να πατούνε σε γυμνά προγονικά κρανία, σα ν’ αγοράζουν κομμάτια
απ’ τις ματωμένες σάρκες μας. Η Ακρόπολη είναι η δικιά μας αξιοπρέπεια. Πώς ν’
αντέξεις να τη γυμνώνουν μπροστά στη διεθνή αλαζονεία; Είμαι λοιπόν τόσο εθνικίστρια,
εγώ η κοσμογυρισμένη;
Δεν ξέρω, μα έχω την εντύπωση πως βιαζόμαστε να
ξεπουλήσουμε όσο όσο την ίδια μας την ψυχή. Δε μπορείς πια ν’ αγγίξεις, να χαϊδέψεις
τούτα τα μάρμαρα, που άσπλαχνα γδέρνει ο ρυπαρός αέρας. Μάταια χαϊδευτικό του
ήλιου το βλέμμα τα’ αγγίζει με σέβας. Τα
βελονιάζουν του πολιτισμού οι ανάσες ολούθε. Οξέα, άλατα, καπνιά, οξείδια,
διοξείδια, θεία, άζωτο, φωσφόρος λεκιάζουν την αθώα τους ασπράδα. Σκαλωσιές υψώνονται
ολούθε, τα στηρίζουν, τα κυκλώνουν, τα πνίγουν, τα προστατεύουν από το χάδι μας,
απ’ την ανάσα μας, απ’ τη λατρεία μας.
Βιαστείτε! Τα παιδιά μας
μόνο μες από γυάλινους θόλους θα βλέπουν της καρδιάς μας το αίμα. Τον
Παρθενώνα, την Ακρόπολη. Η γαλανόλευκη δε θα κυματίζει πια περήφανη. Θάναι μεταλλική
σαν την αμερικάνικη σημαία, που καρφώσαν στην καρδιά του φεγγαριού. Δεν θα υπάρχει
πια Αθήνα στα πόδια της Ακρόπολης. Θανατερό μανιτάρι την τυλίγει σ’ ασφυχτικά
πλοκάμια. Η Άρτεμη δε χαμογελά τις νύχτες στα ζευγάρια. Ο Απόλλωνας δε σαϊτεύει
πια σωστά του Φειδία τις σοφές καμπύλες.
Σκοτείνιασε ο
ουρανός. Το ξάστερο γαλάζιο βυθίστηκε στο γκρίζο. Κάποιοι γκρεμίζουν πάλι τις κολώνες
ξερνώντας το μολύβι που εσκούριασε στα σπλάχνα τους.
Ελλάδα πιότερο μετρά η Ιστορία από τη ζωή του Ξύπνα Καραϊσκάκη!
Δόστους βόλια να σκοπεύσουν της καρδιές μας. Για την καθενός μας.
Πώς λίγνεψ’ η ελιά της
Αθηνάς! Φαγώθηκε ο βράχος που ριζώνει, της ρίξανε μπετόν να στηριχτεί. Είπαν «Ας
γίνει πλαστική! Από μακριά ποιος θα την διακρίνει;»
Κάποιο παιδί τυχαία
άγγιξε κάποιο σπασμένο μαρμαροστολίδι. Σφύριξαν των αρχαίων οι προστάτες. «Μακριά
τα χέρια! Κάθε άγγιγμα με σάρκα ζωντανή σκοτώνει τα νεκρά μνημεία! Κοιτάχτε.
Όπου πατάτε μένει το σημάδι. Όταν ανασαίνετε μολύνεται ο αγέρας. Όπου χαϊδεύετε
το μάρμαρο ματώνει»
Κουράστηκε να στέκει
ολόρθη, τόσους αιώνες τώρα η Ιστορία, νύχτωσε, θέλει να τελειώνει. Μη τη κρατάτε
με τη βία!
Κάποια ξεδιάντροπα
λουλούδια χορτάριασαν στον Παρθενώνα. Κίτρινες μύτες, κάτασπρες πλεξούδες με
χάρη γέρνουν στον αγέρα.
Τι φρίκη! Κάποιο χελιδόνι
φωλιάστηκε σ’ ένα δοκάρι λες και σοφίστηκε να χτίσει κείνα τα μάρμαρα που ο Ελγίνος
τόσο σοφά είχε συλήσει!
Κάποιο θρονί
μισοσπασμένο σύναξε μια λιμνούλα δάκρυ. Του ουρανού, ή της καρδιάς μας; Ποιος
τάχα ξέρει να μετράει! Η ομορφιά του μας πληγώνει όσο της Ιστορίας το βλέμμα.
Από «Ιφιγένεια εν
Ελλάδι» 1986
Τότε που ακόμη καθόμαστε πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα
Ερεχθείο 1967 |
Και στα τέλη του 19ου αιώνα οι Καρυάτιδες ήταν φωτογραφική πρόκληση. |
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου