Μεθυσμένος πλανήτης


Μεθυσμένος πλανήτης

Γερνούσα κι ανηφόριζα κατά της συνήθειας τα στενά. Διάφανη πεταλούδα χαιρόμουν τον ήλιο που με κατασπάραζε. Οι κηλίδες στα φτερά πιτσιλιές χρόνου.
Η ομορφιά σαν επίγνωση είναι παραμύθι. Λευτερωμένοι από την ομορφιά καλπάζουμε στο αύριο.
Υπομένουμε καρτερικά τις μέρες, που γιορταστικά σφυρίζουν σαν πλοία φωταγωγημένα, που μπαίνουν στο λιμάνι.
Ακούμε καρτερικά τη σταλαγματιά να μας νοτίζει την καρδιά στυφά. Σα δάκρυ.
Ψιθυρίζουμε, ουρλιάζουμε, σκάβουμε με τα νύχια το μέλλον, γονατίζουμε στο βωμό του χθες. Και ο καιρός τρομάζει τις νύχτες μας.
Βουερά ποτάμια οι σκέψεις, θολά από τη βροχή της μοναξιάς μας, που τη σέρνουμε κατάσαρκα.
Τη ζωή σαν τον κλέφτη χουφτώνουμε, ενώ αστραπόβροντα γλυκαίνουν την προσμονή της Άνοιξης.
Η σιωπή βαριά πλημμυρίζει τα πούπουλα της γνώσης. Από τη στέγη το φως κατηφορίζει σε λεπτή ισορροπία. Στενάζοντας γυμνάζονται οι λέξεις στα υπόγεια.
Εκστρατείες κίνησε η φύση για να συντρίψει τους απείθαρχους. Σεισμολογίας εγκώμιον. Παραμυθία αστέγων. Γιορντάνι καταστροφών. Μεθυσμένος πλανήτης.
Το σκοτάδι γελά με τα καμώματα του φθινοπώρου. Δεν έχει τόπο να εξουσιάσει ο ίλιγγος.
Ο έρωτας μπαινοβγαίνει με την ανάσα στο κορμί, που ναρκώθηκε από τη βουή της πόλης και αποκοιμήθηκε στο λαγαρό ακρογιάλι της μνήμης. Η λήθη καταπόδι μας κουκούλωσε ζεστά και  στοργικά. Κουβέρτα και ο θάνατος.


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης