Στο βάθος των γαλανοπράσινων νερών


ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΩΝ ΓΑΛΑΝΟΠΡΑΣΙΝΩΝ ΝΕΡΩΝ

    Ήταν πετυχημένος, καταφερτζής, σίγουρος ο Νώντας. Το καμάρι των καιρών μας. Δίχως νάναι απίστευτα έξυπνος, ήταν εξυπνάκιας. Μπήκε στο νόημα.
  "Δε θα ψευτοζήσω εγώ σαν τους γέρους μου. Θα πετύχω."
   Μέσα στα νόμιμα πάντα, στα ηθικά, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Σάμπως αυτός τους έφτιαξε;
   Δούλεψε, μόχθησε, σπούδασε βιοπαλαιστής, στερήθηκε. Αυτοδημιούργητος, καμάρωνε. Σα φοιτητή τον τάιζε το γκομενάκι η Ρένα, μια ράφτρα πούβγαζε τα μάτια της για δαύτον. Να προκόψει, να σταθεί, να λάμψει.
    Τα κατάφερε. Μόλις πήρε το πτυχίο βρήκε τη Φιφή, της αριστοκρατίας και με προίκα. Της πούλησε έρωτα. Ομορφόπαιδο ήταν, πτυχιούχος του Πολυτεχνείου, όχι καμιά φτηνοσχολής.
   Τους γέρους τους ξέγραψε. Όχι με απονιά να τον κατηγορήσεις. Τα τσεκ σταθερά τα λάβαιναν, μόνο τον ίδιο να μη δουν. Τους τόγραψε ξεκάθαρα.
   "Πού να σας εμφανίσω; Θα με ρεζιλέψετε."
   Τώρα συναναστρεφότανε με τζάκια, με κουλτούρα, με χρήμα. Κατάφερε να στεφανώσει τη Φιφή. Τι κι αν τον κεράτωνε συστηματικά; Τόχει αυτό η αφρόκρεμα. Δεν είναι δα και σπουδαίο κουσούρι.
  Το γκομενάκι τ' αποζημίωσε με το παραπάνω. Ποιος να τον κατηγορήσει; Τι κι αν σακατεύτηκε στις απανωτές εκτρώσεις για το χατήρι του; Μήπως δεν τόθελε; Τη βίασε κανένας;

     Μεγάλες επιχειρήσεις. ΑΕ ο Νώντας. Χτίζει ξενοδοχεία, βίλες, έχει παρτίδες με το Δημόσιο κι ας περιμένει η Εφορία. Ο άνθρωπος της εποχής μας ο Νώντας. Kι ας στέλνει μουσκεμένα ραβασάκια η γριά. "Μα να πεθάνω δίχως να σε δω;" Κι ας τον τσιγκλά που η Φιφή δε μένει έγκυος -ας ήταν και μπαστάρδικο- έτσι για τα μάτια του κόσμου. Μα η Φιφή έχει θεό τη σιλουέτα της. Αντιπαθητική δουλειά η εγκυμοσύνη, ντεμοντέ. Κι εκείνη θέλει να ζήσει, να ζήσει πλέρια. Ξενυχτάει, γυρνάει, πίνει, χαρτοπαίζει, παίρνει χάπια, καπνίζει. Μα τι επιτέλους κυνηγά το παραχαιδεμένο παιδί της αριστοκρατίας;
  Δεν του μοιάζει. Εκείνος είναι πανευτυχής. Έχει σκοπό στη ζωή του. Ν' ανεβαίνει. Έχει σιγουριά. Κερδίζει, καθημερινά κερδίζει πιότερα. Τι ασήμαντα ανθρωπάκια φαίνονται όλοι από εκεί όπου ανέβηκε ο Νώντας! Ώρες ώρες νοιώθει πως με ευχαρίστηση θα τα έλιωνε κάτω από το πέλμα του. Του θυμίζουν πως, ίσως, κάπως έτσι να ήταν κι αυτός αν δεν τον ευνοούσαν οι συνθήκες. Σκουλήκι. Όποιος δε μπορεί μόνος του να σταθεί στα πόδια του κάλλιο να πεθαίνει. Ενισχύστε από δω. Ενισχύστε από κει. Η κοινωνία θα φτιάξει μόνο σα λείψουν τα σκουλήκια. Ένας Καιάδας θα μας σώσει. Μια βόμβα νετρονίου ειδική για τους αδύναμους.

   Το στόμα του τόσο πικρό κι αυτή η αδυναμία, που τον παραλύει.
  Στο χειρουργείο. Τι αντιπαθητικό γαλαζωπό φως που τον θαμπώνει! Μα ναι, μοιάζει με τα καθάρια γαλάζια νερά της θάλασσας. Θυμάται πώς κολύμπαγε με κάθε λεπτομέρεια. Βουτούσε, βυθιζόταν κι όλα γαλάζια, γαλαζοπράσινα.
   Βυθίζεται. Ωραία. Σα να πεθαίνεις. Κι έπειτα κάτι μιλιές ξένες. Δεν καταλαβαίνει. "Αφαιρέσαμε.... Ίσως.... Εξάντληση.... Αιμορραγία... Επέμβαση."
   Συνήλθε στο αναπαυτικό δωμάτιο. Το χέρι του πονεί, η κοιλιά του. Ανασκαλίζει τη μνήμη του μάταια. Τι συνέβη;
  Ακατάστατες εκρήξεις αναμνήσεων. Το χαμόγελο της μάνας του σε κάποιο "άριστα". Το δάκρυ της Φιφής στο γάμο τους.
  Δίπλα του κανείς. Μόνο κάτι λουλούδια. Ορχιδέες. Τι αντιπαθητικά λουλούδια! Νεοπλουτίστικα! Θυμίζουν πουλιά,. Βλέπεις αρέσουν στις γυναίκες.
   Ο κλητήρας με το εμετικό του ύφος: "Κύριε διευθυντά, Δόξα τω Θεώ, σωθήκατε. Πώς τρομάξαμε! Τόσο ξαφνικό! Να χάσετε έτσι τις αισθήσεις σας!"
   Πολυλογία! Θεέ μου, ας πάψει! Κάποιος ας του επιβάλει να πάψει να κλαψουρίζει πάνω απ' το κεφάλι μου!
   Η Φιφή μ' ένα μάτσο ορχιδέες, με καινούριο ταγιεράκι ήλθε άρον άρον απ' το Παρίσι.
  "Ντάρλιν, τι τρομερό" τον φίλησε στο μέτωπο. Ίσα που τον ακούμπησε μη φύγει το κραγιόν.
   "Με αγαπάνε, με υπολογίζουν, τρώνε χάρη σε μένα ψωμί"
    -Γαστρορραγία; ρωτούσε η Κλαίρη, η μεγαλύτερη κουτσομπόλα των βίπς
    -Όχι, κάτι άλλο. Στο έντερο νομίζω. Χρειάζεται αίμα. Ίσως χρειαστεί και άλλη επέμβαση.
    Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει. Φορτωμένος με λουλούδια και γλυκά, ναι γλυκά πανάθεμά τους! Μα δεν ξέρουν πως δεν τρώει;
   Αφήνεται στην αδελφή που του τρίβει την πλάτη, λίγο να ξεμουδιάσει. Το χέρι του πονεί ακίνητο με ορούς κι όλο κάνει εμετό.

     Πόσες μέρες πέρασαν; Οι γιατροί κάνουν συμβούλια. Πηγαινοέρχονται συλλογισμένοι.
    -Σόρυ, ντάρλιν. Επειγόντως πρέπει να πεταχτώ στο Λονδίνο, λέει η Φιφή.
    -Να πας. Βεβαίως να πας.
   "Αύριο θα με ξαναπάνε χειρουργείο. Τι σημασία έχει; Είμαι τυχερός. Αν δεν ήμουν πλούσιος, αν ήμουν στο ράντζο με τον όχλο, θάχα κιόλας πεθάνει.
  Πόσο μου κοστίζει κάθε μπουκάλι αίμα; Κάθε μέρα σ' αυτή τη φυλακή;
 Πρέπει να γίνω καλά αμέσως. Γρήγορα. Όσο μπορώ. Όσο μπορώ; Ως πού μπορώ πια; Έχω περιθώρια;
   Δε μπορώ ν' αγγίξω μόνος μου μήτε το ποτήρι με το νερό πούναι στο κομοδίνο. Χτυπώ το κουδούνι για την πιο στοιχειώδη μου ανάγκη.
  Πληρώνονται. Καλοπληρώνονται να με υπηρετούν. Μα ως πότε; Οι δουλειές θέλουν κυνήγημα. Κανείς δεν ξέρει τι μαγειρεύουν πίσω από την πλάτη μου.
   Και το ξαφνικό ταξίδι της Φιφής στο Λονδίνο...
   Οι γέροι να τόμαθαν; Σίγουρα. Θα τόγραψαν οι εφημερίδες. Δε θάλαβαν το τσεκ."

   Πόσος καιρός πέρασε; Τα βάζα πια στέκουν άδεια. καθρεφτίζονται στο μεγάλο καθρέφτη. Οι κουρτίνες κλειστές κρύβουν τον ήλιο.
   -Αδελφή, διψώ. Γιατρέ πονώ. Όχι άλλη ένεση. Κόσκινο με κάνατε.
  Υπομονή. Κείνη η νόστιμη προχθές του χτένισε τα μαλλιά τόσο απαλά. Πότε θα ξανάρθει;       Υπομονή.Τι μακριές οι νύχτες στο νοσοκομείο!
  -Τραβήχτε τις κουρτίνες. Παραμονεύω το φως να ξυπνήσει. Παραφυλάω τους θορύβους της νύχτας.   Πόσοι τρελοί δεν κυκλοφορούν κυνηγώντας χίμαιρες!
   Θέλει να φωνάξει: "Εδώ είναι η μόνη αλήθεια. Κοιτάχτε!"
  Πού και πού, μια κραυγή, μια σειρήνα, ένα γέλιο. Κάποιος πεθαίνει ή γεννιέται. Τι αδιάφορο! Αυτός ο κάποιος ίσως νάμαι εγώ.
   -Κοιτάχτε με. Χάνομαι, διαλύομαι. Εγώ, ο δυνατός, ο άνθρωπος της εποχής, το καμάρι σας. Είμαι μόνος. Φοβάμαι.
  Σάμπως να χιονίζει ξαφνικά. Μήπως πάντα δεν ήμουν μόνος; Μήπως δεν παινευόμουν γιαυτό; "Η μοναξιά της επιτυχίας" έτσι δεν έλεγα; Ήθελα νάμαι μόνος. Προφυλαγόμουν. Μισούσα τα κουτσομπολιά του μικρού χωριού μου. Εκεί δεν είχαν μυστικά. Όλοι ασχολιόντουσαν με την παρθενιά της κάθε δούλας, με το φουστάνι κάθε κυράς. Μα κι έκλαιγαν σαν πέθαινες, γελούσαν σαν χαιρόσουν.
  Η μάνα μου. Πώς έκλαιγε για τα παιδιά που δε μπόραγε να γεννήσει! Πώς θα κλάψει για μένα!
  Μα για στάσου. Ακόμη δεν ξόφλησα. Τόσα μπουκάλια αίμα στάζουν στις φλέβες μου, τόσες εγχειρήσεις, τόσοι γιατροί, τόσα λεφτά μου φάγανε. Αδύνατον να μη γλιτώσω.
   Αν γλίτωνα, θα ξαναγύρναγα;
   Δεν ξέρω. Αυτό είναι το κακό. Δεν ξέρω τίποτε.
   Ποιος θα με κλάψει αληθινά σαν φύγω;
   Ω! Η Φιφή! Θα πάρει μαύρο μοντελάκι. Τα μαύρα της πάνε. Θα παρηγορηθεί. Κιόλας παρηγοριέται.

   Όλα σκοτείνιασαν τόσο απότομα. Κι αυτό το βάρος στο στήθος μου.
  Ο πόνος. Πόσο τον αντέχεις τον πόνο; Στην αρχή έχεις δυνάμεις, μα μετά επαναστατείς και στην ιδέα μιας ακόμη ένεσης.
  Γιατί ποτέ να μην κοιμάται αυτή η πόλη; Στο χωριό τη νύχτα όλα έμοιαζαν γαλήνια, αναπαύονταν. Εδώ μερόνυχτα, όλα αγκομαχούν. 
  Κουράστηκα. Θεέ μου πόσο κουράστηκα! Λυπήσου με! Με κατατρώγουν. Κομμάτι κομμάτι με κόβουν οι αρχιερείς της επιστήμης. Κάνουν πειράματα, συνωμοτούν. Μου δίνουν ναρκωτικά; Ίσως  Σα σηκώνουν τα χέρια δίνουν για παρηγοριά ναρκωτικά. Καρκίνος; Τι νάχω; Σιωπή.
   Κι αν έλθει η Φιφή απ' το Λονδίνο; Κοιμάμαι τόσο. Δε θα τη δω.
   Κι αν έλθει η μάνα μου. Θα τη γνωρίσω; Πόσα χρόνια έχω να τη δω;
  Θα συναντήσω τ' αγέννητα παιδιά της Ρένας. Κι αυτή έκλαιγε σε κάθε έκτρωση. Αστείες που είναι αυτές οι γυναίκες! Ούτε κι η Ρένα ήλθε να με βρει.
  
   Να. Ξανά βουλιάζω στα γαλαζοπράσινα νερά. Μα ναι. Τώρα θυμάμαι. Στα παιδικά μου παιχνίδια πάντα κάποιος στο βάθος με περίμενε, γιαυτό πάντα χαιρόμουν να βουτάω.
 Μα τώρα ξέρω. Στο βάθος των γαλανοπράσινων νερών δεν υπάρχει στ' αλήθεια κανείς να με προσμένει.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Argyro Pitsikali ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ Η ΓΡΑΦΗ ΣΑΣ!! ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΣΑΣ ΕΣΑΣ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Plakiotis Anargiros Ευχαριστω Μαρια,για το θαυμασιο γραφημα σου -κολαφο για την ανθρωπινη απληστια κ ματαιοδοξια..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Plakiotis Anargiros Μπορεί και τα δάκρυά μου, από την συγκίνηση της αληθοφάνειας του γραφήματός σου, καλή μου Μαρία, να ήταν γαλαζοπράσινα...Ζητώ να μου επιτρέψεις να το κοινοποιήσω, να βουρκώσουν κι άλλοι και να καταλάβουν την ματαιότητα του περάσματος που λέγεται ΖΩΗ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μιχαλης Χανιωτακης ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΑΡΙΩ.....ΠΑΝΤΑ ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΗ Η ΓΡΑΦΗ ΣΟΥ...!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης