Αποχαιρετισμός


Αποχαιρετισμός
 Καθόταν στο περβάζι τ' ανοιχτού παράθυρου στον πολυσύχναστο διάδρομο του νοσοκομείου κι έγερνε προς τα πίσω, έτσι που θάταν τόσο φυσικό για κείνον να σκύψει να την αγκαλιάσει, να την τραβήξει απ' το χάος που υπόφωσκε. Φορούσε ένα όμορφο χρυσαφί φόρεμα και κεχριμπάρια στο λαιμό, κεχριμπάρια φίλτρα του έρωτα. Λαμποκοπούσε στη χρυσή της ωριμότητα. Η σύγχρονη γυναίκα, η ανεξάρτητη, η πετυχημένη, η απελευθερωμένη, η αδέσμευτη, αυτή που επέλεξε το να πατάει γερά στα δικά της πόδια, να μην εξαρτάται από καμιάν εξουσία. Μέρες καλοκαιριού κι ο ήλιος είχε προσθέσει τη λάμψη του χαλκού στα χρυσοκάστανα μαλλιά της, το δέρμα της απέπνεε την ευωδιά του ήλιου και της θάλασσας, κρατούσε κάτι απ' την απαλότητα του βελούδου. Και όλα αυτά τα είχε ετοιμάσει σχολαστικά γιαυτόν που καθόταν μπροστά της αλύγιστος, στητός στην ιατρική του μπλούζα με τον κάλπικο αέρα της φιλικής αδιαφορίας στο πρόσωπο.
     -Κάνε πως συζητάμε αδιάφορα, της είχε πει.
    ‘Όμως πόσο αδιάφορα μπορείς να πεις: " Έγινες ξαφνικά το κέντρο της ζωής μου" ή "Θέλω να σε προειδοποιήσω. Δέχομαι ότι μου προσφέρεις, μα να το ξέρεις μπορείς να μου ζητήσεις πιο πολλά" ή "Το κορμί μου, άσχετα από συναίσθημα ή λογική, σου αναγνωρίζει μιαν εξουσία που δε θάθελα ν' αποκτήσει πάνω μου κανένας"
   Κάποια γυναίκα που περνούσε τυχαία γύρισε και τους κοίταξε παράξενα κι εκείνη σώπασε σκιαγμένη. Τίποτε δεν πρόλαβε να ξεστομίσει.
  -Ναι πρέπει να το ξανασυζητήσουμε αλλού, συμφώνησε κι εκείνος.
   Τη χαιρέτησε τυπικά με χειραψία.
   Και όμως τα χέρια του είχαν οργώσει το κορμί της, τα χείλη του είχαν σημαδέψει τους ώμους και τα μπράτσα της, είχε ξεδιψάσει από τις πηγές του στήθους της, είχε καλπάσει πάνω στην ηδονή του κορμιού της. Για κείνον ήταν κάποιες ευχάριστες στιγμές πούσπαγαν τη ρουτίνα. Για κείνην ήταν ο ωρολογιακός μηχανισμός, που είχε ήδη εκραγεί σωριάζοντας σ' ερείπια ότι αποκαλούσε ως τότε ευτυχία. Τελικά δεν ήταν καθόλου χειραφετημένη. Στο βάθος δε μπορούσε ν' αποδεχθεί σαν κάτι απλό και άσχετο με το συναίσθημα τη φυσική έλξη ενός άντρα και μιας γυναίκας. Δε μπορούσε να παραδεχθεί πως αρκεί ένα άγγιγμα για να διαγράψει μια ζωή, ένα φιλί για να δεθείς μ' ένα άλλο κορμί κάποιου ανθρώπου που ουσιαστικά σου είναι άγνωστος. Πάσχιζε να καταλάβει. Πάσχιζε να τον καταλάβει. Κι αυτός δεν το ήθελε. Φοβόταν τη βαθύτερη επικοινωνία. Αντιδρούσε σε κάθε της απόπειρα να τον αγγίξει στην ψυχή, εκεί όπου οι άνθρωποι μόνο όταν ονειρεύονται μπορούν ν' αγκαλιαστούν. Για κείνον το σεξ ήταν απλό και φυσικό, δεν έδενε ιδιαίτερα τους ανθρώπους.
  "Αλίμονο αν θυμόμουν κάθε γυναίκα που πηδήχτηκα μαζί της" της είχε πει. "Οι πράξεις είναι αυτές που καθορίζουν την εκτίμησή μας για τους συνανθρώπους μας, όχι τα συναισθήματα".
  Εκείνη θα συμφωνούσε μαζί του, μόνο αν πρόσθετε: οι πράξεις σε σχέση με την προϊστορία του καθενός. Γιατί οι πράξεις μπορεί νάναι τυχαίες ή να ερμηνεύονται διαφορετικά από τον κάθε άνθρωπο. Είναι η προϊστορία που σέρνει ο καθένας πίσω του αυτό που καθορίζει τη στάση μας στη ζωή. Κι αυτή την προϊστορία εκείνη σπάταλα ξετύλιγε μπροστά του σε φανταχτερά σεντόνια, ενώ εκείνος πάσχιζε να θάψει ακόμη πιο βαθειά.
  "Είμαι αυτός που φαίνομαι μέσα από τις πράξεις μου, έλεγε περήφανα. Μπουχτίσαμε από ωραία λόγια.”
   "Μα θέλω, πρέπει να μάθω, επέμενε εκείνη. Όχι τίποτε σημαντικό. Πράγματα μικρά που σε σημάδεψαν, πράγματα που όλοι ξέρουν για σένα. Αν έχεις αδέλφια, αν ήσουν άταχτος παιδί, αν είχες φίλους. Ότι σε άγγιξε, ότι σ' έκανε να πονέσεις. Θέλω ν' ακούσω από σένα ό,τι θα μπορούσαν άλλοι να μου πουν.
  Όμως αυτή η κίνηση για κείνον ήταν επιθετική. Σήμαινε μια δυνατότητα κατάκτησης. Ήταν μια παράδοση. Μια κρίσιμη Κερκόπορτα που αρνιόταν να μισανοίξει. Μπορούσε να της παραδίνεται βυθισμένος στην απόλαυση του κορμιού της, μα δεν ήταν πρόθυμος να της παραδώσει τα κλειδιά αυτού που έκρυβε κάτω από την επιδερμίδα του. Ήταν η προϊστορία που προίκισε εκείνον με δυσπιστία κι εκείνη με εξοργιστική αφέλεια.
  Μετά από κόπο κατάφερε να του αποσπάσει πως ήταν "παιδί της πιάτσας". Μόχθησε, μάτωσε για ν' ανεβεί. Γιαυτό και πέτρωσε. Εκείνη ήταν "κορίτσι από σπίτι" και όλα της χαρίστηκαν. Πίστευε πως ήταν τυχερή. Ήταν φορές που ένοιωθε σα να κλέβει στα χαρτιά. Δε μπορούσε να νοιώθει ευτυχισμένη στην ασφάλεια του οχυρού την ίδια ώρα που κάποιοι δίπλα της πονούσαν, πεινούσαν ή πέθαιναν. Στ' αλήθεια ήταν ολιγαρκής. Ποτέ δεν είχε επιθυμήσει ν' απλώσει τα πόδια της πέρα από τα κεκτημένα.
   Εκείνος είχε πεινάσει για πολλά, ενώ εκείνη ποτέ δεν είχε νιώσει ως τώρα την ανάγκη για τίποτε πιότερο απ' όσο της δόθηκε. Εκείνος μπορούσε να υπερηφανεύεται πως ήταν εκλεκτικός. Από παιδί, έλεγε, μπορεί να μην είχε δεύτερο πουκάμισο να φορέσει ήθελε όμως το μοναδικό του νάναι πρώτης ποιότητας. Εκείνη αντίθετα από παιδί αδιαφορούσε όχι μόνο για τα ρούχα αλλά και για την ίδια της τη σωματική εμφάνιση. Πίστευε παράλογα πως οι άνθρωποι που αξίζουν πραγματικά όφειλαν να ανακαλύψουν τον κύκνο που κρυβόταν κάτω απ' τη φορεσιά του ασχημόπαπου. Ακόμη κι όταν αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού εξακολουθούσε να ψάχνει τους ανθρώπους βαθύτερα απ' αυτό που άφηναν να φανεί στην επιδερμίδα τους.
   Την τύλιγε η εκτίμηση, ο σεβασμός, ο θαυμασμός, ακόμη κι ο έρωτας ανδρών που μπορεί να εκτιμούσε ή να θαύμαζε, όμως το άγγιγμά τους την άφηνε παγερά αδιάφορη ή κι ενοχλημένη.
   Κι αυτός ήταν ο πρώτος της έρωτας. Κι αυτός αρνιότανε να της δοθεί ακέραιος. Πώς ήταν δυνατόν να τον ξεχάσει; Η ίδια συγκεκριμένη πράξη που γιαυτόν ήταν μια αθώα διασκέδαση για κείνη ήταν πράξη καθοριστική, μια πράξη αυτογνωσίας, μια πράξη έντιμη, μια πράξη υπέρτατης εμπιστοσύνης κι αγάπης, αγάπης που ένοιωσε πως πήρε και που γιαυτό κι έπρεπε ν' ανταποδώσει στον ύψιστο βαθμό που τη γεύτηκε. Ήταν περήφανη γιατί επιτέλους τόλμησε κι ένοιωθε ευγνωμοσύνη στη Μοίρα, το Θεό ή τ' άστρα γιατί της δόθηκε έτσι κι απ' αυτό το συγκεκριμένο άνθρωπο, έστω κι αν εκείνος έκρινε πως απλώς έτυχε να τη μοιραστεί μαζί της.
Γιατί για κάθε γυναίκα που αγαπά, το σεξ είναι μια ύψιστη πράξη αγάπης. Γιατί κάθε γυναίκα δίνεται στον άντρα που αγαπά ακόμη κι αν δε νοιώθει καμιά σωματική ευχαρίστηση. Γιατί για τη γυναίκα καμιά σωματική ή ψυχική κούραση δεν είναι ικανή να την εμποδίσει να προσφέρει μέσα απ' το κορμί της τη χαρά στον άνθρωπο που αγαπά και να γευτεί σαν ανταπόδοση συναισθήματα όπως η τρυφερότητα, η στοργή, η φιλία, το βαθύτερο δέσιμο δυο ανθρώπων που στέκει πάνω και πέρα από κάθε σεβασμό ή εκτίμηση. Εκείνη τουλάχιστον έτσι είχε μάθει. Γιαυτήν η αγάπη ήταν ο απαραίτητος όρος για να προχωρήσει. Κι ένοιωθε παγιδευμένη γιατί για πρώτη φορά το κορμί της την αγνοούσε επιδεικτικά κι εξακολουθούσε να επιθυμεί αυτό τον άνδρα άσχετα από λογική και παρά την απόρριψη από την πλευρά του κάθε συναισθήματος.
   Εκείνος τόνιζε πως είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του, ενώ εκείνη ένοιωθε πως δε μπορούσε πια να προσφέρει τον ίδιο της τον εαυτό σ' έναν άντρα, που αν και κάτεχε την ερωτική τέχνη τόσο καλά έτσι που να μπορεί να τη διαλύει σ' όλα τα χρώματα της απόλαυσης τσιγκουνευόταν να της χαρίσει έστω κι ένα μικρό κομμάτι της ψυχής του.
   Αναρωτιόταν πού κρύβεται η αλήθεια. Το κορμί της μαρτυρούσε πειστικά την ανταπόκριση των δικών του αισθημάτων, την ώρα που τα γεγονότα τεκμηρίωναν το βάθεμα της απομάκρυνσης. Κάθε άνθρωπος πιστεύει πως η άποψή του για τον κόσμο είναι η μόνη αλήθεια στη ζωή. Κι εκείνη δεν ήξερε τους κώδικες της σωστής επικοινωνίας στο παιχνίδι του έρωτα. Δε νοιάστηκε τη σωστή ώρα να μάθει και τώρα ήταν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Εκείνος, ο πολύπειρος τη βεβαίωνε πως ήταν πολύ καλή στο κρεβάτι. Κάτι μέσα της την έπειθε πως μαζί του θα μπορούσε να γίνει πολύ καλή γιαυτόν και μόνο, αν της δινόταν η ευκαιρία κι ο χρόνος. Ήταν γιατί στα χέρια του ένοιωθε όπως το ψάρι στο νερό. Ήταν η αίσθηση του κλειδιού που βρίσκεται στην ασφάλεια της σωστής κλειδαριάς. Όμως ο χρόνος ήταν πολύτιμος, οι ευκαιρίες ελάχιστες, οι πόρτες επικοινωνίας καλά σφραγισμένες.
  "Δεν ήμουν τίποτε άξιο να θυμάται κανείς, σκεφτόταν εκείνη. Μπορεί νάμουν ξεχωριστή περίπτωση, μα όχι αξιομνημόνευτη. Κι όμως ακόμη κι έτσι κουβαλώ στο κορμί μου την περηφάνια της αγάπης σου. Δε μπορώ πια να ξεφύγω. Είναι σαν το πουκάμισο του Νέσσου, κόλλησε στη σάρκα μου και δε μπορώ να τη γδυθώ δίχως να ξεσχίσω το κορμί μου. Στο είπα από την αρχή. Δε θάθελα να πεθάνω πριν δοκιμάσω .
   "Ήταν λοιπόν η περιέργεια;" με ρώτησες ειρωνικά. Όχι, δεν ήταν θέμα περιέργειας η δοκιμή. Έπαιζα με μια ζαριά όλη τη βεβαιότητα που θεμελίωνε η προηγούμενη ζωή μου. Γύρευα την απόκριση στο πιο βασανιστικό ερώτημα που στοίχειωνε εντός μου. Υπάρχει τελικά ο έρωτας ή είναι παραμύθι; Κι ένα σου άγγιγμα ήταν αρκετό για να μου αποκαλύψει ουρανούς ολόφωτους που μέχρι τότε δεν τολμούσα να ονειρευτώ. Κι ο έρωτας ενσαρκώθηκε για το δικό μου το χατίρι και το κορμί μου πρόλαβε να σιγουρευτεί πως το παραμύθι είναι υπαρκτό, πως μπορώ να το αγγίξω και να νοιώθω ξανά και ξανά πως κι εγώ υπάρχω.
   Όμως εγώ υπήρχα και πριν και θα υπάρχω και μετά. Έτσι δε λέει η ψύχραιμη λογική σου; Ναι, υπάρχουν τα προσωπεία μας. Αυτά που φοράμε στις κοινωνικές περιστάσεις, παίζοντας τους διάφορους ρόλους μας. Τα φοράς εσύ, όπως κι εγώ. Κι έμαθα παντού να θέλω νάμαι η πρώτη. 
  Όμως, αγάπη μου, είναι στιγμές που προσφέρεσαι δίχως προσωπείο, στιγμές που γδύνεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, στιγμές που λευτερώνεσαι γιατί δίνεσαι δίχως όρους. Έτσι μόνον εσύ με γνώρισες γιατί κάποιοι ανεξήγητοι παράγοντες συνέπεσαν έτσι που να επικοινωνήσουν τα κορμιά μας, ερήμην μας. Κι αυτό ήταν μια πράξη συγκλονιστική που δε ζυγίζεται σε καμιά ζυγαριά. Για σένα ήμουν μία από τις πολλές, μια που δεν αξίζει τον κόπο να θυμάσαι. Για μένα ήσουν και είσαι και θάσαι ο μοναδικός που κατάφερε να περάσει τα φράγματα που περίτεχνα έστηνα τόσα χρόνια γύρω μου, φράγματα επιτυχίας, επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης, φράγματα από όνειρα και ιδέες, φράγματα από πλάσματα ιδανικά, που δίπλα τους κάθε υλικό ον ξεθώριαζε κι εξαφανιζόταν. Τώρα λοιπόν, χάρη σε σένα, ξέρω. Κι αυτό μου φτάνει για να συνεχίσω να "ζω" μέχρι το θάνατό μου­

Δεν έκανε καμιά κίνηση για να κρατήσει κάτι απ' την τραχύτητα της αγκάλης του, την οικειότητα του φιλιού του. 
Τούδωσε κι αυτή το χέρι τυπικά.
 Ήξερε. Απ' την αρχή τον κρατούσε μόνο στο βάθος του νου, στα όνειρα της καρδιάς της.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Γύρευα την απόκριση στο πιο βασανιστικό ερώτημα που στοίχειωνε εντός μου. Υπάρχει τελικά ο έρωτας ή είναι παραμύθι; Κι ένα σου άγγιγμα ήταν αρκετό για να μου αποκαλύψει ουρανούς ολόφωτους που μέχρι τότε δεν τολμούσα να ονειρευτώ. Κι ο έρωτας ενσαρκώθηκε για το δικό μου το χατίρι και το κορμί μου πρόλαβε να σιγουρευτεί πως το παραμύθι είναι υπαρκτό, πως μπορώ να το αγγίξω και να νοιώθω ξανά και ξανά πως κι εγώ υπάρχω.
    Όμως εγώ υπήρχα και πριν και θα υπάρχω και μετά. Έτσι δε λέει η ψύχραιμη λογική σου; Ναι, υπάρχουν τα προσωπεία μας. Αυτά που φοράμε στις κοινωνικές περιστάσεις, παίζοντας τους διάφορους ρόλους μας. Τα φοράς εσύ, όπως κι εγώ. Κι έμαθα παντού να θέλω νάμαι η πρώτη.
    Όμως, αγάπη μου, είναι στιγμές που προσφέρεσαι δίχως προσωπείο, στιγμές που γδύνεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, στιγμές που λευτερώνεσαι γιατί δίνεσαι δίχως όρους. Έτσι μόνον εσύ με γνώρισες γιατί κάποιοι ανεξήγητοι παράγοντες συνέπεσαν έτσι που να επικοινωνήσουν τα κορμιά μας, ερήμην μας.
    Για μένα ήσουν και είσαι και θάσαι ο μοναδικός που κατάφερε να περάσει τα φράγματα που περίτεχνα έστηνα τόσα χρόνια γύρω μου, φράγματα επιτυχίας, επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης, φράγματα από όνειρα και ιδέες, φράγματα από πλάσματα ιδανικά, που δίπλα τους κάθε υλικό ον ξεθώριαζε κι εξαφανιζόταν. Τώρα λοιπόν, χάρη σε σένα, ξέρω. Κι αυτό μου φτάνει για να συνεχίσω να "ζω" μέχρι το θάνατό μου­..!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης