Η ώρα της σιωπής 5η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
5η συνέχεια

Ο Τάκης ξεκίνησε με πάθος τη ζωή. Είχε δει τόσες ταινίες, είχε διαβάσει τόσες φυλλάδες σαν παιδί, πήραν τα μυαλά του αέρα. Πίστευε πως αυτός θα 'φτιάχνε καλύτερο τον κόσμο.
Είχε ταλέντο. Έτσι τουλάχιστον του ' λεγαν στη σχολή που πήγαινε κι όχι καμιά σχολή της πλάκας, σχολή δημοσιογρα­φίας ξακουστή. Παλεύοντας ξεπεταρούδι για μια θέση στον ήλιο, κει έσπασε τα μούτρα του. Κανείς δε δεχόταν να πει­ραματιστεί στην απόδοσή του. Απελπίστηκε, το ' ριξε στην ποίηση. Σα φαντάρος είχε όλο τον καιρό και τη διάθεση να ξεσπά τα πάθη του πάνω σ' ένα αθώο φύλλο χαρτιού. Δανεί­στηκε, ζητιάνεψε, τύπωσε ένα βιβλιαράκι μικρό, μα ματωμέ­νο και το 'στείλε με παρρησία σ' όλες τις εφημερίδες για κριτική. Περίμενε, περίμενε... Σιωπή. Παντού σιωπή. Ήταν τόσο αφελής ακόμα που πίστευε πως θα το διάβαζαν. Γιατί στο κάτω κάτω πληρώνονται αυτοί οι άνθρωποι έξω απ' το να διαβάζουν τα βιβλία και να γράφουν δυο λέξεις: Αρι­στούργημα, μετριότητα, ηλιθιότητα. Ένα χαρακτηρισμό, ο­ποιονδήποτε χαρακτηρισμό δηλαδή. Τίποτα. Σιωπή.
Κει στο στρατό, στη Θεοσκέπαστη, εκεί τον γνώρισα τον Τάκη κι εκεί γνωρίσαμε και τον Τίμο, τον κουλτουριάρη. Λίγο λοξός. Λεφτάς μα μπουχτισμένος απ' όλα. Μόνος του ζήτησε να 'ρθει σ' αυτή την ερημιά, έβαλε και μέσον.
—Τι να κάνω σπίτι; μας έλεγε. Να βλέπω τους γονιούς μου να συναγωνίζονται ποιος θα κερατώσει πιότερο τον άλλο;
Έψαχνε για κάτι άλλο. Είχε ζήσει τη ζωή κι ήξερε τα κρυφά της χούγια.
—Είσαι θεόμουρλος Τάκη, του δήλωσε αφού άκουσε με προσοχή τις κλάψες του για την αδικία στον κόσμο. Έχεις νυχτώσει μακριά. Έτσι νομίζεις πως γίνονται οι δουλειές; Τώρα θα δεις. Είναι τόσο εύκολο να πετύχεις που στο τέλος καταντά πληκτικό. Αρκεί να ξέρεις να ξοδεύεις.
Του 'γράψε ένα γραμματάκι, έχωσε μέσα μιαν επιταγή και την ταχυδρόμησε συστατική μαζί με το βιβλίο στην εγκυρό­τερη εφημερίδα. Την άλλη κιόλας βδομάδα μια διθυραμβική κριτική φιγουράριζε με προκλητικά στοιχεία.
—Μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα, αγόρι μου, είπε στο χιλιοσυγκινημένο Τάκη. Ούτε που διάβασε τη φυλλάδα σου. Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά τα γραφόμενά του θα δεις πως θα ταίριαζαν σ' οποιοδήποτε βιβλίο. Και κάτι ακόμα. Γράψε τώρα μόνος σου μια κριτική για το βιβλιαράκι σου. Παίνεσέ το όσο θες. Θα τη δαχτυλογραφήσουμε, θα τη φωτοτυπήσου­με ας πούμε σε τριάντα αντίτυπα.
—Τριάντα! θαυμάσαμε κι οι δυο. Τι θα τα κάνεις, άνθρωπε;
—Θα τα στείλω παντού. Όχι παντού μ' επιταγή, φυσικά. Όλοι εξαγοράζονται, αλλ' όχι πάντα με λεφτά. Αλλού ο εκ­βιασμός έχει πέραση, αλλού η συναλλαγή. Γράψε μου, για να σου γράψω. Παράδειγμα ο Ξεφτέρης, ο κριτικός της με­γάλης «Φιλολογικής φωλιάς». Δεν υπάρχει φυλλάδα που να μην εκβιάζεται να γράφει εγκώμια για τις αρλούμπες του που πουλούνται για βιβλία. Έπειτα η διαφήμιση. Ξέρετε τι λεφτά πετούν για διαφημίσεις; Κι όχι όπως όλο στις στήλες των διαφημίσεων. Ξέρεις πόσους δημοσιογράφους πρέπει να λα­δώσεις για να γράψουν έτσι στα πεταχτά μιαν αράδα για σένα; Μιαν αράδα, έστω κακή, ίσως καλύτερα κακή, αν θέ­λεις να γίνει ντόρος. Κι όλα αυτά στην αρχή, μέχρι να πιάσεις. Ύστερα εκείνοι είναι που ' ρχονται παρακαλετά να τους χαρίσεις μια συνέντευξη για πεντέξι διαφορετικές εφη­μερίδες και την παραμορφώνουν, την καλουπώνουν, τη γαρ- νιρίζουν και τη σερβίρουν με πεντέξι αλλιώτικες υπογραφές, έτσι που να τραβάς τα μαλλιά σου. Και να πεις πως το κακό διορθώνεται με μια διάψευση! Τότε είναι που μπερδεύεσαι ακόμα πιο πολύ!
Είναι κακοήθεις. Ακούς; Όλοι τους είναι κακοήθεις. Δη­μιουργούν εντυπώσεις, ρίχνουν κυβερνήσεις, σκάβουν ύπου­λα τα θεμέλια της κοινωνίας κι όλα για το κέρδος, υλικό ή ηθικό. Είναι η τέταρτη εξουσία. Μπορεί να λασπώνει ανενό­χλητα όλες τις άλλες και να παριστάνει την άσπιλη περιστερά.
Αν είσαι αγόρι μου καπάτσος, αν καταφέρεις να πάψεις να 'σαι κουτορνίθι, αν ενταχθείς στο σύστημα, θα θριαμβεύσεις. Και μη μ' ευχαριστείς, κάνω και γω ένα πείραμα. Θέλω να δικαιώσω τις θεωρίες μου. Είσαι το πειραματόζωο μου. Ξε­χνώ την πλήξη μου. Κάτι σαν χόμπυ. Άλλοι κυνηγούν ζώα. Εγώ κυνηγώ την ίδια μου την ψυχή, τις σκέψεις που με κυ­κλώνουν σαν ερινύες.
—Με σένα Φειλήτα, είπε γυρνώντας προς το μέρος μου, ποτέ δε θα ρισκάριζα. Φοβάμαι πως και συ ανήκεις στους κολασμένους. Θα είσαι μάρτυρας σ' αυτό το πείραμα. Εγγυη­τής μου. Πιστεύω πως η μόνη διέξοδος στον έντιμο άνθρωπο είναι η αυτοκαταστροφή του. Όλοι πιστεύω συμβιβάζονται. Συ, Τάκη, θα μου αποδείξεις πως έχω δίκιο. Αν σε δυο χρόνια δεν έχεις γίνει τόσο γουρούνι όσο όλη η δημοσιογραφική φάρα, τότε θ’ αλλάξω ζωή, θ' αρχίσω να πιστεύω στους ανθρώπους. Αν όχι... τότε ξέρω τι θα κάνω.

Τελειώνοντας το στρατό ο Τάκης μ' ένα μπιλιετάκι του φίλου μας διορίστηκε αμέσως στην εγκυρότερη εφημερίδα. Η ζωή του πήρε καινούριο ρυθμό. Ταξίδια, ρεπορτάζ, συνε­ντεύξεις, καλοπέραση, έντονη ζωή, ξενύχτια, διάβρωση. Σαν το μέταλλο γυμνό στην υγρασία σιγά σιγά σκούριαζε και θάμπωνε. Τα όνειρά του για καλύτερο κόσμο εξατμίστηκαν σαν του κρασιού τ' άρωμα απ' τ' ανοιχτό μπουκάλι.
Τα ποιήματά του πια δεν τον αντιπροσώπευαν. Τώρα έκανε βιβλία τα δημοσιογραφικά του κείμενα. Ήταν επικερδής ε­πιχείρηση. Η εξουσία, η όποια εξουσία διαφθείρει. Έτσι δε λένε; Παντού, όπου πήγαινε συστηνόταν με την ιδιότητά του.
—Δημοσιογράφος.
Χαιρόταν τον πανικό στα πρόσωπα των φουκαράδων των υπαλλήλων, πώς έσκυβαν τη μέση, πώς βιάζονταν να τον εξυπηρετήσουν, λες κι ήταν έγκυος του πρόσφεραν τη θέση και κείνο το δάγκωμα στη φωνή σαν τους μιλούσε στο τη­λέφωνο! Δημοσιογράφος! Είχε τόσο κύρος, όσο ένας πρωθυ­πουργός. Και τι είναι δηλαδή ο πρωθυπουργός; Πρόσωπο που έρχεται και παρέρχεται. Ενώ ο Τύπος πάντα είναι στην επικαιρότητα.
Από πίσω βέβαια τον βρίζανε, μα δεν μπορούσαν να δα­γκώσουν. Τους είχε δεμένους χειροπόδαρα. Εκμεταλλευόταν το θόρυβο. Έβγαζε αυθαίρετα συμπεράσματα, που τα πλάσα­ρε εντυπωσιακά. Στιγμάτιζε φουκαράδες. Για όλα έφταιγε η κοινωνία, φυσικά. Πώς κλαίγονταν κάτι πολιτικάντηδες μην τους κηλιδώσει τ' όνομα! Μήπως και δε βγούνε στις επόμε­νες εκλογές!
Ότι δεν του άρεσε το έθαβε. Η άλλη όψη του νομίσματος δεν ενδιαφέρει τον κοσμάκη. Εμείς λέμε μόνον ότι θέλει ν' ακούσει. Εμείς δε φταίμε. Ανυψώστε το λαό ν' ανυψωθούμε και μεις. Εκείνα τα σεξουαλικά σκάνδαλα πώς τα κυνηγούσε! 'Ιδίως σαν αφορούσαν δημοσιότητες. Χαίρεται ο λαός σαν βλέπει τα ινδάλματά του στο βούρκο. Γιατί να μην του δώ­σουμε την ευκαιρία να χαρεί, να ξεσκάσει; Φτάνουν τα τόσα βάσανα που τον φορτώνουμε με την πολιτική!
Το φίλο, τον ευεργέτη του τον Τίμο, τον είχε κιόλας ξε­χάσει, μαζί και το πείραμά μας. Πίστευε ακράδαντα πως πέ­τυχε με το σπαθί του. Θριάμβευσε γιατί ήταν λιοντάρι, προ­ορισμένος απ' τη φύση να κυβερνά.
Αυτά τα δυο χρόνια τον Τίμο δεν τον ξανασυνάντησα. Με τον Τάκη τηλεφωνιόμαστε. Με χρησιμοποιούσε και τον χρησιμοποιούσα. Πρόβαλε τις θέσεις μας και του 'δινα υλι­κό για τα ρεπορτάζ του. Καμιά φορά συζητούσαμε. Είχε α­ποκτήσει μια σφαιρική άποψη του κόσμου κι ήταν απόλαυση να κουβεντιάζεις μαζί του. Δεν παθιαζόταν με τίποτα κι ήταν ανίκανος ν' αντιληφτεί τη διαφορά μεταξύ ηθικού κι ανήθι­κου.
—Κοίταξε φίλε μου. Στο λέω ωμά, με συμβούλευε. Θυ­σιάζεσαι άδικα. Ο κόσμος δεν αλλάζει. Το κόμμα σου δεν έχει προοπτικές. Ποντάρεις σ' ένα χαμένο άλογο. Ο κόσμος πάει πια, μοιράστηκε. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, ανήκουμε στην αποδώ μεριά. Αν θες λοιπόν να εξαργυρώσεις τις θυ­σίες σου σαν κάθε μυαλωμένος άνθρωπος πρέπει ν' αγωνι­στείς στο σωστό μέτωπο. Σύμφωνα με τους κανόνες του παι­χνιδιού. Το ΚΚΕ ποτέ δε θα ξεπεράσει το επίπεδο του τελευ­ταίου τροχού της αμάξης. Δε λέω, παίζει ξύπνια. Αυτό πρωτοδίδαξε τις μαζικές κινητοποιήσεις. Όμως ο καιρός πέρα­σε. Τώρα όλοι κάνουν πεζοδρόμιο. Και το εργατικό κόμμα είναι η πιο αξιοπρεπή λύση για κάποιον που πιστεύει σο­σιαλιστικά, μα θέλει και να επιζήσει σε μια καπιταλιστική κοινωνία.
—Όμως πώς θα ξεφύγω, δίχως αφορμή; τον ρώτησα στο τέλος. Από παιδί είμαι μπλεγμένος στα γρανάζια τους. Με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους, μου ' δωσαν και πόστο στον κομματικό μηχανισμό.
—Χαρά στο πόστο! γρύλισε ο Τάκης. Σ' έβαλαν στη Βου­λή;
—Μα δίχως να με εκλέξουν; Και με τι κότσια;
—Μη λες βλακείες! Στη Βουλή μπαίνουν, όπως το ξέρεις καλά όλοι όσους υπαγορεύει η γραμμή. Κι αν πας στο εργα­τικό κόμμα, σου υπόσχομαι να φτάσεις ψηλά. Στηρίξου πάνω μου και μην ανησυχείς. Θα σε χρησιμοποιήσω και γω κάπο­τε. Η πολιτική κι ο Τύπος πάντα το παίζουν εραστές. Δε συμφωνείς;
—Παρά φύσιν; αστειεύτηκα.
—Δίχως καμιά αναστολή, μου είπε σοβαρά.
Έτσι, πολύ παραξενεύτηκα κείνο το βράδυ που μου τηλε­φώνησε μ' αυτό τον πολυάσχολο τόνο φωνής που 'χε τελευ­ταία αποκτήσει, ίσα για να μου πει:


—Διάβασε αύριο εφημερίδα. Στην πρώτη σελίδα. Σε αφο­ρά νομίζω. Καληνύχτα.
Νόμισα πως θα 'χε σχέση με τις απεργίες μας κι έτσι δε βιάστηκα.
Ένιωσα να παγώνω ως την καρδιά βλέποντας τη φωτογρα­φία του Τίμου στην πρώτη σελίδα. Η ανταπόκριση που υπό­γραφε ο Τάκης ήταν σύντομη.
«ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΟΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΩΝ
Άγνωστα τα αίτια του θανάτου του γιου γνωστού εκατομ­μυριούχου. Αξιόπιστες πηγές βεβαίωναν ότι ο νεκρός συχνά βρισκόταν σε σύγκρουση με το οικογενειακό του περιβάλ­λον.
Αυτοκτονία ή έγκλημα; Αυτό καλείται να διαλευκάνει η αστυνομία. Υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ο άτυχος νέος έκανε συχνά χρήση ναρκωτικών. Δίπλα στο πτώμα του, πλάι σ' ένα άδειο κουτί ηρεμιστικών βρέθηκε ένα ακατάληπτο σημείωμα.
Το πείραμα πέτυχε.
Οι αρχές ερευνούν προς κάθε κατεύθυνσιν».
Δεν πήγα στην κηδεία του. Ήταν κοσμικό γεγονός για την πρωτεύουσα. Ο Τάκης την περιέγραφε ζωηρά και μ' άφθονο φωτογραφικό υλικό. Έγραφε για τους επίσημους που παρευ­ρέθηκαν, για μια ερωμένη του ηθοποιό, που μόλις εμφανίστη­κε μαυροντυμένη και χαμηλοβλεπούσα το τεθλιμμένο κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα, για τα στέφανα και τις δωρεές στη μνήμη του. Είχε τα ονόματα των δεσποτάδων και των λογάδων που ξεφώνησαν δεκάρικους πάνω απ' το νιόσκαφτό του μνήμα. Η περιγραφή του φερέτρου ήταν εντυπωσιακή, όπως και τα εκατομμύρια που κόστισε όλη αυτή η παράτα. Διάσημος γλύπτης ανάλαβε να προσθέσει ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα στον οικογενειακό τάφο να βαραίνει το χώμα που τον σκεπάζει.
Ο κόσμος διάβαζε μ' απληστία τις φανταχτερές σελίδες, τόσο προκλητικές στη λάμψη τους. Οι πλούσιοι ακόμα και στο θάνατο ευημερούν, έμοιαζε να κραυγάζουν. Δεν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ για τη σπατάλη όταν τόσα παιδιά πεινούν. Μου φάνηκε πως θα 'ταν ο μεγαλύτερος παραλογισμός.
Οι αρχές δεν έλυσαν το γρίφο. Όλα κυλούσαν φυσικά. Όλα όπως θα ' πρεπε να ' ρθουν. Ο Τίμος ήταν ο χαμένος. Μόνο που είχε την εντιμότητα να πληρώσει το στοίχημα που 'χε βάλει με τον Τάκη, με μένα, μα προπάντων με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το μίσος μου για τις μηχανές, η γνωριμία μου με τον Κώ­στα κι η κομματική μου εμπειρία μ' έσπρωξαν σιγά σιγά μπροστά στη συνδικαλιστική δράση. Ο Τάκης με βοήθησε. Όλοι εκτιμούν τη γνωριμία με κάποιο δημοσιογράφο κι όλοι θαύμαζαν τις διασυνδέσεις μου, πώς τα κατάφερα να περνώ τις θέσεις μας στις εφημερίδες.
Το αμήχανο παιδί είχε πια μεταμορφωθεί απ' το σκληρό έφηβο στον αδίστακτο άντρα.
Πριν μπω στο συνδικαλιστικό παιχνίδι, στο χώρο μας βα­σίλευε ο Κώστας. Μικροπαντρεμένος, με μιαν ομάδα παιδιά και πρόσωπο σημαδεμένο απ' τους αγώνες με τους μπάτσους, πάντα πρώτος στη φωτιά, μαχητικός μπρος στα αφεντικά, μέρευε μπρος τη γυναίκα του μια γυναικούλα αδύναμη σα λιγαριά, μ' ανθεκτική σαν κέδρο.
Εκεί όμως που ο Κώστας γινόταν άκακο αρνί ήταν μπρος στην κομματική ιεραρχία. Μήτε κι ο τελευταίος μοναχός του σκληρότερου τάγματος δεν υπακούει με την εγκαρτέρηση κι υπομονή που εκτελούσε ο Κώστας τις κομματικές οδηγίες. Πότε μέσα στη δουλειά και πότε απόξω δεν έπαυε μέρα και νύχτα να παλεύει «για το καλύτερο αύριο των παιδιών όλου του κόσμου» όπως έλεγε με δάκρυα στα μάτια. Στο μεταξύ, τα δικά του παιδιά πέθαιναν έτσι εύκολα όπως γεννιόντου­σαν. Λες κι ο Θεός πάλευε να εξισορροπήσει την τεράστια γονιμότητα με την υπερβολική θνησιμότητα. Στο τέλος, σαν επιστέγασμα όλης αυτής της πειραματικής διαδικασίας ήρθε το Μαρουλιώ, ένα παιδί ανάπηρο, μα όχι αρκετά για να ρι­χτεί στον Καιάδα. Και τι παράξενο! Όλοι έπεσαν πάνω σ' αυτό το σακατεμένο παιδί μ' όλη τη στοργή που τ' άλλα παι­διά δεν πρόλαβαν να γευτούν.
Τότε ήταν που αποσύρθηκε κι ο Κώστας απ' την ενεργό πολιτική δράση. Στα τριάντα του κιόλας γέρος, απογοητευ­μένος απ' τους συντρόφους που βιάστηκαν να εκλέξουν εμέ­να πρώτο στην ιεραρχία ποδοπατώντας τα πιο τρελά όνειρα του καημένου του φίλου μου.
Τώρα πια δεν έβριζε. Το 'χε ρίξει στο πιοτό. Τραγουδούσε επαναστατικά τραγούδια κι έμενε στην ταβέρνα μέχρι που κάποιο απ' τα παιδιά σαν δαρμένο σκυλί ζύγωνε και στέκο­νταν στο κατώφλι, μήτε μέσα, μήτε έξω, δίχως λέξη, έτσι που να μοιάζει με θυρόφυλλο κι όμως οι ζαλισμένοι απ' το πιοτό κάρφωναν πάνω του τα μάτια και τον ανάγκαζαν να σηκωθεί και να τραβήξει σπίτι του.
Δεν είχα τύψεις. Δεν είχαν άδικο να με εκλέξουν.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο, μακριά απ' τη θρησκευτική επιβολή του οικοτροφείου που μπέρδευε τους στόχους μου, είχα αφιερωθεί στον αγώνα μου για την ανατροπή της κοι­νωνικής πυραμίδας. Πρώτος στις διαδηλώσεις, είχα φάει ξύ­λο αμέτρητες φορές, είχα φυλακιστεί, είχα εξοριστεί στα σύ­νορα για τη θητεία μου, είχα αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρό­σωπο την εξουσία, έγραφα εμπρηστικά κείμενα, χάραζα πε­τυχημένα συνθήματα στους τοίχους, πρώτος να υπερασπιστώ τους συντρόφους, πάντα ενάντιος στην αδικία, ένα είδος Ζορό ή Ρομπέν των δασών.
Δε ζητούσα τίποτα απ' τους συντρόφους, μονάχα πρόσφε­ρα. Μετά το στρατό, δε στέριωνα σε καμιά δουλειά. Όλες οι δουλειές μου ήταν το ίδιο μισητές. Στο τέλος κανένα εργοστάσιο, καμιά επιχείρηση δεν είχε τον ηρωισμό να με προσλάβει. Κανένας σύντροφος δε γνοιάστηκε να μου εξα­σφαλίσει τον επιούσιο. Έκανα δουλειές του ποδαριού, γύρ­ναγα από σπίτι σε σπίτι πουλώντας αηδίες σαν τους γύφτους. Είναι εντυπωσιακό πόσο εύπιστες είναι αυτές οι χαζονοικοκυρές. Εγώ που 'χα αποφοιτήσει απ' το πανεπιστήμιο της πολιτικής προπαγάνδας ήταν αδύνατο να μην πουλήσω το μαγικό υγρό που εξαφάνιζε τους λεκέδες ή το θαυματουργό καλλυντικό που θα ξανάνιωνε τις ερειπωμένες φάτσες τους. Δήλωνα φοιτητής και δάκρυα συμπάθειας ανάβρυζαν στα μα- τοτσίνορά τους. Νεαρές μαμάδες με το μωρό στην αγκαλιά μ' έμπαζαν στην κουζίνα για καφέ. Οι υποκριτικές μου ικα­νότητες θριάμβευαν. Το θλιμμένο, μα γεμάτο αξιοπρέπεια ύ­φος μου κατακτούσε. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ε­πωφελήθηκα και ερωτικά. Ένας ζεστός καφές κι ένα πιάτο φαί είναι το καλύτερο ερωτικό φίλτρο.
Έμενα σε μια χαμοκέλα δίχως έπιπλα. Δε μ' ένοιαζε. Έ­νιωθα λεύτερος, έξω από κάθε δέσμευση. Δε χρωστούσα σε κανένα, αντίθετα όλοι μου χρωστούσαν. Ονειρευόμουν. Έκανα τόσο μεγαλόπνοα σχέδια! Με τα συντρόφια στην ταβερνούλα τα λέγαμε συνωμοτικά πάνω απ' την ελιά και το κρασάκι. Εκεί έστηνα τα δίχτυα μου, εκεί τους έπειθα. Όπου απεργίες πρώτος και καλύτερος, όπου φασαρία και καβγάς πρωταθλητής. Με φυλάκιζαν και το κόμμα ένιωθε μια κάποια υποχρέωση απέναντι μου. Στη φυλακή μου ' στελναν δικηγό­ρο και τσιγάρα και δέμα κι όταν έβγαινα πάντα κάποιος απ' την οργάνωση πρόσμενε να με σφίξει στην αγκαλιά του. Το 'νιωθα πως κέρδιζα έδαφος. Τα λόγια που χάραζα στη φυλα­κή μοιράζονταν χέρι με χέρι κι έσπρωχναν τις μάζες σε δυ­ναμικές διεκδικήσεις.
Ήταν μια ηρωική εποχή. Τότε που η κομματικοποίηση δεν είχε ακόμα μπει στο συνδικαλισμό κι η κάθε απεργία κερδίζονταν με πολύ αγώνα και πείσμα. Ήταν η εποχή που όλοι φοβόντουσαν ν' απεργήσουν, φοβόντουσαν μη χαρα­κτηριστούν, έτρεμαν μη χάσουν το ψωμάκι τους κι ευγνωμο­νούσαν τον κάθε κερατά που με το ρουσφέτι τους βόλευε σε κάποια θεσούλα.
Πώς να ξυπνήσεις ένα τέτοιο λαό; Έπρεπε να τον σπρώ­ξεις στ' άκρα. Και γω μπορούσα να τους σπρώχνω ως το χείλος γκρεμού, να τους κάνω να αισθάνονται τον ίλιγ­γο. Τους τράνταζα συνθέμελα. Το μαύρο και το άσπρο είναι τόσο σχετικά σ' ένα κόσμο όπου βασιλεύει το γκρίζο! Εμείς, το κράτος και γω, κατασκευάζαμε τις αντιθέσεις. Κονταροχτυπιόμαστε για λάθος αφορμές. Οι στόχοι μας θολοί, οι αιτίες διάχυτες. Όμως κατάφερνα να σπρώχνω το μαχαίρι ως το κόκαλο. Μια απεργία που ξεκινούσε για ένα απλούστα­το σαφέστατο αίτημα ογκωνόταν σε χιονοστιβάδα έτοιμη να καταπιεί τους ισχυρούς. Η κατάφορη παραβίαση των δικαιω­μάτων που πάνω στον πανικό της επέτρεπε η εργοδοσία έ­σπρωχνε τους αδιάφορους στη μάχη. Και γω σαν καλοδου­λεμένη μηχανή πυροδοτούσα τα κανόνια.
Στο σύστημα που ζούμε έτσι πρέπει να παλεύουμε. Αυτό ήταν το σύνθημά μας. Ο Κώστας ήταν μαχητής, είχε όμως μεσάνυχτα από πολιτική. Δεν ήξερε να ελίσσεται. Ήταν κα­ταδικασμένος. Μόνο τυφλός δεν το' βλεπε κι ο Κώστας είχε τυφλωθεί απ' τη χρόνια υποταγή του στον κομματικό μηχα­νισμό. Ήταν μαθηματικά βέβαιο πως θα τον υποσκέλιζα αρ­γά ή γρήγορα. Δεν έπρεπε να 'χει παράπονο. Πολλές φορές πάσχισα να του ανοίξω τα μάτια. Με κοιτούσε μ' έκπληκτη αποδοκιμασία.
—Η γραμμή... πρόφερε με θρησκευτικό δέος.
Αρνιόταν να παρεκλίνει απ' τους διατεταγμένους κανόνες.
Ήταν κι αδύναμος. Δε θέλησε ν' αποκαλύψει τον Γιάννη τότε που πουλήθηκε στην εργοδοσία.
—Είναι σύντροφος, μου έλεγε. Εντάξει, έσφαλε. Είναι ντροπή για το κόμμα να φανερωθεί... είναι και φίλος... και πρόσθεσε πιο σιγά. Πεινούσε.
Ήμουν άτεγκτος. Εγώ τον ξεμπρόστιασα το μασκαρά μπροστά στ' αγριεμένο πλήθος που κινήθηκε να τον λυ­ντσάρει. Εγώ γλίτωσα το τομάρι του καταδικάζοντάς τον στην πιο ντροπιασμένη απομόνωση. Εγώ φρόντισα έντεχνα να διαδώσω τη στάση του Κώστα σ' αυτή την προδοσία. Δεν ένιωθα τύψεις. Επιτάχυνα μια διαδικασία ανεπίστροφη. Αργά ή γρήγορα ο Κώστας θα παροπλιζόταν. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα για το συνδικαλισμό και το κόμμα.
Η σκληρή μου τακτική έλαμπε. Στην αρχή όλοι δυσανα­σχετούσαν με την αντιδραστικότητά μου, όμως έφτανε ένα μικρό λαθάκι στην κορφή για ν' ανατρέψει τα συναισθήματά τους. Κι όταν επιτέλους έφτασα ψηλά ήξερα πώς να κυβερνώ, σαν τον Κολοκοτρώνη.
«Όποιο κεφάλι πάει να σηκωθεί, πρέπει να πέφτει μονο­μιάς».
Έτσι έφτασα στην αποφασιστικότερη στιγμή της ζωής μου, την απεργία πείνας.
Κείνη την εποχή δούλευα σ' ένα μεγάλο εργοστάσιο που κόντευε να φαλίρει... Παραμονές εκλογών κι ο τόπος να βρά­ζει. Υποκίνησα απεργία. Με απόλυσαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Ήταν όμως η κατάλληλη εποχή. Διαμαρτυρήθηκα. Η εργοδοσία όπως πάντα κουτά ανυποχώρητη. Τότε αποφάσισα την απεργία πείνας. Οι συναγωνιστές μου στο κόμμα α­ντέδρασαν μικρόψυχα.
— Όχι δα και απεργία πείνας! Για τέτοιο θέμα! Δε λύνο­νται έτσι τα προβλήματα! Δε θα συμφωνήσει η καθοδήγηση, κι άλλες τέτοιες γελοίες δικαιολογίες. Μάταια πάλευα να τους πείσω πως ήταν η μόνη στιγμή μιας και κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει. Η κοινή γνώμη ήταν παρθένα σε τέτοιου είδους πειράματα. Μάταια τους εκλιπαρούσα ν' ακο­λουθήσουν το παράδειγμά μου, μιας κι ήταν ακίνδυνο. Μά­ταια τους απαριθμούσα τους λόγους που η κυβέρνηση ήταν ώριμη να πέσει σαν σάπιο μήλο και πως αυτό θα 'ταν η χαριστική βολή. Κανείς δεν τόλμησε να μ' ακολουθήσει. Το κόμμα μου δεν είχε προοπτικές. Σωστά τα ' λεγε ο Τάκης. Δεν έβλεπαν μπροστά. Οι ώρες ήταν κρίσιμες, ο λαός κουρασμέ­νος απ' τα λάθη της δεξιάς έψαχνε για νέες προοπτικές. Το εργατικό ήταν κόμμα δυνατό, βάδιζε με σιγουριά για την εξουσία. Ο ηγέτης του εύστροφος και δυναμικός αμέσως α­ξιολόγησε τις προτάσεις μου και μ' αγκάλιασε στοργικά. Ο Τάκης μας έφερε σ' επαφή, λίγες μέρες μετά την κηδεία του Τίμου. Σ' έναν αποκριάτικο χορό σε κάποια χασαποταβέρνα. Οι οπαδοί ν' αναγαλιάζουν χορεύοντας καρσιλαμά κι ουρ­λιάζοντας συνθήματα κι ο αρχηγός να προσέρχεται χαμογε­λαστός και να χαιρετά με χειραψία όλους τους οπαδούς με προσήνεια ιεράρχη που μοιράζει ευλογίες. Καθίσαμε στο τραπέζι του. Ο Τάκης μας σύστησε, κάτι του ψιθύρισε στ' αφτί κι αυτός με κοίταξε προσεκτικά. Μιλούσε σπασμένα τη γλώσσα μας κι ήταν παράξενο πόσο γρήγορα το πρόσωπο του άλλαζε εκφράσεις. Ο λόγος του μπροστά στο μεθυσμένο ακροατήριο ήταν ενθουσιώδης. Ήταν εύστροφος κι έπιανε τη διάθεση του όχλου στον αέρα σαν κυνηγιάρικο σκυλί. Δεχόταν τις διακοπές στην ομιλία του κι έβρισκε αφορμή να συζητά με το ακροατήριο.
Ναι, μ' άρεσε για αρχηγός. Μπορούσα να πιστέψω στην εξέλιξή του. Όχι, φυσικά δεν τον εμπιστευόμουν. Ποτέ δε θα εμπιστευόμουν κανένα, μήτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Όμως θα τον άφηνα να με χρησιμοποιήσει, όπως θα τον χρησιμο­ποιούσα και γω.
—Πώς σου φαίνεται η ιδέα; με ρώτησε ο Τάκης φεύγοντας.
—Μ' αρέσει να τη φλερτάρω, του απάντησα αινιγματικά, ενώ ήδη έψαχνα να βρω την αφορμή για να ξεφύγω απ' τις τυραννικές αγκάλες της παραδοσιακής αριστεράς και να ρι­χτώ στη φιλελεύθερη απόλαυση της νέας κατάστασης.
Η αφορμή δόθηκε την επόμενη κιόλας μέρα. Στην κομμα­τική συγκέντρωση έβαλα ξανά το θέμα της απεργίας πείνας.
—Το θέμα έληξε, είπε ο υπεύθυνος καθοδήγησης.
—Θα προχωρήσω μόνος, απείλησα.
— Ήδη το πράξατε, σύντροφε, μου πέταξε ο Παναγής, έ­νας γεροεπαναστάτης σκεβρωμένος από τις φυλακές.
—Απαιτώ ν' ανακαλέσετε, φώναξα εξαγριωμένος κάτω απ' το σκοτεινό βλέμμα του Κώστα που μισοπιωμένος με παρακολουθούσε απ' τη γωνιά του σαν τιμωρημένος μαθη­τής. Αρπάχτηκα πάνω του.
—Σύντροφε, του είπα. Εσύ πιστεύεις στις συκοφαντίες αυ­τού του συντρόφου;
Ο Κώστας χαμήλωσε αμίλητος το κεφάλι. Ο Κώστας, ο πνευματικός μου πατέρας στο μαρξισμό!
—Σε είδαν χτες σ' εκδήλωση του εργατικού κόμματος, πλάι στον αρχηγίσκο τους, είπε ο καθοδηγητής ψυχρά.
—Δεν προσπάθησα να το κρύψω, αποκρίθηκα αγέρωχα.
—Τι γυρεύει ένας κομμουνιστής πλάι στους αστούς, που καπηλεύονται τους αγώνες μας; φώναξε αναψοκοκκινισμένος ο γέρος.
—Μελετώ την τακτική τους και τη βρίσκω σοφότερη απ' τις αγκυλοποιημένες μας θέσεις, του φώναξα.
—Ησυχία σύντροφοι, ηρεμία, μουρμούρισε ο Κώστας απ' τη γωνιά του.
—Εμείς... άρχισε ο γέρος, μα τον διάκοψα.
—Εσείς μια ζωή είσαστε τα κορόιδα. Μαρτυρήσατε για τα λάθη της καθοδήγησης.
Το ακροατήριο αναταράχτηκε με φρίκη μπροστά στη βλαστήμια.
—Εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Πρέπει να συσπειρωθούμε για να διώξουμε επιτέλους τη Δεξιά. Μια ζωή στιγματισμένοι, στις φυλακές, στις εξο­ρίες, μια ζωή τ' αποδιοπομπαία τραγιά γιατί εμείς προδώσα­με τους αγώνες μας, αφήσαμε να εκμεταλλευτούν τα λάθη μας.
—Και τι νομίζεις πως θα έπρεπε να κάνουμε; ρώτησε ήρε­μα ο Κώστας απ' τη γωνιά του.
—Πρέπει να βοηθήσουμε το εργατικό κόμμα να κερδίσει τούτες τις εκλογές.
—Ξεπουλώντας τις αρχές μας στους αστούς που αύριο θα μας κυνηγήσουν, μόλις ξυπνήσουν απ' τ' όνειρο της σοσιαλμανίας τους;
— Ήδη έχουμε ξεπουλήσει τις αρχές μας, μην το ξεχνάς. Ποιος μιλάει πια για επανάσταση, για μονοκομματικό κρά­τος; Μήπως δεν παίζουμε τους δημοκράτες; Μήπως δεν κρύ­βουμε τους αληθινούς μας στόχους; Τι κι αν προσποιηθούμε για μιαν ακόμα φορά ντυμένοι τον εργατικό μανδύα;
—Εννοείς, πως παριστάνεις τον εργατικό, σύντροφε; με ρώτησε ειρωνικά ένας μακρυμάλλης νεαρός.
—Τους αγώνες μου και την ιδεολογία μου την ξέρουν όλοι, του είπα αγέρωχα. Δώστε μου την ευχέρεια να παλέψω και θα δείτε πως στο τέλος θα δικαιωθώ.
Και πραγματικά η πολιτική μου διαίσθηση με δικαίωσε. ,Για μέρες οι εφημερίδες, με τη συμπαράσταση του Τάκη φυσικά, έγραφαν πρωτοσέλιδα οχτάστηλα για την ταπεινότητά μου.
Σε μια σκηνή, απέναντι απ' τη Βουλή, στα πόδια σχεδόν του Άγνωστου, ξαπλώθηκα άοπλος σαν κι αυτόν, και με την ίδια ακαμψία στην ψυχή.
«Πεθαίνει για το δίκιο του λαού».
«Οι εργαζόμενοι πεθαίνουν».
«Απεργία πείνας ο εργάτης».
«Κάντε κάτι για το λαό».
Μ' αυτούς τους τίτλους με διαφήμιζαν. Είχα πετύχει νεκρή δημοσιογραφικά περίοδο. Στη συνέντευξη που έδωσα επικα­λέστηκα και το Θεό.
—Η εκκλησία πρέπει επιτέλους να ρίξει στοργικό βλέμμα σ' αυτούς που εξοντώνονται κάτω απ' το μύλο της εργοδο­σίας.

Ήταν η σωστή κίνηση. Ήταν η σωστή εποχή. Η Κυβέρ­νηση είχε κάτι διαφορές με τον κλήρο. Ο κλήρος ήθελε να πέσει η Κυβέρνηση. Εγώ ήμουν μια ακόμα αφορμή. Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος στιγμάτισε την πολιτική αναισθη­σία παρουσιάζοντάς με σαν μάρτυρα. Η πολιτική και η προ­σωπική μου ζωή μεταμορφωνόταν χάρη στην απεργία πεί­νας.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης