Η ώρα της σιωπής 6η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
6η συνέχεια

Ήταν στο νοσοκομείο που με μετάφεραν μετά δώδεκα μέ­ρες απεργίας πείνας, τότε που γνώρισα την Τάνια. Στο διά­δρομο, σ' ένα ράτζο, εξαντλημένο απ' την πείνα, μα πιο πολύ απ' την αναγκαστική μου αίτηση με το σωληνάκι απ' τη μύτη κι ενώ είχα αρχίσει ν' αμφιβάλω για τη σκοπιμότητα αυτής μου της ενέργειας, ένιωσα το πρώτο χάδι της στο ιδρω­μένο πρόσωπο μου.
—Πονάς; με ρώτησε με φωνή κλαμένη.
Άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα για πρώτη φορά με βλέμ­μα ανθρώπινο. Την ήξερα από παλιά. Κόρη εργοστασιάρχη, φοιτήτρια, εγκλωβισμένη στην εξτρεμιστική αριστερά σαν όλα τα πλουσιόπαιδα... Μάταια είχα πασχίσει μια δυο φορές να τη φέρω σε θεογνωσία. Όλο μου ξέφευγε. Αν κι είχε ε­γκαταλείψει το σπίτι της ένιωθε πως αυτό δεν ήταν αρκετό.
Δεν έπαυε να νιώθει τύψεις γι' αυτό που γεννήθηκε, γι' αυτό που ήταν, το παραχαϊδεμένο πλουσιοκόριτσο.
«Μένω κλεισμένη στο σπίτι σαν αφιερωμένη μοναχή, μου εξομολογήθηκε κάποτε. Δε βρίσκω πως αξίζει τον κόπο να κάνω και την παραμικρή κίνηση έξω απ' τα σύνορά μου. Κουράζομαι προκαταβολικά με τα δυσάρεστα επακόλουθα κάθε εξόδου. Την κίνηση στους δρόμους, την ατέλειωτη δια­δρομή, την πολυκοσμία, τις φωνές των παιδιών. Τούτη η πόλη μας φυλακίζει ακόμα και τις Κυριακές. Δε νομίζεις;
Νιώθω πως σπαταλώ κάτι το ανεπανάληπτο. Είναι τόσο μικρό το καλοκαίρι που μου ξεφεύγει τρέχοντας στις ακροθαλασσιές. Γέρασα. Κουράστηκα να το κυνηγώ κι όλο να το χάνω. Κι ίσως του χρόνου να μην μπορώ να το χαρώ, όπως τις φράουλες που χάθηκαν απ' την αγορά πριν προλά­βω να τις απολαύσω. Ήταν θέμα τιμής. Δεν μπορούσα να ξοδέψω τόσα. Από τότε που έπαψα να δέχομαι τα λεφτά του γέρου μου νιώθω πως χάνω τη ζωή μες απ' τα χέρια μου.
Κι όμως! Το καλοκαίρι θα μπορούσε να 'ναι ολάκερο γιορτή, αν εγώ δεν ήμουν τόσο γερασμένη εντός μου. Τα βραδάκια βόλτες και σινεμά, παγωτό ξυλάκι και πασατέμπο, ένα σουβλάκι κι ο κόσμος μια ψευδαίσθηση δροσερής ευτυ­χίας. Αντί γι' αυτό, προσμένοντας τ' απόλυτο, μου λείπουν ταξίδια σ' εξωτικά νησιά, πολυτελή ξενοδοχεία κι έντονη ζωή και συμμαχώ με την τηλεόραση στο ξόδεμα της πραγ­ματικότητας σε κέρματα ονείρου. Κι αφού φυσά δροσερό αεράκι στο μπαλκονάκι μου, και τα γεράνια πεισματικά μπου- μπουκιάζουν σ' όλες τις συνθήκες, κι αφού οι γείτονες ξε- σπιτώθηκαν για διακοπές κι ο ζωτικός μας χώρος άπλωσε τα πόδια του κι αφού τα χελιδόνια κυνηγιούνται παιχνιδιάρικα πάνω απ' τα κεφάλια μας γιατί να ξεφύγουμε προς το άγνω­στο που το μάθαμε πια, πάντα πληγώνει;
Οι φίλοι μας είναι τρεις, οι εξής δυο, ο εαυτός μας. Ποιος να μας παρασύρει σ' έξοδο; Πού να τρέξεις; Οι πόλεις όλες τόσο ίδιες. Αν είχες ίσως τον καιρό να ψάξεις κάτω απ' το πετσί τους ίσως κάτι ν' ανακάλυπτες. Όμως εσύ βαριέσαι. Δε θες να σηκώσεις τη μάσκα μήτε της δικής σου πολιτείας, αυτής που ξέρεις, τη σεργιανάς και με κλειστά τα μάτια, αυτής που σου ανήκει και της ανήκεις, που τη μισείς και τη λατρεύεις, αυτής που σε δολοφονεί μεθοδικά απ' τη στιγμή που πρωταντίκρυσες το θολό της φως. Της πόλης του άγχους και της ανίας. Εδώ που οι βδομάδες περνούν μέχρι ν' ανα­στενάξεις, που στάζουν πλήξη. Κι οι διαφημίσεις στους τοί­χους να μιλούν γι' άγριο μαύρισμα και ζουμερές απολαύσεις. Κι αν το σκεφτείς πως ανήκεις στους προνομιούχους, νιώθεις τύψεις να σου κλείνουν το λαιμό καυτές σαν την αιθαλομί- χλη. Σκέπτεσαι τους ανθρώπους των υπογείων, του δυαριού και του ακάλυπτου, της ασφυχτικής πολυκατοικίας με τους σκουπιδοντενεκέδες δίπλα στις γλάστρες, με δίχως την ελπί­δα του μπαλκονιού να τους αλαφρώνει την ανάσα, με το α- νεμιστηράκι να βουίζει θρηνητικά παλεύοντας ν' ανακατέψει την πηχτή ζέστη, με τις φωνές των ιδιότροπων, τη γκρίνια των παιδιών και τη μουσική των νέων να τους γαζώνει τα τύμπανα σαν βολή από αυτόματο που δυστυχώς δε σε σκο­τώνει να ησυχάσεις. Κι αυτό το βαφτίζουν Κυριακή! Ενώ απ' τις κουζίνες ανακατεύονται οι μυρωδιές ψαριών και κεφτέδων με τις οσμές της τουαλέτας, του αφρόλουτρου και τ' αποσμη­τικού, στροβιλίζονται στους διαδρόμους, το ασανσέρ απ' το υπόγειο ανεβάζει μούχλα κι υγρασία, μια υποψία περιττωμά­των ποντικιών, ίσως και των πτωμάτων τους, κάποιο ψοφάει πότε πότε μετά από τόσα ποντικοφάρμακα...
Να πάρεις τους δρόμους και να πεις: επιτέλους ανάσανα, να πάρεις τους δρόμους και να χωθείς στου δρόμου τα στενά περάσματα, να στριμωχτείς ανάμεσα στις λαμαρίνες, να λι­ώσεις απ' τον ιδρώτα των λεωφορείων, να σπρωχτείς και να σπρώξεις, να ζαλιστείς απ' την πολυμορφία και τη βουή του όχλου, να μεθύσεις απ' τις βρωμερές ανάσες των μπαρ που πουλάνε σουβλάκια με κρεμμύδι κι ούτε παγκάκι να καθίσεις στην πλατεία, μήτε δεντράκι στη γωνιά του να χωθείς. Τα καφενεία έχουν πνίξει τα πεζοδρόμια με τραπεζάκια. Φλυα­ρούν μεγαλόφωνα τα νιάτα πλάι στην ορμή των αυτοκινήτων, τα μηχανάκια σ' ετοιμότητα, τα κράνη οπλισμένα. Και μήτε χώρος να διαβείς, μήτε ουρανός για ν' ατενίσεις. Η άσφαλ­τος αχνίζει, λιώνει κάτω απ' τα πόδια σου κι ο ουρανός βαρύς ακουμπά στους ώμους σου. Κολυμπάς στο πλήθος μό­νος, τόσο μόνος, τόσο αδιάφορος, νεκρός. Κανένα συναίσθη­μα δε δονεί τις χορδές της ύπαρξής σου. Το μουρμούρισμα των ζητιάνων σ' αφήνει αδιάφορο, όσο κι οι τίτλοι των ε­φημερίδων. Κάλπικα, όλα κάλπικα στις μέρες μας. Τι να πρω- τοπιστέψεις; Γέμισ' ο τόπος κάλπικες ειδήσεις. Μπουχτίσα­με τον τρόμο. Αύριο ίσως να 'ναι η δική μας σειρά. Το μπουζούκι μεταφράζει τους καημούς μας. Στα πορνοσινεμά διασκεδάζουμε, παθιαζόμαστε για την ομαδάρα, σκοτώνουμε για την τιμή της αδερφής μας στο χωριό, σπιτώνουμε την αδερφή του φίλου μας να βολευτούμε. Οι γυναίκες! Όλες οι γυναίκες επαναστατούν μα κι όλες συμβιβάζονται. Στην πο­λιτική παθιαζόμαστε χειρότερα κι απ' τους άντρες. Χορεύ­ουμε τσιφτετέλι ή λιποθυμάμε, ανάλογα με τα κελεύσματα της υστερίας στ' όνομα του άντρα αρχηγού... Έτσι γινόταν πάντα. Οι μαινάδες ακολουθούσαν το Διόνυσο.
Έτσι και γω, Φειλήτα, συμβιβάστηκα. Σε σένα πιστεύω. Είσαι ο μόνος άνθρωπος στη γη που ακόμα εμπιστεύομαι.
Σ' αγαπώ. Δεν είναι έρωτας. Είναι κάτι πάνω απ' τον έ­ρωτα. Θα κάνω ό,τι μου πεις».
Όλα αυτά τα θεωρούσα ανόητους συναισθηματισμούς, που μόνο σε γεμάτα στομάχια ξεφυτρώνουν. Τους ήξερα κα­λά όλους αυτούς τους «αριστερούς» ταραξίες που ανήκαν στην αστική τάξη και «πάλευαν» για τους εργάτες. Η στρά- τευσή τους ήταν πρόσκαιρη, όσο κρατούσαν οι νεανικές τους τρέλες. Αργά ή γρήγορα έντρομοι ανακάλυπταν πως έσκαβαν τα θεμέλια του σπιτιού τους, πως σε λίγο θα ' μεναν ακάλυ­πτοι με τον απειλητικό ουρανό πάνω απ' τα ξεροκέφα- λά τους. Μόλις συνειδητοποιούσαν πως πάσχιζαν να φέρουν νέους αφεντάδες στη θέση που οι ίδιοι βασίλευαν πετούσαν τις σημαίες καταγής κι οπισθοχωρούσαν έντρομοι.
Δεν τους αδικώ. Ζούμε στην εποχή που φοριέται η αριστε­ρή συνείδηση πάνω απ' τα σινιέ ρούχα σαν παράσημο. Ζού­με στην εποχή που τα σαλόνια σοσιαλίζουν μ' ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Ζούμε στην εποχή που τα προνόμια καμουφλάρονται με ξεβαμμένα μπλου τζιν κι η κακογουστιά βαφτίζεται μόδα.
—Ανόητα, αφελή πλάσματα, μου ' ρχόταν να φωνάξω. Ο­πλίζετε το χέρι που θα σας συντρίψει!
Όμως χαμογελούσα στοργικά στις γελοίες παρατηρήσεις τους πάνω στην τακτική της πάλης. Τους αγκάλιαζα σφιχτά στις πορείες. Οι φάτσες τους πρώτες πρώτες στις εφημερίδες. Μας βοηθούσε μια τέτοια πρόστυχη διαφήμιση. Κάθε δια­φήμιση βοηθά. Τους φανταζόμουν αυτούς, τους μαθημένους στις καφετέριες και τις παμπ, με τ' αυτοκίνητο κάτω απ' το μαξιλάρι τους πριν καλά καλά ξεσκολίσουν, με το σίγουρο εισόδημα και τις σπουδές στο εξωτερικό, ηδονικά τους έφερ­να στη θέση μου στα βρωμερά μηχανουργεία με την πνιγερή οσμή του μέταλλου να καίει τα σωθικά, με το θόρυβο να τρυπά τ' αυτιά, με τα λεκιασμένα απ' τα λάδια χέρια και τα προδοτικά νύχια που ποτέ δεν καθάριζαν, τους έβλεπα να ζη­τιανεύουν για δουλειά σε πόρτες κλειστές για πάντα.
—Να ο Παράδεισος! μου 'ρχόταν να τους φτύσω κατάμου- τρα. Βολεμένα ανθρωπάκια, που απ' το ραχάτι παριστάνετε τους επαναστάτες, σας μισώ. Μολύνετε το αγνό ποτάμι της εργατιάς. Νοθεύετε την ορμή μας. Πώς θα ' θελα να σας συ­ντρίψω!
Μισούσα και την Τάνια. Απ' την άλλη με συγκινούσε το ενδιαφέρον της. Στα μάτια της ήμουν ο Ηγέτης. Αυτό το ρόλο έπαιζα. Την οδήγησα μες απ' το κρεβάτι μου στην α­γκαλιά της λογικής πείθοντάς τη πως στο καθεστώς που ζού­με πρέπει να εκμεταλλευόμαστε το σύστημα για να φέρουμε την επανάσταση.
Δεν ήθελε και πολύ για να πεισθεί. Οι αγώνες μου ήταν ακόμα νωποί και της άρεσε να λούζεται στο αίμα των πληγών μου αστραποβολώντας απ' το απαύγασμα της δόξας μου.
Μετά από λίγο παντρευτήκαμε κρυφά, με πολιτικό γάμο. Όμως το μεθόδευσα έτσι ώστε να βουίξουν οι εφημερίδες απ' τη ρομαντική απαγωγή της μοντέρνας Ιουλιέτας απ' τον επαναστάτη Ρωμαίο της. Ο Τάκης ενθουσιάστηκε.
—Μπράβο Φειλήτα! Θαύμασε. Δε σ' είχα για τόσο καπά­τσο.
Ο πατέρας της στην αρχή αντέδρασε. Η μάνα της απ' την αρχή αδιαφόρησε.
—Λεφτά έχουμε, διαλαλούσε. Ας κάνει κι αυτή το κέφι της. Τι δηλαδή; Μόνο η κόρη του Ωνάση;
Έπειτα σκέφτηκαν ωριμότερα. Με μένα στο πλευρό του ο γέρος θα μπορούσε να κουμαντάρει ευκολότερα τους εργάτες που 'χαν παραπάρει φόρα στις διεκδικήσεις. Άλλωστε εγώ ήμουν η αφορμή να ξανασμίξουν με την κόρη τους.
Έτσι θριαμβικά έφτασα στο απώγειο.
Δεν ήταν γυμνός από συναίσθημα ο γάμος μου με την Τάνια. Η Τάνια είχε ό,τι θα μπορούσα να επιθυμήσω σε γυ­ναίκα. Παχιά αφράτα στήθια, σαν της μάνας μου, καλογραμ­μένα πισινά κι ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Την ευφυία της τη μετρούσα σε χιλιοστά του γραμμαρίου κι αυτό ήταν ένα ακόμα προσόν. Ήταν μικρή κι άπειρη. Μπορούσα εύκολα να την πλάθω στα μέτρα μου. Είχε δυο μάτια σκυλίσια κι όταν τίναζε το κεφάλι της αλαζονικά σαν τη νευρίαζα και δεν μπορούσε να μ' αποκρούσει τότε γινόταν πραγματικά γοη­τευτική.
Το 'χω προσέξει. Αυτό που μας ελκύει στους ανθρώπους είναι κάτι το στιγμιαίο, μια κίνηση, μια σύσπαση του προ­σώπου, ένα χαμόγελο, μια ματιά. Αυτό εκμεταλλεύονται οι διαφημίσεις. Προβάλουν μια στιγμή που χαρακτηρίζει αυτό που πουλάνε. Αν προεκτείνεις τη στιγμή όλα σωριάζονται σ' ερείπια. Η γοητευτική γυναίκα που κολυμπά στις αρωματικές σαπουνάδες βγαίνοντας απ' το μπάνιο θα στάζει και θα τουρ- τουρίζει. Δε θα μπορεί να χαμογελά τόσο μακάρια ή ακόμα χειρότερα μισό λεπτό πριν χωθεί στον αφρό θα βρωμά απλυ- σιά. Η φαντασία μας μπορεί ν' αναστείλει κάθε πρόκληση υπερβολής κι επιβολής των συνανθρώπων μας. Τα τεχνάσμα- τά μας πρέπει να ξεπερνούν σ' εφευρετικότητα τις προκλή­σεις τους. Αν θέλουμε να ζούμε λεύτεροι πρέπει να ξεφύγουμε απ' τον κλοιό της μόδας και της επιβολής με τη φίρμα.
Το ' χα καταλάβει καλά μπαίνοντας στην καλή κοινωνία. Για να ξεχωρίσω απ' αυτούς τους σνομπ ανθρώπους έπρεπε πάντα να πηγαίνω αντίθετα απ' την κοινή τους πορεία. Όσο ξοδευόντουσαν για σινιέ ρούχα, τόσο εμφανιζόμουν ατημέ­λητος. Με δέχτηκαν μ' ευχάριστη μπορώ να πω συγκατάβα­ση. Δεν ήμουν τυχαίος και με τύλιγε ένας τόσο ρομαντικός μύθος! Η γυναίκα μου ήταν τόσο τυχερή!
Η επιθετικότητά μου στην κοινωνική ζωή επηρέασε όπως ήταν φυσικό και τις σεξουαλικές μου επιδόσεις. Σ' ένα χώρο όπου ήταν κανόνας νέες γυναίκες να παντρεύονται χούφταλα συνηθιζόταν η ανταλλαγή επιβητόρων. Δεν έπρεπε να παρα­συρθώ σε τέτοιον εξευτελισμό. Φλέρταρα με όλες τους, μα δίχως να δώσω σε καμιά την ευχαρίστηση να με κατακτήσει. Άρχισαν να αλληλοϋποβλέπονται. Η μια ζήλευε την άλλη.
Φανταζόντουσαν μύρια όσα όργια. Κι άρχισαν να μισούν τη δύσμοιρη την Τάνια που είχε σαν απόδειξη της κατοχής μου την πρώιμη εγκυμοσύνη της. Ήταν τόσο γλυκιά έγκυος που αν ήμουν ζωγράφος θα την απεικόνιζα σε μύριες πόζες.
Τριγύρναγε ολημερίς στα μαγαζιά με τη μαμά της κι έπειτα άπλωνε στο τεράστιο σαλόνι τα πακέτα κι άνοιγε, άνοιγε, πετώντας δεξιόζερβα τα χαρτιά κι απλώνοντας το περιεχόμε­νο στους καναπέδες λες και περίμενε επιθεώρηση. Έπειτα κουρασμένη ξάπλωνε απέναντι στην τηλεόραση όπου περ­νούσε την υπόλοιπη μέρα της μασουλώντας γλυκά και φυστίκια. Έξι μηνών είχε σχεδόν διπλασιάσει το βάρος της και μάταια ο γιατρός της συνιστούσε αυστηρή δίαιτα. Δεν έβγαινε πια απ' το σπίτι, μόνο κυκλοφορούσε όλη μέρα με κάτι φαρδιά νυχτικά απ '· το τραπέζι στον καναπέ κι απ' την κουζίνα στο μπάνιο. Δεν είχα λόγους να παραπονιέμαι. Άλ­λωστε η κατάστασή της μας πρόσφερε κάθε δικαιολογία για ν' αποφεύγουμε όποιο πρόβλημα συναντούσαμε στον κοινό μας δρόμο.
Μα τι πρόβλημα μπορούσαμε να 'χουμε; Το σπίτι μας απασχολούσε δυο υπηρέτες κι έναν κηπουρό σε μιαν εποχή ανεργίας. Όσο για μένα αποφασίστηκε ν' ασχοληθώ στα σοβαρά με την πολιτική μόλις εξασφάλισα την οικονομική κάλυψη των πεθερικών μου.
Στην καινούρια μου πολιτική στέγη έγινα δεκτός μ' ενθου­σιασμό. Μου πρόσφεραν αξιώματα στον κομματικό μηχανι­σμό με φανερή αυτοθυσία. Δεν τους πίστευα, μα με ικανο­ποιούσε το γεγονός πως καταλάβαιναν ότι ήμουν ο εκλεκτός του ηγέτη τους και δε δυσανασχετούσαν. Ο μόνος που δε με καλοδέχτηκε ήταν ο Στέλιος. Τον ήξερα από παλιά. Από δια­φορετικά πόστα αγωνιζόμαστε πλάι πλάι κείνες τις ηρωικές εποχές. Τον θαύμαζα. Το 'λεγε η καρδιά του. Δεν ήταν το φερέφωνο της καθοδήγησης όπως ο Κώστας μα ο εκφραστής των οραμάτων αυτού του τόπου. Τον θυμάμαι πάντα μπροστά- ρη, πάντα ενθουσιώδη, πάντα μαχητικό να μας υψώνει με τους στοχασμούς του. Τότε που όλοι κινούμαστε στους χώ­ρους της παρανομίας, ο Στέλιος ήταν η σημαία του εργατικού κόμματος, όπως ο Κώστας ήταν το καμάρι των κομμουνι­στών. Μόλις νομιμοποιηθήκαμε ο Στέλιος μπήκε στο περι­θώριο. Την εποχή που το κόμμα του μ' αγκάλιασε ο Στέλιος ρίχτηκε στο βάραθρο. Ήταν παραμονές εκλογών κι άνθρω­ποι άγνωστοι, ανώνυμοι, που ως χτες θα ορκιζόμαστε πως υπηρετούσαν τα συμφέροντα της ολιγαρχίας τώρα πύκνωναν τις τάξεις μας και πλειοδοτούσαν αβασάνιστα τις απόψεις της κατευθυνόμενης ιεραρχίας. Ο Στέλιος ήταν αδύνατο ν' αντισταθεί. Δεν τον πέρασαν ούτε καν απ' το πειθαρχικό. «Έθεσεν εαυτόν εκτός κόμματος» έγραφε το παλιόχαρτο που μας κοινοποίησαν τη διαγραφή του, ένα παλιόχαρτο που δεν είχαν την ευπρέπεια, ούτε να του το επιδώσουν. Στις γιάφκες τον αποκαλούσαν αντιδραστικό και συνωμότη. Τις κρίσιμες στιγμές όλοι τον εγκατέλειψαν. Όλοι έλεγαν πως έχει το δίκιο με το μέρος του, όμως προέχει η ενότητα του κόμματος και για χάρη αυτής της ενότητας πρέπει να κάνουμε τα στρα­βά μάτια.
Η υπόθεση θύμιζε απίστευτα τη «Φάρμα των ζώων» του Όργουελ. Τα τρία ιδρυτικά συνθήματα του κόμματος μας: «Ισότητα στις διαδικασίες, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Εθνική ανεξαρτησία» που πρώτα ύψωναν λάβαρα στα υπόγεια που συνωμοτικά συνεδρίαζαν, σιγά σιγά άρχισαν ν' αλλάζουν μορφή. Πρώτ' απ' όλα εμφανίστηκε η μορφή του αρχηγού. Τον κρεμάσανε πάνω απ' όλα τα συνθήματα. Έπειτα εξαφα­νίστηκε το σύνθημα «ισότητα στις διαδικασίες». Ο αρχηγός δεν μπορούσε να 'χει ίδια γνώμη με τον τελευταίο άσχετο! Η «κοινωνική δικαιοσύνη» ξεκρεμάστηκε μόλις γίναμε κυ­βέρνηση. Στους έξι μήνες, μόλις είχε κοπάσει η θύελλα των πανηγυρισμών της νίκης άρχισαν οι απεργίες. Το αστείο εί­ναι πως εμείς τις επιζητήσαμε στην αρχή. Ελέγχαμε τότε ακόμα τα συνδικάτα και μας κακοφαινόταν να λένε οι α­ντίπαλοι πως δε συναντούμε αντιστάσεις. Στην αρχή καταδι­κάζαμε τους απεργοσπάστες. Μια ζωή αυτό κάναμε. Πιστεύ­αμε στην ανεξαρτησία του συνδικαλιστικού κινήματος. Χά­ρη σ' αυτό πήραμε την εξουσία. Για να 'ρθει κάποτε στην επιφάνεια κι ο φτωχός κοσμάκης. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περιμέναμε. Τ' άλυτα προβλήματα εξόργιζαν τον κοσμάκη κι οι απεργίες άρχισαν ν' απλώνονται σαν πυρκαγιές. Τότε μας δόθηκε γραμμή να γίνουμε απεργοσπά­στες.
—Είναι ακατανόητο, έλεγε η ανακοίνωση της τηλεόρα­σης, ν' απεργούν οι εργαζόμενοι σε μιαν εποχή όπου οι ίδιοι είναι και εργοδότες. Μπορείς ν' απεργείς ενάντια στον εαυτό σου;
Ο κοσμάκης όμως δεν καταλάβαινε την αντίφαση. Γι' αυ­τόν μετρούσε το τσουκάλι που δε γέμιζε. Οι περισσότεροι συνδικαλιστές της παράταξής μας κατάπιαν το χρυσωμένο χάπι. Απειλούσαν όσους απεργούσαν. Ο πρώτος που αντέ­δρασε ήταν ο Στέλιος. Τότε ήταν που τον διέγραψαν. Τότε ήταν που απ' τα πολυτελή πια γραφεία του κόμματος εξαφα­νίστηκε και το δεύτερο σύνθημα.
«Τέρμα στο ρουσφέτι», «Αξιοκρατία» βροντοφωνάζαμε τό­τε που οραματιζόμαστε την κοινωνία της ισότητας και της δικαιοσύνης. Στη θύελλα της ανεργίας που ξέσπασε μόνο όποιος γραφόταν στα κατάστιχα του κόμματος μπορούσε να διοριστεί. Προσπαθούσαμε να τους ελέγξουμε. Τόσα χρόνια είχαμε ζήσει τους εξευτελισμούς τόσων βουλευτών και κομ­ματαρχών για να εξασφαλίσουμε μια θεσούλα. Τώρα αρκού­σε να δηλώσεις φίλος μας για να διοριστείς. Για να μην παραφωνάζουν βολεύαμε και κάνα συγγενή των εργατοπατέ- ρων. Το παρανοϊκό είναι πως ενώ διορίζαμε τόσους δικούς μας στις εκλογές των σωματείων πηγαίναμε κατά διαόλου. Είδαμε κι απόδαμε κι εφαρμόσαμε τα ίδια ακριβώς με τους παλιούς αντίπαλούς μας. Διορίζαμε γνωστούς και φίλους μας.
Ήταν η εποχή που η κομματική οργάνωση είχε διαλυθεί, σκόπιμα όπως αποδείχτηκε. Πριν τις εκλογές όλοι γραφό­ντουσαν για να διοριστούν και φυσικά μετά, μην τους είδατε. Ο αρχηγός μας έφερε στο προσκήνιο ένα ένα τα μέλη της οικογένειάς του για ν' αποδείξουν την αξία τους καταλαμβά­νοντας τις ανώτερες βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας. Από εκεί κι έπειτα δε μετρούσε παρά το σε ποιά φατρία ανήκεις. Εγώ, σαν έξυπνος πολιτικός κατάφερα να ελίσσομαι. Ο Στέλιος στην αρχή έστειλε γράμματα στα παλιά μέλη και τον αρχηγό αποδεικνύοντας με στοιχεία πως ήταν πιστότερος απ' όλους στην ιδρυτική διακύρηξη του κόμματος του. Ο αρχηγός φυσικά και δεν ασχολήθηκε με τέτοιες γελοίες υπο­θέσεις. Εμείς οι υπόλοιποι τον είπαμε «αιθεροβάμονα». Υ­πάρχει μια πραγματικότητα κι όλοι πρέπει να συμβιβαζόμα­στε. Όλοι, ακόμα κι ο Στέλιος. Περιμέναμε πως από στιγ­μή σε στιγμή ο Στέλιος θα μεταπηδούσε σε άλλο κομματικό μηχανισμό. Το ελπίζαμε. Θα 'ταν μια κίνηση που θα μας δικαίωνε.
—Τον διαγράψαμε γιατί διαβλέπαμε τα προδοτικά του έν­στικτα!
Περιμέναμε, περιμέναμε... Ο Στέλιος στο περιθώριο μας παρακολουθούσε μ' άγρυπνο βλέμμα. Σε λίγο ξεχάστηκε, όπως ξεχάστηκαν κι όσοι με τον καιρό τον ακολούθησαν. Ο κόσμος έμοιαζε εγκλωβισμένος στην αγέλη μας. Δεν υπήρχε καμιά εναλλακτική λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Εμείς αναγαλιάζαμε. Όμως η φθορά δούλευε στο βάθος. Τα νιάτα απογοητευμένα απ' τον ψεύτικο σοσιαλισμό που εφαρ­μόζαμε στρεφόταν στ' άκρα. Σιγά σιγά ξεχνιόταν η μαύρη εικόνα της εξουσίας των αντιπάλων μας κι ακόμα χειρότερα εξωραϊζόταν. Οι μαχητές χαρακτηριζόντουσαν κορόιδα και για τους μπράβους βρίσκαμε ελαφρυντικά. Τ' όραμα εξαφα­νιζόταν μπροστά στη δυσοσμία του παρόντος. Ξεχάστηκαν οι εξορίες, οι φυλακές, η ξενιτιά, η πείνα. Αντίθετα θεωρού­νταν πια σαν ιστορική αναγκαιότητα κάποιας εποχής. Οι νεόκοποι εξουσιαστές με την απειρία τους εξοργίζουν τον κοσμάκη που δεν αντιδρά. Όλοι αυτοί που τόσα χρόνια έλ­πιζαν σ' ένα καλύτερο αύριο τώρα μένουν μ' άδεια χέρια. Η πεποίθηση πως «η πολιτική είναι το ίδιο βρώμικη σ' όλες τις παρατάξεις» απλώθηκε επιδημικά και τίποτα πια δεν είναι τόσο δυνατό για να την εξαλείψει. Ο αρχηγός μας είναι δόλιος, δολιότερος απ' τους πολιτικούς του αντιπάλους. Τε­λικά ίσως αυτό μετρά. Ο δόλος. Όχι το δίκιο.
Το μόνο σύνθημα που κρατήσαμε ψηλά είναι η «εθνική ανεξαρτησία». Κι αυτή προτάσσουμε μόλις τα πράγματα α­γριεύουν. Μόλις ο κόσμος θυμηθεί πως θέλει τηλεόραση και βίντεο και πλυντήριο και σπίτι κι αυτοκίνητο θυμίζουμε τον εθνικό κίνδυνο. Ο κόσμος, ο λαός, το πλήθος. Αρχίσαμε να τον κατηγορούμε. Αυτός φταίει για τα χάλια μας. Τρώει πολύ και δουλεύει λίγο. Εμείς που κάποτε πιστεύαμε πως η εξουσία πρέπει να διαπαιδαγωγεί τώρα που την κατέχουμε βρίσκουμε πως φταίει ο λαός που δεν αποδέχεται τη μόρφωση που του προτείνουμε. Του προσφέρουμε ότι ζητά και τον κατηγορού­με γιατί δε ζητά κάτι καλύτερο. Κάποτε κατηγορούσαμε το ποδόσφαιρο σαν όπιο των συνειδήσεων. Τώρα του προσφέ­ρουμε όσο πιο πολύ ποδόσφαιρο μπορούμε για να τον κρα­τήσουμε δικό μας. Κάποτε κατηγορούσαμε την εκκλησία που αγκαλιάζει σαν πόρνη τον κάθε εξουσιαστή. Τώρα την προ­σκυνάμε. Κάποτε μιλούσαμε για τις διαφημίσεις που διδά­σκουν ένα ξενόφερτο τρόπο ζωής. Τώρα ανακαλύψαμε πως είναι τόσο προσοδοφόρες που δεν μπορούμε να τις αποφύ­γουμε. Κάποτε λέγαμε πως για όλα φταίει το κεφάλαιο, τώρα πως φταίχτης είναι ο λαός.
Κι ο φταίχτης κόσμος σκύβει το κεφάλι και τραβά μπρο­στά. Δεν έχει πια κανένα παράδεισο να ονειρεύεται. Απλά ελπίζει το αύριο να μην είναι χειρότερο απ' το τώρα. Δυσα­νασχετεί μα δεν επαναστατεί. Ποιος μπορεί να επαναστατή­σει σήμερα; Και γιατί να το κάνει; Οι επαναστάσεις θέλουν οράματα και τα οράματα ξεθώριασαν τον τελευταίο καιρό. Οι άνθρωποι έπαψαν να 'ναι πρωτότυποι. Ακολουθούν τις πο­ρείες του κόμματος ή της παράταξής τους. Αναμασούν κατευ­θυνόμενα συνθήματα και κλείνουν τ'-αφτιά σε κάθε άλλη άποψη. Μια κουβέντα αρκεί για να κατατάξει κάθε συζήτηση σ' ένα πλαίσιο κι από κει, δεν μπορεί πια να ξεφύγει. Δεν υπάρχει τίποτα το αυθόρμητο. Ακόμα και στα σχολεία οι παρατάξεις αγωνίζονται να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία. Από κει κι έπειτα είναι γνωστός πια ο ρόλος των συνδικα­λιστών. Δεν εμφανίζονται πια Στέλιοι στις μέρες μας. Παντού κυβερνούν τα καρούλια ενός εφιαλτικού μηχανισμού ισοπέ­δωσης. Κι όποιος προσπαθεί ν' ανυψωθεί καταδικάζεται σε θάνατο.
Κι οπωσδήποτε δεν ήμουν εγώ αυτός που θα υπερασπιζό­ταν τον Στέλιο, τον όποιο Στέλιο. Εγώ είχα τις δικές μου φιλοδοξίες. Έπειτα όλες τούτες οι αλλαγές ήρθαν αργά ύ­πουλα. Δεν ήταν εύκολο να τις προβλέψεις κείνες τις δραμα­τικές μέρες που σφράγισαν τη ζωή μου.
Ο πεθερός μου ήταν άνθρωπος της εποχής. Δεν παθιαζόταν με τίποτα. Κρατούσε γερά το τιμόνι της επιχείρησης και τα κατάφερνε να επιβιώνει παίζοντας σωστά το κοινωνικό παι­χνίδι.
—Η αλλαγή είναι αναπόφευκτη παιδί μου. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου όλοι γι' αυτήν παλεύουν. Γιατί έτσι πρέπει.
Γιατί μόνο έτσι προοδεύουμε. Όμως υπάρχουν θεσμοί που δεν μπορούμε και δεν πρέπει αν τους αλλάξουμε. Κάθε γενιά πειραματίζεται. Όμως σε μερικά πράγματα δε χωρά επιπο­λαιότητα. Μένουν ασάλευτα από καταβολής κόσμου. Κι αν τόσες γενιές τα δέχτηκαν, εμείς, γιατί να τα γκρεμίσουμε; Κάποτε ο εργάτης πέθαινε απ' την πείνα, μα και τ1 αφεντικό δεν είχε τις ευκολίες που έχει σήμερα ο μέσος αστός... Τώρα έχουμε εύπορους κι απαιτητικούς εργάτες κι ακόμα πλου­σιότερα αφεντικά. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι πρόοδος.
—Και τα εκατομμύρια που πεθαίνουν από την πείνα; είχε ρωτήσει η Τάνια μασουλώντας μαύρο χαβιάρι.
—Πρέπει να ξεσηκωθούν, ήταν η αποστομωτική απάντη­ση του επαναστάτη εργοστασιάρχη. Κανείς, μήτε κι η μάνα σου δε σε ταΐζει αν δεν σκούξεις.
Οι εργάτες του όμως δεν αρκούσε να φωνάξουν για να πάρουν κάτι. Πιστός στους κανόνες του παιχνιδιού έφτανε μέχρι τα άκρα. Στους συνδικαλιστικούς χώρους, όπου γύρνα­γα, τον είχαν για παράδειγμα στυγνού εκμεταλλευτή. Όμως πιστεύω πως στο βάθος του χαιρόταν μ' αυτές τις μάχες. Θύμιζε γερό στρατηγό πανευτυχή που κάποις ελιγμός του στο πεδίο της μάχης πετύχαινε κι αδιάφορο για τις ανθρώ­πινες ζωές που ξοδεύτηκαν γι' αυτήν την επιτυχία.
Η στροφή μου στην πολιτική ήταν αναπόφευκτη μετά το γάμο μου με την Τάνια. Πρώτ' απ' όλα είχα φτάσει στην κορφή. Από κει κι έπειτα δεν είχα να προσμένω παρά την κατηφόρα. Το παράδειγμα του Κώστα ήταν σαφέστατο. Εγώ δε θ' άφηνα κανένα να με διώξει. Όσο κι αν τώρα, ακόμα πιο πολύ ο αρχηγός μου έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια δεν ήθελα ν' αφεθώ έρμαιο των διαθέσεών του. Έπειτα η πολιτική με το συνδικαλισμό είναι σαν τα δυο πρόσωπα του ίδιου νομί­σματος. Οι μάζες δε θα παραξενευόντουσαν μ' αυτή την ε­ξέλιξη. Τέλος, κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό οι παλιοί μου σύντροφοι δυσανασχετούσαν με την οικονομική μου εξα­σφάλιση. Τώρα πια δούλευα για το κέφι μου κι αυτό μ' έκανε αυτόματα επικίνδυνο στα μάτια τους. Δεν είχα οικογένεια να συντηρώ, αντίθετα η οικογένεια με συντηρούσε. Δε μιλούσαν γιατί σεβόντουσαν τους αγώνες μου όμως διάκρινα τη δυσπι­στία στα πρόσωπά τους όπως ξεκάθαρη έλαμψε κι η ανακού­φιση όταν επιτέλους τους ανακοίνωσα την απόφασή μου να πολιτευθώ.
—Απ' τη νέα μου θέση θα μπορώ καλύτερα να εξυπηρετώ τα δικαιώματα της εργατικής τάξης.
Με χτύπησαν φιλικά στον ώμο. Μ' ασπάστηκαν. Μήπως ήμουν ο πρώτος ή ο τελευταίος σοσιαλιστής που ζούσα στη χλιδή; Και γιατί να μη ζω αφού απ' την καινούρια μου θέση θα μπορούσε κανείς να πει πως έκανα και θυσία αφού έμπαινα στους κόλπους της αντίπαλης τάξης σαν κατάσκοπος με το σκοπό να τη δυναμιτίσω.
Τόσα χρόνια τ' αδέρφια μου είχαν χαθεί. Είμαστε ξένοι. Ακόμα και με τον Λάμπρο είχαμε ξεκόψει. Καθένας με τον τρόπο του. Ψιλικατζής, ταξιτζής, δασκάλα η Καίτη, παπάς ο Πέτρος καλύπταμε όλο το επαγγελματικό φάσμα. Ήμουν ο μόνος εργάτης με την ουσιαστική έννοια του όρου. Όλοι τους βολεμένοι κι ευτυχισμένοι. Με τα επιπλάκια τους και την τηλεόραση, τ' αυτοκινητάκι μες τις προδιαγραφές, το σπίτι όνειρο απατηλό να ξεφύγουν επιτέλους απ' το νοίκι. Μικροζωή με τις μικροχαρές της, το ταβερνάκι, το σινεμά... Σμίγαμε αραιά και που σε κάνα γεγονός βαφτίσι, γάμο ή κηδεία κι ιστορούσαμε τα παλιά με τέτοια νοσταλγία λες κι ήταν τα καλύτερα χρόνια μας. Φαντάζονταν πως κέρδιζαν κύρος με την επίδειξη του πικάπ ή του μαγνητοφώνου. Όλοι μεροδούλι-μεροφάι πάσχιζαν να οικονομήσουν μια δραχμή για το μέλλον των παιδιών.
—Μα και μεις δεν είχαμε τίποτα κι όμως, να, όλοι προκό­ψαμε, παρατήρησε κάποτε η Καίτη, όμως αν κι όλοι στάθη­καν συλλογισμένοι βιάστηκαν να ξεπεράσουν την άποψή της.
—Γι' αυτό και πρέπει να εξασφαλίσουμε τα παιδιά, να μην τραβούν όσα τραβήξαμε.
Μόνος ανύπαντρος ο Λάμπρος. Ήταν επαγγελματίας πυγ­μάχος, δάσκαλος στο καράτε κι απ' τα πολλά χτυπήματα κάτι θάχε πάθει γι' αυτό καθόταν μόνιμα σιωπηλός και συλ­λογισμένος.
Για τον πατέρα δε μιλούσε κανείς. Φοβάμαι πως οι πιότε­ροι τον καταδίκαζαν για το ξεκλήρισμα της φαμελιάς και το θάνατο της μάνας, μα δεν το 'βρισκαν σωστό να τ' ομολο­γήσουν.
Δεν είχαμε νέα του. Δεν ξέραμε αν ζούσε ή αν πέθανε. Εγώ είχα μάθει μες απ' το κόμμα πως είχε αποδράσει μ' άλλους συντρόφους και πως πέρασε στη Βουλγαρία με πλαστά δια­βατήρια την εποχή που ακόμη ήμουν στο δημοτικό. Από τότε δεν είχαμε κανένα νέο του. Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ακόμη κι όταν άνοιξαν τα σύνορα κι άρχισε ο επα­ναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων πάλι δεν είχα νέα του. Ίσως να πέθανε απ' τις κακουχίες, ίσως να ξαναπα- ντρεύτηκε. Πολλοί δημιούργησαν καινούριες φαμελιές μιας και δεν ήξεραν αν και πότε θα επιστρέψουν. Όμως δεν πί­στευα πως δε νοιαζόταν για τη μάνα, για την πλατειά της α­γκαλιά που τόσο τον ανακούφιζε σαν σίγουρο λιμάνι στις λιγοστές του διακοπές απ' τα ταξίδια στην ουτοπία. Απ' όλα τα παιδιά ήμουν ο μόνος που κράτησε τη διαδοχή στην ιδε­ολογία του. Τ' αδέρφια μου μοιρασμένα σε σπίτια εθνικο­φρόνων σαν δουλάκια, πες πες κατάφεραν να γίνουν βαμμέ­νοι δεξιοί. Ούτε λίγο ούτε πολύ ευγνωμονούσαν την κοινωνία που τους συμμάζεψε μετά την κλωτσιά που τους έδωσε. Η κοινωνία στα μάτια τους ήταν η έμπειρη παιδαγωγός που 'ξερε πότε να χτυπά και πότε να χαϊδεύει.
Όσο καιρό ανακατευόμουν επαναστατικά τ' αδέρφια μου απόφευγαν να με συναντήσουν. Είχαν δει κι είχαν πάθει πολ­λά ώσπου να ξεκολλήσουν τη ρετσινιά του παιδιού ενός «προδότη». Μα δεν τους συγχώρησα ποτέ την προθυμία τους να συντρέξουν μετά την επιτυχία μου, τα συγχαρητήρια τη­λεγραφήματα και τις αρπαχτικές τους διαθέσεις...
Με θυμήθηκαν σαν υποψήφιο βουλευτή. Έτρεξαν στο πλευρό μου.
—Ανεξάρτητα απ1 την ιδεολογία μας, είπαν, θα σε προτι­μήσουμε. Έχουμε φίλους. Θα τρέξουμε για σένα.
Κι έτρεξαν τ' ομολογώ. Ήταν η εποχή που ο κόσμος είχε αναστραφεί. Η εθνικοφροσύνη κατάντησε βρισιά κι η αρι­στερά συνώνυμο της προόδου. Κανείς νέος άνθρωπος που σεβόταν τον εαυτό του δεν τολμούσε να μιλήσει για δεξιά.
—Και βέβαια είμαστε σοσιαλιστές, διαλαλούσαν όλοι, μό­λις μυρίστηκαν ψητό από το σοσιαλισμό. Προοδευτικοί άν­θρωποι! Όχι συντήρηση κι οπισθοδρόμηση. Το σπιτάκι ό­μως, βιλίτσα, το αυτοκίνητο να φυσάει. Τι είναι σήμερα ένα αυτοκινητάκι; Φταίει η Κυβέρνηση που ακριβαίνει τη μπεν- ζίνα. Άμα πιάσουμε μια καρεκλίτσα παθιαζόμαστε με τα συνδικαλιστικά, τώρα που 'ναι ντροπή να 'σαι απεργοσπά- στης. Στις απεργίες πρώτοι, στη δουλειά τελευταίοι. Αν μπο­ρούμε να δηλώσουμε ασθένεια σε μέρα απεργίας τότε νιώθου­με πανέξυπνοι, αφού παίζουμε τόσο καλά και στα δυο τα- μπλώ.
—Εμείς χτίζουμε το αύριο, σου λένε. Ας δουλέψουν άλλοι για το τώρα. Αν είσαι από κάτω αλίμονο αν σηκώσεις κεφάλι, όμως αν είσαι πιο ψηλά σου ξεσκονίζουν και το χώμα που πατάς. Στα καφενεία η ίδια πάντα φλυαρία.
—Μα τι γίνεται σ' αυτό το κράτος; Περιτριγυριζόμαστε από ηλίθιους; Κανείς δε βλέπει το σωστό; Κανείς δεν κατα­λαβαίνει πως μόνο μεις έχουμε το δίκιο με το μέρος μας; Αχ, ας γινόμουν πρωθυπουργός, έστω και για μια μέρα και θα ' βλεπες!
—Λιγότερη δουλειά, μεγαλύτερος μισθός!
—Κόψτε το κεφάλι στο κεφάλαιο! Όχι, με το συμπάθιο, δεν το 'παμε για σας κύριε διευθυντά. Για τους μεγαλοκαρ­χαρίες μιλάμε, τους φοροφυγάδες.
—Την εφορία, να την κλέψεις, αν μπορείς. Τι δηλαδή; Μόνο αυτή θα μας γδέρνει; Μόνο τα κορόιδα πληρώνουν.
—Της Παναγιάς, Χριστούγεννα, Πάσχα, εθνικές γιορτές... Πόσες αργίες συνάζονται το χρόνο; Τις τσεκάρουμε με το μολυβάκι στην ατζέντα κάθε πρωτοχρονιά. Μετράμε τις Κυ­ριακές. Υπολογίζουμε. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο. Ανάμεσα σε δυο αργίες, απαραίτητη η κοπάνα. Αφού μας κλέβει το κεφάλαιο, γιατί να το λυπηθούμε; Σάμπως απ' την τσέπη μας βγαίνουν τα λεφτά;
Εθνικό μας σπορ οι εξορμήσεις. Μας ενθαρρύνει κι η Κυ­βέρνηση. Ξαναζωντανεύουμε την ξεχασμένη ύπαιθρο. Δου­λεύουν τα φαγάδικα και τα ξενοδοχεία.
Έπειτα προϋπολογίζουμε τις αρρώστειες που μας χρωστά το κράτος. Τι διάολο! Τσάμπα πλερώνουμε τόσα λεφτά γι' ασφάλιση; Τότε μαζεύουμε τις ελιές στο πατρογονικό, τότε τρυγάμε τ' αμπελάκι μας. Αφού η δουλειά βγαίνει και με λιγότερους. Όλοι μπορεί να βολευτούμε. Μια σου και μια μου. Της αλληνής της κλαίνε τα μωρά, να μη μείνει δηλαδή στο σπίτι να φτιάξει και κάνα φαΐ της προκοπής στον έρμο τον άντρα της; Πλεκτοπωλείο το 'κανε το σπίτι απ' τις ζα­κέτες και τις μπλούζες που όλη μέρα πλέκει στο γραφείο! Α! όλα κι όλα, προκομένο κορίτσι! Όχι σαν κάτι άλλες που όλη μέρα λιμάρουν τα νύχια τους, βγάζουν τα φρύδια, λένε τον καφέ κι ανάβουν τα τηλέφωνα στο κουτσομπολιό.
Είμαστε καλοί συνάδελφοι. Ενωμένοι σαν τα δάχτυλα στη γροθιά. Δεν καρφώνουμε κανένα. Ένας το πρωί κι ένας το βράδυ χτυπά τις κάρτες όλων μας. Ελαστικό ωράριο, έτσι δεν το λένε; Με την ακρίβεια της ζωής ποιος τα βγάζει πέρα με μια ψωροδουλειά; Κάνουμε και μια δεύτερη κατά προτίμηση να βολεύεται στις εργάσιμες ώρες της πρώτης να 'χουμε κι ελεύθερο χρόνο να κοιτάμε και την οικογένεια. Το λένε κι οι ψυχολόγοι. Τα παιδιά δε μεγαλώνουν σωστά χωρίς τη βοήθεια και των δυο γονιών. Έτσι κι ο άντρας πρέπει να βρίσκεται νωρίς το μεσημέρι στο σπιτικό του. Να τρώει το φαγάκι του, να κοιμάται το μεσημέρι και τ' απόγευμα μετά το καφεδάκι ν' ασχολείται με κάτι πιο ουσιαστικό και δη­μιουργικό απ' τη ρουτίνα της δουλειάς. Τόσοι σύλλογοι ξε­φύτρωσαν. Πώς λειτουργούν; Ποιος τους φροντίζει; Μα μεις, οι προοδευτικοί άνθρωποι φυσικά. Εμείς δεν ξημεροβραδια­ζόμαστε στα καφενεία όπως οι πατεράδες μας. Ξενυχτάμε δη­μιουργικά στις κομματικές μας συγκεντρώσεις. Εμείς δη­μιουργούμε το μέλλον της χώρας. Πώς γίνεται και δεν τα καταφέρνουμε, αυτό είναι ένα μυστήριο. Εμείς πάντως προ­σπαθούμε με ζήλο. Τσακωνόμαστε, δερνόμαστε καμιά φορά μα με ιεραποστολικό ζήλο. Οι ιδεολογίες είναι για τους αφε­λείς. Η τακτική είναι άλλο πράμα, σκληρό.
Δίνουμε στις γυναίκες λίγο λάσκα. Έχουν λυσσάξει τελευ­ταία. Ενσαρκωμένες υστερίες! Όσο γαυγίζουν, άστες. Αρκεί να μη δαγκώνουν. Πάντως εμείς δουλειές στο σπίτι δε θα κάνουμε ποτέ. Άστες να ονειρεύονται. Στα λόγια βέβαια τις υποστηρίζουμε. Τι να κάνουμε; Βλέπεις τώρα έχουν ψήφο. Κάπως πρέπει να τις φέρνουμε με τα νερά μας. Πάει ο καιρός που ο πάτερ φαμίλιας έδινε το ψηφοδέλτιο στο χέρι. Τώρα σάμπως ξέρεις τι ψηφίζουν; Μπορεί και κάποιον που 'χει γλυκά μάτια. Κι έπειτα πώς να πάει μπροστά αυτός ο τόπος;
Είμαστε δαιμόνιοι. Ξεσηκώνουμε καμιά ξένη πατέντα; Τη φέρνουμε τα πάνω κάτω στο πι και φι. Ραντεβού στις δημό­σιες υπηρεσίες διατάξανε οι ξεσκολισμένοι μας φωστήρες; Ραντεβού για να εξυπηρετείται ο πολίτης; Αμ δε! Το ραντε­βού το τραβήξαμε σαν λάστιχο μέχρι να σπάσουμε τα νεύρα του κοσμάκη. Αν τύχει ο άμοιρος κι αργήσει πέντε λεφτά. Δεν τον δεχόμαστε κι ας πίνουμε καφέ. Του κλείνουμε νέο ραντεβού μετά εξάμηνο.
—Κάποτε πρέπει ν' αποκτήσουμε ακρίβεια στην ώρα, φι­λοσοφούμε.
Καμιά θεωρία δε μας ξεφεύγει. Καμιά μοντέρνα λέξη, κα­νένα φονικό της κίτρινης φυλάδας. Ξεχνάμε όμως πότε ο σκουπιδιάρης περνά απ' το στενό μας. Κατεβαίνουμε με το σακκούλι στο χέρι κοιτάμε δεξιόζερβα προσεκτικά, αποθέ­τουμε το σακκούλι που στάζει στο λεκιασμένο πεζοδρόμιο κάνουμε το σταυρό μας και στρίβουμε περήφανοι τη γωνιά. Το εθνικό μας χρέος επιτελέστηκε. Οι γάτες, σύμμαχοι μας αποτελειώνουν το θεάρεστο έργο μας. Με τα κοφτερά τους νύχια ξεκοιλιάζουν τις πρόστυχες σακκούλες φέρνοντας στο φως τις μυστικές ντροπές του νοικοκυριού μας.
Τη θρησκεία τη βρίζουμε εν χορώ. Στηλιτεύουμε την υπο­κρισία, καυτηριάζουμε την αλαζονεία, τρώμε στις νηστείες επιδεικτικά, ειρωνευόμαστε τους αφελείς που ξενυχτούν σε προσευχές και παρακλήσεις. Όμως το Πάσχα βάφουμε αυγά και τα τσουγκρίζουμε, ψήνουμε τ' αρνί μιας και το θέλει η παράδοση. Στους γάμους θέλουμε όλους τους πολυέλαιους αναμένους και στα βαφτίσια θέλουμε νονό γαλαντόμο να φέρνει δώρα στο παιδί και τη λαμπάδα κάθε Πάσχα. Εκστα­σιαζόμαστε στα πανηγύρια, αναστενάζουμε με τα ρεμπέτικα, μα ιδρωκοπάμε στις ντισκοτέκ και βρίσκουμε το ροκ πολύ επαναστατικό, μεις οι αντιστασιακοί του κατεστημένου.
Τρώμε μέχρι σκασμού στα ταβερνάκια τις καθημερινές. Δοκιμάζουμκε γεύσεις τις Κυριακές σε ρεστωράν πολυτε­λείας μετά το ποδόσφαιρο όπου ανάμεσα στα γκολ μασου- λούσαμε σουβλάκια με μπόλικο κρεμμύδι. Γκρινιάζουμε για τον τουρισμό, μα λατρεύουμε τις τουρίστριες. Είναι τόσο βολικές για τα χρηστά μας ήθη! Καλλιεργούν τις διεθνιστι­κές μας τάσεις. Είναι τα περιστέρια των ειρηνιστικών κινη­μάτων. Μαζί τους είναι σαν να ενωνόμαστε με την ανθρωπό­τητα. Ούτε απαρχάιτ, ούτε φυλετικές διακρίσεις. Είμαστε πο­λιτισμένοι άνθρωποι. Εμείς βρίζουμε μόνο τα γυφτάκια που στριμώγνονται στις ρόδες του αυτοκινήτου μας παλεύοντας να πασαλείψουν με λεκιασμένα πανιά το παρμπρίζ που με χάδια γυαλίσαμε. Θεωρητικά είμαστε κατά των φυλετικών διακρίσεων. Στην πράξη όμως κολλάμε. Γιατί, με ποιο δι­καίωμα έρχεται ο Πακιστανός να σου πάρει τη μπουκιά απ' το στόμα; Αν θες να δουλέψεις, κύριε, δούλεψε παράνομα, με μικρότερο μισθό. Όχι ήλθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα! Βρε καλά κάνουν οι ξύπνιοι οι γερμαναράδες, που τους ξε­ζουμίζουν καλά καλά στις εργοστασιάρες τους κι έπειτα τους δίνουν σουτ, μια κι έξω. Γι' αυτό πρόκοψε η Γερμανία κι ας νικήθηκε στον πόλεμο. Γιατί, εμείς, οι νικητές τι φάγαμε; Δυο φάσκελα απ' όλους. Τσάμπα χύσαμε τόσο αίμα, τόσα χρόνια! Πολιτική! Άτιμη πολιτική! Πού να βρεις το δίκιο σου; Γι' αυτό, ότι φάμε κι ότι πιούμε... Αυτό αξίζει στη ζωή. Και κάνα ρόλεξ λαθραίο να κάνουμε το κομμάτι μας και κάνα κρύσταλλο για την κυρά να μην γκρινιάζει πως δεν είμαστε αριστοκράτες. Βέβαια όχι υπερβολές. Τα κανίς της πολυκα­τοικίας έγιναν πιο πολλά κι απ' τα ποντίκια της. Αυτό το λένε τώρα πολιτισμό. Φιλόζωοι σου λένε. Τα παιδιά τους όμως τα στριμώχνουνε στα κάγκελα του μπαλκονιού με κάτι σιδεριές και τα μάτια τους σε κοιτούν παραπονιάρικα ανά- μεσ' απ' τα βρακιά που κρέμονται στα σκοινιά της μπουγά­δας του ακάλυπτου. Το μπέυμπι-λίνο τους βαρύ, μπερδεμένο στα πόδια τους, και κοιτούν τον ουρανό μόνο σαν τραβήξει καζανάκι κάποιος απ' τ' αποπάνω διαμέρισμα. Τι ουρανό δηλαδή; 'ενα τετράγωνο θολό, θαμπό, γαλατερό, που πότε μαυρίζει και πότε αχνίζει ανάλογα με τον κύκλο της μέρας. Ποτέ κατάμαυρο, μολεύεται απ' τα φώτα του δρόμου, ποτέ γαλανό, θαμπωμένο απ' τις κάπνες των εργοστασίων. Είμα­στε περήφανοι γι' αυτά τα παιδιά που ζουν μ' όλες τις ανέ­σεις, με το καλοριφέρ, τ' αυτοκίνητο, το καλό τους το φαΐ, τ' ακριβό τους ρούχο. Ξέρετε τι στοιχίζουν τα παιδιά σήμε­ρα; Αυτή είναι η μεγάλη ερώτηση. Τα παιδιά είναι α­ντιπαραγωγική επένδυση. Θέλουν παιχνίδια, σχολειά, φρο­ντιστήρια, ταξίδια. Έχουν την κακή συνήθεια ν' αρρωσταί­νουν και σε κλείνουν. Δεν μπορείς να τα τραβάς μαζί σου στα ξενυχτάδικα. Είναι πολύ σικ να κυκλοφορείς μ' ένα πεκινουά στην αγκαλιά, αλλ' είναι μπανάλ να σέρνεις, όπου πας, ένα παιδάκι».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα πάλεψαν για την εκλογή μου σαν πατέρα του έθνους τ' αγαπημένα μου αδέρφια. Με το χρήμα του πεθερού μου επανδρώθηκαν στολίσκοι σημαιοστολισμέ- νοι από αυτοκίνητα που έτρεχαν πάνω κάτω σπέρνοντας χαρ­τιά με τη φωτογραφία μου. Δεν έμεινε τοίχος ή κολώνα δίχως τ' αποφασιστικό μου βλέμμα και τ' αστραφτερό χαμόγελο μου. Στις συγκεντρώσεις η φωνή μου έδινε παλμό. Ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, συνεπαρμένος απ' την πει­θώ των λόγων μου. Έλεγα ψέματα. Τόσα ψέματα! Πόσα ψέ­ματα μπορεί να χωρέσει ένα μυαλό; Τους έδειχνα τ' όραμα ενός κόσμου δίκαιου, πατρικού, σοφού, που σίγουρα χάραζε για όλους κι εκείνοι άπλωναν τα χέρια να τον αγγίξουν. Πό­σο εύκολα πλανιέται το πλήθος το 'χα ζήσει απ' τα μικράτα μου. Απ' τις φοβισμένες συγκεντρώσεις των εργοστασίων όπου ο Κώστας με δυο βρισιές κατάφερνε να ξεσηκώσει τ' άβουλα αμήχανα ανθρωπάκια και να τα μεταμορφώσει σε οδοστρωτήρες κάθε αντίστασης του κεφαλαίου. Ήξερα πό­σο εύκολα μπορείς με τον κατάλληλο χειρισμό ν' ανατρέ­ψεις αυτό το μαινόμενο πλήθος. Ακόμη και το Ευαγγέλιο τ' αποδεικνύει. Τα «ωσαννά» εύκολα μετατρέπονται σε «σταυ- ρωθήτω» αρκεί να πιέσεις τον κατάλληλο μοχλό.
Έφερνα καινούριο φως, καινούριο αέρα.
—Τέρμα στο ρουσφέτι και την ευνοιοκρατία! φώναζα και τα πλήθη συνταράζονταν. Τέρμα στην οικογενειοκρατία και την πλουτοκρατία! Στην πράξη η ισότητα!
Ο κόσμος παραληρούσε. Ήμουν το ζωντανό δείγμα αυτού του αύριο. Ένας απ' αυτούς ήμουν, που όμως θα 'μπαινα στη Βουλή δίχως να κατάγομαι από πολιτικό τζάκι. Έπρεπε να με βάλουν στη Βουλή γιατί ήμουν το καλύτερο δείγμα τους. Καμάρωναν για την άνοδό μου στην κοινωνική ιεραρ­χία λησμονώντας το ρόλο που 'παιζαν τα λεφτά κι οι γνω­ριμίες του εργοδότη πεθερού μου κι η κουμπαριά με τον αρ­χηγό του κόμματος. Γιατί φυσικά νονός της κόρης μου έγινε ο αρχηγός. Μιας κι ο γάμος έγινε τόσο βιαστικά, τα βαφτίσια ήταν η μόνη ευκαιρία επίδειξης της οικογένειας της Τάνιας κι ο αρχηγός μόνος του πρότεινε να μοιραστεί την πατρότη­τα, έστω πνευματικά, της χαριτωμένης μου κορούλας. Εκεί­νος αποφάσισε και για τ' όνομα. Ελευθερία βαφτίστηκε αυτή που τελικά εκφυλίστηκε σε Ρίτσα. Φυσικά στο Χίλτον έγινε η δεξίωση και φυσικά ο αρχιεπίσκοπος ιερουργούσε. Μπορεί στα συνθήματα να φωνάζαμε «έξω οι Αμερικάνοι» μα τα ξε­νοδοχεία τους ήταν τα μόνα που διέθεταν τα μέσα για τέτοιες εκδηλώσεις. Μπορεί να τα βάζαμε με την εκκλησία μα δεν μπορούσες να καταδικάζεις ολόκληρο τον κλήρο για λίγους αντιδραστικούς. Χίλιοι ενιακόσιοι καλεσμένοι παραμονές ε­κλογών έτσι που να ξαναδέσουν παλιές γνωριμίες. Οι εφημε­ρίδες γέμισαν με τις φωτογραφίες του νονού και της σοβαρής του βαφτιστήρας. Γιατί ναι, η κόρη μου δεν έκλαψε σαν όλα τα μωρά. Αντίθετα γελούσε κάπως ειρωνικά χαζεύοντας τα
χρυσοποίκιλτα άμφια και τους πάμφωτους πολυέλαιους.
Στη δεξίωση η Τάνια φορούσε μοντελάκι ειδικά σχεδια­σμένο από γάλλους μαιτρ κι όλες σκύλιασαν απ' το κακό τους. Ακόμη κι η γυναίκα του αρχηγού στραβομουτσούνια­σε. Μόνο σαν είδε το δώρο της σαν κουμπάρας χαμογέλασε μ' ικανοποίηση κι έτρεξε να φιλήσει την Τάνια σταυρωτά. Τέτοιο διαμαντένιο περιδέραιο δεν είχε πάρει μήτε απ' τον άντρα της, μήτε από κανένα εραστή της.
—Είδες; ψιθύρισε ο πεθερός μου. Όλοι οι άντρες επη­ρεάζονται απ' τις γυναίκες τους ακόμη κι όταν τις απατούν. Αν έχεις ευχαριστημένη την κουμπάρα μόνο τότε θα 'σαι σίγουρος για τις διαθέσεις του αρχηγού. Τώρα, όχι βουλευ­τής, μα και υπουργός θα γίνεις.
Όλες αυτές οι φαμφάρες που λογικά θα 'πρεπε να εκνευ­ρίζουν το λαουτζίκο, αντίθετα μας χάριζαν κύρος σ' ένα κόμ­μα λαϊκών κι αγροίκων στελεχών. Πόσο οι γυναικούλες θαύ­μαζαν τη γυναίκα μου! Έτρεχαν να την αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φίνα της φορέματα, να οσμιστούν το άρωμα του πλούτου, να δουν από κοντά την κοπέλα που κατάφερε να γεφυρώσει τις κοινωνικές τάξεις. Ευτυχώς εκείνη την εποχή η Τάνια μετά μια επιμελημένη κούρα σ' ένα πανάκριβο ιν­στιτούτο καλλονής στην Ελβετία είχε ξαναβρεί τον εαυτό της κι ήταν μια εμφανίσιμη σύζυγος. Η κόρη μας μετά τη γέννα της είχε αφήσει εκτός από κιλά και μια ψύχωση που χρειάστηκε να κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική για δύο μήνες ώσπου να συνέλθει. Στο διάστημα αυτό δεν ήθελε ν' ακούει για το παιδί, δεν ήθελε μήτε να με βλέπει, θεωρώντας με υπεύθυνο για την επώδυνη διαδικασία του τοκετού στην ο­ποία την είχα καταδικάσει. Φυσικά ο γιατρός με συμβούλευ­σε όχι μόνο να μην ξανακάνουμε παιδί αλλά για λίγο καιρό τουλάχιστον να μην την πλησιάζω ερωτικά ώσπου να ξεπε­ράσει την τραυματική της εμπειρία.
Της συμπαραστάθηκα άψογα, όπως άψογα μου συμπαρα­στάθηκε κι ο πεθερός μου.
—Φταίω, μου είπε. Πού ξανακούστηκε γυναίκα να μη θέλει το παιδί της; Κι όσο για σένα, αρκετήν εγκράτεια έκανες εν­νιά ολάκερους μήνες. Αν θες, έλα μαζί μου στη λέσχη, όπου πηγαίνω κάθε Σάββατο. Όλοι αργά ή γρήγορα κουραζόμα­στε απ' τη μονοτονία του συζυγικού κρεβατιού. Στη λέσχη βρίσκουμε κοπέλες όμορφες, έμπειρες, πρόθυμες κι απόλυτα διακριτικές. Στο κάτω κάτω κι αυτό ένα επάγγελμα είναι!
Υποπτευόμουν κίνδυνο, όμως η περιέργεια μ' έσπρωξε στο να τον ακολουθήσω. Οι φόβοι μου όμως καταλάγιασαν μπρο­στά σ' όσα μου αποκάλυψε η πολυτελής λέσχη. Όλα τ' α­ξιοπρεπή μέλη της καλής κοινωνίας γυμνά ή ημίγυμνα σε ρόλους που μόνο σε παραστάσεις ρωμαϊκών οργίων μπορεί κανείς να δει. Ωραιότατα κορίτσια κι αγόρια προσφέρονταν σ' αλμυρές τιμές, φυσικά χωρίς ασφάλιση ή συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Άδικα ανησυχούσα. Ήμουν πια τόσο γερά μπλεγμένος σε σχέση συνενοχής μ' όλους αυτούς τους δυ­νατούς, που ήταν αδύνατο να ξεφύγω μα και να μου ξεφύγουν.
Αναρωτιόμουν πάντα για τους απώτερους σκοπούς του πε­θερού μου. Γιατί να με πατρωνάρει εμένα, έναν αντιπρόσωπο της αντίθετης ιδεολογίας; Το για να με ξεσκεπάσει κάποτε ήταν πολύ προφανής δικαιολογία. Άλλωστε δε γινόταν να ξεσκεπάσει εμένα και ν' αφήσει ακέραιους όλους αυτούς τους ευυπόληπτους πολίτες. Όμως φυσικά και δεν μπορούσα να δεχτώ πως το 'κανε από στοργή για τον άντρα της αγα­πημένης του κορούλας... Ποτέ δεν έδεσα στο περιβάλλον τους κι απ' όλους κι ειδικότερα απ' την πεθερά αντιμετωπι­ζόμουν σαν περαστικό καπρίτσιο της μικρής, σαν παιχνίδι που κάποτε θα ' σπάζε στα χέρια της και θα το πετούσε. Αυτό που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ή που ίσως μόνο ο πεθερός μου διέβλεπε, ήταν πως εγώ ήμουν αυτός που κρατούσε στη φούχτα του την εύθραυστη Τάνια και πως οποιαδήποτε στιγ­μή θα μπορούσα να τη συντρίψω.
Λένε πως ο γάμος είναι σχέση εξουσίας. Πάντα υπάρχει ένας υποτελής κι ένας δυνάστης. Κι η Τάνια ήταν μόνιμα υποτελής, επειδή δεν της επέτρεπα να σηκώσει κεφάλι. Συ­νήθως σε κάθε γάμο υπάρχει μια ισορροπία με συχνή εναλ­λαγή των ρόλων θύτη-θύματος. Στην Τάνια δεν έδωσα ποτέ την ευκαιρία να βγει στην επιφάνεια. Ήταν πάντα η εκπρό­σωπος του σάπιου κοινωνικού συστήματος κι έπρεπε να υπο­φέρει γι' αυτό. Δε φταίω. Απ' την αρχή αποδέχτηκε αυτό το ρόλο. Είχε βαρεθεί να ' ναι το παραχαϊδεμένο κουκλάκι. Γι' αυτό κι εύκολα τραυματίστηκε στη θέα του παιδιού της, μιας κόρης, που θα συνέχιζε τη δική της αποτυχημένη πορεία. Αν ήταν γιος, ίσως να μην υπέφερε. Στην εγκυμοσύνη της συνή­θιζε να ονειρεύεται ένα γιο επαναστάτη σαν και μένα. Εγώ ήμουν το νέο αίμα, ο άμωμος, ο δυνατός. Εκείνη ήταν ο πα­λιός κόσμος, που πέθαινε. Υποπτεύομαι πως από πολύ νωρίς θα 'χε καταλάβει την παραφωνία στις σχέσεις των γονιών της, τα ξεπορτίσματα του πατέρα και τα περιστασιακά φλερτ της μάνας, γι' αυτό κι επαναστάτησε. Σε μένα ποτέ δε μίλησε γι' αυτά. Αφηνόταν να χαθεί στα οράματα που της πρόσφε­ρα, στις φαντασιώσεις της για κόσμους αρμονικούς και δίκαιους όπου όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι γιατί θ' αγαπιόντου­σαν, κι όπου υπάρχει αγάπη φαίνονται όλα τόσο εύκολα!

Στις εκλογές λοιπόν η Τάνια ήταν ήρεμη κι αξιοπρεπής γιατί της πρόσφερα την ψευδαίσθηση μιας αγάπης απαλλαγ­μένης απ' τη βιαιότητα του σεξ. Την άφηνα να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Τότε πάλι θα την εξουθένωνα με την ηδονή, όπως το 'χα κάνει τόσες φορές απ' την αρχή του έρωτά μας. Ο έρωτας είναι καθαρά μηχανική πράξη και στο κορμί της Τάνιας ήξερα ν' αγγίζω τα σωστά σημεία. Δεν παριστάνω το μεγάλο εραστή. Απ' τα χέρια μου πέρασαν και γυναίκες που δεν κατάφερα να νιώσω τίποτε έξω απ' την παγωνιά της επιδερμίδας τους. Όμως πάνω στην Τάνια είχα εξουσία. Και κάθε εξουσία είναι πειρασμός. Αργά ή γρήγορα την εκμεταλ­λεύεσαι. Κι ο έρωτας τι άλλο, έξω από παζάρι πόθων;

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης