Η ώρα της σιωπής 8η συνέχεια Τέλος


Η ώρα της σιωπής 
8η συνέχεια και τέλος

«Έτσι πίστευε κι αυτός, συλλογίστηκε ο Φειλήτας. Για τούτο πέταξε τον εαυτό του στο κενό. Θέλησε να τινάξει τη ζωή από πάνω του, όπως οι νοικοκυρές απλώνουν τα σε­ντόνια στον ήλιο να ξορκίσουν τη μυρωδιά του ύπνου και του έρωτα. Κείνος τίναξε τον ήλιο, για να βουτηχτεί ολοκληρω­τικά στα πλοκάμια της νύχτας. Όταν το τέλος, το κάθε τέλος, φαίνεται προτιμότερο απ' τη ζωή, ποια δύναμη ν' αγγίζει τους ανθρώπους;»
Ξαναβυθιζόταν.. Τότε που πίστευε...
Μια συνάντηση. Τυχαία. Με την τυφλή θεά. Με τη ζυγα­ριά της.
Νύχτα, στα μαρμάρινα σκαλιά του Δημαρχείου, που στέ­γαζε τα Δικαστήρια. Έπαιζαν. Κλέφτες κι αστυνόμους. Α­γάλματα.
Ψηλά η αίθουσα φωταγωγημένη. Σα να 'χα ν γιορτή.
— Έχουν δίκη, κάποιος είπε.
—Την ώρα του περίπατου; αναρωτήθηκες.
—Πάμε; πρότειναν.
Κανείς δε σας σταμάτησε στην είσοδο. Αδειοι διάδρο­μοι, μισοσκότεινοι. Φαρδειά μαρμάρινα σκαλιά. Ξύλινο πά­τωμα να τρίζει και στο βάθος η αίθουσα εκτυφλωτικά φωτι­σμένη, με πολυέλαιους, γεμάτη κόσμο που σώπαινε ευλαβι­κά.
Μύριζε λιβάνι, ή σου φάνηκε;
Ψηλά ψηλά, στο βάθρο κάποιοι άνθρωποι και χαμηλά οι άλλοι, οι κακοί. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ένιωθες τα βλέμ­ματα όλα καρφωμένα πάνω σου και το 'βαλες στα πόδια, πριν προλάβει ο χωροφύλακας να σε διώξει.
—Τα παιδιά δεν πάνε στα δικαστήρια, είπε η μάνα. Τα παι­διά δε διαβάζουν εφημερίδες. Τα παιδιά δεν πρέπει να μαθαί­νουν τέτοια πράματα. Τα παιδιά πρέπει να χαίρομαι όσο μπορούν.
—Αυτή είναι η δικαιοσύνη σας! ούρλιαξε η μάνα του αυτόχειρα.
Μύρισες τον αγέρα αναζητώντας την αίσθηση του λιβανιού. Μόνο τσιγάρο οσφραινόσουν. Τσιγάρο κι ανθρώπινο χνώτο.
Την παραμονή της εκτέλεσής του ο Φειλήτας Δασίου βρέ­θηκε νεκρός στο κελί του.
—Από καρδιακή ανακοπή, είπαν.
Κανείς δεν το πίστεψε. Πρώτος πρώτος ο φίλος του ο Τά­κης έκοψε το νήμα στα σενάρια των εφημερίδων.
«Δολοφονία», έγραψε με κατακόκκινα γράμματα στην πρώτη σελίδα.
«Ποιος κερδίζει απ' το θάνατο ενός προδότη;» αναρω­τιόντουσαν οι φιλοκυβερνητικές φυλλάδες.
«Φασισμός» ούρλιαζε η αντιπολίτευση.
«Ο πρόεδρος θα έδινε τη χάρη», ολοφυρόταν η αριστερά.
«Αυτοκτονία;» αναρωτιόντουσαν οι αστυνομικές αρχές.
—Γιατί όχι; ήταν τρόπος εκδίκησης. Αφού θα πέθαινε ο­πωσδήποτε το πρωί.
Ειρηνιστές βγήκαν στους δρόμους με πανώ. Ζητούσαν την άμεση κατάργηση της θανατικής ποινής.
—Είμαστε πολιτισμένοι, εξηγούσαν βαθυστόχαστοι νέοι μπροστά στα δημοσιογραφικά μικρόφωνα. Σκοτώθηκε μη α­ντέχοντας τον τρόμο του θανάτου του.
Αναρχικοί στην αντίπερα γωνιά άναβαν φωτιές στους δρό­μους.
—Φονιάδες αστυφύλακες! ούρλιαζαν.
Οι βιτρίνες δέχθηκαν τις εκρήξεις της οργής τους, κόντρα στην αυθαιρεσία και τη βία του κράτους. Κάποιοι εξυ­πνότεροι επωφελήθηκαν απ' τα σπασμένα τζάμια για ν' αλαφρώσουν τα μαγαζιά απ' το εμπόρευμα. Οι αστυφύλακες
εξοργισμένοι απ' την άδικη επίθεση ξέσπασαν όπως πάντα στα σχολιαρούδια. Οι δρόμοι γέμισαν με φωτιές, καπνούς, αίμα. Οι φιλήσυχοι πολίτες αγανακτούσαν.
—Τι να την κάνουμε τη δημοκρατία; μουρμούριζαν.
—Μωρέ μόνο μια δικτατορία σώζει αυτό τον τόπο!
Ηδονιζόντουσαν μποστά στη τηλεόραση. Οι οπλισμένοι αστυφύλακες μαλλιοτραβούσαν κάτι κοπελλιές έτσι που τί­ποτε δεν έμενε κρυφό απ' το νεανικό κορμί τους. Με τα γλομπς, τεράστιους φαλλούς, χάραζαν το τρυφερό τους δέρμα. Οι αστοί ανατρίχιαζαν από αγαλλίαση.
—Καλά τους κάνουν, επικροτούσαν. Ας καθόντουσαν σπι­τάκι τους. Τι τις θέλουν τις διαδηλώσεις;
Τα νοσοκομεία γέμισαν αμούστακα παιδιά με σπασμένα κεφάλια.
«Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο» το διδάσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία τώρα τα παιδιά. Είναι το επιστέγα­σμα της κοινωνικής τους μόρφωσης. Κάποτε ήταν το αλφα­βητάρι.
Πάνω στην αναμπουμπούλα ο πρωθυπουργός βγήκε στην τηλεόραση και σοβαρά σοβαρά με μια μόνο κίνηση ξεγύμνω­σε τα χάλια της οικονομίας μας.
—Πάμε για χρεωκοπία, δήλωσε. Κόψτε το λαιμό σας, να κάνετε οικονομίες.
Η δεξιά κι η αριστερά έκαναν μέτωπο. Πήραν λοστούς κι αξίνες κι άρχισαν να γκρεμίζουν.
Ο Κώστας ξαναμπήκε στον κομματικό χορό. Τον διόρισαν στέλεχος, τούκοψαν κι ένα μεροκάματο να μη ψοφήσει απ' την πείνα η φαμελιά και τον αμόλησαν να προπαγανδίσει τις παλιές χιλιοειπωμένες αξίες του μαρξισμού. Ο κόσμος όμως τώρα έμοιαζε ζαλισμένος. Κανείς δεν άκουγε, κανείς δεν κα­ταλάβαινε. Οι απεργοσπάστες έπαψαν να ' ναι στίγμα. Κανείς δε νοιαζόταν να μάθει γιατί απεργεί.
—Αφού η Οικονομία έχει τα χάλια της, τι θα κερδίσω απεργώντας; Μόνο που θα χάσω το μεροκάματο, συλλογιζό­ταν σοφά ο μέσος υπαλληλάκος. Όσο για τα κόμματα, τα λουστήκαμε καλά. Ας χωθεί ο καθείς στο καβούκι του, ας κοιτάξει να βολευτεί, κι όλα τ' άλλα είναι επιπολαιότητες.
Κι ο Στέλιος έμενε χωμένος στο καβούκι του μα γι άλλην εντελώς αιτία. Πάσχιζε να εξηγήσει τη διάβρωση του κό­σμου του. Πάσχιζε να δει πώς τα ιδανικά μετάλλαξαν σε τέρατα.
—Ήταν ότι πιστέψαμε τόσο κάλπικο ή μεις σιγά σιγά το παραμορφώσαμε; Κι ο Φειλήτας; Ήταν στ' αλήθεια φταί­χτης ο Φειλήτας; Ή μήπως ήταν θύμα μας; Κι αν ναι, εγώ που τον καταδίκασα πώς μπορεί να εξιλεωθώ;
Ο Κώστας μές απ' το κόμμα πια σκάλισε την υπόθεση για πρώτη φορά παρακάμπτοντας την ιεραρχία κι έφερε στο φως τα έγγραφα που απόδειχναν περίτρανα την αθωότητα του πα­λιού του φίλου.
Ο Τάκης σε αποκλειστικότητα δημοσίευσε τα ντοκουμέ­ντα και μ' ένα σκληρό άρθρο ζητούσε την αναψηλάφιση της δίκης.
«Υπόθεση Ντρέυφους» έγραφε, φυσικά τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του Ζολά.
«Ήρωας του συνδικαλισμού» έγραφαν οι αφίσσες με τη φωτογραφία του.
«Ζει» χάραζαν στους τοίχους με ματωμένα γράμματα.
Ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τη «σοσιαλιστική» κυ­βέρνηση που παραπατούσε. Τα γυάλινα πόδια της δεν άντε­ξαν. Σωριάστηκε σ' ερείπια συμπαρασύροντας τις ελπίδες ενός λαού.
Δεν έγινε δικτατορία, όπως πολλοί ευχόντουσαν. Μήτε κι ο βασιλιάς μας ξανακαπέλωσε. Στήθηκε μια χάρτινη κυβέρ­νηση εθνικής ενότητας που πλούσια χρηματοδοτήθηκε απ' τους αμερικάνους. Η οικονομία αμέσως ξαναφούντωσε ποτι­σμένη απ' τ' αργύρια της προδοσίας. Σκληροί νόμοι απαγόρευσαν τις εργατικές κινητοποιήσεις, όμως ο κοσμάκης ήταν ευχαριστημένος.
—Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε πού πατάμε, έλεγαν.
Στην πολιτική σκακιέρα το παιχνίδι πήγαινε θαυμάσια. Όταν στα τροχαία σκοτώνονται καθημερνά περισσότεροι απ' ότι στους πολέμους, όταν υπολογίσεις πως αυτοί που αυτοκτόνησαν νέοι είναι πιο πολλοί απ' αυτούς που σκοτώ­θηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης, όταν σκεφθείς τους νεκρούς της πείνας στην εποχή της αφθονίας, τι σημασία μπορούσε να 'χει ο θάνατος ενός ανθρώπου που περιγέλασε κάθε αξία πεθαίνοντας έτσι άστοχα την παραμονή της εκτέλεσής του;
Κι όμως στο δικαστήριο ειπώθηκαν πολλά. Όψιμα απο­φάσισαν πολλοί να τον υποστηρίξουν. Η ιατροδικαστική γνωμάτευση όμως ήταν καταπέλτης.
«Θάνατος, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου».
Κανείς όμως δεν την πίστεψε. Στον τόπο μας, όπου η πο­λιτική μαγειρεύει στη δικαστική κουζίνα είναι αφέλεια να παίρνεις την κάθε απόφαση τόσο στα σοβαρά.
Ήταν αθώος! Ευτυχώς που δεν εκτελέστηκε! αποφάνθηκε μ' ανακούφιση η τυφλή θεά. Τι γκάφα αν τον σκοτώναμε την επομένη!
Τα μακρινά χαμόγελα του καλοκαιριού μύρισαν ενοχή την εποχή που πύκνωνε ο τρόμος. Μάθαμε να κοντανασαίνουμε σαν τα σκυλιά μπροστά στ' αύριο που σιμώνει. Ότι μας δένει τα χέρια σφραγίζει τα χείλια μας γλυκά φιλιά, πολύτι­μες αλυσίδες. Στρογγυλοπρόσωπη οπτασία η μέρα που διά­βηκε, χλωμή, αέρινη παρθένα η μέρα που προσμένουμε. Φωτερό ανελέητα το σήμερα μαχαιρώνει το βλέμμα μας, οι μα­γικές φωτοσκιάσεις διαλύθηκαν. Κραυγαλέες αντιθέσεις ορί­ζουν τις ώρες μας, που δυναστεύονται απ' τ' αθόρυβο αναβόσβυμα ψηφιακών ρολογιών.
Η μέρα ξυπνά με τον επίμονο βόμβο του ξυπνητηριού που ανελέητα θρυματίζει τα όνειρα. Ένας καφές και το παγερό πρωινό σ' αγκαλιάζει. Ζυμώνεσαι στην κίνηση, υπομονετικά στην ουρά κάποιων χαρμόσυνων φώτων πορείας, στην ουρά των εισιτηρίων, στη σειρά για το ασανσέρ, ξανά βιαστικά στις ουρές στις τράπεζες, στα ταμεία εξόφλησης λογα­ριασμών, στα σούπερ μάρκετ, στα νοσοκομεία, στα νεκροτα­φεία.
Στη δουλειά όλοι γνωστοί. Κάνα ανέκδοτο, κουτσομπολιό, καφές και τυρόπιττα, γκρίνια για την ακρίβεια, πολιτικά, το ρολόι συνένοχο να σπρώχνει το χρόνο, να ροκανίζει στιγμές απ' τη ζωή μας την τοσοδούλα. Κι έπειτα φαγητό στ' αρπα­χτά, στα όρθια. Πικρό φαί άνοστο και το στομάχι βαραίνει, θαρρείς το σέρνεις στη γη, σε σπρώχνει στο κρεβάτι για μια νάρκη λασπωμένη κι άχρωμη, μυστηριακή, που 'χει τη γεύ­ση της αποτυχίας.
Το σπίτι γύρω εχθρικό, γεμάτο απαιτήσεις, τα παιδιά κυ­νηγημένα απ' τις φροντίδες, άνθρωποι σκιές, φίλοι δια­λυμένοι, συγγενείς φωνές κι αυτή η μοναξιά που σιγά σι­γά πήζει σε τσόφλι και σε θωρακίζει. Πια δεν πονάς, μα ού­τε και χαίρεσαι. Όλα φτάνουν μακρινά στην κρυστάλ­λινη γυάλα που μήτε κι ο εαυτός σου δε χωρεί. Κάπου η ευαίσθητη ισορροπία μας ραγίζει. Ο πρώτος τριγμός δε μας τρομάζει. Κάποτε καταρρέει ότι μοχθήσαμε σταλιά στα­λιά να στήσουμε. Ξερνάμε τα καλομαγειρεμένα φαγητά που αγαλίασαν τους ουρανίσκους μας και τα πολυτελή κρασιά που δοκιμάζαμε γουλιά γουλιά μη χάσουμε απ' τ' άρωμα τους.
Κάπου κρυφά αιμορραγούμε. Νιώθουμε σαν τον υπνοβάτη που ξυπνά καθώς βαδίζει στο τεντωμένο σκοινί κάποιου α­κροβάτη. Απλώνοντας τα χέρια, αν πετούσαμε!
Βουλώνουμε με στάχτη τα μάτια, τ' αυτιά, το στόμα μας. Βουλιάζουμε στην άμμο. Κρυβόμαστε στην ασφάλεια των ωκεανών. Ο τρόμος μας δυναστεύει το λογικό. Λιμοκτονούν οι αισθήσεις, πουλιά πιασμένα στην ξώβεργα. Η πίστη, τα ιδανικά, η αισιοδοξία, χλωμές ετοιμοθάνατες γριές. Η δυσπι­στία μας τέρας εξωκοσμικό, εφιαλτική φιγούρα φορτωμένη μνήμες και λάθη.
Καραβάκι γιορταστικό ο χρόνος σημαίνει τις αλληγορίες του την ώρα που οι φράσεις ξεσχίζουν τ' άμφια της εξουσίας. Οι γρίφοι μας ξεστομίζουν τις αλήθειες που λούφαζαν στη σ­κιά. Η δειλία του κόσμου γυμνώνει ξεδιάντροπα το κτήνος που μεταμορφώνεται στ' ανθρώπινο κουκούλι. Το σιχαμερό κουκούλι με τις μεταξωτές κλωστές μας πνίγει όλους εμάς που ονειρευόμαστε το φτερωτό ταξίδι μας στους γαλαξίες της άνοιξης.
Κι είναι γραμμένο! Δρόμους μακρινούς και δύσβατους θ' αντέξουμε ως την αυγή. Ο ύπνος μας βαρύς και χέρι στοργικό το μέτωπο δεν άγγιξε να διώξει τα φαντάσματα που μας τα­ράζουν. Η γνώση μοιάζει μ ' άπαιχτο σκοπό. Η σοφία καη­μός αγιάτρευτος κι η τρέλλα γνώριμο λιμάνι.

Λίγες μέρες αργότερα, όλοι με τα τηλεοπτικά μας μάτια παρακολουθήσαμε την εν ψυχρώ εκτέλεση του Στέλιου.
Τον είδαμε ξεκάθαρα σ' ένα μπαλκόνι με χαμηλωμένες τέντες να προχωρεί γελαστός με τα χέρια με τα δυο πιστόλια ψηλά κι άξαφνα να σκύβει, ακούσαμε εκπυρσοκροτήσεις, είδαμε τους καπνούς απ' τις σφαίρες που τρυπούσαν τους τοίχους, γίναμε συνένοχοι στην εκτέλεσή του.
Μάθαμε μετά τις τελευταίες του στιγμές απ' τις εφημερί­δες. Ο Στέλιος είχε προσχωρήσει στους αναρχικούς τώρα, στα γεράματα, απογοητευμένος απ' όλες τις πολιτικές λύ­σεις.
Νοίκιασε μιαν υπόγεια γκαρσονιέρα που τη μεταμόρφωσε σε «γιάφκα».
Ήταν εκεί που η Αστυνομία βρήκε τρία ξυπνητήρια, απ' αυτά που πουλούν με τα καροτσάκια στους δρόμους, αλλά που είχαν ανακαλυφθεί σε κάποιους εκρηκτικούς μηχανι­σμούς στις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις ενάντια στους αμερικάνους. Εκεί βρήκαν και λίγα απ' τα κλεμμένα όπλα του στρατού, που με περηφάνια τα παρουσίασαν στην τηλε­όραση σαν αποδεικτικά στοιχεία της εξάρθρωσης όχι μιάς αλλά τριών τρομοκρατικών οργανώσεων. Εκεί βρέθηκαν, μα δεν τα έδειξαν, κάποια γυναικεία εσώρουχα, που αποδείχτηκε πως ανήκαν στη Ρίτσα, τη παλιά γκομενίτσα του πρωθυπουρ­γού, την κόρη του Δασίου.
Οι μπάτσοι χαμογέλασαν με κατανόηση.
—Μα σε πόσα ταμπλώ το παίζει αυτό το κορίτσι; σχολία­σαν.
—Και πάντα με γέρους πάει! Είδες τι βίτσια, ο κόσμος!
Κείνο το βράδυ κάποιος απ' την παρεούλα λάλησε. Τούς κύκλωσαν στην ερμιά του Ολυμπιακού χωριού ενώ ψιλοκουβέντιαζαν μέσα στο κλεμμένο αυτοκίνητο του διοικητή της αστυνομίας! Ήταν πέντε και μόλις κατάλαβαν πως είναι στη φάκα σκορπίστηκαν σαν τρομαγμένα κλωσοπούλια. Τους δυο δεν κατάφεραν να τους ανακαλύψουν, τον ένα τον τσά­κωσαν κρυμένο κάτω από ένα γιωταχί.
—Δεν έχω σχέση με την υπόθεση, ισχυρίστηκε αργότερα. Τρόμαξα που άκουσα τόσους πυροβολισμούς.
Η ατμόσφαιρα θύμιζε γουέστερν. Ο κόσμος στα μπαλκόνια, σύμφωνα με το προσφιλές σενάριο κατά των θο­ρύβων που πρόβαλε εξαντλητικά η μικρή οθόνη.
—Τους ξύπνησες όλους. Γιατί; έλεγε στο σπότ κι έδειχνε κάποιο μηχανάκια ταραξία.
Τώρα όμως οι αστυνομικοί έξαλλοι φώναζαν στον κοσμά­κη να κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια του και να ξεχάσει τα περί ησυχίας. Ο Στέλιος κι ο φίλος του κατάφεραν μέσα σ' α­νταλλαγές πυρών να σκαρφαλώσουν απαρατήρητοι στο μπαλκόνι ενός διόροφου και να κρυφθούν πίσω απ' τις κα­ρέκλες του σαλονιού. Κείνη τη στιγμή ο ιδιοκτήτης είχε βγει στο δρόμο να χαζέψει θέαμα. Η γυναίκα του ετοιμαζόταν να τον ακολουθήσει όταν τους είδε με τα περίστροφα στο χέρι. Ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές, μα τη συγκράτησε ο Στέλιος με τη βαθιά πειστική φωνή του.
—Μη φοβάστε, δε θα σας πειράξουμε, της είπε. Δεν είμα­στε κακοποιοί, ούτε διακινούμε ναρκωτικά. Είμαστε αναρχι­κοί κι έχουμε κάτι διαφορές με την αστυνομία.
Η γυναίκα έτρεξε στην κρεβατοκάμαρη των κοριτσιών της και τ' αγκάλιασε σφιχτά. Κι οι τρεις μυξόκλαιγαν τρομαγ­μένες.
—Μη φοβάστε, μη φοβάστε, επαναλάβαινε μονότονα ο Λευτέρης. Μόνο να μας βοηθήσετε να φύγουμε. Ο Λευτέρης ήταν όμορφο παιδί, στα χρόνια των κοριτσιών. Θα μπορούσε να 'ναι συμμαθητής τους στο σχολειό. Μόνο που δεν άπλω­σε το χέρι να χαϊδέψει τα μαλλιά τους, να τις καθησυχάσει, να ξεπεράσουν τούτο το φόβο που τις τυραννούσε, να τις παρασύρει στο δικό του ιδεατό κόσμο. Σε λίγο ακούστηκε κι ο πατέρας τους που ανέβαινε τα σκαλιά. Ο Στέλιος έστειλε τη γυναίκα του να τον προετοιμάσει, ενώ ο Λευτέρης καθόταν απέναντι στις κοπελιές με το πιστόλι να στοχεύει αμήχανα το παρκέ, ενώ δυο πάνινοι κούκλοι πάνω απ' την πολυθρόνα τον κοιτούσαν επιτιμητικά. Μόλις μπήκε ο άντρας ο Στέλιος τον έβαλε να καθίσει δίπλα του στον καναπέ του σαλονιού και του επανέλαβε πως ήταν αναρχικοί, λες κι ο ταλαίπωρος τραπεζικός μπορούσε να ξεδιαλύνει τους αναρχικούς απ' τους υποδέλοιπους εγκληματίες. Καημένε Στέλιο, που πίστε­ψες πως ήσουν ο Ρομπέν των Δασών και στηρίχτηκες στην αστική μεγαλοψυχία! Ζήτησε μάλιστα και συγγνώμην απ' τον τραπεζικό για την αναστάτωση που 'φεραν νυχτιάτικα στο σπιτικό τους!
Η γυναίκα του προσφέρθηκε να ψήσει τον καφέ.
—Μη φοβάστε, επανάλαβε ο Στέλιος. Θα μείνουμε για λί­γο εδώ, ίσαμε να φύγουν οι αστυνομικοί. Να, δέστε, τούτο το πιστόλι, μια σφαίρα έχει μέσα, είπε και του το πρότεινε. Προτιμώ ν' αυτοκτονήσω παρά να με συλλάβουν. Να, κρα­τήστε το. Θέλετε να το κρατάτε σεις; Εγώ πάντως, ζωντανός δεν κάθομαι να με συλλάβουν.
—Να σας δώσω τ' αυτοκίνητο μου, προσφέρθηκε ευγενικά ο έντιμος αστός. Ποιος θα το πάρει είδηση;
Η ιδέα τους φάνηκε καλή.
—Μόνο, να, συνέχισε, να κατεβούν κάτω, στη μάνα μου, η γυναίκα μου και τα κορίτσια. Τα παιδιά φοβούνται στο σκοτάδι, εξήγησε πρόθυμα. Είχαν κρατήσει τα φώτα σβηστά όλη την ώρα, να μη δίνουν στόχο και το σπίτι φωτιζόταν παράξενα απ' την πορτοκαλιά ανταύγεια του λαμπτήρα του δρόμου.
Ο Στέλιος κι ο Λευτέρης συμφώνησαν. Έδωσαν προσεκτι­κά οδηγίες στον τραπεζικό πώς να περάσει απαρατήρητος και πώς να φέρει τ' αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι. Έπειτα... Έπειτα ακούστηκαν υστερικές φωνές και σειρήνες αυτοκι­νήτων. Ο τραπεζικός, το καυχήθηκε αργότερα στη συνέντευ­ξη, εξεπίτηδες άνοιξε το συναγερμό του αυτοκινήτου για να τον εντοπίσουν οι αστυφύλακες και να τους πει για τους τρομοκράτες που διάλεξαν το σπίτι του για να παίξουν το κρυφτούλι. Απ' την άλλη η γυναίκα του κι οι κόρες, μόλις κατέβηκαν στη γριά βιάστηκαν να διαφημίσουν τη συναρπαστική τους περιπέτεια κι η γιαγιά όρμησε με υστερικές κραυ­γές στο δρόμο, αδιάφορη για την πιθανότητα ότι κάποιος απ' τους τερατόμορφους εγκληματίες θα μπορούσε να την καθα­ρίσει την ίδια στιγμή. Οι αστυνομικοί έζωσαν το σπίτι από παντού. Πίσω απ' αυτοκίνητα, πάνω στις ταράτσες, στις γω­νιές, κάνες στόχευαν το σπίτι του τραπεζικού. Με τηλεβόα τους καλούσαν να παραδοθούν. Ο Λευτέρης δεν άντεξε. Βγή­κε με τα χέρια ψηλά, άοπλος και παραδόθηκε. Ο Στέλιος αρνήθηκε να παραδοθεί. Τι μπορούσε πια να παζαρευτεί με την εξουσία; Βγήκε στο μπαλκόνι με τα χέρια ψηλά, κρατού­σε κείνο το περίστροφο με τη μια σφαίρα στο δεξί, κι ένα α­δειανό στο ζερβί του, χαμήλωσε τα χέρια ενάντια σ' εβδομήντα πάντα βαρειά οπλισμένους άντρες και γαζώθηκε απ' τα πολυβόλα τους. Τινάχτηκε σαν κούκλα ένα μέτρο μα­κριά. Είναι τόσο απλό να πεθάνεις! Είναι τόσο εύκολο να γίνεις θέαμα σαν πεθαίνεις!
—Θέλω να σας δείξω πώς μας σκοτώνουν, είπε στο Λευ­τέρη την ώρα που εκείνος έβγαινε για να παραδοθεί.

Δεν της άρεσε να τους αποκαλεί σοβιετικούς. Ρωσία γι' αυτήν ήταν μια πλατειά λέξη που κινούσε απ' τους μυθικούς κόσμους του Τολστόι και τις επίπεδες ιστορίες του Τσέχωφ για να περάσει απ' τους ενθουσιώδεις μύθους του Γκόργκι στην κατασκοπευτική παραφιλολογία τύπου Τζέιμς Μποντ.
Είχαν περάσει για λίγο απ' τη Βιέννη. Πρώτη φορά επι­σκεπτόταν τη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης, μα ένιωθε κιόλας προδομένη. Μετά το θάνατο του πατέρα της και την εκτέλεση του Στέλιου τίποτε δε μπορούσε να την καλύψει. Ταξίδευε για να ξεφύγει απ' τις σκέψεις της μα έμοιαζε τόσο μάταιο!
Ουρανός βαρύς, θαρρείς ν' ακουμπά στο στήθος σου, δρό­μοι βρώμικοι, η διάχυτη αποφορά του αλκοόλ στα τραμ, χο­ντροί ροδομάγουλοι άντρες να φιλούν ξετσίπωτα μεσόκοπες γυναίκες καταμεσίς του δρόμου κι ο γαλάζιος Δούναβης γκρί­ζα σκυθρωπός. Διάχυτη μια εχθρότητα βαμμένη σωβινισμό. Αρνιόντουσαν ν' απαντήσουν αγγλικά ή γαλλικά, δεν κατα­λάβαιναν τη διεθνή γλώσσα των νοημάτων, περιφρονούσαν όποιον αγνοούσε την ευγενή γλώσσα του Γκαίτε.
Για κείνην που 'χε λατρέψει τις ρομαντικές ιστορίες της Σίσσυ και του Αούστερλιτς ήταν απογοητευτική η κιτς εικό­να των ανακτόρων. Μικρά δωμάτια παραγεμισμένα μ' α­ντικείμενα μπαρόκ κι ο ξεναγός να περιγράφει με τις ώρες την ιστορία κάθε τερατουργήματος. Μπροστά στις Βερσαλ­λίες έμοιαζε με τη βιλίτσα κάποιου νεόπλουτου αστού. Θύ­μιζε πιότερο την άλογη επίδειξη πλούτου στο Τοπ Καπί, μιαν επίδειξη που καταντούσε γελοία αν τη σύγκρινες με το σιω­πηλό μεγαλείο της λεηλατημένης Αγιά-Σοφιάς.
Άφησε τη Βιέννη μ' ανακούφιση. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν θα πετούσαν πρώτα απ' τη Σόφια ή αν θα προσγειωνόντου- σαν απ' ευθείας στη Μόσχα. Κι όπως τ' αεροπλάνο χαμή­λωσε ξαφνικά ανάμεσα στα σύννεφα φάνηκε μια πλατύστερ- νη πεδιάδα, μια εικόνα εξοχής που μοσκοβολούσε αξιοπρέ­πεια κι ευαισθησία.
—Τελικά πού είμαστε; ρώτησε ενοχλημένα ο διπλα­νός.
—Δεν ξέρω, τ' αποκρίθηκε αόριστα, όμως κάτι στην ψυχή της γνώριζε το τοπίο. Ήταν αυτή η ονειρική βεβαιότητα πως κάπου έχουμε ξαναδεί ένα πρόσωπο, ένα σπίτι, μια χώρα. Έ­νιωθε υπέροχα. Λες κι είχε ματαφερθεί απ' τη χώρα των Λίλιπουτ στη χώρα των Γιγάντων. Τα πάντα θεόρατα. Πλατιοί δρόμοι, γιγάντιοι ουρανοξύστες με κορφές σαν καλοξυ- σμένες μύτες μολυβιών έγραφαν πάνω στα σύννεφα που φο­βισμένα δεν κατέβαιναν ποτέ να τρομάξουν τους ανθρώπους. Αυτές οι σκοτεινές εκκλησιές με τους χρυσοντυμένους τρού­λους μοσκοβολούσαν μυστικοπάθεια και τα θέατρα, ναοί της ομορφιάς. Οι επιγραφές στο δρόμο της θύμιζαν τη μακρινή συγγένεια. Βασίλη, Λέων, Ιγνάτιος, μπορούσε να ξεδιαλύνει τραβώντας το νήμα ως την καρδιά του Βυζαντίου. Κι όλες οι κοπελιές στους δρόμους θα μπορούσε να 'ναι η Νατάσα, η αγαπημένη της φιγούρα απ' το «Πόλεμος και ειρήνη». Είχαν τα ίδια μάτια το ίδιο βάδισμα, τον ίδιο ενθουσιασμό για τη ζωή. Αυτά τα κορίτσια που χειριζόντουσαν τα κομπρεσέρ, που έτρωγαν παγωτό στους δρόμους με θερμοκρασία κάτω απ' το μηδέν και που αγκαλιαζόντουσαν με θέρμη μπροστά στις βιτρίνες! Τα κορίτσια που έραιναν με λουλούδια τις μπαλαρίνες και χόρευαν στην πίστα λεύτερα μ' όποιον τις ζητούσε γνωστό ή άγνωστο!
Παράξενο! Με τι ευκολία ήλθε κείνος ο νεαρός στο τρα­πέζι τους να της ζητήσει να χορέψουν! Δεν κατάλαβαν την υπόκλιση και τα ρωσικά του και τότε κείνος με το δείχτη την έδειξε κάνοντας μιαν ακόμη βαθειάν υπόκλιση στο γέρο που καθόταν δίπλα της υποθέτοντας πως θα 'ταν ο πατέρας της. Όλοι στο τραπέζι μαρμάρωσαν και την κοιτούσαν. Να χο­ρέψει μ' έναν άγνωστο μπολσεβίκο!
Όμως η Ρίτσα σηκώθηκε αργά λες για να παρατείνει την εντύπωση και στηρίχτηκε στο μπράτσο του. Αφέθηκε να την παρασύρει στο ρυθμό του. Δεν ήταν βαλς ή ταγκό αυτό που χόρευαν, είχε κάτι απ' τη γλύκα της μπαλαλάϊκας, μύριζε κούτσουρο στο τζάκι κι είχε κοζάκικο ρυθμό. Στο τέλος τη φίλησε σταυρωτά πριν την αποθέσει στο τραπέζι της, πριν την εγκαταλείψει μ' ένα ευγενικό χαμόγελο. Όλοι είχαν φύγει. Δε μπορούσαν φυσικά να την περιμένουν. Το τραπέζι φαινόταν τόσο μακρύ φορτωμένο μ' άδεια πιάτα και ποτήρια. Ένας λεκές μάτωνε δίπλα στα δάχτυλά της. Τραβήχτηκε τρομαγμένη. Ζήτησε μια βότκα. Την ήπιε μονορούφι κι ένιωσε τα σωθικά της να πυρπολούνται.
—Πρέπει να συναντήσω τον παππού, συλλογίστηκε για πρώτη φορά.
Ήταν λίγο περίπλοκο να τον βρεί, μα τα κατάφερε. Ήταν γερασμένος, παχύς, πρησμένος απ' το πιοτό κι έκλαιγε σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του.
—Είσαι ότι μ' απόμεινε, της ψιθύρισε. Ποτέ δε χάρηκα τίποτε στη ζωή μου. Ήμουν πάντα περαστικός. Πάντα πρό­σμενα αυτό που θα 'ρθει. Πάντα έχανα το σήμερα.
—Θέλω να μείνω εδώ για πάντα, του δήλωσε. Δεν έχω άλλην οικογένεια έξω από σένα. Η μάνα μου τον παράτησε τότε που την χρειάστηκε στ' αληθινά. Όλοι τον εγκαταλεί­ψαμε. Ξέρω πως το ' κανε για σένα. Ξέρω πως σ' αγαπούσε. Δεν έχω πατέρα. Δεν είχα ίσως ποτέ. Σιχαίνομαι τη ζωή που ζω. Ίσως στον κόσμο σου βρω ότι μου λείπει, τη γαλήνη, την ελπίδα... Ίσως... Αξίζει αυτό το ίσως που μου προσφέρεται.
Έτσι έγινε η πρώτη αυτομόληση δυτικού εύπορου πολίτη στ' ανατολικό μπλοκ. Επίσημα και μ' όλους τους τύπους. Θριαμβευτικά.
«Γόνος πάμπλουτης οικογένειας διαλέγει τον ανατολικό τρόπο ζωής».
Η Τάνια έπεσε ξανά σε κατάθλιψη μαθαίνοντας το νέο απ' τον Τάκη. Ο Τάκης απ' την εποχή της δίκης είχε πλευρίσει την πονεμένη χήρα να την παρηγορήσει. Εκείνος την είχε προτρέψει ν' ακούσει τη συμβουλή του πατέρα της και να ζητήσει διαζύγιο απ' τον προδότη. Είχαν δημιουργήσει μια καθαρά σεξουαλική σχέση που σ' εκείνον απέφερε κοινωνι­κά, ενώ σ' εκείνη μπάλωνε το κενό της παρουσίας του Έρωτα. Η αθώωση του νεκρού πια άντρα της κι η στάση του Τάκη σ' όλη την υπόθεση δεν ήταν παρά μια προσπάθεια του ε­πιτήδειου δημοσιογράφου να την κατακτήσει με τον πιο σί­γουρο τρόπο, την εξιδανίκευση του σεξουαλικού παιχνιδιού.
Όμως η Τάνια είχε το Δημήτρη κι ο Δημήτρης μεγαλώνο­ντας έμοιαζε όλο και πιο πολύ στον παιδικό φίλο του άντρα της, στον άντρα που σίγουρα θα ερωτευόταν η Τάνια αν τον συναντούσε στη ζωή της. Η Τάνια δε σκεφτόταν να ξαναπαντρευτεί. Ζούσε για να βλέπει το Δημήτρη να μεγαλώνει, ευγενικός, πειθαρχικός, όμορφος, ονειροπόλος, άφθαρτος απ' την καλοπέραση και την υπερπροστασία της. Έσπρωχνε στα κατάβαθα του νου τις τύψεις της. Πίστευε η προσπαθού­σε να πιστέψει πως αληθινά ποτέ δεν αγάπησε αυτόν τον παράξενο επαναστάτη που πήρε γι άντρα της.
Όταν ο Τάκης της έφερε τα νέα για την κόρη της πίστευε πως ήταν η σωστή κίνηση για να την κατακτήσει τελειωτικά. Ο καρπός του έρωτά της με το φίλο του την είχε εγκαταλείψει έτσι άσπλαχνα. Κάθε σωστή γυναίκα θα χωνόταν στην αγκαλιά του μ' αναφυλλητά.
—Μη στεναχωριέσαι γλυκειά μου! Μαζί θα κάνουμε πολ­λά παιδιά, υπολόγιζε να της απαντήσει. Όμως η Τάνια έμεινε ανέκφραστη για μια στιγμή κι έπειτα ανοίγοντας την πόρτα τούδειξε την έξοδο.
—Θα της περάσει, συλλογιζόταν εκείνος. Τι βλάκας στά­θηκα! θα της ήλθε τόσο ξαφνικό!
Κλείνοντας πίσω του την πόρτα η Τάνια μηχανικά κατευ­θύνθηκε στο μπαρ κι έφτιαξε ένα δυνατό κοκτέιλ.
—Είχα και κόρη! αναρωτιόταν με τρόμο. Όμως όχι. Είχα κόρη. Μόνο κόρη είχα. Δεν έχω γιο. Κι αυτός; Ποιός είναι αυτός ο νεαρός στο διπλανό δωμάτιο; Δεν είναι γιος μου. Τι θέλει στο διπλανό δωμάτιο αυτός ο ξένος άντρας; Τι θέλει κάθε ξένος άντρας απ' τις γυναίκες;
Κοίταξε το μαραμένο της κορμί, τα τρεμάμενα χέρια, κοί­ταξε στον καθρέφτη, τις ρυτίδες γύρω απ' το στόμα, τους μαύρους κύκλους γύρω απ' τα μάτια. Σύρθηκε ως το δωμάτιο του τυλιγμένη σ' ένα σύννεφο οινοπνεύματος. Το παιδί διάβαζε αμέριμνο κάτω από ένα πορτατίφ. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό κι αυτός τόσο αποροφημένος απ' τη μελέτη του.
Σκεφτόταν. Άθελά του συνέχιζε τη νοητή πορεία αυτού που γνώρισε για πατέρα στα χνάρια της ανθρώπινης πορείας. Θαύμαζε τόσο τον Αϊνστάιν!
«Τι ήταν; συλλογιζόταν. Ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι. Γρατζουνούσε το βιολί να συντροφεύει τις σκέψεις του που κυνηγιόνταν αδιάκοπα νύχτα μέρα. Ήταν απλούστατο! Στ' αέρινο κρανίο του κρατούσε το κλειδί του κόσμου. Την από­δειξη της ανυπαρξίας μας σε τρία γράμματα. Ο πιο μικρός κόκκος ύλης έκλεινε την παντοδυναμία. Κάτι σαν την πίστη που μπορεί να τραντάζει συθέμελα βουνά. Και τι υπέροχο! Ο χρόνος δεν κυλά σαν καβαλάς μια φωταχτίδα! Οι ποιητές δικαιώθηκαν στην επιστήμη. Υπάρχει μια χρυσή τομή που όλα σταματούν. Υπάρχει τρόπος ν' αλλάξουμε ότι νομίζαμε γι' αμετάβλητο κι αιώνιο! Τρόπος τόσο απλός σαν το νε­ρό που κάτω απ' το ηλιόφως μεταμορφώνεται σε σύννε­φο! Υπάρχει τρόπος να υπάρχουμε και πέρ ' απ' τα σάρκινα κορμιά μας! Υπάρχει τρόπος να σταματήσουμε τα ρολόγια, —γιατί όχι;— να τα γυρίσουμε πίσω, αν το θελήσουμε. Υπάρ­χουν κόσμοι που γεννιούνται και κόσμοι που πεθαίνουν. Όλα σ' έναν ατέλειωτο κύκλο. Τίποτα δε χάνεται. Τι σημα­σία μπορεί να 'χει η ζωή κι ο θάνατος; Τι σημασία μπορεί να 'χει η ιστορική στιγμή της ανθρωπότητας;

Είναι η πιο αισιόδοξη επιστημονική θεωρία. Μα τι παρά­ξενο! Είναι κι η ανατολή της απόγνωσης. Γεννήθηκ' η γ εν­νιά της αμφιβολίας. Κανείς δεν μπορεί να 'ναι σίγουρος για τίποτε, μιας κι όλα είναι σχετικά. Αυτό μας δίνει μια νέα αίσθηση λευτεριάς. Οι γενιές οι αλυσσοδεμένες με τους νό­μους του Νεύτωνα πέρασαν ανεπίστροφα. Ο κόσμος μπορεί πια να καλπάσει προς τ' όνειρο. Τώρα όλοι ξέρουν πως μπο­ρούν να γίνουν μικροί Θεοί. Έμεινε να ζητήσουν τον τρόπο. Σαν το παιδί που κρατώντας το σωστό κλειδί παλεύει να το ταιριάξει στην κλειδαριά. Βρισκόμαστε μιαν ανάσα δρόμο προς την καταστροφή ή τη θέωσή μας. Την ώρα που πεθαί­νουν από λιμούς, λοιμούς, σεισμούς και πολέμους, την ώρα που αυτοκτονούν από πλήξη, την ώρα που άλλοι συνθλίβο­νται στη δουλειά κι άλλοι επαναστατούν μπροστά στην ανερ­γία, εμείς ξέρουμε πως ο χρόνος ίσως δεν υπάρχει, πως ότι συμβαίνει είναι παραλογισμός, μα δεν μπορούμε να ται­ριάξουμε τα χρώματα στη ζωγραφιά, να δώσουμε μια λύση. Μιλάμε με γρίφους, παίζουμε με τις λέξεις, αναμασάμε χι­λιοειπωμένες απόψεις, θρυματιζόμαστε στο μύλο της καθη­μερινότητας. Τα μάτια μας ξερά απ' την αγρύπνια, τα χέρια μας σκέβρωσαν απ' την αχρηστία, τα πόδια μας πρησμένα απ' την αναμονή. Ελάχιστες χημικές ουσίες ρυθμίζουν τις αποφάσεις μας, τις αναλύσαμε διεξοδικά. Αγοράζουμε τα συ­ναισθήματα σ' αποστειρωμένα σακκουλάκια. Τα ένστικτα κοιμήθηκαν νανουρισμένα απ' την κοινωνική συμβατικότη­τα. Η κοινωνία από φωλιά έγινε το κλουβί μας και το χειρό­τερο είναι γεμάτη μ ' όρνια κι ερπετά φαρμακερά. Τούτο το παραμιλητό ίσως να 'ναι κι ο επιθανάτιος ρόγχος μας».
—Ε! συ! του φώναξε η Τάνια.
Τα μάτια του δεν τη καλόβλεπαν στο σκοτάδι, μα ένιωθε τη μυρωδιά της να τον αηδιάζει.
—Μητέρα, σηκώθηκε έντρομος. Είσαι καλά;
Εκείνη γελούσε κι έκλαιγε μαζί, τον αγκάλιασε τρυφερά κι έκατσαν μαζί στο κρεβάτι όπου έγειρε στον ώμο του μου- σκεύοντάς τον με δάκρυα. Τη χάιδεψε. Είχαν συνηθίσει σε τέτοιου είδους οικειότητες. Από μικρός ήταν χωμένος στην αγκαλιά της, γευόταν τα φιλιά της. Τον φίλησε. Κάτι το γλοιώδες σύρθηκε στο πρόσωπο του.
—Φταίει που είναι μεθυσμένη, συλλογίστηκε. Τι να της συμβαίνει; Προσπάθησε να της σκουπίσει με το μαντίλι το μουσκεμένο πρόσωπο, να της χαϊδέψει τ' αναστατωμένα μαλλιά. Τότε κείνη κυλίστηκε πάνω του και τον ακινητο­ποίησε με το βάρος της.
—Θα κάνουμε έρωτα, του είπε φτύνοντας μια μια τις λέ­ξεις. Εγώ θα σε μάθω να κάνεις έρωτα! Ήταν παιδί στα δεκαεφτά, άβγαλτο κι απροσάρμοστο. Ήταν απ' τ' αγόρια που θεωρούν τη μάνα τους θεά.
—Μητέρα., ψιθύρισε με φρίκη.
—Κόφτο, ούρλιαξε κείνη. Δεν είμαι γω η μάνα σου. Είσαι το μούλικο του άντρα μου με μια χωριάτα. Σε μεγάλωσα μόνο γι' αυτό. Τώρα ήλθε ο καιρός σου.
—Μητέρα, μούγκρισε το παιδί παραπονεμένα με χείλια ματωμένα απ' τα δαγκώματά της.
Βίαια εκείνη πάλευε να τον γυμνώσει μ' όση λύσσα την όπλιζε η τρέλλα της.
—Μας χρησιμοποιείτε; ε; μονολογούσε. Να λοιπόν που τώρα θα σας χρησιμοποιήσω και γω...
Ο Δημήτρης ήταν στα δεκαεφτά, πρώτος στο σχολειό, πρώτος στον αθλητισμό, εύκολα λευτερώθηκε απ' τις αρπά- γες μιας μεθυσμένης, έστω, τρελής γυναίκας. Βγήκε απ' το δωμάτιο φροντίζοντας να κλείσει ξωπίσω του με το κλειδί την πόρτα.
Ο Δημήτρης ήταν ονειροπόλος σαν το θείο του, μα και λογικός σαν τον πατέρα του, το Λευτέρη, τον άνθρωπο που τόσο εύκολα τον πούλησε στην Τάνια. Τηλεφώνησε πρωτ' απ' όλα στον παππού.
—Κάτι τρέχει με τη μαμά, είπε όσο πιο ήρεμα μπορού­σε.
Ο γέρος που 'χε διαβάσει στις εφημερίδες τα κατορθώμα­τα της εγγονής του κατάλαβε.
—Παιδί μου, έρχομαι αμέσως του είπε. Μόνο μια στιγμή να ειδοποιήσω την ψυχιατρική κλινική. Η μητέρα σου πέρα­σε σήμερα μεγάλο σοκ.
Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του προσεκτικά, στη θέση της μαινόμενης μέγαιρας αντίκρυσε μιαν αφηρημένη γυναίκα με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
—Μητέρα; ψιθύρησε, μη τολμώντας ακόμη να την πλη­σιάσει, μα κείνη έμεινε με το βλέμμα κρεμασμένο σ' άλλους κόσμους, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού με τα χέρια σφιχτά δεμένα ανάμεσα στα πόδια της.
Την πήραν εύκολα οι νοσοκόμοι σηκώνοντάς την αγκα­λιά. Λες κι ήταν άγαλμα αρνιόταν να σηκωθεί ή ν' αλλάξει στάση.
Ο πολυμήχανος έρωτας κούρνιασε στο φλούδι του ε­γκεφάλου. Ντύθηκε την ιδέα για να εκπορθήσει τους κυμα­τοθραύστες των αναστολών. Λίμνασε τα συναισθήματα για να πυρπολήσει τις αισθήσεις. Στα πλοκάμια του αφήνεσαι, παρασύρεσαι. Καθρεφτίζεις τις πεθυμιές σου στο σχήμα του. Πήραν μορφή τα οράματά σου. Ψηλαφάς του κορμιού του τα μονοπάτια, αναζητώντας το δαίδαλο της ψυχής σου. Η κατά­κτηση είναι γυναικείο προτέρημα. Κατακρατάς, κατασπαρά­ζεις την ηδονή, ρουφάς την αντρική δροσιά. Μάταια οργώ­νουν το κορμί σου. Ανήκει μοναχά σε σένα. Ανήκει στη ζωή. Ανήκει στων ανέμων τα γυρίσματα και της θάλασσας την απεραντοσύνη. Μελετώ των χεριών σου τα βήματα, αφου­γκράζομαι την ανάσα σου ν' ακουμπά στο κορμί μου. Μετρώ τρόπους προσέγγισης χρυσωμένους απ' το φως της επίγνω­σης. Στιγμιαίες εκρήξεις και μετά το σκοτάδι. Όπως στ' όνειρο. Όσο αντέχει το κορμί να φτερούγα καβάλα στην ελπίδα. Παράνομα βλέμματα κάτω απ' τον ήλιο. Παράνομα φευγαλέα αγγίγματα σ' ένα κόσμο παράνομα χτισμένο. Οι πεθυμιές στήνουν καρτέρι ν' αδράξουν τη στιγμή. Τ' όμορ­φο ντύνεται η Αλήθεια. Το μαντίλι μου δένω στο κοντάρι της καρδιοχτυπώντας μη το δω ματωμένω απ' το αίμα μου. Στις λέξεις φωλιάζω καρτερώντας το βοριά της στέρησης να γυ­μνώσει τα όνειρα απ' τις ακόρεστες πεθυμιές. Την αρετή σφραγίσαμε φιλάργυροι και σαν μαράθηκε την αποδώσαμε στο νοτιά να την καταπιεί. Γιατί δεν ακούγαμε τους χτύπους του καιρού στο κατώφλι μας, μήτε οσφραινόμαστε τις αλλα­γές της άνοιξης, μήτε λουστήκαμε στο αίμα της ανατολής.
Κούφια η αγάπη, άγευση η πείρα μας. Αευκά τα φύλλα της τόλμης. Κι ως την αιχμή του μαχαιριού η καρδιά μας μια ανάσα φως.
—Τι ακριβώς συνέβη; ρώτησε ο παππούς κοιτάζοντας τον εξεταστικά με την άκρη των ματιών καθώς άναβε την πίπα του.
—Είχε έρθει ο κύριος Τάκης κι έπειτα δεν ξέρω.... ίσως μέθυσε... ήρθε στο δωμάτιο μου και... με χτύπησε.
—Σ' αγαπούσε πολύ..., είπε ο γέρος ρεμβαστικά. Όσο δεν είχε αγαπήσει την κόρη της... Ξέρεις είπε ρουφώντας βαθιά τον καπνό, η αδερφή σου μας εγκατέλειψε. Αποφάσισε να ε­γκατασταθεί μόνιμα στη Σοβιετική Ένωση.
—Τώρα καταλαβαίνω, είπε ο Δημήτρης. Την αγαπούσε. Όμως δεν ταίριαζαν. Ήταν... ήταν πολύ όμοιες για να ται­ριάζουν.
—Πρέπει να 'ρθεις στο σπίτι μας, αγόρι μου, δήλωσε ο παππούς κοιτώντας τον κατάματα. Η μητέρα σου ίσως αργή­σει να συνέλθει, ίσως και να μη συνέλθει ποτέ συμπλήρωσε αναστενάζοντας βαθιά. Είμαστε γέροι και μόνοι. Έπιασε το λεπτό του χέρι στις ξερές γεροντικές του φούχτες. Ξέρεις πόσο σ' αγαπάμε η γιαγιά σου και γω. Είσαι ότι έχουμε πια σ' αυτό τον κόσμο.
Ο Δημήτρης σηκώθηκε απότομα κι έστρεψε το βλέμα στ' ανοιχτό παράθυρο που καθρέφτιζε τη σκοτεινή νύχτα.
—Μου είπε κάτι, είπε με φωνή που έτρεμε. Είπε πως δεν είμαι παιδί της.
—Αγόρι μου, βιάστηκε να τον αγκαλιάσει ο γέρος. Πι­στεύεις τ' αρρωστημένο της μυαλό; Και βέβαια δικό της παιδί είσαι και κείνου του αγίου που τόσο άδικα κατηγορή­σαμε. Και βέβαια είσαι εγγόνι μας. Το μόνο εγγόνι που έχου­με.
Ο γέρος τον έσφιξε στην αγκαλιά του τρομοκρατημένος στην ιδέα πως θα μπορούσε να τον χάσει. Οι επιχειρήσεις πήγαιναν περίφημα. Μα οι επιχειρήσεις για να επιζήσουν χρειάζονται απαραίτητα και ικανόν διάδοχο. Κάποιον σαν τον Δημήτρη.
Διαφεύγω στις ανοιξιάτικες λιακάδες. Φυλακίζομαι σε σκοτεινές αυλές. Ξέβαψαν τα ονόματα των ελπίδων μου. Τ' άγχη καλυμμένα στρατιωτικούς μανδύες περιπολούν τη χώρα των συναισθημάτων. Βιάστηκα να κρυφτώ στου ήλιου τ' ακροφούστανα. Κουράστηκα ν' ακροβατώ σε ξένες ανηφοριές.
Πασχαλιά. Μέρες αργίας, θρησκευτικής ανάτασης, φυγής στη φύση, μέρες ξεγνοιασιάς. Κι ακούστηκε. Ψυχρά κι α­διάφορα, όπως μας λένε τον καιρό. Ατύχημα σε κάποιο πυ­ρηνικόν αντιδραστήρα, κάπου μακριά, πολύ μακριά απ' τα χέρια μας που πλάθουν κουλουράκια, τα χέρια μας τα βαμένα στο αίμα του αμνού που πορφύρωσε τ' αυγά μας. Ο ήλιος λα­μπρός, αμέτοχος.
Μεγάλη Παρασκευή κι όλοι στ' ανθισμένα χωράφια συ­νάζουν χόρτα και τρυφερά αμπελόφυλλα να περάσουν τη μέ­ρα της μεγάλης νηστείας. Όλοι ζουν την προσμονή της Α­νάστασης. Κι οι εκκλησιές σημαίνουν ολοένα νεκρικά κι οι κοπελιές στολίζουν τον Επιτάφιο με μυρωδάτες βιόλες. Κι αν έγινε αυτό που έγινε, κει πέρα μακριά, εμάς τι μας τρομάζει;
Αμήχανη σιωπή στις κυβερνήσεις. Τι ξέρουν αυτές να πουν, έξω απ' τις συνηθισμένες φλυαρίες; Μας καθησυχά­ζουν.
—Εμείς δεν κινδυνεύουμε, μας λένε. Το θέμα δε μας αφορά. Λυπούμαστε ειλικρινά για κείνους, λένε. Ό,τι μπορούμε, να βοηθήσουμε, υπόσχονται.
Κι έπειτα ήρθε ο βοριάς. Πήρε τη σκόνη της ανθρώπινης μωρίας και πασπάλισε τις αυλές και τα χωράφια μας, σκόνισε το νερό, μόλυνε τα περβόλια μας. Και βγήκαν οι μεγάλοι αρχηγοί στην τηλεόραση κι είπαν πως πρέπει να προσέχου­με. Κίνδυνος δεν υπάρχει μας βεβαίωναν, μα ίσως να φανεί αν δεν τους υπακούμε. Μιλούσαν με ξενόγλωσσα τραγούδια, μετρούσαν τους αόρατους κινδύνους, σαν λαγωνικά οσμίζο- νταν την παρουσία του θανάτου κάτω απ' το γαλάζιο ουρανό. Κι όλα όσα πιστεύαμε αγνά και φρέσκα βαφτίστηκαν την ντροπή του κινδύνου.
Κι ήρθε η υστερία στους καλοβολεμένους, στους αστούς με τις χοντρές κοιλιές και τα γεμάτα πορτοφόλια, στα παι­διά όσων κατάφεραν να επιζήσουν το μεγάλο λιμό της Κα­τοχής. Επιδρομή στα σούπερ μάρκετ της αφθονίας. Δίψα για το μπαγιάτικο. Όλα μετριούνται πια πριν και μετά απ' την καταστροφή. Εμείς να επιζήσουμε έστω και μια ώρα πιότερο, οι άλλοι ας πεθάνουν. Μήπως δεν το περάσαμε; Στη Κατοχή, έτσι δεν επιζήσαμε; Ίδια και τώρα. Αρκεί να προσέξουμε...
—Για τα παιδιά, δικαιολογούνται, όταν τσαλαπατούν το διπλανό για να προλάβουν το τελευταίο κουτί γάλα.
—Για τα παιδιά, που ακόμη δε γεννήθηκαν, που ίσως ποτέ δε θα γεννηθούν.
Το νερό, πηγή τρόμου. Πόσο είναι μολυσμένο το νερό μιας λίμνης, ενός πηγαδιού, μιας πηγής; Πόσο μολυσμένος είν' ο ουρανός;
Να μείνουμε στα σπίτια μας. Αυτός ο σατανάς είν' ύπου­λος. Μπορεί να την αρπάξεις δίχως να το καταλάβεις. Από πού να πρωτοφυλαχτείς; Και ποιον να πρωτοπιστέψεις;
Μας λένε ψέματα. Μας το κρύβουν. Θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Αλλάξανε και τις μονάδες ασφαλείας. Μας κοροϊδεύουν, όλοι μας κοροϊδεύουν. Ποιον να πιστέψουμε τις τρομερές τούτες ώρες; Προφητείες αλλοτινές μας σκιά­ζουν. Τα βήματα του Θηρίου της Αποκάλυψης μας σιμώνουν. Ο Αντίχριστος του Νοστράδαμος αντηχεί καθώς ροκανίζου­με τις αποκαλύψεις του. Τα χνάρια, τα πρώτα σημάδια της αρρώστειας ματώνουν το κορμί. Τα νεκρά ποντίκια στους δρόμους μαρτυρούν την πανούκλα, καθώς τα χελιδόνια την άνοιξη..Μα μεις ξεχνάμε. Προσπερνάμε αδιάφοροι, σίγουροι πως εμείς θα επιζήσουμε.
Η προδοσία! Η μόνη και παντοτινή προδοσία. Ο άνθρω­πος χωρίς ανθρωποσύνη, ο άνθρωπος που πιστεύει πως μπο­ρεί να επιζήσει δίχως τους ανθρώπους, ο άνθρωπος που κα­τασπαράζει ανελέητα τις δικές του σάρκες. Τάδε έφη Κύριος. «Το τίμημα της προδοσίας, θάνατος».
Τα πλοκάμια τ' ουρανού με τύλιξανε καθώς το χνούδι μά­δησε και φτερούγες φύτρωναν στις πλάτες μου. Ο ήλιος τόσο μακρινός! Ατελείωτος ο δρόμος! Χάραζα με το σπαθί τα σύ­νορα της καρδιάς μου. Οσμίστηκα την Ανοιξη που πλενόταν στη νεροσυρμή, γυμνή και αθώα σαν παιδούλα. Κυμάτισε το έμβρυο του Αύριο στη μήτρα του κόσμου.
Κείνη την αυγή, ο ήλιος έλαμπε πιο γιορτινά πάνω απ' τα μιλιούνια των ανθρώπων. Η γη κυλούσε πρόσχαρα, τυλιγ­μένη στο πέπλο της γαλάζιας της ατμόσφαιρας. Το φεγγάρι, όπως πάντα την ακολουθούσε βαριεστημένα στο μεθυστικό χορό της.
Ήταν ξανά η ώρα της σιωπής. Η Τύχη έπαιζε τα ζάρια της. Ήταν μοιραίο. Τ' απέραντο σύμπαν συνταράχτηκε απ' τη φρικιαστική κραυγή. Αλυσιδωτές εκρήξεις, πρόσχαρες, λουλουδιαστές, τύλιξαν τη λαμπερή σφαίρα σε φλόγες.
Ένα λεπτό, ακόμη λιγότερο, σε μιαν εποχή που δε μετρά ο χρόνος, μια μαύρη τρύπα ρούφηξε ότι καμάρωνε για υπαρ­κτό κι αιώνιο!
Ο Θεός σύναξε τα ρούχα του να μη πιτσιλιστούν με σκόνες ύπαρξης. Λούφαξε στη σκιά της παντοδυναμίας του. Τίναξε τη βεντάλια της η Τύχη και κόκκοι ζωής ξεφύτρωσαν κάπου μακριά, σε κάποιο νέο γαλαξία.
—Να δούμε τι θα βγει και τούτη τη φορά! γκρίνιαξε κι ανακάτεψε μ ' έμπειρα χέρια την τράπουλά της.
Η αιωνιότητα είναι τόσο πληκτική! Πώς να την ξοδέψεις;
Πειραιάς 1986-1988

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης